Τα σχολεία των Βλάχων της Γρεβενιώτικης Πίνδου. Ελληνόφρονες και ρουμανίζοντες (1859-1913)

Μαθητές του Ρουμάνικου δημοτικού σχολείου ΚρανιάςΤα βλαχοχώρια των Γρεβενών ήταν η Σαμαρίνα, το Περιβόλι, η Αβδέλλα, η Σμίξη, η Κρανιά, το Βελόνι1 και η Καλλιθέα (Μπάλντινο).2

Λόγω των κτηνοτροφικών ασχολιών τους, οι κάτοικοι εκκένωναν τα χωριά τους το χειμώνα, πλην της Κρανιάς, και παραχείμαζαν στη Θεσσαλία και στα Γρεβενά. Οι δάσκαλοι είτε ακολουθούσαν τους βλαχόφωνους, είτε δίδασκαν το χειμώνα σε γειτονικά χωριά της περιοχής. Η χειμερινή σχολική περίοδος διαρκούσε από τα μέσα Σεπτεμβρίου έως και τα μέσα Μαΐου οπότε πλέον ξεκινούσε η θερινή περίοδος στα χωριά της Πίνδου. Η χειμερινή περίοδος ξεκινούσε την επομένη της λήξης της θερινής περιόδου.3

Το 1856 η Πύλη εξέδωσε το διάταγμα του Χάττι Χουμαγιούν, το οποίο επέτρεπε την ίδρυση κοινοτικών σχολείων στην Οθωμανική αυτοκρατορία δίνοντας την ευκαιρία σε Ρουμάνους και Ελληνες να κινητοποιηθούν, δεδομένου πως η παιδεία αποτελούσε κριτήριο εθνικής ταυτότητας. Η ρουμανική προσπάθεια προσέλαβε ένα πολιτιστικό χαρακτήρα που αποσκοπούσε στην καλλιέργεια ρουμανικής συνείδησης στους Βλάχους.4 Η ενέργεια αυτή χρηματοδοτήθηκε από το ρουμανικό κράτος5 , μέσω του Μακεδονορουμανικού κομιτάτου6 , συλλόγου που συστάθηκε στο Βουκουρέστι το 1860 και ο οποίος το 1879 μετονομάστηκε σε '' Εταιρεία της Μακεδονο-Ρουμανικής κουλτούρας'' και αργότερα, από τον αλβανορουμανικό σύλλογο.7 Τα πρώτα χρόνια η ρουμανιζουσα πλευρά αντιμετώπισε προβλήματα καθώς γίνονται αναφορές για καθυστερήσεις πληρωμών και ανεπαρκη χρηματοδότηση των σχολείων.8 Η ελληνική προσπάθεια επιχορηγήθηκε από το προξενείο Ελασσόνας μέσω του ''Συλλόγου προς διάδοσιν των ελληνικών γραμμάτων'' (στο εξής θα αναφέρεται ως ''Σύλλογος''), από τις κατά τόπους μητροπόλεις, τις κοινότητες, τις φιλεκπαιδευτικές οργανώσεις, τα εκκλησιαστικά έσοδα της εκάστοτε ενορίας και, τέλος, από τις δωρεές ευπόρων Βλάχων.9

Μετά από τη χορήγηση κονδυλίου 20.000 λέι από το ρουμανικό κρατος, ο ιερομόναχος Αβέρκιος επέστρεψε στην γενέτειρα του την Αβδέλλα το 1865 με σκοπό τη στρατολόγηση παιδιών βλαχοφώνων οικογενειών προκειμένου να σπουδάσουν στο Βουκουρέστι και, επιστρέφοντας στα χωριά τους, να στελεχώσουν τα μελλοντικά ρουμανικά σχολεία.10 Επιλέχτηκαν παιδιά ευπόρων οικογενειών έτσι ώστε να αποτελέσουν κινητρο και για φτωχότερες οικογένειες ώστε να στείλουν τα παιδιά τους σε ρουμανικά σχολεία11 καθώς δίδονταν χρήματα για την ένδυση, τη σίτιση και τη διαμονή των μαθητών.12
Το 1867 ο Απόστολος Μαργαρίτης ίδρυσε ρουμανικό σχολείο στην Αβδέλλα13. Την ίδια χρονιά στο χωριό μαρτυρείται ένα καλώς κατηρτισμένο ελληνικό σχολείο στο οποίο οι κάτοικοι προτιμούσαν να στέλνουν τα παιδιά τους.14 Σταδιακά, όμως, το ρουμανικό σχολείο σημείωσε επιτυχίες. Έκθεση του επιθεωρητή ρουμανικών σχολείων για το 1870 αναφέρει πως τα τελευταία δύο χρόνια παρατηρήθηκε στην Αβδέλλα ''ανάπτυξη των εθνικών γραμμάτων και της μητρικής γλώσσας'', ενώ χαρακτηρίζει τους ρουμανίζοντες μαθητές ως ''φλογερούς αποστόλους''. Στο ρουμανικό σχολείο φοιτούσαν μαθητές και από γύρω χωριά όπως το Περιβόλι και τη Σαμαρίνα ενώ αναφέρεται και η ύπαρξη ενήλικων μαθητών.15
Το 1871 στο Περιβόλι μνημονεύεται η ύπαρξη ελληνικού διδασκαλείου.16 Η ίδρυση ρουμανικού σχολείου χρονολογείται μεταξύ των ετών 1875 - 1878 από τον ιερέα Δημήτριο Τέγου ή Τεγογιάννη (μετέπειτα Constantinescu).17 Στη Σμίξη, που από το 1863 μνημονεύεται ελληνικό σχολείο, δεν εδραιώθηκε ο ρουμανισμός. Έως και το 1890 στους Σμιξιώτες μάθαιναν γραφή, ανάγνωση και αριθμητική, κυρίως, οι κληρικοί του χωρίου.18

