Το 1912, με την ιστορική απελευθέρωση της Βέροιας μετά από μισή χιλιετία Οθωμανοκρατίας, ξεκινά μία νέα πορεία για την τοπική κοινωνία και εκκλησία.
Καθοριστικοί παράγοντες υπό το πρίσμα των οποίων θα εξεταστεί αυτή η πορεία στο διάβα των χρόνων, μετά την απελευθέρωση, και συνάμα σταθμοί στην ιστορία του 20ού αιώνα, γεγονότα πολιτικά -με την ευρεία έννοια- και εκκλησιαστικά, είναι η σταδιακή ενσωμάτωση στο ελληνικό Κράτος, ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος, η Μικρασιατική Καταστροφή με τον ερχομό των προσφύγων, η συνθήκη της Λωζάνης και η ανταλλαγή των πληθυσμών, ο καταστατικός χάρτης της εκκλησίας της Ελλάδος και η ευρύτερη σχέση της με την πολιτεία (και μάλιστα την πολιτική εξουσία), η διόρθωση του ημερολογίου, η ενσωμάτωση των μητροπόλεων των Νέων Χωρών στην Εκκλησία της Ελλάδος, η δράση της ρουμανικής προπαγάνδας, ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος, η Κατοχή και ο διωγμός των Εβραίων, η Αντίσταση και η απελευθέρωση, ο τραγικός Εμφύλιος.
Σημαντική πηγή πληροφοριών για τη μελέτη της σχέσεως εκκλησίας-κοινωνίας κατά τον 20ό αιώνα είναι η τοπική ιστοριογραφία (αν και τα στοιχεία παρέχονται ακροθιγώς) που ασχολήθηκε ιδιαιτέρως με τα εξής θέματα: Τα σχολεία και η παιδεία (μέχρι το 1922 περίπου), οι πρόσφυγες, οι Βλάχοι και η ρουμανική προπαγάνδα, η Εβραϊκή κοινότητα και ο διωγμός των Εβραίων, η Εθνική Αντίσταση, ο Εμφύλιος. Επιπρόσθετα, στοιχεία για την Βέροια παρέχονται και στις επαρκείς μελέτες για τη σύνολη Μακεδονία της εποχής εκείνης. (απο την εισαγωγή)
3. Βλάχοι και ρουμανίζοντες309
Το ζήτημα της παρουσίας των Βλάχων στην υπό εξέταση περιοχή ενέχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, όπως και η ρουμανική προπαγάνδα, διότι το βλάχικο στοιχείο μέχρι σήμερα διακρίνεται για τη θρησκευτικότητά του, αφού διατηρεί στενούς δεσμούς με την εκκλησία, ιδιαίτερα δε στο παρελθόν οι Βλάχοι δείχνουν μία απόλυτη προσήλωση σε αυτήν όπως εκφράζεται με πρακτικές όπως η νηστεία, τα τάματα, το καθάρισμα και η φροντίδα του ναού, ο μεγάλος σεβασμός στους κληρικούς310.
Ο πρώτος “απόστολος” της ρουμανικής προπαγάνδας υπήρξε ο μοναχός Αβέρκιος, μετέπειτα αρχιμανδρίτης στη μονή Ιβήρων Αγίου Όρους. Στη δεκαετία του 1860 βρέθηκε ως απεσταλμένος της μονής στη Ρουμανία, όπου εντάχθηκε σε αλυτρωτικούς κύκλους που γέννησαν το φαινόμενο της ρουμανικής προπογάνδας. Αργότερα αυτός, με υποσχέσεις και οικονομικές παροχές, εξασφάλισε τη στρατολόγηση παιδιών από το Κάτω Βέρμιο311.
Με την απελευθέρωση της 16ης Οκτωβρίου 1912, ο μισός πληθυσμός της Βέροιας είναι μουσουλμάνοι, οι δε χριστιανοί είναι χωρισμένοι σε “Βλάχους” και “Γκρέκους”. Ήδη οι Βλάχοι, λαός νομαδικός και ομάδα μειοψηφική, τόσο στην Οθωμανική αυτοκρατορία όσο και στο ελληνικό κράτος, είχαν μάθει να ζούνε μέσα σε συνθήκες δυνάμει σύγκρουσης με τις άλλες ομάδες, διότι όπως μετακινούνταν συνεχώς με τα κοπάδια τους, έρχονταν αντιμέτωποι με πληθυσμούς που ενοχλούνταν από την παρουσία τους, εξαιτίας όποιων ζημιών μπορούσαν να προκληθούν στις καλλιέργειες από τα ζώα τους, ή εξαιτίας συσσωρευμένων προκαταλήψεων 312. Ειδικότερα στη Βέροια η διαίρεση αυτή ξεκινούσε από την παραδοσιακή κοινωνική απομόνωση των παρεπιδημούντων κτηνοτρόφων Βλάχων του Βερμίου (περίπου 400 οικογένειες το 1905), που είχε δημιουργήσει το κατάλληλο έδαφος για τις επιτυχίες της ρουμανικής προπαγάνδας σε μέρος αυτού του λατινόφωνου πληθυσμού. Έτσι στις αρχές του 20ού αιώνα οι ρουμανίζοντες βλάχοι στη Βέροια αποτελούσαν ένα όχι αμελητέο ποσοστό (περίπου 100 οικογένειες 313) με αυτόνομη κοινότητα (από το 1905) και με έντονη κοινωνική παρουσία, την οποία δεν μπορούσαν να αντιμετωπίσουν επιτυχώς οι διασπασμένοι (στις παρατάξεις του Αντωνιάδη και του Τούσα) Έλληνες314. Η στάση μάλιστα του τότε μητροπολίτη Κωνσταντίου315 παρουσιάζεται να ήταν αδιάφορη ή διφορούμενη απέναντι στη δράση της ρουμανικής προπαγάνδας. Ενώ μέχρι το 1903 δεν υπήρχε ρουμανίζοντας ιερέας για την Βέροια (υπήρχαν μόνο σε αργία κάποιοι σε χωριά), ο Κωνστάντιος φέρεται να χειροτόνησε ιερέα, ύστερα από πιθανή δωροδοκία, τον φερόμενο ως “όργανο” της ρουμανικής κίνησης Στέργιο Γκήμα από το Ξηρολίβαδο. Παρά τις υποδείξεις των υπευθύνων ο μητροπολίτης συνέχισε να συλλειτουργεί με τον παπα-Γκήμα316. Το αποτέλεσμα ήταν να αναθαρρήσουν οι υποστηρικτές της προπαγάνδας. Η άρνηση της ελληνικής κοινότητας Βεροίας να παραχωρήσει μία εκκλησία ακόμη (η Έξω Παναγιά είχε παραχωρηθεί στους -πατριαρχικούς- Βλάχους περί το 1892, η λειτουργία τελούνταν στην ελληνική και υπό την κανονική δικαιοδοσία της μητροπόλεως) και στους πιστούς στο Πατριαρχείο Βλάχους της πόλης, με το σκεπτικό ότι οι εκκλησίες της πόλης ανήκουν στην κοινότητα και πως οι παραχειμάζοντες σε ενοίκιο Βλάχοι δεν είχαν τους απαραίτητους τίτλους πολιτογράφησης και δε δικαιούνταν να σχηματίσουν ενορία, καθώς δεν είχαν ακίνητη περιουσία στην πόλη, είχε ως αποτέλεσμα, στα 1906317, η ρουμανίζουσα παράταξη, με τη βοήθεια του οθωμανού διοικητή του βιλαετίου Θεσσαλονίκης, να μπορέσει τελικά να ιδιοποιηθεί με τεχνάσματα την εκκλησία της Έξω Παναγιάς (Υπαπαντής) 318. Ο φόνος ενός σχισματικού ιερέως είχε ως αποτέλεσμα την εμπλοκή του ζητήματος στα δικαστήρια319, ενώ σε αντίποινα φονεύθηκαν οι ιερείς, της Παναγίας Δοβρά Παπασταυρής και της Καλλίπετρας μαζί με τους συνοδούς τους320. Ο ναός θα επανέλθει στην δικαιοδοσία της μητροπόλεως Βεροίας το 1949, επί αρχιερατείας Αλεξάνδρου Δηλανά.
Σε έκθεση του 1904 του επιτετραμένου στην ελληνική πρεσβεία της Κωνσταντινούπολης Γεωργίου Τσορμπατζόγλου για την επιτυχία της ρουμανικής προπαγάνδας στη Βέροια, αμέριστη ευθύνη είχε ο τότε μητροπολίτης Βεροίας (Κωνστάντιος), έκρινε μάλιστα ότι η άμεση αντικατάσταση του με ικανότερο ιεράρχη δεν θα άφηνε περιθώρια δράσης στην προπαγάνδα321.
Ενδεικτική είναι η αναφορά πως όταν το καλοκαίρι του 1905 μία μεγάλη ομάδα ρουμανιζόντων του Κάτω Βερμίου (120 οικογένειες) εξέφρασε την επιθυμία να επιστρέψει στο Πατριαρχείο υποβάλοντας αναφορά στον μητροπολίτη322, ο μητροπολίτης αρνήθηκε να παραβρεθεί στην τελετή επανένταξής τους. Ο έλληνας πρόξενος στη Θεσσαλονίκη323 Λάμπρος Κορομηλάς φέρεται να αναγκάστηκε να υποσχεθεί αμοιβή στο μητροπολίτη324, έτσι ώστε να είναι τελικά παρών325. Αλλά και στα απομνημονεύματα του πρώην υπουργού Ιωάννου Παπαδάκη-Στάικου, ημαθιώτη βουλευτή, διαβάζουμε ότι την ίδια εποχή, μητροπολίτης ομιλών από του άμβωνος έκανε διάκριση Ελλήνων και Βλάχων, προσφωνόντας το εκκλησίασμα με το περίφημο “Ευλογημένοι Χριστιανοί και σεις οι Βλάχοι ”326.
Ο Κωνστάντιος ωστόσο, γράφει (Ιούνιος 1898) στο εν Κωνσταντινουπόλει προεδρείο της Φιλεκπαιδευτικής και Φιλανθρωπικής αδελφότητας, εκθέτοντας την εκπαιδευτική κατάσταση της επαρχίας του και αναφέρει ότι υπήρχαν 10 βουλγαρόγλωσσα χωριά και 330 οικογένειες. Τα ορεινά χωριά Ξηρολίβαδο, Σέλι, Άνω Σέλι, κατοικούνται μόνο το καλοκαίρι από ελληνόβλαχους της Βέροιας. Επίσης, αναφέρει την ύπαρξη ιδιαίτερου σχολείου στη Βέροια για τα παιδιά των ελληνόβλαχων (80 μαθητές), που λειτουργεί στο Σέλι το θέρος (150 μαθητές). Ακολούθως, γράφει ότι σε συγκεκριμένα χωριά υπάρχει πρόβλημα προπαγάνδας από τη βουλγαρική εξαρχία, “... οὐ παυούσης νά στέλη ἐκάστοτε ὄργανα δι’ ὧν ὑπόσχεται νά χορηγήση αὐτοῖς δωρεάν διδασκάλους καί ἱερεῖς. Ὡς διά τῆς ἀπό 11 Ἀπριλίου ἐ.ἔ. ἐκθέσεώς μου ἐδήλωσα καί τῆ Μ. Ἐκκλησία, τό χωρίον Μονόσπιτα ὀλίγον δεῖν θά ἀπεσκίρτα πέρυσι δεχόμενον Βουλγαροδιδάσκαλον. Εὐτυχῶς προελήφθη τό κακόν διά τῆς ὑποσχέσεως ὅτι ἐξάπαντος θά χορηγήσωμεν αὐτοῖς τουλάχιστον τό ἥμισυ τοῦ διδασκαλικοῦ μισθοῦ. Διά τοιούτων καί λοιπῶν ὑποσχέσεων συγκρατοῦμεν αὐτούς μέχρι σήμερον εἰς τήν πατρίδα... ”327.
Ο Α. Χριστοδούλου αναφέρει ότι το 1905, παραμονή της Παναγίας, ο μητροπολίτης Κωνστάντιος μετέβη στην πανήγυρη του Σελίου, όπου επανήλθαν οι κάτοικοι των Καλυβίων Σελίου (άνω συνοικία του χωριού) στο Πατριαρχείο, από το οποίο είχαν αποσχισθεί “παρασυρθέντες υπό της ρουμανικής προπαγάνδας”(το περιστατικό σώζεται και από άλλες πηγές). Γι’αυτό η μητρόπολη “αφήρεσε την προστασίαν της, έκλεισε την Εκκλησίαν της Παναγίας και καθήρεσε τους δύο αποστάτας ιερείς”. Έτσι, ενώπιον του Κωνσταντίου προσήλθαν “ οι δύο αποστάτες, γεγηρακότες ήδη ιερείς, και δι’εγγράφου αιτήσεώς των εζήτησαν άφεσιν και συγχώρησιν”. Ο μητροπολίτης τους συγχώρησε, ένας δε εκ των παρισταμένων ανεβόησε το “νυν απολύεις τον δούλον σου δέσποτα ”. Την επομένη χτύπησαν οι καμπάνες της εκκλησίας και όλοι οι κάτοικοι προσήλθαν στη Λειτουργία328.
Ήδη από το 1908 είχε ανεγερθεί στο Σέλι η μεγάλη τρίκλιτη βασιλική των αγίων Αποστόλων, την οποία τη διεκδικούσε η ελληνική κοινότητα. Το 1912-13 ανηγέρθη με ρουμανικά κονδύλια η επίσης μεγάλη τρίκλιτη βασιλική της Κοιμήσεως της Θεοτόκου που τη διεκδικούσε η ρουμανική κοινότητα, και τελικά κατόρθωσε να τελεί τη λειτουργία στα ρουμανικά329. Κατά τον Α. Τζίμα, οι ιερείς που λειτουργούσαν και στις δύο εκκλησίες ήταν: Παπα(-)σταυρής από 1889 ως 1914 (;), παπα-Γκούμας, 1880-1914 (προφανώς ήταν αυτοί οι δύο που έκλιναν προς το ρουμανισμό και υπέβαλλαν μετάνοια στον μητροπολίτη Κωνστάντιο). Από το 1914 μέχρι το 1944 εφημέριος ήταν ο παπα-Κώστας και έπειτα ο παπα-Κολιπέτρης μέχρι τα βαθειά του γεράματα 330. Στο παρακείμενο οικισμό της Μαρούσιας (καλοκαίρι 1900) παραθέριζε ο ρουμανίζων ιερέας παπά- Νικόλας, ο οποίος είχε στην επιρροή του σαράντα οικογένειες αρβανιτοβλάχων, γεγονός που ανησυχούσε ιδιαίτερα τη μητρόπολη Βεροίας, όπως φαίνεται από επιστολές της προς το Οικουμενικό Πατριαρχείο331.
