α) Οι Κουτσόβλαχοι στην Ελλάδα
Περί της καταγωγής των Κουτσόβλαχων υπάρχουν πολλές και διαφορετικές απόψεις. Όταν άρχισε ο πυρετός στη Μακεδονία, η Ρουμανία στηρίχτηκε σε μία απ' αυτές -κατά την οποία οι Κουτσόβλαχοι είναι Ρουμάνοι που κατέφυγαν στο νότο για να ξεφύγουν από τις βαρβαρικές επιδρομές1- για να χρησιμοποιήσει τη μειονότητα ως όργανο της εξωτερικής της πολιτικής.
Το λεγόμενο κουτσοβλαχικό ζήτημα ξεκίνησε επίσημα με την ίδρυση του μακεδονορουμανικού κομιτάτου το 1860.2 Δύο χρόνια αργότερα ο ρουμανίζων δάσκαλος Απόστολος Μαργαρίτης, με ρουμανική αρωγή3, άρχισε περιοδείες με στόχο να ξεσηκώσει τους ντόπιους και να τους συνδέσει με την υποτιθέμενη πατρίδα τους δημιουργώντας σχολεία και εκκλησίες. Τριάντα χρόνια αργότερα λειτουργούσαν 24 δημοτικά σχολεία, 3 γυμνάσια και μία εμπορική σχολή στην περιοχή με σκοπό να προσηλυτίσουν τα φτωχά Βλαχόπουλα, χωρίς ωστόσο μεγάλη επιτυχία.4 Ισάριθμες ρουμανικές εκκλησίες προσπαθούσαν να τους προσεταιριστούν διά της θρησκευτικής οδού.
Το 1905 για λόγους τακτικής η Πύλη αναγνώρισε τους Κουτσόβλαχους ως ρουμανικό μιλιέτ, προσφέροντας ένα απροσδόκητο δώρο στη ρουμανική προπαγάνδα. Επακολούθησαν συγκρούσεις στη Μακεδονία με συνακόλουθη ψύχρανση των ελληνορουμανικών σχέσεων.6 Η Ελλάδα αναγκάστηκε να επαναπροσεγγίσει τη Ρουμανία κατά τους Βαλκανικούς πολέμους γιατί χρειαζόταν συμμάχους απέναντι στη Βουλγαρία.7 Όταν το Δεκέμβριο του 1912 η Ρουμανία αντιδρούσε στην παραχώρηση της Ηπείρου στην Ελλάδα8, ο Βενιζέλος αποφάσισε να κερδίσει την εύνοιά της με ένα αντίδωρο. Με τις περίφημες πλέον επιστολές Βενιζέλου-Μαγιορέσκου που αντηλλάγησαν στο Βουκουρέστι στις 23.7/5.8.1913 και εν συνεχεία περιελήφθησαν στο παράρτημα της Συνθήκης του Βουκουρεστίου, «η Ελλάς συγκατατίθεται να παράσχη αυτονομίαν εις τας των Κουτσοβλάχων σχολάς και εκκλησίας τας ευρισκομένας εν ταις μελλούσαις ελληνικαίς κτήσεσι και να επιτρέψη την σύστασιν επισκοπής διά τους Κουτσοβλάχους τούτους, της Ρουμανικής Κυβερνήσεως δυναμένης να επιχορηγή, υπό την επίβλεψιν της Ελληνικής Κυβερνήσεως, τα ειρημένα ενεστώτα και μέλλοντα θρησκευτικά και εκπαιδευτικά καθιδρύματα».9 Πέραν των επιστολών η Ελλάδα έτεινε χείρα φιλίας και έργω. Χαρακτηριστικά αναφέρω την προσπάθεια του Μητροποπολίτη Βεροίας και Ναούσης να πείσει τους ελληνόφρονες Βλάχους «ίνα χάριν της συνθήκης του Βουκουρεστίου υποχωρήσωσι και όπου εις τας βλαχοφώνους κοινότητας υπάρχουν δύο εκκλησίαι και δύο σχολεία μοιρασθώσιν ανά εν εις τους Ελληνόβλαχους και ρουμανίζοντας. Όπου δε υπάρχει μία εκκλησία να λειτουργώσιν εκ περιτροπής και όπου εν σχολείον να χωρισθή εις δύο».10 Ταυτοχρόνως η Γενική Διοίκηση Μακεδονίας φρόντισε να ενημερώσει τους πολυπληθείς Ελληνόβλαχους ότι η υπογραφή της συνθήκης οφειλόταν σε λόγους εθνικού συμφέροντος και δεν αποτελούσε προδοσία τους.11
Το κλίμα επιβαρύνθηκε λίγα χρόνια αργότερα από έναν απροσδόκητο παράγοντα, την Ιταλία, η οποία χρησιμοποίησε τους Κουτσόβλαχους προβάλλοντας την υποτιθέμενη λατινική καταγωγή τους. Το καλοκαίρι του 1917, όταν τα ιταλικά στρατεύματα αιφνιδίως επεξέτειναν την κατοχή τους από το αλβανικό έδαφος ως την Ήπειρο12, πρωτοεμφανίστηκε στα βλαχοχώρια ο διαβόητος τυχοδιώκτης Αλκιβιάδης Διαμάντης, ρουμανοδιδάσκαλος και πράκτορας πότε της ιταλικής και πότε της ρουμανικής προπαγάνδας. Η ιδέα που προωθούσε τότε σε συνεργασία με τις ιταλικές αρχές και ένα πυρήνα Ρουμανόβλαχων με επίκεντρο τη Βωβούσα, ήταν να αυτονομηθούν οι περιοχές όπου ζούσαν οι εθνολογικά διαφορετικοί Κουτσόβλαχοι σε ένα καντόνι υπό την αιγίδα της Ιταλίας. Η Ιταλία που ψάρευε τότε σε θολά ανθελληνικά νερά βοήθησε τον Διαμάντη να παίξει το παιγνίδι του -προμήθευε με τρόφιμα τους επίδοξους ελευθερωτές των Κουτσόβλαχων, διόριζε προξένους σε πολλά κουτσοβλαχικά χωριά, ενίσχυε τις φήμες που ήθελαν την Ιταλία και τη Ρουμανία να συνεργάζονται στα Βαλκάνια με ένα λατινικό ιταλορουμανικό κράτος.13 Το αποτέλεσμα ήταν το φθινόπωρο του 1918 ομάδα Βλάχων της Πίνδου να ανακηρύξουν στην Κορυτσά τη Δημοκρατία της Πίνδου που έζησε για μία μέρα! Η ομάδα των ρουμανιζόντων μάλιστα αντιστάθηκε ενόπλως στο ελληνικό στρατιωτικό απόσπασμα που είχε μεταβεί στη Βωβούσα για να παραλάβει το χωριό από τους αποχωρούντες Ιταλούς.14 Η πλειονότητα των ελληνοφρόνων Βλάχων ωστόσο αντέδρασε με αποτέλεσμα δέκα περίπου οικογένειες από τη Βωβούσα να μετοικήσουν αναγκαστικά στη Β. Ήπειρο επειδή εξετέθησαν ανεπανόρθωτα ως όργανα της ιταλικής προπαγάνδας.15
Η Ιταλία δεν κατέθεσε εύκολα τα όπλα. Το Φεβρουάριο του 1919 η ιταλική πρεσβεία στο Βουκουρέστι ενθάρρυνε εθνικιστικές μακεδονορουμανικές οργανώσεις να στείλουν στη Συνδιάσκεψη της Ειρήνης υπόμνημα με αίτημα την αυτονομία των βλαχόφωνων περιοχών Πίνδου και Θεσσαλίας ή προσάρτησή τους στην Αλβανία.16 Η Ελλάδα δεν θορυβήθηκε πολύ γιατί οι ρουμανικές αρχές θεωρούσαν τη λύση της αυτονόμησης ουτοπική και δεν τη στήριζαν. Ας μη λησμονούμε ότι η Ρουμανία περιστοιχιζόταν από εχθρούς εκείνη τη στιγμή και είχε ανάγκη την ελληνική φιλία. Όταν το όλο θέμα μαθεύτηκε στα ελληνικά κουτσοβλαχικά χωριά, «διά συλλαλητηρίων εξεδήλωσαν την αγανάκτησίν των και υπέβαλον ψήφισμα τηλεγραφικώς εις τον Ουίλσονα, Κλεμανσώ κ.λπ., δι' ων απεκήρυσσον τας υπούλους ενεργείας της αργυρωνήτου και εις ξένην υπηρεσίαν ανθελληνικής επιτροπής». Τόνιζαν δε ότι «ανέπτυξαν συν τω χρόνω μίαν ελληνικήν ζωήν και έναν ελληνικόν πολιτισμόν, όστις μέχρις εσχάτων ακόμα εσκόρπιζε την ευεργετικήν λάμψιν του καθ' όλην την Βόρειο Μακεδονία».17
Στη Συνδιάσκεψη της Ειρήνης η Ελλάδα, όπως και τα υπόλοιπα νέα ή διευρυμένα κράτη της Ανατολικής Ευρώπης και των Βαλκανίων18, αναγκάστηκε να υπογράψει ειδική συνθήκη προστασίας των μειονοτήτων που ζούσαν στο έδαφός της, εγκαινιάζοντας έτσι το νέο, ουιλσονικής εμπνεύσεως, διεθνές σύστημα μειονοτικής προστασίας υπό την αιγίδα της Κοινωνίας των Εθνών. Η ειδική μειονοτική συνθήκη των Σεβρών που υπέγραψε η Ελλάδα με τους Συμμάχους στις 28.7/10.8.1920, εκτός από τις γενικές προστατευτικές διατάξεις, είχε και κάποιες ειδικές προβλέψεις για τους Κουτσόβλαχους. Παρείχε τοπική αυτονομία στις κοινότητές τους, εφόσον τη ζητούσαν φυσικά, ως προς τα σχολικά, τα θρησκευτικά και τα φιλανθρωπικά ζητήματα. Κατά τη γνώμη του ελληνικού Υπουργείου Εξωτερικών οι διατάξεις της Συνθήκης των Σεβρών υποκατέστησαν τις επιστολές Βενιζέλου-Μαγιορέσκου. Αυτό είχε σημασία γιατί από τη φρασεολογία των επιστολών σώθηκε μόνο ο όρος «αυτονομία υπό τον έλεγχο της ελληνικής κυβερνήσεως» και δεν γινόταν λόγος για δικαίωμα επιχορήγησης από τη ρουμανική κυβέρνηση και για Επισκοπή.19
Είναι γεγονός ότι μετά τη Συνθήκη της Λωζάνης του 1923 το πρόβλημα των 150.000-200.00020 Κουτσόβλαχων που ζούσαν στην ελληνική επικράτεια φαινόταν εντελώς ασήμαντο στις ελληνικές κυβερνήσεις. Πολύ πιο φλέγοντα προβλήματα προκαλούσαν οι Βουλγαρόφωνοι που χρησιμοποιήθηκαν ως όργανο του βουλγαρικού αλυτρωτισμού και οι Τσάμηδες της Θεσπρωτίας που αρνήθηκαν να υπαχθούν στην ελληνοτουρκική ανταλλαγή πληθυσμών επικαλούμενοι την αλβανική τους καταγωγή. Οι Κουτσόβλαχοι, σε αντίθεση με τις άλλες μειονοτικές ομάδες, είχαν στο μεγαλύτερο ποσοστό τους ελληνικό εθνικό αίσθημα.21 Το γεγονός αυτό καθιστούσε μη ανησυχητικούς τους υπάρχοντες πυρήνες των ακραιφνών ρουμανιζόντων, που σύμφωνα με εκτιμήσεις της Γενικής Διοίκησης Θεσσαλονίκης, δεν ξεπερνούσαν σε καμία περίπτωση τις 1.000 οικογένειες22, εντοπισμένες κυρίως στην περιφέρεια Γρεβενών (στα χωριά Αβδέλλα, Σαμαρίνα, Περιβόλι, Σμίξη και Κρανιά) καθώς και σε χωριά της Καστοριάς, της Βέροιας, της Έδεσσας, όπου λειτουργούσαν με φιλική ανοχή των ελληνικών αρχών ρουμανικές κοινότητες23.
