Η Κλεισούρα ή Βλαχοκλεισούρα (Κλεισώρεια – κλείς ορέων) βρίσκεται στις βόρειες παρυφές του βουνού Μουρίκι και σε υψόµετρο χιλίων διακοσίων πενήντα µέτρων.
Η διάβαση που σχηµατίζεται ανάµεσα στο Βέρνο (Βίτσι) και στο Μουρίκι, γνωστή ως “Νταούλι”, επιτρέπει την οδική σύνδεση της Έδεσσας µε την Καστοριά και της Κοζάνης µε την Καστοριά µέσω Πτολεµαΐδας. Όπως ήδη αναφέρθηκε στο Κεφάλαιο 3, η διάβαση της Κλεισούρας πέρασε πολλές φορές από τουςαντάρτες του ΕΛΑΣ στον έλεγχο των γερµανικών στρατευµάτων και το αντίστροφο. Οι συγκρούσεις µεταξύ των Γερµανών και των ανταρτών που διεξήχθησαν στην περιοχή το 1943 είχαν ως στόχο την απόκτηση του ελέγχου της συγκεκριµένης διαβάσεως, γεγονός που θα εξασφάλιζε τον ανεφοδιασµό των δυνάµεων της κάθε πλευράς. Για τον ΕΛΑΣ το “Νταούλι” αποτελούσε µια πρώτης τάξεως τοποθεσία για ενέδρες, ενώ εξυπηρετούσε και τον ανεφοδιασµό των τµηµάτων της Βορείου Πίνδου. Για τους Γερµανούς ο έλεγχος της συγκεκριµένης διαβάσεως ήταν πρωτίστης σηµασίας για τον απρόσκοπτο ανεφοδιασµό των στρατευµάτων που στάθµευαν στη ∆υτική Μακεδονία και κυρίως στην Ήπειρο και για τη διασφάλιση της οδικής σύνδεσης µε τη Θεσσαλονίκη.Τον Μάιο του 1942 εγκαταστάθηκε για πρώτη φορά γερµανικό φυλάκιο στο “Νταούλι” µετά τη διοικητή υπαγωγή της Κλεισούρας στο νοµό Φλώρινας που τελούσε υπό γερµανική Κατοχή. Τον Φεβρουάριο του 1943 πρωτοεµφανίστηκαν στην Κλεισούρα ένοπλοι αντάρτες του ΕΛΑΣ για να προµηθευτούν τρόφιµα και άλλα εφόδια. Λίγο αργότερα τράπηκαν σε φυγή µετά την άφιξη τµήµατος είκοσι αντρών της Βέρµαχτ και δύναµης της ελληνικής εκατονταρχίας που έδρευε στη Φλώρινα. Τον επόµενο µήνα, ένοπλη οµάδα του ΕΛΑΣ µε επικεφαλής τον Κώστα Παπαδόπουλο (Αετός) µπήκε στην Κλεισούρα, αφόπλισε τους χωροφύλακες του αστυνοµικού σταθµού και έκαψε τα αρχεία της κοινότητας. Η παραµονή της στην κωµόπολη ολοκληρώθηκε µε ανοιχτή οµιλία για τους σκοπούς του ΕΑΜ ενώπιον των τοπικών αρχών και του συνόλου των κατοίκων.
Εκτός από τους Γερµανούς και τις επισκέψεις των ανταρτών του ΕΛΑΣ, η Κλεισούρα είχε να αντιµετωπίσει και τους Σλαβόφωνους των γειτονικών της χωριών, οι οποίοι οπλίστηκαν από τους Ιταλούς, όταν έκαναν την εµφάνισή τους στις αρχές του 1943 οι πρώτες ανταρτικές οµάδες στην περιοχή της Καστοριάς. Πολλοί Σλαβόφωνοι των χωριών αυτών εντάχθηκαν στο λεγόµενο “Κοµιτάτο”, δηµιουργώντας πολιτοφυλακές µε την ενίσχυση και τον οπλισµό που τους παρείχε το ιταλικό φρουραρχείο της Καστοριάς πρωτοστατούντος του Υπολοχαγού Τζοβάννι Ραβάλι (Giovanni Ravali). Μετά τη συνθηκολόγηση της Ιταλίας και εντατικότερα από τις αρχές του 1944 οι Γερµανοί συνέχισαν τον εξοπλισµό των Κοµιτατζήδων µε τη βοήθεια των Βουλγάρων αξιωµατικών συνδέσµων και ιδιαίτερα του Αντώνιου Κάλτσεφ, ο οποίος δραστηριοποιήθηκε έντονα προς αυτήν την κατεύθυνση στην Καστοριά και τη Φλώρινα.213