Μετά την ανακήρυξη της ρουμανικής ανεξαρτησίας το 1878, ο ''Γενικός επιθεωρητής ρουμανικών σχολείων'' Απόστολος Μαργαρίτης προσπαθούσε να αποτρέψει την ενσωμάτωση της Θεσσαλίας στην Ελλάδα, υπερδιογκωνοντας τον αριθμό των μαθητών που φοιτούσαν στα ρουμανικά σχολεία της Οθωμανικής αυτοκρατορίας με σκοπό να καταδείξει τη δυναμική παρουσία των ρουμανιζόντων στην περιοχή. Το 1881, ενόψει των εξελίξεων, παραχειμαζοντες πρόκριτοι στη Θεσσαλία από την Αβδέλλα, τη Σμίξη και τη Σαμαρίνα με εγγραφη δήλωση τους τόνισαν πως ανήκουν στο Οικουμενικό Πατριαρχείο, μιλούν την ελληνική γλώσσα και στέλνουν τα παιδιά τους στο ελληνικό σχολείο. Μετά το 1881, το έργο του Μαργαρίτη έγινε δυσκολότερο στα χειμερινά ρουμανικά σχολεία καθώς ο ''Σύλλογος'' έδωσε εντολή στους ελληνοδασκάλους να ακολουθούν τους μαθητές τους και στο Θεσσαλικό κάμπο19 .
Στη Σαμαρίνα λειτουργούσε ένα καθεστώς αυτοδιοικούμενης εκπαίδευσης υπό την εποπτεία των κοινοτικών αρχών. Οργανώσεις όπως η ''Φιλεκπαιδευτική αδελφότητα Σαμαρίνας'', αρχικά, η ''Νεολαία Σαμαρίνας'' μετέπειτα, και άλλες που συστάθηκαν από απόδημους Σαμαρινιώτες της Αμερικής στήριζαν την εκπαίδευση.20 Κέντρο της περιοχής είχε καταστεί η πλούσια σε συγγράμματα βιβλιοθήκη της ιεράς Μονής της Αγίας Παρασκευής. Η προσπάθεια να ιδρυθεί ρουμανικό σχολείο τo 1868 στη Σαμαρίνα, η οποία διέθετε ήδη από το 1867 ελληνικό σχολείο με πρώτο δάσκαλο το Ζήση Χοτόπουλο, στέφθηκε με αποτυχία.21 Το 1879, λόγω της υπερίσχυσης των ρουμανιζόντων στη ''Φιλεκπαιδευτική αδελφότητα'', ιδρύθηκε ρουμανικό σχολείο από τον Ιωάννη Χονδρόσωμο. Το γεγονός αυτό θορύβησε το ''Σύλλογο'' ο οποίος προχώρησε στην ίδρυση σχολείων αρρένων και θηλέων στα βλαχοχώρια, στην αναδιοργάνωση των ήδη υπαρχόντων και στην αποστολή δασκάλων και σχολικού υλικού.22 Το 1882 λειτουργούσε και νηπιαγωγείο στο χωριό. Οι ρουμανίζοντες δρούσαν και με την ανοχή του Μητροπολίτη Γρεβενών, Γενναδίου (1864 -1874), αλλά και του διαδόχου του Κυρίλλου (1874 - 1888) οι οποίοι δεν αντιδρούσαν στις προκλήσεις, θέλοντας να είναι αρεστοί στις οθωμανικές αρχές.23
Το 1881 ο Τέγου ίδρυσε ρουμανικό σχολείο και στα Γρεβενά με 15 μαθητές.24 Στην Κρανιά λειτουργούσε παρθεναγωγείο και ελληνικό σχολείο από το 1860 με δάσκαλο το Κωνσταντίνο Σακελλαρίου. Το ρουμανικό λειτούργησε το 1884 με την παρέμβαση των τουρκικών αρχών. Αν και υπερτερούσε σε υλικές παροχές, σχεδόν υπολειτουργούσε, τη στιγμή που το ελληνικό στέγαζε πάνω από 50 μαθητές.25
Εκθέσεις από το προξενείο Ελασσόνας ανέφεραν πως οι Βλάχοι χειρίζονταν με αποτελεσματικότητα την κατάσταση, πλην της Αβδέλλας. Αντίθετα, το προξενείο Ιωαννίνων έκρουε τον κώδωνα του κινδύνου που εκτιμούσε πως, σε συνδυασμό με την ελλειπή στελέχωση των ελληνικών σχολείων και την επανεμφάνιση του Κρητικού ζητήματος, η Πύλη υποστήριζε την τρομοκρατία που ασκούσαν οι ρουμανίζοντες.26

Μετά το 1890 οι ρουμανίζοντες δρούσαν με την ανοχή των οθωμανικών αρχών αλλά και με την υποστήριξη του αυστριακού προξένου του Μοναστηρίου. Ενισχυμένοι, κατηγορούσαν ελληνοδασκάλους για συμμετοχή σε επαναστατικές ενέργειες. Η κατάσταση έγινε δυσκολοτερη μετά την απόφαση του προξενείου Ελασσόνας το 1891 να περικόψει τις επιδοτήσεις των ελληνοδασκάλων της περιοχής.27 Το 1889, ο ελληνοδάσκαλος της Κρανιάς Δημητρίος Ζούκης συνάντησε δυσκολίες στη λειτουργία του ελληνικού σχολείου και το 1890 συνελήφθη μαζί με άλλους συναδέλφους του. Τελικά, αποφυλακίστηκαν στις αρχές του επομένου έτους. Την περίοδο 1891 - 99 τα σχολεία σε Αβδέλλα και Περιβόλι δεν λειτούργησαν καθώς οι ρουμανίζοντες δεν επέτρεπαν το άνοιγμα τους. Οι οικογένειες ελληνοφρόνων αναγκάζονταν να στέλνουν τα παιδιά τους στα ρουμανικά σχολεία. Οι όποιες προσπάθειες για τοποθέτηση ελληνοδασκάλου αντιμετωπίζονταν με επεισόδια και οι δάσκαλοι εγκατέλειπαν τη θέση τους. Το 1892 στη Σαμαρίνα οι ρουμανίζοντες επιχείρησαν να καταλάβουν το ελληνικό σχολείο ανεπιτυχώς.28
Έκθεση του επιθεωρητή των ελληνικών προξενικών αρχών για το 1893 διαπιστώνει επιτυχίες της ρουμανίζουσας πλευράς σχετικά με την ίδρυση σχολείων. Η αλλαγή του Διοικητή Σερβίων, Αχμέτ Αλή Πασά Βρυώνη, οπαδού του Αλβανικού συνδέσμου και υποστηρικτή των ρουμανιζόντων, σηματοδοτεί τη μεταστροφή του κλίματος. Στα ρουμανικά σχολεία διδάσκονταν 4 γλώσσες με σύγχρονες για την εποχή διαλογικές μεθόδους (ελληνική, ρουμανική, γαλλική και τουρκική). Τα γαλλικά ήταν μια οικεία γλώσσα για τους μαθητές λόγω της γλωσσικής συγγένειας με τη βλαχική διάλεκτο ενώ τα τουρκικά ήταν η γλώσσα της διοίκησης. Διδάσκονταν, επίσης, εγκυκλοπαιδικά μαθήματα, θρησκευτική κατήχηση και ρουμανική ιστορία. Συνήθης τακτική των ρουμανιζόντων για την διευκόλυνση του εκπαιδευτικού τους έργου αποτελούσε η δωροδοκία των οθωμανών αξιωματούχων. Τέλος, γίνεται αναφορά στην φιλαργυρία κάποιων ελλήνων ιερέων αλλά και στο ακατάλληλο προσωπικό των ελληνικών σχολείων το οποίο είχε άγνοια καθηκόντων στο μεγαλύτερο μέρος του.
Αυτό που προτείνεται είναι η ίδρυση ελληνικών σχολείων στις περιοχές όπου υπάρχουν ρουμανικά, η προσεκτική επιλογή δασκάλων, η χορήγηση υποτροφιών και η διδασκαλία ξένων γλωσσών. Για την τουρκική κρίνεται απαραίτητο ο καθηγητής να είναι οθωμανός αξιωματούχος. Ακόμη, προτείνεται να προβαίνει και η ελληνική πλευρά στη δωροδοκία των οθωμανικών αρχών. Επίσης, υποδεικνύεται η σύσταση συλλόγων στη Θεσσαλία, οι οποίοι θα προσεταιρίζονται τους εκεί παραχειμάζοντες. Ως αποτελεσματικό μέτρο κρίνεται και η εισαγωγή νέων εκπαιδευτικών μεθόδων στα σχολεία, ειδικά στο μάθημα της ιστορίας, προκειμένου να τονιστεί η ελληνικότητα των Βλάχων ανά τους αιώνες. Τέλος, εκτός από την πολιτική εξόντωση του Αποστόλου Μαργαρίτη, επισημαίνεται και η ανάγκη ίδρυσης ελληνικών προξενείων σε Γρεβενά και Σέρβια.29

