Featured

Η συντριβή της Τζούλια Νοέμβρης 1940. Δίστρατο - Βοβούσα - Λάκκα Αώου

Η συντριβή της Τζούλια Νοέμβρης 1940 Δίστρατο - Βοβούσα - Λάκκα ΑώουΜέρες πριν την κήρυξη του Ελληνοϊταλικού πολέμου το 1940 και ενώ ήταν πλέον φανερό, ότι πλησίαζε η ώρα της εισβολής, αποσπάστηκε από τις δυνάμεις του Δαβάκη ο τρίτος Λόχος του 51ου Συντάγματος με διοικητή τον Λοχαγό Αναστάσιο Παππά.

Βάσει του στρατιωτικού σχεδίου προετοιμασίας για την απόκρουση των εισβολέων, ο λόχος Παππά ήρθε στο Δίστρατο από την Βαλιακύρνα και εγκαταστάθηκε στην θέση Μπαρέκα, στην αυλή της εκκλησίας της Παναγίας. Εκεί έστησαν τις σκηνές, το μαγειρείο και θέσεις παρατήρησης προς τη Σαμαρίνα. Αποτελούσαν δηλαδή πληροφορικό σώμα μιας και ήταν πλέον γνωστό ότι οι Αλπινιστές από εκεί θα ερχότανε προκειμένου να κατευθυνθούν σε Βοβούσα και Μέτσοβο. Έτσι θα ειδοποιούσε τις δυνάμεις της Βοβούσας για την εμφάνιση των Ιταλών.

Την 1η Νοεμβρίου 1940 οι Ιταλοί κατέλαβαν τη Σαμαρίνα και μέσω της περιοχής Τούλια – Βαλιακύρνα – Προύνου- Κουκουμάντρι κατευθύνονταν για την κατάληψη του Διστράτου και εν συνεχεία της Βοβούσας.

Τις πληροφορίες για την ακριβή θέση των Αλπινιστών έλαβε ο λοχαγός Παππάς μέσω επικοινωνίας με τον πιλότο του Ελληνικού αεροπλάνου που πετούσε σε χαμηλό ύψος κατά τον ρου του Σαρμανιώτικου ρέματος Γιώτσα στις βορειοδυτικές πλευρές της Βασιλίτσας και παρακολουθούσε τις κινήσεις των Ιταλικών στρατευμάτων.

Όπως εξιστορούσε ο πατέρας μου Γιώργος Παγανιάς, έντεκα ετών τότε, οι πρώτοι Ιταλοί εμφανίστηκαν στην θέση “Κουκουμάντρι” και σε λίγες ώρες στο σιάδι δεν έπεφτε ούτε καρφίτσα. Είχε μαυρίσει όλος ο τόπος. Χιλιάδες Ιταλοί πεζοί και ιππείς άρχισαν να κατηφορίζουν προς το ποτάμι.

Εκεί τους περίμενε μια μικρή ομάδα Ιταλόφρονων Ρουμανιζόντων, παρασυρμένοι από την προπαγάνδα της εποχής, ότι δηλαδή οι Ιταλοί θα συναινέσουν στη δημιουργία αυτόνομου βλάχικου κράτους, προκειμένου να τους υποδεχτούν. Σύμφωνα δε με τα λεγόμενα του πατέρα μου ,o οποίος φοιτούσε τότε στο Ρουμάνικο σχολείο του χωριού, οι πρωταγωνιστές της προπαγάνδας είχαν αναγκάσει πολλές γυναίκες του χωριού να κεντήσουν στα ρούχα τους την Lupena, δηλαδή την Λύκαινα της Ρώμης.Σύμφωνα πάλι με μαρτυρίες ο Ρουμανοδάσκαλος έσχισε την Ελληνική σημαία στο ποτάμι περίμεναν τους Ιταλούς.Για την πράξη του αυτή καταδικάστηκε σε θάνατο και εκτελέστηκε στο Μεσσολόγγι.