Κανένας αρχηγός στη διάρκεια του Μακεδονικού Αγώνα δεν είχε τολμήσει να μπει στην Βέροια με το σώμα του μέχρι το 1907, όταν μπήκε ο Σταυρόπουλος 332. Η εμπιστοσύνη που ενέπνευσε η παρουσία του οδήγησε σε αρκετές δολοφονίες στελεχών της ρουμανικής παράταξης μέχρι το 1912. Επίσης η απειλή των όπλων λειτούργησε ως καταλύτης για την αποτελεσματική εφαρμογή μποϋκοτάζ σε όσους αρνούνταν να καταβάλλουν τις συνδρομές στην ελληνική εθνική επιτροπή. Έγειρε έτσι η ζυγαριά υπέρ της ελληνικής παράταξης που είχε πλέον λύσει το πρόβλημα της συνοχής της (εξάλλου από το 1906 ως το 1908 οικοδομείται το Ελληνικό Γυμνάσιο ενώ ήδη λειτουργούν σχολεία333) και είχε απομονώσει του ρουμανίζοντες. Όσοι είχαν τα παιδιά τους σε “ξένα” σχολεία δεν είχαν το δικαίωμα του εκλέγεσθαι.
Ενώ όμως, η απελευθέρωση του 1912 έστεφε και τυπικά νικήτρια την ελληνική παράταξη, την ίδια στιγμή άνοιγε ένας νέος κύκλος εθνικών και κοινωνικών αντιπαραθέσεων. Ως προϊόν των επαφών Βενιζέλου- Μαγιορέσκου, περιλήφθηκε στο παράρτημα της Συνθήκης του Βουκουρεστίου334, η ελληνική συγκατάθεση για εκκλησιαστική και εκπαιδευτική αυτονομία των “Κουτσόβλαχων” με χρηματική επιχορήγηση ρουμανική. Οι βλάχικες και όχι ρουμάνικες κοινότητες, που είχαν σκοπίμως αναγνωρίσει οι οθωμανικές αρχές με τον περίφημο σουλτανικό ιραδέ του 1905, μετατράπηκαν αυτόματα με τη συγκατάθεση του ελληνικού κράτους ουσιαστικά σε ρουμανικές. Ήταν σχεδόν αυτονόητο ότι για λόγους γεωγραφικούς και δημογραφικούς σύντομα η Βέροια θα γινόταν κέντρο διάδοσης της ρουμανικής γλώσσας και ιδεολογίας, γεμίζοντας με οργή Γκρέκους και Βλάχους και παρατείνοντας τις εντάσεις για αρκετά χρόνια. Πόσο μάλλον που τα επιδοτούμενα σχολεία με την ατελή εγγραφή, τις υποτροφίες για τους απόρους, τα δωρεάν βιβλία και την υψηλή βαθμολογία στην δύσκολη για την Ελλάδα περίοδο 1913-1923 είχαν συγκεντρώσει μεγάλο μέρος των βλαχόπουλων της περιοχής, δυσανάλογο προς τις εθνικές προτιμήσεις των οικογενειών τους 335.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον αποτελεί η ενέργεια του μητροπολίτη Βεροίας Καλλίνικου Δεληκάνη (1911-1922), ο οποίος, σύμφωνα με έγγραφο του Υπουργείου Εξωτερικών, προσπάθησε να πείσει τους ελληνόφρονες Βλάχους (κατόπιν προτροπής του ελληνικού Υπουργείου Εξωτερικών και του ρουμανικού Προξενείου), χάρη της συνθήκης του Βουκουρεστίου να υποχωρήσουν, και όπου σε βλαχόφωνες κοινότητες υπάρχουν δύο εκκλησίες και δύο σχολεία, να μοιραστούν ανά ένα σε ελληνόβλαχους και ρουμανίζοντες, όπου δε υπάρχει μία εκκλησία, να λειτουργεί εκ περιτροπής, και όπου υπάρχει ένα σχολείο, να χωριστεί σε δύο336.
Το 1915 ιδρύεται στη Βέροια το Κουτσοβλαχικό Σωματείο “Πατήρ Αβέρκιος” στη Βέροια με σκοπό την “Αγάπη μεταξύ των μελών, να συνδράμη ηθικώς δια την εγκατάστασιν των Κουτσοβλάχων”, καθώς και να βοηθήσει τα μέλη “ εις επαγγελματικά σωματεία και εις άλλας κερδοσκοπικάς εργασίας, να διεγείρη τα μέλη τον πόθον των οικονομιών, να ανεγείρη, να συντηρή σχολεία και εκκλησίας Κουτσοβλαχικά και να συνδράμη αυτά ”. Το σωματείο διαλύεται όπως ήταν αναμενόμενο στον Μεσοπόλεμο το 1938337.
Το 1923 η Βέροια θεωρούνταν πλέον κέντρο διάδοσης της ρουμανικής γλώσσας και ιδεολογίας, όχι μόνο ανάμεσα στους Βλάχους της περιοχής αλλά και στον ευρύτερο μακεδονικό χώρο. Σε στατιστική του 1923, λίγο πριν την ανταλλαγή, οι Έλληνες στην υποδιοίκηση Βεροίας είναι 37.000, οι μουσουλμάνοι 5.764, οι ρουμανίζονες-βλαχόφωνοι 3.427, οι σλαυόφωνοι 1.927338.
Σύμφωνα με έκθεση του τότε γενικού επιθεωρητή της εκπαιδευτικής περιφέρειας της Βέροιας, το βλάχικο στοιχείο της περιοχής παρουσίαζε “ σωματικόν ὀργανισμόν ἀκμαίο καὶ πλήρη ὑγείας, ἐνδιαφερόταν πολὺ για τὴ μόρφωση τῶν παιδιῶν του”. Εκείνη τη χρονιά 270 βλαχόπουλα φοιτούσαν στα ελληνικά σχολεία της πόλης και 600 στα ρουμανικά. Το ρουμανικό κράτος συντηρούσε στην πόλη εξατάξιο δημοτικό σχολείο αρρένων, εξατάξιο δημοτικό σχολείο θηλέων και νηπιαγωγείο. Έξω από τη Βέροια ρουμανικό σχολείο φέρεται να λειτουργούσε τότε μόνο στην Κουμαριά. Καθώς το ελληνικό γυμνάσιο της πόλης υστερούσε κατά πολύ από το ρουμανικό γυμνάσιο - εμπορική σχολή της Θεσσαλονίκης, 40 περίπου βλαχόπουλα από τη Βέροια και την περιοχή της φοιτούσαν στο ρουμανικό γυμνάσιο της Θεσσαλονίκης και μόνο 5 περίπου στο ελληνικό γυμνάσιο της Βέροιας. Σε αντιστάθμισμα της τακτικής που ακολουθούσε η προπαγάνδα για τη στρατολόγηση των βλαχόπουλων και για την προσέλκυσή τους στο ελληνικό γυμνάσιο πρότεινε: “ 1) άτελὴ ἐγγραφὴ, 2) διδακτικὰ βιβλία δωρεὰν ὑπό σχολικὴς ἐπιτροπὴς, 3) ποικίλα δώρα οἴον ἐκλεκτὰ βιβλία, ἐνδύματα κ.λ.π. καὶ κυβερνητικὴ χορήγηση διὰ τοὺς τυχὸν ἀπόρους, 4) δαψιλεὶς ὑποτροφίαι εἰς ἰκανὸ ἀριθμὸ τοιούτων βλαχοφώνων μαθητῶν, 5) διάκρισιν βαθμολογίας ἐπὶ τὸ ἐπιεικέστερον τῶν μαθητῶν τοῦτων. Σημαντικότερο δὲ μέτρο, ἴσως ὐπέρτερον πάντων τῶν ἀνωτέρω κρίνω τὴν ἀνύψωσιν τοῦ γυμνασίου Βερροίας εἰς περιωπὴν προτύπως λειτουργούντος σχολείου ”339.
Χαρακτηριστική είναι και η συλλογικότερη εκτίμησή του για τους Βλάχους της περιοχής: “ Οἱ ρουμανίζοντες ἐκ τῶν Βλαχοφώνων, ἅν καὶ ὁλίγοι καὶ ἱδίως ἐν τῆ περιοχὴ Βεροίας, ἀποτελούσι κοινότητα οὐχί εὐκαταφρόνητον ἐνισχυόμενοι διὰ σχολείων καὶ ὄλων τῶν ἄλλων μέσων προπαγάνδας καὶ μισοὺν πὰν τὸ ἐλληνικὸν. Ὄλως ἀντιθέτως πρὸς αὐτούς οἱ ἐλληνίζοντες Βλαχόφωνοι, ἄν καὶ οὔτε περὶ τῶν σχολείων, οὔτε περὶ τῆς καθόλου πνευματικὴς αὐτῶν άναδείξεως ἐλήφθη φροντὶς, ἐργάζονται ὡς ἀληθεὶς Ἕλληνες καὶ ἀποτελοὺν ἐθνικὴ δύναμιν. Δὲν ἔπεται ὅμως ἐκ τούτου ὅτι διὰ τοὺς δευτέρους δὲν είναι επιβεβλημένη η κρατική πρόνοια και υποστήριξις ιδίως ό,τι αφορά την εκπαίδευσιν αυτών ”340.
Πάντως, κατά τις αρχές του 20ου αι., σύμφωνα με τον “Κανονισμό τῶν ἐν Βεροίᾳ ἐκπαιδευτηρίων ” (1902), υπήρχε δάσκαλος των βλαχοπαίδων, ο οποίος δίδασκε στα παιδιά των ελληνόβλαχων, όταν αυτοί ανέβαιναν με τα κοπάδια τους στο Σέλι 341.
Υπό αυτές τις συνθήκες, τoν Απρίλιο του 1925, ο τότε ρουμανίζων ιερέας Δημήτριος Πάντσης, συνάντησε στο δρόμο και χαιρέτησε όπως έπρεπε τον τότε μητροπολίτη Βεροίας Σωφρόνιο Σταμούλη. Όταν ο ιερέας συστήθηκε στο μητροπολίτη, αυτός φέρεται να του μίλησε άσχημα, λέγοντας του, “φύγε κατηραμένε, φύγε αφορισμένε, δεν είσαι ορθόδοξος”. Το γεγονός θεωρήθηκε προσβλητικό από τη ρουμανίζουσα κοινότητα της πόλης, η οποία στη συνέχεια έστειλε επιστολή διαμαρτυρίας στο ρουμανικό προξενείο της Θεσσαλονίκης. Ανάλογα επεισόδια φαίνεται πως ήταν συχνά στην πόλη και κάποιες φορές ακόμη και οι γραικομάνοι Βλάχοι υπήρξαν θύματα διακρίσεων. Οι τοπικοί ρουμανίζοντες παράγοντες και οι ρουμανικές διπλωματικές αρχές φρόντιζαν πάντα να εκμεταλλεύονται τα όποια επεισόδια.
Το Ξηρολίβαδο, σύμφωνα με τα υπάρχοντα στοιχεία, λίγο πριν το 1912 είχε 1.000 με 1.200 κατοίκους342, και το 1920, σύμφωνα με επίσημες απογραφές εμφανίζεται με 96, ενώ το 1928 με 40. Οι αριθμοί δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα γιατί οι περισσότεροι κάτοικοι διέμεναν στη Βέροια και ανέβαιναν το καλοκαίρι. Στις 15 Οκτωβρίου 1912 το χωριό και οι δύο εκκλησίες του βρίσκονται υπό τον έλεγχο των ρουμανιζόντων που λειτουργούν και ρουμανικό σχολείο. Η ίδια κατάσταση συνεχίστηκε και μετά την απελευθέρωση. Βάση της Συνθήκης του Βουκουρεστίου, η δράση της προπαγάνδας συνεχίστηκε και την περίοδο του μεσοπολέμου που λειτουργούσαν δύο σχολεία, ένα ελληνικό και ένα ρουμανικό. Με τις μεταναστευτικές εξόδους προς τη Ρουμανία, σύμφωνα με παραδόσεις, οι μισοί σχεδόν κάτοικοι έφυγαν δελεασμένοι, αλλά και λόγω της ανέχειας343. Αποτελεί ενδιαφέρον η ύπαρξη φωτογραφιών του μητροπολίτη Βεροίας Πολυκάρπου σε ένα κέντρο ακόμα της ρουμανικής προπαγάνδας, αφού οι φωτογραφίες χρονολογούνται από τα τέλη της δεκατετίας του ’20, περί το 1930. Σε αυτές ο μητροπολίτης βρίσκεται με κληρικούς και λαϊκούς, προφανώς μετά από πανήγυρη ή εορτή 344 Εξάλλου, ο μητροπολίτης φέρεται να ήταν βλαχόφωνος.
340.1. Ρουμανίζοντες από τον Μεσοπόλεμο ως τον Εμφύλιο
Κατά το χειμώνα του 1932, ανεξιχνίαστος φόνος ρουμανόβλαχου στρατιώτη επισκιάζει μία περιοχή με βεβαρυμένο παρελθόν από μειονοτικά προβλήματα, η ατμόσφαιρα στο δικαστήριο βαρειά. Ελληνικοί εθνικιστικοί κύκλοι απέδωσαν τη δολοφονία σε φανατικούς ρουμανίζοντες που σκότωσαν το νεαρό συμπατριώτη τους γιατί δυσφήμιζε τη Δοβρουτσά και απέτρεπε τη μετανάστευση προς εκεί. Το δικαστήριο καταδίκασε τελικά τους φερόμενους ως υπόπτους Κουτσόβλαχους. Σύμφωνα με έγγραφο του υπουργείου Εξωτερικών, καμία εκδοχή για το φόνο δεν επαληθεύτηκε ικανοποιητικά345. Κατά το 1933, από δημοσίευμα τοπικής εφημερίδας πληροφορούμαστε ότι κατά τον Δεκαπενταύγουστο στο Σέλι, ρουμανίζοντες Βλάχοι, μέλη του συλλόγου “Τραϊάν”, προκάλεσαν τους ελληνόφονες τραγουδώντας“...διάφορα ανθελληνικά τραγούδια από εκείνα που εψάλλοντο και ετραγουδούντο κατά τον Μακεδονικόν αγώνα υπό των ρουμανιζόντων ληστανταρτών...” 346.
