Η πρόσφατη ιστορία των Αρμάνων στη Ρουμανία

Αναμνηστική φωτογραφία που απεικονίζει την οικογένεια του Βασίλη Τσιβίκη και της Μαρίας Γκόσκινου, στη Νότια Δοβρουτσά, το 1936. Ίδρυμα Μουσείου Μακεδονικού Αγώνα. Συλλογή Αστέριου Κουκούδη.Το αίτημα ενός Aρμάνικου/Βλάχικου Συλλόγου το 2005, να ζητήσει αναγνώριση των Αρμάνων από τη Ρουμανική κυβέρνηση ως εθνική μειονότητα εξέπληξε πολλούς και προκάλεσε ένα είδος ‘εμφυλίου’ σε αυτούς. Αποτέλεσε ειδικά μια έκπληξη σε εκείνους που νόμιζαν ότι οι Αρμάνοι είχαν μια αδιάσπαστη δομή.

Γενικά, όσοι συγγραφείς έχουν γράψει για τους Αρμάνους έχουν διαπιστώσει μια δυσκολία στο να τους ξεχωρίσουν από τους γείτονές τους. Ένας από τους λόγους, σύμφωνα με την Ειρήνη Νικολάου, είναι ότι ανέπτυξαν μια στρατηγική εθνικής απόκρυψης. Μια διαφορετική άποψη, όχι ιδιαίτερα αποκλίνουσα, εκφράζεται (προτείνεται) από τον Nicolae Serban Tanaşoca. Αυτός θεωρεί ότι οι Αρμάνοι είναι το πρωτότυπο του ‘Homo balcanicus’ (‘βαλκάνιος Άνθρωπος’) εξ αιτίας των δεσμών και σχέσεων τους με το σύνολο των βαλκανικών λαών καθ' όλη τη διάρκεια της ιστορίας, και πιστεύει ότι αυτός είναι ο λόγος που είναι δύσκολο να τους διακρίνει κανείς από τους γείτονές τους. Ο Thede Kahl περιγράφει τους Αρμάνους ως μια «μειοψηφία» που συμπεριφέρεται ως «πλειοψηφία», κάτι που παρέχει μια επί πλέον προοπτική στις προκλήσεις προσδιορισμού της ταυτότητάς τους.

Σχεδόν όλοι οι μελετητές συμφωνούν ότι οι Aρμάνοι έχουν τη τάση να κρύβουν την ταυτότητά τους. Το προαναφερθέν άιτημα τους το 2005 για την αναγνώρισή τους ως μειονότητα στη Ρουμανία έρχεται σε αντίθεση με το συνήθη ‘κρυφό’ τρόπο ζωής τους.

Σκοπός της παρούσας μελέτης είναι να εξηγήσει την ισχυρή σύνδεση που έχει ο εποικισμός των Αρμάνων στη Ρουμανία (στα χρόνια μετά το 1925) με το προ εξαετίας αίτημα των Αρμάνων για αναγνώριση. Επίσης, θα αναλύσουμε το πώς οι Βλάχοι προσχώρησαν στη Σιδηρά Φρουρά, τη Ρουμανική παραλλαγή του φασισμού, αλλά μόνο σε ότι έχει σχέση με το στόχο της μελέτης. Και τα τρία γεγονότα θα αποκαλυφθούν μέσω διάφορων ντοκουμέντων, μερικών από αυτά προσφάτως δημοσιευθέντων με κάποια συμπεράσματα που σημειώνονται στο τέλος αυτής της μελέτης.

Σε ότι αφορά τη συζήτηση για το αν οι Αρμάνοι της Ρουμανίας αποτελούν μια εθνοτική/εθνική μειονότητα ή όχι, είναι σημαντικό ευθύς εξ αρχής να πούμε πώς προσδιορίζει κάποιος τί είναι ‘εθνότητα’ (ethnicity) και τι είναι η ‘εθνικότητα’ (nationality). Από αυτή την άποψη, η γνώμη του γράφοντος συμπίπτει με αυτή του μεγάλου μελετητή Max Demeter Peyfuss (βλ. Peyfuss MD, 1994, σ. 122): «Εκτός της ίδιας της συνείδησής του, δεν υπάρχει κανείς επιστημονικά αποδεκτός τρόπος για να καθοριστεί η εθνικότητα κάποιου ατόμου».

Ονειρευόμενοι μια δικιά τους χώρα.
Η γένεση της εποίκισης των Βλάχων στη Ρουμανία

«Ήταν ο δρόμος επιστροφής στη πατρώα γη, από όπου αναγκάστηκαν να φύγουν, προ αμνημονεύτων χρόνων, εξαιτίας του πεπρωμένου της μητριάς μάνας » (Μusi, Β. 1935, 2005, σελ. 94) [1].

Αυτό είναι το κίνητρο, που διατυπώνεται συνήθως, για να εξηγήσει γιατί οι Αρμάνοι ήρθαν στη Ρουμανία μετά το 1925. Στη συνέχεια, εξετάζουμε αν ο κύριος λόγος της εποίκισης των Αρμάνων στη Ρουμανία ήταν πραγματικά πατριωτικός. Ανακαλύπτουμε, απεναντίας, ότι ο κύριος λόγος της μετανάστευσης των Αρμάνων από την Ελλάδα, την Αλβανία, και τις άλλες βαλκανικές χώρες ήταν η οικονομική πίεση. Ακόμη και εθνικιστές ιστορικοί αναφέρουν το οικονομικό κίνητρο, παρόλο που υποστηρίζουν ότι το πατριωτικό κίνητρο ήταν το ισχυρότερο.

Ο πόλεμος ανάμεσα στην Ελλάδα και την Τουρκία (1919-1922) έληξε με το Συνέδριο της Λωζάνης (20 Ιαν. 1923), στο οποίο συμφωνήθηκε  η παρακάτω ανταλλαγή πληθυσμών: 380.000 Τούρκοι έφυγαν από την Ελλάδα για την Τουρκία και 1.100.00 Έλληνες μετακινήθηκαν από την Τουρκία στην Ελλάδα. Την ίδια στιγμή, άλλοι 100.000 Έλληνες ήρθαν στην Ελλάδα από τη Ρωσία και τη Βουλγαρία. Ως εκ τούτου, ο πληθυσμός στην Ελλάδα αυξήθηκε περίπου στους 820.000 (Clogg, R., 2006, p.112) [2]. Αυτοί οι άνθρωποι εγκαταστάθηκαν κατά κύριο λόγο στην περιοχή της Μακεδονίας, όπου ζούσαν πολλοί Αρμάνοι. Σύμφωνα με τον Clogg (2006, p.116), η απογραφή που έγινε το 1928 στην Ελλάδα, έδειξε ότι σχεδόν ο μισός πληθυσμός της Μακεδονίας αποτελείτο από πρόσφυγες. Η οικονομική πίεση για τους Βλάχους κτηνοτρόφους ήταν τεράστια, διότι οι βοσκότοποι για τα πρόβατά τους, που ενοικιάζονταν προηγουμένως σε αυτούς από τους Τούρκους, δεν ήταν πλέον διαθέσιμοι. Ο Tanaşoca Ν. Ş, 2001, σσ.163-164 περιγράφει τη διαδικασία ως εξής:

«Ο Τουρκο-Ελληνικός πόλεμος, που έληξε με τη Συνθήκη της Λωζάνης του 1923 είχε ως συνέπεια την επανεγκατάσταση στην ελληνική Μακεδονία πάνω από ενός εκατομμυρίου Ελλήνων προερχόμενων από τη Μικρά Ασία. Αυτή η πράξη ήταν πραγματικά το τελικό κτύπημα για τους Βλάχους της Μακεδονίας. Οι Αρμάνοι κτηνοτρόφοι καταστράφηκαν τελείως εξαιτίας της διανομής κλήρου από τα μεγάλα βοσκοτόπια, με την οποία οι νεοφερμένοι πρόσφυγες μπόρεσαν να πάρουν από ένα κομμάτι γης. Οι πρόσφυγες είχαν τύχει ιδιαίτερης προστατευτικής μεταχείρισης σχετικά με την άσκηση τόσο των ελευθέρων επαγγελμάτων, όσο και των εμπορικών συναλλαγών μέσω μιας διαδικασίας, που εκλήφθηκε από τους Αρμάνους ως απειλή, καθώς αυτοί ήρθαν ξαφνικά αντιμέτωποι με έντονο ανταγωνισμό».

Το 1923, οι Αρμάνοι της Ελλάδας άρχισαν να ζητούν από τις Ρουμανικές αρχές την άδεια μετανάστευσης στην Ρουμανία. Στις 30 Νοεμβρίου 1924 πραγματοποιήθηκε ένα συνέδριο Αρμάνων στη Βέροια και οι συμμετέχοντες έβγαλαν το συμπέρασμα ότι η κατάσταση των βοσκοτόπων έκανε αδύνατη τη διαβίωση τους στην Ελλάδα.

Στις 23 Ιανουαρίου 1925 δημιουργήθηκε στο Βουκουρέστι μια επιτροπή που θα ασκούσε πιέσεις στις ρουμανικές αρχές με σκοπό αυτές να επιτρέψουν στους Αρμάνους να μεταναστεύσουν στη Ρουμανία.

Η ρουμανική κυβέρνηση στις 13 Ιουνίου 1925 αποφάσισε (Journal No. 1698) να επιτρέψει τον εποικισμό μιας περιοχής που είναι γνωστή ως Καντριλατέρ (στη νότια Δοβρουτσά) [3]. Οι διαθέσιμες εκτάσεις επρόκειτο να διανεμηθούν κατά το ήμισυ στους Αρμάνους και το υπόλοιπο στους Ρουμάνους εποίκους, αλλά στο τέλος οι Αρμάνοι έλαβαν μόνο το ένα τρίτο και οι Ρουμάνοι τα δύο τρίτα από την διαθέσιμη γη.

Τι είχαν ζητήσει οι Αρμάνοι ως προϋποθέσεις για τη μετανάστευσή τους; Ζήτησαν τουλάχιστον 15 εκτάρια (δηλ. 150 στρέμματα) για κάθε οικογένεια, δωρεάν μεταφορά από τον τόπο τους στη Ρουμανία, μακροπρόθεσμες πιστώσεις για κατασκευή κατοικιών καθώς και τη παρέμβαση των ρουμανικών αρχών προς την ελληνική κυβέρνηση για να αποζημιωθούν για τις περιουσίες που εγκατέλειψαν φεύγοντας από την Ελλάδα. Τι πήραν; Κάθε οικογένεια έλαβε 10 εκτάρια μέσα στο Καντριλατέρ και 15 εκτάρια στις περιοχές που συνόρευαν με αυτό.

Υπάρχει ένας προβληματισμός σχετικά με τον αριθμό των Αρμάνων που ήρθαν στη Ρουμανία κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, η οποία διήρκεσε από το 1925 μέχρι το 1943, αν και πολλοί μελετητές υποστηρίζουν ότι μετά το 1932 μόνο ελάχιστοι Αρμάνοι μετανάστευσαν στη Ρουμανία. Πιθανολογείται ότι οι μεταναστεύσαντες αριθμούσαν περίπου τους 30.000 (περίπου 6.000 οικογένειες) [4]. Αν και η διαδικασία μετανάστευσης ξεκίνησε στην Ελλάδα, η πρώτη ομάδα Αρμάνων μεταναστών ήταν από την Αλβανία: η οικογένεια Baţu ήρθε στις 20 Ιουλίου του 1925 και άλλες 70 οικογένειες ήλθαν από τη Pleasa (Αλβανία) [5] τον Αύγουστο του 1925.

Παραδόξως, οι μισοί περίπου Αρμάνοι, που έφτασαν στη Ρουμανία κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, ήταν από τη Βουλγαρία [6]. Η Ρουμανία είχε κερδίσει το Καντριλατέρ (Quadrilateral, Νότια ή Νέα Δοβρουτσά για τους Ρουμάνους τότε) από τη Βουλγαρία, ως αποτέλεσμα του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, πράγμα που επιδείνωσε σημαντικά τις σχέσεις μεταξύ των δύο χωρών. Οι Αρμάνοι της Βουλγαρίας δέχτηκαν τρομερή πίεση λόγω των αυξημένων φόρων και τελών, των προσαυξήσεων κατά τη διέλευση των συνόρων - που έπλητταν τις ημινομαδικές ομάδες, όπως αυτές των Βλάχων, πολύ περισσότερο από τις άλλες (ομάδες) - και της μείωσης των παραδοσιακών βοσκοτόπων.

Οι κυριότερες και πιο αξιόπιστες πηγές, που περιγράφουν τη διαδικασία μετανάστευσης, πρoέρχονται από τον HAGIGOGU S. [7] (1927, 2005), τον MUSI V. [8] (1935, 2005), και τον NOE C. [9] (1938,2005). Και οι τρεις συμμετείχαν σε αυτά τα γεγονότα [10].

Αν και αυτοί υπήρξαν στενοί φίλοι, κάποιες μεταξύ τους διαφωνίες αποκαλύπτονται στα συγγράμματά τους. Μετά την έναρξη της μετανάστευσης μια άλλη συνεδρίαση πραγματοποιήθηκε στη Βέροια στις 27 Δεκεμβρίου του 1925. Οι σύνεδροι όρισαν τον Hagigogu ως εκπρόσωπό τους στις ρουμανικές αρχές. Ο Musi (1935, 2005, σ. 114) χαρακτήρισε αυτό το συνέδριο ως τελείως άχρηστο και υπαινίχθηκε την ύπαρξη παραπλανητικών μεθοδεύσεων πίσω από τη συνεδρίαση αυτή, χωρίς να τις κατονομάσει. Η στάση αυτή προέκυψε από την αντιπαλότητα μεταξύ εκείνων που ήταν επιφορτισμένοι με τον συντονισμό της διαδικασίας του εποικισμού. Όσον αφορά στη διάσταση της μετανάστευσης για τον Hagigogu (1927, 2005, σ. 19) - όπως αυτός ανέφερε - υπήρξε κάποια διαφωνία ανάμεσα σε αυτόν από τη μία και στους Celea, Musi και Noe από την άλλη.

Ο Hagigogu υποστήριξε την ιδέα μιας μεγάλης μετανάστευσης. Η άλλη πλευρά υποστήριξε μόνο ένα περιορισμένο εποικισμό. Ο Hagigogu δικαιολόγησε την επιλογή του, αναφέροντας οικονομικούς λόγους. Η άλλη πλευρά αντιτάχθηκε, λέγοντας ότι οι ρουμανικές αρχές δεν υποστήριζαν τη μετανάστευση, όπως αναμενόταν και δεν τήρησαν τις υποσχέσεις τους σχετικά με τον εποικισμό. Αυτή η διαφωνία δημιούργησε θέμα συζήτησης, που έγινε τον Ιανουάριο του 1926 και η πλευρά των Musi-Noe-Celea κέρδισε. Κυκλοφόρησαν οι απαραίτητες ανακοινώσεις. Καθιερώθηκε έτσι ότι ο αριθμός των οικογενειών που θα μεταναστεύσουν δεν θα υπερέβαινε τις 1500 στα δύο χρόνια. Αυτή ήταν η πιο σημαντική διαφωνία που υπήρξε μεταξύ των μελών της Επιτροπής Aρμάνων, που εργάστηκαν για τον εποικισμό.

