Featured

Η αιματοχυσία συνεχίζεται Καλόβρυση, Μάζι, Αετόπετρα, Αηδονοχώρι, Βασιλικό, Κεφαλόβρυσο (10-12 Ιουλίου 1943)

Κεφαλόβρυσο στα 1900Ιούλιος 1943. Οι εκκαθαριστικές επιχειρήσεις της 1ης Ορεινής Μεραρχίας Εντελβάις της ναζιστικής Γερμανίας συνεχίζονται στην περιοχή Λεσκοβικίου - Κονίτσης - Πωγωνίου...

Ενώ η εμπροσθοφυλακή Ζόμμερ συνέχιζε την πορεία της προς τα Ιωάννινα, ο Ζαλμινγκερ επέστρεψε με το 3ο Τάγμα του 98ου Συντάγματος στο Λεσκοβίκι και εγκατέστησε εκεί τον σταθμό διοίκησής του. Το απόγευμα της 10ης Ιουλίου ο Ζάλμινγκερ πληροφορήθηκε ότι μια ανιχνευτική ομάδα που είχε στείλει να διερευνήσει την περιοχή κατά μήκος του ποταμού Σαρανταπόρου είχε πέσει σε ενέδρα των ανταρτών σε μια κοιλάδα κοντά στο Κούκες. Όταν ο διοικητής της επιχείρησης υπολοχαγός Οτ (Ott)1 επέστρεψε στον σταθμό διοίκησης του Ζάλμινγκερ με μόνο 6 από τα 25 μέλη της μονάδας του, ήταν «σε τέτοια ταραχή», σημείωσε ο Τίλο, «που δεν μπορούσε να δώσει οποιαδήποτε πληροφορία για τα συμβάντα»2. Ο Ζάλμινγκερ αντέδρασε αμέσως. Πήρε μαζί του στρατιώτες του 9ου Λόχου του 98ου Συντάγματος και πήγαν με φορτηγά στο χωριό Γλίνα, απ' όπου συνέχισαν προς το Κούκες σε αναζήτηση των 19 αγνοουμένων. Με τον 9ο Λόχο ενώθηκε και ο 6ος Λόχος, που εκείνη τη μέρα, στις 10 Ιουλίου, «είχε λάβει εντολή να κάνει αναγνώριση στην περιοχή από το Αηδονοχώρι μέχρι το Κεφαλόβρυσο και το Βασιλικό [τότε Τσαραπλανά]»3, και βρισκόταν στον δρόμο της επιστροφής από την αποστολή του. Όταν άρχισε να σκοτεινιάζει, ο Ζάλμινγκερ διέταξε τη διακοπή της αναζήτησης των αγνοουμένων. Διέταξε τον 6ο Λόχο να συνεχίσει το επόμενο πρωί την αναγνώριση «προς ανατολάς». Ο λόχος κατάφερε πράγματι να ανακαλύψει σχεδόν όλους τους αγνοούμενους. Εκτός από έναν, επέστρεψαν όλοι στη μονάδα τους.

Πολύ πιο αξιοσημείωτη είναι όμως η σύντομη καταχώριση στο πολεμικό ημερολόγιο για την αναγνωριστική επιχείρηση του 6ου Λόχου του 98ου Συντάγματος με κατεύθυνση το Αηδονοχώρι, μέσω του Κεφαλόβρυσου και του Βασιλικού που είχε διενεργηθεί στις 10 Ιουλίου. Η επιχείρηση έγινε στο πλαίσιο της διαταγής που είχε σταλεί από τον Ζάλμινγκερ στις 9 Ιουλίου (στις 10.25 μ.μ.) για «εκκαθάριση» και «φύλαξη» του δρόμου προώθησης. Η ανατιναγμένη γέφυρα κοντά στο Περάτι, οι αναφορές πως ο επαρχιακός δρόμος που οδηγούσε στην Κόνιτσα είχε αποκλειστεί με συρματόπλεγμα από Έλληνες αντάρτες και πως, σύμφωνα με πληροφορίες του ντόπιου πληθυσμού, το «άντρο των συμμοριτών» βρισκόταν «στην περιοχή δυτικά του Αηδονοχωρίου»4 οδήγησαν τον Ζάλμινγκερ στην απόφαση να στείλει συνολικά εννέα λόχους σε επιχείρηση κατά μήκος του δρόμου μεταξύ Λεσκοβικίου και Αηδονοχωρίου.

