Ο Νικόλαος Κασομούλης (1795–1872) ήταν αγωνιστής της Ελληνικής Επανάστασης του 1821, συγγραφέας και ιστορικός. Γεννήθηκε στο Πισοδέρι Φλώρινας και είχε βλάχικη καταγωγή.
Έλαβε μέρος σε πολλές στρατιωτικές επιχειρήσεις της Επανάστασης, ιδιαίτερα στη Ρούμελη και στη Φθιώτιδα, συμμετέχοντας ενεργά ως υπαξιωματικός και στρατιωτικός γραφέας.
Μετά την Επανάσταση, υπηρέτησε στον τακτικό στρατό του νεοσύστατου ελληνικού κράτους. Το σημαντικότερο έργο του είναι τα "Ενθυμήματα Στρατιωτικά της Επαναστάσεως των Ελλήνων 1821–1833", ένα τρίτομο έργο μεγάλης ιστορικής αξίας, καθώς αποτελεί μαρτυρία εκ των έσω για τα γεγονότα της Επανάστασης, τις συγκρούσεις, τις προσωπικότητες και την πολιτική κατάσταση της εποχής. Θεωρείται από τις πιο αυθεντικές και σημαντικές πηγές για την Επανάσταση του 1821.
Στα απομνημονεύματά του για τον αγώνα περιγράφοντας τον θεσμό του αρματολισμού θα μιλήσει και για τους Αλβανιτόβλαχους:
...εθεωρήσαμεν ως αναγκαίον να παρατηρήσωμεν προκαταρκτικώς τα ήθη και την ζωήν της τάξεως των Βλαχοποιμένων, ήτις συντελούσα τα μέγιστα εις το φιλελεύθερον πνεύμα των Αρματωλών και ληστών, εξήγαγεν από τους κόλπους της και τους άνωθεν και τόσους άλλους περιφανείς άνδρας.
Βλαχοποιμένες4. Μεταξύ των κατοίκων Μακεδονίας, Ηπείρου, Θεσσαλίας η κυριωτέρα (130) από τας τάξεις των πολιτών, η οποία εσχετίζετο5 περισσότερον, συνέτρεχεν και περιέθαλπεν εις διαφόρους περιστάσεις τους Αρματωλούς και τας ληστρικάς συμμορίας -τας οποίας οι Οθωμανοί με τόσην σπουδήν και πάθος καταδίωκον, ως εκ της φύσεως του επαγγέλματός των6 - ήτον και αι διάφοροι τάξεις των βοσκών χωρικών και των διαφόρων ποιμένων κατοίκων και φερεοίκων7. Εκθεμένοι ούτοι, χειμώνα και καλοκαίρι, εις ύπαιθρα μέρη, πεδιάδας και ορεινά, βιασμένοι να ευχαριστούν και τους ληστάς, από αίσθημα, και τους καταδρομείς αυτών από φόβον εξολοθρευμού, κείμενοι μεταξύ σφύρας και άκμονος, ευρέθησαν πολλάκις εκτεθειμένοι εις τας πλέον δεινάς περιστάσεις, ως εκ' της συνεπείας της ληστείας, και από τους μεν και από τους δε8.
Επειδή όμως από την λέξιν «ποιμένες» - γενικώς λέγοντες- δεν δυνάμεθα να εξάξωμεν οποίοι ήσαν εκείνοι οίτινες υπόφερον περισσότερον και οποίοι ολιγώτερον· διά να εννοήσωμεν διακεκριμένως αυτούς, εστοχάσθημεν να διαστείλωμεν αυτούς μεταξύ των με την περιγραφήν, εν μέρει, των εθίμων των, της γλώσσης των9, τας σχέσεις των και από τον τρόπον του ζην και του μετέρχεσθαι το επάγγελμα και σύστημα των ποιμένων - το οποίον ακολουθούντες εκ διαδοχής ανέκαθεν και μέχρι την σήμερον, φαίνεται ότι εσχημάτιζον μίαν χωριστήν κοινωνίαν. Ούτως εχόντων, και διαιρούντες αυτούς εις χωρικούς κατοίκους ποιμένας και εις σκηνίτας, παρουσιάζονται ότι δύο φυλαί ομάδων Σκηνιτών ήσαν εκείνοι εις τους οποίους δυνάμεθα να δώσωμεν κυρίως το όνομα, ως ποιμένες εκ συστήματος και επαγγέλματος· οι Αλβανιτοβλάχοι και Γραικοβλάχοι10. Διαιρούντες αυτούς πάλιν διακριμένως εις δύο φυλάς, και κατά τα ήθη και κατά τα έθιμα και κατά την γλώσσαν και κατά το ζην κοινονικώς, φαίνεται ότι η καθεμία εξ αυτων είχεν ιδιαίτερον χαρακτήρα σύμφωνον με εκείνων τας έξεις των γειτνιαζόντων μερών και ανδρών, παρά των οποίων επεριστοιχίζοντο.