Οι αντιμαχόμενες ομάδες των Βλάχων Μπραζιωτών διακρίνονταν για τον φανατισμό τους, την βιαιότητά τους και τους ξυλοδαρμούς έναντι αλλήλων. Μάλιστα δε εκφόβιζαν ο ένας τον άλλον λέγοντας η μία πλευρά «Ιταλάτζλι μπικάρ πάρου ντι χέρου, νου βα φούγκ» δηλαδή οι Ιταλοί βάλανε στήριγμα σιδερένιο και δε θα φύγουν. Ανταπαντούσε η άλλη πλευρά λέγοντας «γκρέτσλι βα β λιά κάπιτλι» δηλαδή οι Γκρέκοι θα σας πάρουν τα κεφάλια.Tα σχολεία (Ελληνικό και Ρουμάνικο) αλληλοκαταλαμβάνονταν. Αυτοί που πήγαιναν στο Ρουμάνικο βιαιοπραγούσαν κατά των μαθητών του Ελληνικού και αντιστρόφως. Εναλλάξ χτυπούσαν τους γκαζοτενεκέδες οι μεν στα σχολεία των δε. Όταν τα παιδιά του Ελληνικού λέγανε «καλημέρα», οι ρουμανίζοντες ανταπαντούσαν «το κεφάλι πέρα ρε»...

Μαύρες εποχές περιπέτειας και τρομοκρατίας των Ελλήνων Βλάχων. Ήταν η περίοδος της διαμόρφωσης των ρευστών συνειδήσεων και της αναζήτησης Εθνικών προσανατολισμών. Η γιαγιά μου Χρυσούλα Παγανιά ελεγε ότι «αουά του Γκιρτσίε χίμου Κριστίνλιοι σι Τούρτσιλι» δηλαδή εδώ στην Ελλάδα είμαστε οι Χριστιανοί και οι Τούρκοι .

Πάντως ένα είναι βέβαιον. Όσοι πήγαιναν στο Ρουμάνικο σχολείο δεν ήταν κατ ανάγκη ρουμανίζοντες ή παιδιά ρουμανιζόντων γονιών. Όχι. Άλλοι πήγαιναν από τύχη, άλλοι από φτώχεια, άλλοι γιατί δεν γνώριζαν ότι πρόκειται για Ρουμάνικο σχολείο αλλά για Βλάχικο, άλλοι γιατί ήταν τσακωμένοι με τον παπά ή τον πρόεδρο, άλλοι επειδή νόμιζαν ότι εκεί θα μάθουν τρεις γλώσσες και φυσικά κάποιοι λίγοι που αναζητούσαν τον Εθνικό τους προσανατολισμό παρασυρμένοι από την Ρουμάνικη προπαγάνδα της εποχής.

Ο πατέρας μου έλεγε, ότι ο πατέρας του πήγε τα παιδιά του στο Ρουμάνικο σχολείο και Γυμνάσιο Γρεβενών, επειδή ο συμπέθερός του Παπαθανάσης Πίσπας αρνήθηκε να συναινέσει στην φοίτησή τους στην Βελλά…. Μάλιστα δε, μου ομολογούσε ότι ο Παπαθανάσης στην έκκληση του πατέρα του, ήταν κατηγορηματικά αρνητικός και κυνικός λέγοντάς του «α πα πα κούσκρου νου σι αντάρ ατσέλου λούκρου» δηλαδή «α πα πα συμπέθερε αυτή η δουλειά δεν γίνεται», κι έγνεψε τα γένια του... Κι ας είχε παντρευτεί ο γιός του Παπαθανάση, ο μετέπειτα Παπαστέργιος, την κόρη του... Εν τω μεταξύ όλο το εξ αίματος σόι του Παπαθανάση φοίτησε στην Βελλά και όλοι μορφώθηκαν...