Από το 2ο Τάγμα του 98ου Συντάγματος, που μόλις μία βδομάδα νωρίτερα είχε λάβει μέρος υπό τις άμεσες διαταγές του του Ζάλμινγκερ στην καταστροφή περίπου 1.000 σπιτιών και τη δολοφονία τουλάχιστον 78 αμάχων στην περιοχή Κοζάνης Σερβίων-Ολύμπου, στη νέα επιχείρηση θα συμμετείχαν ο 8ος, ο 9ος, ο 10ος, αλλά και ο 6ος Λόχος. Ο 6ος Λόχος τελούσε υπό τις διαταγές του εικοσιτετράχρονου υπολοχαγού Μίχαελ Παίσσινγκερ, που είχε παρασημοφορηθεί στη Γαλλία με τον Σταυρό των Ιπποτών, είχε λάβει μέρος στην «έφοδο κατά του Λέμπεργκ» και είχε κατακτήσει τα περάσματα του Καυκάσου μαχόμενος στην πρώτη γραμμή. Οι Γερμανοί ήταν πεπεισμένοι ότι οι υπεύθυνοι για την ανατίναξη της γέφυρας του Σαρανταπόρου κρύβονταν στην περιοχή που έπρεπε να διασχίσει ο 6ος Λόχος. Έτσι η μονάδα «χτένισε» τα παραμεθόρια χωριά Καλόβρυση, Μάζι, Αετόπετρα, Αηδονοχώρι, Βασιλικό και Κεφαλόβρυσο. Ακόμα και σήμερα, εξήντα χρόνια μετά τη λήξη του πολέμου, οι φρικαλεότητες εκείνων των ημερών μένουν αλησμόνητες στη μνήμη των επιζώντων.

Το χωριό Καλόβρυση, με τους 310 κατοίκους και τις 69 οικογένειές του, ήταν το πρώτο ελληνικό χωριό στα σύνορα με την Αλβανία που πυρπολήθηκε από τον 6ο Λόχο στις 10 Ιουλίου. Ιταλοί και Αλβανοί είχαν κάψει και λεηλατήσει το χωριό άλλη μία φορά κατά την έναρξη των εχθροπραξιών τον Οκτώβριο του 1940, και είχαν κλέψει οικιακά αντικείμενα, 150 πρόβατα, 25 άλογα και 30 βοοειδή. Τώρα οι Γερμανοί κατέστρεψαν άλλα 73 σπίτια, 70 αχυρώνες και 35 στάβλους Εκλάπησαν 35 άλογα και μουλάρια, 30 βοοειδή και 500 πρόβατα. Οι άρπαγες δεν λυπήθηκαν ούτε την εκκλησία του χωριού, όπως διαπίστωσε μια επιτροπή που συστάθηκε με φροντίδα του υπουργού Παιδείας Δημήτριου Μπαλάνου το 1945 για την καταγραφή των ζημιών στην Ήπειρο την περίοδο της Κατοχής5. Ο εβδομηνταδιάχρονος Χαράλαμπος Σουφλέρης θυμήθηκε σε συνέντευξή του στον συγγραφέα ότι, όχι μακριά από τη γέφυρα που είχε ανατινάξει ο ΕΔΕΣ, 6 άνδρες δολοφονήθηκαν στους αγρούς και όλα τα σπίτια του χωριού πυρπολήθηκαν»6.
Στο γειτονικό χωριό Μελισσόπετρα, σε απόσταση μόλις 2 χιλιόμετρα από την Καλόβρυση, η αυτόπτης μάρτυρας Μαρία Κοτοπούλου ανέφερε:

Όπως και στην Καλόβρυση, πυρπολήθηκαν κι εδώ τα σπίτια μας. Ακόμα και την εκκλησία έκαψαν οι Γερμανοί μέχρι τα θεμέλια. Έναν νεαρό που τον έπιασαν στα χωράφια τον σκότωσαν. Νομίζω ότι το έκαναν επειδή οι αντάρτες είχαν ανατινάξει τη γέφυρα πάνω από το ποτάμι.7

Η επιτροπή Μπαλάνου κατέληξε το 1945 στο ίδιο συμπέρασμα: Διαπίστωσε ότι το πρωί της εισβολής 10 νεαροί δολοφονήθηκαν σε αντίποινα για την καταστροφή των γεφυρών από τους αντάρτες»8.

Το κοντινό χωριό Αετόπετρα είχε ήδη καταληφθεί και λεηλατηθεί από ιταλικές μονάδες και Αλβανούς συνεργάτες τους τον Νοέμβριο του 1940. Από τους 305 κατοίκους, οι 180 είχαν μεταφερθεί ως όμηροι στην Αλβανία, ενώ ορισμένοι είχαν εκτοπιστεί στην Ιταλία. Τώρα η Αετόπετρα θα καταστρεφόταν για άλλη μία φορά. «Όταν ήρθαν οι Γερμανοί, εμείς δουλεύαμε ακόμα στα χωράφια. Το έσκασαν όλοι» ανέφερε ο Ζαχαρίας Τζήκας, που γεννήθηκε το 1924. «Τα σπίτια, τρεις εκκλησίες και το σχολείο πυρπολήθηκαν. Ο Γιώργος Μπάρμπας ήταν ο μόνος που σκοτώθηκε»9.

Το 1945 το χωριό είχε πλέον μόνο τέσσερα άθικτα σπίτια, ο αριθμός των είχε μειωθεί από 100 βοοειδή σε 17, και από 1.800 πρόβατα σε 10010. «Εκείνα φρικτά χρόνια η πείνα ήταν απερίγραπτη» ανέφερε λακωνικά ο Ζαχαρίας Τζήκας.

