Ανοιγόκλεισε τα μάτια του ο γιος της Κατίνας. Κατάλαβε πως σε λίγο θα ξημέρωνε. Έτσι, από ένστικτο. Εδώ και λίγο καιρό τα όνειρά του μπερδεύονταν περίεργα με την πραγματικότητα. Τη ζοφερή πραγματικότητα.
Κάνει προσπάθεια να θυμηθεί τον παλιό του καλό εαυτό. Λες και τον άφησε πίσω, στο χωριό του, με την υπόσχεση να τον ξανασυναντήσει όταν με το καλό επιστρέψει.
«Ιταλοφάγο» τον αποκαλούν όλοι, όμοιο με κείνον πυροβολητή δεν έχει ο λόχος. Αυτός ακόμη δεν έχει καταλάβει τι γίνεται, κι ας μιλάνε οι άλλοι για νίκες και ηρωισμούς.
Πώς ήρθαν έτσι τα πάνω κάτω; Τα πατατοχώραφα, τα ζωντανά του, ο καφενές, ο Όλυμπός του, εκείνη καθώς τον αποχαιρετά, όλα είναι ένα όνειρο μακρινό που έχει στοιχειώσει και εμφανίζεται, έτσι απρόσμενα, λίγο πριν παραδοθεί το κουρασμένο του κορμί σε ύπνο εφιαλτικό.
Κι εκεί που χάνεται ο νους του και ημερεύει, άλλα ονείρατα, συνέχεια της οδυνηρής καθημερινότητας, έρχονται να του ξαναθυμίσουν πως το Λιβάδι βρίσκεται πολύ μακριά και πως κοντά του είναι κασόνια γεμάτα χειροβομβίδες, φυσίγγια, οβίδες όλμων, μυδραλιοβόλα. Και χιονισμένα υψώματα με αμπέχονα πεσμένα στις πλαγιές, αντίσκηνα, κονσέρβες και δεκάδες κορμιά, άδεια από ζωή…
Πάλι καλά που στο 40ό Σώμα Πυροβολικού υπηρετούν και δυο τρεις συντοπίτες του και ξεκουράζεται η γλώσσα και το μυαλό όταν τις λίγες στιγμές της ανάπαυλας μιλάνε μεταξύ τους με λέξεις που από μικρά παιδιά έμαθαν εκεί ψηλά στο βλαχοχώρι… «Μούλτ’ νιάου – πολύ χιόνι».
«Γιατί νιαουρίζουν αυτοί οι Βλάχοι… Όλο νιάου, νιάου λεν αναμεταξύ τους» έλεγαν και γελούσαν μες στη σκοτεινιά του πολέμου οι μη Βλάχοι.
Πώς να γνωρίζουν νησιώτες και Στερεοελλαδίτες, μα και οι υπόλοιποι συμπολεμιστές τους, πως στη βλάχικη γλώσσα το χιόνι το λένε «νιάου»!
Αισθάνθηκε ένα βάρος στο σώμα του. Σαν κάτι να πλάκωνε το στήθος του. Η χαμηλή υφασμάτινη σκηνή είχε καθίσει από το βάρος του χιονιού και θαρρείς τον είχε αγκαλιάσει μια παγωμένη αγκαλιά.
Με τα πόδια του, μέρα και νύχτα, στις αρβύλες, από τον φόβο των κρυοπαγημάτων, έσπρωξε τα φύλλα της σκηνής που σχημάτιζαν την πόρτα και έρποντας βγήκε σιγά σιγά έξω.
Είχε ξαστεριά. Έλαμπαν τα αστέρια ψηλά, το φεγγάρι, ασημένιο, έριχνε φως στο κατάλευκο τοπίο. Περπάτησε ζεσταίνοντας με την ανάσα του τις παλάμες του. Το όπλο κολλημένο στον ώμο. Ένα είχαν γίνει πια.