Η μισαλλοδοξία, χαρακτηριστικό των αυταρχικών καθεστώτων, οδήγησε σε μία γενική σκλήρυνση της στάσης του κράτους έναντι των μειονοτικών πληθυσμών, από το 1936, αρχίζει να δημιουργείται έδαφος ευνοϊκό για τη σύγκρουση των ρουμανιζόντων Κουτσοβλάχων με τους ελληνόφωνους συμπατριώτες τους. Οι κυριότερες αιτίες των αναγκαίων και ικανών συνθηκών για την ειρηνική συμβίωση εξασθενούν347. Η κατασταλτική δράση και οι ακρότητες της δικτατορίας του Μεταξά (όχι βέβαια σε μεγέθη εθνοκάθαρσης) έναντι των ρουμανιζόντων με εξορίες κλπ (όπως εξάλλου και των τσάμηδων στην Ήπειρο), είχαν ως φυσικό και λογικό αποτέλεσμα, οι ρουμανίζοντες να περιμένουν τους Γερμανούς ως απελευθερωτές και ως λυτρωτές. Είναι χαρακτηριστικό ότι την ημέρα της εισόδου των γερμανικών στρατευμάτων στη Βέροια, οι ρουμανίζοντες ετοιμάζουν τελετή υποδοχής στο εστιατόριο Αλτ και πανηγυρίζουν υψώνοντας τη ρουμανική σημαία δίπλα στη γερμανική348, η αστυνομική καταστολή του μεταξικού καθεστώτος τους είχε ανοίξει πεδίο δόξης λαμπρό.
Εξάλλου, ήδη από την περίοδο του μεσοπολέμου συμβαίνει το σημαντικό γεγονός της μετανάστευσης βλάχικων πληθυσμών προς τη Ρουμανία -αναπόφευκτη συνέπεια- που έχει εντονότατη διάσταση ειδικά ανάμεσα στους νομαδοκτηνοτρόφους Βλάχους της Κεντρικής Μακεδονίας και της περιοχής της Ημαθίας. Αυτή μάλιστα η μεταναστευτική κίνηση είναι συνδεδεμένη με τον ερχομό των προσφύγων από την Μικρά Ασία και αποτελεί σαφώς έναν αντίκτυπο της αναδιάρθρωσης της τοπικής οικονομίας και του ιδιοκτησιακού καθεστώτος γης. Ο χαρακτήρας της, ήταν σαφώς τοπικός και περιορισμένος και δεν συνέβει σε περιοχές που δεν έδρασε η προπαγάνδα. Ωστόσο, σε αντιστάθμισμα αυτής της μεταναστευτικής κίνησης υπήρξαν μαζικές αφίξεις Βλάχων προσφύγων στην Ελλάδα από την αλβανική, την τότε σερβική- γιουγκοσλαβική και τη βουλγαρική επικράτεια από το 1912 και μετά349.
Είναι χαρακτηριστικό το δημοσίευμα τοπικής εφημερίδας, το 1933, σύμφωνα με το οποίο επιτροπή κατοίκων του χωριού Κουμαριά παραπονέθηκε ότι στερούνται ιερέως παρά τις επανειλημμένες εκκλήσεις τους προς τη μητρόπολη. Ο μητροπολίτης, κατά την εφημερίδα, σίγουρα θα στείλει ιερέα, εκεί όπου “ ...κατοικοεδρεύει η Ρουμανική προπαγάνδα, οργιάζει αύτη...”350. Στο αρχείο της Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος (τρία χρόνια μετά, Απρίλιος 1936) συναντάμε το πρωτόκολλο αναγνώσεως της αναφοράς της εκκλησιαστικής επιτροπής της Κουμαριάς προς την Σύνοδο, καθώς και το διαβιβαστικό της αναφοράς αυτής από τη Σύνοδο προς τον Πολύκαρπο. Σύμφωνα με αυτά, πληροφορούμαστε για την αίτηση της επιτροπής για την τοποθέτηση ιερέως στο χωριό, για την εξυπηρέτηση των αναγκών “... τριάκοντα πέντε προσφυγικῶν οἰκογενειῶν...ἁπειλουμένων ἐκ τῆς συστηματικῆς δράσεως τῆς Ρουμανικῆς προπαγάνδας”. Οι οικογένειες αυτές μάλιστα εκκλησιάζονταν στο ρουμανικό ναό351.
Η πόλη της Βέροιας πάντως αποτελούσε σε αναλογία πληθυσμού τον πιο μεγάλο, συγκροτημένο και με την πλουσιότερη δράση πυρήνα της ρουμανικής προπαγάνδας πριν και κατά τη διάρκεια της Κατοχής. Σε τούτο έπαιξε ρόλο η ύπαρξη ρουμανικών σχολείων που λειτουργούσαν στην πόλη και τα περίχωρα της 352. Σε αυτά εγγράφονταν αυτή την περίοδο ακόμα και παιδιά παραδοσιακά ελληνικών οικογενειών ή και προσφυγικών γιατί έτσι εξασφάλιζαν τα περίφημα “αλιμεντέ”, δηλαδή την επισιτιστική βοήθεια που έστελνε η Ρουμανία και της οποίας ήταν δικαιούχοι μόνο όσοι ενέγραφαν τα παιδιά τους στο ρουμανικό σχολείο. Ένα επίσης ενδιαφέρον γεγονός της περιόδου αυτής ήταν η απαίτηση ο επιτάφιος της ρουμανίζουσας εκκλησίας να προηγείται του επιταφίου της μητρόπολης.
Στην πόλη της Βέροιας λειτουργεί το σχολείο και αθλητικός σύλλογος με την επωνυμία Τραϊάν353. Για την δράση τους στην Ημαθία ο πρώην υπουργός και βουλευτής Ι. Παπαδάκης ανέφερε μεταξύ άλλων ότι “ ἐδίδοντο θεατρικὲς παραστάσεις ἀντεθνικαὶ καὶ κατεξευτελίζοντο τὰ ἐθνικὰ μας σύμβολα, τῆς θρασύτητός των ἐξικνουμένης μέχρι κακοποιήσεως τῶν ἐλληνικῶν ἀστυνομικῶν ἀρχῶν καὶ αὐτοῦ τοῦ Διοικητοῦ Χωροφυλακὴς”...συνεστήθη ὡσαύτως ἠ ποδοσφαιρικὴ ὀμὰς “Τραγιὰν” καὶ ἐλάμβανε χώρα σωρεία ἀντεθνικῶν πράξεων πρὸς δημιουργίαν ἀνθελληνικὴς ψυχολογίας εἰς τὸ κουτσοβλάχικον στοιχείον τῆς Βέροιας ”354. Από τις τάξεις τους θα ξεπηδήσουν και θα αναδειχθούν πολύτιμοι συνεργάτες των δυνάμεων κατοχής στις διάφορες επιχειρήσεις εναντίον των ανταρτών, καθώς και στις επιδρομές τους σε διάφορα χωριά. Από τη μερίδα αυτή υπέφεραν και οι Εβραίοι. Χαρακτηριστικό περιστατικό αναφέρει ο Νικίας Θεοφίλου στο έργο του Αλέξανδρος Δηλανάς355, όπου όταν οι αντάρτες σκότωσαν ένα Ρουμάνο δάσκαλο και μία Ρουμάνα διδασκάλισσα, ένας Ρουμάνος που υπηρετούσε στο γερμανικό στρατό μάζεψε τον πληθυσμό της Βέροιας και ξεχώρισε 55 άτομα για εκτέλεση και άλλους 80. Η παρέμβαση του μητροπολίτη Αλεξάνδρου είχε ως αποτέλεσμα την σωτηρία τους.
Ονόματα ρουμανιζόντων στη Βέροια και στην Κουμαριά αναφέρει και ο Α. Χρυσοχόου, συνολικά δεκατέσσερα, ανάμεσά τους αυτό το ιερέα Νικόλαου Σούκα από την Κουμαριά356. Κατά τον Σ. Παπαγιάννη, μετείχε στην επιτροπή δράσης των αυτονομιστών από την αρχή της εμφάνισης του Α. Διαμαντή 357. Πάντως η Βέροια βρισκόταν στη ζώνη ευθύνης των Γερμανών και δεν παρατηρήθηκαν ακρότητες όπως στην ιταλοκρατούμενη ζώνη. Ωστόσο, κατά το 1942 (μέσα Μαρτίου-αρχές Ιουνίου), επισκέπτεται την Βέροια και τη Θεσσαλονίκη ο περίφημος Αλκιβιάδης Διαμαντής, ο “αρχηγός και εκπρόσωπος των Βλάχων της Κάτω Βαλκανικής”, προσπαθώντας να μεταφέρει την άποψη να στραφούν οι Βλάχοι στην Ιταλία, στη γερμανοκρατούμενη ζώνη, ωστόσο τελικά προκάλεσε διαιρέσεις, αντεγκλήσεις και διαφορές μεταξύ των ρουμανιζόντων. Σε συγκέντρωση σε “ἐξοχικόν παρεκκλήσιον τῶν ρουμανιζόντων” εκδηλώθηκε αντίδραση αντίδραση από τους ρουμανοβλάχους που δεν ακολουθούσαν τις κατευθύνσεις του. Απέστειλαν υπόμνημα στο ρουμανικό προξενείο, με το οποίο επεσήμαναν τον τυχοδιωκτισμό του. Υποστηριχτές των απόψεων του ήταν ο διευθυντής του ρουμανικού σχολείου Βέροιας Σωτήριος Παπαθανασίου, ομάδα νέων και ο ιερέας Στέργιος Μηταχάσης εκ Βεροίας. Ο κληρικός πίστευε ότι ήταν συμφέρον για τους Βλάχους να στραφούν στην Ιταλία παρά στη μακρινή Ρουμανία. Γνώριζε την ιταλική, είχε ζήσει στην Ιταλία, εισηγήθηκε η λειτουργία στην εκκλησία των ρουμανιζόντων να γίνεται εναλλάξ στα ρουμανικά και ιταλικά. Η ενδυμασία του παρέπεμπε σε ρωμαιοκαθολικό ιερέα, πιθανώτατα είχε ρωμαιοκαθολικές δογματικές απόψεις. Ωστόσο καμία πρότασή του δεν επικράτησε. Σε συνεργασία με τον Παπαθανασίου και την ομάδα νέων, ανέλαβαν την στρατολόγηση καραμπινιέρων και έπειτα εθελοντών για τα σώματα εναντίον των ανταρτών358. Κατά τον Α. Χατζηκώστα, με την προτροπή των καθηγητών και των μελών της ρουμανικής κοινότητας, του αθλητικού συλλόγου Τραϊάν και την παρέμβαση της ιταλικής καραμπινιερίας της Λάρισας, τρεις φορές συγκροτήθηκε ομάδα συνολικής δύναμης 55 ανδρών, όπως παράλληλα συνέβη και στη Θεσσαλονίκη με Γερμανό μάλιστα διοικητή359. Ωστόσο, σύμφωνα με τις απολογίες των κατηγορουμένων για συμμετοχή στο σώμα των καραμπινιέρων μετά την Κατοχή, όπου αναφέρονται οι πρωτοστατήσαντες στη στρατολόγηση και τα σχετικά γεγονότα, ουδείς αναφέρει το όνομα του κληρικού.
Η αιτία που αντέδρασαν οι ρουμανίζοντες ήταν ότι δεν έβλεπαν με καλό μάτι την ανάμιξη της Ιταλίας στην κουτσοβλαχική κοινότητα, αισθάνονταν ότι ο Διαμαντής πρέσβευε μία ψυχολογική απομάκρυνση από τη Ρουμανία, και κυρίως προέβλεπαν τον κίνδυνο διαταραχής της ομαλής συμβίωσης με την ελληνική κοινότητα 360.
Η περίπτωση της συγκρότησης της λεγόμενης ρωμαϊκής λεγεώνας των βλάχων, πρέπει να θεωρηθεί στο πλαίσιο της συγκρότησης των αντιεαμικών πολιτικοστρατιωτικών οργανώσεων “μειονοτικών”361 πληθυσμών, συγκροτημένες σε εθνική βάση και με αλυτρωτικό-αποσχιστικό πρόγραμμα (Τσάμηδες, κομιτατζίδες). Κεντρική ιδέα ήταν η αξιοποίηση της δυσαρέσκειας των “μειονοτικών” πληθυσμών, λόγω της προηγούμενης καταπίεσής τους από το ελληνικό Κράτος, για την καταπολέμηση ενός αντιστασιακού κινήματος υπό κομμουνιστική μεν καθοδήγηση, στον πολιτικό όμως λόγο του οποίου αφθονούσαν οι αναφορές στην κοινή παρακαταθήκη του νεοελληνικού εθνικισμού362.
Με την αποχώρηση των Γερμανών από την Ελλάδα, αποχώρησαν και αρκετά από εκείνα τα στελέχη της προπαγάνδας. Ακολούθησαν και δίκες δωσίλογων, άλλοι καταδικάστηκαν και άλλοι αθωώθηκαν. Από διασωθέντα έγγραφα του πρωτοδικείου Βεροίας, ως δωσίλογοι κατηγορήθηκαν 61 άτομα και από αυτούς καταδικάστηκαν 14 σε διάφορες ποινές363. Ο Γ. Ζαμάνης εκ Βεροίας, διατελέσας πρόεδρος της λέσχης Ρουμανιζόντων Θεσσαλονίκης, καταδικάστηκε ερήμην σε θάνατο, διέφυγε στην Αργεντινή364 Ο Σ. Δορδανάς αναφέρει το όνομα Ζαμάνης, χωρίς περαιτέρω πληροφορίες, ο οποίος βρισκόταν σε επαφή με τον Όττο Στρακ του επιτελικού γραφείου 1c και βοήθησε τον υπολοχαγό Κραουτσμπέργκερ να στρατολογήσει ομάδα 200 ρουμανιζόντων Βλάχων από τη Βέροια. Η πλειοψηφία αποτελείτο από φοιτητές και διανοούμενους οπαδούς του Κορνηλίου Ζελέα Κοντρεάνου, αρχηγού της ρουμανικής “Σιδηράς Φρουράς”. Η ομάδα εκπαιδεύτηκε και στη Βέροια365.
Κατά τον αυτόπτη μάρτυρα π. Βασίλειο Γκαλίτσιο, ακόμη και στη Κατοχή, στο Σέλι λειτουργούν δύο εκκλησίες, των αγ. Αποστόλων όπου η λειτουργία γίνεται στα ελληνικά, και της Παναγίας στα ρουμανικά, οι δε ιερείς της πληρώνονταν από τη ρουμανική προπαγάνδα366.