Μέσα σε αυτή την κατάσταση συνέβησαν και πολλές εγκληματικές πράξεις ανάμεσα στις δύο ομάδες. Πολλοί εκατέρωθεν κατηγορήθηκαν, εκτελέστηκαν, βασανίστηκαν. Άλλοι δικαίως και άλλοι αδίκως, καθώς στην διαμάχη υπεισέρχονταν πολλοί άλλοι παράγοντες, όπως τα διπλά παιχνίδια, τα προσωπικά οφέλη και οι προσωπικές διαμάχες... Για όλη αυτή την σκοτεινή και μαύρη περίοδο καταδικάστηκαν από το Έκτακτο Στρατοδικείο Ιωαννίνων πολλοί χωριανοί, άλλοι δικαίως και άλλοι αδίκως...

Επανερχόμενος στο ζήτημα του πολέμου αναφέρω ότι ο λόχος του Παππά που διέθετε μόνο 100 άνδρες ήταν αδύνατον να αντισταθεί στους χιλιάδες Ιταλούς. Ήταν όλοι τους πολύ εξαντλημένοι από την περιπλάνησή τους στα δάση του Σμόλικα, μετά την αποχώρησή τους από το Γκρέκο, όπου κατασκεύαζαν οχυρωματικά έργα. Ήταν τέτοια η εξάντλησή τους, που όπως θυμούνται αυτοί που τα έζησαν, οι στρατιώτες του Λόχου όταν ανέβαιναν στην ανηφόρα του Αη Γιώργη, κρατιόνταν από τις ουρές των αλόγων για να τους τραβάνε.

Με αυτές τις συνθήκες πείνας και εξαθλίωσης, σε συνεννόηση με τις δυνάμεις του ελληνικού στρατού που οργάνωναν την άμυνα στην Βοβούσα, εγκατέλειψαν την Μπαρέκα, μόλις οι Ιταλοί κατέβηκαν στο ποτάμι.

Σύμφωνα με την διαταγή από τον Αν/χη Σινωνά ο λόχος κατευθύνθηκε προς Βοβούσα για να ενωθεί εκεί με τον υπόλοιπο Ελληνικό Στρατό, που οργάνωνε την απόκρουση των εισβολέων.

Σύμφωνα με όσα άκουσα από τον πατέρα μου, οι στρατιώτες του Παππά εγκατέλειψαν την Μπαρέκα όπως-όπως, αφήνοντας μεγάλο τμήμα του οπλισμού τους. Έτσι, ίσως δικαιολογείται και το γεγονός ότι όλα τα σπίτια στο χωριό είχαν όπλα μετά τον πόλεμο. Η κατοχή αυτών των όπλων έγινε αιτία να βασανιστούν από την καραμπιναρία της κατοχής πολλοί χωριανοί να δικαστούν στα στρατιωτικά δικαστήρια και να φυλακιστούν στις φυλακές Μεσσολογγίου.

Η τρίτη μεραρχία των Αλπινιστών της Τζούλια εισήλθε στο χωριό και το κατέλαβε στις 3 Νοέμβρη. Εκεί εγκατέστησαν και την έδρα της μεραρχίας και τα γραφεία τους. Έκαναν επίταξη αμέσως στα πρώτα σπίτια στο χωριό και άσκησαν σωματική βία επιδεικνύοντας μεγάλη βαρβαρότητα σε όσους χωριανούς αρνούνταν να παραδώσουν τα σπίτια τους στους κατακτητές. Βέβαια ορισμένοι τα παρέδωσαν οικειοθελώς.

Ο πατέρας μου έλεγε ότι θυμάται πως ο πατέρας του, Τέγος Παγανιάς, αρνήθηκε την επίταξη του πάνω ορόφου του σπιτιού του. Είπε στον πανύψηλο Ιταλό αξιωματικό ότι έχει εννιά μικρά παιδιά και το χρειάζεται όλο το σπίτι. Τότε ο αξιωματικός στον οποίο διαμαρτύρονταν, του έδωσε δυο πολύ δυνατά χαστούκια, τον έριξε κάτω και τον κλοτσούσε μπροστά στα μάτια των εννιά παιδιών του. Στη συνέχεια έσπασε τη μεγάλη ξύλινη πόρτα, μπήκε στη σάλα και κατέλαβε τα δύο δωμάτια όπου εγκατέστησε τρεις Ιταλούς βαθμοφόρους. Αυτή η εικόνα έμεινε στην ψυχή του πατέρα μου έως τον θάνατό του. Όταν συχνά μου ομολογούσε το γεγονός τα μάτια του κοκκίνιζαν από πίκρα.