Εκεί στην άκρη της πλαγιάς άκουσε έναν θόρυβο. Απροσδιόριστο, σαν βήχα που κάποιος προσπαθούσε να πνίξει. Γύρισε γύρω από τον εαυτό του. Αυτιάστηκε, πλησίασε εκεί που νόμισε πως κάτι συμβαίνει. Σιγά σιγά, να μην ακούγεται τίποτα.
Τα μάτια του ορθάνοιχτα στο μισοσκόταδο. Να πάλι ο βήχας. Τώρα ήταν σίγουρος πως κάποιος ήταν κρυμμένος κατα κει. Σήκωνε το ένα πόδι και σε αργή κίνηση ακουμπούσε το άλλο στο φρέσκο χιόνι.
Έκανε μια κίνηση ξαφνική, αιφνιδιασμού, με το όπλο έτοιμο. Πράγματι, πίσω από την ξερολιθιά κάποιο κορμί κείτονταν.
«Τις ει;» Το όπλο σημάδευε. «Τις ει;»
Ο Ιταλός δεν έλεγε κουβέντα. Τον σημάδεψε στο πρόσωπο. Μετά πρόσεξε πως στα χέρια του κρατούσε δύο χειροβομβίδες, του έκανε νόημα να τις πετάξει στο χιόνι δίπλα του και εξακολουθούσε να έχει την κάννη καταπάνω του. Πλησίασε σε απόσταση αναπνοής.
Ώστε είχαν σκοπό να χτυπήσουν! Ακούμπησε το κρύο μέταλλο στο μέτωπό του. Ο Ιταλός, ανάσκελα πια, πάνω στο χιόνι, κατάλαβε πως ήρθε το τέλος του
«Mama mia!» Ησυχία απόλυτη. Οι ανάσες και των δυο έβγαζαν κρύο από μέσα τους. Ύστερα, ο Ιταλός κοίταξε ψηλά.
«Λα λούνα!» Ψιθύρισε.
Tι ξέρει ο Ιταλός από το φεγγάρι; Αναρωτήθηκε το βλαχόπουλο και γύρισε τη ματιά του ψηλά στον ουρανό…
«Λα λούνα… το φεγγάρι» είπε κι ο Βλάχος. Ακριβώς το ίδιο! Με την ίδια λαχτάρα για το φεγγάρι.
Κατέβασε το όπλο του. «Φύγε, φούτζι!» του είπε.
Ο ξένος σηκώθηκε στα γρήγορα κι εξαφανίστηκε στο μισοσκόταδο.
Ο Γιώργης, ακούμπησε σε μια άκρη ενός βράχου ντυμένου στα λευκά. Κοίταξε πέρα τα βουνά της Αλβανίας, άρχισε να χαράζει, σε λίγο το τοπίο θα φανερωνόταν κατάλευκο. Ξημέρωνε.
Τα μάτια του, μην αντέχοντας το έντονο φως, άρχισαν να στενεύουν. Πήρε χιόνι μες στις χούφτες του και άρχισε να το τρίβει με μανία στο αξύριστο πρόσωπό του. Στο μεταξύ, σαν τους λύκους που βγαίνουν από τις φωλιές τους ξεπρόβαλαν και οι άλλοι φαντάροι.
Βάδισε λίγα μέτρα για να ξεπιαστεί. Τα πόδια του βούλιαζαν μέσα στο χιόνι. Εκείνος δε βαρυγκωμούσε με αυτά. Ήξερε ο γιος της Κατίνας από κρύα κι από βουνά. Η ματιά του έκανε έναν μεγάλο γύρο. Περικυκλωμένος από κορφές και πλαγιές κατάλευκες.
Όλα αυτά τον πήγαν πίσω, σ’ ένα άλλο ξημέρωμα, αμούστακο αγόρι τότε, ψηλά, πάνω απ’ το χωριό, στα Πιέρια, να τρέμει απ’ το κρύο τυλιγμένος σε μια μάλλινη κάπα και συνάμα να γλείφει ένα κρύσταλλο, χειμωνιάτικο «καρπό» ενός κατάλευκου θάμνου. Τι τα θυμάται τώρα αυτά;
Έχωσε το παγωμένο χέρι στην τσόχινη τσέπη του και έβγαλε το ταλαιπωρημένο μαντιλάκι που του είχε χαρίσει εκείνη.