Οι Αρμάνοι, που ήδη ζούσανε στη Ρουμανία, αντιτάχθηκαν σθεναρά στο μεταναστευτικό κύμα. Από τη μια υπήρχαν οι ηλικιωμένοι Αρμάνοι που εγκατέλειψαν την Μακεδονία όταν ήταν ακόμα νέοι. Αυτοί πρόβαλαν τον ισχυρισμό ότι η ‘μάχη’ πρέπει να συνεχιστεί και ότι το ρουμανικό κράτος πρέπει να στηρίξει τους Αρμάνους στις ίδιες τις χώρες των Βαλκανίων που ζούνε, χρησιμοποιώντας τις παλιές μεθόδους: σχολεία, τράπεζες, ιερείς και ίδρυση επισκοπής. Από την άλλη, υπήρχαν οι νεαροί Αρμάνοι που γεννήθηκαν στην Ρουμανία και οι οποίοι αντιτάχθηκαν στον εποικισμό, επειδή θεωρούσαν ότι η Ρουμανία θα χρειαζόταν τους Αρμάνους των βαλκανικών κρατών ώστε να τους χρησιμοποιήσουν για μια μελλοντική επέκταση [11]. Αυτοί πίστευαν ότι η Ρουμανία μπορούσε ν’ αποκτήσει μεγάλες περιοχές στη νότια Βαλκανική, δυνάμει του ισχυρισμού τους ότι οι Αρμάνοι αποτελούν τμήμα του Ρουμανικού λαού. Ακόμα κάποιοι άλλοι πίστευαν πως, αντί η Ρουμανία να προσπαθήσει να αποκτήσει εδάφη στο Νότο (της Βαλκανικής), θα έπρεπε να ‘οικοδομήσει’ εμπορική επιρροή σε αυτή την περιοχή, χρησιμοποιώντας το (εμπορικό) δίκτυο των Αρμάνων.

Προέκυψαν και παραπάνω αντίθετες γνώμες με τη μορφή Aρμάνικων περιοδικών στη Ρουμανία. Για παράδειγμα, η εφημερίδα ‘Μακεδονία’, που εκδίδονταν από τον Νaum Nance, ανάπτυξε την ιδέα ενός μελλοντικού φεντεραλιστικού (ομοσπονδιακού) κράτους με το όνομα ‘Μακεδονία’ [12] ακολουθώντας το παράδειγμα της Ελβετίας. Από αυτή την άποψη, ήταν φυσικό ο Nance να υποστηρίζει την ιδέα ότι οι Aρμάνοι πρέπει να παραμείνουν στα μέρη που ζουν (βλ. Dobrogeanu Ι., 1994, σ. 23 για αυτή την πληροφορία). Το ακόλουθο κείμενο γράφτηκε στo περιοδικό ‘Peninsula Βalcanica’:

«Το έχετε συνειδητοποιήσει τί είναι η μετανάστευση; Ξέρετε τι σημαίνει να εγκαταλείπει κανείς για πάντα την πατρίδα του; Η πατρίδα σας είναι το μέρος όπου γεννήθηκαν οι γονείς σας, ο τόπος όπου έχετε τα δικά σας σπίτια. Πηγαίνοντας σε άλλη χώρα είναι σαν να πηγαίνετε στο άγνωστο. Γνωρίζετε ότι τα εδάφη της Ρουμανίας δόθηκαν στους αγρότες και σε όλους εκείνους που αγωνίστηκαν στον πόλεμο; Γνωρίζετε ότι η γη είναι πολύ ακριβή και δαπανηρή; [13] Δεν υπάρχει πλέον άλλη διαθέσιμη γη, αλλά ούτε και βοσκότοποι για να διανεμηθούν. Σκεφθήκατε καλά αυτή την απόφαση που πρόκειται να πάρετε; Αυτές οι οικογένειες έχουν τα απαραίτητα χρήματα για να εγκατασταθούν και να ζήσουν; Είστε σίγουροι ότι φτάνοντας εκεί, δεν θα καταριέστε την ώρα που φύγατε;». [14]

Το παραπάνω κείμενο προέρχεται από ένα άρθρο με τον τίτλο «Γύρω από το ρεύμα της μετανάστευσης» και υπογράφεται από κάποιον Turnus, που είναι το ψευδώνυμο του συγγραφέα. Ο Noe ισχυρίστηκε ότι ο συγγραφέας έβαλε αυτά τα λόγια στο στόμα ένας πολιτικού, μόνο και μόνο για να αποκρύψει τις δικές του ιδέες. O Noe είπε ότι πίστευε πως ο ‘Turnus’ ήταν το ψευδώνυμο του Apostol Hagigogu, του διευθυντή της εφημερίδας. Ο Sterie Hagigogu και ο Apostol Hagigogu ήταν πρώτα ξαδέρφια: Αν η υπόθεση του Noe είναι ορθή, τότε ανακαλύπτουμε δύο ξαδέρφια με δύο πολύ διαφορετικές ιδέες.

Η Εταιρεία Μακεδονο-Ρουμανικής Κουλτούρας (Macedo-Romanian Cultural Society), που ιδρύθηκε στη Ρουμανία το 1879, είναι ο παλαιότερος Aρμάνικος Σύλλογος. Ενώ στην αρχή η Εταιρεία δεν έδειξε κανένα ενθουσιασμό για τη μετανάστευση, το 1925, αποφάσισε να υποστηρίξει τη διαδικασία εποικισμού.

Εκπρόσωποι της Ρουμανίας στην Αθήνα, καθώς και ορισμένοι από τους δασκάλους των ρουμανικών σχολείων στη νότια Βαλκανική (βλ. Noe Γ., 1938, 2005, σελ. 43) αντιτάχθηκαν απρόσμενα στον εποικισμό.

Κατά τη διάρκεια της διαδικασίας του εποικισμού, οι Αρμάνοι διαμαρτυρήθηκαν για τη συμπεριφορά των ρουμανικών αρχών, το ίδιο έκαναν και οι ρουμανικές αρχές για τη συμπεριφορά των Αρμάνων ηγετών τους. Αυτό μπορούμε να το δούμε στην έκθεση του Drăghicescu Α., Petre M., 2004, σελ. 432, έγγραφο αρ. 145, της 27ης Μαΐου, 1927. Το έγγραφο είναι μια έκθεση του Υπουργού Παιδείας, που απευθύνεται προς τον Υπουργό των Εξωτερικών σχετικά με τη δύσκολη κατάσταση των Μακεδο-Ρουμάνων στην Ελλάδα, που έχασαν τα βοσκοτόπια τους εξ αιτίας των Ελλήνων προσφύγων που ήλθαν από τη Μικρά Ασία.

Στην έκθεση αυτή βρίσκουμε κατηγορίες εναντίον ανωνύμων Aρμάνων ηγετών που υποστήριζαν πως είχαν ιδιοτελείς σκοπούς και συμφέροντα όταν περιέγραφαν τη Ρουμανία ως τη ‘Γη της Επαγγελίας’ στους λοιπούς εποίκους. Το έγγραφο περιγράφει επίσης την περίπτωση δύο Βλάχων, του Dimitrie Caţara και του Costa Gheorghiţă, οι οποίοι ήρθαν στη Ρουμανία για να ελέγξουν τους όρους μετανάστευσης που προσφέρονταν. Eίδαν από κοντά ποια είναι η πραγματική κατάσταση και αποφάσισαν να επιστρέψουν στην Ελλάδα. Ο Υπουργός Παιδείας ζήτησε από τον Υπουργό των Εξωτερικών να βοηθήσει τους παραπάνω προαναφερθέντες Αρμάνους να επιστρέψουν στην Ελλάδα, αφού αυτοί είχαν ήδη υπογράψει ένα έγγραφο, που τους ζητήθηκε κατά την έξοδό τους από την Ελλάδα, βάση του οποίου αποποιούνταν την ελληνική τους ιθαγένεια (υπηκοότητα) και ζητούσαν ν' αποκτήσουν τη αντίστοιχη ρουμανική.

Βρήκαμε προτάσεις σχετικά με την κατάσταση των Αρμάνων της Γιουγκοσλαβίας, της Ελλάδας και της Βουλγαρίας σε ένα έγγραφο (Drăghicescu Α., Petre M., 2004, σελ. 454-475, έγγραφο αρ. 153), που αποτελείται από αποσπάσματα της έκθεσης των επιθεωρητών Ι. Max Popovici [15] και Vicror Brabeţeanu [16], που γράφτηκε μετά από ένα ταξίδι το 1929 στις προαναφερθείσες χώρες.

Στην έκθεση των Popovici-Brabeţeanu βρίσκουμε κατηγορίες εναντίον δύο Aρμάνων ηγετών, του G. Celea και του D. Kehaia, καθώς και μια σύσταση για την απομάκρυνση αναρμόδιων ατόμων σαν και αυτούς από τη διαδικασία της μετανάστευσης. Στην ίδια σελίδα, υπάρχει επίσης και ένα απόσπασμα-αναφορά από τον Langa Răşcanu, τον Ρουμάνο πρεσβευτή στην Αθήνα, ο οποίος ζητούσε σύνεση και υπομονή όσον αφορά τη μετανάστευση και στον εποικισμό. Αυτός επίσης προειδοποιούσε να μην υπάρχει πίεση στους Αρμάνους της Ελλάδας να μεταναστεύουν στη Ρουμανία [17].

Η έκθεση των Popovici-Brabeţeanu περιλαμβάνει μια περίεργη κατηγορία του Brabeţeanu εναντίον του Kehaia - περίεργη διότι ο Brabeţeanu βοήθησε τον Kehaia στην αποστολή του, ώστε οι Βλάχοι να μεταναστεύουν από την Ελλάδα προς τη Ρουμανία (βλ. λεπτομέρειες στο Noe C., 1938, 2005, σσ. 56-59).

Μια πολύ ενδιαφέρουσα παρατήρηση (σελ. 459) είναι ότι οι Αρμάνοι που ήρθαν στη Ρουμανία ανήκαν και στις δύο πλευρές του Ρουμανο-Ελληνικού εθνικιστικού αγώνα: ορισμένοι αισθάνονταν ότι οι Aρμάνοι ήταν Ρουμάνοι και κάποιοι ένιωθαν ότι οι Aρμάνοι ήταν Έλληνες. Αυτό αμφισβητεί τη θέση που παρατέθηκε στην αρχή αυτού του εγγράφου-έκθεσης ότι ‘μόνον εκείνοι οι Αρμάνοι, που ένιωθαν Ρουμάνοι, αποφάσισαν να μεταναστεύσουν προς τη Ρουμανία’ . (Tanaşoca S. Ν., 2001, σ. 164).

Στο κεφάλαιο τους ‘Συμπεράσματα’, οι Popovici και Brabeţeanu, πρότειναν η Ρουμανία να εφαρμόσει μια οικονομική προσέγγιση στο θέμα των Αρμάνων και να εγκαταλείψει την εθνικιστική προσέγγιση. Αυτοί φανταζόταν μια μελλοντική εμπορική επέκταση της Ρουμανίας, με τους Βλάχους της νότιας Βαλκανικής να παίξουν μείζονα ρόλο. Κατά συνέπεια, είχαν την αίσθηση ότι ήταν επιθυμητό οι πλούσιοι Αρμάνοι ή τουλάχιστον αυτοί που ευρίσκονταν σε καλή οικονομική κατάσταση να παραμείνουν στην γενέτειρα χώρα τους.

Ωστόσο, για τους φτωχότερους των Αρμάνων, εκ των οποίων πολλοί πούλησαν τα υπάρχοντα τους με την προσδοκία της μετανάστευσης, ο Popovici και ο Brabeţeanu θεώρησαν ότι η Ρουμανική κυβέρνηση είχε καθήκον να τους φέρει στη Ρουμανία. Σε τέτοια κατάσταση, το 1929, ήταν 2.000 οικογένειες στην Ελλάδα, 500 στη Βουλγαρία και 200 στη Γιουγκοσλαβία. Αυτοί εκτίμησαν ότι η διαδικασία θα διαρκούσε 10-15 χρόνια και ζήτησαν τα κατάλληλα σχέδια για την υλοποίηση του εποικισμού.

Ένα πολύ ενδιαφέρον έγγραφο [18] (Heinen Α., 2006, σ. 184, σημείωση 48) μας διαφωτίζει για τα ταξίδια του 1929 των Popovici και Brabeţeanu:

«...Με αυτό το ταξίδι, η ρουμανική κυβέρνηση έχει ως στόχο να οργανώσει καλύτερα την μέχρι τώρα ακατάστατη μετανάστευση των Αρμάνων (στο κείμενο αναφέρονται ως ‘Κουτσόβλαχοι’) προς τη Ρουμανία, αλλά και να επιβραδύνει αυτή τη διαδικασία. [...] Οι εμπειρίες της Ρουμανικής κυβέρνησης με τους Κουτσόβλαχους δεν ήταν καλές. Σε γενικές γραμμές, αυτοί διατηρούσαν τις βίαιες Μακεδονικές συνήθειές τους, συχνά κρατώντας όπλα και ενοχλώντας τις ρουμανικές αρχές».

Παρόμοιες παρατηρήσεις εμφανίζονται σε ένα υπόμνημα που γράφτηκε στη Silistra (της κομητείας Durostor) το 1925 και υπογράφεται από 33 διανοούμενους. Αυτό το υπόμνημα προειδοποιεί τις ρουμανικές αρχές σχετικά με το λάθος που έκαναν να φέρουν τους Αρμάνους στη Ρουμανία:

«Οι Μακεδο-ρουμάνοι, γεννημένοι και αναθρεμμένοι στα νότια Βαλκάνια, έχοντας βαλκάνιες συνήθειες, μη γνωρίζοντες τη ρουμανική γλώσσα, με έναν διαφορετικό χαρακτήρα από τους Ρουμάνους της Ρουμανίας, δεν είναι σε θέση να αναπτύξουν εδώ οποιαδήποτε δραστηριότητα που να αντιστοιχεί στα ρουμανικά εθνικά συμφέροντα [...]. Οι Αρμάνοι, που ζούνε τόσους αιώνες κάτω από την κυριαρχία των Τούρκων, Ελλήνων και Βουλγάρων, είναι νευρικοί, εχθρικοί και εκδικητικοί ».[19]

Υπήρχαν πολλές διαμάχες μεταξύ των Αρμάνων που ήθελαν να μεταναστεύσουν και εκείνων που αποφάσισαν να παραμείνουν στην πατρίδα τους. Για παράδειγμα, οι Drăghicescu Α., Petre M., 2006, σσ. 227-228, στο έγγραφο αρ. 76, αναφέρουν ένα περιστατικό, το οποίο τελειώνει με μια αντιδικία μεταξύ των Αρμάνων που ήθελαν να μεταναστεύσουν και αυτών που αποφάσισαν να παραμείνουν στην Ντόλιανη (ένα χωριό κοντά στην Βέροια στην Ελλάδα, σημερινή Κουμαριά): Η πρώτη πλευρά ‘κέρδισε’ τη δίκη.