Μεγάλο ρόλο έπαιξε και το γεγονός ότι η Ρουμανία είχε η ίδια μεγάλο μειονοτικό πρόβλημα. Το 30% του πληθυσμού της ήταν αλλόφυλοι από τις νέες περιοχές που προσαρτήθηκαν στη χώρα και στην πλειονότητά τους αμφισβητούσαν μαχητικά την ενσωμάτωσή τους. Επιβαρυντικό στοιχείο ήταν επίσης και η γεωγραφική θέση των μειονοτικών πληθυσμών που μπορούσε να τους μεταβάλει σε αιχμή του αλυτρωτικού δόρατος των γειτονικών χωρών.24 Επιπλέον η Ρουμανία ανήκε στο γκρουπ των αδικημένων και διαμαρτυρόμενων κρατών στα οποία επιβλήθηκαν άνωθεν μειονοτικές υποχρεώσεις και τα οποία συνέπηξαν μέτωπο στα όργανα της ΚτΕ με στόχο να περιορίσουν τις επιπτώσεις των επαχθών διεθνών δεσμεύσεών τους σχετικά με τις μειονότητες.25 Η Ρουμανία συνεργάστηκε με την Ελλάδα το 1928 εναντίον των γερμανικών πρωτοβουλιών που στόχευαν στη μεγαλύτερη δημοσιοποίηση της διαδικασίας μειονοτικής προστασίας ενώπιον της ΚτΕ.26 Και οι δύο χώρες ένιωθαν το βάρος της απειλής των ρεβιζιονιστικών κρατών που προσπαθούσαν με όπλο τις μειονότητες να αναθεωρήσουν το εδαφικό status quo των συνθηκών της ειρήνης. Είναι χαρακτηριστικό το γεγονός ότι καμία καταγγελία27 ενώπιον της ΚτΕ δεν έγινε από τη Ρουμανία εναντίον της Ελλάδας με αφορμή τους Κουτσόβλαχους, ούτε από την Ελλάδα κατά της Ρουμανίας με αφορμή τυχόν παράπονα της μεγάλης ελληνικής παροικίας εκεί.28
Τέλος ένα γεγονός που καθιστούσε τη Ρουμανία ακίνδυνη ήταν το ότι δεν είχε, αντίθετα από την Αλβανία και τη Βουλγαρία, κοινά σύνορα με την Ελλάδα και επιπλέον δεν αμφισβητούσε το εδαφικό καθεστώς των συνθηκών. Εξαιτίας αυτών των δεδομένων η στάση που κράτησε η Ρουμανία καθ' όλη τη διάρκεια του Μεσοπολέμου ήταν μετριοπαθέστατη. Φαίνεται ότι και η ίδια δεν θεωρούσε τους Κουτσόβλαχους κανονική μειονότητα επειδή «δεν περικλείουν πολιτικό χαρακτήρα».29 Αυτό φυσικά δεν σημαίνει ότι δεν φρόντισε να διατηρήσει ή και να διευρύνει ακόμα τους δεσμούς της με την ομάδα ρουμανιζόντων Βλάχων που μπορούσε να επηρεάσει. Απλώς το έκανε με τα νόμιμα μέσα, τα ρουμανικά εκπαιδευτικά και εκκλησιαστικά ιδρύματα υπέρ των οποίων η Ρουμανία διέθεσε πολύ χρήμα.
Στις αρχές της δεκαετίας του '20, 23 κουτσοβλαχικά σχολεία λειτουργούσαν στις περιφέρειες Γιαννιτσών, Γρεβενών, Εδέσσης, Καστοριάς, Φλώρινας και Κοζάνης, από τα οποία 4 δημοτικά μετά νηπιαγωγείων, 3 τριτάξια δημοτικά, 4 διτάξια δημοτικά, 6 μικτά δημοτικά και 6 μονοτάξια δημοτικά. Στα Γρεβενά λειτουργούσε επίσης και ένα γυμνάσιο. Υπήρχαν ακόμα η εμπορική σχολή Ιωαννίνων και Θεσσαλονίκης, ένα δημοτικό στη Βωβούσα και ένα στη Θεσσαλονίκη.30 Τα σχολεία αυτά συντηρούνταν από τις κουτσοβλαχικές κοινότητες με τη συνδρομή της Ρουμανίας και παρείχαν δωρεάν εκπαίδευση σε αξιοπρεπείς κτιριακές εγκαταστάσεις. «Μετά την αποπεράτωσιν των μαθημάτων (των δημοτικών σχολείων), οι μαθηταί εισάγονται εις το εν Γρεβενοίς λειτουργούν ρουμανικόν γυμνάσιον όπου επί τετραετίαν συσσιτούνται και εκπαιδεύονται επίσης δωρεάν και κατόπιν αναχωρούσι διά Ρουμανίαν, όπου εγγράφονται εις τα Πανεπιστήμια. [...] Μετά ταύτα λαμβάνεται μέριμνα από την Ρουμανικήν Κυβέρνησιν ώστε να τοποθετούνται εις αναλόγους δημοσίας θέσεις αμειβόμενοι ικανοποιητικώς. [...] Πάντα ταύτα ως είναι φυσικόν έλκουσι περί την προπαγάνδαν τας πτωχοτέρας οικογενείας των χωριών της Πίνδου, οίτινες υπό τας σημερινάς ιδίως περιστάσεις καθ' ας στερούνται και του επιουσίου, μετ' ευχαριστήσεως δέχονται τους προσηλυτιστάς και εγγράφουσιν αθρόως τα τέκνα των εις τα σχολεία. [...] Παραλλήλως προς τα ρουμανικά λειτουργούσι και ελληνικά τοιαύτα χωρίς όμως να δύνανται να επιτελέσωσι τον προορισμόν των και πρωτίστως τον προπαγανδιστικόν, διότι στερούνται των πάντων. Εις πολλά των χωρίων τούτων οι τέσσερες τοίχοι είναι ημιτελείς. [...] Άπαντα τα σχολεία των χωρίων τούτων στερούνται ολοτελώς των απαραιτήτων μέσων της μορφώσεως. [...] Οι δημοδιδάσκαλοί μας παρ' όλην την φιλοτιμίαν που τους διακρίνει είναι φυσικόν να μην εργάζονται μετά του προσήκοντος ζήλου λόγω της κακής πληρωμής αυτών».31 Παρ' όλα αυτά όμως, όπως μαρτυρεί και ο Ε. Αβέρωφ, η ρουμανική προπαγάνδα διά των σχολικών παροχών δεν γνώρισε μεγάλη επιτυχία. Φυσικά κάποια άπορα παιδιά υπέκυπταν στις ευκολίες αλλά η τοπική αντίδραση των Ελληνοβλάχων ήταν τόσο μεγάλη που λίγοι σχετικά μπόρεσαν να την αγνοήσουν χάριν των υλικών αγαθών.32
Οι τοπικές αρχές στις περιοχές αυτές όμως (χωροφύλακες, δάσκαλοι και παπάδες κυρίως) έβλεπαν με φόβο τη χαλαρή στάση των ελληνικών κυβερνήσεων απέναντι στη ρουμανική προπαγάνδα. Στερούμενοι της ευρείας και κοσμοπολίτικης οπτικής γωνίας και της πληροφόρησης που είχαν τα στελέχη του αρμόδιου Υπουργείου Εξωτερικών και της εκάστοτε κυβέρνησης, ένιωθαν συχνά ξεχασμένοι και μόνοι φρουροί του ελληνισμού στην περιφέρεια. Δεν είχαν καν επίγνωση των διεθνών δεσμεύσεων που είχε αναλάβει η Ελλάδα ενώπιον της ΚτΕ, ούτε μπορούσαν να υπολογίσουν το τεράστιο κόστος που θα είχε για τη χώρα μια διεθνής καταγγελία για μειονοτικές παραβιάσεις.33 Έτσι συχνά αντιδρούσαν δυσανάλογα στα ερεθίσματα των ρουμανιζόντων και προκαλούσαν πονοκεφάλους στα αρμόδια υπουργεία.
Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του διευθυντή Χωροφυλακής Χ. Φακούνη που συνέλαβε και παρέπεμψε στο στρατοδικείο 7 Βλάχους στο χωριό Κρανιά επειδή «οργάνωσαν πομπωδώς υποδοχήν εις τον αφιχθέντα εκεί ρουμανίζοντα ιερέα... Ήρξαντο κρούοντες δαιμονιωδώς τον κώδωνα του κεντρικού ναού και τρόπον τινά δεικνύοντες περιφρόνησιν και προς τους αντιφρονούντες κατοίκους και προς τας αρχάς του κράτους».34 Το ζήτημα πήρε διαστάσεις τόσο δυσανάλογες ώστε προκλήθηκαν διεθνείς διαμαρτυρίες. Ως εκ τούτου η Ανωτέρα Διοίκηση Χωροφυλακής Μακεδονίας κατέστησε υπεύθυνους τους κατά τόπους προϊσταμένους να φροντίζουν να μην προκαλούν παράπονα των ρουμανιζόντων Κουτσόβλαχων, έχοντας κατά νουν ότι αυτοί «προστατεύονται υπό φίλου κράτους, της Ρωμουνίας, μεθ' ης κοινά μόνον συμφέροντα και ουδέν εκκρεμές ζήτημα υπάρχει.»35
Όσο όμως τα τοπικά όργανα αμαύρωναν κάποτε τη φιλελεύθερη εικόνα της Ελλάδας τόσο τα κορυφαία κυβερνητικά στελέχη και -κυρίως- το Υπουργείο Εξωτερικών δεν έχαναν ευκαιρία να τονίζουν προς όλες τις κατευθύνσεις το δέον γενέσθαι. Ενδεικτική είναι η εγκύκλιος που έστειλε το Υπουργείο Εσωτερικών «προς απάσας τας αρχάς» το 1924 και η οποία περιέγραφε γλαφυρά την κρίσιμη περίοδο που διερχόταν η Ελλάδα εκείνη την εποχή: «Η Ελλάς μόλις εξελθούσα εκ μιας μεγάλης καταστροφής και έχουσα την επιτακτικήν ανάγκην να αποκαταστήση ένα και ήμισυ εκατομμύρια ατυχεστάτων τέκνων της, ευρίσκεται εις την κατάστασιν του αναρρωνύοντος. [...] Έχει ακόμα άλυτα ζητήματα προς τους χτεσινούς αντιπάλους της, η λύσις των οποίων δεν είναι τόσον ευχερής, και δεν δύναται, ως άλλοτε, να στηριχθή εις την σθεναράν υποστήριξιν συμμάχων παντοδυνάμων. Οφείλει συνεπώς υπέρ ποτε σήμερον να εκτελή τας υποχρεώσεις του Κράτους προς τας εν τη χώρα της μειονοψηφίας και να προσέχη όπως μη δημιουργή αφορμάς δυσαρεσκειών, είτε προς έθνη φιλικά, ων η υποστήριξις πάντοτε μας είναι αναγκαία, είτε προς τους χθεσινούς αντιπάλους, των οποίων την προσφυγήν εις την Κοινωνίαν των Εθνών, ή την ενέργειαν αντιποίνων πρέπει παντί τρόπω ν' αποφεύγωμεν. Πολλάκις μέχρι σήμερον επιπόλαιος πατριωτικός φανατισμός περιήγαγε την κυβέρνησιν εις δυσχερή θέσιν και εζημίωσε το Έθνος είτε διά της επιβολής κυρώσεων βαρυτέρων, είτε δι' αντιποίνων κατά των Ελλήνων του εξωτερικού. [...] Το συμπέρασμα του ανωτέρω είναι ότι πάσαι αι αρχαί πρέπει να συμπεριφέρονται μετά περισκέψεως προς τας εν εδάφει μας αλλοεθνείς μειονότητας. Είναι ανάγκη να εμπνευσθή εις αυτούς αίσθημα εμπιστοσύνης προς την ελληνικήν διοίκησιν».36 Είναι χαρακτηριστικό ότι την ίδια γραμμή κράτησε με ευλάβεια και ο υπερπατριώτης Πάγκαλος.37
Παρά την ευνοϊκή μεταχείριση των ελληνικών αρχών απέναντι στους Κουτσόβλαχους, κατά καιρούς ακούγονταν δυνατές φωνές διαμαρτυρίας για υποτιθέμενους διωγμούς τους, κυρίως εκ μέρους των λεγομένων μακεδονορουμανικών οργανώσεων. Με την παραμικρή φανταστική ή πραγματική αφορμή τα δημοσιογραφικά όργανα των εθνικιστικών αυτών οργανώσεων εξαπέλυαν δριμείες επιθέσεις κατά του ελληνικού (αλλά και του σερβικού) κράτους για διωγμούς εναντίον των «μακεδονορωμούνων». Οι οργανώσεις αυτές, πιθανότατα συνδεδεμένες με τις βουλγαρομακεδονικές σύμφωνα με υπάρχοντα στοιχεία38, είχαν μάλλον θολή ιδεολογία39, αλλά σε κάθε περίπτωση εξυπηρετούσαν τους σκοπούς των αναθεωρητικών κρατών, έχοντας διαρκώς στο στόχαστρο τις χώρες-οπαδούς του status quo, δηλαδή την Ελλάδα και κυρίως τη Γιουγκοσλαβία. Τα βέλη τους έπλητταν και την ίδια τη Ρουμανία, την οποία κατηγορούσαν για ξεπούλημα των Κουτσόβλαχων στο βωμό των καλών σχέσεων με την Ελλάδα. Κι επειδή οι ρουμανικές διπλωματικές και προξενικές αρχές δεν τους ακολουθούσαν στις ακρότητες,40 εισέπρατταν ειρωνικά σχόλια και επιθέσεις από τον μακεδονορουμανικό τύπο. Ενδεικτικώς αναφέρω το καυστικό σχόλιο της εφημερίδας Διμινεάτσα Βουκουρεστίου στις 30.9.24, κατά το οποίο «ο υπουργός Εξωτερικών της Ρουμανίας ρυθμίζει τις υποθέσεις της ανθρωπότητος και δεν έχει καιρό, ούτε επιθυμία να ασχοληθεί με τα προβλήματα των Ρουμάνων». Εντελώς άχρηστος χαρακτηρίστηκε επίσης ο ρουμάνος πρέσβης στην Αθήνα Λάγκα Ρασκάνου από τη μηνιαία επιθεώρηση Βαλκανική χερσόνησος (Peninsula Balcanica), όργανο της Μακεδονορωμουνικής Εταιρείας.41
Μια κατάσταση που έγινε αφορμή προπαγανδιστικής εκμετάλλευσης εκ μέρους των εθνικιστικών κουτσοβλαχικών οργανώσεων ήταν η μεταναστευτική κίνηση μέρους του βλάχικου πληθυσμού προς τη Δοβρουτσά κατά το έτος 1925.42 Πραγματικά τη χρονιά αυτή έγιναν κρούσεις προς τις ελληνικές αρχές και εκ μέρους των κρατικών ρουμανικών αρχών και εκ μέρους των ίδιων των Κουτσόβλαχων. Η ρουμανική πρεσβεία ζήτησε συγκεκριμένα τη συγκατάθεση της ελληνικής κυβέρνησης για μετανάστευση στη Ρουμανία 1.500 κουτσοβλαχικών οικογενειών με στόχο την τελική εγκατάστασή τους στη Δοβρουτσά. Ο λόγος, όπως τον διατύπωσαν ευγενικά οι Ρουμάνοι, ήταν «η στενή οικονομική κατάσταση των Βλάχων μετά την εγκατάσταση των προσφύγων στην περιοχή».43 Αυτό που δεν είπαν expressis verbis ήταν ότι επιθυμούσαν να αλλάξουν την εθνολογική σύνθεση του πληθυσμού της διαφιλονικούμενης Δοβρουτσάς και να ικανοποιήσουν τα μακεδονορουμανικά κομιτάτα, ενισχύοντας ταυτόχρονα την εικόνα του φύλακα-αγγέλου των Κουτσόβλαχων.
