Από τα τετράψηλα και χιονοσκεπασμένα κορφοβούνια του Πίνδου προβαίνει κρυφά - κρυφά το γλυκοχάραμα, ραντίζοντας, κατά τον ποιητή, με δροσιά το κάθε πάτημα του.
Οι βράχοι, οι λόγγοι είναι ακόμα θολοί, κατάκορφα φωτοβολεί ο αυγερινός και μέσ’ τα σκοτεινά τα λαγκάδια νεράιδες, οπού δεν φαίνονται, χρυσά στεφάνια πλέκουν. Η λίμνη κοιμάται ατάραχος και σαν ελαφρός ανασασμός υπνωμένης κόρης ακούγεται στην άκρη του γιαλού να παίζει γλυκά λίγος αφρός.
Τ’ αγέρι μυρωμένο και μαλακό περνά κάπου - κάπου χαρούμενο, τρελό, γλιστρά απάνω στ’ αστραφτερά στήθη της, ανακατώνει τα ξέπλεκα τα μαλλιά της και παίζει και δροσίζεται μ’ αυτή, κι ένα φιλί της παίρνει, κι εκείνη ντροπαλή, ζαρώνει το μέτωπόν της και σκυθρωπάζει για μια στιγμή και τ’ αγεράκι φεύγει. Η κάτασπρη καταχνιά, που απλώνεται από το βράδυ απάνω της, σαν σενδόνι, για να σκεπάζει, λες, να κρύβει την πάναγνον ομορφιά της, σηκώνεται υψηλά – υψηλά σαν καπνός κι ανεβαίνει κατά τα ουράνια σαν ιερό θυμίαμα ευωδερό, που βγαίνει από την Ήπειρο σαν από ερημοκλήσι και φέρνει μέσ’ τον θρόνο τ’ Άπλαστου της κόρης το παράπονο, τα δάκρυα της σκλάβας. Το νησί τ’ όμορφο τυλιγμένο μέσ’ στην αντάρα προβάλλει σαν ονειρευτό, σαν μαγεμένο, σαν φανταστικό. Του βάλτου τα πουλιά λαλούν στές καλαμιές μέσα, τ’ αηδόνι χύνει κελάιδισμα γλυκό βαθιά στα δένδρα των περιβολιών κρυμμένο. Ακούγεται στον μιναρέ απάνω η βραχνή φωνή του δερβίση, τα σήμαντρα των εκκλησιών σημαίνουν λυπητερά κι αντιλαλούν τούς ήχους των οι καμαρωμένες ακρογιαλιές κ’ οι απλωτοί κάμποι. Τ’ αριά και μακρινά φανάρια των στενών δρόμων λίγο-λίγο αποσβιούνται, τα καλτερίμια ξυπνούν από τα πατήματα του διαβάτη και βροντούν τα παράθυρα που ανοίγουν.
Με τέτοια μυστικά, με τέτοια θεϊκά κάλλη χαράζει στα Γιάννινα η πρωτομαγιά. Και μεσ’ σ’ αυτήν την κατάκρυφη, την γλυκειάν ώρα, όλος εκείνος ο όμορφος και χαριτωμένος κόσμος οπού τον λεν Γιάννινα, οπού μέσ’ στο ερημοκλήσι τις νύχτες μνήμα είχε κάμει το κρεβάτι κι ομοίαζε διάπλατο ανοιχτό κοιμητήρι, μυρμηγκιάζει στους κάμπους και στους περίλοφους γιομάτος καρδιά και ζωή και δέχεται την αθάνατη θεά, την άπλαστη, την ουράνια νύμφη, την Πρωτομαγιά, οπ’ αναγεννάει την πλάση, οπ’ ανασταίνει την καρδιά όπου ξυπνάει της ψυχής τα ονείρατα. Μια φωνή μοναχά αντηχάει τότε μέσα στα σπίτια, της παραμάνας η φωνή οπού ξυπνάει τα παιδιά.
- Σηκωθείτε, μωρές παιδιά, κι έφεξε, σκωθείτε και χάραξε η πρωτομαγιά!