Παραδείγματος χάριν· οι Αλβανιτοβλάχοι, διότι κατάγοντο από τα πέριξ της Μοσχοπόλεως χωρία Γράμουσταν, Νικολίτζαν κ.τ.λ., γειτνιάζοντες με τους Αλβανούς (Κολωνιάτας) και αναθρεφόμενοι μεταξύ τούτων και ομιλούντες μόνον την Βλαχικήν διάλεκτον και την Αλβανικήν, χωρίς να μανθάνουν την Ελληνικήν παρ' εν παρόδω, αγράμματοι οι περισσότεροι, αποκτήσαντες ιδιαίτερα τινά έθιμα και έξεις· αν και χριστιανοί ορθόθοξοι και έχοντες και ιερείς μεταξύ των, χωρίς όμως να συνέρχωνται ούτε εις γάμον με Γραικούς, φαίνονται11 ότι ήσαν επιρρεπέστεροι εις την δουλείαν.
Οι Γραικοβλάχοι εκ τουναντίον καταγόμενοι από χωριά της Ηπείρου, Μακεδονίας και Θεσσαλίας, επειδή όμως εγειτνιάζοντο και περιστοιχούντο από Ελληνικάς χώρας και Αρματωλούς Έλληνας, ως π. χ. το Βασταβέτσι, το Συράκον, Αβδέλλα, Σαμαρίνα, αν και απλοί και αμαθείς οι περισσότεροι, σύμφωνοι όμως, ως προς τας έξεις, με τους Έλληνας, επιρρεπέστεροι εξ ανατροφής ως προς την ανεξαρτησίαν των, πονητικοί συγγενείς μεταξύ των, πιστοί εις την φιλίαν, επαρατηρήθη ότι, εάν και είχον και ούτοι ιδιαίτερα τινά έθιμα ως προς το ζην και πολιτεύεσθαι από τους Έλληνας κατοίκους, διαφέροντες όμως καθόλου από τους Αλβανιτοβλάχους κατά τα λοιπά, και συνερχόμενοι εις γαμικούς δεσμούς και με τους Γραικούς, ωθούντο όμως12 από εν αίσθημα φιλελεύθερον, το ίδιον το οποίον κεντούσεν και τους Έλληνας κατοίκους13. Δεν εύρισκες ούτε ληστρικήν συμμορίαν, εντός της οποίας να μη υπάρχουν και εξ αυτών άνδρες, ούτε περίστασιν καταδρομής των Αρματωλών ή ληστών, κατά την οποίαν ως έχοντες γνώσιν των κινημάτων των να μη έπαθον· και ακόμη ούτε παράδειγμα προδοσίας ηκούσθη από την μερίδα των ποτέ διά κανέναν από τους ληστάς, μ' όλους τους απηνείς και σκληρούς θανάτους και βασανιστήρια, τα οποία υπόφερον κατά καιρούς από τους δερβεναγάδες Τουρκαλβανούς14.