Έτσι, µετά τους αντάρτες του ΕΛΑΣ η Κλεισούρα δέχθηκε την επίσκεψη, στις 28 Μαρτίου 1943, ένοπλης οµάδας πενήντα περίπου Κοµιτατζήδων από τη Βασιλειάδα και την Κορησό, οι αρχηγοί των οποίων, όπως και ο ΕΛΑΣ, µίλησαν στους κατοίκους, προτρέποντάς τους αυτή τη φορά να συνδράµουν για την ευόδωση των βουλγαρικών στόχων στην περιοχή.214
Ήταν φανερό πως η Κλεισούρα βρισκόταν υπό ασφυκτικό κλοιό ήδη από τις αρχές του 1943, δεχόµενη πιέσεις αφενός από τον ΕΛΑΣ αφετέρου από τους Κοµιτατζήδες των γειτονικών της χωριών, όπως ήταν η Βασιλειάδα, η Λιθιά, η Βέργα και το Βαρικό. Ο ΕΛΑΣ επιχείρησε µε οµιλίες προς τους κατοίκους, αλλά και συλλήψεις και πολύωρες ανακρίσεις, να στρατολογήσει αντάρτες από την Κλεισούρα, τακτική που σε µεγάλο βαθµό απέβη άκαρπη. Οι κάτοικοι της Κλεισούρας, στην πλειοψηφία τους βλάχικης καταγωγής, εµφανίστηκαν µάλλον απρόθυµοι να ενταχθούν στο ΕΑΜ-ΕΛΑΣ. Από την άλλη πλευρά, η υποστήριξη των ιταλικών αρχών της κοντινής Καστοριάς ενθάρρυνε τους Σλαβόφωνους γειτονικών χωριών που δέχθηκαν να εξοπλιστούν και να τεθούν υπό τις διαταγές των Ιταλών και στη συνέχεια των Γερµανών. Έτσι, οι νέες συνθήκες που είχαν διαµορφωθεί την περίοδο της Κατοχής στην περιοχή, ερµηνεύουν ως ένα βαθµό την εισβολή στην Κλεισούρα, στις 28 Μαρτίου 1943, οµάδας ενόπλων από τη Βασιλειάδα. Πρέπει όµως να επισηµανθεί ότι ανάλογη επίθεση είχε δεχθεί και η Βασιλειάδα από ένοπλα ελληνικά σώµατα, µε τη συµµετοχή πολλών Κλεισουριέων, στις 25 Μαρτίου 1905, κατά τη διάρκεια του Μακεδονικού Αγώνα.Όλο αυτό το χρονικό διάστηµα των πρώτων µηνών του 1943, η παρουσία των Γερµανών στην περιοχή ήταν περιορισµένη. Οι διαδοχικές εµφανίσεις οµάδων του ΕΛΑΣ και Κοµιτατζήδων και η σχετική αναφορά για τα γεγονότα του προέδρου της Κλεισούρας, Αχιλλέα Αθανασίου, προς τις γερµανικές αρχές της Φλώρινας, οδήγησαν στην επανεγκατάσταση γερµανικού φυλακίου στην Κλεισούρα. Η γερµανική παρουσία έγινε εντονότερη το καλοκαίρι του 1943, µε την ανάληψη των πρώτων επιχειρήσεων εναντίον του ΕΛΑΣ, µε τη συµµετοχή των στρατευµάτων του Συνταγµατάρχη Εµπερλάιν, του 2ου Συντάγµατος “Βρανδεµβούργου” και των Εθελοντών του Πούλου. Όπως αναφέρθηκε στο προηγούµενο κεφάλαιο, οι επιχειρήσεις αυτές οδήγησαν στην εκδίωξη του ΕΛΑΣ και στην ανακατάληψη στα τέλη Ιουλίου των στενών της Κλεισούρας.