Μετά την απελευθέρωση μπορούμε να διακρίνουμε μία αντιπάθεια του ΕΑΜ/ΕΛΑΣ έναντι των Βλάχων, ως αποτέλεσμα της στάσης που τήρησαν κάποιοι από αυτούς στην Κατοχή. Η δράση εξάλλου της “Λεγεώνας” δημιούργησε προβλήματα όχι τόσο στα θύματα των επιδρομών των ενόπλων βλάχων, όσο στους ίδιους τους ελληνόφρονες βλάχους (ακόμα και ρουμανόφρονες), αφού έσπειρε την καχυποψία και το μίσος για αυτούς, ξυπνώντας παλαιά πάθη. Όταν διορίζεται από το ΕΑΜ Βλάχος στατιωτικός διοικητής στη Βέροια, έγγραφη έκθεση (1944) αναφέρει για τις συζητήσεις και τη δυσαρέσκεια που προκλήθηκε στους κύκλους του ΕΑΜ, καθότι η τοποθέτηση του“...πρόσωσε το λαό της πόλης στους Βλάχους (που ωργίαζαν σε βάρος του λαού στον καιρό της σκλαβιάς)...” 367.
Πρώην ρουμανίζοντες φέρονται να δρουν και κατά τον Εμφύλιο368. Έγγραφο της διεύθυνσης Αλλοδαπών του Υπουργείου Δημοσίας Τάξεως (1945) αναφέρει την ύπαρξη 187 ρουμανιζόντων στην περιοχή Βεροίας369. Κατ’αυτή την περίοδο, δημοσιεύονται κάποια άρθρα στον τοπικό Τύπο, όπου διαφαίνεται ίσως κάποια εθνοτική διαμάχη, πάντως τα στοιχεία που μας ενδιαφέρον είναι τα αναφερόμενα στη δράση της ρουμανικής προπαγάνδας κατά την Κατοχή, περαιτέρω η όλη συζήτηση προέρχεται από παρεξηγήσεις μεταξύ των αντιμαχόμενων εφημερίδων. Το πρώτο άρθρο από τον Θαρραλέο, φανερώνει ότι η δράση ορισμένων βλαχοφώνων εξέθεσε ολόκληρο το πλήθος των βλάχων, καθιστώντας το “συνυπεύθυνο” αναφέρει: “ Η ρουμανική κυβέρνησις μέ θρασύτητα και ὑποκρισία που ταιργιάζει στή σύνθεση της, διεμαρτυρήθη στη Κυβέρνησή μας καί ζητεῖ ἱκανοποίηση γιά τούς “διωγμούς” πού γίνονται κατά τῶν...ὑπηκόων της. Καί ἡμεῖς οἱ Βεργιῶτες πού ζοῦμε μέ πολλούς βλάχους πού πιστεύουν στην “ἔνδοξη” πατρίδα τοῦ Ἀντωνέσκο...ξαφνιασμένοι ἀπ’τήν ἐσκεμένη θρασύτητά της, τῆς ἀπαντάμε ὅτι ψεύδεται καί συκοφαντεῖ ἀδιάντροπα. Γιατί οἱ ἄνθρωποί τους πού τούς χρωστᾶνε λίγη εὑγνωμοσύνη γιά τή μπομπότα πού τούς ἔστειλαν στή Κατοχή, οὕτε διωγμούς ἕπαθαν οὕτε ἡ κακόηχη καί πρωτόγονη γλῶσσα τους ἀπηγορεύθη νά ὁμιλῆται παρἀὐτῶν, ἀλλ’ἐλεύθερα καί ἐπιδεικτικά τή διαλαλοῦν καί μέσα στήν ἀγορά, ἅνευ κάν συστολῆς τινός γιά τή βαρβαρότητά της... ”370.
Από όσα αναφέρονται στα άρθρα, διαφαίνεται μία έντονη δράση των ρουμανιζόντων κατά την κατοχική περίοδο. Ωστόσο, πρέπει να επισημανθεί ότι πολλοί ρουμανίζοντες, μετά τον αναγκαστικό περιορισμό του Διαμαντή στη Ρουμανία από την εκεί Κυβέρνηση (καλοκαίρι 1942), προσπάθησαν να αποκαταστήσουν τη διαταραγμενη ισορροπία. Ο πρόξενος της Ρουμανίας στη Θεσσαλονίκη ακολούθησε κατευναστική και όχι ανθελληνική πολιτική, οι δε διαταγές της ρουμανικής Κυβέρνησης ήταν σαφείς: Αποφυγή ανακίνησης κάθε ζητήματος που θα προκαλούσε δυσαρέσκεια στην ελληνική κοινή γνώμη. Την ίδια γραμμή έδινε και η εκκλησία της Ρουμανίας, γεγονός που γνώριζε ο Δαμασκηνός. Ο Ρουμάνος υπουργός Μανίου επισκεπτόμενος τη Θεσσαλονίκη τον Ιούλιο του 1943 σύστησε στους ρουμανίζοντες να μην ενταχθούν ούτε στο ΕΑΜ, ούτε στις αντιφρονούσες οργανώσεις371.
Στην εφημερίδα Ο Νέος Αγών, που κυκλοφορεί τη διετία 1948-1950, διαβάζουμε για την σταδιακή ένταξη των Βλάχων της περιοχής μετά τις νίκες του Εθνικού στρατού, οι οποίοι είχαν παρασυρθεί από τη ρουμανική προπαγάνδα και είχαν αποσκιρτήσει και από την κανονική δικαιοδοσία της μητροπόλεως Βεροίας και είχαν καταλάβει τον ναό της Έξω-Παναγιάς (Υπαπαντής του Χριστού)372. Στο φύλλο 71 της 18-7-1949, διαβάζουμε για την υποβολή Υπομνήματος των ίδιων των κοινοτήτων των Βλάχων στον μητροπολίτη με σκοπό την ένταξη του ως άνω ναού στην κανονική δικαιοδοσία του. Η ιστορία επαναλαμβάνεται, όπως κάποτε με τον μητροπολίτη Κωνστάντιο στο Σέλι. Με την επίκληση της διακήρυξης της 6ης Ιουνίου 1948 δηλώνεται η αποκοπή των σχέσεων τους με τη Ρουμανία και η παράκληση να επανέλθει ο ναός στην νόμιμη κατάσταση. Πρόκειται για τις πλέον δυναμικές κοινότητες Κάτω Βερμίου (Σελίου), Κουμαριάς και Ξηρολειβάδου. Έπονται 204 υπογραφές. Ήδη από το 1944-45 οι ρουμανίζουσες κοινότητες στη Βέροια και στη γύρω περιοχή είχαν διαλυθεί οριστικά και τα ιδρύματά τους είχαν πάψει να λειτουργούν σημειώνοντας το τέλος μιας προπαγανδιστικής κίνησης που άφησε πίσω τις πικρές αναμνήσεις μιας ουσιαστικά δραματικής εμφύλιας σύγκρουσης373.
Η κίνηση αυτή των ελληνόφωνων βλάχων, των πρώην ρουμανιζόντων, ήταν ένα φυσικό αποτέλεσμα γιατί έπρεπε να ενσωματωθούν. Χαρακτηριστικά, αν και λίγο καυστικά, είναι τα σχόλια από τον Ι. Παπαδάκη, βουλευτή Ημαθίας: “ Οἱ καιροσκόποι ἠγούμενοι τῆς προπαγάνδας, εὑρεθέντες μετέωροι, ἐθεώρησαν σκόπιμον καί ἐπιβεβλημένον νά ἀλλάξουν πορείαν καί τήν ἀνάγκην φιλοτιμίαν ποιούμενοι, προσηνατολίσθησαν πρός τήν ἀδήριτον πραγματικότητα. Δι’ ἐνεργειῶν των πρός τούς ἑκάσταχοῦ μητροπολίτας ἐξεδήλουν τήν ἀπόφασίν των ἐπανόδου εἰς τάς ἑλληνικάς χριστιανικάς κοινότητας, ἀποκηρύσσοντες τάς ἀντεθνικάς των ἐνεργείας τοῦ παρελθόντος καί ἀναγνωρίζοντες κατά τόν πλέον ἐπίσημον τρόπον τήν άναμφισβήτητον ἑλληνικήν ἐθνικότητά των. Οὕτω καί οἱ Βεροιεῖς ρουμανίζοντες, παρουσιασθέντες εἰς τόν Μητροπολίτην Ἀλέξανδρον, ἐδήλωσαν ὅτι διαλύουν τήν ἐν τῆ ουσίᾳ διαλυθεῖσαν καί μή ὑπάρχουσαν ρουμανικήν κοινότητα, ἐπανερχόμενοι εἰς τήν ἑλληνικήν τοιαύτην καί παραδίδουν τήν ἐκκλησίαν τῆς Ἔξω Παναγιᾶς...Ἡ Μητρόπολις παρέλαβε τήν ἐκκλησίαν, διαθέσασα τούς προσελθόντας εἰς τήν ἐξουσίαν αὐτῆς ἱερεῖς εἰς ἐνορίας τῆς περιφρείας ”374. Προηγήθηκε η διακοπή λειτουργίας του ρουμανικού σχολείου στο Σέλι το έτος 1945, την ίδια χρονιά κάηκε από αγνώστους.
Να σημειώσουμε ότι ακόμα και το 1953, στο Βιβλίο Αλληλογραφίας της μητροπόλεως, συναντάμε αναφορά στη ρουμανική προπαγάνδα. Πράγματι, το Κέντρο Αλλοδαπών Θεσσαλονίκης εισηγείται στον μητροπολίτη την μετάθεση του ιερέα του Κάτω Βερμίου (Σελίου) Νικολάου Κολιπέτρου, και την τοποθέτηση ελληνόφωνων ιερέων σε βλαχόφωνα χωριά, όπως επίσης βλαχόφωνων σε ελληνόφωνα. Όμως βρίσκει αντίθετο τον Αλέξανδρο. Παρακαλεί τον διοικητή του Κέντρου “... νά μᾶς γνωρίσητε ποῖα ἐθνικά συμφέροντα ἐπιβάλλουσι τήν μετάθεσιν έκ Βερμίου τοῦ Ἱερέως Νικολάου Κολλιπέτρου, καθ' ὅσον ἡμεῖς ἔχομεν ἀντίθετον γνώμην...ἤδη ἐπανέρχεται εἰς τήν ἐφημερίαν του ἥτις εἶναι ἡ Ἕξω Παναγιᾶ Βερροίας...ἡμεῖς Βλαχόφωνα χωρία δέν ἔχομεν...μόνον τό Κάτω Βέρμιον εἶναι βλαχόφωνον καί δι΄ ὁλίγους μῆνας τοῦ ἔτους χρειάζεται ἱερέα...Εἰς τήν Κουμαριᾶ ἔνθα ἄλλοτε ἦσαν δύο ἱερεῖς, εἷς Ἕλλην καί εἷς βλαχόφωνος...σήμερον ἐφημερεύει εἷς καί μόνος Ἑλλην...εἰς τήν ὑπόδειξίν Σας ἵνα σταλῶσιν οἱ βλαχόφωνοι ἱερεῖς εἰς ἑλληνόφωνα χωρία οὔτε ἐφαρμόσιμος εἶναι ἀλλ’ οὔτε καί συμφέρουσα...Προπέρυσι τό Πάσχα, ἐλλείψει ἱερέων, ἐστάλη ό βλαχόφωνος ἱερεύς Στέργιος Γκούμας εἰς τό έργοστάσιον Βέρμιον ἵνα προστῆ τῶν ἀκολουθιῶν τῆς Μεγάλης Ἑβδομάδος. Ἀλλά τήν Μεγάλην Πέμπτην κατά τήν ἀνάγνωσιν τῶν δώδεκα εὐαγγελίων ἐγένετο γελοῖος κυριολεκτικῶς καί οἱ ἐκκλησιαζόμενοι ἔφυγον ἀπό τήν ἐκκλησίαν διότι ὁ ἱερεῦς ἀναγινώσκων τά εὐαγγέλια ἔλεγεν ἄλλα ἀντ' ἄλλων. Έκ τῶν τριῶν βλαχοφώνων ἱερέων πού ἔχομεν ἐν τῆ ἐπαρχίᾳ μας, ὁ εἷς μόνον εἶναι γνώστης τῆς ἑλληνικῆς γλώσσης. Οὑτος δε ἐφημερεύει εἰς τούς Ἀσωμάτους...375.
απόσπασμα από το
Εκκλησία και κοινωνία στη Βέροια. Από την απελευθέρωση μέχρι την μετεμφυλιακή εποχή (1912-1958)
του Aρχιμανδρίτου Τιμοθέου Χαλκιά
Μεταπτυχιακή εργασία στο τμήμα θεολογίας της Θεολογικής Σχολής του ΑΠΘ, τομέας ιστορίας, ειδίκευση εκκλησιαστικής ιστορίας
http://ikee.lib.auth.gr/record/127194?ln=el
309 Βασική πηγή αποτελεί η μελέτη του Αστέριου Κουκούδη, Οι Βεργιάνοι Βλάχοι και οι Αρβανιτόβλαχοι της Κεντρικής Μακεδονίας (Βραβείο Ακαδημίας Αθηνών), Θεσσαλονίκη 2001, καθώς και η διδακτορική διατριβή του Αντωνίου Κολτσίδα, Ιδεολογική και Εκπαιδευτική Οργάνωση των Ελληνόβλαχων στο Βαλκανικό Χώρο, Θεσσαλονίκη 1994. Μέχρι σήμερα στην Ελλάδα, η Βέροια, ίσως και τα Τρίκαλα, έχουν την εντονότερη παρουσία βλαχικού στοιχείου, υπολογίζεται ότι τουλάχιστον το 20% των κατοίκων της Βέροιας έχουν βλάχικη καταγωγή, βλ. Ασ. Κουκούδη, Οι Βεργιανοί Βλάχοι, ό.π., 247.
310 Ν. Μαραντζίδη, Οι μικρές Μόσχες, πολιτική και εκλογική ανάλυση της παρουσίας του κομμουνισμού στον ελλαδικό αγροτικό χώρο, Αθήνα 1997, 157.
