Ήταν Σάββατο 18 Δεκεμβρίου του 1943. Μια καθημερινή ημέρα για τους φιλήσυχους Καλαρρυτινούς κτηνοτρόφους και τις οικογένειές τους, στην Γκιούλμπερι.
Οι γυναίκες στο συγύρισμα της αχυροκαλύβας, στο μαγείρεμα, στο πλύσιμο, στην ετοιμασία του μεσημεριανού φαγητού, άλλες φορτωμένες με τις βαρέλες κουβαλώντας νερό από το Κεφαλόβρυσο μια ώρα δρόμος. Τα μικρά παιδιά παίζουν και άλλα τριγυρίζουν από τη μια θεία στην άλλη, όλο και κάτι θα πάρουν απ αυτές.
Σε λίγες μέρες έρχονται τα Χριστούγεννα. Η μάνα, η θεία, η γιαγιά κάτι ετοιμάζουν, γιατί τα περιμένουν να έρθουν να ακούσουν τα κάλαντα (κόλυντρα)... Ντενι κουλάκλου τετα.. (δώσε μου κουλούρι θεία). Τα μεγαλύτερα παιδιά κοντά στους άνδρες. Άλλοι στα πρόβατα και άλλοι στις εργασίες της στάνης της οικογενείας Φασούλα με τα χιλιάδες γιδοπρόβατα και με τα χιλιάδες στρέμματα γης.
Εκεί κοντά στις καλύβες, καμιά τριανταριά όλες - όλες είναι, αριστερά στην πλαγιά, καθώς ανεβαίνουμε το καλντερίμι πηγαίνοντας προς το Μπαλτζι (Κυψελοχώρι) σ΄ενα μικρό ίσιωμα καμιά δεκαπενταριά άνδρες έχουν στρωθεί για τα καλά στη δουλειά. Ο Πέτρος κουβαλάει με τα ζώα από το βάλτο καλάμια, βέργες και βούρλα. Οι άνδρες εδώ τα ταιριάζουν, τα δένουν για να φτιάξουν τις λυσιές (πόστες), για να προστατεύσουν τα γιδοπρόβατα από τον αέρα, τα ζουλάπια, ή να τα ξεχωρίσουν, αλλού τα αρνιά, τα στέρφα, τα γαλάρια. Ολα μια ράτσα. Καλαρρύτικα.
Κάπου - κάπου κάποιος μερακλής αρχίζει το τραγούδι, πότε με το σφύριγμα και πότε με τα λόγια. Τραγούδια βγαλμένα από τη ζωή, για την αγάπη, για τον γάμο, για τα παιδιά, τα ξένα, τον χωρισμό . Θυμούνται τα πανηγύρια, τους γάμους, στους Καλαρρύτες, και μερακλώνουν...
Στην πλαγιά, λίγο πριν την κορυφή, του βουνού Κατσίκα, μια παρέα πέντε ανδρών βιαστικά χάνεται προς το Μπαλτζί (Κυψελοχώρι), κάποιοι τους είδαν, αλλά δεν έδωσαν σημασία, η απόσταση μεγάλη, πέρασαν απαρατήρητοι από τους άλλους.
Λίγο πριν το μεσημέρι κάποιος φερνει το νέο. «Ο Γερμανός που κυνηγούσε πάπιες στο βάλτο κοντά στη μαγούλα, πυροβόλησε και χτύπησε το άλογο από έναν ξένο. Ο ξένος εξαφανίστηκε. Ο Γερμανός πήγε στα φυλάκια».
Στην είδηση κανείς δεν αναστατώθηκε, καθώς δεν τους αφορούσε. Εξάλλου οι Γερμανοί που φύλαγαν τη γραμμή του τρένου στα «γερμανικά φυλάκια» τους γνώριζαν . Πότε τους έβλεπαν στο Κεφαλόβρυσο και πότε στους βάλτους. Συνέχισαν τις δουλειές τους. Δεν πέρασε όμως πολλή ώρα και απο τον κάμπο είδαν να ανηφορίζει προς το μέρος τους ομάδα Γερμανών. Φτάνουν στις καλύβες και ζώνουν το χώρο, στήνοντας δυο οπλοπολυβόλα . Διατάζουν τους άνδρες να μπουν στη σειρά, ο ένας δίπλα στον άλλον. Μιλούν γερμανικά. Οι κτηνοτρόφοι δεν καταλαβαίνουν τι τους λένε, αλλά μόνο μέσα από τα νοήματα και από τον τόνο της φωνής. Ζητούν χαρτιά, ταυτότητες. Οι γυναίκες τρέχουν μέσα στις καλύβες, ψάχνοντας στα χαράρια για τις ταυτότητες και τις δίνουν.Τα χαρτιά τους παρόλο που είναι εντάξει δεν δίνουν τη λύση. Οι Γερμανοί κάτι άλλο ψάχνουν και νομίζουν ότι το βρήκαν εδώ στους δεκαεπτά κτηνοτρόφους.