Στο χωριό Μάζι (280 κάτοικοι) ο εβδομηντατετράχρονος σήμερα Βασίλης Διαμαντής αντίκρισε το γειτονικό χωριό Αετόπετρα να φλέγεται «Το βάλαμε όλοι στο πόδια. Μόνο η Βασιλική Στράτου, ο άνδρας της και μερικοί ακόμα δεν έφυγαν. Ήταν συνολικά 7 άνθρωποι. Τους βρήκαμε αργότερα εκτελεσμένους μέσα στο πυρπολημένο χωριό»11. Κατά τη διάρκεια της ιταλο-γερμανικής κατοχής λεηλατήθηκαν τα πυρπολήθηκαν στο Μάζι συνολικά 44 σπίτια, το σχολείο και τέσσερα παρεκκλήσια12.

Από το Μάζι οι καταδρομείς συνέχισαν την πορεία τους προς το Αηδονοχώρι. Το χωριό, που απλώνεται σε μια απότομη πλαγιά πάνω από τον ποταμό Αώο, το 1943 είχε 550 κατοίκους. Γεμάτοι απότομες στροφές, οι δρόμοι του ελίσσονται σαν σερπαντίνες, και απ' όλα τα σπίτια μπορεί κανείς να απολαύσει την πανορα μική θέα προς την όμορφη κοιλάδα. Γι' αυτό το Αηδονοχώρι αποτελούσε ιδανική βάση, τόσο για τους αντάρτες όσο και για τους Γερμανούς και τους Ιταλούς. Πρώτοι επιτέθηκαν στο Αηδονοχώρι οι Ιταλοί, στις 28 Οκτωβρίου 1940. Σύμφωνα με την ελληνική επιτροπή το 1945: «Πολλοί διέφυγαν χωρίς τρόφιμα. Οι Ιταλοί και οι Αλβανοί λεηλάτησαν το χωριό και κατέστρεψαν τα σπίτια».

Αργότερα οι κάτοικοι επέστρεψαν στο ορεινό χωριό τους. «Και μετά ήρθε το δεύτερο κύμα της κατοχής» θυμόταν αργότερα, το 2004, ο Μηνάς Στεφανίδης. «Αυτή τη φορά ήταν οι Γερμανοί. Άνδρες και γυναίκες το έσκασαν, αλλά όποιον μπορούσαν να πιάσουν τον σκότωναν». Όταν συνέβησαν αυτά, στις 10 Ιουλίου 1943, ο Μηνάς ήταν 11 ετών13. Το 1945 η επιτροπή Μπαλάνου διαπίστωσε ότι το χωριό είχε δεχτεί επίθεση από όλμους πριν καταληφθεί από τις γερμανικές δυνάμεις και τους Αλβανούς οδηγούς που τις συνόδευαν. Κατάσχεσαν αμέσως πρόβατα, βόδια και αγελάδες, άλογα και μουλάρια. Συνολικά στις φλόγες χάθηκαν 120 σπίτια. Μόνο ένα έμεινε άθικτο. Δεν πείραξαν την εκκλησία. Τη στιγμή της επίθεσης η πλειονότητα των κατοίκων βρισκόταν στα χωράφια και κατέφυγε στο δάσος. Όμως 22 άτομα, ανάμεσά τους και τρεις εβδομηνταπεντάχρονοι, που δεν κατάφεραν να διαφύγουν έχασαν τη ζωή τους «μέσα στα φλεγόμενα σπίτια ή εκτελέστηκαν»14. Σύμφωνα με τις σημειώσεις του τότε προέδρου του χωριού, στα σπίτια τους κάηκαν οι χήρες Χαρίκλεια Τσίπη (50 ετών), Ελένη Σουγαρίδη (55 ετών) και Αικατερίνη Πάντου, καθώς και η Βασιλική Τσίπη (30 ετών) και ο Eυάγγελος Σιάφης (65 ετών). Στους εκτελεσμένους συγκαταλέγονταν ο Σπυρίδων Βανούσης και ο Αποστόλης Ζιάκος, 75 και 80 ετών αντίστοιχα15.

Μετά την καταστροφή οι Γερμανοί απαγόρευσαν στους επιζώντες «να κινούνται ελεύθερα στο χωριό», απειλώντας τους παραβάτες με ποινή εκτέλεσης, όπως κατέγραψε η επιτροπή Μπαλάνου το 1945. Πολλοί επέζησαν από τις κακουχίες του πολέμου σε γειτονικά χωριά. Μόνο μετά την απελευθέρωση, τον Οκτώβριο του 1944, στο Αηδονοχώρι επέστρεψαν 40 οικογένειες.