311 Βλ. περισσότερα Αντωνίου Κολτσίδα, Ιδεολογική και Εκπαιδευτική Οργάνωση των Ελληνόβλαχων στο Βαλκανικό Χώρο, Θεσσαλονίκη 1994, 178 κ.ε. Ήδη από το 1872 αναφέρεται λειτουργία ρουμανικών σχολείων στη Βέροια και το Ξηρολίβαδο. Οι οθωμανικές μεταρρυθμίσεις και η ίδρυση της Βουλγαρικής Εξαρχίας δημιούργησαν νέες συνθήκες και πυροδότησαν την εκπαιδευτική διείσδυση των Βαλκανικών λαών στη Μακεδονία και την ίδρυση σχολείων από και για τις υπόλοιπες εθνικές ομάδες. Η εκπαίδευση έγινε το μέσο για την επίτευξη εθνικιστικών προγραμμάτων των βαλκανικών λαών. Βλ. Κυριάκου Μπονίδη, Οι Ελληνικοί Φιλεκπαιδευτικοί, ό.π., 32 κ.ε. Για την αρχική εμφάνιση του φαινομένου της διείσδυσης της ρουμανικής πολιτικής στους βλαχικους πληθυσμούς των βαλκανίων, βλ. Αντωνίου Κολτσίδα, Ιδεολογική και Εκπαιδευτική Οργάνωση των Ελληνόβλαχων στο Βαλκανικό Χώρο, Θεσσαλονίκη 1994, 175 κ.ε.
312 Ν. Μαραντζίδη, Οι μικρές Μόσχες, πολιτική και εκλογική ανάλυση της παρουσίας του κομμουνισμού στον ελλαδικό αγροτικό χώρο, Αθήνα 1997, 154.
313 Ο Αν. Κολτσίδας, Ιδεολογική, ό.π., 224, αναφέρει ότι περί το 1904 στην ευρύτερη γεωγραφική περιφέρεια της Βέροιας, οι ρουμανίζοντες έφταναν τις 1000 οικογένειες (πριν την δράση των ελληνικών ανταρτικών σωμάτων).
314 Ενδοτικές συγκρούσεις που διεκδικούσαν τη διοίκηση και διαχείρηση της κοινότητας, βάζοντας σε δεύτερη μοίρα την αντιμετώπιση της προπαγάνδας. Ο μητροπολίτης Βεροίας Λουκάς Πετρίδης-Τρικώλης (Αύγουστος1909-Ιούνιος 1911, βλ. περισσότερα στο Γ. Στογιόγλου, “Η Εκκλησία”, ό.π., 58-60), τον Νοέμβριο του 1909 αναφέρει σε επιστολή του: “ Ἀπό ἐτῶν λειτουργεῖ ἐνταῦθα Ἀδελφότης “Μέλισσα” ἥτις ἐθνοφελῶς ἐν τοῖς προσθέν χρόνοις ἔδρασε καθά κοινῶς ἐνταῦθα λέγεται. Βάσκανος ὅμως ὀφθαλμός φθονήσας τἠν ἐν λόγῳ Ἀδελφότητα ἔσπειρε μεταξύ τῶν μελών αὐτῆς ζιζάνια διχονοίας τοσαύτης, ὥστε δύο ἐκ τῶν μελῶν αὐτῆς, οἱ ἐξοχώτατοι ἐν ἰατροῖς κ.κ. Ν. Ἀντωνιάδης ἐνταῦθα διαμένων καί Δ. Τούσας αὐτόθι διαμένων δικάζονται εἰς τό Ποινικόν Δικαστήριον βάλων ὁ ἕνας ἐναντίον τοῦ ἄλλου”, (Αρχείο Ιεράς Μητροπόλεως Θεσσαλονίκης, έγγραφο 658/26-11-1909).Ο Ι. Παπαδάκης αναφέρει ότι ο μεν ιατρός Δ. Τούσας ήταν επικεφαλής της παράταξης των πλουσίων, ο δε ιατρός Ν. Αντωνιάδης της παράταξης του λαού. Διεκδικούσαν την διοίκηση των κοινών, δηλαδή των εκκλησιών και των σχολείων, τελικά επικράτησε η μερίδα του Αντωνιάδη. Με την απελευθέρωση, ο Αντωνιάδης είναι υποψήφιος των Φιλελευθέρων, η δε μερίδα του Τούσα, εντάχθηκε στην αντιβενιζελική παράταξη, βλ. Μισός αιώνας πολιτικών αγώνων και εθνικής δράσης, Αθήνα 1974, 54, 55.
315 Κωνστάντιος Ισαακίδης (1895-1906), βλ. περισσότερα, Αθανασίου Βουδούρη, Επισκοπική Προσωπογραφία της μητροπόλεως Βεροίας και Ναούσης κατά την περίοδο της Οθωμανοκρατίας (1430-1912), Θεσσαλονίκη 2008 (μεταπτυχιακή εργασία), όπου ωστόσο ο Κωνστάντιος φέρεται να συντέλεσε στην καταπολέμηση της προπαγάνδας. Σε έκθεση του υποπροξένου Θεσσαλονίκης Φιλίππου Κοντογούρη (22-11-1907) για την προπαγάνδα στη Βέροια, αναφέρεται το εξής: “...Ὁ γέρων Μητροπολίτης Κωνστάντιος καθηύδε...”, βλ. Ασ. Κουκούδη, Οι Βεργιανοί Βλάχοι, ό.π., 197-8. Ο Λάμπρος Κορομηλάς αναφέρει στο Υπουργείο Εξωτερικών (31-7-1905) ότι ο ρουμανισμός πολλών βλάχων, “... προήλθε ὡς καλῶς διέγνωσα, παρά πάντων τῶν Βεροιωτῶν τά ληρήματα ἐκ τοπικῶν παθῶν καί διενέξεων ἐν αις δύσκολον εἷναι νά διακρίνη τις τόν ἀρξάμενον χειρῶν ἀδίκων...Οἰ ἀρχιερείς βαναύσως προς αὐτοῦς προσεφέροντο, ἀξιούντες νά ἔχωσι σχέσεις πρός αὐτοῦς μόνον ὄτε προέκειτο νά εἰσπράξωσι τά δικαιώματα των...Πάντα δέ αὔτα ἐξήρηψε καί ἐπέτεινεν ἡ οἰκτρά τοῦ ἀρχιερέως Βερροίας διαγωγή . ..Ἴνα ἐμπεδωθῆ ἠ ἐπιτυχία μας αὕτη, εἶναι ανάγκη βεβαίως ὁ ποιῶν τοσοῦτω μάλλον ὅσω ἡ διατήρησις τοῦ νύν Μητροπολίτου Βερροίας εἶναι ἰκανῆ τά πάντα νά ἀνατρέψη ἐπερρωμένη ὑπό τῆς ἐρριζωμένης ἐν τοῖς Βερροιέοις ἀντιπαθείαν πρός τούς Κουτσοβλάχους...Πλήστα ἄλλα τοπικά ζητήματα δέον νά ἐπέλθωσι...ἀρκεί ν’ ἀντικατασταθῆ ο Μητροπολίτης Βερροίας... ”, βλ. Α. Κουκούδη, Οι Βεργιάνοι Βλάχοι, ό.π., 208-212.
316 Α. Κουκούδη, Μελέτες για τους Βλάχους, τ.4, Οι Βεργιάνοι Βλάχοι, ό.π., 206. Ήταν άραγε μία προσπάθεια ενότητας του ποιμνίου του, ως γόνος εξάλλου της εθναρχίας που δεν κάνει διάκριση στις εθνικότητες επισκόπου και ποιμνίου; (βλ. Αν. Νανάκη, Οικουμενικού Πατριαρχείου Νεώτερα Ιστορικά Α΄, Θεσσαλονίκη 2000, 43). ΄Ολοι οι ορθόδοξοι λαοί που αναγνώριζαν όμως τον πατριάρχη ως πνευματική κεφαλή τους, ανήκαν στο Rum Milleti, στο Ρωμαϊκό έθνος (με σαφή διαφοροποίηση του όρου έθνος ως κοινότητα). Από την άλλη πλευρά, στα τέλη του 19ου αι. με την αποχώρηση των εξαρχικών, το Πατριαρχείο παίρνει περισσότερο “ελληνικό” χαρακτήρα (χωρίς να απαρνηθεί την οικουμενική αποστολή), αφού η συντριπτική πλειοψηφία του ποιμνίου του απετελείτο από ελληνόφωνους, όλοι και περισσότεροι από τους οποίους ασπάζονταν την ελληνική εθνική ιδέα, βλ. Π. Κονορτά, Οθωμανικές, ό.π.,309-10. Πάντως, μέσα από την αλληλογραφία του Κωνσταντίου αποκομίζει κανείς την αίσθηση ότι ενώ συχνά εμφανίζεται αποστασιοποιημένος και αδιάφορος απέναντι στην προπαγάνδα (ρουμανική και βουλγάρικη), εντούτοις σε εκθέσεις του προς το Πατριαρχείο (υπάρχουν αρκετές παρόμοιου περιεχομένου) τονίζει τις διαστάσεις του προβλήματος. Σώζονται επίσης επιστολές του, μέσα από τις οποίες προκύπτει πράγματι κινητικότητα του εναντίον της προπαγάνδας. Για παράδειγμα στο αρχείο της Ιεράς Μητροπόλεως Θεσσαλονίκης διασώζεται επιστολή του Κωνσταντίου προς τον φίλο του μητροπολίτη Θεσσαλονίκης Αθανάσιο, όπου διαφαίνεται η μέριμνά του για τη μισθοδοσία των δασκάλων των επτά βουλγαρόγλωσσων χωρίων της επαρχίας Βεροίας, “πρός περιφρούρησιν καί περίσωσιν αὐτῶν ἀπό χειρῶν ἀλλοτρίων...σοβαρῶς κινδυνευόντων” (έγγραφο 548/2- 6-1899). Τα κίνητρά του ίσως ήταν σύμφωνα με το πνεύμα του Πατριαρχείου, υπάρχει όμως μία τάση απαξίωσης του βλάχικου στοιχείου που λειτούργησε υπέρ της προπαγάνδας.
317 Πρέπει να τονιστεί ότι οι Βλάχοι δεν προτιμούσαν να αγοράσουν μόνιμη κατοικία μέσα στην πόλη μονάχα για τον χειμώνα, αφού ανέβαιναν στο Βέρμιο το καλοκαίρι, αλλά προτιμούσαν να νοικιάζουν. Η εκκλησία, ως σημαντικός ιδιοκτήτης ακινήτων, νοίκιαζε στις βλάχικες οικογένειες τα βακουφικά σπίτια και δωμάτια γύρω από τις εκκλησίες, τα οποία κάθε φθινόπωρο γέμιζαν. Η χειμερινή λοιπόν διαβίωση των Βλάχων στην πόλη αποτελούσε σημαντικότατο έσοδο για την ελληνορθόδοξη κοινότητα της Βέροιας. Ακόμα και στις αρχές του 20ου αι., ελάχιστοι Βλάχοι είχαν δικά τους σπίτια μέσα στην πόλη, βλ. Ασ. Κουκούδη, Οι Βεργιάνοι Βλάχοι, ό.π., 196-7.
318 Ασ. Κουκούδη, Οι Βεργιάνοι Βλάχοι, ό.π., 213. Για την εκκλησιαστική αυτοτέλεια ως ιδεολογικό μοχλό διείσδυσης της ρουμανικής προπαγάνδας, βλ. Αν. Κολτσίδα, Ιδεολογική, ό.π., 263 κ.ε. Είναι χαρακτηριστικό ότι το το 1892, ρουμανίζοντες από τη Μοσχόπολη, το Κρούσοβο και τη Βέροια, παρουσιάστηκαν στην Πύλη και ζήτησαν Ρουμάνο επίσκοπο και την άδεια να λειτουργούν στη ρουμανική γλώσσα, ενώ εμφανίστηκαν στο γενικό διοικητή του βιλαετίου της Θεσσαλονίκης δύο ρουμανίζοντες κληρικοί, χειροτονημένοι (ίσως χειροθετημένοι) ως αρχιμανδρίτες από το Βούλγαρο Έξαρχο, οι οποίοι ζήτησαν επίσημη αναγνώριση, για να αναλάβουν καθήκοντα έπειτα σε Βέροια και Νάουσα, βλ. ό.π., 270. Συγχρόνως με τη κατάληψη της Έξω Παναγίας, οι ρουμανίζοντες επιχείρησαν να καταλάβουν και την ελληνική εκκλησία του αγίου Αντωνίου στο κέντρο της πόλης. Την κρισιμότητα της εκκλησιαστικής αναταραχής ενέτεινε η συμπεριφορά του Χιλμή πασά που υποβοηθούσε τους ρουμανίζοντες να καταλαμβάνουν ελληνικές εκκλησίες, ο οποίος και τους παρέδωσε τον Ιανουάριο του 1906 το ναό της Έξω Παναγιάς (την οποία βίαια είχαν ήδη καταλάβει), με το αιτιολογικό ότι παραδόθηκε, μαζί με άλλες δύο εκκλησίες, από τον πατριάρχη στους Βλάχους. Στην απόφαση αυτή, αντέδρασαν οι ελληνόφωνοι και βλαχόφωνοι Έλληνες, ο μητροπολίτης και οι δημογέροντες, αποστέλοντας επιστολές και τηλεγραφήματα στο Πατριαρχείο. Κατά την τέλεση του εσπερινού την ημέρα της παραδόσεως, συγκεντρώθηκαν οι Βεροιείς και διαμαρτυρήθηκαν, ενώ με την επέμβαση των τουρκικών αρχών συνελήφθησαν 8 Έλληνες. Η κατάσταση ήταν τόσο έκρυθμη που οι ρουμανίζοντες προσέρχονταν στο ναό με τη συνοδεία Τούρκων στρατιωτών, οι οποίοι και τον φρουρούσαν διαρκώς για την αποφυγή νέων επεισοδίων, βλ. ό.π., 286-7. Κατά τον Κ. Βακαλόπουλο, Μακεδονικός Αγώνας, Η ένοπλη φάση του (1904-1908), ά.τ.χ., 52, σύμφωνα με το αρχείο της ελληνικής πρεσβείας Κωνσταντινουπόλεως, ο σουλτάνος επικαλούνταν την υποστήριξη των κατά τόπους Ελλήνων μητροπολιτών στα ελληνικά ανταρτικά σώματα, για να δικαιολογήσει τις ρουμάνικες ενέργειες.