Ιδιαίτερα χρήσιµη για την ερµηνεία των µετέπειτα γερµανικών ενεργειών και γενικότερα των γεγονότων που έλαβαν χώρα και κορυφώθηκαν µε την καταστροφή της Κλεισούρας είναι οι εκθέσεις που συντάχθηκαν το καλοκαίρι του 1943 από τις εµπροσθοφυλακές της 1ης Μεραρχίας Ορεινών Καταδροµών, όταν µετά την άφιξη της µεραρχίας στην Ελλάδα επισκέφτηκαν τις περιοχές στα βόρεια και βορειοανατολικά της Καστοριάς. Στις αρχές Ιουλίου, τα µηχανοκίνητα τµήµατα της µεραρχίας περιέγραψαν µέσα από τις εκθέσεις τους τις συνθήκες που επικρατούσαν στις περιοχές αυτές µετά τον εξοπλισµό των Σλαβόφωνων από τους Ιταλούς και την εµφάνιση των ανταρτών του ΕΛΑΣ. Για τους µεν πρώτους οι Γερµανοί σηµείωναν:
«Στην περιοχή βορείως της Καστοριάς οι Ιταλοί εξόπλισαν πολιτοφυλακές που συγκροτούνται από Βουλγάρους. Τέτοιου είδους βουλγαρικές πολιτοφυλακές έχουν δηµιουργηθεί σε χωριά που βρίσκονται κατά µήκος του δρόµου Φλώρινας – Καστοριάς όπως είναι το Ανταρτικό, το Βατοχώρι και ο Γάβρος, καθώς και η Βασιλειάδα στα ανατολικά της λίµνης της Καστοριάς. Οι αρχηγοί αυτών των πολιτοφυλακών φέρουν χαρακτηριστικά γνωρίσµατα όπως είναι το περιβραχιόνιο µε το βουλγαρικό, γερµανικό και ιταλικό εθνικό έµβληµα. Οι πολιτοφύλακες είναι εφοδιασµένοι µε µια ταυτότητα».216
Σε άλλη έκθεση που συντάχθηκε λίγες ηµέρες αργότερα υπήρχαν περισσότερες πληροφορίες για τη µορφολογία του εδάφους, τους αρχηγούς των Κοµιτατζήδων και κυρίως τη δύναµη που εµφάνιζαν σε κάθε χωριό:
«Ο δρόµος είναι ανηφορικός έως το σηµείο της διάβασης λίγο πριν την Καστοριά, τα βουνά είναι γυµνά και µε πολλές χαράδρες. Η διαµόρφωση του εδάφους στην περιοχή αυτή δεν προσδίδει στις συµµορίες κανένα ιδιαίτερο πλεονέκτηµα. Οι οµάδες περιπόλων προέρχονται από τα γειτονικά χωριά και συγκροτούνται από ένοπλους πολίτες µε περιβραχιόνια υπό τις ιταλικές διαταγές (οι λεγόµενες πολιτοφυλακές των χωριών): τέτοιες έχουν σχηµατιστεί στο Πισοδέρι, στο Ανταρτικό (47 άντρες), στο Τρίγωνο (18 άντρες, αρχηγός ο Ιωάννης Βεκιάρης), στο Βατοχώρι (15 άντρες), στον Γάβρο (15 άντρες, αρχηγός ο Allebo Bandijares) […] Ο εξοπλισµός των πολιτοφυλάκων αποτελείται από όπλα παλαιών µοντέλων […] Οι πολιτοφυλακές συγκροτούνται από Βουλγάρους και Έλληνες […] Στην Βασιλειάδα έχει σχηµατιστεί βουλγαρική πολιτοφυλακή δύναµης 120 αντρών µε δύο οπλοπολυβόλα. Στην Βέργα πολιτοφυλακή 10 αντρών, στη Λιθιά πολιτοφυλακή δύναµης 40 αντρών […]».217
Για τους δε αντάρτες, οι Γερµανοί της 1ης Μεραρχίας ανέφεραν ότι είχαν κάτω από τον έλεγχό τους τη διάβαση της Κλεισούρας και χρησιµοποιούσαν ως ορµητήριά τους το Λέχοβο και την Κλεισούρα.218