Τα ίδια συνέβησαν και σε άλλα σπίτια του χωριού όπου εγκαταστάθηκαν οι Αξιωματικοί της Τζούλια.

Ο Νίκος Αγόρου μου διηγήθηκε την ιστορία με το γαϊδουράκι του. Κατά τις μέρες που οι Ιταλοί ήταν στο Δίστρατο χάθηκε το γαϊδουράκι του. Ψάχνοντας να το βρει ,είδε ότι στην Μπαρέκα το είχαν σουβλίσει και το έψηναν για να το φάνε οι Ιταλοί. Μικρό παιδί τότε έβαλε τα κλάματα και έτρεξε στο σπίτι του να το πει στον πατέρα του. Ήταν τότε παιδί 11 χρόνων….

Ο ίδιος επίσης θυμάται ότι οι Ιταλοί περιφέρονταν στα σπίτια λέγοντας «πόκο πάνε» που σημαίνει «λίγο ψωμί» και η μάνα του νόμιζε ότι θα τους πάρουν το γουρούνι (πόρκου στα Βλάχικα)...

Η καραμπιναρία εγκαταστάθηκε στο σπίτι του Κώστα Νάκα. Εκεί διαδραματίστηκαν οι πιο σκληρές, οι πιο βάρβαρες σκηνές μεταξύ Ιταλών και άμαχων Διστρατιωτών. Εκεί οδηγούνταν οι ύποπτοι για κατοχή όπλων και αντιστασιακών ενεργειών. Εκεί οδηγούνταν οι αλληλοκαταγγελόμενοι των δύο ομάδων δηλ. των Ρουμανιζόντων και των Ελλήνων Βλάχων. Ξυλοδαρμοί, βασανιστήρια, ουρλιαχτά από τους πόνους ακούγονταν σε όλο το χωριό.

Εκεί στήθηκαν και πολλές σκευωρίες για κατόχους όπλων. Μεταξύ αυτών και εναντίον του Παπαθανάση Πίσπα με την κατηγορία ότι είχε κρυμμένο όπλο στην Αγία Τράπεζα της εκκλησιάς της Παναγίας. Το βρήκαν οι καραμπινιέρηδες το όπλο, ξυλοφόρτωσαν τον Παπαθανάση και τον φυλάκισαν στο Μεσολόγγι. Στην φυλακή παρέμεινε μεγάλο διάστημα και με την αποφυλάκισή του, που έγινε με παρέμβαση του Δεσπότη Σπυρίδωνα Βλάχου, πέθανε στο δρόμο κατά την επιστροφή στο χωριό. Σύμφωνα με όσα έλεγε ο πατέρας μου, το όπλο το είχαν τοποθετήσει στην Αγία Τράπεζα οι Ρουμανίζοντες, προκειμένου να τον ενοχοποιήσουν στην καραμπιναρία. Για την περίπτωση αυτή ξυλοφορτώθηκε άγρια και ο καντηλανάφτης Δημήτρης Οικονόμου.

Η καραμπιναρία συνέχισε με ακόμη σκληρότερο τρόπο την τρομοκρατική της δράση και κατά την διάρκεια της Κατοχής. Όλοι θυμούνται τα εγκλήματα που είχαν συντελεστεί . Προδοσίες, κατασκοπίες, διπλά και τριπλά παιχνίδια, πλιάτσικο, ανηλεείς ξυλοδαρμοί, αλληλοκατηγορίες, αποτέλεσμα και των εκ των ένδον ανταγωνισμών….

Μαζί με τα επιταγμένα σπίτια οι Ιταλοί είχαν επιτάξει και το σπίτι του Γεωργίου Νίκου κάτω από τα Καραγάτσια, το οποίο χρησιμοποιούσαν ως χειρουργείο-νοσοκομείο για τους τραυματίες τους.