319 Αρχείο Ιεράς μητροπόλεως Θεσσαλονίκης, έγγραφα 603/2-12-1905, 605/18-12-1905, 607/25-12-1905, 608/5- 1-1906. Ο ίδιος ο Β. Σταυρόπουλος (καπετάν Κόρακας) ομολογεί σε επιστολή του προς τον Α. Χριστοδούλου (βλ. Η συμβολή της Βέροιας εις τον Μακεδονικόν Αγώνα, ά.τ.χ., 44-5), ότι τραυμάτισε σοβαρά τον ιερέα, ο οποίος νοσηλεύθηκε επί τρίμηνο στη Θεσσαλονίκη και δεν επέστρεψε ποτέ στη Βέροια, αποθανών κάπου στη Χαλκιδική, ενώ σκότωσε και τους δύο Τούρκους στρατιώτες της συνοδείας του. Σήμερα, η μικρή πλατεία ακριβώς μπροστά από την πρώην ρουμανίζουσα εκκλησία της Έξω Παναγιάς (ενορία πλέον Υπαπαντής), ονομάζεται Καπετάν Κόρακα, όπου και η προτομή του. Ο ίδιος επίσης μακεδονομάχος αναφέρει ό.π., ότι όταν επισκέφθηκε τη Βέροια το 1907, “Η Μητρόπολις δεν έδειξε καλήν διαγωγήν απέναντί μου”. Μητροπολίτης ήταν ο Απόστολος.
320 Α. Χριστοδούλου, Η συμβολή της Βέροιας εις τον Μακεδονικόν Αγώνα, ά.τ.χ., 53-4, όπου περισσότερα για το ζήτημα της αρπαγής του ναού. Ο Παπα(-)σταυρής φονεύθηκε το 1908 (κατά τον Α. Τζίμα το 1914, προφανώς δεν ισχύει αυτό) στο μονοπάτι που οδηγούσε από Δοβρά προς Σέλι, μέσω εκκλησίας Μαρούσιας, όπου πήγαινε να λειτουργήσει, παρέμεινε έτσι το τοπωνύμιο η βρύση του Παπασταυρή, Α. Τζίμα, Σέλι, μία ακόμη Μέκκα των Βλάχων, Βέροια 2005, 69. Κατά τον Α. Κουκούδη, Οι Βεργιάνοι Βλάχοι, ό.π., 167, πρώτα φονεύθηκε ο Παπασταύρος στη Δοβρά, έπειτα ο ρουμανίζων ιερέας της Βέροιας Παπαγιώργης, και έπειτα ο μοναχός της Καλλίπετρας.
321 Βλ. Ασ. Κουκούδη, Οι Βεργιάνοι Βλάχοι, ό.π., 207. Κατά την Σία Αναγνωστοπούλου, Μικρά Ασία, 19ος αι.- 1919, οι ελληνορθόδοξες κοινότητες, 429 κ.ε., “Οι μητροπόλεις είναι ανάμεσα στους κατ’ εξοχήν μιλλί θεσμούς, κι απ’ αυτούς θ’ αρχίσει το ελληνικό κράτος, στο όνομα του εθνικού και πατριωτικού συμφέροντος τη δράση του. Οι μητροπόλεις της Μακεδονίας και της Θράκης συνιστούν...τον πρώτο στόχο...Το ελληνικό κράτος υποκαθιστά σιγά σιγά τη μιλλί, “οθωμανική”, ιεραρχία με μιαν άλλη εθνική...στην κορυφή της οποίας τίθενται οι διπλωματικοί υπάλληλοι που αναλαμβάνουν την αξιολόγηση του πατριωτισμού των μητροπολιτών...Οι αντικαταστάσεις μητροπολιτών με κριτήριο το “εθνικό συμφέρον”, όπως αυτό ορίζεται από το ελληνικό κράτος, είναι πολύ συχνές και κλιμακώνονται όσο περνάει ο καιρός κι όσο το Πατριαρχείο χάνει τον έλεγχο του διορισμού μητροπολιτών στις περιοχές υπό τη Βουλγαρική Εξαρχία.... ” Μάλιστα, η Σία Αναγνωστοπούλου, Μικρά Ασία, ό.π., 430 (σύμφωνα με επιστολή του Έλληνα πρέσβη στην Κωνσταντινούπολη προς τον Έλληνα υπουργό των Εξωτερικών το 1908) αναφέρει ότι “... μόνο σε διάστημα ενός χρόνου αντικαθίστανται τρεις μητροπολίτες:Της Ανδριανούπολης, της Βεροίας και των Βελεγράδων”... Πράγματι, ο Κωνστάντιος πρέπει να υπήρξε “θύμα” αυτής της πολιτικής έναντι της εκκλησίας αφού το 1906 δεν αποδέχεται την εκλογή του στη μητρόπολη Γάνου και Χώρας και πεθαίνει στην Κωνσταντινούπολη ένα χρόνο μετά, βλ. Αθανασίου Βουδούρη, Επισκοπική, ό.π. Ο δε μητροπολίτης πρώην Λήμνου Βασίλειος Ατέσης αναφέρει ότι ο Κωνστάντιος “...μετετέθη προεδρικῶς εἰς Ἱ. Μητρόπολιν Γάνου”, βλ. Επισκοπικοί κατάλογοι της Εκκλησίας της Ελλάδος, απ’ αρχής μέχρι σήμερον, Αθήνα 1975, 31. Ο Γ. Στογιόγλου θεωρεί ότι ο Κωνστάντιος κατά τα τελευταία έτη της αρχιερατείας του, λόγω των γηρατειών του, παρουσίασε σοβαρά προβλήματα αδυναμίας να κυβερνήσει το ποίμνιο (στη Νάουσα υποστήριξε την άρχουσα τάξη των τζορμπατζήδων και δυσαρέστησε την πλειονότητα των πολιτών, έτσι ήρθε σε σύγκρουση με την Εφορία των Σχολείων), το Φεβρουάριο του 1903 το Πατριαρχείο διώρισε τον Θεσσαλονίκης Αθανάσιο πατριαρχικό έξαρχο προς διευθέτηση των εν Βεροία κοινοτικών πραγμάτων (προβλήματα σχετικά με την συγχώνευση των ενοριών), βλ. “Η Εκκλησία και τα σχολεία στη Νάουσα”, ό.π., 56. Για τη μετάθεση του Κωνσταντίου βλ. και Α. Χριστοδούλου, Η συμβολή της Βέροιας εις τον Μακεδονικόν Αγώνα, άτ.χ., 59. Η δράση και η σχέση του Κωνσταντίου με τη Νάουσα παρουσιάζεται πλήρως στο Ε. Βαλσαμίδη, Νάουσα 1892-1906, Νάουσα 2010, 147 κ.ε. Ο Βαλσαμίδης μάλιστα αναφέρει ότι η Αθήνα είχε γνώση για την προσπάθεια αποπομπής του Κωνσταντίου, ενώ οπλαρχηγός εξερράγη προφανώς λόγω της αποκατάστασης καλών σχέσεων του μητροπολίτη με τους πρώην ρουμανίζοντες. Βλ. λεπτομερώς ό.π., 293κ.ε., ιδιαιτέρως υποσημείωση 271. Πρόκειται για τον Γ. Κατεχάκη ή Θεόφιλο, ο οποίος στην αλληλογραφία του (27-1-1906), που δημοσιεύθηκε από την Πολιτιστική Εταιρεία Νάουσας “Αναστάσιος Μιχαήλ ο Λόγιος”, Αρχεία Μακεδονικού Αγώνα περιοχής Βερμίου, 2002, 177, αναφέρει: “ Ο Σεβασμιώτατος Βερροίας μας παρεμβάλει πλείστα προσκόμματα, δεν είναι δυνατόν να γίνη ή μάλλον να ενταθώσιν αι γενόμεναι ενέργειαι προς εκδίωξιν του κυρίου τούτου απ’εδώ; Μέχρι τοιούτου σημείου αποβαίνει επιβλαβής η παράτασις της εδώ παρουσίας του ώστε μπαίνω στον πειρασμόν να σκέπτωμαι αν δεν πρέπει να τον ξεπαστρέψη κανείς επιτειδίως διότι διττή θα προήρχετο η ωφέλεια, θα τον ξεφορτωνώμεθα και θα ενοχοποιούμεν τους ρωμ. δια το ξεμπέρδεμα αυτό...”.
322 Κ. Βακαλόπουλου, Μακεδονικός Αγώνας, ό.π., 271.
323 Οι πρόξενοι έστελναν στο εθνικό κέντρο εκθέσεις, όπου περιέγραφαν τις πεποιθήσεις και τις αντιλήψεις των ιεραρχών του Οικουμενικού Πατριαρχείου, αλλά και τη διάθεση της συνεργασίας τους με την Αθήνα, βλ. Αν. Νανάκη, μητρ., “Η εκδημία του Βασιλείου και της εθναρχίας στη Σμύρνη και η ισχυροποίηση του έθνους με την εκλογή του Χρυσοστόμου (1910)”, ΕΕΘΣΘ 2006, 208.
324 Ακριβώς αυτή την χρονική περίοδο, αυξάνονται οι επιχορηγήσεις από το εθνικό κέντρο προς τους μητροπολίτες (αλλά και σε αυτό το ίδιο το Πατριαρχείο) με σκοπό βέβαια τη στράτευση της ιεραρχίας “των εθνικά απειλούμενων περιοχών” στο εθνικό συμφέρον, βλ. Σίας Αναγνωστοπούλου, Μικρά Ασία, ό.π., 430-1. Ο Απόστολος ωστόσο, είναι γόνος της εθναρχικής παραδόσεως που περί το 1860 αριθμούσε 14 αρχιερείς βουλγαρικής καταγωγής στο κλίμα του Πατριαρχείου, αλλά και κατά τις αρχές του 20ου αι. (μετά δηλ. τη Βουλγαρική Εξαρχία) στη Σμύρνη βρίσκεται ο σλαβόφωνος μητροπολίτης Βασίλειος (βλ. Αν. Νανάκη, Οικουμενικού Πατριαρχείου, ό.π., 43),
325 Ο Ασ. Κουκούδης, ό.π., θεωρεί ότι ο μητροπολίτης αυτός ήταν ο Απόστολος και παραπέμπει στο Αντωνίου Κολτσίδα, Ιδεολογική και Εκπαιδευτική Οργάνωση των Ελληνόβλαχων στο Βαλκανικό Χώρο, Θεσσαλονίκη 1994, 224. Ο Κολτσίδας πράγματι αναφέρει το περιεχόμενο του εγγράφου του Κορομηλά, με ημερομηνία 9 Αυγούστου 1905, το οποίο όμως δεν αναφέρει το όνομα του μητροπολίτη. Ο Απόστολος όμως ενθρονίστηκε στη Βέροια το καλοκαίρι του 1906, ενώ η αναφορά για τον εορτασμό της επιστροφής των ρουμανιζόντων στο Πατριαρχείο αφορά το Δεκαπενταύγουστο του 1905. Επομένως, ο Ασ. Κουκούδης συγχέει το πρόσωπο του μητροπολίτη, για αυτό και αναφέρει χαρακτηριστικά ότι και η στάση του Αποστόλου παρουσιάζεται αδιάφορη και διφορούμενη. Ο Απόστολος παρουσιάζεται από τον Αθανάσιο Βουδούρη, Επισκοπική, ό.π., να αγωνίστηκε κατά της προπαγάνδας. Μετατέθηκε το 1909 στις Σέρρες (υπάρχει αναφορά στην αλληλογραφία του για έγγραφη απαίτηση της Πύλης από το Πατριαρχείο περί μεταθέσεως των μητροπολιτών Βεροίας και Δράμας επειδή υπέθαλπαν επαναστάτες). Αξίζει να τονιστεί όμως ότι ένα χρόνο πριν, προτάθηκε από τον Οικουμενικό Πατριάρχη Ιωακείμ Γ΄, ως ένας από τους υποψηφίους για την θέση του αρχιεπισκοπικού θρόνου της Κύπρου, πρόταση που όμως απέρριψε, βλ. Αθ. Βουδούρη, Επισκοπική, ό.π. (ο ίδιος ο Απόστολος γράφει ότι επιθυμεί να παραμείνει στο κλίμα του Πατριαρχείου, αν και ο πραγματικός λόγος απόρριψης της υποψηφιότητας ίσως ήταν το γεγονός ότι γνώριζε πως δεν θα υπήρχαν πιθανότητες να εκλεγεί, καθότι η Κύπρος, όσο και τα υπόλοιπα Πατριαρχεία (Ιεροσολύμων, Αλεξάνδρειας, Αντιοχείας), ήταν αντίθετοι με τις προτάσεις του Κωνσταντινουπόλεως. Μην ξεχνάμε ότι πρωτοσύγγελός του Αποστόλου ήταν ο αρχιμανδρίτης Αμβρόσιος Νικολαΐδης, μέλος της Επιτροπής Μακεδονικού Αγώνα της Βέροιας, μετέπειτα μητροπολίτης Φθιώτιδος. Πάντως, το έτος 1908 πρέπει να θεωρηθεί ως σημείο αιχμής, αφού με την επανάσταση των Νεοτούρκων ξεκινά η οριστική μεταλλαγή του μιλλέτ των Ρωμιών σε “αλύτρωτους Έλληνες” και έτσι εντείνεται η αλυτρωτική πολιτική του εθνικού κέντρου. Εξάλλου, το Πατριαρχείο μετά το 1908 (του αφαιρούνται τα προνόμια) αρχίζει να χάνει πλέον αισθητά τη δύναμή του (και από το εθνικό κέντρο) στην ηγεσία του μιλλέτ που καταργείται.
326 Ιωάννου Παπαδάκη-Στάικου, Μισός αιώνας πολιτικών αγώνων και εθνικής δράσεως, Αθήνα 1974, 35 (το αναφέρει και ο Χριστοδούλου (πρώτος) στο Ιστορία της Βέροιας, Βέροια 1960). Προφανώς αναφέρονται στον Κωνστάντιο.
327 Κ. Γ. Μπριλάκη, Ιστορία Νομού Ημαθίας, Θεσσαλονίκη 1972, 71-2. Το έγγραφο του Κωνστάντιου φυλάσσεται σε κώδικα του αρχείου της Ιεράς Μητροπόλεως Βεροίας. Για τη μετέπειτα σύμπραξη του βουλγάρικου Κομιτάτου και της ρουμανικής προπαγάνδας στη περιοχή της Ημαθίας, βλ. Αντωνίου Κολτσίδα, Ιδεολογική και Εκπαιδευτική Οργάνωση των Ελληνόβλαχων στο Βαλκανικό Χώρο, Θεσσαλονίκη 1994, 225 κ.ε.