Στις 23 Ιουλίου 1943, τµήµατα του 2ου Συντάγµατος “Βρανδεµβούργου” συνεπικουρούµενα από τµήµα Ελλήνων εθελοντών του Πούλου, µε επικεφαλής τον Υπίλαρχο Ιωάννη Βελισσαρίδη, πυρπόλησαν το Λέχοβο. Την ίδια ηµέρα µετέβησαν για τον ίδιο σκοπό στην Κλεισούρα, συγκεντρώνοντας τους άρρενες στην πλατεία. Η παραµονή των περισσοτέρων κατοίκων εντός της κωµόπολης λειτούργησε αποτρεπτικά για την εφαρµογή των σχεδίων πυρπόλησης και εκτέλεσης των αρρένων, καθώς η παρουσία τους στην πλατεία δεν επαλήθευε τις πληροφορίες που είχαν οι γερµανικές αρχές για ένταξη των κατοίκων της Κλεισούρας στον ΕΛΑΣ. Σωτήρια επίσης φαίνεται πως ήταν η παρέµβαση του καταγόµενου από την Κλεισούρα οπλαρχηγού του Μακεδονικού Αγώνα, Ανδρέα Παναγιωτόπουλου,219 ο οποίος αφού διαβεβαίωσε τον Βελισσαρίδη για τη νοµιµοφροσύνη των κατοίκων, δήλωσε ότι προσχωρεί στο Εθελοντικό Τάγµα του Πούλου και υποσχέθηκε να το ενισχύσει στρατολογώντας άντρες από την Κλεισούρα.220 Μετά την εξέλιξη αυτή και λίγο πριν την αποχώρησή τους οι Γερµανοί πυρπόλησαν δύο κατοικίες οι ιδιοκτήτες των οποίων είχαν προσχωρήσει στον ΕΛΑΣ.221 Την εποµένη, ο πρόεδρος της Κλεισούρας, εκτελώντας πιθανότατα διαταγή των γερµανικών αρχών, συνέταξε ονοµαστικό κατάλογο των κατοίκων που περιλάµβανε τριακόσιες είκοσι έξι οικογένειες µε συνολικά εννιακόσια εβδοµήντα έξι µέλη.222
Στις αρχές ∆εκεµβρίου 1943, µια ακόµη γερµανική επιχείρηση στην περιοχή της Κλεισούρας οδήγησε στην εκδίωξη των ανταρτών του ΕΛΑΣ και στην ανακατάληψη της ορεινής διάβασης. Για να διατηρηθεί υπό γερµανικό έλεγχο εγκαταστάθηκε στο “Νταούλι” φυλάκιο δύναµης είκοσι αντρών του Πούλου που τελούσε υπό τις διαταγές του Παναγιωτόπουλου. Αναφέρεται ότι η εγκατάσταση του φυλακίου έγινε παρουσία του ίδιου του Πούλου, ο οποίος στη συνέχεια επέστρεψε στην Πτολεµαΐδα.223 Το φυλάκιο παρέµεινε µέχρι τον Φεβρουάριο του 1944, οπότε και δέχθηκε επίθεση από τµήµα του ΕΛΑΣ.
Τη νύχτα της 23ης προς την 24η Φεβρουαρίου 1944 µια ολιγοµελής οµάδα του ΕΛΑΣ µε αρχηγό τον Κοσµά Σπανό (Αµύντα) προσέβαλε το φυλάκιο και το δηµοτικό σχολείο της Κλεισούρας που χρησιµοποιείτο ως κατάλυµα από τους άντρες του Πούλου. Λίγο νωρίτερα όµως ο Παναγιωτόπουλος, έχοντας προφανώς πληροφορηθεί πως επέκειτο επίθεση από τον ΕΛΑΣ, εγκατέλειψε την Κλεισούρα, καταφεύγοντας µε τους περισσότερους άντρες του φυλακίου στην Πτολεµαΐδα. Στο σχολείο παρέµειναν µόνο τρεις άντρες του, οι οποίοι συνελήφθησαν και εκτελέστηκαν. Εκτός των τριών αυτών, οι αντάρτες, αναζητώντας τον Παναγιωτόπουλο, σκότωσαν έναν πολίτη, όταν πυροβόλησαν εναντίον της κατοικίας του, θεωρώντας ότι σε αυτήν είχε βρει καταφύγιο ο καταζητούµενος. Επίσης επεδίωξαν να συλλάβουν και τον πρόεδρο της Κλεισούρας, ο οποίος όµως είχε ήδη καταφύγει στο Αµύνταιο, διαφεύγοντας τη σύλληψη.224
Μετά την επίθεση του ΕΛΑΣ εγκαταστάθηκε στην Κλεισούρα δύναµη δεκαπέντε Γερµανών την οποία ενίσχυσε οµάδα Κοµιτατζήδων. Αναφέρεται πως η συµµετοχή των Κοµιτατζήδων επιτεύχθηκε µετά από σχετική πρόταση του Κάλτσεφ προς τον Γερµανό Φρούραρχο Καστοριάς, Χίλντενµπραντ (Hildenbrand), ο οποίος επισκέφτηκε την Κλεισούρα για τη διενέργεια ανακρίσεων µετά τα τελευταία γεγονότα.225 Άλλωστε, ο εξοπλισµός των Κοµιτατζήδων για την αντιµετώπιση των ανταρτών είχε τεθεί από τους πρώτους µήνες του 1944 στο επίκεντρο της γερµανικής