Η βλάχικη παρουσία στην περιοχή της Βέροιας και του Βερμίου πριν την εδραίωση των νεότερων βλάχικων οικισμών και εγκαταστάσεων

JOANNES Thessalonicensis Grec 1517Οι σημερινοί βλάχικοι οικισμοί και οι εγκαταστάσεις στην περιοχή της Βέροιας είναι αποτέλεσμα μαζικών πληθυσμιακών μετακινήσεων που σημειώθηκαν κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα.

Το 1822, έτος άφιξης στο Βέρμιο του φαλκαριού των Μπαδραλεξαίων από την Αβδέλλα, είναι η χρονική καμπή για τη νεότερη βλάχικη παρουσία στην περιοχή της Ημαθίας. Ωστόσο, μία σειρά από στοιχεία και ενδείξεις έρχονται να ενισχύσουν την άποψη πως η παρουσία των Βλάχων στην Ημαθία έχει πολύ πιο παλιές ρίζες.

1.1 ΡΩΜΑΙΚΟΙ ΧΡΟΝΟΙ.

Η αρχαία μακεδονική πόλη της Βέροιας βρισκόταν στο γεωγραφικό και πολιτισμικό κέντρο από όπου ξεκίνησαν οι αρχαίοι Μακεδόνες. Η πόλη γνώρισε εποχές ακμής κατά τους ελληνιστικούς χρόνους και υπήρξε έδρα του "Κοινού των Μακεδόνων". Όταν πια οι Ρωμαίοι εδραίωσαν την κυριαρχία τους στην Μακεδονία, η Βέροια εξακολουθούσε να βρίσκεται σε ακμή και το "Κοινό των Μακεδόνων" είχε να επιτελέσει έναν ακόμη καθήκον. Όφειλε να αποδίδει τις απαιτούμενες τιμές στο Ρωμαίο αυτοκράτορα. Για αυτό εξάλλου υπήρχε στην πόλη ναός αφιερωμένος στον εκάστοτε αυτοκράτορα. Η προσκύνηση και λατρεία του προσώπου και του θεσμού του αυτοκράτορα, ήταν ουσιαστικά η αναγνώριση της ρωμαϊκής κυριαρχίας. Μετά την οριστική υποταγή τους, τα μακεδονικά εδάφη χρησίμευσαν στους Ρωμαίους ως βάσεις για την επέκταση των κατακτήσεών τους σε βορειότερες βαλκανικές περιοχές. Η πόλη της Βέροιας, ως ακμαίο διοικητικό και οικονομικό κέντρο, προσέλκυσε τότε ένα σημαντικό αριθμό λατινόφωνων αποίκων, ρωμαϊκής ή μη καταγωγής. Σύμφωνα με το Δ. Σαμσάρη, η Βέροια, ως έδρα του "Κοινού των Μακεδόνων", ήταν η δεύτερη μακεδονική πόλη μετά τη Θεσσαλονίκη που ευνοήθηκε ιδιαίτερα από την πολιτογραφική τακτική των Ρωμαίων. Ένας σημαντικός αριθμός Βεροιαίων, όποια και αν ήταν η καταγωγή τους, απέκτησαν τον τίτλο του Ρωμαίου πολίτη και ίσως η λατινική γλώσσα είχε δημιουργήσει ισχυρά ερείσματα ανάμεσα στους κατοίκους. Το αξιοσημείωτο στην περίπτωση της ρωμαϊκής αποικίας της Βέροιας είναι πως ανάμεσα στα μέλη της υπήρχαν και ιδιοκτήτες γης. Το γεγονός αυτό πιθανότατα δηλώνει το μέγεθος και την ισχύ της αποικίας και την παρουσία ενός υπολογίσιμου αριθμού λατινόφωνων. Ρωμαϊκές αποικίες υπήρχαν και σε άλλες μακεδονικές πόλεις, όπως το Δίο, η Έδεσσα, η Πέλλα, οι Στόβοι, η Θεσσαλονίκη, η Κασσανδρεία, η Άκανθος, η Αμφίπολη και οι Φίλιπποι. Ωστόσο η περίπτωση της Βέροιας με τους "αγρότες" αποίκους αναφέρεται σαν μία από τις σπάνιες περιπτώσεις, καθώς στις περισσότερες των περιπτώσεων οι Ρωμαίοι-λατινόφωνοι άποικοι και πάροικοι ανήκαν σε οικογένειες "negotiatores", που είχαν διεισδύσει στην Ανατολή ασκώντας κυρίως τα επαγγέλματα του εμπόρου, του τραπεζίτη και του ναύκληρου.1