Είναι αλήθεια ότι μετά την εισροή του τεράστιου προσφυγικού κύματος στην Ελλάδα οι συνθήκες διαβίωσης του ποιμενικού αυτού πληθυσμού είχαν δυσχερανθεί σε κάποιο βαθμό. Τα λιβάδια των ανταλλάξιμων Τούρκων που χρησιμοποιούσαν μέχρι τότε για βοσκοτόπια, εν μέρει αυθαιρέτως, διατέθηκαν αναγκαστικά και νομίμως για την αποκατάσταση των προσφύγων. Ο περιορισμός των κτηνοτροφικών εκτάσεων και η παράδοση αυτών στη γεωργία ήταν αναπόφευκτος. Οι Κουτσόβλαχοι είχαν να αντιμετωπίσουν επιπλέον και τον εμπορικό ανταγωνισμό των προσφύγων και κάποτε και την παρουσία τους μέσα στα σπίτια τους.44 Το γεγονός αυτό προσπάθησαν να εκμεταλλευτούν: α) η Ρουμανία που ζητούσε αντίβαρο στη βουλγαρική παρουσία στη Δοβρουτσά45 και υποσχόταν μια νέα γη της επαγγελίας στους ταλαιπωρημένους Κουτσόβλαχους της Ελλάδας αλλά και των άλλων βαλκανικών χωρών, β) ντόπιοι κουτσοβλαχικοί παράγοντες που είδαν μεγάλες προοπτικές κερδοσκοπίας από την επικείμενη μετανάστευση,46 και γ) ο μακεδονορουμανικός τύπος που ξεσπάθωσε κυριολεκτικά εναντίον της Ελλάδας κατηγορώντας την ότι έφτασε τους Κουτσόβλαχους σε σημείο οικονομικής εξαθλίωσης αναγκάζοντάς τους να ξεριζωθούν.47
Οι κατηγορίες κατά των ελληνικών αρχών ήταν καταφανώς κακόβουλες. Στην πραγματικότητα, μόλις έγιναν γνωστά τα πρώτα παράπονα των κτηνοτρόφων Κουτσόβλαχων, ο υπουργός Γεωργίας Γ. Μαρής έστειλε εγκύκλιο στις αρμόδιες υπηρεσίες να προσέξουν τις καταγγελίες για παρενοχλήσεις των Κουτσόβλαχων από τους πρόσφυγες με την κατάληψη μεγαλύτερων εκτάσεων από τις νομίμως παραχωρηθείσες. Τόνιζε δε ότι η καταστροφή της κτηνοτροφίας θα βλάψει και την ελληνική οικονομία.48 Να μη λησμονούμε άλλωστε ότι τα θλιβερά επακόλουθα της μικρασιατικής καταστροφής τα υπέστη ολόκληρος ο ελληνικός λαός. Στο αίτημα της Ρουμανίας και των κουτσοβλαχικών επιτροπών να διευκολυνθεί η μετανάστευση, η Ελλάδα ανταποκρίθηκε πρόθυμα γιατί θα απαλλασσόταν από μια σημαντική και θορυβούσα μερίδα ρουμανιζόντων.49 Για να χρησιμοποιήσουμε τα λόγια του Αναπληρωτή Γενικού Διοικητή Θεσσαλονίκης, «προκειμένου να έχωμεν διαρκή παράπονα χωρίς ποσώς να παρενοχλούνται και με τον σκοπόν πάντοτε της δημιουργίας θορύβου αποβαίνοντος φαίνεται αυτοίς λίαν προσοδοφόρου, σκοπιμώτερον θα ήτο εάν, οικεία βουλήσει, απεφάσιζον να μεταναστεύσωσιν, έστω και επί τω όρω της εκ Ρουμανίας μεταναστεύσεως ίσου αριθμού ελληνικών οικογενειών ασκουσών την γεωργιαν».50
Μέχρι το 1929 έφυγαν περί τις 2.000 οικογένειες ρουμανιζόντων. Η υπόθεση της μετανάστευσης όμως δεν εξελίχτηκε ομαλά. Φαίνεται ότι οι πρώτες οικογένειες των μεταναστών στη Δοβρουτσά δεν βρήκαν τη γη της επαγγελίας που τους είχαν υποσχεθεί. Αντίθετα βρέθηκαν εγκατεστημένοι -συχνά σε σκηνές- στα ρουμανοβουλγαρικά σύνορα χωρίς καμία οργάνωση, γεγονός που οδήγησε πολλούς στη μεταμέλεια και στην προσπάθεια ανεύρεσης τρόπου επιστροφής στην Ελλάδα. Παρ' όλα αυτά και παρόλο που η Ρουμανία μετά την εγκατάσταση των πρώτων 2.000 οικογενειών, δεν δεχόταν άλλες, το μεταναστευτικό ρεύμα Κουτσόβλαχων από την Ελλάδα δεν σταματούσε. Προσπαθώντας να διευκρινίσουν τα αίτια οι ρουμανικές αρχές έστειλαν επιτόπου τριμελή αντιπροσωπεία την άνοιξη του '29. Διαπίστωσαν τότε ότι οι επιτήδειοι ρουμανίζοντες μεσάζοντες για προσωπικά οφέλη πίεζαν τις κουτσοβλαχικές οικογένειες να πουλήσουν τις περιουσίες τους και να φύγουν χωρίς την άδεια της ρουμανικής κυβερνήσεως από το ελληνικό έδαφος «όπου ζουν θαυμάσια, με πλήρη ελευθερία και φθήνεια».51
Το καλό ελληνορουμανικό κλίμα δεν κατόρθωσε να διαταράξει ούτε ο ανεξιχνίαστος φόνος ρουμανόβλαχου στρατιώτη στη Βέροια το χειμώνα του 1932. Ελληνικοί εθνικιστικοί κύκλοι απέδωσαν τότε τη δολοφονία σε φανατικούς ρουμανίζοντες που σκότωσαν τον νεαρό συμπατριώτη τους γιατί δυσφήμιζε τη Δοβρουτσά και απέτρεπε τη μετανάστευση προς τα εκεί.52 Σε μια περιοχή βεβαρημένη από μειονοτικά προβλήματα όπως η Βέροια, η ατμόσφαιρα στο δικαστήριο ήταν βαριά. Στον ελληνικό ημερήσιο τύπο εμφανίζονταν καυστικά άρθρα κατά της ρουμανικής προπαγάνδας και εντέλει τα ελληνικά δικαστήρια καταδίκασαν τους φερόμενους ως ύποπτους Κουτσόβλαχους προκαλώντας κύμα αντίδρασης του ρουμανικού εθνικιστικού τύπου που ζητούσε παρέμβαση του Τιτουλέσκου.53 Η παρέμβαση έγινε αλλά ήταν συμβιβαστική και εντέλει υπέρ της Ελλάδας. Σύντομα ο φιλοκυβερνητικός ρουμανικός τύπος φιλοξένησε άρθρα υπέρ της παραδοσιακής ελληνορουμανικής φιλίας54 και η ρουμανική κυβέρνηση εξέφρασε δημόσια τη λύπη της για τα επεισόδια. Η αντίδραση του ρουμανικού εθνικιστικού τύπου μπορεί να συνοψιστεί στις καταληκτικές φράσεις άρθρου της Κουρεντούλ: «Αφήστε μας ήσυχους με το πρωτόκολλο και την ευγένεια κ. Τιτουλέσκου. Οι δικαστές της Ελλάδος διέπραξαν μίαν ατιμίαν!».55
Πρέπει να σημειώσουμε εδώ ότι η ρουμανική κυβέρνηση απέφευγε μεν να φτάσει σε ακρότητες, αλλά φρόντιζε διακριτικά μα συστηματικά να διατηρεί το ρόλο της προστάτιδος των Κουτσόβλαχων διεκδικώντας προνόμια για λογαριασμό τους. Το 1929, λ.χ., πίεσε την κυβέρνηση Βενιζέλου να παραχωρήσει μεγαλύτερα εκπαιδευτικά προνόμια στη μειονότητα.56 Το ελληνικό Υπουργείο Εξωτερικών απέκρουσε το αίτημα υπενθυμίζοντας ότι σε όλες τις υπόλοιπες βαλκανικές χώρες -ακόμα και τις συμμαχικές όπως η Γιουγκοσλαβία- η μειονότητα διωκόταν και οι Κουτσόβλαχοι που ζούσαν εκεί αναγκάζονταν να στέλνουν τα παιδιά τους στα ελληνικά σχολεία.57 Στην Ελλάδα αντίθετα συνέβη το πρωτοφανές να αυξηθούν τα κουτσοβλαχικά σχολεία από 26 σε 29 μέσα σε ελάχιστα χρόνια και παρ' όλη τη μετανάστευση τμήματος του πληθυσμού προς τη Δοβρουτσά.58 Έτσι το Υπουργείο Εξωτερικών ανέθεσε στην πρεσβεία Βουκουρεστίου να τονίσει στη ρουμανική κυβέρνηση «ότι δεν δύναται να επιμείνη περαιτέρω εις αιτήματα υπερβαίνοντα τα ανεγνωρισμένα εις πάσαν μειονότητα. [...] Ο κυριώτερος λόγος αρνήσεως ημών έγκειται εις το ότι είναι πλέον ή πιθανόν ότι θα επικαλεσθούν υπέρ αυτών το προηγούμενον άλλοι γείτονες οίτινες θέλουν να εκμεταλλεύονται τα ζητήματα των μειονοτήτων διά πολιτικούς σκοπούς».59 Πόσο μάλλον που προ εξαμήνου οι δύο χώρες αγωνίστηκαν στη Γενεύη κατά των μειονοτικών συνθηκών που τις δέσμευαν και θα ήταν αστείο να επιχειρήσει η Ρουμανία ξαφνικά να τις επεκτείνει.60
Το άριστο ελληνορουμανικό κλίμα διατηρήθηκε αδιατάρακτο μέχρι το καλοκαίρι του 1936. Το αυταρχικό καθεστώς της 4ης Αυγούστου όμως είχε επιπτώσεις στη ζωή όλων των μειονοτικών πληθυσμών, συμπεριλαμβανομένων και των Κουτσόβλαχων. Η σχετική ανοχή που είχε επιδείξει η Ελλάδα και η κατά το δυνατόν προσήλωση στο πνεύμα και το γράμμα των διεθνών, μειονοτικών της υποχρεώσεων, είχε προκαλέσει την αγανάκτηση κάποιων υπερεθνικιστικών κύκλων και τοπικών οργάνων (χωροφυλάκων, κοινοτικών αρχόντων, δασκάλων κ.λπ.) που δεν έβλεπαν την ώρα να συμμορφώσουν τους εχθρούς και υπονομευτές του ελληνισμού στα σύνορα. Η μισαλλοδοξία, που είναι χαρακτηριστικό των αυταρχικών καθεστώτων, οδήγησε σε μια γενική σκλήρυνση της στάσης του κράτους απέναντι στους μειονοτικούς πληθυσμούς και κυρίως επέτρεψε την ασυδοσία των τοπικών εκπροσώπων του σε πολλές περιπτώσεις. Είναι ενδεικτική η γλώσσα και το περιεχόμενο του κάτωθι υπομνήματος της Γ.Δ. Ηπείρου προς το Υπουργείο Εξωτερικών στις 12.12.1936: «Λαός επαρχιών τούτων ησθάνθη βαθέως την ύπαρξιν πραγματικής εννοίας κράτους με σταθεράν κατευθυντήριον γραμμήν μετά την 4ην Αυγούστου. Συνεπεία τούτου το αλβανόφωνον στοιχείον, όπερ άλλοτε θρασυτάτην ενήργει προπαγάνδαν αντεθνικήν, περιέστειλεν ήδη τας ενεργείας του».61
Σ' αυτό το πλαίσιο ελήφθησαν μέτρα με στόχο την επιτάχυνση της αφομοίωσης των ξενόφωνων πληθυσμών. Τα δύο σημαντικότερα ήταν η επιβεβλημένη παρακολούθηση νυχτερινών ελληνικών σχολείων ακόμα και για τους ξενόφωνους γέροντες και το δεύτερο η απαγόρευση δημόσιας χρήσης των ξένων ιδιωμάτων επ' απειλή προστίμων και φυλακίσεων. Δυστυχώς, ενώ ήταν γνωστό «ότι η πλειονοψηφία των Βλάχων αποτελείται από ελληνόφρονας, πρωτοστατήσαντας εις τον εθνικόν αγώνα και τας εθνικάς ευεργεσίας»62, η διαταγή του Γενικού Διοικητή Μακεδονίας υπ' αριθμόν 12277/1936 εφαρμόστηκε και στην περίπτωσή τους, προκαλώντας συλλήψεις για δημόσια χρήση του βλαχικού ιδιώματος και πιέσεις εναντίον των οικογενειών που έστελναν τα παιδιά τους στα ρουμανικά σχολεία. Φυσικά η Ρουμανία έλαβε αμέσως γνώση και διαμαρτυρήθηκε έντονα διά της πρεσβείας της για τις παραβιάσεις των μειονοτικών συνθηκών.63
Λιγότερο ευγενής ήταν η αντίδραση του ρουμανικού εθνικιστικού τύπου. Το άρθρο του Κουτσόβλαχου Ι. Μπιτσιόλα στην Κουρεντούλ στις 15.5.1937, αφού στηλίτευε τις ελληνικές αρχές, κατέληγε με έμμεσες πλην σαφείς απειλές κατά της ελληνικής παροικίας στη Ρουμανία.