πολιτικής στην περιοχή. Για τον σκοπό αυτό εγκαταστάθηκε στις αρχές Μαρτίου του 1944 στην Καστοριά ως αξιωµατικός σύνδεσµος στο “Κοµιτάτο” ο Λοχαγός Μαξιµίλιαν Ράισλ (Maximilian Reischl), ο οποίος είχε κριθεί ο πλέον κατάλληλος να φέρει σε πέρας το έργο αυτό, καθώς µεταξύ Ιανουαρίου – Φεβρουαρίου 1944 είχε υπηρετήσει ως σύνδεσµος σε ένα ευζωνικό τάγµα στην Πάτρα.226 Το επιτελείο του Ράισλ αποτέλεσαν δύο διοικητικοί αξιωµατικοί, έξι οδηγοί µε δύο φορτηγά και αυτοκίνητα, οι οποίοι όπως και ο προϊστάµενος τους είχαν αποσπαστεί για τον σκοπό αυτό από το 18ο Ορεινό Σύνταγµα “Κυνηγών” της Αστυνοµίας. Ο Ράισλ είχε επιφορτιστεί µε την καθοδήγηση και υποστήριξη των Βουλγάρων αξιωµατικών συνδέσµων που ήταν αρµόδιοι για τη συγκρότηση τµηµάτων Κοµιτατζήδων. Η υποστήριξη αυτή εκφράστηκε έµπρακτα µε τον εξοπλισµό, τη διατροφή, την παροχή ιατροφαρµακευτικού υλικού και τη µισθοδοσία των αντρών των τµηµάτων αυτών. ∆ιοικητικά ο Ράισλ υπαγόταν στην υπηρεσία της Θεσσαλονίκης του Στρατιωτικού ∆ιοικητή της Αστυνοµίας Τάξης Ελλάδας, µε έδρα την Αθήνα, ο οποίος µε τη σειρά λάµβανε διαταγές από τους εκπροσώπους του Χίµλερ στην Ελλάδα.227
Πολύ σύντοµα, από τη στιγµή της άφιξής τους στην Καστοριά, οι Γερµανοί είχαν τις πρώτες επαφές µε τους Βουλγάρους αξιωµατικούς. Αποφασίστηκε τα εξοπλισµένα τµήµατα των πολιτοφυλάκων να ενταχθούν σε λόχους, κάτω από την εποπτεία των περιφερειακών γερµανικών φρουραρχείων, και να αναλάβουν τη διοίκησή τους Γερµανοί υπαξιωµατικοί της Αστυνοµίας Τάξης. Ο συστηµατικός εξοπλισµός των χωριών µε σλαβόφωνο πληθυσµό και η συγκρότηση νέων τµηµάτων στόχευε άµεσα στην επέκταση της ζώνης ασφαλείας γύρω από την πόλη της Καστοριάς, µε τη χρησιµοποίηση των Κοµιτατζήδων σε κοινές µε τους Γερµανούς επιχειρήσεις εναντίον των ανταρτών, σε περιπολίες και στη στελέχωση των οχυρών θέσεων για την προστασία του συγκοινωνιακού δικτύου και κυρίως των ορεινών διαβάσεων. Άλλωστε, όπως επεσήµαινε σε σχετική έκθεσή της η Οµάδα Στρατού Ε, η πολιτική αυτή είχε ένα µόνο βασικό στόχο : «την καταπολέµηση του κοµµουνισµού». 228
Τον Απρίλιο του 1944, το σχέδιο της συγκρότησης ενόπλων τµηµάτων Κοµιτατζήδων είχε πλέον εισέλθει στο στάδιο της εφαρµογής κάτω από την καθοδήγηση του Ταγµατάρχη των SS, Χάιντε (Heyde), ο οποίος ανέφερε απευθείας στον Χίµλερ, έχοντας στενή συνεργασία µε τον Ανώτερο ∆ιοικητή της Αστυνοµίας και των SS στην Ελλάδα. Μέχρι τα τέλη Απριλίου είχε συγκροτηθεί ένα τάγµα συνολικής δύναµης εξακοσίων ογδόντα αντρών, οι τέσσερις λόχοι του οποίου τοποθετήθηκαν σε επίκαιρα σηµεία γύρω από την πόλη της Καστοριάς και συγκεκριµένα στη Βασιλειάδα, τη Λιθιά, το Κεφαλάρι και τη Μεσοποταµιά. Στα άµεσα σχέδια προβλεπόταν η συγκρότηση ενός δεύτερου τάγµατος για την περιοχή της Φλώρινας. 229