Ο συντάκτης του εγγράφου [20] παρατήρησε ότι οι Aρμάνοι, που ήθελαν να μεταναστεύσουν, προτιμούσαν να δώσουν τα σπίτια τους σε Έλληνες πρόσφυγες σχεδόν τζάμπα και να μη τα πάρουν οι Αρμάνοι που ήθελαν να παραμείνουν στη Ντόλιανη. Τόση ήταν η επιθυμία τους να πείσουν όλη την κοινότητα να εγκαταλείψει τη Ντόλιανη και να πάει στη Ρουμανία.

Σε αυτά τα έγγραφα αναφέρονται δυο απόπειρες Αρμάνων (που μετανάστευσαν στη Ρουμανία) να επιστρέψουν στην πατρίδα τους. Και τα δύο περιστατικά συνέβησαν το 1926, το πρώτο, τον Αυγούστο αυτού του έτους, όταν 84 άπορες οικογένειες εγκατεστημένες στην επαρχία Durostor αποφάσισαν να επιστρέψουν στην Ελλάδα. Αυτές οι οικογένειες είχαν ενθαρρυνθεί από τον Ι. Ghibănescu, Πρόεδρο της Κομητείας [21], ο οποίος τους υποσχέθηκε δωρεάν μεταφορά για την επιστροφή τους. Ο Noe C., 1938, 2005, σελ. 70, περιγράφει το γεγονός και τoν ψυχολογικό μηχανισμό τoυ:

«Οι απογοητευμένοι εποικιστές άρχισαν να μετανιώνουν για την απόφαση τους να έρθουν στη Ρουμανία. Ο τόπος που γεννήθηκαν με τα ψηλά βουνά, τους καταπράσινους λόφους και τα καθαρά νερά τους φαίνονταν σαν παράδεισος τώρα. Είναι μέσα στη ανθρώπινη φύση κανείς να ξεχνάει τα προβλήματα από το παρελθόν και να επικεντρώνεται μόνο στα παρόντα προβλήματα. Ως εκ τούτου, ορισμένοι έποικοι άρχισαν να σκέφτονται για την επιστροφή στο σπίτι τους, κυρίως δε αυτοί που δεν είχαν εμπλοκή στο εθνικό κίνημα».

Η προσπάθεια να επιστρέψουν απέτυχε, όταν κάποιοι εποικιστές που ήταν εθνικιστές οργάνωσαν μια συνέλευση και σταμάτησαν την επιστροφή. Η δεύτερη προσπάθεια έγινε το 1926 στις 8 Νοεμβρίου: 120 βλάχικες οικογένειες εγκατέλειψαν τα νέο-ιδρυθέντα χωριά τους και συγκεντρώθηκαν στην Silistra για να επιστρέψουν στη γενέτειρά τους. Αυτή τη φορά ήταν η Ρουμανική κυβέρνηση που τους σταμάτησε∙ προσπάθησε δε μετά από αυτό να βελτιώσει τη ζωή τους.

Ένα δυσάρεστο συμβάν (με περαιτέρω συνέπειες, όπως θα δούμε στη συνέχεια) έλαβε χώρα την άνοιξη του 1927: 100 Aρμάνικες οικογένειες περίμεναν περισσότερο από 2 μήνες στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης για να πάρουν την έγκριση να έρθουν στη Ρουμανία. Έφτασαν στην Κωστάντζα στις 17 Ιουλίου, 1927 μόνο αφού είχαν υπογράψει ένα έγγραφο στο οποίο δήλωναν ότι δεν ήρθαν στη Ρουμανία ως μετανάστες, αλλά απλώς ως πολίτες. Αυτό σήμαινε ότι δεν θα λάμβαναν γη ή οποιαδήποτε άλλη βοήθεια (βλ. Musi Β., 1935, 2005, p.128).

Θα τελειώσουμε αυτό το κεφάλαιο με τρεις (3) μαρτυρίες.

(1) Η πρώτη είναι ένα λαϊκό τραγούδι που περιγράφει τη μετανάστευση στη Ρουμανία:

«Armâńl'i ditu Vâryârii"= Aρμάνοι από τη Βουλγαρία
Nchisirâ ti tu-Armânii = που ξεκίνησαν για τη Ρουμανία
Ta S-l'ea locu di vâsilii = να πάρουν τη γη από το βασίλειο
Τα s-bâneadzâ tu isihii. "[22] = και να ζήσουν ειρηνικά».

Το τραγούδι δείχνει ότι η λήψη γης ήταν ο κύριος σκοπός αυτής της μετανάστευσης. Η ασαφής έκφραση "Ta S-l'ea locu di vâsilii" θα μπορούσε επίσης να σημαίνει ότι, με αυτόν τον τρόπο, θα δημιουργήσουν της δικιά τους χώρα.

(2) «Οι άνθρωποι μεγάλης ηλικίας, μας διηγούνται ότι η ζωή στην Ελλάδα ήταν καλύτερη. Ήταν ελεύθεροι. Είχαν 500-1000 πρόβατα..»

Αυτή η μαρτυρία είναι από το 1970 και ανήκει σε ένα Aρμάνο από τη Ρουμανία [23]. Αισθανόμαστε την λύπη για αυτόν τον άνθρωπο και τη λαχτάρα του για τον τόπο, όπου γεννήθηκαν οι γονείς του. Αυτή η λύπη μπορεί να έχει προκληθεί από την έλλειψη ελευθερίας και την έλλειψη της ιδιοκτησίας στη Ρουμανία κατά τη διάρκεια του κομμουνιστικού καθεστώτος.

(3) «Υπήρξαν μερικοί άνθρωποι που έλεγαν ότι στη Ρουμανία ‘τα σκυλιά περπατούσαν με κουλούρια στις ουρές τους’ (ελληνική παροιμία: ‘δένανε τα σκυλιά με τα λουκάνικα’ = περνούσαν καλά). Ο λαός μας εγκατέλειψε τα βουνά∙ άφησε τα πάντα για μια καλύτερη ζωή. Αυτό ήταν ψεύτικη προπαγάνδα. Λυπάμαι που ήρθα στη Ρουμανία». [24]

Αυτή η μαρτυρία είναι από το 2003. Ήρθε στο φως από ένα γέρο 82 χρονών, τον Vasile Bardu [25], από τον Μ. Kogălniceanu (κομητεία Κωνστάντζα). Αρκετά ενδιαφέρον είναι το γεγονός, όταν ρωτήθηκε σχετικά με την ταυτότητα των Αρμάνων, αυτός απάντησε: « Aρμάνοι;. Αυτό που αυτοί είναι πραγματικά: είναι Ρουμάνοι».

Οι Αρμάνοι και η Σιδηρά Φρουρά.

«Κάθε Aρμάνος είναι και ένας λεγεωνάριος», όπως άρεσε να αυτοαποκαλούνται τα μέλη της Σιδηράς Φρουράς (Ρουμανική παραλλαγή του Φασισμού). Αυτή η ρήση ήταν πολύ διαδεδομένη στη Ρουμανία κατά την προπολεμική περίοδο.

Πρώτα θα προσπαθήσουμε να σκιαγραφήσουμε μια σύντομη ιστορία για τα γεγονότα που οδήγησαν κάποιους Αρμάνους να ενταχθούν στη Σιδηρά Φρουρά. Ο δεύτερος στόχος είναι να δούμε τη συσχέτιση μεταξύ της διαδικασίας μετανάστευσης και της προσκόλλησης ορισμένων Αρμάνων στη Λεγεώνα. Ο τρίτος στόχος του παρόντος κεφαλαίου είναι να εξεταστεί από όλες τις πλευρές (διασταυρωθεί) το στερεότυπο ότι ‘κάθε Aρμάνος ήταν και ένας λεγεωνάριος’. Θα συζητήσουμε, επίσης, τις βιαιοπραγίες κάποιων Αρμάνων που είχαν εμπλακεί στο Κίνημα των Λεγεωνάριων.

«Όλοι αυτοί που αναμιχθήκαμε κατά τη διάρκεια των εθνικιστικών αγώνων στη Μακεδονία, είχαμε στο μυαλό μας την εικόνα μιας πεντακάθαρης Μεγάλης Ρουμανίας (στο βαθμό που μόνο από μακριά μπορεί κανείς να το δει). Μόλις όμως φτάσαμε στη χώρα, αισθανθήκαμε απογοήτευση». [26]

Θα βρείτε μια ενδιαφέρουσα (και προσωπική) περιγραφή των αιτιών, για τις οποίες πολλοί Αρμάνοι προσχώρησαν στη Σιδηρά Φρουρά, στον Papanace C., 1999 (ειδικά στο κεφάλαιο ‘Οι Μακεδο-Ρουμάνοι στο Κίνημα των Λεγεωνάριων’, σελ. 66-103. Αυτό το κεφάλαιο ασχολήθηκε καταρχάς με μια συγκέντρωση που πραγματοποιήθηκε το 1960 για τον εορτασμό της μνήμης των 30 χρόνων από τη προσχώρηση των πρώτων Aρμάνων στη Σιδηρά Φρουρά). Θα πούμε εν συντομία μόνο τα κύρια γεγονότα.

Το παραπάνω απόσπασμα είναι του Papanace και δείχνει ότι, η απογοήτευση που αισθάνθηκαν πολλοί Αρμάνοι ερχόμενοι στη Ρουμανία, αποτέλεσε το πρώτο βήμα για την μελλοντική τους αφοσίωση στην Σιδηρά Φρουρά. Αυτή η απογοήτευση είχε ως βάση τις διαφορές, που οι Βλάχοι διαπίστωσαν ανάμεσα σε αυτά που διδάχθηκαν ως μαθητές των ρουμάνικων σχολείων στη Μακεδονία και σε αυτά που βρήκαν όταν έφτασαν στη ‘Γη της Επαγγελίας’. Ο Papanace έφτασε στη Ρουμανία το 1925 σε ηλικία 21 ετών. Ο ίδιος και οι σύντροφοι του άρχισαν να σπουδάζουν στα ρουμανικά πανεπιστήμια και συμμετείχαν στην υποστήριξη των Aρμάνων εποίκων που έφταναν στη Ρουμανία με την έναρξη του καλοκαιριού του 1925. Στην αρχή αρνήθηκαν να συμμετάσχουν σε κάποιο πολιτικό κόμμα.

Την άνοιξη του 1927, μια επιτροπή από φοιτητές επισκέφθηκε το Καντριλατέρ για δέκα ημέρες για να δείξει την συμπαράσταση τους στους Αρμάνους που είχαν εγκατασταθεί στην περιοχή πριν από δύο χρόνια. Η επιτροπή είχε επικεφαλής τον Tudose Popescu (στενός φίλος του Corneliu Codreanu, που ήταν και ο ιδρυτής της Σιδηράς Φρουράς και ένας από τους ηγέτες του φοιτητικού κινήματος το 1922), τον Constantin Papanace (εκείνη την περίοδο Αντιπρόεδρο του ‘Συνδέσμου των Μακεδο-Ρουμάνων Φοιτητών’) και τον Iancu Caranica (γραμματέας του προαναφερθέντος συλλόγου). Δύο διαμαρτυρίες εναντίον του Ι. Ghibănescu, Προέδρου της κομητείας Durostor, οργανώθηκαν από φοιτητές στη Silistra και το Βουκουρέστι. Ως αποτέλεσμα, είχαμε τον Ιούνιο του 1927 τη φυλάκιση των Popescu και Papanace για δύο εβδομάδες στη φυλακή Jilava (βλ. Papanace C., 1997, σσ. 191-203),

Το καλοκαίρι του 1930 μiα πρώτη ομάδα Aρμάνων προσχώρησε στο Κίνημα των Λεγεωνάριων και το έπραξε ως άμεση συνέπεια των προβλημάτων των Aρμάνων εποίκων στο Καντριλατέρ. Ο πιο κοινός τρόπος για να κατέχει κάποιος γη κατά τη διάρκεια του Οθωμανικού καθεστώτος ήταν το ‘Μίρι’ (‘mirie’= κρατική γη), δηλαδή ιδιοκτησία του κράτους που ενοικιάζονταν στους υπηκόους του. Το ζήτημα της ιδιοκτησίας της γης δεν είχε διευθετηθεί κατά τη διάρκεια της περιόδου κατά την οποία το Καντριλατέρ ήταν υπό βουλγαρική κυριαρχία (1878-1913).

Την 1η Απριλίου 1914, η Ρουμανική κυβέρνηση είχε περάσει ένα ‘νόμο για την οργάνωση της Νέας Δοβρουτσάς (του Καντριλατέρ)’. Κάποιες αλλαγές στον νόμο έγιναν στις 22 Απρίλη 1924, με κύρια αλλαγή ότι ένα άτομο με ιδιοκτησία ‘Μίρι’ θα μπορούσε να γίνει ο απόλυτος ιδιοκτήτης μόνο δίνοντας το ένα τρίτο της γης στο κράτος (και παραμένοντας απόλυτος ιδιοκτήτης των υπολοίπων δύο τρίτων) ή καταβάλλοντας την τιμή του ενός τρίτου της μέγιστης αξίας της γης στο Ρουμανικό κράτος. Με αυτό τον τρόπο η Ρουμανία αγόρασε εκτάσεις για τον εποικισμό.

Στις 30 του Ιούνη 1930, το Ρουμανικό Κοινοβούλιο, υπό τον έλεγχο του Εθνικού Αγροτικού Κόμματος (PNT), ψήφισε για να αλλάξει ξανά το νόμο. Το Εθνικό Αγροτικό Κόμμα είχε στρατηγική να αποκτήσει την υποστήριξη των Βουλγάρων του Καντριλατέρ. Γι' αυτό το λόγο, πέρασαν ένα νόμο που επέτρεπε στους Βούλγαρους να έχουν τη δυνατότητα να πάρουν πίσω το ένα τρίτο του ακινήτου που είχε δοθεί στο Δημόσιο λόγω του προηγούμενου νόμου.

Η αλλαγή αυτή έγινε αντιληπτή από τους Αρμάνους ως παραβίαση των δικαιωμάτων τους. Αισθάνθηκαν ότι κινδυνεύουν να χάσουν τη γη τους - και αυτή η αίσθηση ενισχύθηκε από το γεγονός ότι ο βουλευτής του PNT (Αγροτικού Κόμματος) Constantin Angelescu, ο οποίος πρότεινε αυτή την αλλαγή στο νόμο, ήταν επίσης και ο βουλευτής της κομητείας Caliacra (μέρος της περιοχής εποικισμού), καθώς και Υφυπουργός του Υπουργείου Εσωτερικών.