Οι διπλωμάτες και η πολιτική ηγεσία του Υπουργείου Εξωτερικών όμως, λόγω της κοσμοπολίτικης παιδείας και της επίγνωσης των πιθανών επιπτώσεων εις βάρος της διεθνούς εικόνας της χώρας, προσπάθησαν κατ' επανάληψιν να συνετίσουν τους φανατισμένους τοπικούς παράγοντες. Για τις διώξεις λόγω χρήσης ξένων ιδιωμάτων δημοσίως επεσήμαναν ότι «τοιαύται αστυνομικαι διατάξεις και ποινικαί διώξεις αντίκεινται εις ρητάς υποχρεώσεις περί σεβασμού των δικαιωμάτων των εν Ελλάδι μειονοτήτων ας έχει αναλάβει η Ελλάς, δύνανται δε να μας εκθέσουν διεθνώς. Οι διωκόμενοι ξενόγλωσσοι δύνανται να προσφύγουν ενώπιον της ΚτΕ προσάγοντες ως αποδείξεις τα κείμενα των δημοσιευθεισών αστυνομικών διατάξεων».64 Οι διπλωμάτες προσπάθησαν επίσης να επισημάνουν -χωρίς να προκαλέσουν- ότι η αστυνόμευση και η όξυνση ποτέ δεν βοήθησαν την αφομοίωση ξένου πληθυσμού.65 Παράλληλα προσπαθούσαν να εξηγήσουν στις ρουμανικές αρχές ότι τα μέτρα δεν είχαν στόχο τους Κουτσόβλαχους αλλά τους απειλητικούς για την ασφάλεια του ελληνικού κράτους Βουλγαρόφωνους.66 Η αντιπρόταση της Ρουμανίας βέβαια ήταν «να επιτραπή σιωπηρώς εις αυτάς η άδεια της αναρτήσεως της σημαίας και της ομιλίας της κουτσοβλαχικής γλώσσης καθόσον αι κουτσοβλαχικαί μειονότητες δεν αποβλέπουσι εις ενεργείας δυναμένας να θίξωσι την ελληνικήν κυβέρνησιν».67
Από τα πλέον αξιοσημείωτα ευρήματα του αρχειακού υλικού της εποχής είναι και επιστολή του ίδιου του Μεταξά προς τον Γ.Δ. Ηπείρου Καβδά με αφορμή τα παράπονα που του έκανε ανεπισήμως και φιλικώς διπλωματικός αντιπρόσωπος της Ρουμανίας για το πρόστιμο που επεβλήθη σε διευθυντή μειονοτικής σχολής λόγω δημόσιας χρήσης της διαλέκτου. Ο αρχηγός της 4ης Αυγούστου εκπλήσσει με τον -έστω και προσχηματικό- φιλελευθερισμό του όταν επισημαίνει:
«Εις την αποστολήν της διοικήσεως εις τας βορείους ιδία επαρχίας περιλαμβάνεται βεβαίως η προσπάθεια του εξελληνισμού των ξένων στοιχείων. Αλλ' η προσπάθεια αύτη δέον να εκδηλούται διά μέτρων τα οποία δεν είναι αντίθετα προς υποχρεώσεις τας οποίας διά διεθνών συμβάσεων ανέλαβεν η Ελλάς, η παραβίασις των οποίων δύναται να δημιουργήση ημίν πράγματα. [...] Η διάδοσις της ελληνικής γλώσσης επιβάλλεται να γίνη, αλλά δέον να επιδιωχθή αύτη διά της εξυψώσεως του εθνικού αισθήματος και της αγάπης προς την ελληνικήν γλώσσαν, ήτις, μετά ικανοποιήσεως πληροφορούμαι ότι καλλιεργείται εν τοις σχολείοις, διά νυχτερινών σχολών εις τας οποίας η προσέλευσις πρέπει να επιτυγχάνηται διά καταλλήλου προωθήσεως, αλλ' ουχί δι' απειλών, διά διαλέξεων και επιτηδείων συστάσεων, ουδέποτε όμως διά διαταγών οία η ανωτέρω».68
Παρ' όλες όμως τις καλές προθέσεις της ηγεσίας, ειδικά απέναντι στους Κουτσόβλαχους, από το 1936 και μετά άρχισε αναμφισβήτητα να δημιουργείται έδαφος ευνοϊκό για σύγκρουση των ρουμανιζόντων Κουτσόβλαχων με τους ελληνόφρονες αδελφούς τους και τις ελληνικές αρχές. Η ερμηνευτική μου υπόθεση είναι ότι από την εποχή εκείνη αρχίζουν να εξασθενούν ή να εξαλείφονται οι αναγκαίες και ικανές συνθήκες που ορίσαμε ως απαραίτητες για την ειρηνική συμβίωση μιας μειονότητας μέσα σε ένα ετερογενές κράτος, δηλαδή α) οι καλές σχέσεις συγγενικού κράτους με το κράτος που φιλοξενεί τη μειονότητα στο έδαφός του, β) η ανυπαρξία εδαφικών-αλυτρωτικών αιτημάτων άρα και κοινών συνόρων, γ) η επιθυμία διαφύλαξης του status quo στην ευρύτερη γεωγραφική περιοχή, και δ) η ομαλή διαβίωση της μειονότητας εντός του κράτους σε συνθήκες ισότητας και δικαιοσύνης.
Στην προκειμένη περίπτωση οι ελληνορουμανικές σχέσεις δεν διαταράχτηκαν μεν ανοιχτά, αλλά από τα μέσα της δεκαετίας του '30 και μετά άρχισε να θολώνει το κοινό όραμα που ένωσε τις δύο χώρες μετά τον Α' Παγκόσμιο πόλεμο: η πίστη στο καθεστώς των Συνθηκών και οι κοινοί αγώνες στο πλευρό της Γαλλίας και της Αγγλίας. Στην Ελλάδα το αυταρχικό καθεστώς του βασιλιά και του Μεταξά, μολονότι προσηλωμένο σταθερά στη βρετανική πολιτική, εισήγαγε τον μουσολινικό αέρα στη δημόσια ζωή και ενίσχυσε το κλίμα του τύπου «ο σώζων εαυτόν σωθήτω» στα Βαλκάνια. Στη Ρουμανία η επανεμφάνιση του θαυμαστή του Μουσολίνι Καρόλου Β' στο θρόνο το 1930 συνοδεύτηκε από περιφρόνηση για τον κοινοβουλευτισμό και τους θεσμούς του και άνοιξε το δρόμο για τη βασιλική δικτατορία του 1938. Σε μια χώρα με μεγάλα μειονοτικά προβλήματα και μεγάλες ταξικές αντιθέσεις όπως αυτή, οι συνθήκες πολιτικής αποσύνθεσης ευνόησαν την εμφάνιση ενός κινήματος με φασιστικές δομές, τη Σιδηρά Φρουρά του Κορνέλιου Κοντρεάνου και των πρασινοχιτώνων του.69 Η Σιδηρά Φρουρά στις εκλογές του 1937 ήταν η τρίτη πολιτική δύναμη της χώρας και εξασφάλισε χρηματική βοήθεια από τη Γερμανία. Η σκιά του Άξονα είχε πλέον απομακρύνει πολύ τη Ρουμανία από την παραδοσιακή της σύνδεση με τη Γαλλία. Το καθεστώς των Βερσαλλιών άρχισε να εμφανίζει ρωγμές. Είναι πολύ ενδεικτικό του κλίματος το γεγονός της ανάκλησης του υπουργού Εξωτερικών Ν. Τιτουλέσκου από τον Κάρολο τον Αύγουστο του 1936. Ο διεθνώς γνωστός πολιτικός ήταν το σύμβολο των δεσμών της Ρουμανίας με τη Γαλλία, τη μικρή Entente και το σύστημα συλλογικής ασφάλειας της Κοινωνίας των Εθνών.
Η άνοδος της επιρροής της Σιδηράς Φρουράς ανέβασε φυσικά και τις μετοχές των κάθε λογής εθνικιστών στη Ρουμανία. Έτσι, ενώ μέχρι τότε οι μακεδονορουμανικές οργανώσεις δεν ενθαρρύνονταν να παίξουν τον προβοκατόρικο ρόλο τους, τώρα έχουν το πολιτικό πράσινο φως. Σύμφωνα με τις πληροφορίες της πρεσβείας Βουκουρεστίου «οι Κουτσόβλαχοι είναι κατά το πλείστον μέλη της Σιδηράς Φρουράς και δη εκ των δραστηριοτέρων αυτής μελών».70 Μάλιστα η εφημερίδα Μακεδονία που κυκλοφορούσε μόνο στους κουτσοβλαχικούς κύκλους, άρχισε να δημοσιεύει πολεμικά άρθρα με τίτλους όπως «Θέλουμε τη Μακεδονία. Ντούτσε, σε περιμένουμε!», υπογραμμίζοντας ότι ο στόχος της ήταν «η διάσωσις και η στερεοποίησις του εθνικού ρουμανικού στοιχείου διά της ανακηρύξεως της ανεξαρτησίας της Μακεδονίας υπό λατινικήν προστασία».71 Οι πληροφορίες συνέδεαν ολοένα και πιο συχνά την προπαγάνδα των Ρουμανόβλαχων με την Ιταλία, κι έλεγαν ότι ο Μουσολίνι είχε εκδηλώσει μεγάλο ενδιαφέρον για τις κουτσοβλαχικές νησίδες στη Μακεδονία, τις οποίες αποκαλούσε «σταθμούς λατινικότητας».72 Ο Τσιάνο μάλιστα υποσχέθηκε ότι στην «προσεχή ιταλική εξάπλωσιν εις Μακεδονίαν το ρουμανικόν στοιχείον θα είναι το κυρίαρχον στοιχείον που θα κυβερνήσει».73
Ιδού δηλαδή πεδίον δόξης λαμπρό για τους ρουμανίζοντες Κουτσόβλαχους στην Ελλάδα και μάλιστα την πιο κατάλληλη στιγμή: την εποχή της τεταρταυγουστιανής αστυνομικής καταστολής που έκανε ασφυκτικό το περιβάλλον στους μειονοτικούς πληθυσμούς. Οι ελληνικές αρχές από καιρό είχαν σποραδικές πληροφορίες για ανάμιξη της φασιστικής Ιταλίας στη ρουμανοβλαχική προπαγάνδα αλλά από το 1939 και μετά οι υποψίες έγιναν βεβαιότητα. Ας μην ξεχνάμε ότι το Πάσχα εκείνης της χρονιάς η Ιταλία εισέβαλε στην Αλβανία, το τελευταίο θύμα της πολιτικής του «κατευνασμού», και άρχισε μπροστά στα μάτια όλης της Ευρώπης τη συστηματική ιταλοποίηση της χώρας με εκμετάλλευση των φυσικών πόρων της, διάβρωση της οικονομίας, αποστολή διοικητικών στελεχών και υποχρεωτική διδασκαλία της ιταλικής γλώσσας.74
Ο πρέσβης Κ. Κόλλας από το Βουκουρέστι συμβούλευε τις ελληνικές αρχές λίγο πριν από το ιταλικό τελεσίγραφο: «Θα ήτο λίαν σκόπιμον, νομίζω, εάν η Ελληνική Δημόσια Ασφάλεια ήθελε μετά πολλής λεπτότητος παρακολουθήση τα εν Ελλάδι αναμεμιγμένα πρόσωπα εις την κίνησιν αυτήν».75 Οι συστάσεις του πρέσβη Κόλλα μάλλον περίττευαν καθόσον τα κατώτερα όργανα της χωροφυλακής είχαν ήδη στενέψει τον κύκλο γύρω από τους ρουμανίζοντες παρακολουθώντας άγρυπνα τις κινήσεις τους.76 Η παρακολούθηση εντάθηκε περισσότερο μετά τον ενθουσιασμό που έδειξαν ορισμένοι ρουμανίζοντες μόλις έμαθαν ότι η Σιδηρά Φρουρά μπήκε στο κυβερνητικό σχήμα στη Ρουμανία. Το γεγονός αυτό μαζί με την επιδίωξη εξαφάνισης των αιγών από το Υπουργείο Γεωργίας δημιούργησε πικρία στους Κουτσόβλαχους και έδωσε έδαφος στην προπαγάνδα.