Μετά, λοιπόν, την επίθεση του ΕΛΑΣ εναντίον των αντρών του Πούλου και τη διαφυγή του Παναγιωτόπουλου, η πρόταση του Κάλτσεφ για την τοποθέτηση µιας οµάδας Κοµιτατζήδων εντός της Κλεισούρας και στο “Νταούλι” δεν συνάντησε κανένα εµπόδιο ως προς την αποδοχή της από τους Γερµανούς. Άλλωστε οι πρωτοβουλίες που είχε λάβει ο Κάλτσεφ προς την κατεύθυνση του εξοπλισµού των σλαβόφωνων χωριών της Καστοριάς και της Φλώρινας τον είχαν καταστήσει πολύτιµο συµµέτοχο στην εκπλήρωση των γερµανικών σχεδίων. Τις υπηρεσίες του αυτές ο Κάλτσεφ αποδείχθηκε πως µπορούσε να τις εξαργυρώσει, όταν έπρεπε να προωθήσει τις βουλγαρικές βλέψεις στην περιοχή. Στις 25 Μαρτίου 1944 δύο αυτοκίνητα του γερµανικού στρατού δέχθηκαν επίθεση κοντά στην Κορησό, µε συνέπεια να σκοτωθούν τρεις Γερµανοί στρατιώτες και ένας Ιταλός. Κατόπιν ο ΕΛΑΣ πυρπόλησε τα αυτοκίνητα. 230 Η Κορησός µε µεικτό πληθυσµό Σλαβόφωνων και Προσφύγων σώθηκε από τα γερµανικά αντίποινα χάρη στην παρέµβαση του Κάλτσεφ. Ο ίδιος, απολογούµενος το 1948 ενώπιον του Στρατοδικείου Θεσσαλονίκης αναφέρθηκε στο περιστατικό, καταθέτοντας τα ακόλουθα:
«Την 25ην Μαρτίου 1944 µου είχε πάρει το αυτοκίνητον η υπηρεσία µου και ακολουθών γερµανικήν φάλαγγαν από Καστορίας εις Έδεσσαν ενέπεσα εις ενέδραν και ηναγκάσθην να πολεµήσω επί τετράωρον µε τους αντάρτες. Γερµανοί που ήρθαν εις ενίσχυσίν µας ήθελον να κάψουν το χωρίο Κορυσό, αλλ΄ εγώ τους ηµπόδισα διότι οι κάτοικοι δεν έπταιον τίποτε». 231
Λίγες ηµέρες αργότερα και σε ανάλογο περιστατικό που σηµειώθηκε στο “Νταούλι”, οι Γερµανοί στράφηκαν εναντίον της Κλεισούρας, η οποία σε αντίθεση µε τη γειτονική της Κορησό πλήρωσε βαρύ φόρο αίµατος. Τη νύχτα της 4ης προς την 5η Απριλίου 1944 µια διµοιρία σαράντα περίπου αντρών του ΕΛΑΣ Σινιάτσικου µε επικεφαλής τον Αλέξη Ρόσιο, καθηγητή φιλολογίας από τη Σιάτιστα, γνωστό µε το ψευδώνυµο “Υψηλάντης”, έφτασε από τη Βλάστη στην Κλεισούρα. Αποστολή τους ήταν να στήσουν ενέδρα σε γερµανική φάλαγγα που θα διερχόταν το πρωί της 5ης Απριλίου από τα στενά της Κλεισούρας. Για τον ίδιο σκοπό, επιστρατεύτηκαν και άντρες του εφεδρικού ΕΛΑΣ από τον Πελεκάνο, το ∆ρυόβουνο, το Σισάνι και το Μελιδόνι. 232
Ο Ρόσιος προβάλλει δύο διαφορετικούς λόγους για τους οποίους αποφασίστηκε η επιχείρηση αυτή, προσπαθώντας να προσδώσει στο χτύπηµα έναν συγκεκριµένο στόχο, ο οποίος θα καθιστούσε τη διενέργειά του αναγκαία. Υποστηρίζει, λοιπόν, ότι κατόπιν τηλεφωνικής επικοινωνίας και σχετικής διαταγής που έλαβε από τον διοικητή της 9ης Μεραρχίας, Ιερώνυµο Τρωιάνο (Καρατζά), αποφασίστηκε η ενέδρα µε σκοπό να λαφυραγωγηθεί µια γεννήτρια αυτοκινήτου, απαραίτητη για τη λειτουργία ασυρµάτου. 233 Πράγµατι, στις 30 Μαρτίου 1944 το Γενικό Στρατηγείο του ΕΛΑΣ είχε αποστείλει τηλεγραφική διαταγή προς την 9η και την 10η Μεραρχία µε την οποία ζητούσε από τις διοικήσεις τους να σχεδιάσουν και να πραγµατοποιήσουν εντός του πρώτου δεκαήµερου του Απριλίου «αιφνιδιαστικάς επιθέσεις κατά Γερµανοβουλγάρων» στον χώρο ευθύνης τους. 234