Ίσως τελικά, αυτή η ρωμαϊκή αποικία στη Βέροια και ο γλωσσικός εκλατινισμός αρκετών από τους γηγενείς κατοίκους θα μπορούσαν να θεωρηθούν ως απαρχή της βλάχικης παρουσίας. Όμως, το πιθανότερο είναι πως με το πέρασμα του χρόνου αυτοί οι λατινόφωνοι άποικοι, οι εκλατινισμένοι γλωσσικά γηγενείς και οι απόγονοί τους έγιναν δίγλωσσοι, ελληνόφωνοι και λατινόφωνοι, και σταδιακά η λατινοφωνία εξαφανίστηκε. Ωστόσο, η εξαφάνιση ή ο περιορισμός των λατινόφωνων πληθυσμών από τις ελληνικές χώρες και τις άλλες βορειότερες ρωμαϊκές επαρχίες στα Βαλκάνια, θα πρέπει να ήταν μία σταδιακή και πιθανότατα μακροχρόνια διαδικασία. Μία διαδικασία που σημειώθηκε παράλληλα με τη μεταλλαγή της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας στο γνωστό μας Βυζάντιο, όταν πια επικράτησε ο χριστιανικός ελληνικός-βυζαντινός πολιτισμός.

1.2 ΒΥΖΑΝΤΙΝΟΙ ΧΡΟΝΟΙ.

Σε αντιδιαστολή της υπόθεσης για την εξαφάνιση της λατινοφωνίας θα πρέπει να αντιπαρατεθεί η αναφορά του Ιωάννη Λύδου, που χρονολογείται από τον 6ο αιώνα. Ο Ιωάννης Λύδος αναφέρει πως κατά τη διάρκεια των πρώτων βυζαντινών χρόνων ένας σημαντικός αριθμός των κατοίκων της Βαλκανικής και κυρίως αυτοί που έρχονταν σε επαφή με το κράτος και είχαν διοικητικές θέσεις εξακολουθούσαν να μιλούν τα λατινικά.2 Είναι γνωστό ότι από την αναφορά του Ιωάννη Λύδου, τον 6ο αιώνα, και μέχρι τις πρώτες σαφέστερες αναφορές για τους Βλάχους το 10ο αιώνα υπάρχει σιγή για την επιβίωση της λατινοφωνίας ανάμεσα στους κατοίκους των κεντρικών Βαλκανίων. Αυτή την περίοδο εδραιώθηκε η εγκατάσταση των σλαβικών φύλων και η ενδοχώρα των βαλκανικών επαρχιών γνώρισε βαθιές πληθυσμιακές ζυμώσεις. Ωστόσο, η σιωπή των πηγών δε σημαίνει πως μέσα σε αυτές τις ζυμώσεις εξαφανίστηκε οριστικά η όποια λατινοφωνία. Κάποιες ομάδες ίσως να εξακολουθούσαν να μιλούν μια κάποια δημώδη λατινική γλώσσα.

