Δημήτρης Χατζηζώγος (Ο σκοτωμός του παλληκαριού)

 Άνθιμος Ολυμπιώτης, Σκουβαράς ΒαγγέληςΑπελπισμένοι οι κάτοικοι του βιλαετίου Ελασσόνας από την τρομοκρατική δράση του Αλή πασά έστειλαν στον Σουλτάνο μια αναφορά και τον παρακαλούσαν να τους απαλλάξει από τις ταλαιπωρίες.

Πρωτοστάτης ο Χατζηζώγος, Λιβαδιώτης προεστός. Ο Σουλτάνος έστειλε διαταγή στον Αλή να πάψει να τρομοκρατεί τους κατοίκους. Για αντίποινα ο Αλής έδωσε διαταγή στον Αλβανό Μωχαμέτ Πούτζα Καραμοραϊτά να σκοτώσει τον Χατζηζώγο. Πράγματι, στις 18 Ιουλίου 1788 ο Χατζηζώγος δολοφονήθηκε στην Ελασσόνα.

Ο Βαγγέλης Σκουβαράς, στο βιβλίο του "Άνθιμος Ολυμπιώτης" αφιερώνει ένα κεφάλαιο στην δολοφονία του Χατζηζώγου με τίτλο "Ο σκοτωμός του παλληκαριού" το οποίο και παραθέτω ως έχει

Ο σκοτωμός του παλληκαριού
Ημέρα Τρίτη ήταν 17 Ιουλίου.

Ό ήλιος είχε ανηφορίσει δυο - τρία καλάμια ψηλά στον καταγάλανο κουμπέ (θόλο) τ’ ουρανού και πυράχτωνε τη γης με τις σπάταλες αχτίνες του. Απ΄ τα αλώνια υψώνονταν φωνές κι αλαλητό και το παιδομάνι κυνηγούσε καταπόδι τ’ άλογα και τα μουλάρια, που πατούσαν τα στάχια μέσα σ’ ένα χιλιόκυκλο καλπασμό.

Απ’ τό Λιβάδι κατηφόριζε προς την Ελασσόνα μια συντροφιά. Ο Χατζηζώγος, δυο - τρεις ακόμα κοτζαμπάσηδες, τρεις - τέσσερις παραγιοί, που κρατούσαν τα μουλάρια απ’ τα χαλινά. Όλοι μαζί κουβεντιάζοντας, κατηφόριζαν και ξεμάκραιναν απ’ το χωριό. Πήγαιναν να σμίξουν με το Μωχαμέτ μπέη, να φιλιωθούν μαζί του και να του πουν τα χωριανά τους ζητήματα.

Τα τζιτζίκια φυσούσαν τις πίπιζες τους σκαλωμένα στα κλαριά των δένδρων. Ούτε φύλλο δε σάλευε. Λες κι ολάκερη η πλάση είχε αποκαρωθεί μέσα στο καλοκαιριάτικο βαλάντωμα.

Άκεφος ήταν σήμερα ο Χατζηζώγος, Λεν το θελε τούτο το ταξίδι κι αυτός ο πηγαιμός στ΄ αρβανίτικο κονάκι του είχε σταλάξει στην καρδιά μια ασυνήθιστη βαρυθυμιά, Χωρίς να το θέλει γύριζε κάθε τόσο πίσω κι έβλεπε τό χωριό σκαλωμένο στην πλαγιά σαν ένα κοπάδι κάτασπρα πρόβατα που στάλιαζαν μεσημεριάτικα χωμένα μέσα στις φυλλωσιές. Κοίταζε κάθε τόσο κι η ματιά του προσπαθούσε ν’ αγκαλιάσει το κάθε τι. Να το σπίτι του με τα πολλά παράθυρα και την αψηλή καμινάδα του. Του φάνηκε σα βουτηγμένο σε μια θλιφτή εγκαρτέρηση. Να κι η εκκλησιά με τα ψηλά κυπαρίσσια ενάγυρο ν’ ακινητούν σα μαυροφορεμένοι καλόγεροι γύρω από μια νεκρόκασα. Να και το σχολειό. Το μόνο χτίσμα που του φάνηκε χαρωπό μέσα στο πρωινό αντηλιάρισμα. Τούτη την ώρα — σκέφτηκε — ο δάσκαλος ο Πέζαρος ανιστοράει τις παλαιικές δόξες του Γένους και με το συδαύλιστρο του λόγου του αναρριπίζει τη σιγαλόκρυφη πυρκαγιά μέσα στα στήθια της ραγιάδικης νιότης. Τα κορακάτα γένεια του φωσφόριζαν μια φεγγερή ικανοποίηση κι η βαρύθυμη σκέψη του πουρπούλισε σαν το πουλάκι πού τινάζει απ’ τ’ ακρόφτερά του την πάχνη·