Ο ογδοντάχρονος σήμερα γιατρός Χρήστος Πρίντζης από το Βασιλικό ανέφερε πως όλοι οι κάτοικοι παρέμειναν στα σπίτια τους όταν οι Γερμανοί κατέλαβαν το χωριό στις 10 Ιουλίου. «Έτσι έβγαλαν το συμπέρασμα» υπέθεσε ο γιατρός «ότι στο Βασιλικό δεν υπήρχαν αντάρτες. Μας μάζεψαν και μας έκλεισαν σε δύο καφενεία, και αργότερα την ίδια μέρα μάς άφησαν ελεύθερους»16. Πράγματι, στο Βασιλικό καταστράφηκαν «μόνο» τέσσερα κτήρια και εκτελέστηκαν δύο άνδρες, ο Μιχάλης Δόμπιτσας και ο Κ. Καραμπίνας17.

Από το Βασιλικό οι καταδρομείς συνέχισαν στις 10 Ιουλίου την πορεία τους προς το Κεφαλόβρυσο. Με 350 οικογένειες και πολλά από τα 280 περίπου σπίτια του πετρόχτιστα, ήταν το μεγαλύτερο από τα χωριά που υπέστησαν την επίθεση του 6ου Λόχου του 98ου Συντάγματος. Οι κάτοικοί του, που ξεπερνούσαν τους 1.500, ήταν στην πλειοψηφία τους Βλάχοι. Οι περισσότεροι περνούσαν το καλοκαίρι κοντά στα ζώα τους, ζώντας μέσα σε καλύβες από άχυρο. Τον χειμώνα κατέβαιναν σε περιοχές με πιο ήπιο κλίμα κοντά στη θάλασσα, πέρα από τα σύνορα κοντά στην παραλιακή πόλη των Αγίων Σαράντα.

Ο Δημήτριος Σιούτης και ο Κίτσος Δεμίρης, που ανήκαν στον λεγόμενο εφε δρικό ΕΛΑΣ18, είχαν λάβει διαταγή να φυλάνε την είσοδο στο χωριό. Ήταν οι πρώτοι που αντίκρισαν τους ορεινούς καταδρομείς να πλησιάζουν από το Βασιλικό, χωρισμένοι σε τρεις ομάδες. Μία από τις ομάδες είχε προφανώς δεχτεί πυροβολισμούς μεταξύ του Βασιλικού και του Κεφαλόβρυσου. Χάρη στην έγκαιρη προειδοποίηση των Σιούτη και Δεμίρη, οι περισσότεροι κάτοικοι του χωριού πρόλαβαν να διαφύγουν και να αναζητήσουν καταφύγιο στα γύρω δάση και βουνά19. Ο Σιούτης και ο Δεμίρης έμειναν στο χωριό μαζί με 24 ακόμη άνδρες. Ανάμεσά τους ήταν και ο παπάς Γεώργιος Κιτσώνας και ο γραμματέας της κοινότητας Σπυρίδων Τζαβάρας. Ήθελαν να υποδεχτούν τους Γερμανούς στο χωριό τους «σύμφωνα με τα πατροπαράδοτα έθιμα». Αλλά οι Γερμανοί δεν είχαν καμία διάθεση για συζητήσεις και φιλοφρονήσεις. Και οι 26 άνδρες κλείστηκαν χωρίς περιστροφές στο μαγαζί του Ζήκου Φούκη. Στη συνέχεια οι Γερμανοί ερεύνησαν συστηματικά όλα τα σπίτια, και «λεηλάτησαν και πυρπόλησαν περίπου 50 από αυτά20.

Ο λόχος του Μίχαελ Παίσσινγκερ ήταν βέβαιος πως το χωριό ήταν «μολυσμένο από αντάρτες», επειδή οι περισσότεροι κάτοικοί του το είχαν εγκαταλείψει, και λίγο πριν από την κατάληψη του Κεφαλόβρυσου οι Γερμανοί είχαν ανταλλάξει πυρά με τους αντάρτες, χωρίς όμως να τραυματιστεί κανένας. Ο χρονικογράφος των γεγονότων Κωνσταντίνος Νικολάου Κούρος, που ασχολήθηκε διεξοδικά με την ιστορία του χωριού, αφηγήθηκε:

Όταν τα σπίτια άρχισαν να καίγονται, οι αιχμάλωτοι συγκεντρώθηκαν στο κέντρο του χωριού. Ξαφνικά τους διέταξαν να κατευθυνθούν προς το Βασιλικό. Αμέσως προκλήθηκε δικαιολογημένη ανησυχία, μιας και οι Γερμανοί τούς είχαν περικυκλώσει με οπλισμένα αυτόματα21.

Τέσσερις άνδρες εκμεταλλεύτηκαν εκείνη τη στιγμή της αναστάτωσης και προσπάθησαν να διαφύγουν. Δύο όμως, ο φύλακας Δημήτριος Σιούτης και ο σιδεράς του χωριού Παναγιώτης Γκόγκος, σκοτώθηκαν στην προσπάθεια. Οι άλλοι δύο, ονόματι Μητσοθύμιος και Χαράλαμπος Μέντης, κατάφεραν να γλιτώσουν.