Μέσα από κάποιο ανώνυμο ιστορικό της Θεσσαλονίκης πληροφορούμαστε για την άφιξη και την αρχική εγκατάσταση ενός μεγάλου πλήθους ανθρώπων, δυτικά της Θεσσαλονίκης, στην περιοχή του "Κεραμίσιου κάμπου". Κάποιοι από τους παλαιότερους μελετητές αναφέρουν πως ο "Κεραμίσιος κάμπος" βρισκόταν κάπου στην περιοχή της Πελαγονίας, κοντά στο Μοναστήρι. Ωστόσο έχουν εκφραστεί νεότερες απόψεις που τον τοποθετούν πιο κοντά στη Θεσσαλονίκη, κάπου ανάμεσα στην Έδεσσα και τα Γιαννιτσά. Σύμφωνα με τους ιστορικούς Ο. Ταρφαλή και Γ. Θεοχαρίδη, οι μετακινηθέντες βρέθηκαν υπό την αρχηγία του Κούβερ κοντά στη Θεσσαλονίκη γύρω στο 683 με 688 και αποτελούσαν ένα φυλετικό συνονθύλευμα. Ανάμεσά τους υπήρχαν σίγουρα Σλάβοι και ίσως και κάποιοι Άβαροι μαζί με Βούλγαρους. Ωστόσο, ένα σημαντικό ποσοστό από αυτούς ήταν πρώην υπήκοοι της αυτοκρατορίας. Στα "Θαύματα του Αγίου Δημητρίου" το πλήθος αυτό καταγράφεται ως "Ρωμαίων λαόν μετά και ετέρων εθνικών". Αυτοί οι "Ρωμαίοι" είχαν αιχμαλωτιστεί κατά περιόδους, και πιθανότερα ανάμεσα στο 616 με 623, από τους Αβάρους επιδρομείς και είχαν οδηγηθεί στις όχθες του Δούναβη, στα εδάφη των Αβάρων, στην περιοχή της Παννονίας. Στην Παννονία, οι αιχμάλωτοι φαίνεται πως διατήρησαν κάποια αυτοτέλεια, όπως και τη χριστιανική τους πίστη μαζί με τη χρήση της ελληνικής και της λατινικής γλώσσας. Η ομάδα τους ήταν γνωστή ως Σερμησιάνοι επειδή είχαν βρεθεί εγκατεστημένοι στο Σίρμιο της Παννονίας (σήμερα Μιτροβίτσα της Σερβίας). Μετά από 60 περίπου χρόνια, ένας μεγάλος αριθμός των Σερμησιάνων, έχοντας προφανώς έρθει σε επιμειξίες με τους τότε κατοίκους της Παννονίας, Αβάρους, Σλάβους, Πρωτοβουλγάρους και άλλους, αποδεσμεύτηκαν και με αρχηγό τον Κούβερ κίνησαν προς το νότο επιθυμώντας να επιστρέψουν στις προηγούμενες εστίες τους. Ο ίδιος ο Κούβερ ήταν μάλλον σλαβικής ή πρωτοβουλγαρικής καταγωγής και είχε διοριστεί αρχηγός των Σερμησιάνων από τον χαγάνο των Αβάρων. Φτάνοντας στην περιοχή του "Κεραμίσου κάμπου" ζήτησαν την αρωγή της αυτοκρατορίας και αρκετοί από αυτούς τους παλιννοστούντες πρώην ρωμαίους-βυζαντινούς υπηκόους εγκατέλειψαν τους συνοδοιπόρους τους και στράφηκαν κυρίως προς τη Θεσσαλονίκη, αλλά και τις γύρω μακεδονικές και θρακικές πόλεις και περιοχές, από όπου είχαν μάλλον αιχμαλωτιστεί, αναζητώντας την ασφάλεια και την προστασία της αυτοκρατορίας. Αναγνωρίζοντάς τους ως αναξιοπαθούντες ομογενείς, οι αρχές μετέφεραν με πλοία αρκετούς από αυτούς στην ίδια την Κωνσταντινούπολη.3

Η επιβίωση της χρήσης μίας λατινικής γλώσσας ανάμεσα στους παλιννοστούντες και επομένως και στις βαλκανικές περιοχές από όπου είχαν αιχμαλωτιστεί, επιβεβαιώνεται έστω και έμμεσα από τους ισχυρισμούς για τα προσόντα και τις ικανότητες του Μαύρου, ενός τυχοδιωκτηκού προσώπου, συνεργάτη στη συνωμοσία για την κατάληψη της Θεσσαλονίκης που είχε τότε οργανώσει ο Κούβερ. Όταν ο Μαύρος εμφανίστηκε ενώπιον των αρχών της Θεσσαλονίκης ισχυρίστηκε ότι διέθετε όλα τα προσόντα για να διοικήσει τον καταυλισμό του "Κεραμίσου κάμπου" και παρουσίασε τους παλιννοστούντες-πρόσφυγες ως ομογενείς που επέστρεφαν στα πάτρια εδάφη. Ανάμεσα στα προσόντα που παρουσίασε πως είχε ήταν και το γεγονός πως μιλούσε τις τέσσερις πιο διαδεδομένες τότε γλώσσες στα Βαλκάνια, τα ελληνικά, τα λατινικά, τα σλαβικά και τα πρωτοβουλγαρικά, γλώσσες που προφανώς γνώρισαν και αρκετοί από τους νεοαφιχθέντες στον "Κεραμίσιο κάμπο".4 Τι είδους λατινικά ήταν αυτά που μιλούσε ο Μαύρος δεν μπορούμε να γνωρίζουμε με βεβαιότητα. Η περίπτωση να γνώριζε λόγια λατινικά μοιάζει αρκετά απίθανη, αν αναλογιστούμε πως τον 7ο πια αιώνα η όποια βαλκανική λατινογενής γλώσσα είχε αποκοπεί από τη λόγια μορφή της. Το πιο ενδιαφέρον στοιχείο είναι πως ο Μαύρος και οι άρχοντες της Θεσσαλονίκης θεωρούσαν προσόν τη γνώση αυτής της δημώδους γλώσσας. Ίσως λοιπόν ήταν μία γλώσσα που γνώριζαν και χρησιμοποιούσαν αρκετοί κάτοικοι των κεντρικών βαλκανικών επαρχιών της αυτοκρατορίας και των περιοχών γύρω από τη Θεσσαλονίκη.