Μετά την έναρξη του ελληνοϊταλικού πολέμου οι ελληνικές αρχές έλαβαν αυστηρά μέτρα, συλλαμβάνοντας και εκτοπίζοντας όσους θεωρούσε 5η φάλαγγα των Ιταλών.77 Τα μέτρα, εκτός του ότι προκάλεσαν επίσημες ρουμανικές διαμαρτυρίες78, αδίκησαν και πίκραναν τους πολλούς πιστούς στην Ελλάδα Βλάχους. Διότι, αν υπήρξαν κάποιοι που πράγματι δικαιώθηκαν με την ιταλική επίθεση και συνεργάστηκαν με τον ιταλικό στρατό, οι περισσότεροι στάθηκαν στο πλευρό των αγωνιζόμενων Ελλήνων είτε πολεμώντας είτε βοηθώντας στον ανεφοδιασμό του ελληνικού στρατού στην Πίνδο.79
Η γερμανική επίθεση στις 6 Απριλίου 1941 βρήκε τον ελληνικό στρατό να πολεμάει παρά την ηττοπαθή του ηγεσία και ενέτεινε το κυβερνητικό χάος που επικρατούσε μετά το θάνατο του Μεταξά. Η Ελλάδα δεν μπόρεσε να αντέξει το βάρος ενός δεύτερου πανίσχυρου επιτιθέμενου και παραδόθηκε ακέφαλη στα στρατεύματα κατοχής, μιας και η επίσημη κυβέρνηση πήρε νωρίς το δρόμο της εξορίας80, αφήνοντας τον ελληνικό λαό υπό την αμφίβολη προστασία της πρώτης κυβέρνησης συνεργατών του στρατηγού Τσολάκογλου. Η ηττημένη Ιταλία επανήλθε ως κατοχική δύναμη και μάλιστα με παραχωρημένη από τον Χίτλερ απόλυτη προτεραιότητα στην Ελλάδα. Το Γ' Ράιχ ευτυχώς δεν κράτησε τις σχετικές υποσχέσεις του και τελικά έπαιξε ένα ρόλο διαιτητή για να εμποδίσει τους βούλγαρους, ιταλούς και ρουμάνους εταίρους του να συγκρουστούν. Ο κύριος αντίπαλος της Ιταλίας ήταν βεβαίως η Βουλγαρία που από πολύ νωρίς κατέστησε σαφές ότι εποφθαλμιούσε μεγάλο τμήμα της Μακεδονίας και της Θράκης. Ο Τσιάνο όμως είχε επίσης εκδηλώσει επανειλημμένως ενδιαφέρον για «ένα μεγάλο κομμάτι της βορειοδυτικής Ελλάδας» και για τα Επτάνησα. Τέλος η Ρουμανία εκδήλωσε κι αυτή εδαφικές βλέψεις με έρεισμα τους «Μακεδονορουμάνους».81 Έτσι η Γερμανία φρόντισε να καταστήσει σαφές ότι δεν μπορούσε να ληφθεί καμία οριστική απόφαση για εδαφικά αιτήματα εκείνη την εποχή αποφεύγοντας τη δημιουργία τετελεσμένων γεγονότων.
Οι περιοχές εντός των οποίων ζούσε η μεγάλη μάζα των κουτσοβλαχικών πληθυσμών, δηλαδή συμπαγή χωριά στην οροσειρά της Πίνδου, όπως και στον Όλυμπο και το Βέρμιο και πόλεις της Κεντρικής και της Δυτικής Μακεδονίας, της Θεσσαλίας και της Ηπείρου, όπως Γρεβενά, Τρίκαλα, Βέροια, Γιάννενα κ.ά., εντάχθηκαν κατά κύριο λόγο στην ιταλική ζώνη κατοχής. Το γεγονός εκμεταλλεύτηκαν όσοι Βλάχοι ήταν ήδη συνδεδεμένοι με την ιταλική προπαγάνδα για να βγουν στο προσκήνιο αναφανδόν. Ας μη λησμονούμε την ψυχολογική κατάσταση ολόκληρου του ελληνικού λαού που δέχτηκε ως νικητές τους ηττημένους Ιταλούς, που ζούσε χωρίς πραγματική ηγεσία σε μια χώρα έρμαιο στον επεκτατισμό των γειτόνων, που ήδη δεν είχε τα στοιχειώδη για να διατηρηθεί στη ζωή. Αυτό το ζοφερό κλίμα επέτρεψε στον ήδη διαβόητο Αλκιβιάδη Διαμάντη82 να κάνει τη θριαμβευτική επανεμφάνισή του στην περιοχή των Γρεβενών διεκδικώντας τον τίτλο του ηγέτη των Κουτσόβλαχων και τη δημιουργία του αυτόνομου πριγκιπάτου της Πίνδου. Ο Διαμάντης και οι συνεργάτες του αποπειράθηκαν με την ενθάρρυνση -ή κατά περιοχές την ανοχή- των ιταλικών αρχών κατοχής να εκμαυλίσουν τους Κουτσόβλαχους ώστε να διαχωρίσουν τη θέση τους από την Ελλάδα.83 Μέχρι το 1943 που η Ιταλία αποσύρθηκε, όργωναν τα βλαχοχώρια προσπαθώντας να αποσπάσουν δηλώσεις ρουμανικής-λατινικής καταγωγής και να στρατολογήσουν παιδιά για τα σχολεία τους και άντρες για τη «λεγεώνα».84 Τα κέρδη τους όμως ήταν λίγα και προσωρινά. Το γεγονός ότι οι Κουτσόβλαχοι έζησαν στην Ελλάδα κάτω από τις καλύτερες προϋποθέσεις τους βοήθησε να διατηρήσουν το ελληνικό εθνικό φρόνημα ακόμα και σ' αυτές τις αντίξοες συνθήκες.85 Ακόμα και οι ρουμανίζοντες Βλάχοι στη μεγάλη τους πλειοψηφία αρνήθηκαν να ακολουθήσουν τους ταραξίες του Διαμάντη, πιστεύοντας ότι «οι κουτσοβλαχικοί πληθυσμοί πρέπει και εφεξής, ως και κατά αιωνόβιον παρελθόν, να συζήσουν αρμονικά μετά του άλλου όγκου μετά του οποίου έχουν συνυφανθεί και ότι οι τα αντίθετα πράττοντες εγκληματούν».86 Απλώς προσπαθούσαν σταθερά να διατηρήσουν τους δεσμούς των Βλάχων με τη Ρουμανία με το θέλγητρο του επισιτισμού. Οι ρουμανικές αρχές κράτησαν επίσης μετριοπαθή στάση και κάλεσαν τους Κουτσόβλαχους που μπορούσαν να επηρεάσουν να μείνουν μακριά από τις εμφύλιες έριδες των Ελλήνων για να μη δυσκολέψουν αργότερα τη θέση τους στη χώρα.87
β) Οι Έλληνες στη Ρουμανία
Μετά την πτώση του Βυζαντίου οι ρουμανικές χώρες που είχαν κάποια αυτονομία προσείλκυσαν τους Έλληνες εμπόρους και λογίους για πολλούς λόγους.88 Γειτόνευαν με την Κεντρική Ευρώπη, έδιναν μεγάλες ευκαιρίες για εμπορικά ανοίγματα και διέθεταν φωτισμένους ηγεμόνες, μετέχοντες της ελληνικής παιδείας, όπως ο Κωνσταντίνος Καντακουζηνός (1640-1716) και ο Κ. Μπασσαράμπας (1688-1714). Η παρουσία Ελλήνων εμπόρων, ιερωμένων και διδασκάλων από την άλλη μεριά έδωσε νέες διαστάσεις στη φωτισμένη ηγεμονία και οδήγησε βαθμιαία στην αποδυνάμωση της επιρροής του σλαβισμού.
Ο ελληνισμός άσκησε μεγάλη επίδραση στη Βλαχία καθ' όλο τον 17ο αιώνα, προετοιμάζοντας έτσι τη φαναριώτικη περίοδο. Μνημείο της επιρροής αυτής ήταν η Αυθεντική Ακαδημία του Βουκουρεστίου, όπου από τον καιρό της ίδρυσής της μέχρι το τέλος της είχε μόνο έλληνες διδασκάλους.89
Λόγω του μεγάλου βιβλιογραφικού κενού επί του θέματος, η ευεργετική παρουσία του ελληνισμού στις ρουμανικές χώρες δεν έχει αποτυπωθεί και εκτιμηθεί ικανοποιητικά. Το σίγουρο είναι ότι η παλαιόθεν ακμάζουσα ελληνική παροικία της Ρουμανίας από το τέλος του Α' Παγκοσμίου πολέμου και μετά δεν βρισκόταν πια στην ακμή της. Δυστυχώς στα αρχεία του Υπουργείου Εξωτερικών, που περιέχουν και τη σχετική αλληλογραφία με την πρεσβεία Βουκουρεστίου και τα ελληνικά προξενεία, δεν βρίσκονται καταγεγραμμένα ακριβή στοιχεία γι' αυτό το σημαντικό και παραγωγικό κομμάτι του ελληνισμού — μολονότι πολύς λόγος γινόταν εκείνη την εποχή για τους μειονοτικούς πληθυσμούς. Οι Έλληνες εκεί δεν αποτελούσαν βέβαια μειονότητα γιατί στην πλειονότητά τους διατηρούσαν την ελληνική ιθαγένεια. Επίσης είναι φανερό ότι οι άριστες ελληνορουμανικές σχέσεις δεν γέννησαν καμία ανησυχία ούτε στους Έλληνες της Ρουμανίας ούτε στις ελληνικές κυβερνήσεις. Επειδή όμως η ίδια εντυπωσιακή έλλειψη στοιχείων παρατηρείται και στην περίπτωση των Ελλήνων της Γιουγκοσλαβίας, της Βουλγαρίας και σε μικρότερο βαθμό της Τουρκίας και της Αλβανίας, κατά την άποψή μας ερμηνεύεται ως μια ένδειξη της κάπως αμυντικής ελληνικής στάσης σε θέματα εξωτερικής πολιτικής. Είναι χαρακτηριστικό το γεγονός ότι συχνότατα οι ρουμάνοι διπλωμάτες παρενέβαιναν υπέρ των Κουτσόβλαχων της Ελλάδας, ενώ το πλαίσιο μειονοτικής προστασίας που εγκαινίασε η ΚτΕ απαγορεύει ρητώς μεσολαβήσεις από τα λεγόμενα συγγενή κράτη. Αντίθετα η Ελλάδα που είχε κάθε δικαίωμα και υποχρέωση να παρεμβαίνει υπέρ των υπηκόων της στο εξωτερικό, αναφερόταν σ' αυτούς σπανιότατα και όταν ο κόμπος έφτανε στο χτένι.
Μία τέτοια σπάνια και χαρακτηριστική περίπτωση αφορούσε τα ελληνικά σχολεία της Ρουμανίας. Σύμφωνα με την έκθεση του Κ. Κόλλα της πρεσβείας Βουκουρεστίου της 20.10. 193090, οι ελληνικές κοινότητες στη Ρουμανία διέθεταν την εποχή εκείνη την παρακάτω ακίνητη περιουσία:
• Στο Βουκουρέστι, όπου ζούσαν 16.000-18.000 Έλληνες, υπήρχε η γνωστή εννεατάξιος αστική σχολή αρρένων, για τη συντήρηση της οποίας η ελληνική κοινότητα έδινε 1.000.000-1.500.000 λέι,91 και ένα επτατάξιο παρθεναγωγείο.
• Στη Βράιλα η εκκλησία του Ευαγγελισμού είχε στην ιδιοκτησία της πεντατάξιο παρθεναγωγείο και επτατάξιο αρρεναγωγείο.
• Στο Γαλάτσι η εκκλησία της Μεταμορφώσεως είχε στην ιδιοκτησία της εξατάξια αστική σχολή αρρένων, εξατάξια σχολή θηλέων και πεντατάξιο κλασικό γυμνάσιο.
• Στο Καλαφάτ η εκκλησία της Ζωοδόχου Πηγής διέθετε ένα δημοτικό σχολείο.
• Στην Κωστάντζα η εκκλησία της Μεταμόρφωσης διέθετε ένα επτατάξιο σχολείο αρρένων και ένα εξατάξιο θηλέων.
• Στην Τούλτση η εκκλησία του Ευαγγελισμού είχε οκτατάξιο σχολείο αρρένων και θηλέων.
• Στη Σουλινά η εκκλησία του Αγίου Νικολάου είχε ένα μικτό πεντατάξιο δημοτικό σχολείο και ένα νηπιαγωγείο.
• Στο Μπαζαρζίκ η εκκλησία της Κοιμήσεως της Θεοτόκου είχε ένα μικτό τετρατάξιο.
Σ' αυτά τα σχολεία που συντηρούνταν εξ ολοκλήρου από τις αντίστοιχες ελληνικές κοινότητες, δεν επιτρεπόταν η φοίτηση παρά μόνο στα τέκνα των ελλήνων υπηκόων. Αυτό σημαίνει ότι εθεωρούντο ξένα σχολεία και όχι μειονοτικά, δηλαδή ότι είχαν το δικαίωμα να έχουν έλληνες διευθυντές, να προσλαμβάνουν ελεύθερα έλληνες ή ρουμάνους καθηγητές και να ακολουθούν δικό τους πρόγραμμα.