Στις 21 Ιουλίου 1930, ο φοιτητής George Beza (κατά το ήμισυ βλάχικης καταγωγής) αποπειράθηκε να δολοφονήσει τον C. Angelescu. Η προσπάθεια απέτυχε και ο Angelescu τραυματίστηκε. Ο G. Beza είχε μαζί του (κατά τη σύλληψη του) προπαγανδιστικά φυλλάδια του Κινήματος των Λεγεωνάριων. Λόγω αυτού του γεγονότος, η Αστυνομία φυλάκισε τον Corneliu Codreanu, ως ηθικό αυτουργό της απόπειρας. Ο Cοdreanu όμως αρνήθηκε την οποιαδήποτε ανάμιξη στην απόπειρα του Μπέζα και αφέθηκε ελεύθερος. Αλλά όταν εμφανίστηκαν στον ημερήσιο τύπο της επόμενης ημέρας άρθρα που γράφανε ότι Codreanu απέρριψε κάθε ανάμιξη στην απόπειρα του Μπέζα, ο Codreanu διαβεβαίωσε ότι θα υποστήριζε τον Μπέζα στο δικαστήριο. Τότε ο Codreanu φυλακίστηκε εκ νέου.

Την ίδια στιγμή, μία ομάδα από επτά Αρμάνους, είχε υπογράψει ένα φυλλάδιο που δικαιολογούσε την απόπειρα δολοφονίας του Angelescu. Και αυτοί φυλακίστηκαν. Στις 24 Ιουλίου 1930, κατά την μεταγωγή τους στη φυλακή Văcăreşti, συναντήθηκαν με τον Codreanu. Κατάληξαν να περάσουν 40 μέρες από κοινού στη φυλακή. Η ομάδα των Αρμάνων αποτελούνταν από τον Constantin Papanace, τον Iancu Caranica, τον Grigore Pihu, τον Anton Ciumetti, τον Gheorghe Ghiţea, τον Stere Ficăta και κάποιον Mamali. Αμέσως προσχώρησαν όλοι τους στη Σιδηρά Φρουρά. Σύμφωνα με τον Papanace C., 1997, σ. 177, o Codreanu εντυπωσιάστηκε από τη συμπεριφορά αυτών των 7 Αρμάνων στη φυλακή και είχε πει:

«Το ψυχικό σας σθένος είναι πηγαίο. Στα βουνά φυλάξατε όλους τους θησαυρούς της φυλής σας. Κάποτε ο λαός μου ήταν σαν εσάς. Σήμερα είναι νοθευμένος σε πολλά σημεία. Θα ήθελα να θεραπεύσω το λαό μας, ώστε να έχουμε λεγεωνάριους όπως είστε εσείς».

Στο βιβλίο του (‘Pentru Legionari, Editura Gordian, Timişoara, 1994, σ. 438), o Codreanu μιλά για την προσχώρηση πολλών Αρμάνων στο κίνημα του:

«Οι Μακεδόνες μας πλαισιώνουν με γενναίους, υγιείς νέους που είναι καθαροί σαν το δάκρυ, παρόλα αυτά, πιστεύουμε ότι δεν είναι θετικό ο μεγαλύτερος όγκος των Μακεδόνων από το Καντριλατέρ να ενταχθεί στην Λεγεώνα, διότι δεν θέλουμε να εκτεθούν σε πάρα πολύ μεγάλη πίεση. Όμως, όλοι οι Αρμάνοι φοιτητές εντάχθηκαν στο κίνημά μας».

Πρέπει να αναφέρουμε εδώ τρία συμπεράσματα:

1) Η απογοήτευση, που προήλθε από την κακή διαχείριση της διαδικασίας εποικισμού από πλευράς των Ρουμανικών Αρχών, οδήγησε ορισμένους Βλάχους στο κίνημα των Λεγεωνάριων.

2) Πολλοί Αρμάνοι πίστευαν ότι το εθνικό τους αίσθημα ήταν παρόμοιο με αυτό που προωθούνταν από την Λεγεώνα. Πολλοί ηγέτες της Λεγεώνας πίστεψαν, επίσης, ότι οι Αρμάνοι θα μπορούσαν να είναι το πρότυπο για τον ‘νέο άνθρωπο’, που έψαχναν.

3) Η προσκόλληση στο κίνημα ήταν εντονότερη ανάμεσα στους Αρμάνους φοιτητές.

Στη συνέχεια, θα συζητήσουμε το πρόβλημα της άσκησης βίας από τους Αρμάνους. Ας θυμηθούμε ότι, για κάποιους, οι Αρμάνοι είχαν την εικόνα του ‘νευρικού, εχθρικού και εκδικητικού ανθρώπου’. Η ίδια ιδέα εκφράστηκε από τον Emil Cioran το 1972:

«Οι ‘Φρουροί του Θανάτου’ (παραστρατιωτικές ομάδες εκτελεστών της Σιδηράς Φρουράς) προέρχονταν κυρίως από τις τάξεις των εκριζωθέντων Αρμάνων της Μακεδονίας γενικά, η περιφέρεια είχε σε αυτό το Κίνημα καλή εκπροσώπηση (από αυτούς)». [27]

Ας αναλύσουμε τώρα την βία των Αρμάνων, που προσχώρησαν στην Σιδηρά Φρουρά. Περιγράψαμε την ανεπιτυχή δολοφονική απόπειρα του Beza κατά του Angelescu. Ο G. Beza (1907-1996) φυλακίστηκε για ένα έτος, αφέθηκε ελεύθερος τον Ιούλιο του 1931 και προσχώρησε στη Σιδηρά Φρουρά. Απέκτησε τον τίτλο του ‘Διοικητή’ της Λεγεώνας, αλλά σύντομα απομακρύνθηκε από την οργάνωση (βλ. Heinen Α., 2006, σ. 254). Συνεργάστηκε για λίγο με τον Micail Stelescu (που εκδιώχθηκε από την Σιδηρά Φρουρά στις 25 Σεπτεμβρίου του 1934) στην έκδοση του περιοδικού ‘Cruciada Românismului’, με το οποίο επέκριναν την Λεγεώνα. Τον Απρίλιο του 1936, αυτός και ο Stelescu μπήκαν στον κατάλογο της Φρουράς, όσων επρόκειτο να τιμωρηθούν για προδοσία (Heinen Α., 2006, σ. 278).

Ο Βeza προσχώρησε στο PNT (Partidul Național-Țărănesc) και είχε σημαντικό ρόλο κατά τη διάρκεια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου (ένα μνημείο τοποθετήθηκε στην Ιερουσαλήμ προς τιμή του). Η σύζυγός του, Vasilichia Βeza , έγραψε ένα βιβλίο για τη ζωή τους (Beza V., 1993), στο οποίo μιλάει για την σταδιοδρομία του συζύγου της, χωρίς να αναφέρεται καθόλου στο παρελθόν του ως Λεγεωνάριος.

Στις 29 Δεκέμβρη 1933, ο πρωθυπουργός της Ρουμανίας, I. G. Duca, δολοφονήθηκε από τρεις λεγεωνάριους. Δύο από αυτούς ήταν Αρμάνοι: Ο Doru Belimace και ο Iancu Caranica. Στην πραγματικότητα, ο Nicolae Constantinescu, το τρίτο μέλος της ομάδας, ήταν αυτός που σκότωσε τον Duca αλλά και οι τρεις ανέλαβαν την ευθύνη για τη δολοφονία. Τη νύχτα της 29ης-30 Δεκεμβρίου του 1933, ο Aρμάνος Sterie Ciumetti, ταμίας της Λεγεώνας, σκοτώθηκε από την Αστυνομία (επειδή δεν πρόδωσε που κρυβότανε ο Codreanu, σύμφωνα με τους λεγεωνάριους). Ο Belimace, ο Caranica και ο Constantinescu καταδικάστηκαν σε ισόβια κάθειρξη (εκτελέστηκαν στις 30 του Νοέμβρη του 1938, μαζί με το Codreanu).

Είχαμε αναφέρει την περίπτωση των 100 Βλάχικων οικογενειών που πέρασαν πάνω από δύο μήνες στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης, περιμένοντας την άδεια να μεταναστεύσουν στην Ρουμανία το 1927. Ο Iancu Caranica και ο Constantin Papanace ζήτησαν ακρόαση από τον I. G. Duca και στη συνέχεια από τον Υπουργό Εσωτερικών, σε μια προσπάθεια επίλυσης του προβλήματος. Ο Duca δεν τους δέχτηκε και τους έστειλε σε κάποιον υποδεέστερο. Αντί όμως να το κάνουν αυτοί επισκέφτηκαν τον πρωθυπουργό, Ι. Bratianu, ο οποίος, σύμφωνα με τον Papanace (βλ. Papanace C., 1999, σελ. 119 - 124) αμέσως έλυσε το πρόβλημα. Θα πρέπει να σημειώσουμε ότι αντίθετα ο Μusi, ισχυρίζεται ότι με δική του παρέμβαση (βλ. Μusi Β., 1935, 2005, p.128) δόθηκε η λύση. Ο Papanace υπαινίχθηκε ότι τα γεγονότα στη Θεσσαλονίκη το 1927 και η αντίθεση του Duca στον εποικισμό των Αρμάνων (1925) έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην τραγωδία που πραγματοποιήθηκε το Δεκέμβριο του 1933.

Στις 16 Ιουλίου 1936, Ο Mihail Stelescu σκοτώθηκε από δέκα πρώην συναδέλφους του. Ένας Aρμάνος ονόματι Ion Caratănase ήταν ο ηγέτης της ομάδας. Σύμφωνα με τον Bordeiu P.D., σελ. 20, σημείωση 18, ο Caratănase γεννήθηκε το 1909 (Hârşova, κομητεία της Κωνστάντζα) και έλαβε τον βαθμό του Διοικητή Λεγεωναρίων στις 4 Ιουλίου του 1934. Αυτός σκοτώθηκε επίσης, στις 30 Νοεμβρίου του 1938.

Στις 21 Σεπτεμβρίου του 1939, ο Πρωθυπουργός Armand Cãlinescu δολοφονήθηκε από μια ομάδα εννέα μελών της Σιδηράς Φρουράς. Ένας από αυτούς, ο Ovidiu Isaia, ήταν Βλάχoς. Και οι εννέα εκτελέστηκαν την ίδια μέρα.

Παρά το γεγονός ότι 64 άνθρωποι σκοτώθηκαν από λεγεωνάριους το Νοέμβριο του 1940, ουδείς από τους δολοφόνους ήταν Aρμάνος. Ακριβώς το αντίθετο συμβαίνει: πέντε από τα θύματα ήταν Αρμάνοι: ο Cola Bileca , ο Mita Bileca, ο Marius Batu, ο Costa Culeţu και ο Spiru Dumitrescu.

Αν υπολογίσουμε τον αριθμό των Αρμάνων που είχαν εμπλακεί στα εγκλήματα της Σιδηράς Φρουράς (δηλ. τους τέσσερις: τον Belimace, τον Caranica, τον Caratănase και τον Ιsaia) είναι πολύ δύσκολο να υποστηριχθεί ότι οι Aρμάνοι ήταν οι δολοφόνοι του Κινήματος των Λεγεωνάριων. Ταυτόχρονα, δεν μπορούμε να αρνηθούμε την εν δυνάμει χρήση βίας από τους Αρμάνους.

Κατά τη γνώμη μου, η εικόνα των βίαιων Αρμάνων δεν προκύπτει από αυτούς που συμμετείχαν στη Σιδηρά Φρουρά, αλλά μάλλον από την βία στο Καντριλατέρ, στην οποία οι Aρμάνοι εποικιστές αναγκάστηκαν να προσφύγουν, αμυνόμενοι εναντίον των ανταρτών της Βουλγάρικης Εσωτερικής Επαναστατικής Οργάνωσης της Δοβρουτσάς∙ αυτή η οργάνωση έκανε επιθέσεις στα ρουμανικά φυλάκια και στους Αρμάνους εποικιστές στη νότια Δοβρουτσά.

Με την ευκαιρία, πρέπει να αναφέρουμε ότι πολλοί Aρμάνοι λεγεωνάριοι συμμετείχαν στην αντικομουνιστική αντίσταση - βλ. έγγραφα στον Cojoc M., 2004∙ μπορούμε να βρούμε πολύ ενδιαφέρουσες προφορικές ιστορίες στους Conovici Μ., Iliescu S., Silivestru O ., 2008 και στον Misa-Caragheorghe S. Πολλοί φυλακίστηκαν κατά τη διάρκεια του κομμουνιστικού καθεστώτος. Οι πιο σημαντικές προσωπικότητες της αντίστασης ήταν o Nicolae και Dumitru Fudulea, o Nicolae Ciolacu και o Gogu Puiu. Kάποιοι Aρμάνοι λεγεωνάριοι κατάφεραν να δραπετεύσουν από τη Ρουμανία και συμμετείχαν στο λεγόμενη ‘τρίτη αναγέννηση των Αρμάνων’.

Ερχόμαστε τώρα να διερευνήσουμε τον ισχυρισμό που γράφτηκε στην αρχή (του κεφαλαίου): ‘ο κάθε Aρμάνος ήταν και ένας λεγεωνάριος’. Πρέπει πρώτα να προσέξουμε την απογραφή του 1938, η οποία κατέγραψε 108.404 [28] Ρουμάνους στο Καντριλατέρ, περίπου το 29% του πληθυσμού (να αναφέρουμε ότι το 1912 υπήρχαν 6.602 Ρουμάνοι στο Καντριλατέρ, δηλαδή 2,3% του πληθυσμού). Αν λάβουμε υπόψη ότι υπήρχαν κατά ανώτατο όριο 30.000 Αρμάνοι στο Καντριλατέρ το 1938 (αφού μόνο 30.000 Βλάχοι ήρθαν στη Ρουμανία μετά το 1925), φτάνουμε στο συμπέρασμα ότι οι Αρμάνοι ήταν κατά ανώτατο όριο το 8% του πληθυσμού στο Καντριλατέρ το 1938.

Στις εκλογές του Δεκεμβρίου 1937, το κόμμα που εκπροσωπούσε την Σιδηρά Φρουρά, δηλ. το ‘Totul pentru Tara= Όλα για τη Χώρα’, έλαβε το 15,58% των ψήφων σε ολόκληρη τη Ρουμανία (βλ. Bordeiu PD, 2003, σελ. 351-352 και Heinen A., 2006, σσ. 466 - 467). Στην κομητεία Caliacra πήρανε [29] το 9,86% των ψήφων και στην Durostor το 8,80%. Αυτό σημαίνει ότι, στο Καντριλατέρ οι λεγεωνάριοι έλαβαν μόνο το ήμισυ του συνολικού ποσοστού των ψήφων που πήραν αλλού.

Αν υποθέσουμε ότι όλοι οι Αρμάνοι ήταν λεγεωνάριοι, η μόνη πιθανότητα ήταν ότι το κόμμα τους, το ‘Totul pentru Tsara’, δεν πήρε ούτε μια ψήφο από κανένα από τους πάνω από 78.000 Ρουμάνους της περιοχής.