Από το 1894 το κλίμα ανατρέπεται υπέρ των Ελλήνων λόγω της ρήξης του Μαργαρίτη με το ρουμάνο πρόξενο του Μοναστηρίου Constantinescu και της κριτικής που δεχόταν ο πρώτος από αντιπολιτευτική μερίδα της Ρουμανίας.30 Ο αριθμός των ρουμανικών σχολείων και των μαθητών που φοιτούσαν σε αυτά μειωνόταν. Τα μεγάλα χρηματικά ποσά που δόθηκαν στο Μαργαρίτη ο ίδιος τα διέθεσε για την δημιουργία ενός κύκλου ''επί πληρωμή φίλων'' στην οθωμανική διοίκηση. Αυτός, άλλωστε ήταν και ο λόγος που οι ρουμανικές κυβερνήσεις δεν τον απομάκρυναν από τη θέση του επιθεωρητή.31 Τα επεισόδια ωστόσο συνεχίζονταν. Στη Σαμαρίνα οι ρουμανίζοντες κατέλαβαν δύο σχολικά κτίρια με αποτέλεσμα οι 400 μαθητές του ελληνικού σχολείου να κάνουν μάθημα στην εκκλησία. Παρά την ήττα του 1897 και τη μείωση του ελληνικού κρατικού προϋπολογισμού κατά ¼ στην εκπαίδευση, η ελληνική εκπαιδευτική πολιτική σημείωνε ανοδική πορεία. Ο Μαργαρίτης προσπαθούσε ανεπιτυχώς να πείσει πολλούς ελληνοδασκάλους να διδάξουν στα ρουμανικά σχολεία έναντι αδράς αμοιβής.32 Με ενέργειες του Μητροπολίτη Γρεβενών Δωρόθεου (1896 - 1901), το 1899 διορίστηκαν ως ελληνοδάσκαλοι σε Αβδέλλα και Περιβόλι, οι Ιωάννης Πολιαραίος και Ζήσης Σακελλαρίου αντίστοιχα.33
Η αντικατάσταση του Μαργαρίτη το 1898 από δύο επιθεωρητές,34 στα πλαίσια της ελληνορουμανικής προσέγγισης, και η απόφαση της Πύλης την επόμενη χρονιά να απαγορεύσει το διορισμό δασκάλων από το ρουμανικό υπουργείο Παιδείας, φανέρωναν πως τα ρουμανικά σχολεία στη Μακεδονία αντιμετώπιζαν προβλήματα.35 Οι ελληνόφρονες κινήθηκαν εγκαίρως και κατέλαβαν τα σχολεία της Σαμαρίνας ενώ οι ρουμανίζοντες, των οποίων οι μαθητές ήταν αρκετά λιγότεροι, προσπάθησαν να καταλάβουν το σχολείο στον Προφήτη Ηλία προκειμένου να λειτουργήσει ως Παρθεναγωγείο.

Στις αρχές του αιώνα 523 ελληνόφρονες Σαμαρινιώτες φοιτούσαν στα σχολεία του χωριού. Στα ελληνικά σχολεία και στο παρθεναγωγείο της Αβδέλλας φοιτούσαν 170 μαθητές και μαθήτριες έναντι των 51 ρουμανιζόντων, αν και στο άνοιγμα του ελληνικού σχολείου σημειώθηκαν αντιδράσεις. Ανάλογη ήταν και η κατάσταση στο Περιβόλι. Η ελληνική αστική σχολή της Κρανιάς φιλοξενούσε 87 μαθητές και της Σμίξης 50. Στην τελευταία, η προσπάθεια για διορισμό ρουμανοδασκάλου, στέφθηκε με αποτυχία. Την αποτυχία του όλου εγχειρήματος αναγνωρίζει και ο ρουμάνος υπουργός Δημόσιας εκπαίδευσης Spiru Haret36 που αναφέρθηκε σε κακοδιαχείριση των οικονομικών στα σχολεία της Μακεδονίας. Το 1902 ο Ιωάννης Χονδρόσωμος ανέλαβε τις εκπαιδευτικές αρμοδιότητες της περιοχής. Αυτό που χαρακτηρίζει την εποχή αυτή κυρίως είναι η αναστολή πολλών ρουμανικών σχολείων παρά τις ρουμανικές στατιστικές που έδιναν μία πλασματική εικόνα της κατάστασης.37
Η εξέγερση του Ίλιντεν και η εμφάνιση ενόπλων σωμάτων στη Μακεδονία σε συνδυασμό με τις πιέσεις που ασκούνταν στη ρουμανική κυβέρνηση από απόδημους ρουμανίζοντες εγκατεστημένων στο Βουκουρέστι, είχε ως αποτέλεσμα την επανεμφάνιση του εκπαιδευτικού και εκκλησιαστικού ζητήματος στη Μακεδονία και τη συνεργασία ρουμανιζόντων με βούλγαρους κομιτατζήδες.38 Για το 1903 ο ρουμανικός προϋπολογισμός προέβλεπε 935.000 λέι για την ίδρυση σχολείων. Την αποδυνάμωση της ρουμανικής εκπαιδευτικής κίνησης, ωστόσο, δεν μπόρεσε να σταματήσει ούτε ο σουλτανικός ιραδές που εξέδωσε ο Αβδούλ Χαμίτ το 1905 και αναγνώριζε de facto τους Βλάχους ως ξεχωριστη θρησκευτική κοινότητα.39 Την ίδια χρονιά σημειώθηκαν ταραχές κατά της κεντρικής σχολής της Σαμαρίνας, στην οποία φοιτούσαν 175 μαθητές και δίδασκαν 7 δάσκαλοι, με αποτέλεσμα οι ελληνόφρονες να μηνύσουν τους ρουμανίζοντες στον αντιεισαγγελέα της περιοχής.40 Στα ρουμανικά σχολεία του χωριού καταγράφονται μόλις 4 μαθητές.41 Οι ρουμανίζοντες απέδιδαν την αποτυχία τους στην εκπαίδευση στην τρομοκρατία που ασκούσαν τα ελληνικά σώματα στους Βλάχους.42 Σε διαβήματα πρός την ελληνική Κυβέρνηση ο ρουμάνος πρέσβης στην Αθήνα I. Papiniu ζητούσε την χαλινάγωγηση των ελληνικών ενόπλων σωμάτων. Αυτός, άλλωστε, ήταν ενας από τους λόγους του ανθελληνικού κινήματος στη Ρουμανία το 1906 και της εκ νέου διακοπής των ελληνορουμανικών σχέσεων έως το 1911.43 Πολλοί ρουμανοδάσκαλοι, όπως οι δάσκαλοι Αβδέλλας και Περιβολίου Στέργιος Περδίκας και Στέργιος Καραγιάννης αντίστοιχα οργάνωναν ένοπλα σώματα ακόμα και μετά το 1908. Μετά από αντιδράσεις, απομακρυνθηκαν από τις θέσεις τους την επόμενη χρονιά.44

Στις 29/4/1906 ο ρουμάνος πρόξενος του Μοναστηρίου ζήτησε από το ρουμάνο πρέσβη της Κωνσταντινούπολης να ενεργήσει προκειμένου να επιστρέψουν στις θέσεις τους στη Μακεδονία δάσκαλοι και ιερείς οι οποίοι απουσίαζαν για μεγάλο χρονικό διάστημα στη Ρουμανία καθώς όφειλαν να προστατεύσουν τους Βλάχους από τα ελληνικά αντάρτικα σώματα. Συγκεκριμένα, αναφέρθηκε στους κατοίκους της Σαμαρίνας και της Αβδέλλας, οι οποίοι ερχόμενοι στα ορεινά κινδύνευαν να μείνουν χωρίς ιερέα και δάσκαλο. Θεωρούσε πως έπρεπε να επαναξεταστεί το θέμα των αδειών ιερέων και δασκάλων διότι το κενό θα ήταν επιζήμιο για την ομαλή εξέλιξη του ρουμανισμού στην Μακεδονία.45
Το κίνημα των Νεοτούρκων του 1908 υποβοήθησε τους ρουμανίζοντες, δίνοντας τους την ευκαιρία να προκαλέσουν ταραχές. Το 1910, ο επιθεωρητής των ρουμανικών σχολείων Τάσκος ζήτησε από τους ρουμανοδασκάλους να καταλάβουν εγκαίρως την άνοιξη τα σχολεία προτού επιστρέψουν οι Έλληνες από τα χειμαδιά τους.46 Το Σεπτέμβριο του 1910 ρουμανίζοντες με επικεφαλής τον Μήτρο Τσακαμά κατέλαβαν το ελληνικό σχολείο της Κρανιάς, με αποτέλεσμα 80 ελληνόπαιδες να φοιτούν στην ύπαιθρο. Στην Κρανιά, οι ρουμανίζουσες οικογένειες υπολογίζονταν περίπου στις 20 έναντι των 200 ελληνικών.47 Επίσης, στη Σαμαρίνα 10 οικογένειες ρουμανιζόντων με την βοήθεια των τουρκικών αρχών απέσπασαν από τις 600 οικογένειες ελληνοφρόνων το σχολείο. Στα χειμερινά ρουμανικά σχολεία της Βλαχογιάννης και του Πραιτωρίου μαθητές και δάσκαλοι ήταν ισάριθμοι48.