Πραγματικά μέχρι το τέλος του Α' Παγκοσμίου πολέμου τα ελληνικά σχολεία λειτουργούσαν σε συνθήκες πλήρους ελευθερίας. Μετά άρχισαν κάποιες προσπάθειες παρέμβασης των ρουμανικών αρχών με στόχο την αύξηση της διδασκαλίας της ρουμανικής γλώσσας, της ιστορίας και της γεωγραφίας. Ας μη λησμονούμε ότι η Ρουμανία είχε πλέον μεγάλο πρόβλημα αφομοίωσης των πολλών και σημαντικών μειονοτικών ομάδων της και ο πιο πρόσφορος τρόπος αφομοίωσης ήταν και είναι η παιδεία. Εις εφαρμογήν αυτού στις 17.12.1925 ψηφίστηκε ο νόμος περί ιδιωτικής εκπαιδεύσεως για να εφαρμοστεί σε όλα ανεξαιρέτως τα κοινοτικά, δηλαδή μειονοτικά, σχολεία της χώρας. Κατ' αυτόν ο διευθυντής και οι καθηγητές έπρεπε να είναι ρουμανικής υπηκοότητας και το πρόγραμμα να εγκρίνεται από το ρουμανικό Υπουργείο Εξωτερικών.92
Η ελληνική πρεσβεία Βουκουρεστίου διεβίβασε τη δικαιολογημένη αγανάκτηση των ελληνικών κοινοτήτων. Τόνισε ότι τα ελληνικά σχολεία δεν ήταν μειονοτικά αλλά ξένα σχολεία, στα οποία φοιτούν αποκλειστικώς έλληνες υπήκοοι - ούτε καν Έλληνες την καταγωγή ρουμάνοι υπήκοοι. Στην Ελλάδα το αντίστοιχο ξένο σχολείο, η ρουμανική εμπορική σχολή Θεσσαλονίκης, μπορεί να έχει ρουμάνους διδάσκοντες, ενώ επιτρέπεται η φοίτησις και σε έλληνες υπηκόους, όπως και σε Αλβανούς, Βούλγαρους ή Σέρβους.93
Οι ρουμάνοι αρμόδιοι απάντησαν τότε ότι ο νόμος είχε στόχο την ασφάλεια της χώρας απέναντι στην ξένη προπαγάνδα και έπρεπε να εφαρμοστεί ενιαία σε όλα τα ιδιωτικά εκπαιδευτικά ιδρύματα χωρίς ρωγμές για να είναι αποτελεσματικός. Επειδή όμως οι αγαθές σχέσεις της Ρουμανίας με την Ελλάδα αποτελούσαν εγγύηση, δέχτηκαν να εξαιρέσουν σιωπηρώς τα ελληνικά σχολεία από την εφαρμογή του νόμου.94 Έτσι από την επόμενη σχολική χρονιά και μετά η ελληνική πρεσβεία επιτύγχανε ετήσια αναστολή της εφαρμογής του.
Από τα στοιχεία που είχαμε στη διάθεσή μας, οι ρουμανικές αρχές δεν έφεραν κανένα άλλο σοβαρό πρόσκομμα στο βίο των Ελλήνων που φιλοξενούσε στο έδαφός της. Μόνο που τους χρησιμοποιούσαν ρηματικά όποτε χρειαζόταν για να αποσπάσουν από τις ελληνικές αρχές ευνοϊκά μέτρα για τους ρουμανίζοντες.95
Λένα Διβάνη. Ευημερούσες μειονότητες στο πλαίσιο της ελληνορουμανικής φιλίας
απόσπασμα από το «Ελλάδα και μειονότητες - Το διεθνές σύστημα προστασίας υπό την Κοινωνία των Εθνών»
εκδόσεις Νεφέλη, Αθήνα, 1995 (επανέκδοση Εκδόσεις Καστανιώτη, 1999)
1 .Βλ. Andrei Otetea ed., The history of the romanian people, Bucharest, 1970, σελ. 9-159. Οι επικρατέστερες άλλες είναι: α) ότι οι Κουτσόβλαχοι είναι «συγγενείς των επέκεινα του Ίστρου Βλάχων και οι τελευταίοι ούτοι προέκυψαν εκ της αναμίξεως των πολυαρίθμων ρωμαίων αποίκων, ους ο αυτοκράτωρ Τραϊανός ίδρυσεν εν αρχή της δευτέρας εκατονταετηρίδος μ.Χ. εις Δακίαν μετά των ιθαγενών της χώρας ταύτης κατοίκων, αναμίξεως ως εκ της οποίας το κυριώτατο στοιχείον της βλαχικής γλώσσης μέχρι της σήμερον είναι η λατινική» (πρόκειται για την άποψη του Παπαρρηγόπουλου όπως καταγράφεται στο βιβλίο του Δ. Λιθοξόου, Μειονοτικά ζητήματα και εθνική συνείδηση στην Ελλάδα, εκδ. Λεβιάθαν, Αθήνα, 1992, σελ. 76), β) ότι οι Κουτσόβλαχοι είναι ντόπιο στοιχείο (βλ. τις απόψεις του Ευάγγελου Αβέρωφ-Τοσίτσα, Η πολιτική πλευρά του κουτσοβλαχικού ζητήματος, Τρίκκαλα, 1992, σελ. 17-19 και Αχ. Λαζάρου, «Θρακολογία και ζήτημα καταγωγής των Βλάχων-Αρωμούνων», Τρικκαλινά 5 (1985), 47-77). Το πιο σίγουρο είναι πάντως ότι οι Βλάχοι αρχικά ήταν συνδεδεμένοι μόνο με το άμεσο περιβάλλον τους και όχι με κανενός είδους εθνικιστική ιδέα. Ο εθνικισμός, που είναι προϊόν του 19ου αιώνα, ανέτρεψε τα δεδομένα της ειρηνικής συνύπαρξης των λαών στο πλαίσιο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και επέβαλε με ποικίλα μέσα τις εθνικές ταυτότητες.
2 .Κατά μία άποψη, ένα βλάχικο εθνικό κίνημα άρχισε να οργανώνεται στη Βιέννη και τη Βουδαπέστη στις αρχές του 19ου αιώνα από τους πλούσιους Βλάχους εμπόρους. Γρήγορα όμως το ρουμανικό κράτος πήρε τα ηνία, διεκδικώντας τους χαμένους αδελφούς Βλάχους και επενδύοντας μεγάλα ποσά σε εκκλησίες και σε σχολεία. Έτσι προέκυψε και το λεγόμενο μακεδονορουμανικό κίνημα (Nicholas Balamaci, «Can the Vlachs write their own history?», J.H.D., vol. 17.1 (1991)).
3 .Ο Γ. Έξαρχος διατύπωσε την άποψη ότι ο Μαργαρίτης ήταν πράκτορας μάλλον του Φαναριού, που «τότε αντιστεκόταν στις επιθέσεις της Ουνίας και του Βατικανού. Οι Φαναριώτες βολεύονταν να μετατραπούν οι ελληνόψυχοι Βλάχοι/Αρμάνοι σε Ρουμάνους, φτάνει να μη γίνουν καθολικοί και να μη τεθούν υπό τον έλεγχο του Πάπα και της Ρώμης» (Αυτοί είναι οι Βλάχοι, εκδ. Γαβριηλίδης, 1994, σελ. 315-6).
4 .Γεώργιος Νακρατζάς, Η στενή εθνολογική συγγένεια των σημερινών Ελλήνων, Βουλγάρων και Τούρκων, Θεσσαλονίκη, 1992, σελ. 54-9. Ο συγγραφέας θεωρεί επίσης προπαγανδιστική τη θεωρία των Ρουμάνων περί μετανάστευσης προς νότον. Αντίθετα ο Th. Capidan, Les Macedo-roumains. Esquisse historique et descriptive des ulations roumaines de la péninsule balkanique, Βουκουρέστι, 1937, αναφέρεται σε 6 ρουμανικά γυμνάσια και 113 δημοτικά σχολεία λειτουργούντα στη Μακεδονία το 1900.
5 .Σημειώνουμε ότι ο ρόλος της εκκλησίας υπήρξε καθοριστικός κατά τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας για την υιοθέτηση της ελληνικής εθνικής ταυτότητας από τους Βλάχους. Θετικό ρόλο επίσης στην αφομοίωσή τους έπαιξε η ξεχωριστή θέση των Ελλήνων ανάμεσα στους χριστιανικούς λαούς της Βαλκανικής (Ν. Balamaci, «Can the Vlachs write their own history», J.H.D., vol. 17.1 (1991).
6 .Για τον αγώνα Ελλήνων και Ρουμάνων να προσεταιριστούν τους Βλάχους βλ. Alan Wace - M.S. Thompson, The nomads of the Balkans: An account of life and customs among the Vlachs of Northern Pindus, N. York, 1914.
7 .Ι.Α.Υ.Ε. 1932, A/21/III. Ο Δ. Ανέστης (To Κουταοβλαχικόν Ζήτημα, Λάρισα, 1961, σελ. 38) ισχυρίζεται ότι οι Βούλγαροι είχαν κατορθώσει να προσεταιριστούν ένα μέρος των Κουτσόβλαχων στον αγώνα τους.
8 .Για τα προβλήματα που αντιμετώπιζε τότε η Ελλάδα βλ. τα άρθρα του Β. Κόντη, «Το ηπειρωτικό ζήτημα και η διευθέτηση των συνόρων» και της Ε. Γαρδίκα-Κατσιαδάκη, «Ο συσχετισμός των δυνάμεων και η Ελλάδα μπροστά στη Συνθήκη του Βουκουρεστίου» στα πρακτικά του Συμποσίου με θέμα Η Συνθήκη του Βουκουρεστίου και η Ελλάδα, ΙΜΧΑ, 1990.
9 .Ι.Α.Υ.Ε. 1934, Β/69, έκθεση Κακλαμάνου σχετικά με τις μειονοτικές δεσμεύσεις της Ελλάδας στις 7.5.34. Για τις επιστολές αυτές, όπως είπαμε, έχει διατυπωθεί η άποψη ότι είναι αντικανονικές (βλ. Στ. Αντωνόπουλου, Αι Συνθήκαι Λονδίνου, Βουκουρεστίου και Αθηνών, Αθήναι, 1917, σελ. 154-9).
10 .Ι.Α.Υ.Ε. 1940, Α/7/9β (22). Αυτό έγινε μετά από προτροπή εκπροσώπου του ελληνικού Υπουργείου Εξωτερικών και εκπροσώπου του ρουμανικού προξενείου.
11 .Γ. Έξαρχου, Αυτοί είναι οι Βλάχοι, σελ. 114-5.
12 .Βλ. σχετικά το άρθρο του Basil Kondis, «The Albanian question at the beginning of 1920 and the greek-albanian protocol of Kapestitsa (May 28th 1920)», B. S., vol. 20, no. 2, 1979.
13 .Ε. Αβέρωφ-Τοσίτσα, ό.π., σελ. 68-70.
14 .Σύμφωνα με αναφορές της χωροφυλακής, Ι.Α.Υ.Ε. 1925, Β/37, 13 και Β/46. Σημειωτέον ότι στο χωριό Βωβούσα λειτουργούσε από τα τέλη του 19ου αιώνα ρουμανικό σχολείο με δάσκαλο τον αδερφό του ρουμάνου προξένου Θεσσαλονίκης και δασκάλα την κόρη του. Εθεωρείτο κέντρο της ρουμανικής προπαγάνδας στην περιοχή.
15 .Έκθεση της VIII Μεραρχίας για τις ελληνοβλαχικές κοινότητες της 2.4.1920 (Ι.Α.Υ.Ε. 1920-1923, Β/45).
16 .Ι.Α.Υ.Ε. 1919, A/5/VIII, 3, αναφορά Δενδραμή από Βουκουρέστι στις 16.2.19.
17 .Ι.Α.Υ.Ε. 1919, A/VIII, 3.
18 .Μέχρι το 1924, 13 κράτη υπέγραψαν ανάλογες διεθνείς δεσμεύσεις: Αλβανία, Αυστρία, Βουλγαρία, Τσεχοσλοβακία, Εσθονία, Ελλάδα, Ουγγαρία, Λετονία, Λιθουανία, Πολωνία, Ρουμανία, Τουρκία, Γιουγκοσλαβία (βλ. λεπτομερώς Manley Hudson, «The protection of minorities and natives in transferred territories» στο συλλογικό Ε. House-C. Seymour eds., What really happened at Paris, the story of the Peace Conference, 1918-1919, N. York, 1921).
19 .(Ι.Α.Υ.Ε. 1934, Β/69). Επειδή το ερώτημα αυτό δεν είχε απαντηθεί σαφώς, συχνά προέκυπταν προβλήματα στις ελληνορουμανικές σχέσεις. Το 1925, λ.χ., η ρουμανική κυβέρνηση απαίτησε ίδρυση επιτροπής και διορισμό επιθεωρητή στη Θεσσαλονίκη, βάσει των επιστολών Βενιζέλου-Μαγιορέσκου. Τότε ο Πολίτης υπέδειξε στο Υπουργείο Εξωτερικών να απαντήσει ότι στο προοίμιο της σύμβασης περί μειονοτήτων ξεκαθαρίζεται ότι αυτή υποκαθιστά όλες τις προγενέστερες υποχρεώσεις της Ελλάδας (Ι.Α.Υ.Ε. 1926-7, Α/25, α.π. 28958).
20 .Ο αριθμός δίδεται κατά προσέγγισιν από τον Ε. Αβέρωφ. Αντίθετα στην απογραφή του 1928 κατεγράφησαν μόνο 19.703 Κουτσόβλαχοι. Φαίνεται ότι οι υπόλοιποι έχοντας εντελώς ελληνική εθνική συνείδηση δεν θέλησαν να διαφοροποιηθούν δηλώνοντας διαφορετική μητρική γλώσσα. (Pan. Elias Dimitras, «Minorities: An asset or a liability for Greece?», C.E.A., vol. 4,191, no 4).