Έτσι λοιπόν, αφού ολοκληρώθηκε η κατάληψη του Διστράτου, οι Ιταλοί έθεσαν σε εφαρμογή το σχέδιο για την κατάληψη της Βοβούσας. Η κατάληψη της Βοβούσας ήταν σημαντικός σταθμός για το σχέδιο τους να φτάσουν στο Μέτσοβο.

Η διαδρομή που ακολούθησαν ήταν Παντελούνγκα – Βάλια Στάθη – Μπαϊτάνι – Βοβούσα. Δύσβατο μέρος με δύσκολα μονοπάτια και πυκνά δάση. Σύμφωνα πάλι με αφηγήσεις, τα μονοπάτια έδειξαν στους Ιταλούς χωριανοί, φίλα διακείμενοι. Αυτό όμως αμφισβητήθηκε από πολλούς, οι οποίοι έδειχναν άλλους ως οδηγούς των Ιταλών. Σημασία έχει και σε αυτή την περίπτωση ότι εκτελέστηκαν άδικα κάποιοι χωριανοί και με συνοπτικές διαδικασίες. Έτσι εκτελέστηκε άδικα ο Νικολάκης Πίσπας, γιατί όπως αποδείχτηκε εκ των υστέρων, την κατασκευή της ξύλινης γέφυρας στα Κατράνια την είχε κατασκευάσει ο Ελληνικός στρατός και όχι ο ίδιος για να διευκολύνει δήθεν τους Ιταλούς. Αυτό εξομολογήθηκε τα τελευταία χρόνια ο τότε στρατιώτης Γιαννούσης Γεώργιος ή Πασιάς. Η ξύλινη γέφυρα στα Κατράνια επί του Αώου ποταμού, έγινε για να μπορούν να μετακινηθούν οι Έλληνες στρατιώτες προς Λάιστα, όταν οι Ιταλοί κάναν προέλαση προς Βοβούσα. Επικεφαλής των Ελληνικών δυνάμεων ήταν ο έφεδρος ανθυπολοχαγός Διστρατιώτης Γεώριος Νίκου. Είχαν δε στρατοπεδεύσει στην θέση στην Παντελούνγκα. Από εκεί παρακολουθούσαν τις κινήσεις των Ιταλών εντός του Διστράτου.

Έξω από τη Βοβούσα στην θέση Κόρνι είχαν οργανώσει την απόκρουση οι Ελληνικές δυνάμεις και εκεί δόθηκε η πιο σκληρή και η πιο σημαντική μάχη για την υποχώρηση των Ιταλών. Ήταν 5 Νοέμβρη 1940. Οι δυνάμεις της Βοβούσας ανέκοψαν την πορεία των Ιταλών, οι οποίοι άρχισαν να οπισθοχωρούν ατάκτως προς Δίστρατο και στην συνέχεια μέσω Λάκας Αώου προς Κόνιτσα. Το σχέδιό τους να φτάσουν Μέτσοβο είχε αποτύχει.

Εν τω μεταξύ ο Ελληνικός στρατός στις 8 Νοέμβρη είχε ανακαταλάβει το Δίστρατο. Η ανακατάληψη είχε γίνει από μια ταξιαρχία ιππικού υπό τον στρατηγό ιππικού Γεώργιο Στανωτά. Από Δίστρατο έως Κόνιτσα σε όλα τα επίκαιρα σημεία και περάσματα, Κιργούρι, Βάλια Σιάκα, Κάπλου Τούρκου, Σκάλα, Αγ. Απόστολοι, γέφυρα Αώου, Ελεύθερο, Σιουσνίτσα, είχαν εγκατασταθεί Έλληνες στρατιώτες που έδιναν σκληρές αλλά νικηφόρες μάχες με τους οπισθοχωρούντες πανικόβλητους Ιταλούς. Γέμισαν νεκρούς Ιταλούς καθώς και άλογα όλα τα βουνά και τα λαγκάδια. Οι Ιταλοί έχασαν το 1/3 των δυνάμεων της τρίτης μεραρχίας Τζούλια.