Δυστυχώς το αποτέλεσμα αυτής της απόπειρας δραπέτευσης ήταν οι Γερμανοί να χωρίσουν αμέσως τους υπόλοιπους 22 άνδρες σε δύο ομάδες, να τους κλείσουν σε δύο αντικρινά σπίτια και να βάλουν φωτιά. Δεν υπήρχε τρόπος διαφυγής. Τα παράθυρα ήταν κλειδαμπαρωμένα, και Γερμανοί στρατιώτες είχαν περικυκλώσει τα σπίτια.

Ο πρόεδρος της κοινότητας Νικόλαος Τσέπας κατέθεσε ενόρκως το 1946 πως «οι Γερμανοί έριξαν χειροβομβίδες στα σπίτια, αφού πρώτα έβαλαν φωτιά για να μην ακούνε τις κραυγές των ανθρώπων»22.

Κλειδωμένοι στα σπίτια του Γκέλιου Σιούτη και του Πάνου Φούκη, κάηκαν ζωντανοί συνολικά 21 άνδρες. Μόνο ένας, ο Δημήτριος Μέντης, επέζησε ως εκ θαύματος.

Πρόφτασε και μπήκε στο τζάκι. Έβαλε μπροστά ένα τσίγκινο σκαφίδι, και έτσι φυλάχτηκε για ένα διάστημα. Όταν όμως άναψε για καλά η φωτιά, κινδύνευε να πεθάνει από ασφυξία και να σκοτωθεί από τις μαυρόπλακες όταν άρχισε να πέφτει η σκεπή. Χωρίς να λογαριάζει αν έξω ήταν ακόμη οι Γερμανοί, έβγαλε μία σπάρακτική φωνή [...] η Χάιδω Σιούτη, που 'ταν εκεί κοντά κρυμμένη, του άνοιξε την πόρτα και έτσι γλίτωσε23.

Στις φλόγες εκείνη τη μέρα χάθηκαν ένας ιερέας, ο γραμματέας της κοινότητας, βοσκοί, ένας τσέλιγκας, ένας τσαγκάρης, ένας ράφτης, ένας σιδηρουργός και ένας ανάπηρος πολέμου. Οι 14 από τους 21 νεκρούς ήταν άνω των 50 ετών. Η μεγάλη ηλικία των δολοφονημένων επιτρέπει το συμπέρασμα ότι η πλειοψηφία των νεότερων κατοίκων είχε διαφύγει, ενώ οι πιο ηλικιωμένοι δεν πίστεψαν πως βρίσκονταν σε κίνδυνο και έμειναν στο χωριό24.

«Την επόμενη μέρα οι γυναίκες επέστρεψαν στο χωριό» έγραψε ο Νίκος Ζιαγκος25.

Η Αγγέλω Γκότση έψαχνε μα δεν μπορούσε πουθενά να βρει το παιδί της Γάκη Γκότση, τυχαία βρήκε τον σουγιά του [...] Ο Κίτσος Δεμίρης δεν είχε κανέναν να τον θάψει [...] Πήγε λοιπόν να τον θάψει η Βασιλική Λώλη γιατί ήταν στενός φίλος του παιδιού της [...] Ανακατεύοντας τις στάχτες βρήκε το δαχτυλίδι μισοκαμένα κόκκαλα26.

Μετά τη σφαγή το χωριό έμεινε για μήνες ακατοίκητο. Από τον φόβο νέων επιθέσεων, οι κάτοικοι φυτοζωούσαν στα δάση και τις σπηλιές του βουνού Νεμέρτσικα. Επέστρεψαν στο κεφαλοχώρι τους μόλις τον χειμώνα, όταν άρχισε να πέφτει το πρώτο χιόνι.

«Μετά τον πόλεμο πολλοί άνδρες του χωριού έφυγαν για τη Γερμανία για να βρουν δουλειά. Σήμερα σε κάθε γωνιά του Κεφαλόβρυσου συναντάς κάποιου που να μιλάει γερμανικά» είπε ο Κούρος. «Αλλά κανείς δεν μίλησε στη Γερμανία γι' αυτά που συνέβησαν τότε».

Η Καλόβρυση, το Μάζι, η Αετόπετρα, το Αηδονοχώρι, το Βασιλικό και το Κεφαλόβρυσο δεν ήταν τα μοναδικά χωριά που χάθηκαν στις φλόγες και στα οποία δολοφονήθηκαν άμαχοι στις 10 Ιουλίου. Ολόκληρη η περιοχή μεταξύ Λεσκοβικίου και Αηδονοχωρίου «εκκαθαρίστηκε» από τους υπόλοιπους οκτώ λόχους της ομάδας μάχης Ζάλμινγκερ. Στο πολεμικό ημερολόγιο σημειώθηκε επιγραμματικά: «Εκκαθαριστικές επιχειρήσεις στην περιοχή δράσης της ομάδας Ζάλμινγκερ οδηγούν στην εξόντωση πάνω από 100 συμμοριτών. Πολλά χωριά που πρόσφεραν καταφύγιο στους συμμορίτες και στα οποία ανακαλύφθηκαν πολεμοφόδια πυρπολούνται»27.