328 Α. Χριστοδούλου, Ιστορία της Βέροιας, Βέροια 1960, 138-9.
329 Α. Τζίμα, Σέλι, ό.π., 75, Α. Κουκούδη, Οι Βεργιανοί Βλάχοι, ό.π., 125.
330 Α. Τζίμα, ό.π., 76. Για τον παπα-Κολιπέτρη, τον τελευταίο από τους παλαιούς βλάχους ιερείς, ο οποίος εφημέρευε τον χειμώνα στην πρώην ρουμανική εκκλησία Έξω-Παναγιά τουλάχιστον μέχρι και τα τέλη της δεκαετίας του ’50, βλ. παρακάτω.
331 Αρχείο Μητροπόλεως Βεροίας, Βιβλίον Αλληλογραφίας από 1900-1901 (Μητροπολίτου Κωνστάντιου Ισαακίδη), 10-11.
332 Για την δράση των ελληνικών σωμάτων στην Ημαθία, βλ. Κ. Βακαλόπουλου, Μακεδονικός Αγώνας, ό.π., 271 κ.ε.
333 Κατά το σχολικό έτος 1906-07 το ελληνικό σχολείο της Βέροιας αριθμούσε 400 μαθητές, ενώ το ρουμανικό 80, βλ. Αν. Κολτσίδα, Ιδεολογική, ό.π., 224.
334 Βλ. Ευαγγέλου Αβέρωφ-Τοσίτσα, Η πολιτική πλευρά του Κουτσοβλαχικού Ζητήματος, Τρίκαλα 1992.
335 Βασίλη Γούναρη-Ιακώβου Μιχαηλίδη, “Μεταξύ παράδοσης”, ό.π., 380-384.
336 Λένα Διβάνη, Ελλάδα και Μειονότητες, Αθήνα 1999 (3η έκδ.), 98.
337 Α. Περισοράτη, “Τα σωματεία της Νάουσας από το 1914 μέχρι το 1939, Νάουσα, ό.π., 253.
338 Γ. Γκλαβίνα, Οι Μουσουλμανικοί πληθυσμοί στην Ελλάδα (1912-1923), αντιλήψεις και πρακτικές της ελληνικής διοίκησης, σχέσεις με χριστιανούς γηγενείς και πρόσφυγες (διδακτορική διατριβή στο τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας της Φιλοφοφικής Σχολής ΑΠΘ), Θεσσαλονίκη 2008, 574.
339 Α. Κουκούδη, Οι Βεργιάνοι Βλάχοι, ό.π., 230. Βλ. και τα κίνητρα των παλαιοτέρων ελληνικών κυβερνήσεων πριν την απελευθέρωση για την ενσωμάτωσή τους, Ε. Μπελιά, “Εκπαιδευτική πολιτική του ελληνικού κράτους και μακεδονικός αγών”, Πρακτικά συμποσίου Ο Μακεδονικός Αγώνας (Θεσσαλονίκη, Φλώρινα, Καστοριά, Έδεσσα, 22 Οκτωβρίου-2 Νοεμβρίου 1984), Θεσσαλονίκη 1987, 30-1.
341 Θωμά Γαβριηλίδη, “Τα σχολεία στη Βέροια”, Ιερά Μητρόπολις Βεροίας (επιμ.), Ερατεινή Ημαθία, 323-4
342 Κατά τις αρχές του 1906 αριθμούσε 200 ρουμανίζουσες οικογένειες, αλλά στα τέλη του ίδιου χρόνου περιορίστηκαν σε 80, βλ. Αν. Κολτσίδα, Ιδεολογική, ό.π., 232. Περί το 1907, οι ρουμανίζοντες είχαν διώξει τον Έλληνα δάσκαλο και έκλεισαν το ελληνικό σχολείο, οι αρχές αρνήθηκαν να επιτρέψουν την επαναλειτουργία του, παρά τις διαμαρτυρίες των Ελλήνων, βλ. Κ. Βακαλόπουλου, Μακεδονικός Αγώνας, ό.π., 272.
343 Α. Κουκούδη, ό.π., 155,157.
344 Οι φωτογραφίες από το αρχείο του Συλλόγου Βλάχων Βέροιας και της Λιάνας Τσιαμήτρου, δημοσιεύονται από τον Α. Βασιάδη, Ξηρολίβαδο χουάρα μουσιάτα, Βέροια 2006, ο οποίος θεωρεί ότι όλες (τρεις στο σύνολο) είναι στο δάσος του Ξηρολιβάδου με Ξηρολιβαδιώτες και Σελιώτες. Μία όμως εξ αυτών, δημοσιεύεται και από τον Α. Κουκούδη, Οι Βεργιάνοι Βλάχοι, ό.π., 129, ο οποίος αναφέρει ότι πρόκειται για το Κ. Βέρμιο (Σέλι).
Τον ίδιο περίπου καιρό, σε δημοσίευμα της εφ. Μακεδονίας (17-3-1931), 6, με αφορμή την υπόθεση της αιχμαλωσίας του Δημ. Μπουσουλέγκα, στην οποία αρχικώς φερόταν αναμεμιγμένη η ρουμανική προπαγάνδα, ο συντάκτης του άρθρου αναφέρει ότι “ὁ Σεβ. Μητροπολίτης Βερροίας κ. Πολύκαρπος μοί ἐδήλωσεν ὅτι αὔτη οὐσιαστικῶς δέν υφίσταται...” (δηλαδή η συμμετοχή της στην εξαφάνιση).
345 Λ. Διβάνη, “Το θνησιγενές πριγκηπάτο της Πίνδου”, Μακεδονία και Θράκη, 1941-44, Κατοχή-αντίσταση- απελευθέρωση (Πρακτικά διεθνούς συνεδρίου, Θεσσαλονίκη 9-11 Δεκεμβρίου 1994), Θεσσαλονίκη 1998, 198.
346 Εφ. Αστήρ Βερροίας 254)141 (30-8-33), 1.
348 Το ίδιο συμβαίνει κατά την είσοδο των Γερμανών και σε άλλα μέρη, όπως στα Γρεβενά από Βλάχους ή στη Μαυροπηγή Εορδαίας από σλαβόφωνους, αλλά και από ελληνόφωνους, βλ. περισσότερα, Α. Καλλιανιώτη, Οι πρόσφυγες στη Δυτική Μακεδονία (1941-1946), διδακτορική διατριβή στο τομέα Νεότερης και Σύγχρονης Ιστορίας του τμ. Ιστορίας και Αρχαιολογίας ΑΠΘ, Θεσσαλονίκη 2007. Για τη συνεργασία των βλαχόφωνων Ελλήνων ή “ρουμανόβλαχων” όπως αποκλήθηκαν, με τις δυνάμεις Κατοχής και τη συγκρότηση από αυτούς της “Ρωμαϊκής Λεγεώνας”, βλ. την μελέτη του Σταύρου Παπαγιάννη,Τα παιδιά της Λύκαινας, οι επίγονοι της 5ης Λεγεώνας κατά την διάρκεια της Κατοχής, ά.τ.χ. Επίσης, στο Αλέξανδρου Χατζηκώστα, Η Εθνική Αντίσταση στο νομό Ημαθίας- Συμβολή στην ιστορία της Βέροιας, Βέροια 2003, σ.51, αλλά και στα Richard Clogg, “Οι Ναζί συνέχισαν τον πόλεμο και το ’45”, εφ. Καθημερινή (8.10.2005), Σταύρου Παπαγιάννη, “Η αποστολή των 15 Βλάχων αλεξιπτωτιστών το 1945”, εφ.Καθημερινή (30.10.2005). Το σχετικό έγγραφο για τη στάση των ρουμανιζόντων στην είσοδο των Γερμανών δημοσιεύεται στο Σ. Παπαγιάννη, Τα παιδιά, ό.π.545 κ.ε. όπου και φωτογραφίες. Η κίνηση φιλίας προς τους Γερμανούς έγινε πρωτοβουλία της διοικούσης επιτροπής της ρουμανικής κοινότητας Βεροίας, όπως αναφέρει στην απολογία του ο Δ. Χατζηγώγος, βλ. Σ. Παπαγιάννη, ό.π., 557.
350 Εφ. Αστήρ Βερροίας 247)134 (5.7.1933), 2. Από το 1899 λειτουργούσε ρουμανικό σχολείο, βλ. Αν. Κολτσίδα, Ιδεολογική, ό.π., 326. Όταν το 1905, 120 ρουμανίζουσες οικογένειες της Βεροίας υπέβαλαν αναφορά-αίτημα στο μητροπολίτη για να επανενταχτούν στο Πατριαρχείο, και ενώ ήδη αρχίζει να εξασθενίζει εμφανέστατα ο ρουμανισμός στο Βέρμιο με τη δράση και των ελληνικών ανταρτικών σωμάτων, το 1906 οι ρουμανίζοντες της Κουμαριάς (Δόλιανης) αντιστέκονταν ακόμα, και επηρέαζαν περίπου 100 οικογένειες, ενώ και κατά το Μάρτιο του 1908 οι ρουμανίζοντες της Κουμαριάς αναστατώνουν τη Βέροια, βλ. Αντωνίου Κολτσίδα, Ιδεολογική και Εκπαιδευτική Οργάνωση των Ελληνόβλαχων στο Βαλκανικό Χώρο, Θεσσαλονίκη 1994, 224, 247. Μετά το 1912 οι δύο εκκλησίες του χωριού συνεχίζουν να λειτουργούν στα ρουμανικά, βλ. Α. Κουκούδη, Οι Βεργιάνοι Βλάχοι, ό.π., 170.
351 Αρχείο Ιεράς Συνόδου Εκκλησίας της Ελλάδος, ό.π.
352 Βλ. Αλ. Χατζηκώστα, Η Εθνική Αντίσταση, ό.π., 51. Στην πλειονότητα τους οι Βλάχοι, όχι μόνο συμμετείχαν στην Αντίσταση, αλλά ήταν από τους βασικούς συντελεστές της, προσφέροντας στον αγώνα το προϊόν της κτηνοτροφίας, τα μεταφορικά μέσα (ζώα) και την οικονομική ευρωστία τους. Βλ. Ν. Κόγια, “Αναμνήσεις από την Εθνική Αντίσταση στη Βέροια”, Πολιτιστικά Δρώμενα, 12 (1995),20, Α. Χατζηκώστα, ό.π., 2.
353 Ο σκοπός του συλλόγου όπως αναφέρεται στην απόφαση του Πρωτοδικείου Βεροίας (31-1-1931) ήταν η “ πνευματική, ηθική και σωματική ανάπτυξις των μελών”, βλ. Αναστασίας Περισοράτη, “Τα σωματεία της Νάουσας από το 1914 μέχρι το 1939”, Πολιτιστική Εταιρεία Νάουσας “Αναστάσιος Μιχαήλ ο Λόγιος” (επιμ.), Νάουσα, Νάουσα 1999, 264.
354 Ι. Παπαδάκη, Μισός αιώνας, ό.π.
355 Νικίου Θεοφίλου, Αλέξανδρος Δηλανάς, Αθήνα 1953, 32-33. Το περιστατικό αναφέρεται και από την έκθεση του μητροπολίτου Αλεξάνδρου προς τη Σύνοδο που βρίσκεται στο ιστορικό αρχείο της, ωστόσο δεν κάνει λόγο για τον Ρουμάνο στρατιώτη, αλλά για παρέμβαση του εν Θεσσαλονίκη Ρουμανικού Προξενείου. Προφανώς υπό τη φράση ρουμάνος στρατιώτης, πρέπει να κατευθύνουμε τη σκέψη μας στους ρουμανίζοντες εκείνους βλάχους, οι οποίοι στρατολογήθηκαν και φόρεσαν γερμανικές στολές, βλ. παρακάτω.
356 Α. Χρυσοχόου, Η Κατοχή εν Μακεδονία, η δράσις της ιταλορουμανικής προπαγάνδας, βιβλίον Γ΄, Θεσσαλονίκη 1951, 32. Κατά τον Χρυσοχόου, οι ρουμανίζοντες στη Βέροια δεν είχαν σοβαρές επιτυχίες,παρά μόνον ανθελληνικές εκδηλώσεις ολίγων τυχοδιωκτών, ό.π., 35.
357 Τα παιδιά της Λύκαινας, ό.π., 236.
358 ό.π., 51,59 κ.ε. Ο Παπαθανασίου είχε στενές επαφές με τις ιταλικές αρχές όπως και η ομάδα νέων. Απεναντίας, την συντηρητική μερίδα και αγαστή συμπόρευση με το ελληνικό στοιχείο πρέσβευε ο Δημοσθένης Χατζηγώγος. Μετά την επικράτηση της μερίδας του Χατζηγώγου, έγιναν εκλογές για την ανάδειξη νέων μελών της ρουμανικής κοινότητας, στις οποίες πλειοψήφισε η μερίδα του Χατζηγώγου με 8 έναντι ενός μέλους των ιταλοφίλων. Βλ. ό.π., 70. Ωστόσο και ο Χατζηγώγος καταδικάστηκε ως ρουμανίζων μετά την Κατοχή.
359 Α. Χατζηκώστα, Η εθνική Αντίσταση στο νομό Ημαθίας, Βέροια 2003, 53.
360 Λ. Διβάνη, “Το θνησιγενές πριγκηπάτο της Πίνδου”, Μακεδονία και Θράκη, 1941-44, Κατοχή-αντίσταση- απελευθέρωση (Πρακτικά διεθνούς συνεδρίου, Θεσσαλονίκη 9-11 Δεκεμβρίου 1994), Θεσσαλονίκη 1998, 209.
361 Η λέξη μειονοτικών, είτε εντός είτε εκτός εισαγωγικών, δεν εκλαμβάνεται με την έννοια εθνικής μειονότητας, αλλά μειοψηφικής ομάδας.
362 Τ. Κωστόπουλου, Η αυτολογοκριμένη μνήμη, τα τάγματα ασφαλείας και η μεταπολιτική εθνικοφροσύνη, 2005, 26.
363 Βλ. απολογίες κατηγορουμένων και σχετικά έγγραφα, Σ. Παπαγιάννη, Τα παιδιά, ό.π., 545 κ.ε. Ευρύτερα για το ζήτημα, βλ. Ελένης Χαϊδιά, “Δωσίλογοι: Από την Κατοχή στην Απελευθέρωση”, Mark Mazower (επιμ.), Μετά τον Πόλεμο, ά.τ.χ., 54-71.