Στην πραγματικότητα υπήρχαν πολλοί Αρμάνοι, που ήταν φιλελεύθεροι. Υπήρχαν δύο λόγοι για αυτό: πρώτον, πολλοί Αρμάνοι ήταν έμποροι και επιχειρηματίες και ήταν φυσικό να υποστηρίξουν ένα φιλελεύθερο κόμμα, και δεύτερον, το Φιλελεύθερο Κόμμα (PNL), με επικεφαλής τον Ionel Bratianu, είχε υποστηρίξει τον εποικισμό των Αρμάνων στο Καντριλατέρ.

Είμαι πολύ ευγνώμων προς τον ιστορικό ερευνητή Raluca Tomi, ο οποίος μου έδειξε ένα ενημερωτικό σημείωμα με την ημερομηνία 17 Φεβρουαρίου του 1935 (CNSAS, ισχύοντα Αρχεία, φάκελος Gheorghe Bratianu, φάκελος αρ. 10.176, τόμος αριθ. 2, φύλλο 14.):

«Οι ηγέτες του κόμματος PNL - Gh.Brătianu, V. Papacostea [30] και C. Giurescu, παρουσίασαν στον Gheorghe Bratianu ένα σχέδιο δράσης για να εγγράψουν τους Μακεδόνες εποικιστές στο κόμμα τους. Το σχέδιο αυτό έχει τα ακόλουθα σημεία:

1) Τη δημιουργία στο εσωτερικό της κομματικής νεολαίας μιας οργάνωσης με το όνομα ‘Μακεδονικό Τμήμα’, έχοντας ως το μοναδικό καθήκον την προπαγάνδα στην Δοβρουτσά.

2) Την έκδοση μιας εφημερίδας στη βλάχικη διάλεκτο στο Bazargic της Βουλγαρίας, ώστε να αποκτήσουν επιρροή στην ‘Εταιρεία Μακεδονο-Ρουμανικής Κουλτούρας’.

3) Την εκπόνηση αναλύσεων από το Τμήμα Έρευνας του κόμματος για τα προβλήματα των Μακεδο-Ρουμάνων.

4) Τη χάραξη πολιτικής για τη μετανάστευση των Μακεδο-Ρουμάνων προς τη Ρουμανία». [31]

Ας σημειωθεί ότι (Bordeiu P.D, 2003, σελ. 351-352 και Heinen Α., 2006, σσ. 466-467) το κόμμα PNL - Gh.Brătianu έλαβε 3,89% των ψήφων στις εθνικές εκλογές το 1938. Στη κομητεία Caliacra έλαβε 1,55% και στη κομητεία Durostor έλαβε το 8,68%. Τα ποσοστά που πήρε στο Durostor ήταν καταπληκτικά. Ήταν 2,23 φορές μεγαλύτερα από τον εθνικό σκορ.

Περίπου 3.500 οικογένειες Αρμάνων εγκαταστάθηκαν στη κομητεία Durostor και 2.500 στην κομητεία Caliacra (η πυκνότητα του πληθυσμού τους ήταν μεγαλύτερη στο Durostor από ότι στη Caliacra). Μπορούμε με ασφάλεια να συμπεράνουμε ότι η Σιδηρά Φρουρά ήταν περισσότερο συμπαθής ανάμεσα στους Αρμάνους της Caliacra, ενώ το κόμμα PNL-Gh.Brătianu είχε μεγαλύτερη υποστήριξη από τους Αρμάνους του Durostor.

Σε σχέση με το τρίτο σημείο του παραπάνω ντοκουμέντου (σχεδίου δράσης) του Φιλελεύθερου Κόμματος, θα πρέπει να σημειώσουμε ότι, το 1935, ο Vasile Μusi ήταν μέλος του κόμματος PNL-Gh.Brătianu [32] (αφού είχε διατελέσει μέλος της PNT). Η πολύ σημαντική μελέτη του Μusi, με τίτλο ‘Un deceniu de colonizare în Dobrogea-Noua’, 1925-1935, θα μπορούσε να θεωρηθεί ως μέρος του σχεδίου αυτού.

Παρατηρούμε ότι στο έργο του Μusi Β., 1935, 2005, ο Gheorghe Bratianu εμφανίζεται σε δύο σημεία: στη σελίδα 129 βρίσκουμε την περιγραφή της επίσκεψης του στο Καντριλατέρ τον Αύγουστο του 1927. Υπάρχουν δύο αποσπάσματα γραμμένα από τον ίδιο, στα οποία επαίνεσε τις ικανότητες-αρετές των Αρμάνων και υποσχέθηκε να τους υποστηρίξει.

Το δεύτερο μέρος όπου εμφανίζεται ο Bratianu είναι στο τέλος του βιβλίου, σελ. 171. Το βιβλίο τελειώνει με ένα απόσπασμα του G. Bratianu. Αυτός επαίνεσε για άλλη μια φορά την επιδεξιότητα των Αρμάνων για το εμπόριο και θεώρησε ότι οι Aρμάνοι πρέπει να εγκατασταθούν στη Ρουμανία για να γίνουν η οικονομική ελίτ της χώρας.

 

H μεγάλη Διαμάχη: Ποιά είναι η κατάσταση (status) των Αρμάνων στη Ρουμανία;

Είναι γενικά αποδεκτό ότι η επαναφορά του Βλάχικου Ζητήματος ήταν αποτέλεσμα της δραστηριότητας κάποιων Αρμάνων που είχαν εγκαταλείψει τη Ρουμανία κατά τη διάρκεια του κομμουνιστικού καθεστώτος. Για παράδειγμα, ο Tanaşoca Ν. Ş, 2001, σελ.164, εκφράζει την ακόλουθη γνώμη για το θέμα:

«Η επανεργοποίηση του Aρμάνικου Ζητήματος ξεκίνησε πρόσφατα από ορισμένες ομάδες πολύ ενεργών αποδήμων Aρμάνων στη Δυτική Ευρώπη. Προς το παρόν, είναι πολύ νωρίς να αποτολμήσουμε να πούμε κάποια γνώμη σχετικά με αυτές τις προσπάθειες. Ωστόσο, είναι αξιοσημείωτο ότι ο στόχος αυτών των προσπαθειών είναι διαφορετικός από τις προηγούμενες προσπάθειες. Οι υποστηρικτές αυτών των προσπαθειών επιμένουν σε κάτι το ξεχωριστό των Αρμάνων σε σχέση με το Ρουμανικό κράτος και τους πολίτες του. Γι' αυτούς οι Αρμάνοι είναι εθνικά διαφορετικοί από τους Ρουμάνους και πιστεύουν ότι η Aρμάνικη διάλεκτος αποτελεί μια ξεχωριστή γλώσσα.
Αυτές οι απόψεις, ωστόσο, δεν είναι νεωτερισμοί που προέρχονται από εμπεριστατωμένες μελέτες. Μάλλον υπαγορεύονται από πολιτική καιροσκοπία. Σε μεγάλα εθνικά ζητήματα, οι περισπασμοί αυτού του είδους το μόνο που κάνουν είναι ζημία. Εν πάση περιπτώσει, είναι εξωπραγματικοί».

Εμείς θα προσπαθήσουμε πρώτα να δώσουμε το περίγραμμα της εξέλιξης αυτής της Τρίτης Aρμάνικης Αναγέννησης. Η ιδέα του διαχωρισμού των Αρμάνων από τους Ρουμάνους εμφανίστηκε πολύ νωρίτερα από εξαιρετικά απροσδόκητες πηγές-απόψεις:

«Ο Alexandru D. Xenopol (μεγάλος ιστορικός της Ρουμανίας)... υιοθέτησε μια ακραία άποψη με την οποία εξέτασε εξονυχιστικά - με κάποιες αντιφάσεις και δεύτερες σκέψεις - την όλη υπόθεση σχετικά με τη Ρουμανική ταυτότητα του βλάχικου λαού και τη γλώσσα τους. Μπήκε στο πειρασμό να αναγνωρίσει τους Αρμάνους σαν εθνοτική ομάδα και τη γλώσσα τους ως Ρομανική και όχι ως Ρουμανική» (Βλέπε Tanaşoca Ν. Ş., 2001, p.102). Οι δεύτερες σκέψεις που αναφέρει ο Tanaşoca προφανώς αναφέρονται στη στρατηγική του Xenopol να αντιπαλέψει με επιχειρήματα εκείνους οι οποίοι αμφισβητούσαν την ιδέα ότι οι Ρουμάνοι ήταν αυτόχθονες καταγόμενοι βόρεια του Δούναβη (ειδικά τον Rösler)∙ βλ. Boia L., 2005, σελ. 192-194, για αυτό το ζήτημα.

Στον A.D. Xenopol 1998, σ. 173 βρίσκουμε την παρακάτω γνώμη:

«Οι Δακο-Ρουμάνοι και οι Μακεδο-Ρουμάνοι είναι δύο διαφορετικοί λαοί βάσει καταγωγής. Μοιάζουν πάρα πολύ αναμεταξύ τους, αφού αποτελούν μίγμα των ιδίων στοιχείων».

Ακόμα κι αν παραμερίσουμε τη γνώμη του Xenopol, θα διαπιστώσουμε ότι δεν ήταν μόνο ‘ομάδες εξαιρετικά ενεργών απόδημων Aρμάνων μεταναστών στη Δυτική Ευρώπη’, που αναγέννησαν την ιδέα του διαχωρισμού μεταξύ Αρμάνων και Ρουμάνων.

Ας πάρουμε τον Taşcu Ionescu, ένα Aρμάνο που γεννήθηκε στο Gopeş (που είναι τώρα στη Δημοκρατία της Μακεδονίας), ο οποίος μεταγενέστερα μετακόμισε στη Σόφια της Βουλγαρίας. Θα χρησιμοποιήσουμε τα έγγραφα αρ. 27, αρ. 188 και αρ. 311 από τον Drăghicescu Α. και τον Petre M., του 2006. Το έγγραφο αρ. 188 είναι μια ‘έκθεση της ρουμανικής πρεσβείας στη Σόφια, προς τον υπουργό Εξωτερικών, Grigore Gafencu, που περιέχει σχόλια σε ένα υπόμνημα του Taşcu Ionescu [...], ο οποίος ζήτησε οι Aρμάνοι να αναγνωριστούν ως διακριτή εθνότητα, και η βλάχικη διάλεκτος να εισαχθεί στα σχολεία με χρηματοδότηση της Ρουμανικής πολιτείας στη Βαλκανική Χερσόνησο’. Σε αυτό το έγγραφο (σσ. 384-385), βρίσκουμε τα παρακάτω:

«Ο Μ. Ionescu, αυτός που αμφισβητεί την εθνική ομοιογένεια ανάμεσα στους Ρουμάνους και στους Αρμάνους, επικρίνει την πολιτική του Ρουμανικού κράτους σχετικά με το Βλάχικο ζήτημα και την πολιτική της Εταιρείας Μακεδο-Ρουμανικής Κουλτούρας. Ο ίδιος επίσης επικρίνει το γεγονός ότι ‘αναγκάζουν’ τους Αρμάνους να διδάσκονται τη ‘Ρουμανική διάλεκτο’ και ότι τους ενθαρρύνουν να εγκατασταθούν στη Ρουμανία».

Στο ίδιο έγγραφο, με ημερομηνία 28 Μαρτίου 1940, διαπιστώνουμε ότι o Taşcu Ionescu υποστήριξε την παλιά ιδέα ενός μελλοντικού ομοσπονδιακού αυτόνομου κράτους με το όνομα «Μακεδονία», κάτω από ιταλική προστασία (ή, αν αυτό δεν είναι εφικτό, ένα Aρμάνικο καντόνι).

Το έγγραφο αρ. 311 (σελ. 601 - 605) είναι ένα ‘υπόμνημα που συνέταξε ο Taşcu Ionescu [...] σχετικά με την κατάσταση των Αρμάνων στη Βαλκανική Χερσόνησο. Πρότεινε τη δημιουργία ενός Μακεδονο-Ρουμανικού κράτους (Aromania), με εκκλησιαστικό διοικητή υπό την δικαιοδοσία του Ρουμανικού Πατριαρχείου και κάτω από τη προστασία της Κοινωνίας των Εθνών’ . Αυτό το υπόμνημα (με ημερομηνία 26 Αύγ. 1945) απευθύνεται προς τους ηγέτες της Μεγάλης Βρετανίας, των ΗΠΑ, της ΕΣΣΔ, της Γαλλίας, της Ιταλίας και της Ρουμανίας. Ζήτησε το ίδιο πράγμα που το είχε κάνει και το 1940, αλλά, για προφανείς λόγους, πρότεινε το μελλοντικό κράτος με το όνομα Aromania να είναι υπό την προστασία της Κοινωνίας των Εθνών. Ζήτησε, επίσης, οι Aρμάνοι να συμμετάσχουν στη Διάσκεψη Ειρήνης και η Θεσσαλονίκη να γίνει ‘porto franco’ (ελεύθερο λιμάνι).

To έγγραφο αρ. 27 (σελ. 160 - 161), που έγινε πιο νωρίς (στις 20 Ιαν. 1926), είναι μια ‘έκθεση της Ρουμανικής πρεσβείας στη Σόφια προς τον υπουργό Εξωτερικών, I.G. Duca, σχετικά με τη σύγκρουση μεταξύ μιας κοινότητας Aρμάνων με τον Stelian Iliescu, τον ιερέα της Ρουμάνικης εκκλησίας στη Σόφια. Ορισμένα μέλη της κοινότητας ζήτησαν το κήρυγμα να διεξάγεται στη διάλεκτο τους και να διορισθεί ένας παλαιοημερολογίτης Μακεδόνας ιερέας που θα πληρωνόταν από τα έσοδα της εκκλησιαστικής γης’. Ο Taşcu Ionescu αναφέρεται ως μέλος της ομάδας που διεξήγαγε τον αγώνα κατά του Ρουμάνου ιερέα. Μάλιστα άρχισε να συλλέγει υπογραφές για να τον καταγγείλει στην Ρουμανική κυβέρνηση.

Μετά τον Taşcu Ionescu, έχουμε τον Constantin Papanace (1904-1985) ο οποίος πρότεινε μια άλλη προσέγγιση για το Αρμανικό Ζήτημα. Αν και ήταν ένας Ρουμάνος εθνικιστής και πίστευε ότι οι Αρμάνοι ήταν Ρουμάνοι, εν τούτοις ήταν ένας πολιτικός ρεαλιστής. Μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, πήγε να ζήσει στην Ιταλία. Κατάλαβε δύο πράγματα: πρώτον, ότι το κομμουνιστικό καθεστώς της Ρουμανίας δε θα υποστήριζε τους Αρμάνους και δεύτερον, ότι το σχέδιο για μια μελλοντική ενωμένη Ευρώπη (το είχε φανταστεί το 1949 κατά τη παραμονή του στη Δυτική Ευρώπη) θα ήταν η καλύτερη λύση για την απόκτηση των δικαιωμάτων των Aρμάνων, ιδιαίτερα εκείνων της Ελλάδας. Η Ελλάδα φιλοξενούσε το μεγαλύτερη πληθυσμό Aρμάνων στα Βαλκάνια και είχε το πλεονέκτημα να είναι το μόνο βαλκανικό κράτος χωρίς κομμουνιστικό καθεστώς.