Αυτή την περίοδο, οι απόγονοι των λατινόφωνων πληθυσμών των ρωμαϊκών και των πρώτων βυζαντινών χρόνων μαζί με τους ελληνόφωνους και άλλους γηγενείς πληθυσμούς των κεντρικών Βαλκανίων ζυμώθηκαν με τα σλαβικά φύλλα και ίσως κάποιες από τις γνωστές μας Σκλαβηνίες ήταν γέννημα τέτοιων ζυμώσεων. Ο καθηγητής Φ. Μαλιγκούδης εξέφρασε την άποψη πως η Σκλαβηνία της Σουβδελιτίας, η οποία τον 9ο αιώνα βρίσκονταν πιθανότατα στην περιοχή του Βερμίου, ίσως ήταν αποτέλεσμα ανάμιξης διάφορων φυλετικών και γλωσσικών ομάδων. Αν δεχτούμε ως σωστότερη την ετυμολόγηση του ονόματος της Σουβδελιτίας από τα λατινογενή βλάχικα, τότε θα μπορούσαμε να υποθέσουμε πως οι Σλάβοι που βρέθηκαν στην περιοχή του Βερμίου δανείστηκαν το όνομα από προϋπάρχοντες πληθυσμούς που μιλούσαν μία δημώδη λατινογενή γλώσσα, τα βλάχικα.5 Ανάλογη πρέπει να ήταν και η περίπτωση της Σκλαβηνίας των Σαγουδάτων που βρίσκονταν ανάμεσα στη Θεσσαλονίκη, τη Βέροια και τον Όλυμπο. Το πιθανότατα λατινικής προέλευσης συλλογικό όνομα των Σαγουδάτων έρχεται προς ενίσχυση της άποψης για την μερική έστω λατινόφωνη προέλευσή τους.6