364 Χ. Καρανάσιου, Η Νάουσα στην Εθνική Αντίσταση και τον Εμφύλιο, Αθήνα 2004, 59.
365 Η ομάδα στρατοπεύδευσε στο Καραμπουρνάκι, έδρασε στην υπεράσπιση του χωριού Κούκος Πιερίας όπου είχε την έδρα του ο Μιχάλαγας (ταγματασφαλίτης) από τον ΕΛΑΣ, βλ. περισσότερα, Σ. Δορδανά, Έλληνες εναντίον Ελλήνων, ό.π., 260-1.
366 Α. Βουδούρη, Ιστορία του χωριού Μαρούσια Ημαθίας και του μεταβυζαντινού ναού του αγίου Νικολάου, Φυτειά 2007, 41-2.
367 Ν. Μαραντζίδη, Γιασασίν Μιλλέτ, ό.π., 148-9.
368 Βλ. Ι. Παπαδάκη, ό.π., 374, 376,
369 Π. Παπαδόπουλου, “Η λευκή τρομοκρατία προκαλεί αρνητικό κλίμα προ των εκλογών 1946”, εφ. Λαός (4-2-2007).
370 Εφ. Θαρραλέος 69 (3-5-1948), 2. Το παραπάνω άρθρο, με την καυστική αναφορά του στη κουτσοβλαχική ομιλία, προφανώς προκάλεσε συζητήσεις, και έτσι στο επόμενο φύλλο της ίδιας εφημερίδας, άρθρο στο πρωτοσέλιδο με τίτλο “Μία εξήγησις”, αναφέρει: “ Τήν ἑλληνικότητα τῶν ὁμιλούντων τά κουτσοβλάχικα κανείς δέν ἀμφισβήτησε, γιατί ὁ πατριωτισμός των συμβαδίζει πάντοτε μέ τῶν ἄλλων ἑλλήνων. Ἐκεῖνο ὅμως πού θελήσαμε νά ψέξωμε...ήταν ἡ ἐπαίσχυντος διαγωγή τῶν ρουμανιζόντων, πού γιά χάρη λίγης μπομπότας κατεπρόδοσαν τή πατρίδα τους πού τούς ἐκτρέφει καί ἡ πρωτόγονη διάλεκτος πού μιλοῦν οἱ βλάχοι Βεροίας πού ἔπρεπε γιά λόγους ἀξιοπρεπείας καί ἐθνικῆς ὑπερηφανίας νά είχαν πάψη νά τή χρησιμοποιοῦν μιά καί εἶναι Ἕλληνες, ὅπως γιά λόγους ἀξιοπρεπείας οἱ Ρωμαῖοι αὐτοκράτορες καί κάθε Ρωμαῖος πολίτης πού ἤθελε νά λέγεται μορφωμένος, θεωροῦσε ὑποχρέωσί του νά μαθαίνη τήν Ἑλληνική γλῶσσα, γιατί ἧταν ἡ καλύτερη. Ὡς ἐκ τούτων, ζητοῦμε συγγνώμην ἀπό τούς θιγέντας συμπατριώτας μας καί τούς καλοῦμε νά χειρίζωνται μέ ὑπερηφάνεια τήν πιό πλούσια γλώσσα τοῦ κόσμου, τήν Ἑλληνική, ποῦ ταιργιάζει στή πατρίδα τοῦ Μεγάλου Ἁλεξάνδρου, ἐφ’ ὅσον καί αὐτοί εἶναι ἀπόγονοί του. Ἔτσι θά ξεχωρίζουν καί ἀπό τούς ὁλίγους ποταπούς Ρουμανοβλάχους, οἱ ὁποῖοι μέ τάς ἀνθελληνικάς, στή Κατοχή, πράξεις τους, πλήγωσαν βοθειά τό πατριωτικό αἵσθημα ὅλων τῶν Βεργιωτῶν πού παρακολούθησαν, τίς βρωμιές τους. Γιαυτό ὁ κατά πάντα ἀνεκτικός Λαός Βεροίας ἀηδιάζει ὅταν ἀκούει νά ὁμιλῆται ἐπιδεικτικά ἡ κορακίστικη γλῶσσα τῶν ρουμανιζόντων καί δέ συγχωρεῖ νά τή χρησιμοποιοῦν ἅλλοι ἕλληνες συμπατριῶτες, ἐκτός ἀπό τούς προδότας καί μόνο, γιά νά τούς ξεχωρίζη. Ἐφ’ὅσον λοιπόν θέλουν νά ξεχωρίζουν ἀπό τούς βωμερούς ρουμανίζοντας πού σήκωσαν στή κατοχή ρουμανική σημαία καί ποδοπάτησαν τή γαλανόλευκη, μιά τούς ἀπομένει ἑλληνική ὑποχρέωση νά παύσουν νά μιλοῦν τή κακόηχη γλῶσσα πού προκαλεῖ ἀηδία στόν ἀκούοντα ἕλληνα Βεργιώτην. Εἶν’ ἀλήθεια ὅτι ἡ κουτσοβλάχικη εἶναι γλῶσσα μητρική καί συνάμα τσαπαλίζεται εὔκολα. Πλήν ὅμως χρειάζεται μιά προσπάθεια, γιά χάρη τῆς ἀξιοπρεπείας αὐτῶν καί τοῦ Ἕθνους ” ( Εφ. Θαρραλέος 70 (17-5-1948), 1).
Το ζήτημα όμως δεν έληξε εκεί αφού οι αντιδράσεις που δημοσιεύθηκαν στην εφημερίδα Νέος Αγών, αναγκάζουν τον Θαρραλέο να επανέλθει (χωρίς ουσιαστική αιτία, πλέον η αντιπαράθεση γίνεται με βάση την ομιλούμενη γλώσσα, ουδεμία αμφιβολία για την πατριωτική στάση του βλαχικού στοιχείου): “...Τό ζήτημα τῶν Βλάχων...δέν ἀπέβλεπε εἰς τό νά συζητήση περί τῆς προελεύσεως τῶν βλάχων καί κατ’ἀκολουθίαν, ὅλη ἐκείνη ἡ μακρότατη ἀνάπτυξις σκέψεων, συλλογισμῶν καί ἱστορίας ἐκ μέρους τοῦ “Ν. Ἀγῶνος” δέν εἶχε καμμίαν θέσιν διότι τοῦτο ποσῶς δέν λύει τό ζήτημα, ἀλλά τό περιπλέκει ἀσκόπως καί ἐπικινδύνως, διότι δημιουργεῖ συζήτησιν καί διχόνοιαν, ἡ ὁποία εἶναι ἀσύμφορος...δέν πρόκειται να ὑποστηρίξωμε τόν ἀποκλεισμό τῆς βλαχικῆς γλώσσας...Τό βασικότερο εἶναι ὅτι μέσον τῆς γλώσσης αὐτῆς τῆς κουτσοβλαχικῆς, ἀσκεῖται ἐκ μέρους τῆς Ρουμανίας...προπαγάνδα καί ἐκμετάλλευσις ὑπέρ αὐτῆς ἡ ὁποία θά ἀπεκλείετο τελείως καί μάλιστα θά ἐξέλειπε ἐάν οἱ Ἑλληνόβλαχοι διέκοπτον τήν γλώσσαν αὐτήν τήν Κουτσοβλαχικήν, ὁπότε θά περιορίζετο αὔτη μόνον μεταξύ τῶν Ρουμανοβλάχων...Ἐξ’ ἄλλου ἡ συνέχισις τῆς Κουτσοβλαχικῆς γλώσσης εἶναι ἐντελῶς ἀνεξήγητος...δέν εἶναι δυνατόν ἤδη, οὔτε ὑπάρχουν ὅλαι αἱ εὑκολίαι, νά ἀποβάλουν τό ἰδίωμα αὐτό καί νά ἐπανέλθουν εἰς τήν γλώσσαν τῶν προγόνων των, τῶν φιλοσόφων, τῶν ποιητῶν καί τῶν ρητόρων, εἰς τήν Ἑλληνικήν γλώσσαν ἡ ὁποία θά τούς διευκολύνη καί εἰς τήν μεγαλυτέρα πωευματικήν των ἀνάπτυξιν; Ποῖος ὁ λόγος τῆς ἐμμονῆς εἰς μίαν γλώσσαν ἡ ὁποία οὔτε φιλολογικούς θησαυρούς...Οἱ πρότινων μόλις ἐτῶν ἐλθόντες Ἕλληνες ἀπό τά πέρατα τῆς Ἀνατολῆς τοῦ Πόντου καί τοῦ Καυκάσου, οἱ ὁποῖοι ὁμιλοῦσαν ἀποκλειστικῶς τήν Τουρκικήν γλώσσαν, μέσα σέ λίγα χρόνια...ἐσυνήθισαν τήν Ἑλληνικήν...καί ἡ ἀμέσως ἐπόμενη γενεά θά αγνοῆ τελείως τήν Τουρκικήν, βλ. Εφ. Θαρραλέος 72 (14-6-1948), 1. Επίσης στο φύλλο 73 (28-6-1948), 1, 2, επανέρχεται: “Σέ μία διάψευση πού κάναμε, ἐκ πατριωτικοῦ κάναμε, ἐκ πατριωτικοῦ καθήκοντος, τῆς Ρουμανικῆς Κυβερνήσεως, πού εἶχε τό θρᾶσος νά μᾶς κατηγορήσηση γιά τούς λίγους ὑπηκόους της, πού φρόντισε καί στή Κατοχή νά τούς τροφοδοτήση μέ μαμαλῖγκα, γιά νά μή τούς χάση, ὄτι τούς “διώκουμε καί τούς ἐμποδίζουμε νά μιλοῦν τήν πολιτισμένη γλῶσσα τους” σηκώθηκε ἕνας κοῦφος ντανῖσκος τῆς φατρίας των καί ἀφοῦ διεστρέβλωσε χονδροειδῶς τό σημείωμά μας, μᾶς ἐπετέθη ἀδιάντροπα. Τό θλιβερόν ἀποτέλεσμα, που παρετηρήσαμε ἐκ τοῦ δημιουργηθέντος θορύβου, ὑπῆρξεν ὅτι οἱ συνδρομηταί μας κουτσόβλαχοι (λίγοι βέβαια τόν ἀριθμόν) διέκοψαν τήν συνδρομήν των καί τάχθηκαν ἀλληλέγγυοι μέ τόν διαστρεβλωτήν νεανῖσκον. Τόσο κατάλαβαν τό σημείωμά μας. Δυστυχῶς στήν ἄσκοπη αὐτή παρέμβαση τοῦ κακεντρεχούς κουτσοβλάχου νεανίσκου, δέν παρενέβη κανείς βλάχος πού ἔμαθε λίγα γράμματα, ἔστω καί στή Ρομάνα Σκολάρα νά ἀποστομώση τόν νεανῖσκον καί νά βάλη τά πράγματα στή θέση τους, ἐρμηνεύοντας τό σημείωμά μας πού τόσο κακόπιστα παρεποίησεν ὁ δερβίσης. Ζητοῦμε ὅθεν ἀπό ἕνα ἑλληνόβλαχον μια τίμια ἀπάντησι γιά νά τεθῆ τέρμα στήν ἅσκοπη αὐτή ἐπέκτασι τῆς συζητήσεως πού τή δημιούργησε ἕνας κίτρινος ἄνθρωπος γιά νά προκαλέσει διχόνοιαν. Καί σάν τέτοιος καταλληλότερος πρέπει νά εἶναι ὁ πολιτευτής τοῦ Λαϊκοῦ Κόμματος κ. Ἀθανάσιος Χατζηνότας, ἀπ’τόν ὁποῖον καί ἀξιοῦμεν μιά εἰλικρινῆ ἀπάντησι. Μιά καί ἐκπροσωπεῖ τό Βλαχικό στοιχεῖο, ἔχει ὑποχρέωσι ά ἐμφανισθή δημοσία καί νά μιλήση... ”. Από την πλευρά της η εφημερίδα Νέος Αγών (17-5-1948), 2, υπερασπίζεται στην πραγματικότητα την ελληνικότητα του βλαχικού στοιχείου, και αναφέρει σε κάποιο σημείο το ενδιαφέρον στοιχείο: “... Εἶναι γνωστές οἱ ἀσχημίες καί ἡ ἀντεθνικῆ δράση τῆς ἐλαχίστης αὐτῆς μειοψηφίας κατά τά χρόνια τῆς Κατοχῆς. Τήν παρερχόμεθα, γιά νά μήν μεταδώσουμε στόν ἀναγνώστη τό ἀηδιαστικό αἴσθημα τῆς ἀναγούλας. Ἥδη, οἱ κυρίως ὑπεύθυνοι τῶν ἀσχημιῶν ἐκείνων κατέφυγαν εἰς τήν Ρουμανίαν, μέ ἐπικεφαλῆς τόν γελοῖο ἐκεῖνο Δόν Κιχώτη , Ἀλκ. Διαμάντη, πού εἶχε αὐτοτλιτοφορηθεῖ ἐλέω Ἰταλῶν, “Πρίγκηψ τῆς Πίνδου”...Ὅσοι πάλι, πρώην Ρουμανίζοντες, ἀπόμειναν ἐδῶ, πιστεύομεν νά κατάλαβαν πώς ἤταν ἀνοησία ἅν ὅχι τίποτα ἄλλο ν’ ἀπαρνηθοῦν τήν Ἐλλάδα τό χρυσάφι τῶν Ἐθνῶν καί νά προτιμήσουν τό Ρουμανικό μαχαίρι.
371 Λ. Διβάνη, “Το θνησιγενές πριγκηπάτο της Πίνδου”, Μακεδονία και Θράκη, 1941-44, Κατοχή-αντίσταση- απελευθέρωση (Πρακτικά διεθνούς συνεδρίου, Θεσσαλονίκη 9-11 Δεκεμβρίου 1994), Θεσσαλονίκη 1998, 209-10.
372 Για την ιδιοκτησιακή κατάσταση του ναού από την εποχή του Μακεδονικού Αγώνα, βλ. Αστερίου Κουκούδη, Οι Βεργιανοί Βλάχοι και οι Αρβανιτόβλαχοι της Κεντρικής Μακεδονίας, Θεσσαλονίκη 2001, 213 και παραπομπή 211.
373 Αστερίου Κουκούδη, ό.π., 240.
374 Ι. Παπαδάκη, Μισός αιώνας, ό.π., 310-11.
375 Αρχείο Μητροπόλεως Βεροίας, Βιβλίον Αλληλογραφίας της μητροπόλεως Βεροίας (1952-53).