Εκείνη την ώρα φτάνει στις καλύβες και ο Αντώνης Φασούλας, ο οποίος γνωρίζει τη γερμανική γλώσσα, λόγω των σπουδών του στη Γερμανία . Εξηγεί στους Γερμανούς πώς οι άνθρωποι αυτοί δεν έχουν καμία σχέση με τους πέντε άνδρες που έψαχναν (ήταν αυτοί που πέρασαν ψηλά στην πλαγιά και οι οποίοι ήταν αντάρτες σύμφωνα με τα λεγόμενα των Γερμανών . Ο Αντώνης Φασουλας με έντονη επιμονή εξηγούσε την αθωότητα και την φιλησυχία των ανθρώπων αυτών . Μάταια . Αρχική πρόθεση των Γερμανών ήταν να εκτελεστούν και οι δεκαεπτά (τόσοι ήταν στη σειρά) . Μετά από μεγάλη προσπάθεια του Φασούλα, ίσως και οι ίδιοι να κατάλαβαν το άδικο τους, ξεχωρίζουν πέντε άτομα και τα οδηγούν παράμερα . Πάλι προσπάθεια και παρακάλια ...είναι πατέρας ... είναι αδέλφια ... είναι μοναχοπαίδι ... Η απόφαση όμως είχε παρθεί. Τους οδηγούν λίγο πιο κάτω από τις καλύβες, σε ένα μικρό ρέμα. Ο Πέτρος, ο Ηλίας, ο Αποστόλης, ο Θανάσης και ο Γιώργος είναι αυτοί που οι Γερμανοί “επέλεξαν”, τα μάτια των “5” στρέφονται προς τους δικούς τους που με αμηχανία κοιτάζουν χωρίς να μπορούν να προσφέρουν βοήθεια, τα δάκρυα αυλακώνουν τα πρόσωπά τους, οι υπόλοιποι οδηγούνται προς τις καλύβες. Όλοι νομίζουν πως οι πέντε άντρες οδηγούνται στη Λάρισα για φυλάκιση. Με αγωνία από τον χώρο που τους εδίωξαν, πίσω η μέσα στις καλύβες, περίμεναν να φύγουν οι Γερμανοί, να βγουν στο ίσιωμα να δουν τους ανθρώπους τους.
Μετά απο λίγο όμως ακούστηκε μια ριπή πολυβόλου προς το ρέμα. Ολοι στις καλύβες παγώσανε. Πρώτη τρέχει έξω η δεκατετράχρονη Σπυριδούλα Π. Γκουτζαμάνη, πηγαίνει στο ρέμα, μόλις είδε τον πατέρα της Πέτρο τραυματισμένο στο πόδι, τον ανασήκωσε. Για κακή του τύχη, ένας Γερμανός είχε μείνει πίσω από το απόσπασμα, αντιλήφθητε πως ήταν ακόμη ζωντανός και βάζοντας του το πιστόλι στο στόμα του έδωσε τη χαριστική βολή. Εκείνη την ώρα στο τόπο του συμβάντος έφτασε και η Ολγα Ηλια Μόκα, η οποία είδε την παραπάνω σκηνή, καθώς και σκοτωμένους τον πατέρα της Ηλία Μόκα και τους άλλους συγγενείς.
Το τι ακολούθησε δεν μπορεί να περιγραφεί. Σκηνές αρχαίας τραγωδίας. Το νέο μαθεύτηκε και κατέφθασαν και οι άλλοι Καλαρρυτιώτες από τα άλλα κονάκια. Ο θρήνος συνοδευόταν από ένα μεγάλο γιατί.
Την επομένη 19 Δεκέμβρη με τραγούδια και μοιρολόγια τους κήδεψαν στο Μπαλτζί (Κυψελοχωρι).Τους βάλανε δίπλα - δίπλα, όπως ήταν και στη ζωή. Μια φαμίλια, αγαπημένοι. Πέντε κυπαρίσσια εκεί στο νεκροταφείο από μακριά δίναν το στίγμα στους τάφους τους.
Τα χρόνια πέρασαν και όλοι αναρωτιούνται το πώς και γιατί εκτελέστηκαν 5 αθώοι άνθρωποι. Σύμφωνα με τα ιστορικά γεγονότα οι Γερμανοί είχαν εξαπολύσει εκκαθαριστικές επιχειρήσεις σε όλη την Ελλάδα, ανεξαρτήτως σε μάχιμο ή άμαχο πληθυσμό. Αντεκδίκηση για τα σαμποτάζ που έκανε ο λαός. Τους τελευταίους μήνες είχαμε εδώ κοντά απανωτά σαμποτάζ από τους Έλληνες αντάρτες στο σιδηροδρομικό δίκτυο και όχι μόνο .... 18 Σεπτεμβρίου 1943- Ανατίναξη οχυρού στο Στόμιο, 9 Οκτωβρίου 1943 ανατίναξη τοίχων στα Τέμπη, 10 Οκτωβρίου 1943 ανατίναξη σιδ. γραμμής στο Παραπούλι, 7 Δεκεμβρίου 1943 απόπειρα απελευθέρωσης Άγγλων αιχμαλώτων – 10 Δεκεμβρίου 1943 ανατίναξη ατμομηχανών κ.α. έκαναν τους Γερμανούς να είναι πιο επιφυλακτικοί. Από τη Ρωσία ο πόλεμος ήταν καταστροφικός για αυτούς. Δεν μπορούν να ξεπλύνουν την ντροπή από τη συντριβή τους. Θεωρούν πως με της εκκαθαρίσεις θα αναστήσουν την άλλοτε πανίσχυρη τους χώρα που αιματοκύλισε τον κόσμο.