21 .Αθ. Χρυσοχόου, Οι Βλάχοι της Μακεδονίας, Θεσσαλίας και Ηπείρου, Θεσσαλονίκη, 1942.
22 .Ι.Α.Υ.Ε. 1925, Β/37,13 και Β/46, α.π. 1015.
23 .Ι.Α.Υ.Ε. 1934, Α/21/ΙΠ, αναφορά της Διεύθυνσης Χωροφυλακής Μακεδονίας περί των ρουμανικών κοινοτήτων και του καθεστώτος λειτουργίας τους.
24 .Στο εσωτερικό οι μειονοτικοί πληθυσμοί δραστηριοποιήθηκαν πολύ και δη με τη μεσολάβηση πολιτικών κομμάτων. Λεπτομερώς βλ. Ζωρζ Καστελλάν, Η ιστορία των Βαλκανίων, εκδ. Γκοβόστης, 1993, σελ. 579-88.
25 .Για τον αγώνα που έδωσε ο ρουμάνος πρωθυπουργός Μπρατιάνου το 1919 κατά των μειονοτικών συμβάσεων βλ. λεπτομερώς το Joseph Roucek, The working of the minorities system under the League of Nations, Prague, 1929, σελ. 31-2.
26 .Ι.Α.Υ.Ε. 1928, A/25/VIII.
27 .Με την εξαίρεση μιας καταγγελίας προερχόμενης από το ρουμανικό μοναστήρι του Αγίου Όρους στις 10.1.32 (Αρχεία της ΚτΕ στη Γενεύη, LoN: 4/35354/35354 (28-32) R 2176).
28 .Όπως είπαμε στο Α' μέρος του βιβλίου, τα λεγόμενα συγγενή κράτη των μειονοτήτων δεν είχαν επισήμως κανένα απολύτως δικαίωμα να καταγγείλουν μειονοτικές παραβιάσεις της χώρας στο έδαφος της οποίας ζούσαν οι μειονότητες. Αυτό άλλωστε ήταν και η καινοτομία του νέου διεθνούς συστήματος προστασίας υπό την αιγίδα της ΚτΕ. Στην πραγματικότητα όμως τα συγγενή κράτη χειραγωγούσαν τις μειονότητες και υπαγόρευαν τις κινήσεις τους. Σπανιότατα οι μειονοτικές ομάδες κατήγγειλαν το κράτος στο οποίο ζούσαν χωρίς έξωθεν υποστήριξη.
29 .Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του Κ. Κόλλα (πρεσβεία Βουκουρεστίου) το 1937 (Ι.Α.Υ.Ε. 1937, Α/7/9). Ο Γιώργος Μαυρογορδάτος πιστεύει ότι οι Κουτσόβλαχοι ανήκουν μάλλον στην κατηγορία του ethnic group και όχι της national minority (G. Mavrogordatos, Stillborn republic, social coalitions and party strategies in Greece. 1922-1936, University of California Press, 1983, σελ. 228).
30 .Ι.Α.Υ.Ε. 1925, Β/37,6. Τα μειονοτικά σχολεία της Ελλάδας κατέγραψε το Υπουργείο Εξωτερικών μετά από αίτηση της μόνιμης ελληνικής αντιπροσωπείας στην ΚτΕ, ενόψει της συζήτησης περί της μειονοτικής προστασίας στην Ελλάδα ενώπιον του Συμβουλίου την άνοιξη του 1925. Καταγραφή των κουτσοβλαχικών σχολείων έγινε και στις αρχές της δεκαετίας του '30, όπου διαπιστώθηκε ότι είχαν αυξηθεί! (Ι.Α.Υ.Ε. 1933, Α/21/ΙΙΙγ).
31 .Σύμφωνα με την αναφορά του προέδρου κοινότητας του χωριού Αβδέλλα Γρεβενών προς το Υπουργείο Εξωτερικών το 1937 (Ι.Α.Υ.Ε. 1937, Α/ 7/9). Παρ' όλα όσα πρόσφερε η Ρουμανία (προϋπολογισμού 1 εκατομμυρίου χρυσών φράγκων ετησίως σύμφωνα με ρουμανικές πηγές) δεν είδε θεαματικά αποτελέσματα.
32 .Ε. Αβέρωφ-Τοσίτσα, Η πολιτική πλευρά του Κουτσοβλαχικού ζητήματος, σελ. 70-2. Ενδεικτικά αναφέρουμε τη ματαίωση ίδρυσης ρουμανικού δημοτικού σχολείου στο Μέτσοβο λόγω του μεγάλου πατριωτισμού των Μετσοβιτών το 1935-36. Ο Γ.Δ. Ηπείρου μάλιστα είχε επισημάνει στο Υπουργείο Παιδείας ότι δεν μπορεί να βασίζεται συνεχώς στον πατριωτισμό των Ελληνοβλάχων για να αποτρέψει τη ρουμανική προπαγάνδα στα άγονα αυτά και φτωχά μέρη όπου ήταν φυσικό οι πλούσιες παροχές των ρουμανιζόντων να βάζουν τους ντόπιους σε πειρασμό. Πρότεινε να απαλλαγούν από δίδακτρα οι βλαχόφωνοι μαθητές στις νέες χώρες, να καθιερωθούν συσσίτια και να επιλέγονται προσεκτικά οι δάσκαλοι (Ι.Α.Υ.Ε. 1936, Α/ 7/9α, αναφορά Χ. Παναγιωτάκου στις 24.1.36).
33 .Πιο συγκεκριμένα η Ελλάδα προσδοκούσε την έγκριση της ΚτΕ και τη Βοήθεια της ώστε να συνάψει διεθνή δάνεια υπέρ της αποκατάστασης των προσφύγων. Όφειλε λοιπόν να επιδεικνύει νομιμοφροσύνη και ευαισθησία απέναντι στις μειονότητες. Η πιο κατάλληλη δε μειονότητα για να κάνει επίδειξη φιλελευθερισμού ήταν οι σχετικώς ακίνδυνοι ΚουτσόΒλαχοι (Ι.Α.Υ.Ε. 1922-23, ΚΤΕ Δ/2, 75).
34 .Ι.Α.Υ.Ε. 1924, Α/5/ΧΙ.
35 .Εγκύκλιος της Α.Δ.Χ.Μ. στις 7.10.24 (Ι.Α.Υ.Ε. 1924, Α/5/ΧΙ).
36 .Η εγκύκλιος αυτή, χωρίς ακριβή ημερομηνία, είχε επίσης αφορμή τα γεγονότα κατά των Κουτσόβλαχων στην Κρανιά αλλά αφορούσε τελικά όλες τις μειονότητες (Ι.Α.Υ.Ε. 1924, Β/37,1).
37 .Βλ. οδηγίες του προς Γενική Διοίκηση Θεσσαλονίκης στις 23.10.1925: «Διατάξατε αστυνόμον Γρεβενών συμπεριφέρεται ευμενώς προς αυτόθι Κουτσοβλάχους και εν ανάγκη αντικαταστήσατε τούτον» (Ι.Α.Υ.Ε. 1926-7, Α/25).
38 .Η ελληνική πρεσβεία στη Ρουμανία είχε σχετικές πληροφορίες. Η εφημερίδα Μακεδονία του Βουκουρεστίου, γνωστή για τις ανθελληνικές της ακρότητες, συνδεόταν με τη βουλγαρική εφημερίδα Μακεδονία (Ι.Α.Υ.Ε. 1927, Α/20/β).
39 .Συχνά η πιο ακραία εκ των δύο πιο σημαντικών οργανώσεων, η Ένωση Αρωμούνων Φοιτητών, κατηγορούσε για αδράνεια τη μετριοπαθέστερη Μακεδονορωμουνική Εταιρεία (Ι.Α.Υ.Ε. 1920, Β/33, 59β, α.π. 660).
40 .Χαρακτηριστικά το ρουμανικό προξενείο Θεσσαλονίκης διέψευσε το Νοέμβριο του 1923 ένα δημοσίευμα της εφημερίδας Διμινεάτσα του Βουκουρεστίου, που κατηγορούσε την Ελλάδα ότι κλείνει τα ρουμανικά σχολεία και τις εκκλησίες (Ι.Α.Υ.Ε. 1923, ΚΤΕ/Τ/1, 57).
41 .Ι.Α.Υ.Ε. 1925, Β/37,13 και Β/46. Η ίδια οργάνωση ήλεγχε και την εφημερίδα Renasterea Romana.
42 .Οι πρώτες κρούσεις φαίνεται ότι έγιναν από τους ρουμανίζοντες Κουτσόβλαχους κατά τα έτη 1923 και 1924 αλλά η Ρουμανία δεν ανταποκρίθηκε θετικά (Βλάσης Βλασίδης, «Η έξοδος των ρουμανιζόντων Βλάχων από την ελληνική Μακεδονία, 1924-1927», εισήγηση στο συνέδριο του ΙΜΧΑ για το Μακεδονικό το Νοέμβριο του 1994, τα πρακτικά του οποίου είναι υπό δημοσίευση).
43 .Ι.Α.Υ.Ε. 1925, Α/24,2, α.π. 11866. Ρουμανική πηγή για τη μετανάστευση αυτή είναι το V. Th. Musi, Un deceniu de colonisare in Dobrogea-nova, 1925-1935, Bucharest, 1935.
44 .Αναφορά της Ανωτέρας Διευθύνσεως Χωροφυλακής Μακεδονίας στις 7.4.1925, Ι.Α.Υ.Ε. 1925, Β/37,13 και Β/46.
45 .Οι Βούλγαροι όμως δεν το άφησαν να περάσει έτσι. Μόλις άρχισε ο αποικισμός της περιοχής από τους Κουτσόβλαχους, πύκνωσαν οι επιδρομές των βουλγάρων κομιτατζήδων στη Δοβρουτσά, κάνοντας δύσκολη τη ζωή των νεοφερμένων (Ι.Α.Υ.Ε. 1925, Γ/65 αα).
46 .Οι άνθρωποι αυτοί λειτουργούσαν ως μεσολαβητές και έβγαζαν κέρδη από τις αγοραπωλησίες των κουτσοβλαχικών περιουσιών. Γι' αυτό και πίεζαν με φοβερή επιμονή τους συντοπίτες τους να μεταναστεύσουν, ακόμα κι όταν είχαν φτάσει οι πρώτες αποθαρρυντικές πληροφορίες για άνυδρες εκτάσεις στη Δοβρουτσά κ.λπ. Η Α.Δ. Χωροφυλακής Μακεδονίας αναφέρεται, λ.χ., στον Γ. Τσέλιο από το Άνω Γραμματίκοβο Κοζάνης που έφτασε μέχρι την ελληνική πρεσβεία στο Βουκουρέστι για να διαπραγματευθεί τους όρους της μετανάστευσης. Διέδιδε δε ότι έτσι κι αλλιώς η Ελλάδα είχε πρόθεση να διώξει βιαίως τους Βλάχους γι' αυτό καλύτερα θα ήταν να φύγουν μόνοι τους (Ι.Α.Υ.Ε. 1925/Β/37.13 και Β/46).
47 .Βλ. ενδεικτικώς άρθρα της εφημερίδας Ουνιβέρσουλ στις 4.2.25 και στις 26.2.25 με τίτλο « Η θλιβερά κατάστασις των εν Ελλάδι Ρωμούνων».
48 .Ι.Α.Υ.Ε. 1925, Β/37,13 και Β/46.
49 .Πραγματικά μετά το μεταναστευτικό ρεύμα οι μαθητές στα ρουμανικά σχολεία μειώθηκαν αισθητά. Βλ. υπολογισμούς της Γενικής Διοίκησης Μακεδονίας το 1932 (Ι.Α.Υ.Ε. 1934, Α/21/ΙΠ). Οι μόνοι όροι που προαπαιτούσε η Ελλάδα για να αποδεχτεί τη μετανάστευση ήταν: α) οριστική παραίτηση της ελληνικής ιθαγένειας και του δικαιώματος επιστροφής, β) πώληση των περιουσιών και των ποιμνίων τους σε ιδιώτες ή το ελληνικό Δημόσιο, και γ) εξόφληση των οφειλόμενων φόρων (Ι.Α.Υ.Ε. 1925/Γ/65α, α.π. 13278).
50 .Ι.Α.Υ.Ε. 1925, Β/37, 13 και Β/46, α.π. 1015.
51 .Ι.Α.Υ.Ε. 1929, Α/21/ΠΙ. Βεβαίως το ρουμανικό Υπουργείο Εξωτερικών χρησιμοποίησε πονηρά το αντίθετο επιχείρημα προς τους Βουλγάρους που διαμαρτύρονταν για την επιχειρούμενη εθνολογική αλλοίωση της Δοβρουτσάς. Ισχυρίστηκαν ότι η Ελλάδα σπρώχνει τους Κουτσόβλαχους στη μετανάστευση και αυτοί αναγκάζονται να τους περιμαζέψουν...
52 .Υπήρχε και μια άλλη εκδοχή, την οποία υποστήριξαν οι κατηγορούμενοι Ρουμανόβλαχοι: ότι δηλαδή ο ωραίος στρατιώτης δολοφονήθηκε από αξιωματικούς του ελληνικού στρατού γιατί δεν ενέδωσε στις ανήθικες προτάσεις τους. Καμία εκδοχή δεν επαληθεύτηκε ικανοποιητικά (Ι.Α.Υ.Ε. 1933, Α/21/ΙΠ δ, α.π. 12114).