Υποχρεωμέναι αι ομάδαι αύται, ως εκ της διανομής και αναλόγως της χωρητικότητος των λιβαδιών και των ποιμνίων, να σχηματίζωνται εις τόσα κόμματα και τόσας κοινότητας σκηνιτών, και έχουσαι η κάθε μία εξ αυτών ανά ένα αρχιποιμένα (τζέλνικα), όστις διευθύνων τα πάντα και αντιπροσωπεύων το κοινόν των, επροστάτευεν τα συμφέροντά των· υπό την διεύθυνσιν τούτου, οπλοφορούντες αείποτε, εις τα ορεινά μέρη και πεδιάδας, η φυλή των Γραικοβλάχων, όταν εν καιρώ ανοίξεως η χινοπώρου συναθροίζετο να αλλάξη θέσεις -συνδεδεμένη συγγενικώς από την μίαν άκρην έως την άλλην- εσχημάτιζεν κάθε μία τόσους οπλοφόρους, όσους επροξενούσαν εις την διάβασίν των πολλάκις φόβον. Γνωστός ο χαρακτήρ των δύο φυλών τούτων και αι διαθέσεις των (132-133) προς τους Οθωμανούς, εάν και εξ αυτών πολλοί αρχιποιμένες, διά να λάβουν προστασίαν τινά, εσκέπαζον τα ποίμνιά των με τα ονόματα των τυράννων των διά να προφυλαχθούν, μη υποφέροντες όμως μέχρι τέλους οι περισσότεροι να τους ακούγουν και βλέπουν ούτε ως προστάτας, ούτε ως ευεργέτας, ούτε ως κυρίους των15 - αφού έβλεπον τον σκοπόν της προστασίας των ότι δεν απέβλεπεν παρά εις την αένναον δυστυχίαν των - πολλάκις πολλοί ανεξάρτητοι άνδρες αφήσαντες και τα ποίμνια και τους συγγενείς των και τα συμφέροντά των εις την διάκρισιν των καταδρομητών, και λαβόντες τα όπλα έκαμαν τους εχθρούς να τους τρομάξουν εις τας φωλεάς των16.
Ούτως εχόντων, γενικώς και ιδιαιτέρως, τα περί της φυλής των σκηνιτών Βλαχοποιμένων και ποιμένων χωρικών17, αφού είδομεν ότι εις καμμίαν περίστασιν εκ της φυλής των Αλβανιτοβλάχων ληστής ή Αρματωλός δεν εφάνη εξ επαγγέλματος18, και παρατηρήσαμεν ότι από τας ομάδας των Γραικοβλάχων ανεφάνησαν και αρχιλησταί και Αρματωλοί· έχοντες υπ' όψιν μας την οικογένειαν των Συκάδων, θέλομεν εξακολουθήσει την περιγραφήν ταύτης λεπτομερέστερα - οίτινες διαδεχθέντες το Αρματωλίκι, και σωζόμενοι οι κλώνοι της μέχρι την σημερον, διά της συμπνοίας των και ισχύος των όχι μόνον εδιατηρήθησαν, αλλά καί εξακολουθούντες το παράδειγμά των πολλοί εκ της φυλής των, ανεφάνησαν έπειτα και τρομακτικώτεροι και επιβλαβέστεροι εις τους σκοπούς των τυράννων19.
4) Το χειρόγρ. ποιμένες η βλαχοποιμένες.
5) Το χειρόγρ. το κυριώτερον...το οποίον.
6) Το επάγγελμα των Κλεφτών («ληστρικαί συμμορίαι») κατά φυσικό λόγο προκαλούσε καταδίωξη της εξουσίας.
7) Εδώ ο συγγρ. με τη φράση «βοσκών χωρικών» εννοεί τους σκηνίτες, που δεν είχανε μόνιμη κατοικία και χωριό, και με την άλλη φράση «διαφόρων ποιμένων κατοίκων»εννοεί τον ποιμενικό λαό που ζούσε στα χωριά του, αλλά ξεχείμαζε σε χαμηλότερες βοσκός, λιβάδια του κάμπου, και το καλοκαίρι γύριζε στα σπίτια του. Του ποιμενικού αυτού λαού συχνά τα χωριά ήτανε διπλά, απάνου και κάτου (καλοκαιρινό και χειμωνιάτικο).
8) Και από τους Κλέφτες και από τα στρατιωτ. αποσπάσματα (άταχτα Αρβανίτικα).
9) Ο συγγρ. θα λησμονήση πειό κάτω να κάμη λόγο για τα έθιμα και τη γλώσσα.
10) Αλβανιτοβλάχοι είναι ελληνικούρα του συγγρ., γρ. Αρβανιτόβλαχοι, λέξη καθαρά λαική, κοινότατη όσο και το πράμα. Γραικοβλάχοι είναι πλάσμα του συγγρ. - Οι Αρβανιτόβλαχοι στη δυτική Στερεά Ελλάδα λέγονται Καραγκούνηδες (όνομα που έχουν και οι πεδινοί Θεσσαλοί). Ο συγγρ. και για την ποιμενική ζωή των μονίμων κατοίκων δε θα κάμη λόγο, από ξεχασιά.
11) Το χειρόγρ. φαίνεται.
12) Το χειρόγρ. ωθούμενοι δε.