Άλλες αναφορές επιβεβαιώνουν ότι «από την έναρξη της εκκαθαριστικής επ-χείρησης [...] από την ομάδα Ζάλμινγκερ στην περιοχή Λεσκοβίκι-Γλίνα-Βασιλικό-Κεφαλόβρυσο-Μπιόβιστα τα περισσότερα χωριά πυρπολήθηκαν». Οι απώλειες της μεραρχίας ανήλθαν σε έναν νεκρό, έναν αγνοούμενο και τρεις τραυματίες28, οι οποίοι όμως δεν ανήκαν στον 6ο Λόχο που διοικούσε ο Παίσσινγκερ29.

Με βάση τις ένορκες καταθέσεις του φούρναρη και προέδρου της κοινότητας Κεφαλόβρυσου Νικόλαου Τσέπα, μία από τις εισαγγελικές αρχές του Μονάχου εκκίνησε τη δεκαετία του 1970 προανακριτικές διαδικασίες. Η αρμόδια αστυνομική υπηρεσία του κρατιδίου της Βαυαρίας στράφηκε στο Ομοσπονδιακό Αρχείο του Φράιμπουργκ30. Την υπόθεση ανέλαβε εκεί ένας υπάλληλος ονόματι Χάουφφε (Hauffe).

Αυτός με επιστολή του της 11ης Απριλίου 1972 απάντησε πως δεν χουν» ντοκουμέντα που να αφορούν «κάποια επιχείρηση εναντίον συμμοριτών και δράση κατά του χωριού Κεφαλόβρυσο»31. Το κύριο επιχείρημά του ήταν πως ο 6ος Λόχος του 98ου Συντάγματος στις 11 Ιουλίου 1943 δρούσε «ανατολικά τη Βασιλικού». Επειδή το Κεφαλόβρυσο βρίσκεται δυτικά του Βασιλικού, δεν υπήρχαν, όπως είπε, αποδείξεις πως το χωριό καταστράφηκε από τον 6ο Λόχο. Ο Χάουφφε έκανε πρόχειρη δουλειά. Αν και η επιστολή της βαυαρικής Δίωξης Εγκλήματος έλεγε ξεκάθαρα πως το εν λόγω έγκλημα διαπράχθηκε στις 10 Ιουλίου, ο Χάουφφε αγνόησε τη σχετική ημερήσια αναφορά στην οποία αναγραφόταν πως ο 6ος Λόχος του 98ου Συντάγματος «θα αναλάβει αναγνωριστική επιχείρηση προς το Αηδονοχώρι μέσω Κεφαλόβρυσου και Βασιλικού»32. Με βάση την απάντηση του Χάουφφε οι έρευνες της εισαγγελικής αρχής του Μονάχου σχετικά με τη σφαγή στο Κεφαλόβρυσο έπαυσαν. Οι υπαίτιοι δεν λογοδότησαν ποτέ.

Αιματοβαμμένο Εντελβάις
Η 1η Ορεινή Μεραρχία, το 22ο Ορεινό Σώμα Στρατού και η εγκληματική δράση τους στην Ελλάδα, 1943-1944
Hermann Frank Meyer

1. Ο υπολοχαγός Οτ ήταν διοικητής του 3ου Λόχου του 44ου Αποσπάσματος Κυνηγών Τεθωρακισμένων.

2. ΝΑ: Τ-315/65-52, πολεμικό ημερολόγιο, σημείωση, 10 Ιουλίου 1943, ώρα 7:50 μ.μ., υπογεγραμμένο από τον Τίλο.

3. Ό.π. Σύμφωνα με την αναφορά αυτή, επρόκειτο για τον 9ο και τον 6ο Λόχο του 99ου Συντάγματος. Το άτομο που έγραψε την αναφορά έκανε σίγουρα λάθος. Οι δύο συγκεκριμένοι λόχοι του 99ου Συντάγματος τη στιγμή εκείνη βρίσκονταν ακόμα στη Φλώρινα, ως τμήμα της ομάδας πορείας του Ρέμολντ. Αυτό προκύπτει πέρα από κάθε αμφιβολία από μια σειρά αναφορών (βλ. π.χ. ΝΑ: Τ-315/2305-600, σήμα μέσω τηλετύπου, 11 Ιουλίου 1943). Επίσης σε μία αναφορά του 98ου Συντάγματος με ημερομηνία 9 Ιουλίου 1943 σημειώνεται ότι «το υπόλοιπο της φάλαγγας του του Τάγματος έφτασε [στην περιοχή του Λεσκοβικίου)» και «στις 6:00 π.μ. ξεκίνησε εκκαθαριστική επιχείρηση». Ως γνωστόν, ο 9ος και ο 6ος Λόχος ανήκαν στο 2ο Τάγμα. Εν κατακλείδι, στη βραδινή αναφορά της 11ης Ιουλίου σημειώνεται ότι ο 6ος Λόχος του 98ου Συντάγματος βρισκόταν «2 χιλιόμετρα ανατολικά του Βασιλικού» (ΝΑ: Τ-315/2305-602).