Για το 1911-1912 σχολικοί επιθεωρητές των ελληνικών σχολείων της περιοχής ορίστηκαν οι Αντώνιος Μαρίνης και Ζωγράφος αντίστοιχα, οι οποίοι καταφεραν να εξασφαλίσουν εκπαιδευτικούς για τα βλαχοχώρια.49 Η ενσωμάτωση των Νέων Χώρων στην Ελλάδα σηματοδοτούσε την ανεμπόδιστη άσκηση εκπαιδευτικής πολιτική από ελληνικής πλευράς. Σε απογραφή του 1913 φαίνεται πως οι ελληνόφρονες μαθητές ήταν υπερδιπλάσιοι από τους ρουμανίζοντες, ενδεικτικό της μεταστροφής του κλίματος. Η Σαμαρίνα μετρούσε περισσότερους από 400 μαθητές στην ελληνική αστική σχολή και στο Παρθεναγωγείο της ενώ οι ρουμανίζοντες, που είχαν αποσπάσει το διδακτήριο βιαίως από την ελληνική πλευρά μόλις 30. Ανάλογη εικόνα συναντάμε και στο Περιβόλι όπου το ελληνικό δημοτικό σχολείο στέγαζε πάνω από 165 μαθητές. Στην Αβδέλλα συναντάμε 92 μαθητές και 51 μαθήτριες στα αντίστοιχα σχολεία έναντι των 60 - 70 της ρουμανίζουσας πλευράς. Η Σμίξη διέθετε 75 μαθητές. Στην Κρανιά οι ρουμανίζοντες, αν και κατέλαβαν το ελληνικό διδακτήριο την άνοιξη του 1912, συντηρούσαν μόνο 55 μαθητές και μαθήτριες ενώ τα ελληνικά πάνω από 100. Ο θάνατος του Τσακαμά, άλλωστε, την ίδια χρονιά, σήμανε την αποδυναμώση του ρουμανισμού στην Κρανιά.50
Κατά την διάρκεια του Α΄Βαλκανικού πολέμου, ο ρουμάνος πρόξενος των Ιωαννίνων ζήτησε διπλωματική παρέμβαση του Titu Maiorescu, Πρωθυπουργού της Ρουμανίας, προκειμένου να προστατευτούν οι Βλάχοι της περιοχής από τα ελληνικά στρατεύματα τα οποία προέβαιναν σε αντίποινα σε περιοχές όπου αποχωρούσε ο οθωμανικός στρατος, καταστρέφοντας βιβλία ρουμανικών σχολείων και ό,τι εκπαιδευτικό υλικό είχε σταλεί από το Βουκουρέστι και δολοφονώντας Βλάχους, όπως τον διευθυντή του ρουμανικού σχολείου της Κρανιάς. Τέλος, χαρακτήριζε την στάση του κλήρου ως αντιτουρκική και αντιρουμανική.51 Με τις συμφωνίες Maiorescu - Βενιζέλου το 1913, αναγνωρίστηκε η λειτουργία και αυτονομία ρουμανικών σχολείων και εκκλησιών στις Νέες Χώρες. Η συμφωνία αυτή σηματοδοτεί και το τέλος των κοινοτικών σχολείων στη Μακεδονία.

Συμπερασματικά, παρατηρούμε πως η ρουμανική εκπαιδευτική κίνηση στη Μακεδονία αποτελούσε συνάρτηση των διακυμάνσεων των ελληνορουμανικών σχέσεων και των διεθνών εξελίξεων. Προ του 1878 ο ρουμανισμός δεν σημείωσε ιδιαίτερες επιτυχίες στην περιοχή. Με την ανακήρυξη της ρουμανικής ανεξαρτησίας η προσπάθεια επιχορηγείτο πλέον από το επίσημο κράτος και έφτασε στο αποκορύφωμα της την δεκαετία του 1890 με την διακοπή των διμερών ελληνορουμανικών σχέσεων (1892 - 1896). Η προσέγγιση που σημειώθηκε το 1900 είχε ως αποτέλεσμα τη χαλάρωση του προγράμματος από το Βουκουρέστι. Ωστόσο η εξέγερση του Ίλιντεν (1903) και οι ένοπλες συρράξεις στη Μακεδονία (1904 - 1908) απετέλεσαν τις κυριότερες αιτίες επανενεργοποίησης του ρουμανικού εκπαιδευτικού μηχανισμού.
Η ρουμανική προσπάθεια απέδωσε πενιχρά αποτελέσματα. Οι όποιες επιτυχίες οφείλονταν στις υλικές απολαβές που παρείχαν τα ρουμανικά σχολεία, στη στήριξη των οθωμανικών αρχών, στα προβλήματα που αντιμετώζαν τα ελληνικά σχολεία και στο γεγονός πως πολλοί φοροί του ρουμανισμού κατάγονταν από την περιοχή των Γρεβενών. Ο διευθυντής της ρουμανικής σχολής Ιωαννίνων Dumitru Lazarescu Lecanta αναφέρει πως ''ο Βλάχος στέλνει τα παιδιά του στα ρουμανικά σχολεία μόνο για να αποσπάσει δώρα''.52 Ο ρουμανισμός κατάφερε σε κάποιο βαθμό να διεισδύσει σε ποιμενικoύς πληθυσμoύς ενώ ελάχιστες ήταν οι επιτυχίες του σε αστικούς πληθυσμούς. Όσο οι Βλάχοι βρίσκονταν υπό την προστασία του Οικουμενικού Πατριαρχείου, το ελληνικό κράτος δεν έδειχνε ιδιαίτερη ανησυχία για το ζήτημα.53