Η μάχη που εγινε με τους οπισθοχωρούντες Ιταλούς στο Δίστρατο κράτησε δύο ημέρες. Το θέατρο των επιχειρήσεων ήταν πολύ σκληρό. Από τον Προφήτη Ηλία σφυροκοπούνταν οι Ιταλοί στην Παντελόγκατα και στο λιβάδι. Από το Κίργουρι τους σφυροκοπούσε το πυροβολικό. Περί τους πενήντα οι νεκροί Ιταλοί και έξι Ελληνες στρατιώτες. Νεκρός έπεσε έξω από το σπίτι του ο άμαχος Στέργιος Ευθυμίου, ο οποίος βγήκε έξω για να δει τι γινότανε, φορώντας το ταλαγάνι του για να μην τον περάσουν οι σφαίρες.

Στο επιταγμένο σπίτι του Νίκου που είχε μετατραπεί σε νοσοκομείο – χειρουργείο και το οποίο δεν είχε καταληφθεί από τον Στανωτά σε επίδειξη μεγαλοψυχίας προς τους τραυματίες, κυριαρχούσαν οι φωνές, τα αίματα, οι γάζες, ο πόνος. Έτσι τουλάχιστον είχε μείνει στην μνήμη των αυτοπτών μαρτύρων, των παιδιών του Διστράτου.

Σε όλα τα χωριά είχαν δημιουργηθεί Ιταλικά στρατιωτικά νεκροταφεία όπου γίνονταν ομαδικές ταφές των Ιταλών. Στο Δίστρατο το νεκροταφείο ήταν στην Αγία Παρασκευή. Εκεί ετάφησαν πάνω από 50 σκοτωμένοι Ιταλοί. Αργότερα – ίσως το 1942 – οι Ιταλοί έκαναν εκταφή και περισυνέλεξαν όλους τους νεκρούς. Οι Έλληνες, μεγαλόψυχοι όπως πάντα στους τραυματίες και τους νεκρούς του πολέμου τέλεσαν κατά την εκταφή, παρουσία των κατοίκων, θρησκευτικών και πολιτικών αρχών, επιμνημόσυνη δέηση.

Η σημαντικότερη μάχη για την ματαίωση του σχεδίου των Ιταλών ήταν νικηφόρα. Οι μάχες στην Βοβούσα – Δίστρατο – Λάκκα Αώου αποτελούν το μεγαλύτερο μέρος της μάχης της Πίνδου που έκριναν οριστικά την έκβαση του πολέμου.

ΔΙΣΤΡΑΤΟ 5-2-2005
Κώστας Γ. Παγανιάς
Κοινοτάρχης Διστράτου (2002-2010)

 

 

Υ.Γ. Όλα τα παραπάνω δεν αντλήθηκαν από επίσημα αρχεία, αλλά αποτελούν αφηγήσεις χωριανών αυτούσιες χωρίς καμία περικοπή ή πρόσθεση.

TΟ ΠΑΡΕΛΘΟΝ ΟΦΕΙΛΟΥΜΕ ΝΑ ΤO ΓΝΩΡΙΖΟΥΜΕ,ΑΛΛΆ ΝΑ ΜΗ ΚΑΘΟΡΙΖΕΙ ΟΥΤΕ NA ΠΡΟΣΔΙΟΡΙΖΕΙ ΤΟ ΣΗΜΕΡΑ.OYTE NA TΟ ΑΞΙΟΛΟΓΟΥΜΕ ΜΕ ΣΗΜΕΡΙΝΑ ΚΡΙΤΗΡΙΑ.ΜΟΝΟ ΕΤΣΙ Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΕΙΝΑΙ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΙΚΗ.
Η ΓΝΩΣΗ ΠΑΝΤΑ ΩΦΕΛΕΙ.

Στην μνήμη των γονιών μου.

Αναζήτηση