Πέρα στα ουρανοθέμελα, ο γέρο - Όλυμπος υψωμένος σαν πολύπυργο κάστρο, με τό γκρίζο, συννεφένιο καλπάκι του ασίκικα απιθωμένο στην κορφή του, του έγνεφε λες και τον καλούσε κοντά του: «Έλα, έλα κον¬τά μου!» έμοιαζε σα να του λεγε. Τα μουλάρια ωστόσο τριπόδιζαν τον κατήφορο και τα πέταλά τους σπιθοκροτούσαν στις στουρναρόπετρες.

Κατηφόριζαν, κατηφόριζαν προς τον κάμπο. Κι ένιωθε μέσα του ο Χατζηζώγος πώς βούλιαζε στην ανυπαρξία, πως βυθιζόταν στο χαμό. Στη στροφή του δρόμου ξανάριξε πίσω του μια ματιά.

Του φάνηκε πως ο γέρο - Όλυμπος αργοκουνούσε θλιμμένος την κάτασπρη κεφαλή του σαν παππούς που βλέπει τον έγγονο να μισεύει αστόχαστα και να ξεμακραίνει απ’ τη φυλάχτρα ποδιά του.

Μέρα Τετάρτη ήταν 18 Ιουλίου.

Ό ήλιος είχε σημαδέψει τον κουμπέ του ουρανού κατάκεντρα. Απούντο (ακριβώς) μεσημέρι. Έβραζε ο ελασσονίτικος κάμπος μες στην καλοκαιριάτικη λαύρα. Ανάσαιναν βαριά τα πλεμόνια κι οι ιτιές πλάι στην όχτη του ποταμού είχαν κρεμάσει τα κλωνιά τους σαν παράλυτες γριές ηλιοφρυγμένες, με την ασημοπράσινη θωριά τους γιομάτη απελπισμό. Ούτε σφήκα δε ζουζούνιζε, ούτε αύρας πνοή δε ρίπιζε τη γλαυκή ακινησιά του αιθέρα.

Πεντέξη κοράκια μονάχα πλατάγιζαν τα φτερά τους πάνω από τις στέγες της Ελασσόνας κι άφηναν στ΄ ανάερο δρόμισμά τους πνιχτούς - πνιχτούς κρωγμούς.

Κι η Ολυμπιώτισσα κατάκορφα στο λόφο στραφτοκοπούσε ατάραχα στην ασπρίλα της.

Μπροστά ο Χατζηζώγος και καταπόδι του οι άλλοι κοτζαμπάσηδες του Λιβαδιού, όδευαν προς το κονάκι του Μωχαμέτ - μπέη, που βρισκόταν κοντά στο μεγάλο γιοφύρι. Σταμάτησαν στον πυλώνα. Ένας αρναούτης σκοπός που κάθονταν στο πεζούλι με το καριοφίλι στα γόνατα, σηκώθηκε και τους έφραξε το δρόμο. Του είπαν ποιοι ήσαν κι αυτός δρασκέλισε την αυλή μ’ άτσαλα, ανοιχτά βήματα, για να ξαναγυρίσει σε λίγο πάλι. Τους έγνεψε να περάσουν.

Προχώρησαν. Μπροστά σαν και πάντα ο Χατζηζώγος μ’ αέρα και με σείσμα. Ο χρυσοκέντητος ντουλαμάς του γιόμισε με φεγγοβολιά τό ισκιωμένο καλντιρίμι. Η φουστανέλλα του ζυγιαστή φουρφούλιζε τα λαγγιόλια της και τα τσαπράζια κροτούσαν ασημόηχα. Έμοιαζε με καστροπολεμίτη άγιο, τον Αη - Γιώργη πες, τον Αη - Μηνά θαρρείς, που έδεσε τ΄ άλογό του στο δρόμο και μ’ ένα θαρρετό εισόδιο έσερνε τη θωριακή, την άγια λεβεντοσύνη του σε κάποιο σκοτεινό πραιτώριο. Άρχισε ν΄ ανεβαίνει μ’ ανάλαφρο γόνα τα σκαλιά. Πρώτο πάτημα κροτάλισε το τσαρούχι.

Από το τζαμί, αντίπερα στο ποτάμι ακούστηκε ο μουεζίνης να υψώνει τη μεσημεριανή προσευχή στον πνιγερό αιθέρα:

- Αλλάχ ου άκμπαρ!...