Η γλώσσα που επελεγη για τα μαθήματα σε αυτά τα σχολεία ήταν η ρουμανική και όχι η διάλεκτος που μιλούσαν οι Βλάχοι του ελλαδικού χώρου. Αυτό αποτέλεσε αποτρεπτικό παράγοντα για τους Βλάχους ώστε να στείλουν τα παιδιά τους σε αυτά τα σχολεία, δεδομένου πως τα μαθήματα θα γίνονταν σε μια γλώσσα άγνωστη προς τους ίδιους. Παρά τη γλωσσική συγγένεια, οι δύο διάλεκτοι δεν ταυτίζονταν και δεν μπορούσε η μία γλώσσα να γίνει απόλυτα κατανοητή από τους ομιλούντες της άλλης. Αυτό διαπιστώνουν και οι A. D. Χenopol και ο N. Jorga χωρίς, ωστόσο, να παύουν να θεωρούν τους Βλάχους γνήσιο κομμάτι της '''ρουμανικής ψυχής'' ενώ ο Ν. Καζάζης αναφέρει την περίπτωση ρουμανίζοντα μοναστηριώτη ιερέα, ο οποίος, ερχόμενος στο Βουκουρέστι και μη δυνάμενος να συνεννοηθεί, προσέλαβε διερμηνέα.54
Παιδεία και εθνική ιδεολογία ήταν άμεσα συνυφασμένες κατά τον 19ο αιώνα. Η προσπάθεια για αναγνώριση μειονότητας ήταν έξωθεν υποκινούμενη. Η ανταπόκριση στο εσωτερικό της ελληνοβλαχικής κοινότητας προήλθε από άτομα που είδαν το ζήτημα σαν ευκαιρία προσωπικής ανέλιξης χωρίς να εμπνέονται από τα ρουμανικά εθνικά ιδεώδη. Το παραπάνω πιστοποιεί και το γεγονός πως έλληνες ρουμανοδάσκαλοι εάν δεν λάμβαναν εγκαίρως το μισθό του μεταπηδούσαν εύκολα στο απέναντι στρατόπεδο.55 Σύμφωνα με τον αγιοταφίτη αρχιμανδρίτη Γεώργιο Δροσίνα, ο Μαργαρίτης ήταν πρόθυμος να εγκαταλείψει το ρουμανισμό και να διδάξει ως ελληνοδάσκαλος στη Θεσσαλία, υπό τον όρο να του χορηγεί το ελληνικό κράτος χρηματική αμοιβή εφ' όρου ζωής. Το παραπάνω αίτημα, που διατυπώθηκε σε περίοδο ύφεσης του Μακεδονορουμανικόυ Κομιτάτου και αφού είχαν αποκαλυφθεί οικονομικές καταχρήσεις του Αβερκίου, δεν έτυχε ανταπόκρίσης από ελληνικής πλευράς.56
Βασικές προϋποθέσεις που ορίζουν και διαμορφώνουν μια μειονότητα είναι η γλώσσα, η θρησκεία, η ιδέα του ''ανήκειν'' σε κάποιο άλλο εθνικό σύνολο, η διαφορετική πολιτιστική και ιστορική παράδοση και ο υποκειμενικός παράγοντας. Λειτουργούν ως αλληλένδετοι παράγοντες ολοκλήρωσης στη διαμόρφωση της διαφορετικότητας, χωρίς όμως κάποιος από αυτούς να μπορεί να αναχθεί σε απόλυτο κριτήριο. Οι Ρουμάνοι θεώρησαν τη γλωσσική διαφοροποίηση ως μόνη προϋπόθεση για την αναγνώριση εθνικής μειονότητας, χωρίς παράλληλα να υπολογίσουν τον υποκειμενικό παράγοντα, που ήταν η εθνική συνείδηση, παραβλέποντας το γεγονός πως οι Βλάχοι ήταν δίγλωσσοι και πως χρηματοδοτούσαν την ίδρυση ελληνικών και όχι κουτσοβλαχικών ή ρουμανικών σχολείων.57 Χαρακτηριστικό είναι πως οι Ρουμάνοι εξέφραζαν τη δυσφορία τους με Βλάχους εκ Μακεδονίας που διέμεναν στη Ρουμανία αλλά έστελναν εμβάσματα στις γενέτειρες τους με σκοπό την ίδρυση ελληνικών σχολείων.58

Τα σχολεία των Βλάχων της Γρεβενιώτικης Πίνδου. Ελληνόφρονες και ρουμανίζοντες (1859- 1913)
Μιχάλης Παλάγκας*

Δημοσιεύθηκε στα πρακτικά του 3ου Συνεδρίου των Νεοελληνιστών των Βαλκανικών Χωρών : Ο Ελληνισμός ως πολιτιστικός και οικονομικός παράγοντας στα Βαλκάνια (1453-2015) : γλώσσα, λογοτεχνία, τέχνη, κοινωνία, Βουκουρέστι 16-17 Οκτωβρίου 2015 = Lucrarile celui de-al III-lea Congres al Neoelenistilor din Tarile Balcanice : Elenismul factor cultural si economic in Balcani (1453-2015) : limba, literatura, arta, societate, Bukuresti, 16-17 octobrie 2015 / επιμέλεια Tudor Dinu.

Μαθητές του Ρουμάνικου δημοτικού σχολείου ΚρανιάςΜαθητές του Ρουμάνικου δημοτικού σχολείου Κρανιάς