Άνοιξε τον κόμπο, έβγαλε τον τελευταίο κόκκο μαστίχας κι άρχισε να τον μασουλάει. Όλα άρχισαν να γλυκαίνουν γύρω του. Το πρόσωπό της του χαμογελούσε, ο Όλυμπος χιονοσκέπαστος, οι ετοιμασίες των Χριστουγέννων είχαν ξεκινήσει.
Ήθελε να της γράψει, μα με ποια αφορμή; Αν ήταν αρραβωνιασμένοι, ναι, θα μπορούσε να της στείλει γράμμα, όπως έκαναν κι άλλοι φαντάροι, αλλά τώρα…
Αυτή η ρέμβη και ο προβληματισμός του έλαβαν τέλος βίαια, όταν ένας εκκωφαντικός κρότος τάραξε συθέμελα όλη την πλαγιά.
«Καλυφθείτεεεε!» ακούστηκε μακρόσυρτη η φωνή του λοχαγού. Από την απέναντι πλαγιά οι Ιταλοί άρχισαν να βάλλουν με όλμους. Οι άντρες έτρεξαν να προφυλαχτούν. Εκείνος έπεσε μπρούμυτα δίπλα σε μια ξερολιθιά.
Κομμάτια από τον χιονισμένο βράχο χτύπησαν το σώμα του, φωνές τραυματισμένων έφταναν στα αυτιά και στην ψυχή του. Ένιωσε έναν απίστευτο πόνο στο μέτωπο, αίμα ζεστό έτρεξε στο πρόσωπό του, η γεύση της μαστίχας στο στόμα τού θύμισε εκείνη, έχασε τις αισθήσεις του.
Στον κατάλογο των πεσόντων θα αναγράφονταν άλλα δύο ονόματα μαζί με το δικό του.
..............................................................................................................................
Το τηλεγράφημα με τους στρατιώτες που έχασαν τη ζωή τους εκεί στο μέτωπο έφτασε την επομένη στο Λιβάδι. Το σπίτι της Κατίνας μαύρισε με την είδηση.
Έτρεξε η Ελένη, όλη τη μέρα την κρατούσε αγκαλιά, η κόρη της έτρεξε να βρει μαύρα ρούχα, οι συγγενείς μπαινόβγαιναν με το κεφάλι καταγής. Τρία παλικάρια, τρία σπίτια την ίδια μέρα, στον ίδιο τόπο πενθούσαν τους φαντάρους τους. Έφτιαξαν τα κόλλυβα, άναψαν τα κεριά, ντύθηκαν στα μαύρα, περίμεναν τα άψυχα κορμιά απ’ τα Γιάννενα.
Εκεί, στο νοσοκομείο, κλήθηκε, για αναγνώριση, ένας άλλος συγχωριανός τους.
«Αυτός; Είναι ο Πέτρος ο Γκατζούνης;»
«Ναι…»
«Τούτος εδώ είναι ο Αθανάσιος Παμπέρης;»
«Ναι…»
«Και αυτός είναι ο Γεώργιος Ράπτης;»
«Όχι, όχι!»
«Είσαι σίγουρος; Για κοίτα καλά».
«Όχι, δεν είναι αυτός, είμαι φίλος του, τον ξέρω καλά…»
...............................
Όλο το βράδυ θρήνος και οδύνη. Η Κατίνα, αμίλητη πια, δεν είχε δάκρυα για τον Γιώργη της. Πήγε στο δωμάτιο με την Ελένη, ξάπλωσε στο κρεβάτι και κοιτούσε το ταβάνι. Μιλιά δεν έβγαλε! Έλεγε κάτι παρηγοριές η φιλενάδα της, της έτριβε τα χέρια με κολόνια, της έβρεχε τα χείλη, πήγε και ξάπλωσε δίπλα της, είχαν στερέψει τα λόγια της.