13) Το χειρόγρ. και το των Ελλήνων κατοίκων,
14) Για της σχέσεις σκηνιτών βοσκών με τους Κλέφτες βλ. Pouqueville ταξείδι, εκδ. β΄, τομ. Β' σ. 387.
15) Το χειρόγρ. προστάτας...κυρίους...ευεργέτας.
16) Το πρώτο και πειό σημαντικό παράδειγμα είναι ο Κατσαντώνης και τ' αδέρφια του, παιδιά σκηνίτη τσέλιγκα. Ο συγγρ. σε σβυσμένη σελίδα, 133, φέρνει παράδειγμα και το Δίπλα, περίφημον Κλέφτη, το Νάσιο (Βλαχοθανάση;), το Γιαννάκη Φαρμάκη. – Για την τυρανική ποιμενική φορολογία βλ. Leak ταξείδι στη βόρεια Ελλάδα τομ. Δ΄ σ. 85, Κουτσονίκα γεν. Ιστορία της Ελλ. Έπαν. τομ. Α΄, σ. 99.
Από τα γεωγρ. σύνορα των «Γραικοβλάχων», που ορίζει ο συγγρ., Βασταβέτσι, Συρά-κου, 'Αβδέλλα, Σαμαρίνα φαίνεται καθαρά ότι εννοεί τους Κουτσοβλάχικους πληθυσμούς, όπως είναι γνωστοί μ' αυτό το όνομα κοινά στον Ελληνικό λαό. Αυτοί όμως δεν είναι σκηνίτες, και ενώ το χειμώνα μετατοπίζονται, τα χειμερινά λιβάδια τους δε βγαίνουν από τα σύνορα του κάμπου της Θεσσαλίας, και το καλοκαίρι γυρίζουνε στα χωριά τους. Οι πληθυσμοί αυτοί, ίσα-ίσα γιατί έχουνε μόνιμη κατοικία κι' άλλη αγροτική περιουσία, δεν υπήρξανε ποτέ συν στηματικοί βοηθοί των Κλεφτών, και γι' αυτό η Τούρκικη εξουσία σπάνια τους πείραξε. Βέβαια μια μεγάλη κοπή γιδοπροβάτων, που ξεχειμωνιάζει στον κάμπο το Θεσσαλικό, από ανάγκη θα δώση και ψωμί, θα γίνη και «γιατάκι» κάποιων Κλεφτών, καμιά φορά όχι όμως συστηματικά. Κι' από τους Ελληνοβλάχους, όπως τους λέει ο συγγρ., βγήκανε μεγάλοι Κλέφτες Ελληνόβλαχοι, και μεγάλοι Αρματωλοί τα ψηλά βουνά, όπου κατοικούν οι Ελληνοβλάχικοι αυτοί πληθυσμοί, αναθρέψαν και αναστήσαν τη δική τους Κλεφτουριά. Είναι όμως απίστευτο ότι ο συγγρ. δεν ξέρει τους Ελληνόφωνους σκηνίτες Σαρακατσάνους, που συστηματικά βγάλαν από μέσα τους και θρέψαν και θεριέψανε την Ελληνική Κλεφτουριά. Αυτούς η Τούρκικη αρχή κατάτρεχε, αλλά που να βρη τους χωρίς χωριό και σπίτι κινητούς εκείνους πληθυσμούς, που στον κίντυνο μπροστά φεύγαν από επαρχία σ᾽ επαρχία, και όχι σπάνια γυρεύαν καταφύγιο σε ξένον τόπο μακρινό με τα γιδοπρόβατά τους; Η σιωπή του συγγρ. μπορεί μοναχά να εξηγηθή από τη στρατ. ζωή του, που την πέρασε φρούραρχος σε διάφορες πόλεις, και δεν έζησε στην εξοχή, ούτε χρημάτισε αρχηγός αποσπασμάτων κατά της ληστείας στη Στερεά Ελλάδα. - Για τους Σαρακατσάνους βλ. Αραβαντινού Χρονογρ. της Επ. Β΄, 141 και εφημ. «Αιών» 28 Αύγ. 1861.
17) Που δε μίλησε, γι' αυτούς τους τελευταίους, καθόλου.
18) Πρώτη φορά το λέει τώρα ο συγγραφέας.
19) Άλλοι από τη φυλή των Σαρακατσάνων, καθώς ο Κατσαντώνης.