«Σε οποιαδήποτε κατάσταση είστε, θα πρέπει να βρείτε το δρόμο σας με οδηγό τη πρόοδο των Aρμάνων».[33]

Ο Papanace απέστειλε δύο υπομνήματα προς τα Ηνωμένα Έθνη: το ένα το 1951 και το άλλο στο 1952 (το δεύτερο μπορεί κανείς να το βρει στους Brezeanu S. και Zbuchea C., σελ. 357-359, έγγραφο αριθ. 167.). Ζήτησε δε, να γίνει μια έρευνα των Ηνωμένων Εθνών σχετικά με την κατάσταση της Aρμάνικης μειονότητας στα Βαλκάνια. Ζήτησε ο λαός των Αρμάνων να έχει το δικαίωμα να έχει τα δικά του σχολεία και εκκλησίες και να έχουν διοικητική αυτονομία στις περιοχές όπου είχαν την πλειοψηφία.

Στις 10 Μαΐου 1954, o Papanace παρακολούθησε το τέταρτο συνέδριο της Ομοσπονδιακής Ένωσης των Ευρωπαϊκών Εθνοτήτων στη Ρώμη, όπου έβγαλε λόγο για το Aρμάνικο Ζήτημα. Εξιστόρησε τις απαιτήσεις των υπομνημάτων που είχε υποβάλει το 1951 και 1952 προς τα Ηνωμένα Έθνη.

Το 1975 υπεγράφη η Συνθήκη του Ελσίνκι από τα κράτη μέλη της ΔΑΣΕ (σήμερα ΟΑΣΕ, Οργανισμός για την Ασφάλεια και τη Συνεργασία στην Ευρώπη). Η Συνθήκη συμπεριλάμβανε, μεταξύ άλλων τη δέσμευση τα ανθρώπινα δικαιώματα να γίνονταν σεβαστά από όλα τα κράτη που υπέγραψαν το σχετικό έγγραφο. Αυτό ήταν το σημείο εκκίνησης της τρίτης Aρμάνικης αναγέννησης.

Noi Tracii

Το 1978, ο Vasile Barba (1918-2007) έγραψε ένα άρθρο στo περιοδικό ‘Noi Tracii (αρ. 2, 1978), το οποίο εξέδιδε ο αμφιλεγόμενος Ιosif Constantin Dragan στην Ιταλία. Εκείνη την εποχή ο Barba, που γεννήθηκε στην Ελλάδα, ζούσε στη Ρουμανία. Το άρθρο είχε τον τίτλο ‘Οι Αρμάνοι: μία ξεχασμένη εθνική μειονότητα, η οποία αναζητά τα δικαιώματά της.’ Σε αυτό, ο Barba απαίτησε την αναγνώριση των Αρμάνων σαν μια διακριτή εθνική μειονότητα στα κράτη όπου ζούσαν. Απαίτησε δε επίσης δικαιώματα, ώστε οι Αρμάνοι να μπορούν να εκπαιδεύονται στη μητρική τους γλώσσα, να τελούν και να διατηρούν τις λειτουργίες στις εκκλησίες τους στα Αρμάνικα, ζήτησε την στήριξη των πολιτιστικών συλλόγων τους και να έχουν εφημερίδες, περιοδικά, ραδιοφωνικά και τηλεοπτικά προγράμματα στα Αρμάνικα. Αυτό ήταν το σχέδιο που ο Barba ακολούθησε κατά τη διάρκεια όλης της ζωής του.

Το 1981 στην έδρα του ΟΗΕ στη Νέα Υόρκη υπέβαλε, μαζί με μια ομάδα Αρμάνων από όλα τα μέρη του κόσμου, ένα υπόμνημα με τα παραπάνω αναφερθέντα αιτήματα.

Στη Ρουμανία, το 1982, ο Βarba δημοσίευσε πολλά κείμενα στα Aρμάνικα με μετάφραση στα γερμανικά (Barba C., Barba V., 1982). Παραδόξως, ένα από τα κείμενα (σελ. 82-83), το οποίο είναι ένα είδος επιστολής που εστάλη από έναν ηλικιωμένο άντρα προς τον ανιψιό του, δεν μεταφράστηκε στα γερμανικά. Όλες οι πολιτικές αξιώσεις που αναφέρονται παραπάνω φαίνονται σε αυτό το κείμενο το οποίο είναι γραμμένο μόνο στα Βλάχικα. Στο ίδιο βιβλίο υπάρχει μια φωτογραφία της ομάδας των Αρμάνων μπροστά στο κτίριο του ΟΗΕ το 1981.

Είναι περίεργο το γεγονός ότι όλες αυτές οι δραστηριότητες έγιναν, ενώ ο Μπάρμπα ζούσε στην κομμουνιστική Ρουμανία. Όταν αυτός αποσύρθηκε (προφανώς έλαβε σύνταξη) το 1983, έφυγε από τη Ρουμανία για τη Δυτική Γερμανία. Ποια ήταν η στάση των κομμουνιστικών αρχών; Δεν μπορούμε να απαντήσουμε. Το μόνο που μπορούμε να πούμε είναι ότι επέτρεψαν τις δραστηριότητες του Barba, οι οποίες έρχονταν σε αντίφαση με την επίσημη κομμουνιστική πολιτική∙ να μη γίνεται δηλ. ανάμειξη ενός κράτους στις εσωτερικές υποθέσεις ενός άλλου κράτους. Οι αρχές συμφωνούσαν με τις απαιτήσεις του; Είναι πιθανό οι κομμουνιστικές αρχές να επέτρεψαν στον Μπάρμπα να πάει στη Δυτική Γερμανία, ώστε οι ενέργειές του σχετικά με τους Αρμάνους να μπορέσουν να συνεχιστούν χωρίς την εμπλοκή του Ρουμανικού κράτους.

Τον Οκτώβριο του 1980, η AFA (Association of Aromanians from France -Ένωση Αρμάνων της Γαλλίας), απέστειλε ένα υπόμνημα στη Διάσκεψη της Μαδρίτης της ΔΑΣΕ με τίτλο, ‘ Une sans droits nationaux Europeene nation’ (‘Ένα Ευρωπαϊκό έθνος χωρίς εθνικά δικαιώματα’). Ο πρόεδρος της AFA, Iancu Perifan, συμπεριέλαβε ένα κείμενο παρόμοιο με το άρθρο του Barba το 1978.

Iancu Perifan, Vasili Barba, G. Caragiani

Την 1η Ιανουαρίου 1981, μετά την προσχώρηση της Ελλάδας στην Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα, εμφανίστηκαν οι πρώτοι Aρμάνικοι/Βλάχικοι Σύλλογοι.

Αφού ο Barba έφυγε από τη Ρουμανία, δημιούργησε (μάλλον το 1983) στη Δυτική Γερμανία την ‘UALC’ (‘Union for Aromanian Language and Culture - Ένωση για την Αρμάνικη Γλώσσα και Πολιτισμό’). Η Ένωση αυτή διοργάνωσε πέντε Aρμάνικα Συνέδρια στα 1985, 1988, 1993, 1996 και 1999. Το πρώτο πραγματοποιήθηκε στο Mannheim και τα άλλα στο Freiburg (Γερμανία).

Ξεκινώντας το 1984, εξέδωσε το Αρμάνικο περιοδικό ‘Zborlu a Nostru’ (‘Ο δικός μας Λόγος’). Έκανε κάποιες αλλαγές στο Ρουμανικό βασικό αλφάβητο, που από καιρό χρησιμοποιούνταν από τους Βλάχους υπέρμαχους του Ρουμανισμού, θέλοντας να αποστασιοποιηθεί εκούσια ή ακούσια από αυτούς. Αυτό το γεγονός προκάλεσε μια μακροχρόνια διαμάχη, τη ‘διαμάχη του αλφάβητου’, έτσι ώστε (οι έχοντες διαφορετική γνώμη) σκωπτικά να αποκαλούν αυτό το αλφάβητο ως ‘βαρβαρικό αλφάβητο’. Η (από ορισμένους) ίδια αγενής κοροϊδία χρησιμοποιήθηκε και εναντίον του Tiberius Cunia, του δημιουργικού Aρμάνου εκδότη, ο οποίος χρησιμοποίησε κατ’ ουσίαν το ίδιο αλφάβητο - η δε δική του εκδοχή ονομάστηκε ‘cuneiform’ (τύπος του Cunia).

O Barba ήταν επίμονος και ανυποχώρητος, ακολουθώντας πιστά το σχέδιο του. Με δικές του προσπάθειες, στις 30 Μαΐου του 1994, παρουσιάστηκε μια πρόταση (σχετικά με τους Βλάχους) στην Κοινοβουλευτική Συνέλευση του Συμβουλίου της Ευρώπης. Η πρόταση υποβλήθηκε από μια ομάδα με ηγέτη τον Ιταλό Μ. Ferrarini (βλ. για αυτό το κείμενο Brezeanu S., Zbuchea C., έγγραφο αρ. 176, σελ. 368-369). Εκτός των αξιώσεων του εγγράφου του Barba (που αυτός είχε κάνει το 1978), η ομάδα (του Ferrarini) ζήτησε μια έκθεση σχετικά με το Aρμάνικο Zήτημα. Η Επιτροπή Πολιτισμού και Παιδείας όρισε τον Luis Maria de Puig ως εισηγητή. Μια προκαταρκτική μορφή της έκθεσης μπορεί να δει κανείς στο κείμενο του Brezeanu S., Zbuchea C., έγγραφο αρ. 181, σελ. 374-376.

Στις 24 Ιουνίου του 1997, η έκθεση (έγγραφο 7728) παρουσιάστηκε στην Κοινοβουλευτική Συνέλευση του Συμβουλίου της Ευρώπης για να συζητηθεί στη 18η συνεδρίαση. Την ίδια ημέρα, η Κοινοβουλευτική Συνέλευση του Συμβουλίου της Ευρώπης ψήφισε τη Σύσταση 1333 (1997) σχετικά με τον πολιτισμό και τη γλώσσα των Αρμάνων, το πιο σημαντικό επίτευγμα που έγινε ποτέ για τους Αρμάνους, η οποία περιλάμβανε το ακόλουθο κείμενο:

Η Συνέλευση συνιστά στην Επιτροπή Υπουργών:

1) να ενθαρρύνουν τα κράτη των Βαλκανίων, στα οποία υπάρχουν Aρμάνικες κοινότητες, να υπογράψουν, να επικυρώσουν και να εφαρμόσουν τον Ευρωπαϊκό Χάρτη των περιφερειακών ή μειονοτικών γλωσσών και τους προσκαλεί να στηρίξουν τους Αρμάνους, ιδιαίτερα στα ακόλουθα πεδία:

α) εκπαίδευση στη μητρική τους γλώσσα∙

β) λειτουργίες στα αρμάνικα/βλάχικα στις εκκλησίες τους∙

γ) εφημερίδες, περιοδικά και ραδιοφωνικά και τηλεοπτικά προγράμματα στα αρμάνικα/βλάχικα∙

δ) στήριξη των πολιτιστικών συλλόγων τους∙

2) να καλέσει τα άλλα κράτη μέλη να στηρίξουν την Aρμάνικη γλώσσα, για παράδειγμα, με τη δημιουργία πανεπιστημιακής καθηγητικής έδρας με αυτό το αντικείμενο και τη διάδοση των πιο σημαντικών επιτευγμάτων της Aρμάνικης κουλτούρας σε όλη την Ευρώπη μέσω μεταφράσεων, ανθολογιών, σειράς μαθημάτων, εκθέσεων και θεατρικών παραγωγών’ .[34]

Αξίζει να σημειωθεί ότι το παραπάνω έγγραφο δεν ζητά αναγνώριση της Αρμάνων ως διακριτή εθνική μειονότητα. Ο L.M. de Puig υπέθεσε αυτό το γεγονός και είπε ότι ήθελε να αποφύγει όλους τους πολιτικούς υπαινιγμούς, προκειμένου να προσδώσει στην έκθεσή μια πολιτιστική προοπτική.

Μια σφοδρή συζήτηση ακολούθησε στη Ρουμανία πάνω σε δύο θέματα: (α) κατά πόσο η Σύσταση εφαρμόζονταν στη Ρουμανία ή όχι, [35] και (β) η εκχώρηση που έγινε από τον de Puig και τον Barba στο να αφήσουν το θέμα των μειονοτήτων έξω από τη Σύσταση.

Μια πολύ καλή ανάλυση του Αρμάνων στη Ρουμανία μετά το 1989 μπορεί να βρεθεί στον Τrifon Ν., 2007. Εμείς θα προσπαθήσουμε να σκιαγραφήσουμε τη διαδικασία η οποία έφτασε στο αποκορύφωμά της στις 16 Απριλίου 2005, όταν η Aρμάνικη Κοινότητα της Ρουμανίας (CAR) ζήτησε την αναγνώριση ως εθνική μειονότητα.

Bana Armãneascã, τεύχος 26, 2001Το πρώτο πρόσωπο που εκφράστηκε ανοιχτά σχετικά με την αναγνώριση των Αρμάνων στη Ρουμανία ως εθνική μειονότητα ήταν o Dumitru Piceava (γεννημένος το 1941 στη Ρουμανία), διευθυντής του Aρμάνικου περιοδικού ‘Bana Armânească (Βλάχικη Ζωή). Το περιοδικό αυτό, το οποίο εκδόθηκε για πρώτη φορά το 1996, είναι γραμμένο εξ ολοκλήρου στα βλάχικα.

Στη Ρουμανία, πριν από το 1996, μόνο μια φωνή ακούγονταν: η φωνή αυτών που υποστήριζαν την παραδοσιακή άποψη, ότι η Aρμάνοι ήταν Ρουμάνοι. Αυτή η ‘φωνή’ εξέφρασε επίσης και μια άλλη θέση, ότι δηλ. οι Αρμάνοι είναι μια ξεχωριστή εθνότητα και προειδοποίησε για τον κίνδυνο του ‘διαχωρισμού’.

Στη διδακτορική διατριβή του ο Δρ. Thede Kahl (Kahl T., 1999, σελ. 128 μέχρι 132), δημοσίευσε τα αποτελέσματα της έρευνάς του κατά τη διάρκεια των ετών 1996-1998 σχετικά με τους Aρμάνους. Για τους Αρμάνους της Ρουμανίας, τα αποτελέσματα είχαν ως εξής: Το 41% θεωρούσαν τον εαυτό τους ως εθνική μειονότητα και το 59% πίστευε το αντίθετο∙ το 66% θεωρούσαν τον εαυτό τους ως γλωσσική μειονότητα και το 34% πίστευε το αντίθετο∙ το 5% αισθάνθηκαν ότι γίνονταν διακρίσεις εναντίον τους, το 85% είπαν ότι δεν υπήρξαν θύματα διακρίσεων και το 10% δεν απάντησε σε αυτό το ερώτημα∙ το 29% θεώρησε ότι τα Aρμάνικα αποτελούν μια ξεχωριστή γλώσσα, το 69% ότι τα Aρμάνικα είναι διάλεκτος της Ρουμανικής, και το 2% θεώρησε ότι τα Αρμάνικα αποτελούν ένα μικτό ιδίωμα. Δεδομένου ότι ο αριθμός των ερωτηθέντων ήταν μικρός [36], δεν μπορούμε να πούμε πολλά για αυτά τα στοιχεία, πέρα από το γεγονός ότι τα αποτελέσματα είναι αρκετά ενδιαφέροντα.