Όταν από το 10ο αιώνα και μετά πληθαίνουν οι αναφορές για την παρουσία διάσπαρτων Βλάχων στα Βαλκάνια, η περιοχή της Βέροιας δεν αναφέρεται ανάμεσα στους τόπους με βλάχικη παρουσία. Η πόλη και η γύρω περιοχή γνώρισαν διαδοχικούς κυρίαρχους που αντιπαρατίθενται στους Βυζαντινούς. To 1345 ή 1346 η Βέροια καταλήφθηκε από τον αυτοκράτορα των Σέρβων Στέφανο Ντουσάν. Μετά την κατάληψη οι Σέρβοι κατακτητές φέρονται να είχαν προβλήματα επισιτισμού. Έτσι, ανέθεσαν σε κάποιους νομαδοκτηνοτρόφους την εκτροφή και φροντίδα κοπαδιών για την εξασφάλιση των αναγκών τους σε κρέας. Αρχηγός, πιθανότατα αρχιτσέλιγκας, αυτών των κτηνοτρόφων παρουσιάζεται να είναι κάποιος Μαρτζέλατος. Από το όνομα του, αλλά και από την επαγγελματική του ιδιότητα, θα μπορούσε να υποτεθεί πως ήταν Βλάχος και αρχηγός μίας βλάχικης φάρας, των Μαρτζελαίων. Ο Μαρτζέλατος, πριν μπει στην υπηρεσία των Σέρβων, παρουσιάζεται ως υποτελής του προηγούμενου Βυζαντινού άρχοντα της πόλη και της περιοχής, του αυτοκράτορα Ιωάννη Καντακουζηνού. Σε αυτόν στράφηκε για βοήθεια ο Μαρτζέλατος, όταν οι Τούρκοι σύμμαχοι του Καντακουζηνού είχαν αιχμαλωτίσει το γιο του σε μία επιδρομή τους στα πεδινά ανάμεσα στη Βέροια και τη Θεσσαλονίκη. Από αυτά τα γεγονότα διαπιστώνεται η ύπαρξη μίας φάρας, πιθανότατα βλαχόφωνων, που ενάλλασσε τις ορεινές της εγκαταστάσεις με χειμαδιά που βρίσκονταν στην πεδιάδα ανάμεσα στη Βέροια και τη Θεσσαλονίκη. Ωστόσο δεν είναι ξεκάθαρο το που βρίσκονταν οι ορεινές εγκαταστάσεις τους. Ο Σέρβος γεωγράφος J. Cvijic θεωρεί πως οι Μαρτζέλοι ήταν Σέρβοι, οι οποίοι αποτελούσαν τμήμα της εποικιστικής πολιτικής του Ντουσάν και πως προέρχονταν από τη σημερινή περιοχή του Κοσσυφοπεδίου. Αυτό φαίνεται απίθανο, καθώς οι Μαρτζέλοι παρουσιάζονται να ήταν οικείοι με την περιοχή της Βέροιας και γνώριμοι ή υποτελείς των προηγούμενων Βυζαντινών αρχόντων της. Επιπλέον, πληροφορούμαστε πως το 1350 οι Μαρτζελαίοι βοήθησαν τους Βυζαντινούς στην ανακατάληψη της Βέροιας. Ο Σωκράτης Λιάκος θεωρεί πως οι Μαρτζελαίοι ήταν Βλάχοι και ως οικισμούς της φάρας τους αναφέρει ομώνυμα χωριά στην Παλαιά Σερβία, την Άνω Αλβανία, τη Βόρεια Ήπειρο και άλλες περιοχές. Ίσως οι Μαρτζελαίοι είχαν κάποιες ορεινές εγκαταστάσεις κάπου στις πηγές του Αξιού, στα βουνά του Σκάρδου ή γενικά στα βουνά ανάμεσα στη Π.Γ.Δ.Μ. και του Κοσσυφοπεδίου, ενώ τα χειμαδιά τους βρίσκονταν για αρκετές γενιές στις πεδιάδες της Βέροιας και της Θεσσαλονίκης.7

Δεν πρέπει να αποκλείεται όμως το ενδεχόμενο να βρίσκονταν στο Βέρμιο οι ορεινές εγκαταστάσεις των Μαρτζελαίων και άλλων πιθανά Βλάχων νομαδοκτηνοτρόφων. Την εποχή των Μαρτζελαίων, το 14ο αιώνα, πληροφορούμαστε για την ύπαρξη κάποιου καλόγερου με το όνομα Νεόφυτος, ο οποίος είχε γεννηθεί στον οικισμό του Σόσκου, κάπου ανάμεσα στη Βέροια και την Έδεσσα. Ο Νεόφυτος και οι γονείς του, Στάνα και Φρατίλα, ήταν κτηνοτρόφοι και ο Νεόφυτος παρουσιάζεται να χρησιμοποιεί συχνά "μη ελληνικές" λέξεις.8 Ίσως λοιπόν ο Νεόφυτος είχε βλάχικη καταγωγή και έτσι να επιβεβαιώνεται, έστω και έμμεσα, η παρουσία κάποιου βλάχικου πληθυσμού στις πλαγιές του Βερμίου.

Αστέριος Κουκούδης
Οι Βεργιάνοι Βλάχοι και οι Αρβανιτόβλαχοι της Κεντρικής Μακεδονίας
Η βλάχικη παρουσία στην περιοχή της Βέροιας και του Βερμίου πριν την εδραίωση των νεότερων βλάχικων οικισμών και εγκαταστασεων

 