Κι αλίμονο στην νοικοκυρά κι αλίμονο στον εργαστηριάρη που δεν ξυπνήση πρωί την αυγή αυτή. Τα πλιό ψηλότερα, τα πλιό χοντρότερα γομαράγκαθα και τα βρωμόχορτα όλα θα να βρει απιθωμένα στην κλειστή πόρτα του σπιτιού και τ’ αργαστηριού του. Κι ανάμεσα στες άλλες, ανθοστόλιστες πόρτες, η μασκαρεμέν’ η δική του θα κινάει το γέλιο και την πομπή του κόσμου. Όλος ο αγώνας, όλος ο σάλαγος την αυγή γίνεται το ποιος πρώτος να βγει στον Μάη. Οι στάνες ολόγυρα, τα λιβαδάκια τα καταπράσινα από τριφύλλια, οι όχθοι οι γιομάτοι από αλιφασκιές και τα πλάγια τα στολισμένα με λογής-λογής αγριολούλουδα γιομόζουν από ζωντανά, απ’ ανοιχτό καρπόν πληθυσμό, και ξόγκαρδα κι αθέλητα ξυπνάνε του λαγκαδιού και της σπηλιάς οι αντίλαλοι. Τα περίμορφα του Αι-Νικόλα, οι απανωτοί λόφοι της Περίβλεφτης, αι ράχες και τα ριζά τ’ Αι-Λια, τ’ αμπέλια της προσκύνησης, η βρύση της Σαντοβίτσας, είναι την αυγή αυτή τα διάσελα, τα καρτέρια, τα σταυροδρόμια που καταπιάνουν τα Γιάννενα, ξυπνητά, για να δεχτούνε, για να χαιρετίσουν τον ερχομό του Μάη, του ξανθομάλλη του μήνα. Παίρνουν και στολίζονται με τα λουλούδια της γης όλος, με το τριαντάφυλλο του βάτου, με της αγράμπελης τους άνθους και τραγουδούν, άντρες και παιδιά και κόρες και γέροι, όλοι το γλυκό, το χαρούμενο, το λαχταριστό τραγούδι του Μάη:
Εμπήκε ο Μάης, εμπήκε ο Μάης,
εμπήκε ο Μάης ο μήνας,
ο Μάης με τα τριαντάφυλλα,
με τα πολλά τα ρόδα.
Μάη μ’ με τις πολλές δροσιές,
με τα πολλά τ’ αηδόνια,
όλο τον κόσμο εγιόμισες
μ’ άνθη και με λουλούδια
κι έμενα με περίπλεξες
στις αγκαλιές της κόρης.
Άξαφνα σκάει μέσ’ στα βουνά του Μετσόβου ο ήλιος και χαιρετάει την πρώτη του αχτίδα ο σταυραετός του Σουλίου με την περήφανη, αλλά λυπητερή φωνή του. Στρώνονται τότε εις σωρούς μέσ’ τες φτέρες οι πληθυσμοί και πίνουν το φρεσκαρμεγμένο τ’ αφρόγαλον και τρώνε το γλυκομελωμένο γαλατομάζωμα. Κι όταν ο ήλιος φιλεί πλιά τα Γιάννινα και τα χαιρετάει τις λίμνης ο κότσυφας και η ποταμίδα του Λούρου, οι νέοι χειροπιασμένοι σταίνουν στα χόρτα χορούς, κ’ οι νιές στες βρύσες, στους παραφράχτες στολίζουν με ανθύλια την ομορφότερη, τη Νύφη του Μαγιού και της τραγουδούν.
Παρέκει ακούγεται της Τούρκας η στριγγιά φωνή, που βγήκε κι αυτή για τον Μάη στά τριφύλλια, και πάρα πέρα το τούμπανο κι ο σκουσμός της Αράπισσας, που κάθε πρωτομαγιάν αρχινάει το γκλιούμ, τον μανισμένον χορό της. Είναι η φωνή, είναι το τούμπανο, είναι ο σκουσμός, είναι ο χορός της σκλαβιάς. Και τ’ ακούν τα καημένα τα Γιάννινα και ανατριχιάζουν και λαχταρούν μέσ’ στο ξεφάντωμα, μέσ’ στο μέθυο της πρωτομαγιάς. Πότε τάχα θα να δεχτούν ξένιαστα κι άφοβα τον ωραίο τον Μάη; Πότε για νύφη του την ελευθερία θα να στολίσουν με τραγούδια οι κόρες! Πότε της λίμνης ο κότσυφας, η ποταμίδα του Λούρου κι ο σταυραετός του Σουλιού θα χαιρετίσουν χαρούμενα του ήλιου την Ανατολή; Και πότε «τ’ ολόχαρο πνεύμα της άνοιξης» του γλυκού ποιητού «θέλει πλέξει: για το πικραμένο παλληκάρι της Ηπείρου το ταμένο της ωραίο στεφάνι, ως δεν τόπλεξε ποτέ;»
Πότε τάχα;
Η Πρωτομαγιά στα Γιάννινα
Κώστας Κρυστάλλης