Στις 16 του Απριλίου 2005, η Aρμάνικη Κοινότητα της Ρουμανίας (CAR - Comunității Aromânilor din România) ζήτησε την αναγνώριση της Αρμάνικης ως εθνική μειονότητα. Αυτή η απόφαση ελήφθη με ψηφοφορία. Υπήρχαν 524 άνθρωποι σε αυτή τη συνάντηση. Με μία εξαίρεση (μία αποχή), όλοι οι παρόντες ψήφισαν την αναγνώριση.

Η CAR ιδρύθηκε το 1991 και ενεργοποιήθηκε [37] κατά την περίοδο 2003-2004. Πρόεδρος της CAR ήταν ο Costică Canacheu (γεννημένος το 1958), ένας πολύ γνωστός πολιτικός [38] στη Ρουμανία, τον διαδέχτηκε ο Steriu Samara, ο σημερινός πρόεδρος της. Ο Σύλλογος έχει γύρω στα 7.000 μέλη (το 2003 η CAR είχε 3.300 μέλη). Τη θέση ότι οι Αρμάνοι πρέπει να αναγνωριστούν ως εθνική μειονότητα συμμερίζεται και η LAR (Ένωση των Αρμάνων της Ρουμανίας’). Η ‘Μακεδο-Ρουμανική Πολιτιστική Εταιρεία’ υποστηρίζει την παραδοσιακή άποψη ότι οι Αρμάνοι είναι Ρουμάνοι με κάποια διακριτά χαρακτηριστικά που πρέπει να διατηρηθούν. Την ίδια άποψη συμμερίζεται και ο Σύλλογος ‘Picurarlu de la Ρindu’ (Ο Βοσκός της Πίνδου). Σε δελτίο τύπου της 6 Ιουνίου 2005, η Ρουμανική Ακαδημία επέκρινε έντονα την αίτηση του CAR:

«Έχουμε μπροστά μας μια εκτροπή που πηγάζει από τα εμπορικά συμφέροντα κάποιων ομάδων εντός και εκτός της χώρας, μια εκτροπή που αγνοεί την αληθινή ιστορία αυτού του κλάδου της Ανατολικής Ρομανικότητας και της Aρμάνικης διαλέκτου ... [...] Οι Aρμάνοι της Ρουμανίας ήρθανε σε αυτή τη χώρα με δική τους βούληση, ιδιαίτερα κατά τον 19ο και τον 20ό αιώνα, επειδή θεωρούσαν τους εαυτούς τους Ρουμάνους. Ήρθαν για να έχουν μια χώρα δική τους, να μην υπόκεινται πλέον σε αδικίες στον χώρο όπου γεννήθηκαν και όπου ήταν αυτόχθονες. [...] Η παραδοχή των Aρμάνων ως μειονότητα στη Ρουμανία θα είναι ο μεγαλύτερος παραλογισμός της σύγχρονης ιστορίας των Aρμάνων ».

Η άλλη πλευρά δεν αντιστάθηκε στον πειρασμό να κατηγορήσει τους αντιπάλους. Οι κατηγορίες ήταν σχεδόν οι ίδιες: οι ‘άλλοι’ έχουν συμφέροντα, οι ‘άλλοι’ θέλουν να κρατήσουν τις καλές θέσεις τους στη Ρουμανική κοινωνία, οι ‘άλλοι’ έσπασαν τους δεσμούς τους με την κοινότητα και συνεπώς είναι προδότες. Καμία πλευρά δεν έδειξε αυτοσυγκράτηση στην δικιά της προσέγγιση. Είναι πολύ πιθανό ότι ένας εξωτερικός παρατηρητής θα πίστευε ότι οι Αρμάνοι είναι πράγματι βίαιοι.

Υπήρξαν πολλές θεωρίες για την εξήγηση των λόγων αυτής της απροσδόκητης και βίαιης διαίρεσης μεταξύ των Αρμάνων στη Ρουμανία. Κάποιοι είπαν ότι ήταν ένα ρήγμα μεταξύ των παλαιών και των νέων γενεών, άλλοι ότι αυτό ήταν ανάμεσα στην αφρόκρεμα και των απλών Αρμάνων, άλλοι πάλι ότι ήταν ρήγμα ανάμεσα στους Φαρσαρώτες και τους Γραμμουστιάνους (Βλάχικες υποομάδες οι Φαρσαρώτες κατάγονται από τη νότια Αλβανία, ενώ οι Γραμμουστιάνοι προέρχονται από περιοχή του όρους Γράμμος). Ενώ μπορεί να υπάρχει μια δόση αλήθειας σε αυτά τα βολικά στερεότυπα, θα πρέπει να είμαστε πολύ προσεκτικοί στο να λάβουμε πολύ σοβαρά τέτοιου είδους προσεγγίσεις.

 

Συμπεράσματα

Παραθέτω ακολούθως κάποια συμπεράσματα, τα οποία πιστεύω ότι εξηγούν τη μεγάλη διαμάχη, που διεξήχθηκε κατά την τελευταία δεκαπενταετία:

Οι περισσότεροι Αρμάνοι που αποφάσισαν να εγκατασταθούν στη Ρουμανία το έπραξαν λόγω ισχυρών οικονομικών κινήτρων.

Ένας ετερογενής και ανάμεικτος Aρμάνικος πληθυσμός ήρθε στη Ρουμανία. Κάποιοι από αυτούς θεωρούσαν τους εαυτούς τους Ρουμάνους. Άλλοι θεωρούσαν τους εαυτούς τους διαφορετικούς από τους Ρουμάνους. Γενικά, σήμερα, οι περισσότεροι Αρμάνοι συνεχίζουν να αυτοπροσδιορίζονται με βάσει τις αντιλήψεις που κληρονόμησαν από τις οικογένειες τους.

Παρόλα αυτά, ο εποικισμός στη Ρουμανία πραγματικά οδήγησε σε κάποιες αλλαγές. Για παράδειγμα, εκείνοι, που δεινοπάθησαν στο Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο ή στις φυλακές μαζί με τις οικογένειές τους, διαμόρφωσαν μια ταυτότητα πιο κοντά στη ρουμανική ταυτότητα. Από την άλλη πλευρά, υπήρχαν Αρμάνοι που αισθάνθηκαν ότι η εποίκιση τους στη Ρουμανία έγινε με κακή διαχείριση των Ρουμανικών αρχών, ή που ένοιωσαν ότι οι πρόγονοί τους πήραν λανθασμένη απόφαση που ήρθαν στη Ρουμανία - ιδίως εκείνοι των οποίων οι πρόγονοι ήρθαν από την Ελλάδα, η οποία (Ελλάδα) κατέληξε να ζει ως μία ελεύθερη, ευημερούσα χώρα σε αντίθεση με μία φτωχή χώρα με ολοκληρωτικό καθεστώς, όπως ήταν η Ρουμανία την εποχή του κομμουνισμού.

Ένα απροσδόκητο αποτέλεσμα της εγκατάστασης στη Ρουμανία ήταν η δημιουργία μιας υπέρ-περιφερειακής Aρμάνικης ταυτότητας. Η ιδέα ότι ο εποικισμός θα παρείχε μια Ρουμάνικη απάντηση στο θέμα των Aρμάνων μπορεί να ήταν μια ψευδαίσθηση. Αλλά το Ρουμανικό κράτος έδωσε σε διαφορετικές ομάδες Aρμάνων που εγκαταστάθηκαν στο Καντριλατέρ την ευκαιρία να ζήσουν μαζί σε μια σχετικά μικρή περιοχή, η οποία δυνάμωσε την ταυτότητα των Αρμάνων. Για το λόγο αυτό, οι Αρμάνοι (και των δυο αντίπλευρων απόψεων) θα πρέπει να είναι ευγνώμονες προς το ρουμανικό κράτος.

Κατά κάποιον τρόπο, αυτή η ‘διαμάχη’ είναι μια συνέχεια του κατά κανόνα έντονου ανταγωνισμού που υπάρχει μεταξύ των Αρμάνων, ο οποίος περιγράφεται πολύ καλά στην βλάχικη παροιμία: ‘Δύο Αρμάνοι, δύο αρχηγοί’. Προτιμώ να το βλέπω ως τον ανταγωνισμό μεταξύ δύο ομάδων, όπου η κάθε μία ομάδα προσπαθεί να βρει την καλύτερη λύση για την επιβίωση των Aρμάνων. Κατά αυτή την άποψη αυτή, οι στόχοι τους είναι οι ίδιοι, απλά διαφέρουν, όσον αφορά στον καλύτερο τρόπο για την επίτευξη αυτών των στόχων.

Αυτό με τη σειρά του προσφέρει το ενδεχόμενο να υπάρχουν περισσότερες από μία απαντήσεις στο ζήτημα της ταυτότητας των Αρμάνων: πράγματι, ένα ‘πλουραλιστικό μοντέλο’ αυτοπροσδιορισμού μπορεί όχι μόνο να είναι δυνατόν, αλλά αναγκαίο για την επιβίωση των Αρμάνων.

Η πρόσφατη ιστορία των Αρμάνων στη Ρουμανία* (του Alexandru Gica)
πηγή : www.farsarotul.org
Μετάφραση από τα Αγγλικά: Τσιαμήτρος Γιάννης, Πτυχιούχος Αγγλικής Φιλολογίας ΑΠΘ.

 

[Σημ. του Μεταφραστή: Χρησιμοποιηθηκαν και οι δυο όροι ‘ Aρμάνος’ και ‘Βλάχος’, καθώς έχουν την ίδια έννοια. Επίσης, αυτή η εργασία έγινε στα πλαίσια Μελετών του Κολλεγίου Νέας Ευρώπης (New Europe College - NEC), που εδρεύει στο Bουκουρέστι http://www.nec.ro/data/pdfs/publications/nec/2008-2009/ALEXANDRU_GICA.pdf ].

Σημ. του συντάκτη του ενημερωτικού δελτίου της ιστοσελίδας ‘Farsarotul’ Nick Balamaci: [ Από όλα τα ενημερωτικά δελτία που έχουμε δημοσιεύσει στα 24 μας χρόνια, αυτό το θέμα μπορεί κάλλιστα να θεωρηθεί ότι είναι το πιο σημαντικό, διότι περιέχει 3 αξιοσημείωτα σύγχρονα έγγραφα, που δείχνουν την κατάσταση των Αρμάνων στα Βαλκάνια σήμερα όπως ΑΥΤΟΙ τη βλέπουν και όχι όπως τη βλέπουν οι ηγέτες των Βλάχων στη Δύση με τη δική τους προσέγγιση...].

* Ο Alexandru Gica γεννήθηκε στις 3 Φεβρουαρίου 1969 στο Βουκουρέστι, Ρουμανία. Οι παππούδες του (Taki Gica, Marenca Piceava, Hristu Geaca, Vanghea Stamu) ήταν Αρμάνοι που γεννήθηκαν στα Μεγάλα Λιβάδια - Πάικο, Ελλάδα. Οι γονείς του (Gheorghe Gica, Despa Geaca) γεννήθηκαν στο Quadrilateral. Σήμερα είναι Αναπληρωτής Καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Βουκουρεστίου, όπου διδάσκει στο Τμήμα Μαθηματικών. Ο Gica απέκτησε το διδακτορικό του το 2001 και το ερευνητικό ενδιαφέρον του είναι η Θεωρία των Αριθμών. Επίσης, ο Alexandru έχει υπάρξει συνεργάτης του New Europe College, κατά τις περιόδους 2008/2009 και 2009/2010, σε ένα ερευνητικό έργο που αφορά την πρόσφατη ιστορία των Αρμάνων. Είναι μέλος της SCA (Αρμανικός Πολιτιστικός Σύλλογος Βουκουρεστίου). Η παρούσα εργασία και μία ακόμη που ακολούθησε γράφτηκαν για τις επετηρίδες του New Europe College του 2008/2009 και 2009/2010 και παρατίθενται εδώ με την ευγενική άδεια του NEC και του συγγραφέα.

BIBΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

BARBA, C, BARBA, V, Das Heute Süddonau-latein, Piatra Neamt, 1982.
BERCIU-DRĂGHICESCU, Α, PETRE, M, Şcoli şi biserici româneşti din Peninsula balcanica. Documente. (Ρουμανικές εκκλησίες και σχολεία στη Βαλκανική Χερσόνησο. Έγγραφα) Βουκουρέστι, 2004 (πρώτος τόμος), 2006 (δεύτερος τόμος).
BEZA, V , Între două Lumi, Editura Fundaţiei Culturale Romane, Bucureşti, 1993.
BOIA, L , Istorie şi mit στη conştiinţa Românească, Humanitas, Bucureşti, 2005 (τέταρτη έκδοση).
BREZEANU, S, ZBUCHEA, Ζ , (επιμέλεια), Românii de la Sud de Dunăre. Documente., Arhivele României ale Nationale, Bucureşti, 1997.
BORDEIU, PD , Mişcarea Legionară în Dobrogea între 1933-1941, Editura Ex Ponto, Constanţa, 2003.
CARAGIU MARIOŢEANU , Μ, Aromânii şi în Aromâna Conştiinţa Contemporană, Editura Romane Academiei, Bucureşti, 2006
CARAIANI, Ν, SARAMANDU , Ν, Folclor grămostean aromân, Editura Minerva, Bucureşti, 1982
*** Carte de iubire pentru Matilda Caragiu Marioţeanu / Carti di vreari tra Matilda (επιμέλεια GICA, Α), Editura Sammarina, Bucureşti, 2002.
Clogg, R., Scurtă istorie a Greciei (Συνοπτική ιστορία της Ελλάδα), Polirom, Ιάσιο, 2006.
COJOC , Μ, Rezistenţa Αrmata din Dobrogea, Institutul National pentru Studiul Totalitarismului, Bucureşti, 2004.
CONOVICI, Μ, ILIESCU, S, SILIVESTRU, O , Tara, Legiunea, Căpitanul. Mişcarea Legionară în documente de istorie orală., Humanitas, Bucureşti, 2008.
CUŞA, Ν , Aromânii (Macedonenii) στη Ρουμανία, Muntenia Editura, 1996.
DJUVARA, Ν, (επιμέλεια) Les Aroumains, Paris, 1989. (Μετάφραση στα Ρουμάνικα, Βουκουρέστι, 1996).
DOBROGEANU, Ι, "Statul nostru şi Politica de întărire a românismului în Dobrogea de Sud." România de la Mare, τεύχος 3-4, 1994, σσ. 19-29.
HAGIGOGU, S, Emigrarea Aromânilor şi Colonizarea Cadrilaterului, Editura. Romane Unite, Bucureşti, 1927.
HAGIGOGU, S., ΝΟΕ, C., MUSI, V . (εκδοτική επιμέλεια από ŢÎRCOMNICU, E)., Colonizarea Macedoromânilor în Cadrilater, Editura Etnologică, Bucureşti, 2005.
HEINEN, Α , Legiunea Arhanghelul Mihai, Humanitas, Bucureşti, 2006 (δεύτερη έκδοση).
JOSIF SIRBU, C , «La fălcare, un modèle d' organisatio communautaire dans les Balkans et sa dynamique>>, in NEC Yarbook (Επετηρίδα) 2003-2004, σσ.273-314.
KAHL, T , Die Ethnizität und räumliche Verteilung der Aromunen στο Südosteuropa, Institut für Geographie der Westfälischen Wilhelms-Universität Münster, Münster, 1999 .
KAHL, T ., Istoria Aromânilor, Tritonic Editura, Bucureşti, 2006.
LASCU, S, "Împroprietărirea românilor balcanici în Cadrilater’ (Αποκατάσταση δικαιωμάτων ιδιοκτησίας στους βαλκάνιους Ρουμάνους από το Καντριλατέρ), στο Dosarele Istoriei, αριθ. 65, 2002, σσ. 28-40, Bucureşti.
LASCU, S, "Înfăptuiri româneşti în Cadrilater (Ρουμανικά επιτεύγματα στο Καντριλατέρ)", στο Dosarele Istoriei, αριθ. 65, 2002, σσ. 44-48, Bucureşti.
MISA-CARAGHEORGHE, S , Eroi şi Martiri dobrogeni anticomunişti, Crater (χωρίς χρόνο και τόπο έκδοσης).
MUSI, V , Un deceniu de colonizare în Dobrogea-Noua 1925-1935, Societatea de Cultura Μακεδο-Română, 1935
NICOLAU, Ι , "Les caméléons des Βalcans", στο " En quête d’ identite, Civilisations, τεύχος 42, 1993, σσ. 175-178, Bruxelles.
NOE, C , «Colonizarea Cadrilaterului", σto Românească Sociologie Revista, ένα ΙΙΙ, αρ. 4-6, 1938, Bucureşti.
PAPANACE, C , Evocări, Editura Fundaţiei Buna Vestire, 1997.
PAPANACE, C , Mişcarea Legionară şi Macedo-Românii, Elisavaros Editura, 1999.
PEYFUSS, MD , Chestiunea aromânească, Editura Enciclopedică, Bucureşti, 1994.
PEYFUSS, MD , "Aromunen in Rumänien", στο Österreichische Osthefte, τεύχος 26, 1984, σσ. 313-319, Wien.
SARAMANDU, Ν , Aromâna vorbită în Dobrogea (Η Aρμάνικη που ομιλείται στη Δοβρουτσά), Editura Academiei Romane, Bucureşti, 2007
TANAŞOCA, Ν . Ş. "Aperçus της Iστορίας της βαλκανικής Ρομανικότητας», in Politics and Culture in Southeastern Europe (στην Πολιτική και στον Πολιτισμό στη Νοτιοανατολική Ευρώπη, (επιμέλεια THEODORESCU, R, Βarrows L.C.), Βουκουρέστι, 2001.
ΤRIFON, Ν , Les Aroumains un people qui s'en va, Acratie, Paris, 2005.
ΤRIFON, Ν , «Les Aroumains en Roumanie depuis 1990. Comment se passer se d'une (belle-) mère Patrie devenue encombrante», in Revue d'études comparatives Est-Ouest, τομ.. 38, Αρ. 4, σσ. 173-199.
ŢÎRCOMNICU, E, Identitate Românească sud-dunăreană. Aromânii Dobrogea din., Etnologică Editura, Bucureşti, 2004.
XENOPOL, Α.D ., Teoria Rösler lui. Studii asupra stăruinţei românilor στο Dacia Traiana, Editura Albatros, Bucureşti, 1998.

Παραπομπές

[1] Όταν παραθέτουμε Musi Β., 1935, 2005, σ.94 εννοούμε ότι αναφέρουμε απόσπασμα από την αναδημοσιευθείσα παραλλαγή των HAGIGOGU, S, Μusi, V, ΝΟΕ, Γ, 2005. Το ίδιο θα ισχύει και για τον Noe C., 1938, 2005 και τον Hagigogu S., 1927, 2005.
[2] Πρέπει να αναφέρουμε ότι από τις περισσότερες ρουμανικές πηγές, προκύπτει ότι ο πληθυσμός στην Ελλάδα αυξήθηκε κατά περίπου 1.000.000 (ο αριθμός αυτός προκύπτει από 1.500.000 Έλληνες που ήρθαν στην Ελλάδα και από τους 500.000 Τούρκους που έφυγαν από την Ελλάδα).
[3] Η περιοχή αυτή καταλήφθηκε από τη Ρουμανία από τη Βουλγαρία το 1913, μετά τον Δεύτερο Βαλκανικό Πόλεμο και αποτελείται από δύο κομητείες: το Durostor και τη Silistra.
[4] Ο Noe C. (1938, 2005, σελ. 73) λέει ότι υπήρχαν 4.946 βλάχικες οικογένειες στο Καντριλατέρ το 1932. Ο Musi Β. (1935, 2005, σελ.168), ισχυρίζεται ότι το 1932 υπήρχαν 6.553 βλάχικες οικογένειες στο Καντριλατέρ.
[5] Μπορούμε να βρούμε στο CUSA, Ν, 1996 και στο LASCU, S, 2002, στοιχεία για την διαδικασία της μετανάστευσης (στο βιβλίο του Cusa μπορούμε να βρούμε τα ονόματα των Αρμάνων που μετανάστευσαν στη Ρουμανία).
[6] Σύμφωνα με τον Saramandu Ν., 2007, σελ. XXVI, υπήρχαν το 1968 στις κομητείες της Constanţa και της Tulcea 29.400 Aρμάνοι. Οι 15.100 από αυτούς κατάγονταν από τη Βουλγαρία, 11.530 από την Ελλάδα, 1.720 από την Αλβανία και 1.050 από τη Δημοκρατία της Μακεδονίας (ενν. πΓΔΜ). Σε αυτή την ‘ απογραφή’, οι Αρμάνοι που δεν ζούσαν στην Δοβρουτσά δεν υπολογίζονται. Ο Saramandu εκτιμά ότι στις μέρες μας, υπάρχουν 60.000-70.000 Αρμάνοι στη Ρουμανία. Από τους παραπάνω 29.400 αναφερθέντες Βλάχους, οι 17.700 ήταν ‘Γραμμουστιάνοι’, οι 10.200 ήταν Φαρσαρώτες, οι 1.300 ήταν ‘Πίνδιοι’ και 200 ήταν ‘Μοσχοπολιάνοι’ (αυτά είναι ‘φυλές’ του Aρμάνικου λαού). Στην απογραφή του 2002 καταγράφηκαν 25.053 Αρμάνοι και 1.334 Μακεδο-Ρουμάνοι.
[7] Ο Sterie Hagigogu έζησε μεταξύ 1888 και 1957. Ήταν μέλος μιας πολύ σημαντικής οικογένειας από την Βέροια της Ελλάδας. Έφθασε στη Ρουμανία πριν από τη διαδικασία μετανάστευσης. Είχε φιλελεύθερες ιδέες.
[8] Ο Μusi γεννήθηκε το 1895 στο Pleasa της Αλβανία και πέθανε το 1969 στις ΗΠΑ.
[9] Ο Noe έζησε μεταξύ 1883 και 1939. Ήταν από τη περιοχή Mογλενά που είναι βόρεια της Θεσσαλονίκης και υπηρέτησε ως πρόεδρος του Συλλόγου Μογλενητών.
[10] Ο Gheorghe Celea ήταν το τέταρτο μέλος του πυρήνα που μπορούμε να αποκαλέσουμε ‘σπόροι’ της δράσης, που κατέληξε στη διαδικασία της μετανάστευσης.
[11] Βλ. Hagigogu, S., 1927, 2005, σελ. 15 για αυτή την περιγραφή.
[12] Αυτή η ιδέα αυτή δεν είναι νέα. Ορισμένοι Αρμάνοι υποστήριξαν την ιδέα αυτή στα χρόνια των Βαλκανικών Πολέμων.
[13] Εκείνη την στιγμή υποτίθετο ότι οι Αρμάνοι θα πλήρωναν τα εδάφη που θα έπαιρναν. Αλλά, στο τέλος, ο Αρμάνοι που μετανάστευσαν τα πήραν δωρεάν.
[14] Βλ. Noe C., 1938, 2005, σελ. 42 για το κείμενο αυτό. Το αρχικό κείμενο υπάρχει στo Peninsula Balcanica, αρ. 8, Ιανουάριος 1925.
[15] Ο Max Popovici ήταν γενικός επιθεωρητής στο Υπουργείο Γεωργίας.
[16] Ο Brabeţeanu εργάστηκε για λίγο στη Ρουμανική Πρεσβεία στην Αθήνα.
[17] Ο Noe εξηγεί αυτές τις ενέργειες σημειώνοντας ότι ο Răşcanu ενέχετο εν μέρει για τη μετανάστευση, δεδομένου ότι ένας από τους λόγους για αυτήν ήταν ότι οι Αρμάνοι της Ελλάδας υπόκειντο σε πολλές αδικίες.
[18] Το έγγραφο είναι μια πολιτική έκθεση του Γερμανού Προξένου στο Galaţi.
[19] O Noe C., 1938, 2005, σελ. 69, εξηγεί ότι τo υπόμνημα ήταν ένα αποτέλεσμα της φιλονικιών μεταξύ αυτών των ανθρώπων και μερικών Aρμάνων διανοουμένων που ήδη ζούσανε στη Ρουμανία.
[20] Είναι ο Stere Papatanasa, ο διευθυντής του ρουμανικού σχολείου από τη Ντόλιανη.
[21] Πρέπει να σημειώσουμε ότι λίγες μέρες αργότερα, ο Ghibănescu επιπλήχτηκε αυστηρά από τον Henţescu, έναν Ρουμάνο δικηγόρο από τη Silistra. Λίγους μήνες αργότερα, στις 30 Μαΐου 1927, Ο Captain Αl. Popescu έκανε μια απόπειρα δολοφονίας του Ghibănescu του. Ευτυχώς, ο Ghibănescu δεν σκοτώθηκε.
[22] Αυτό αποτελεί μέρος ενός τραγουδιού, καταγεγραμμένου στο βιβλίο των Caraiani Ν., Saramandu Ν., 1982, σ. 360. Το τραγούδι ηχογραφήθηκε το 1966 στο Βουκουρέστι. Πληροφοριοδότης ήταν ο Gheorghe Lila, ένας 59χρονος, που γεννήθηκε στη Bachiţa της Βουλγαρίας.
[23] Είναι ο Damu Nicolae, ένας 36άρης άνδρας από το Stejaru, Κομητείας τη Tulcea Αυτή η μαρτυρία μπορεί να βρεθεί στον Saramandu Ν., 2007, σελ. 99.
[24] Είναι ο Ţîrcomnicu Ε., 2004, σελ. 190.
[25] Γεννήθηκε στην Παπαδιά της Ελλάδας.
[26] C. Papanace, 1999, σελ. 70.
[27] Cioran E., Tara mea, Humanitas, Bucureşti, 1996, σ.32. Αυτό αποτελεί μέρος μιας συνέντευξης του Emil Cioran από τον Francois Bondy το 1972.
[28] Βλ. για αυτά τα στοιχεία τον Lascu S., 2002, σελ. 45.
[29] Αυτά είναι τα αποτελέσματα για τη Συνέλευση (Βουλή) των Αντιπροσώπων (Deputy Assembly). Ο Heinen επισημαίνει μόνο τα στοιχεία για την Συνέλευσης των Αντιπροσώπων . Ο Bordeiu ανέφερε επίσης τα αποτελέσματα για τη Γερουσία. Στη Caliacra το κόμμα ‘Totul pentru Tara’ έλαβε 8,78% και στο Durostor δεν είχε καθόλου υποψηφίους.
[30] Ο γνωστός καθηγητής Victor Papacostea ήταν Aρμάνος και μέλος του Ρουμανικού Κοινοβουλίου.
[31] Επειδή θεωρούμε ότι αυτό το έγγραφο είναι πολύ σημαντικό, θα δώσουμε εδώ την αρχική μορφή του εγγράφου που φέρει τον τίτλο «Nota informativă din 17 februarie 1935»:

"Fruntaşii Georgişti Β . Papacostea şi C. Giurescu au înfăţişat lui Gheorghe Bratianu un plan de acţiune pentru atragerea coloniştilor macedoneni în partid. Acest plan cuprinde următoarele puncte:

1) Ο "macedoneană secţiune" στο sânul organizaţiei Georgist Tineretului, însărcinată Exclusiv cu propaganda Dobrogea.
2) Pentru dobândirea influenţei asupra "Societăţii de Cultura Μ acedo-Romana", se va Edita un Ziar în dialectul aromân la Bazargic.
3) Cercul de studii partidului va lua în studiu problemele Μ acedo-Romane.
4) Adoptarea unei politici de imigraţie a românilor macedoneni în Tara ".

[32] Βλ. C. Papanace, Fara Capitan, Elisavaros Editura, Bucureşti, 1997, σ. 150.
[33] Βλ. C. Papanace, 1999, σ.100. Είναι η πρώτη από μια λίστα 26 αξιώσεων για τους Αρμάνους.
[34] Το πλήρες κείμενο της Σύστασης μπορεί να βρεθεί στο Zborlu a Nostru, αρ. 56, 1997, σσ. 17-19.
[35] Να σημειωθεί ότι ο Hans Heinrich Hansen, ο πρόεδρος της FUEN, ήρθε στο Βουκουρέστι στις 24 Μαΐου 2009 προσκαλεσμένος από την CAR. Αυτός Υποσχέθηκε ότι θα υποστηρίξει την CAR στη FUEN για αναγνώριση των Αρμάνων ως εθνική μειονότητα στη Ρουμανία.
[36] Υπήρξαν 26 άτομα που ερωτήθηκαν από τη Ρουμανία: 6 από τον Constanţa , 6 από τον Μ. Kogălniceanu, 5 από τον Ovidiu, 2 από τον Techirghiol, 5 από τον Cobadin και 2 από τον Ceamurlia S.
[37] Είναι ενδιαφέρον να σημειωθεί ότι αυτός ο σύλλογος είναι οργανωμένος σύμφωνα με τη παλιά φυλετική δομή "Fara" και "Fâlcarea". Για την ανάλυση του τι σήμερα σημαίνει "fălcare", βλ. για παράδειγμα τον Iosif Sirbu C., 2004.
[38] Είναι μέλος του PDL.

Αναζήτηση