Η παρουσία του Γερμανού στην περιοχή βάλτου ήταν κατασκοπευτική, παρά κυνηγετική. Από εκεί κοντά στο κεφαλόβρυσο όπου υπήρχαν καλαρρυτικα κονάκια, ήταν το πέρασμα προς την περιοχή του γεντικιού και της Χασάμπαλης. Ο κάμπος ελέγχονταν από τα γερμανικά φυλάκια. Ο Γερμανός αναλήφθηκε τον «ξένο» παρόλο που αυτός είχε φροντίσει να φορέσει για να μην αναγνωριστεί ρούχα βοσκού. Ενδεχομένως και οι Γερμανοί από τα φυλάκια να είδαν με τα κιάλια τα πέντε άτομα σε κάποιο σημείο της πλαγιάς, θεωρώντας πως κατευθύνονται προς την πλευρά των κοντακίων του Φασούλα.(για τον λόγο αυτό η εμμονή των Γερμανών για τα πέντε άτομα). Το συμβαν με τον «ξένο». Το πέρασμά του από το σημείο του Κεφαλόβρυσου, το ντύσιμό του σε βοσκό και μάλιστα με ρούχα που φορούσαν οι Καλαρρυτινοί, φανερώνουν πως η παρουσία του δεν έπρεπε να γίνει γνωστή από τους Γερμανούς. Εξάλλου πριν αναχωρήσει μόνος του με το άλογο προς τον προορισμό του, είχε φθάσει παρέα με τους πέντε άντρες από την Μπάκραινα (Γυρτώνη) με διπλοκάρο. Ο «ξένος» ήταν ένας Αγγλος πιθανόν αξιωματικός; Σαμποτέρ; Αυτός κατά τη διέλευση από τα καλαρρύτικα κονάκια που βρίσκονταν κοντά στο Γεντίκι, έβγαλε τα τσαπάνικα ρούχα και εξαφανίστηκε προς τη Χασάμπαλη. ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2015. Εβδομήντα δυο χρόνια πέρασαν από κείνη την μαύρη ημέρα. Προσπαθώ να μάθω τι έγινε, συνομιλώ με τους ανθρώπους που η μοίρα τους ήταν να ζήσουν τη μέρα αυτή. Η Σωτηρία κόρη του εκτελεσθέντα Ηλία Μόκα ήταν πέντε χρονών. Μιλά για την ημέρα αυτή και αναφέρει και τα όσα έγιναν. Ο Ηλίας ήταν οκτώ χρονών, γιός του Πέτρου Γκουτζαμάνη. Πήγαμε στο σημείο που έζησε τη μέρα αυτή. Ανάβει πέντε κεριά και.... αρχίζουν να ξετυλίγονται οι σκηνές της μέρας εκείνης. Να εδώ τους έβαλαν στη σειρά, εδώ... εκεί...Τι να πρωτοακούσω. Εδώ τώρα δεν υπάρχουν καλύβες ούτε μαντριά, το κλάμα τα γέλια τα τραγούδια των ανθρώπων ακούγονται στους νέους τόπους που κατοικούν. Εδώ υπάρχει η θύμηση της μέρας εκείνης. Το εικονοστάσι με τη μαρμάρινη πλάκα με τα ονόματα των εκτελεσθέντων.
ΠΕΤΡΟΣ Γ. ΓΚΟΥΤΖΑΜΑΝΗΣ 43 ΕΤΩΝ
ΗΛΙΑΣ Θ. ΜΟΚΑΣ 41 ΕΤΩΝ
ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ Θ. ΜΟΚΑΣ 26 ΕΤΩΝ
ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ Κ . ΚΑΤΣΙΓΙΑΝΝΗΣ 17 ΕΤΩΝ
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΑΛ. ΜΙΝΤΖΑΣ 19 ΕΤΩΝ
ΕΦΟΝΕΥΘΗΣΑΝ ΠΑΡΑ ΤΩΝ ΓΕΡΜΑΝΩΝ 18-12-1943
Απόστολος Σακογιάννης
(Ευχαριστώ την κ. Σωτηρία Μπακαγιάννη, τον κ. Ηλία Γκουτζαμάνη, και τον κ. Ιωάννη Γ Φασούλα)
πηγή: www.eleftheria.gr