* Ο Μιχάλης Παλάγκας είναι ιστορικός, απόφοιτος του τμήματος ιστορίας και αρχαιολογίας του Αριστοτελείου πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και κάτοχος μεταπτυχιακού διπλώματος στον τομέα χωρών χερσονήσου του Αίμου και Τουρκολογίας του ίδιου τμήματος με τίτλο κύριας μεταπτυχιακής εργασίας '' Όψεις των ελληνογιουγκοσλαβικών σχέσεων κατά την περίοδο 1955 - 1965.'' (2009) στο: http://ikee.lib.auth.gr/record/113504/files/Binder1.pdf (Ηλεκτρονική διεύθυνση συγγραφέα: Αυτή η διεύθυνση Email προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.)
1. Το Βελόνι αποτελούσε οικισμό της Κρανιάς. Ποτέ δεν αναγνωρίστηκε ως αυτόνομη κοινότητα αν και ήταν παλαιότερος οικισμός από αυτόν της Κρανιάς. Απέκτησε, ωστόσο, τη δική του εκκλησία. Ρουμανικό σχολείο δεν λειτούργησε. Στα τέλη του 19ου αιώνα αναφέρεται ως ελληνοδάσκαλος στο ελληνικό σχολείο του οικισμού ο Ιωάννης Καλαμπαλίκης. Περίπου 15 οικογένειες έως το 1960 ζούσαν στο Βελόνι, οπότε και εγκαταλείφθηκε οριστικά. Βλ. Μούσιος 1999, 58 - 59.
2. Το Μπάλντινο (Καλλιθέα) βρισκόταν σχετικά μακριά από τα υπόλοιπα βλαχοχώρια. Ελληνικό σχολείο μαρτυρείται από το 1888. 'Εως τότε οι μαθητές διδάσκονταν στο μοναστήρι της Νέας Κουτσούφλιανης Ψαλτήρι και Παρακλητική από τους μοναχούς. Το σχολείο έκλεισε λόγω του πολέμου του 1897, γεγονός που βοήθησε τους ρουμανίζοντες να ιδρύσουν δικό τους σχολείο (1898 - 1901). Το 1911 ο ελληνοδάσκαλος του χωριού Νικόλαος Σακοράφας δολοφονήθηκε από ρουμανίζοντες χωρίς, ωστόσο, να τιμωρηθούν οι υπαίτιοι. Βλ. Γούση 2005, 105 - 108, Παπαδημητρίου 2004 και Αδάμου 1993, 103 - 104.
3. Γούση 2005, 56, 61, 76, 84, 92, 97.
4. Η ίδρυση σχολείων στη Μακεδονία αποτελούσε μέρος του πολιτικού προγράμματος του Nicolae Iorga το οποίο θα πραγματοποιείτο σε δύο φάσεις: Αρχικά, με την ενσωμάτωση των αλύτρωτων Ρουμάνων στο νεοσύστατο ρουμανικό βασίλειο και, μετέπειτα, με την επίτευξη μιας πολιτισμικής ομοιογένειας μέσω μιας εθνικής παιδείας. Βλ. Petrescu 2014, 90 - 92.
5. Το ύψος της χρηματοδότησης έφτασε το 1900 στο 1.000.000 λέι. Την επόμενη χρονιά ωστόσο, μειώθηκε λόγω της ελληνορουμανικής προσέγγισης αλλά αυξήθηκε πάλι το 1903 με την έναρξη των ενόπλων συρράξεων στη Μακεδονία. Βλ. Κολτσίδας 1994, 335 -336, 380 - 381, 386- 387.
6. Το ρουμανικό εκπαιδευτικό πρόγραμμα εκπονήθηκε από τον Anastase Panu, καϊμακάμη της Μολδαβίας το 1860, και προέβλεπε τη δημευση της περιουσίας των Πατριαρχείων Κωνσταντινούπολης, Αντιόχειας και Ιεροσολύμων στη Ρουμανία ώστε να εξασφαλιστούν οι πόροι για την υλοποίηση του, πρόταση που απορρίφθηκε από τον υπουργό Παιδείας Bolintineanu για διπλωματικούς λόγους. Βλ. Petrescu 2014, 225 - 226.
7. Αβέρωφ 1987, 25 - 26. Από την ίδρυση της επιτροπής, ωστόσο, εκφράστηκαν αμφιβολίες για την εκπαιδευτική κίνηση στη Μακεδονία. Για παράδειγμα, το 1863 ο Andrei Prejbeanu, ρουμάνος βουλευτής, στα πλαίσια συζήτησης σχετικά με την παροχή δικαιώματος πολιτογράφησης των ''έξω Ρουμάνων'' δήλωσε χαρακτηριστικά πως ενώ δεν έχει καμία αμφιβολία για τη ρουμανική συνείδηση των Ρουμάνων της Τρανσυλβανίας, της Βουκοβίνας και της Βεσσαραβίας αγνοεί σε ποιό βαθμό οι Βλάχοι της Μακεδονίας διατηρούν τη ρουμανικότητα τους. Απαντώντας η εφημερίδα ''Românul'' τόνισε πως οι Μακεδονορουμάνοι δεν έχουν αφυπνιστεί ακόμα εθνικά. Καθήκον του ρουμανικού κράτους ήταν να τους βοηθήσει ώστε να απαγκιστρωθούν από το άρμα του Ελληνισμού. Βλ. Petrescu 2014, 150 - 151.
8. Berciu - Drăgichescu - Petre 2004, 107.
9. Τα κοινοτικά σχολεία ιδρύονταν με την ευθύνη των εκάστοτε κονοτήτων, χωρίς αυτό να σημαίνει πως χρηματοδοτούνταν αποκλειστικά από αυτές. Η προσπάθεια του ελληνικού κράτους να αποσυνδέσει το θέμα της παιδείας από την απελευθέρωση περιοχών προκάλεσε διάσταση απόψεων με το ''Σύλλογο''. Μετά το 1885 το εκπαιδευτικό έργο ανατέθηκε στην ''Επιτροπή προς ενίσχυσιν της Ελληνικής εκκλησίας και παιδείας''. Η μετατροπή των κοινοτικών σχολείων σε κρατικά έγινε το 1914, ενδεικτικό της απροθυμίας των σχολείων αυτών να υπαχθούν στο ενιαίο σύστημα εκπαίδευσης του ελληνικού κράτους. Βλ. Ηλιάδου - Τάχου 2001, 23 -31, 71 - 98.
10. Το Σεπτέμβριο του 1869 ρουμανίζοντες Περιβολιώτες ζήτησαν από το ρουμανικό υπουργείο Παιδείας να διοριστεί ως ρουμανοδάσκαλος στο χωριό ώστε να διδάξει την μητρική γλώσσα ο Apostol Theodorescu, υπότροφος σχολής του Βουκουρεστίου. Ζητείται, επίσης, να του χορηγηθούν βιβλία ώστε να διευκολυνθεί το εκπαιδευτικό του έργο. Αναφέρεται πως ζουν στο χωριό 800 οικογένειες Βλάχων, τα παιδιά των οποίων διδάσκονται σαν ''παπαγάλοι'' μία ξένη γλώσσα, την ελληνική. Βλ. Berciu - Drăgichescu - Petre 2004, 111.
11. Petrescu 2014, 226.
12. Προβλεπόταν η χορήγηση 4.000 λέι στον Αβέρκιο και άλλων 4.000 σε δάσκαλο που θα προετοίμαζε τα παιδιά ώστε να μπορέσουν να φοιτήσουν σε δημόσια σχολεία του Βουκουρεστίου. Σε κάθε παιδί θα χορηγούνταν 900 λέι. Το υπόλοιπο πόσο θα διατείθετο για την κάλυψη εκτάκτων αναγκών. Βλ. Berciu - Drăgichescu - Petre 2004,104.
13. Νικολαΐδου 1995, 72 - 94.
14. Κολτσίδας 1994, 314.
15. Berciu - Drăgichescu - Petre 2004,110.
16. Νικολαΐδου 1995, 91-92.
17. Μετά το 1875 οι κοινοτικές διαφορές των δύο μεγάλων οικογενειών Βαρδούλη και Σρου ενίσχυσαν τη ρουμανίζουσα πτέρυγα. Την περίοδο αυτή οι ρουμανίζοντες κατέλαβαν το μισό ναό του Αγίου Γεωργίου και έκαναν μάθημα στο γυναικωνίτη. Το 1875 το ελληνικό σχολείο μετρούσε 328 μαθητές έναντι των 20 ρουμανιζόντων. Βλ. Σαράντης 1977, 114 - 116.
18. Μαρτυρείται μέχρι το 1890 και η ύπαρξη κάποιων δασκάλων όπως των Παπαμήλιου, Δημάδη και Γιανούλη Λεβέντη. Μετά το 1890 ανέλαβε ο Αντώνης Μπεκιάρης που ακολουθούσε τους παραχειμάζοντες στη Μηλόγουστα και συνέχισε να διδάσκει έως το 1912. Γούση 2005, 92 -93, 95.
19. Νικολαΐδου 1995, 126 - 132. Ο Δωρόθεος Σχολάριος, Μητροπολίτης Σωζοαγαθουπόλεως (1852 - 1858) και Δημητριάδος (1858 - 1870), το 1875 ίδρυσε αλληλοδιδακτικά σχολεία στα Τρίκαλα, δεδομένου πως πολλοί Βλάχοι παραχείμαζαν εκεί. Ακόμη, ενίσχυσε οικονομικά τη Δωρόθεο Σχολή ώστε να μορφωθούν οι ιερείς που θα στελέχωναν τις εκκλησίες των βλαχόφωνων περιοχών και να αντιμετωπίσουν επιτυχώς το ρουμανισμό. Βλ. Νημάς 1995, 131, 137.
20. Κολτσίδας 1998, 29 - 43.
21. Νικολαΐδου 1995, 79 και Γούση 2005, 68.
22. Νικολαΐδου 1995,101 - 104.