Δεύτερο πάτημα κουδούνισαν τα χαϊμαλιά στα πλατιά στήθια.

- Αλλάχ ού άκμπαρ!... συνέχιζε μακρόσυρτα ο μουεζίνης.

Τρίτο πάτημα ανέμισε η φούντα του φεσιού στις φαρδιές του πλάτες.

- Λα, ιλά, ίλ Αλλάχ!... υψωνόταν και τελαλιζόταν η τουρκομάνικη πίστη.

Τέταρτο πάτημα και στέναξε το ξύλινο κατώφλι κάτω απ’ το βαρύ, ορθοστάλωτο πόδι.

- Σαγκίντουνα Μουχαμέτ!... το χαβά του μουεζίνης...

Μια πιστολιά βρόντηξε βουερή κι ένα βόλι χώθηκε στα δασιά του στήθια. Πιάστηκε από το κάγκελο:

— Σκυλί άπιστο, μ΄ έφαγες μπαμπέσικα, ρέκαξε (φώναξε δυνατά) και βρυχήθηκε σαν αρκούδι.

Δεύτερη πιστολιά και το βόλι του κοψε τη λαλιά, θρυμματίζοντάς του τα δόντια. Έγειρε σαν αστραποβάρετη βελανιδιά και σωριάστηκε στο χαγιάτι. Σαν αστραπή χύθηκαν δυο τζοχανταραίοι απ΄ την πόρτα πάνω του και τον αποτελείωσαν με τα ξεγυμνωμένα γιαταγάνια.

- Ρασούλ Αλλάχ!... τελείωνε την προσευχή του ο μουεζίνης καεί τ’ απόηχο της αντιβογγούσε στην ποταμιά και στην καμάρα του γιοφυριού. Το νερό κάτωθε αφροκοπούσε. Τα κοράκια έκρωζαν.

Πρόβαλε το αγριόθωρο μούτρο του ο Μωχαμέτ μπέης απ’ την πόρτα. Τα δυο πιστόλια στα χέρια του κάπνιζαν ακόμα από τις κάννες τους.

- Κόφτε του το κεφάλι, ορέ! πρόσταζε τούς τζοχανταραίους.

Οι άλλοι κοτζαμπάσηδες είχαν γίνει κουρνιαχτός. Πίσω τους ντουφεκούσε στον αέρα ο αρβανίτης φρουρός της αυλόπορτας. Στον αέρα. Τέτοια διαταγή είχε.

Έγδυσαν το κουφάρι τ’ ακέφαλο και το πέταξαν στο δρόμο. Ως το κοντόβραδο έβραζαν σμάρι οι μύγες πάνω του, και τα σκυλιά αλυχτούσαν καρτερώντας άνυπόμονα το σκοτάδι.

Με το ηλιόγερμα, αγγαρεύτηκαν τέσσερις - πέντε ρωμιοί ελασσονίτες, και τυλιγμένο σε μια κουρελού τον ανέβασαν στην Ολυμπιώτισσα. Με βουρκωμένα μάτια οι αδελφοί τον διάβασαν και χωρίς ν’ αργοπορήσουν τον ανέβασαν στο κοιμητήρι. Βράδιαζε. Ο λάκκος έχασκε σκοτεινός, εκεί πλάι στο μνήμα του παπα - Διονύση. Πήρε να φυσάει μια ανάλαφρη αύρα. Ο διάκος Αμβρόσιος έψελνε τ’ αποχαιρετιστήριο τροπάρι.

— «Δεύτε τελευταίον ασπασμόν, δώμεν, αδελφοί, τω θανόντι...».

Παραμέρισε ο Άνθιμος το σεντόνι κι απίθωσε τα χείλια του στα δασιά του στήθια, πάνω στην ορθάνοιχτη λαβωματιά. ’Ήθελε να τον φιλήσει γλυκά στ΄ αστραφτερά, τα γερακάτα μάτια, στο στόμα του το γλυκομίλητο.

Μα το κεφάλι του Χατζηζώγου κλειστό σ’ ένα τορβά, ταρακουνιόταν στη σέλλα ενός αρβανίτη καβαλάρη και ταξίδευε για τα Τρίκαλα.

Πεσκέσι στον Αλή.

Δημοσιεύθηκε στη σελίδα Βλαχολείβαδο του Ολύμπου

 Άνθιμος Ολυμπιώτης, Σκουβαράς Βαγγέλης

 

Αναζήτηση