1 Σαμσάρης, Δημήτριος Κ., "Ατομικές χορηγήσεις της Ρωμαϊκής πολιτείας (civitas Romana) και η διάδοσή της στη ρωμαϊκή επαρχία Μακεδονία ΙΙ. Η περίπτωση της Βέροιας, έδρας του Κοινού των Μακεδόνων", Μακεδονικά 27, Θεσσαλονίκη 1989-1990, σελ.327-382, Χιονίδης, Γιώργος Χ., "Η αρχαία και η Βυζαντινή Βέροια", Βέροια 1993, σελ. 50. Θεοχαρίδης, Γεώργιος Ι., "Ιστορία της Μακεδονίας κατά τους μέσους χρόνους, 285-1354", ΕΜΣ 55, Θεσσαλονίκη 1980, σελ.29, 32-33, 36. Για τους Ρωμαίους αποίκους στα μακεδονικά εδάφη βλέπε: Σαμσάρης, Δημήτριος, "Οι Ρωμαίοι και η Χαλκιδική", Μακεδονικά 25, Θεσσαλονίκη 1985-86, σελ.33-46. Σαμσάρης, Δημήτριος Κ., «Έρευνες στην ιστορία, την τoπογραφία και τις λατρείες των ρωμαϊκών επαρχιών Μακεδονίας και Θράκης», Θεσσαλονίκη 1984. Samsaris, Dimitrios C., "La vallee du Bas-Strymon a l' epoque imperiale. Contribution epigraphique a la topographie, l' onomastique, l' histoire et aux cultes de la province romaine de Macedoine", Δωδώνη 18, Ιωάννινα 1989, σελ.203-382.

2 Για τη ρωμαϊκή πολιτική και πολιτισμική κυριαρχία στη Μακεδονία και τα Βαλκάνια βλέπε: Λαζάρου, Αχιλλέας Γ., "Η Αρωμουνική και αι μετά της Ελληνικής σχέσης αυτής. Βλάχοι, Ιστορική-Φιλολογική-Μελέτη", Αθήνα 1986, σελ.63- 119. Θεοχαρίδης, ο.π., σελ.17-86. Winnifrith, T.J., "The Vlachs, the history of a balkan people", Duckworth, London 1987, σελ.57-73.

3 Ταρφαλή, Ορέστης, "Θεσσαλονίκη, από τις απαρχές μέχρι τον ΙΔ' αιώνα", μετάφραση: Αγγελική Νικολοπούλου, επιμέλεια: Α.Γ.Κ. Σαββίδης, Τροχαλίας, Θεσσαλονίκη 1994, σελ.91-94, 285-289. Θεοχαρίδης, ο.π., σελ.166-179. Winnifrith, ο.π., σελ.97-99. Μίντσης, Γεώργιος Ι., "Εθνολογική σύνδεση της Μακεδονίας, (αρχαιότητα, μεσαίωνας, νέοι χρόνοι)", Ηρόδοτος, Θεσσαλονίκη 1997, σελ.68-71.

4 Μαλιγκούδης, Φ., "Πρώιμες ειδήσεις για τους Βλάχους στην περιοχή του Βερμίου", Συμπόσιο "Οι Βλάχοι στην ιστορία του ελληνισμού. Παρελθόν-Προοπτικές", Δήμος Βέροιας, 25-26 Ιουνίου 1994. Λιάκος, Σωκράτης Ν., "Καταγωγή των Βλάχων ή Αρμανίων", Μικροευρωπαϊκές (Βαλκανικές) Μελέτες 2, Θεσσαλονίκη 1965. σελ.10-11.

5 Μαλιγκούδης, ο.π.. Winnifrith, o.π., σελ.99.

6 Βλέπε κεφάλαιο: "Μογλενά".

7 Χιονίδης, Γ., "Ιστορία της Βέροιας", τομ. 2ος, Βυζαντινοί χρόνοι, Θεσσαλονίκη 1970, σελ.48-49, 106. Λιάκος, Σωκράτης, "Σύντομη επισκόπηση της ιστορίας των Αρμενταρίων της Μικρευρώπης", Μικροευρωπαικές-Βαλκανικές Μελέτες 8, Θεσσαλονίκη 1974, σελ.38. Βακαλόπουλος, Απόστολος, "Προβλήματα αναφερόμενα στην ιστορία της περιοχής Θεσσαλονίκης-Βέροιας κατά τα μέσα του 14ου αιώνα", Παγκαρπία Μακεδονικής Γης, ΕΜΣ 53, Θεσσαλονίκη 1980, σελ. 639-645.

8 Caranica, Nicolas, "Les Aroumains: Recherches sur l' identite d' ume ethnie", διδακτορική διατριβή, Universite de Franche-Comte, Departement des Sciences Humaines, 28 Juin 1990, σελ.293.

Αναζήτηση