23. Γούση 2005, 59, 63.
24. Τα Γρεβενά στα τέλη του 19ου αιώνα ήταν πληθυσμιακά μικρότερα από τη Σαμαρίνα. Μετά το 1881 εκεί παραχείμαζαν ρουμανίζοντες από το Περιβόλι ώστε να βρίσκονται σε άμεση επαφή με τις οθωμανικές αρχές. Η πρώτη αποτυχημένη προσπάθεια για ίδρυση σχολείου έγινε το 1868. Tο 1888 το σχολείο έκλεισε και επαναλειτούργησε το 1889 με 20 μαθητές. Το 1891 ο αριθμός των μαθητών αυξήθηκε στους 90, εκ των οποίων τα περισσότερα ήταν νήπια. Για το 1899 ο αριθμός μειώθηκε στους 50 - 60 και το 1902 στους 30. Βλ. Γούση 2005, 113 - 114, Σαράντης 1977, 117 - 118 και Αδάμου 1993, 39- 40.
25. Μούσιος, 1999, 54 - 60. Η επιτυχία του ελληνικού σχολείου οφειλόταν στην οικοδόμηση νέου κτιρίου το 1882 και στην ανάπτυξη του κύκλου των μαθημάτων του. Βλ. Κολτσίδας 1994, 356.
26. Νικολαΐδου 1995, 218 - 220.
27. Σε έγγραφη διαμαρτυρία του πρός τον πρόξενο Ελασσόνας (2 Οκτωβρίου 1899), ο ενας εκ των δασκάλων των σχολείων της Σαμαρίνας και φοιτητής ιατρικής Δημήτριος Αδαμαντίδης ζητά να του καταβληθεί ο μισθός για τη θερινή περίοδο. Αφού τονίζει πως υπηρέτησε μια θέση επίπονη και επικίνδυνη, υπενθυμίζει πως τα χρήματα είναι απαραίτητα για την συνέχιση των σπουδών του. Το 1908 το προξενείο χαρακτηρίζει το ίδιο πρόσωπο ύποπτο για συνεργασία με τους ρουμανίζοντες. Βλ. Παπαδημητρίου 2014.
28. Νικολαΐδου 1995, 204 - 206, 225, 267 - 270, 303, 308 - 309.
29. (Α.Μ.Μ.Α.): ΑΥΕ 1893, υπ'αρ.26, Απόσπασμα εκθέσεως του επιθεωρητού των Προξενικών αρχών περί της επιθεωρήσεως του Προξενείου Ελλασόνας (31 - 3- 1893).
30. Με ενέργειες του προξένου και αντιπολιτευτικής μερίδας της Ρουμανίας αποφασίστηκε η αντικατάσταση των σχολείων του Μαργαρίτη από σχολεία εφορειών. Τη διεύθυνση της ρουμανικής κίνησης ανέλαβε από το 1894 ο Constantinescu. Τα δύο είδη σχολείων συνυπήρχαν για τα επόμενα χρόνια. Ο Μαργαρίτης συνέχισε να δραστηριοποιείται με την υποστήριξη της Πύλης και, κυρίως, του βαλή του Μοναστηρίου Χαλίλ Ριφαάτ πασά, που θεωρούσε τον πρώτο ως αντίβαρο στον ελληνισμό της περιοχής. Αν και μετά την άνοδο τη κυβέρνησης Sturdza το 1895 ο Μαργαρίτης κατάφερε να πετύχει την απομάκρυνση του Constantinescu, τα εφορειακά σχολεία συνέχισαν να κερδίζουν σταδιακά έδαφος έναντι των δικών του. Βλ. Νικολαΐδου 1995, 337 - 341 και Βακαλόπουλος, 1999, 88-89.
31. Σταματιάδου 2011, 36.
32. Μούσιος 1999, 60 - 62. Μετά τη μείωση του ποσού επιχορήγησης των ελληνικών εκπαιδευτηρίων οι κάτοικοι στο Μαλακάσι Τρικάλων σκέπτονταν να απευθυνθούν στο Μαργαρίτη προκειμένου να λειτουργήσει το Παρθεναγωγείο του χωριού, το οποίο ήταν κλειστό από το 1894. Με τη συνδρομή, ωστόσο, των ελληνοφρόνων του χωριού, το Παρθεναγωγείο επαναλειτούργησε το 1896. Βλ. Νημάς, 1995 170 - 171.
33. Το 1894 η Σαμαρίνα ασχολείτο με το θέμα των ψευδών επιστολών, οι οποίες έπεσαν στα χέρια των τουρκικών αρχών και ενοχοποιούσαν ελληνοδασκάλους για επαναστατική δράση. Οι επιστολές αποτελούσαν τέχνασμα των ρουμανιζόντων ώστε να φέρουν την ελληνική πλευρά σε δύσκολη θέση. Βλ. Νικολαΐδου 1995, 327 - 329.
34. Με την ίδρυση των εφορειακών σχολείων το ρουμανικό κράτος διαφοροποιείτο από το Μαργαρίτη. Εχθρική στάση απέναντι του τηρούσε και ο νέος βαλής του Μοναστηρίου Αβδούλ Κερίμ πασάς, ο οποίος απορούσε πως ο Σουλτάνος υποστήριζε έναν άνθρωπο με τέτοιο χαρακτήρα. Το 1898 η ρουμανική κυβέρνηση αφαίρεσε κάθε εκπαιδευτική αρμοδιότητα από συνεργάτες του Μαργαρίτη και προέβη σε ριζική εκπαιδευτική μεταρρύθμιση. Δύο ρουμάνοι επιθεωρητές θα επιθεωρούσαν τουλάχιστον δύο φορές το χρόνο τα ρουμανικά σχολεία. Βλ. Βακαλόπουλος, 1999, 171 - 172.
35. Κολτσίδας 1994, 382 - 386.
36. Τρίτος 2004, 227 - 243.
37. Κολτσίδας 1994, 347 - 348, 382 - 386 και Γούση 2005, 79, 88-89, 94, 100.
38. Σταματιάδου 2011, 68-71.
39. Η σύλληψη από τις οθωμανικές αρχές δύο ρουμάνων σχολικών επιθεωρητών στα Ιωάννινα με την κατηγορία προπαγανδιστικής δράσης έναντι του ελληνικού στοιχείου και η απόφαση των να απελαθούν προκάλεσε τις αντιδράσεις της Τρπλής Συμμαχίας (Αυστροουγγαρία, Γερμανία και Ιταλία) με αποτέλεσμα να αποφασιστεί η έκδοση του ιραδέ. Βλ. Σφέτας ( 2001-2002), 23 - 48.
40. Κολτσίδας 1994, 348.
41. Έγιναν προσπάθειες ώστε να προσχωρήσουν τα βλαχοχώρια στην Εξαρχία. Με έγγραφη δήλωση τους στις 10 Ιουνίου 1904 οι κάτοικοι της Σαμαρίνας δήλωσαν προσδεμένοι στο Οικουμενικό Πατριαρχείο. Μετά από απογραφή του προξενείου Ελασσόνας παρατηρείται η υπεροχή της ελληνικής πλευράς έναντι της ρουμανίζουσας. Βλ. Αδάμου 1993, 75 - 76, 82, 125 - 129 και Αλεξανδρίδου 2009,178 - 179, 186 - 187, 201 - 203.
42. Berciu - Drăgichescu - Petre 2004,203 - 205.
43. Tudorancea 2004, 214-220.
44. Κολτσίδας 1994, 241
45. Berciu - Drăgichescu - Petre 2004, 209- 210
46. Τα προβλήματα που δημιουργούσαν οι ρουμανίζοντες καθιστούσαν τους ελληνοδασκάλους διστακτικούς στο να επανέλθουν στις θέσεις τους κατά το θερινό εκπαιδευτικό έτος 1912. Βλ. Αδάμου 1993, 98, 105 - 106.
47. Ο Τσακαμάς, αποκαλούμενος και ως ''βασιλιάς της Κρανιάς'', είχε αναπτύξει σχέσεις με τους οθωμανούς αξιωματούχους. Ήθελε να καταστήσει την Κρανιά κέντρο της περιοχής, προσπαθώντας να αποσπάσει διοικητες αρμοδιότητες από τα Γρεβενά προς όφελος της γενέτειρας του. Την άνοιξη του 1912 ξυλοκόπησε πρόκριτους και φοροεπίτροπους των Γρεβενών αλλά και το διευθυντή της ελληνικής σχολής Γεώργιο Βλαχιώτη. Δολοφονήθηκε το καλοκαίρι του ίδιου έτους σε ενέδρα που του στήθηκε ενώ κατευθυνόταν προς τα Γρεβενά. Βλ. Μούσιος 1999, 57 - 58, 66 - 72.
48. Κολτσίδας 1994, 390.
49. Παπαδημητρίου, 2004.
50. Εκθεση του 1913 μας πληροφορεί πως στο Μπάλντινο υπήρχε σχολείο με 20 μαθητές, υπό τον Ν. Χανιώτη, που διορίστηκε το 1911 σε ηλικία 16 ετών και η παρουσία του οποίου ματαίωσε την ίδρυση ρουμανικού σχολείου στο χωριά. Για τα υπόλοιπα χωριά, αναφέρεται πως άτομα που προπολεμικά δήλωναν ρουμανίζοντες τώρα έχουν αλλάξει στρατόπεδο. Βλ. ΙΑΜ, φάκ. 57. ''α) Συνοικισμοί ελληνικοί έχοντες ελληνικά σχολεία και διδασκάλους''
51. Berciu - Drăgichescu - Petre 2004, 248 - 250, 254- 256.
52. Τρίτος 2004, 237 - 238 .
53. Σφέτας ( 2001-2002), 23 - 48.
54. Κολτσίδας 1994, 180 - 182 και Petrescu 2014, 73 - 76.
55. Μούσιος 1999, 60 - 61.
56. Νικολαΐδου 1995, 93 - 94.
57. Παπούλια 2006, 427 - 430, 438 - 440.
58. Petrescu 2014, 242, 339.