53 .Ομάδα κουτσόβλαχων φοιτητών μάλιστα πολιόρκησε την ελληνική πρεσβεία Βουκουρεστίου. Η ρουμανική αστυνομία δε έδειξε μια ύποπτη απροθυμία να τους απομακρύνει (Ι.Α.Υ.Ε. 1933, Α/21/ΙΠ δ, α.π. 11961).
54 .Βλ. ενδεικτικά άρθρο της ημιεπισήμου εφημερίδας Δρεπτάτεα στις 15.11.32 με τίτλο «Μετά τις εκλογές η παγίωση της ελληνικής δημοκρατίας».
55 .Ι.Α.Υ.Ε. 1933, Α/21/ΙΙΙδ, α.π. 11961.
56 .Ζητούσαν να ιδρυθεί διδασκαλείο παρά τη ρουμανική εμπορική σχολή Θεσσαλονίκης και να διορίζονται δάσκαλοι ρουμανικής υπηκοότητας στα ρουμανικά σχολεία της Ελλάδας. Η Ελλάδα κατ' εξαίρεσιν τους άφηνε τη δυνατότητα να στείλουν ένα-δυο δασκάλους για τη θεραπεία προσωρινών αναγκών των σχολείων τους χωρίς όμως αυτό να γίνεικαθεστώς (1934, Α/21/ΙΙΙ).
57 .Στην εμπορική σχολή Θεσσαλονίκης φοιτούσαν 26 σέρβοι υπήκοοι, 15 Αλβανοί και 1 Βούλγαρος.
58 .Το γεγονός αυτό μάλιστα θορύβησε τις ελληνικές αρχές γιατί θα έδινε λαβές παραπόνων και στις υπόλοιπες μειονότητες που δεν είχαν την ίδια ευνοϊκή αντιμετώπιση. Στα σχολεία αυτά δούλευαν 75 καθηγητές, 54 Έλληνες και 21 Ρουμάνοι. Μερικά απ' αυτά θα έπρεπε κανονικά να είχαν καταργηθεί έχοντας τόσο λίγους μαθητές μετά τη μετανάστευση των ρουμανιζόντων αλλά τα διατηρούσαμε λόγω φιλίας... (Ι.Α.Υ.Ε. 1933, Α/21/β).
59 .Ι.Α.Υ.Ε. 1933, Α/21/β, ΥΠΕΞ προς πρεσβεία Βουκουρεστίου 11.10.29.
60 .Ι.Α.Υ.Ε. 1934, Α/21/ΙΙΙ.
61 .Το υπόμνημα τελείωνε με τη σύσταση ενίσχυσης της χωροφυλακής, συνεχούς παρακολούθησης των υπόπτων και εντατικοποίηση της γλωσσικής αφομοίωσης (Ι.Α.Υ.Ε. 1936, Α/4/9α,β).
62 .Αναφορά της Νομαρχίας Κοζάνης στις 5.9.1932 (Ι.Α.Υ.Ε. 1934, Α/21/ ΙΙΙα).
63 .Βλ. πλήρη λίστα των παραβιάσεων στη ρηματική διακοίνωση του ρουμάνου πρέσβη προς το Υπουργείο Εξωτερικών στις 27.5.1937, Ι.Α.Υ.Ε. 1937, Α/7/9.
64 .Ι.Α.Υ.Ε. 1937 Α/6/9, μόνιμος υφυπουργός Εξωτερικών Μαυρουδής προς Υπουργείο Δικαιοσύνης, 27.11.37.
65 .Τονίζοντας συγχρόνως ότι «βεβαίως αντιλαμβάνονται το δυσκολον της θέσεως των πολιτικών αρχών εξ αιτίας της προκλητικότητος των περί ου ο λόγος» (Ι.Α.Υ.Ε. 1938, Α/7/9, Υπουργείο Εξωτερικών προς Γενική Διοίκηση Μακεδονίας στις 27.9.1938).
66 .Ι.Α.Υ.Ε. 1937, Α/7/9, πρεσβεία Βουκουρεστίου προς Υπουργείο Εξωτερικών στις 17.5.37.
67 .ό.π.
68 .Η επιστολή δεν έχει ημερομηνία και είναι ανυπόγραφη. Αλλά το περιεχόμενο, ο γραφικός χαρακτήρας της προσφώνησης και κυρίως το γεγονός ότι είναι γραμμένη σε επιστολόχαρτο με τυπωμένη ένδειξη «Πρόεδρος Κυβερνήσεως» υποδεικνύουν σαφώς την ταυτότητα του επιστολογράφου (Ι.Α.Υ.Ε. 1937, Α/6/9).
69 .Περί του κινήματος αυτού βλ. αναλυτικά στο Ζωρζ Καστελάν, Η ιστορία των Βαλκανίων, σελ. 579-88.
70 .Ι.Α.Υ.Ε. 1940, Α/1, A/lδ, Α/10/2, Α/10/3, Α/10/6, Α/10/8, Α/11/3, Α/13, α.π. 29371, πρεσβεία Βουκουρεστίου, 25.9.1940.
71 .ό.π.
72 .Η περίφημη «λατινικότης» που συνέδεε τους ρουμανίζοντες Βλάχους με την Ιταλία και που χρησίμευσε ως όχημα στα σχέδια του Μουσολίνι, στηριζόταν νεφελωδώς στους λατινικούς (αντί για κυριλλικούς) χαρακτήρες με τους οποίους γραφόταν η ρουμανική γλώσσα χάριν της διαφοροποιήσεως του ρουμανικού έθνους από τους Σλάβους και τους Μαγυάρους που το τριγύριζαν. Για την ομάδα δε που πρόβαλε τη θεωρία της καταγωγής των Κουτσόβλαχων από τη ρωμαϊκή λεγεώνα, οι δεσμοί με τη φασιστική Ιταλία ήταν πιο αυτονόητοι (E.J. Hobsbawm, Έθνη και εθνικισμός από το 1780 μέχρι σήμερα, πρόγραμμα, μύθος, πραγματικότητα, εκδ. Καρδαμίτσα, 1994, σελ. 160).
73 .ό.π. Οι συζητήσεις αυτές έλαβαν χώρα κατά την επίσκεψη του πρωθυπουργού της Ρουμανίας Τσιγκούρτου και του υπουργού Εξωτερικών Μανολέσκο στην Ιταλία τον Ιούλιο του 1940. Στις συζητήσεις τότε φαίνεται ότι αναμίχθηκαν οι Κουτσόβλαχοι που ζούσαν εκεί και σπούδαζαν στα ιταλικά πανεπιστήμια.
74 .Stefanaq Polio, Arben Puto, The history of Albania from its origins to the present day, Routledge and Kegan Paul, London, 1981, σελ. 216-20.
75 .Ι.Α.Υ.Ε. 1940, A/1, Α/1δ, A/10/2, A/10/3, A/10/6, A/10/8, A/11/3, A/13, α.π. 29371.
76 .Τόσο που το Υπουργείο Εξωτερικών αναγκάστηκε για πολλοστή φορά να επισημάνει στις Γ.Δ. Μακεδονίας και Ηπείρου στις 2.2.1938: «Επιστήσατε την προσοχήν των κατωτέρων οργάνων, ιδία της Χωροφυλακής, καθόσον έχομεν την υπόνοιαν ότι ταύτα πίπτουν θύματα ερεθισμού προκαλουμένου παρά πρακτόρων της ρουμανικής προπαγάνδας και εις στιγμάς ψυχικού αναβρασμού λησμονούν τας χορηγηθείσας οδηγίας» (Ι.Α.Υ.Ε. 1938, Α/11α, α.π. 3618).
77 .Αθ. Χρυσοχόου, Η κατοχή εν Μακεδονία, βιβλίον τρίτον, Η δράσις της ιταλορουμανικής προπαγάνδας, Θεσσαλονίκη, 1951, σελ. 12-3. Σημειώνω επίσης ότι πριν από την ιταλική επίθεση οι ελληνικές αρχές δεν είχαν στοιχεία για συνεργασία των ρουμανιζόντων με τους Ιταλούς. Είχαν απλώς βάσιμες υποψίες και έπαιρναν προληπτικά μέτρα. Το Υπουργείο Εξωτερι κών μάλιστα επέστησε την προσοχή της Γ.Δ. Ηπείρου να προσέξει την κυκλοφορία της φήμης ότι οι Κουτσόβλαχοι διαθέτουν ιταλική προστασία γιατί αυτό μπορεί να λειτουργούσε αρνητικά από πάσης απόψεως. Και τους προπαγανδιστές ρουμανίζοντες Βλάχους θα βοηθούσε να ξεθαρρέψουν κι άλλους να παρασύρει προς το μέρος του Άξονα κι άλλους ελληνόφρονες να προσβάλει (Ι.Α.Υ.Ε. 1941, Α/7/9, 20, Υπουργείο Εξωτερικών προς Γ.Δ. Η πείρου, 3.10.1940).
78 .Η πρεσβεία της Ρουμανίας διαμαρτυρήθηκε εγγράφως γιατί πληροφορήθηκε ότι η ελληνική κυβέρνηση θα στείλει στην Κρήτη τους Κουτσόβλαχους που βρίσκονταν ήδη στις φυλακές και τα στρατόπεδα συγκεντρώσεως (Ι.Α.Υ.Ε. 1941, Α/7/9, 20, α.π. 10055).
79 .Ε. Αβέρωφ-Τοσίτσα, Η πολιτική πλευρά..., σελ. 75-6.
80 .Λεπτομέρειες για τις συνθήκες υπό τις οποίες αναχώρησαν ο βασιλιάς Γεώργιος και η κυβέρνηση Τσουδερού βλ. στο Λένα Διβάνη, Η πολιτική των εξορίστων ελληνικών κυβερνήσεων, 1941-1944, εκδ. Αντ. Σάκκουλα, Αθήνα, 1992, σελ. 25-38.
81 .Για τη δράση των Βουλγάρων και των Ιταλών στην κατοχική Ελλάδα βλ. τη μελέτη του Χάγκεν Φλάισερ, Στέμμα και σβάστικα, Η Ελλάδα της κατοχής και της αντίστασης, 1941-1944, τ. Α', εκδ. Παπαζήση, 1988, σελ. 83-105.
82 .Ένα λεπτομερές βιογραφικό του Διαμάντη βλ. στο Γ. Έξαρχου, Αυτοί είναι οι Βλάχοι, σελ. 316-20.
83 .Περί της δράσης του Διαμάντη βλ. αναλυτικά το βιβλίο του Αθ. Χρυσοχόου, Η κατοχή εν Μακεδονία, βιβλίον τρίτον, Η δράσις της Ιταλορουμανικής προπαγάνδας, Θεσσαλονίκη, 1951, ολόκληρο.
84 .Ι.Α.Υ.Ε. 1941-1943, 32, ρηματική διακοίνωση του Τσολάκογλου προς τον πληρεξούσιο του Γ' Ράιχ στην Ελλάδα στις 10.4.1942. Στην ουσία ο Τσολάκογλου ζητάει τη βοήθεια των Γερμανών για να αμυνθεί στα σχέδια του κερδοσκόπου Διαμάντη και των λεγεωνάριων.
85 .Βλ. την αρθρογραφία του κουτσόβλαχου Τάκη Οικονομάκη, διευθυντή της εφημερίδας Θεσσαλία του Βόλου στις 15, 18 και 19 Φεβρουαρίου 1942 με τίτλο «Τι είναι οι Κουτσόβλαχοι: Μία καθαρά ελληνική φυλή». Ο θαρραλέος δημοσιογράφος τιμωρήθηκε με πενθήμερο κλείσιμο της εφημερίδας του από τις ιταλικές αρχές.
86 .Ι.Α.Υ.Ε. 1941-1943, 32, Επιστολή Γ. Μόδη της 30.6.42, που περιγράφει τα αισθήματα των ηγετών των ρουμανιζόντων Βεροίας.
87 .Αθ. Χρυσοχόου, ό.π., σελ. 122.
88 .Μια σύντομη αποτίμηση της πορείας του ελληνισμού κάτω από την ξένη κατάκτηση βλ. στο κλασικό έργο του Ν. Σβορώνου, Επισκόπηση της νεοελληνικής ιστορίας, εκδ. Θεμέλιο, 1976, σελ. 9-65.
89 .Λεπτομέρειες στη μελέτη του Αθ. Καραθανάση, Οι Έλληνες λόγιοι στη Βλαχία, 1670-1714. ΙΜΧΑ, Θεσσαλονίκη, 1982.
90 .Ι.Α.Υ.Ε. 1933, Α/21/ΙΙΙ γ, α.π. 13286.
91 .Μάλιστα το 1933 στην περίοδο της οικονομικής κρίσης, η ελληνική κοινότητα αναγκάστηκε να ζητήσει τη βοήθεια του ελληνικού κράτους για να συντηρήσει τη σχολή αυτή (Ι.Α.Υ.Ε. 1931-33, Α/7/10 και Α/22).
92 .Ι.Α.Υ.Ε. 1929, Α/21/ΙΙΙ, α.π. 3305.
93 .Ι.Α.Υ.Ε. 1933, Α/21/β.
94 .Ι.Α.Υ.Ε. 1923-1929, Α/22, α.π. 2498.
95 .Όταν, λ.χ., το 1928-29 προσπαθούσαν να πάρουν έγκριση για την επέκταση του κουτσοβλαχικού γυμνασίου των Γρεβενών με την προσθήκη 3 τάξεων (Ι.Α.Υ.Ε. 1933, Α/21/β).