4. ΝΑ: Τ- 315/66-86, ημερήσια αναφορά 9ης Ιουλίου 1943

5. Ηπειρωτική Εταιρεία Αθηνών (επιμ.), Έκθεσις των γενομένων ζημιών εν γένει Ηπείρου από της κηρύξεως του ελληνοιταλικού πολέμου (28-10-40) μέχρι της τελικής απελευθερώσεώς της, Οκτώβριος 1944, Αθήνα 1987, σ. 78. Με πρωτοβουλία του τότε Έλληνα υπουργού Παιδείας και πανεπιστημιακού Δημήτριου Μπαλάνου, στις 31 Μαΐου 1945 ανατέθηκε σε τέσσερις υψηλά ιστάμενες προσωπικότητες να ταξιδέψουν στα χωριά της Ηπείρου και να καταγράψουν επιτόπια τις εκτελέσεις αμάχων και τις καταστροφές κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου πολέμου. Σκοπός της έρευνας ήταν μεταξύ άλλων να συγκεντρωθούν τα απαραίτητα στοιχεία προκειμένου να υπο βληθεί αίτημα καταβολής πολεμικών επανορθώσεων. Τα αποτελέσματα αυτής της επιμελούς και αντικειμενικής μελέτης υποβλήθηκαν στην τότε ελληνική κυβέρνηση, δημοσιεύτηκαν όμως μόλις το 1987 υπό τη μορφή βιβλίου από την Ηπειρωτική Εταιρεία Αθηνών. Τα στοιχεία της προσεγμένης αυτής μελέτης συμπίπτουν στην πλειονότητα των περιπτώσεων με τις αναφορές της Βέρμαχτ και με τα στοιχεία που συνέλεξε στις έρευνές του ο συγγραφέας. Ο Δημήτριος Μπαλάνος γεννήθηκε το 1878 και σπούδασε στη Λειψία, το Μπρέσλαου και το Χάλλε. Η επιτροπή απαρτιζόταν από τους. Βασίλειο Μελά (υποστράτηγο, γεν. 1879), Νικόλαο Γεωργιάδη (διευθυντή τράπεζας, γεν. 1881), Ιωάννη Τρικαλινό (καθηγητή γεωλογίας που είχε σπουδάσει στο Γκαίττινγκεν) και Πέτρο Δόβα (καθηγητή γεωπονίας που είχε σπουδάσει στο Ζεμπλού του Βελγίου, γεν. 1897). Τους συνόδευαν δύο αξιωματικοί του στρατού και ο φωτογράφος Αντώνιος Νόβακ, που απαθανάτισε τα ερειπωμένα χωριά. Οι φωτογραφίες κατατέθηκαν στο Γενικό Επιτελείο Στρατού, αλλά δεν στάθηκε δυνατόν να ανεβρεθούν παρά τις αιτήσεις που κατέθεσαν κατά καιρούς ενδιαφερόμενοι ερευνητές, αλλά και η Ηπειρωτική Εταιρεία Αθηνών.

6. Συνέντευξη με τον Χαράλαμπο Σουφλέρη στην Καλόβρυση την 1η Απριλίου 2004. Σύμφωνα με τις γερμανικές πηγές, οι 6 άμαχοι εκτελέστηκαν στις 14 Ιουλίου από αναγνωριστική περίπολο που είχε διαπιστώσει «κινήσεις» ανταρτών κοντά στο χωριό (ΝΑ: Τ-315/2305-548, βραδινή αναφορά 14ης Ιουλίου 1943).

7. Συνέντευξη με τη Μαρία Κοτοπούλου στη Μελισσόπετρα την 1η Απριλίου 2004.

8. Ηπειρωτική Εταιρεία Αθηνών (επιμ.), Έκθεσις των γενομένων ζημιών εν γένει Ηπείρου..., ό.π., α. 80,

9. Συνέντευξη με τον Ζαχαρία Τζήκα στην Αετόπετρα την 1η Απριλίου 2004.

10. Ηπειρωτική Εταιρεία Αθηνών (επιμ.), Έκθεσις των γενομένων ζημιών εν γένει Ηπείρου... ό.π., σ. 76.

11. Συνέντευξη με τον Βασίλη Διαμαντή στο Μάζι την 1η Απριλίου 2004.

12. Ηπειρωτική Εταιρεία Αθηνών (επιμ.), Έκθεσις των γενομένων ζημιών εν γένει Ηπείρου. ό.π., σ. 75.

13. Συνέντευξη με τον Μηνά Στεφανίδη στο Αηδονοχώρι την 1η Απριλίου 2004

14. Ηπειρωτική Εταιρεία Αθηνών (επιμ.), Έκθεσις των γενομένων ζημιών εν γένει Ηπείρου.... ό.π., σ. 80.