ΠΗΓΕΣ

ΑΡΧΕΙΑΚΟ ΥΛΙΚΟ

Δημοσιευμένο αρχειακό υλικό
1) Berciu - Drăgichescu, Adina, - Petre, Maria (επιμέλεια): Şcoli şi biserici romăneşti din peninsula Balcanică. Documente. (1864 + 1918), Volumul Ι, Bucuresti: Editura universiatii din Bucuresti 2004.
2) Αδάμου, Γιάννης : Η Σαμαρίνα (Από τα ανέκδοτα αρχεία του Ελληνικού προξενείου Ελασσόνας) 1882-1912 : Σύνδεσμος Σαμαριναίων Ελασσόνας 1993.
3) Αλεξανδρίδου, Δ. Σοφία, (επμέλεια): Οι απαρχές του Μακεδονικού αγώνα. ( 1903 - 1904). 100 έγγραφα από το Αρχείο του Υπουργείου Εξωτερικών της Ελλάδας. Θεσσαλονίκη: ( Β΄Έκδοση), Ίδρυμα Μουσείου Μακεδονικού Αγώνα 2009.

Αδημοσίευτο αρχειακό υλικό
1) ΙΑΜ (Ιστορικό αρχείο Μακεδονίας) ΓΔΜ (Γενική διοίκηση Μακεδονίας) : φάκελος 57. ‘’Α) Συνοικισμοί ελληνικοί έχοντες ελληνικά σχολεία και διδασκάλους’’
2) Αρχείο Μουσείου Μακεδονικού Αγώνα (Μ.Μ.Α.), Αρχείο Ευάγγελου Κωφού: Φάκελοι: ΑΥΕ 1893.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Βιβλία

1) Αβέρωφ, Ευάγγελος : Η πολιτική πλευρά του Κουτσοβλαχικού ζητήματος, Τρίκαλα : Φ.Ι.Λ.Ο.Σ. Τρικάλων 1987.
2) Βακαλόπουλος, Απ. Κωνσταντίνος : Εθνοτική διαπάλη στη Μακεδονία ( 1894 - 1904). Η Μακεδονία στις παραμονές του Μακεδονικού αγώνα, Θεσσαλονίκη : Ηρόδοτος 1999.
3) Ηλιάδου - Τάχου, Σοφία : Η εκπαίδευση στη δυτική και βόρεια Μακεδονία.(1840 - 1914). Από τα αρχεία των μητροπόλεων Σερβίων, Κοζάνης, Σισανίου, Καστοριάς, Μογλενών, Πελαγονίας, Πρεσπών και Αχρίδων. Συμβολή στην ιστορία της εκπαίδευσης του μείζονος Μακεδονικού χώρου. Θεσσαλονίκη : Ηρόδοτος 2001.
4) Κολτσίδας, Αντώνης : Ιδεολογική συγκρότηση και εκπαιδευτική οργάνωση των Ελληνόβλαχων στο Βαλκανικό χώρο (1850 - 1913 ). Η εθνική και κοινωνική διάσταση, Θεσσαλονίκη : Αφοί Κυριακίδη 1994.
5) Κολτσίδας, Αντώνης : Κουτσόβλαχοι. Οι Βλαχόφωνοι Έλληνες. Εθνολογική, Λαογραφική και Γλωσσολογική μελέτη, Θεσσαλονίκη : Αφοί Κυριακίδη 1993.
6) Μούσιος, Ευθ., Γεώργιος : Τούργια Κρανιά. Ιστορία - Λαογραφία. Με αναφορά στη ζωή, την παράδοση και την γλώσσα των λατινόφωνων Βλάχων της Πίνδου, Αθήνα 1999.
7) Νημάς, Απ., Θεόδωρος : Η εκπαίδευση στη δυτική Θεσσαλία κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας. Συμβολή στη μελέτη του Θεσσαλικού Διαφωτισμού., Διδακτορική διατριβή, Θεσσαλονίκη : Αφοί Κυριακίδη 1995.
8) Νικολαΐδου, Ελευθερία : Η ρουμανικη προπαγάνδα στο βιλαέτι Ιωαννίνων και στα βλαχόφωνα χωριά της Πίνδου, τόμος Α΄(Μέσα 19ου αιώνα - 1900), Ιωάννινα : Εταιρεία ηπειρωτικών μελετών 1995.
9) Παπούλια, Βασιλική : Από τον αρχαίο στο νεότερο πολυμερισμό, τόμος Β΄: Από τη θεοκρατική απολυταρχία στην εθνική κυριαρχία, Θεσσαλονίκη : Βάνιας 2006.
10) Petrescu, Ştefan : Οι Έλληνες ως «Άλλοι» στη Ρουμανία. Η εσωτερική οικοδόμηση του ρουμανικού έθνους - κράτους κατά τον δέκατο ένατο αιώνα και οι Έλληνες, Θεσσαλονίκη : Επίκεντρο 2014.
11) Σαράντης, Κ. Π. Θεόδωρος : Το χωριό Περιβόλι - Γρεβενών. Συμβολή στην ιστορία του αρματολικίου της Πίνδου, Αθήνα 1977.

Άρθρα

1) Κολτσίδας, Αντώνης, ''Η Σαμαρίνα του 19ου και των αρχών του 20ου αιώνα: Μία περίπτωση έντονα φιλελεύθερη και αστικοποιημένης κοινωνίας.'' στο: Πρακτικά πρώτου επιστημονικού συμποσίου Σαμαρίνας. Σαμαρίνα, Σάββατο 9 Αυγούστου 1997, Σαμαρίνα : Φιλοπροοδευτικός και εξωραϊστικός σύλλογος Σαμαρίνας ''Ο νεομάρτυς Δημήτριος'' 1998: 29 - 43.
2) Σφέτας, Σπυρίδων : ''Το ιστορικό πλαίσιο των ελληνο–ρουμανικών πολιτικών σχέσεων'', Μακεδονικά, 33 ( 2001-2002) : 23 - 48.
3) Τρίτος, Μιχαήλ : ''Η Ρουμανική προπαγάνδα στην περιοχή της Πελαγονίας '' στο : Αγγελόπουλος, Αθανάσιος (επιμέλεια), Χριστιανική Μακεδονία ( Πελαγονία ) - Μια άλλη Ελλάδα. Θεσσαλονίκη - Αχρίδα, Θεσσαλονίκη : University studio press 2004 : 227 - 243.
4) Tudorancea, Radu,:''The Macedo-Romanian Question within the Romanian-Greek Relations in the Early Twentieth Centur'', Romanian Academy Historical Yearbook, 1 (2004): 214-220.

Άρθρα από το διαδίκτυο

1) Γούση, Κυριακή : Η παιδεία στην περιφέρεια Γρεβενών κατά την ύστερη Τουρκοκρατία. (1830 - 1912), Θεσσαλονίκη : Μεταπτυχιακή εργασία, Α.Π.Θ., 2005.
2) Παπαδημητρίου, Απόστολος : Οι Βλάχοι της Πίνδου, στο : http://vlahofonoi.blogspot.gr/2014/06/blog-post_16.html
3) Σταματιάδου, Ελένη : Όψεις των ελληνο-ρουμανικών πολιτικών σχέσεων (1892-1906): Από την υπόθεση Ζάππα στο ανθελληνικό κίνημα, Θεσσαλονίκη : Μεταπτυχιακή εργασία, Α.Π.Θ. 2011

Αναζήτηση