«Ανάθεμά τους, ανάθεμα τον πόλεμο, τον άντρα μού τον γύρισε σακάτη, ο γιος μου πάει …» κι άρχισε πάλι να μοιρολογάει.
Έφεγγε, έκανε κρύο, μα αυτή είχε τέτοια φωτιά μέσα της, που δεν καταλάβαινε τίποτα.
Κόσμος μπαινόβγαινε στο σπίτι, να σταθεί κοντά της όσο αυτό ήταν μπορετό. Τρία σπίτια, σε τρεις γειτονιές καίγονταν. Οι περισσότεροι ήταν αμίλητοι. Δεν είχαν άλλα λόγια, είπαν ό,τι είχαν να πουν στην πρώτη μάνα, να και στη δεύτερη, πόσα λόγια να βρεις για την τρίτη;
Οι γειτόνισσες καθάριζαν τους οντάδες, την αυλή, πετούσαν το χιόνι στο πλάι να ανοίξουν τον δρόμο. Στο μαγερειό άλλες, χαμηλόφωνα, λογάριαζαν για το ρύζι και την ελιά, πόσες οκάδες θα χρειαστούν. Και για τον καφέ, τον πικρό καφέ για τη μνήμη του Γιώργη.
Λογάριαζαν, μετρούσαν, μα κάποιος άλλος αλλιώς τα είχε σχεδιασμένα.
Τρεχάτος, με μιαν ανάσα μπήκε στη σάλα ο βοηθός του τηλεγραφείου.
«Κυρα-Κατίνα, λάθος, λάθος, έγινε λάθος στο όνομα! Ο Γιώργης δεν πέθανε, είναι στο νοσοκομείο στα Γιάννενα, ο Γιώργης ζει!»
Σούσουρο μεγάλο έγινε, σαν να ξύπνησαν από ένα κακό όνειρο κοιτάζονταν μεταξύ τους φίλοι και συγγενείς. Ήταν κάτι που είχε ξανασυμβεί σε καιρό πολέμου. Να μπερδευτούν ονόματα και κορμιά. Ο Γιώργης της Κατίνας, τραυματίας πολέμου, νοσηλευόταν στο νοσοκομείο Ιωαννίνων.
Δεν είχε καμία αμφιβολία ο Ισίδωρος όταν τον επισκέφτηκε την επόμενη μέρα. Αγκαλιάστηκαν, οι ψείρες άλλαξαν κόρφο και στολές, μα τα δάκρυα των δύο αντρών ήταν δάκρυα ανακούφισης. Άσχετα αν ο τραυματίας θα κουβαλούσε μια ουλή στο κούτελο για μια ζωή. Αυτό δεν τον εμπόδισε να ζήσει ως τα γεράματα με τον έρωτά του. Εκείνη, βάλσαμο το χάδι της, κάθε φορά που τον έβλεπε στεναχωρημένο και το σημάδι κόρωνε και γινόταν κατακόκκινο, περνούσε την παλάμη της πάνω στην πληγή και του φιλούσε απαλά το μέτωπο. Τη μέρα που είχε ακούσει για τον θάνατό του, κόντεψε να πεθάνει και η ίδια.
Και την επομένη, τη μέρα της αναπάντεχης χαράς, δεν κρατήθηκε, αψήφησε τη μάνα της.
«Πού πας αστεφάνωτο κορίτσι, δε σκέφτεσαι τι θα πει ο κόσμος; Από πού κι ως πού;»
Μα αυτή διέσχισε το χωριό, πήγε στο σπίτι του και αγκαλιάστηκε με τη μάνα του. Έκλαιγαν και οι δυο, η Κατίνα την έσφιξε πάνω της, έξυπνη καθώς ήταν, της ψιθύρισε στο αυτί «Καλώς ήρθες, κορίτσι μου, στη φαμίλια μας…».
και αφορά στις μέρες του 1940
Γλυκερία Γκρέκου