15. Ημερολογιακές σημειώσεις του προέδρου του Αηδονοχωρίου (αντίγραφο στο αρχείο του συγγραφέα, το οποίο του πρόσφερε φιλικότατα ο δικηγόρος κύριος Μπότης στα Ιωάννινα).

16. Συνέντευξη με τον Χρήστο Πρίντζη στο Βασιλικό την 1η Απριλίου 2004.

17. Ηπειρωτική Εταιρεία Αθηνών (επιμ.), Έκθεσις των γενομένων ζημιών εν γένει Ηπείρου.... ό.π., σ. 90.

18. Πολλοί από τους κατοίκους των χωριών είχαν υποχρεωθεί από την ηγεσία του ΕΑΜ να ενταχθούν στον «εφεδρικό ΕΛΑΣ». Χρησιμοποιούνταν μόνο κατά διαστήματα σε συγκεκριμένες επιχειρήσεις.

19. Ν. Ζιάγκος, Αγγλικός ιμπεριαλισμός και Εθνική Αντίσταση 1940-1945, Αθήνα 1978, σ. 97 κ.εξ.

20. Δ. Βότσικας, «Οι θηριωδίες των χιτλερικών στο Κεφαλόβρυσο», στο Εθνική Αντίσταση, Δεκέμβριος 1966, σ. 111-113.

21. Συνέντευξη με τον Κωνσταντίνο Ν. Κούρο στο Κεφαλόβρυσο την 1η Απριλίου και την 19η Οκτωβρίου 2004.

22. Staatsarchiv München (Κρατικό Αρχείο Μονάχου): εισαγγελία 37.657/1, σ. 193.

23. Δ. Βότσικας, «Οι θηριωδίες των χιτλερικών στο Κεφαλόβρυσο», ό.π., σ. 112.

24. Επιστολή του Κ. Κούρου στις 3 Δεκεμβρίου 2004 προς τον συγγραφέα με τα ονόματα, τις ημερομηνίες γέννησης, τα επαγγέλματα και τις ηλικίες των δολοφονημένων.

25. Ο συγγραφέας Νίκος Ζιάγκος τονίζει ότι «οι νεκροί στο Κεφαλόβρυσο αποτελούν τη συνεισφορά των Αρβανιτόβλαχων στην ελληνική Εθνική Αντίσταση και στην τιμή της πατρίδας», αντιδρώντας έτσι σε φωνές «που αμφισβητούν την ελληνική συνείδηση των Βλάχων» (Ν. Ζιάγκος, Αγγλικός ιμπεριαλισμός και Εθνική Αντίσταση 1940-1945, ό.π., σ. 62).

26. Δ. Βότσικας, «Οι θηριωδίες των χιτλερικών στο Κεφαλόβρυσο», ό.π., σ. 112.

27. ΝΑ: Τ-315/64-274, πολεμικό ημερολόγιο, 11 Ιουλίου 1943.

28. ΝΑ: Τ-315/66-61, σήμα μέσω τηλετύπου, 11 Ιουλίου 1943.

29. Deutsche Dienststelle: αναφορά απωλειών του 2ου Τάγματος του 99ου Συντάγματος της 1ης Ορεινής Μεραρχίας.

30. Staatsarchiv München: εισαγγελία 37.657/2, επιστολή της βαυαρικής Δίωξης Εγκλήματος προς το Ομοσπονδιακό Αρχείο του Φράιμπουργκ, 23 Μαρτίου 1972.

31. Staatsarchiv München: εισαγγελία 37.657/2, επιστολή του Ομοσπονδιακού Αρχείου του Φράιμπουργκ προς τη βαυαρική Δίωξη Εγκλήματος, 11 Απριλίου 1972, Az. 6971 Bay/254.

32. ΝΑ: Τ-315/65-52, πολεμικό ημερολόγιο, σημείωση, 10 Ιουλίου 1943, ώρα 7:50 μ.μ., υπογεγραμμένη από τον Τίλο.

 

Οι 22 καέντες ήταν οι:

1. Βολτέρος Παναγιώτης
2. Γκόγκος Παναγιώτης
3. Γκότσης Γεώργιος
4. Γραμμόζης Γεώργιος
5. Γραμμόζης Κων/νος
6. Γραμμόζης Νικόλαος
7. Δημουλάς Χρήστος
8. Κιτσώνας Γεώργιος (Ιερέας)
9. Κόντης Νικόλαος
10. Κούρος Κων/νος
11. Μεντής Ηλίας
12. Μπάσιος Γεώργιος (ή Γκατσιε)
13. Μπούμπας Βασίλειος
14. Νάτσιας Παναγιώτης
15. Νατσίκος Δημήτριος
16. Ντεμίρης Χρήστος
17. Σίμος Χαράλαμπος
18. Σιούτης Δημήτριος
19. Σκούπρας Ιωάννης
20. Σούζιος Βασίλειος
21. Τζιαβάρας Σττυρίδων
22. Τσέπας Σπυρίδων

Αναζήτηση