Σε άλλο σηµείο, όµως, του βιβλίου του αναφέρει ότι η µεταφορά, σύµφωνα µε τις φήµες εκείνων των ηµερών, των Εβραίων της Καστοριάς αποτέλεσε έναν από τους λόγους για τους οποίους οι Γερµανοί κατέστρεψαν την Κλεισούρα ως βάση των ανταρτών, ελαχιστοποιώντας τους κινδύνους που µπορούσε να κρύβει µια τέτοια µεταφορά. 235 Σε συνέντευξη που παραχώρησε το 1984 στον παραγωγό του ραδιοφώνου της Κολωνίας και συγγραφέα πολλών άρθρων σχετικά µε τα γερµανικά εγκλήµατα πολέµου στα Βαλκάνια και την Ελλάδα, Έµπερχαρντ Ρόντχολτς (Eberhard Rondholz), επανέλαβε τις πληροφορίες που υπήρχαν σύµφωνα µε τις οποίες η γερµανική φάλαγγα µετέφερε Εβραίους της Καστοριάς στη Θεσσαλονίκη, υπονοώντας εµµέσως ότι η ενέδρα είχε ως στόχο την απελευθέρωση των κρατουµένων. 236
Αναφέρεται ότι αµέσως µετά την άφιξη του ΕΛΑΣ στην Κλεισούρα µια επιτροπή κατοίκων επισκέφτηκε τον Ρόσιο και προσπάθησε ανεπιτυχώς να τον µεταπείσει να αποσυρθούν οι αντάρτες και να αλλάξουν τον τόπο της ενέδρας, µεταφέροντάς την από το “Νταούλι” στη θέση “Κότορι-Μύλοι”, λίγο έξω από τη Βασιλειάδα. 237 Στο αίτηµα αυτό των κατοίκων ο Υψηλάντης φέρεται να απάντησε πως είχε διαταγή από την «οργάνωση» να χτυπήσει στο “Νταούλι”. 238 Στο σηµείο αυτό µεταπολεµικές καταθέσεις αποδίδουν σκοπιµότητα στην πράξη του Ρόσιου. Υποστηρίζουν ότι η ενέδρα αποτελούσε στην πραγµατικότητα ένα µέσο πίεσης, ώστε να εξαναγκαστούν οι άρρενες της Κλεισούρας κάτω από την απειλή των γερµανικών αντιποίνων να ενταχθούν στον ΕΛΑΣ. 239 Το πρωί της 5ης Απριλίου, σύµφωνα µε µαρτυρίες πολλών επιζώντων, η Κλεισούρα ήταν περικυκλωµένη από τους αντάρτες, οι οποίοι απαγόρευσαν στους κατοίκους την έξοδο από το χωριό, αλλά και τη βόσκηση των ζώων. Στις 9 π.µ. το τµήµα του Ρόσιου είχε λάβει θέσεις στο “Νταούλι”, δύο χιλιόµετρα από την Κλεισούρα, και ανέµενε τη γερµανική φάλαγγα. Όπως αποδείχθηκε, δεν υπήρξε καµία προηγούµενη αξιόπιστη πληροφορία και το κτύπηµα ήταν “τυφλό”, καθώς στην ενέδρα έπεσε ένα γερµανικό επιβατικό αυτοκίνητο που συνόδευαν τρεις µοτοσυκλέτες, µε οδηγό και συνοδηγό, της διµοιρίας µοτοσυκλετιστών – αγγελιοφόρων.
Στις αρχές του Απριλίου και ενώ η διοίκηση της 4ης Μεραρχίας των SS προετοίµαζε την εκκαθαριστική επιχείρηση εναντίον του ΕΛΑΣ στο Βέρµιο, ο Λοχαγός Γκέρχαρντ Κλίνγκενχεφερ πρώην διοικητής του 7ου Λόχου του 2ου Τάγµατος του 7ου Συντάγµατος SS, στον οποίο είχε χρεωθεί η αποτυχηµένη επίθεση εναντίον του Καταφυγίου στις 18 ∆εκεµβρίου 1943 µε αποτέλεσµα να τοποθετηθεί έκτοτε στη θέση του διοικητή του επιτελικού λόχου του συντάγµατος, έλαβε άδεια από τον Σύµερς, καθώς δεν θα συµµετείχε στην επιχείρηση, να επισκεφτεί µια µονάδα στην Καστοριά. Το πρωί της 5ης Απριλίου ο Κλίνγκενχεφερ µε τη συνοδεία του δέχθηκαν επίθεση στα στενά της Κλεισούρας από τον Ρόσιο και τους άντρες του. Τριάντα χρόνια αργότερα ο ίδιος κατέθεσε ενώπιον των γερµανικών εισαγγελικών αρχών για το συµβάν και την µετέπειτα καταστροφή της Κλεισούρας:
«Περίπου το 1961 κατέθεσα ως µάρτυρας στο πλαίσιο των προανακρίσεων που διεξάγονταν και αφορούσαν την Ελλάδα. Επρόκειτο για τα αντίποινα που επιβλήθηκαν εναντίον του χωριού Κλεισούρα. Η επιχείρηση αυτή διατάχθηκε από τον διοικητή του συντάγµατος Σύµερς, γιατί εγώ και η συνοδεία µου κατά τη διάρκεια του ταξιδιού µας από την Κοζάνη για την Καστοριά πέσαµε σε ενέδρα των ανταρτών στη διάβαση της Κλεισούρας. Από την επίθεση τραυµατίστηκα όπως και οι περισσότεροι από τους άντρες µου. Μετά από µάχη που διήρκεσε περίπου τρεις ώρες κατορθώσαµε να γυρίσουµε πίσω. Στην Πτολεµαΐδα συναντήθηκα µε τον διοικητή του συντάγµατος Σύµερς, ο οποίος έδρευε µε το επιτελείο του στην πόλη αυτή, και τον ενηµέρωσα για την ενέδρα. Ο Σύµερς διέταξε αµέσως τη διεξαγωγή µιας επιχείρησης εναντίον του χωριού Κλεισούρα. Εγώ επέστρεψα στην Κοζάνη. Όλοι οι κάτοικοι της Κλεισούρας εκτελέστηκαν». 240
Περισσότερες λεπτοµέρειες παρέχει στην κατάθεσή του ο πρώην υπασπιστής του Κλίνγκενχεφερ, στρατιώτης Φριτς Σίλντβεχτερ, ο οποίος ερωτηθείς σχετικά µε την ενέδρα κοντά στην Κλεισούρα κατέθεσε τα ακόλουθα:
«Σε αυτή την ενέδρα ήµουν παρών. Θυµάµαι ακόµη και σήµερα ότι κατευθυνόµασταν οδικώς στη λίµνη της Καστοριάς χωρίς κάποια συγκεκριµένη αποστολή. Θυµάµαι ότι ταξιδεύαµε µε ένα επιβατικό αυτοκίνητο µε τη συνοδεία τριών περίπου µοτοσυκλετών µε συνοδηγούς. Στο αυτοκίνητο επέβαινε ο κύριος Κλίνγκενχεφερ, ο οδηγός και εγώ. ∆εν γνωρίζω πλέον ποιοι ήταν οι οδηγοί των µοτοσυκλετών και οι συνοδηγοί τους. Σε µια δεξιά στροφή δεχθήκαµε πυρά από ένα ύψωµα. Στη συνέχεια ρίχτηκαν εναντίον µας χειροβοµβίδες. Εκτοξεύσαµε για σήµα κινδύνου ένα τροχιοδεικτικό βλήµα. Μετά από αυτό οι αντάρτες αποσύρθηκαν στα ορεινά. Το αυτοκίνητό µας υπέστη ζηµιές. Μετά τη ρίψη του τροχιοδεικτικού βλήµατος, ως δηλωτικό του κινδύνου, έσπευσαν σε βοήθειά µας οι άντρες από ένα γειτονικό φυλάκιο. ∆εν θυµάµαι πλέον εάν επρόκειτο για ανήκοντες στον σχηµατισµό των SS ή για στρατιώτες της Βέρµαχτ. Νοµίζω ότι από την επίθεση αυτή τραυµατίστηκε ελαφρά ο κύριος Κλίνγκενχεφερ». 241
Ο Ρόσιος περιγράφει την µάχη, στην οποία συµµετέσχε και ο ίδιος, µεταξύ των αντρών του και των Γερµανών, κάτι που άλλωστε επιβεβαιώνεται και από τις παραπάνω καταθέσεις του Κλίνγκενχεφερ και του υπασπιστή του. Επίσης, αναφέρει ότι κατά τη διάρκεια της µάχης δέχθηκε πυρά από ενόπλους της Βασιλειάδας, οι οποίοι έσπευσαν σε βοήθεια των Γερµανών. 242 Η µαρτυρία αυτή συµφωνεί µε όσα υποστήριξε ο Σίλντβεχτερ για τους άντρες ενός γειτονικού φυλακίου, οι οποίοι έφτασαν στον τόπο του συµβάντος αµέσως µετά τη ρίψη του τροχιοδεικτικού βλήµατος. Ο µάρτυρας υποθέτει πως επρόκειτο για Γερµανούς. Όµως, γερµανικές δυνάµεις δεν υπήρχαν στην περιοχή, ώστε να βρεθούν τόσο γρήγορα στον τόπο της ενέδρας και να λάβουν µέρος στη συµπλοκή µε τους αντάρτες, καθώς λίγες ηµέρες πριν είχε αποσυρθεί η γερµανική φρουρά που είχε εγκατασταθεί στην Κλεισούρα και στα στενά.
Λίγο αργότερα, πάντα σύµφωνα µε τον Ρόσιο, εµφανίστηκε µια γερµανική φάλαγγα γεγονός που ανάγκασε τους αντάρτες να υποχωρήσουν. 243 Μετά την τρίωρη περίπου ανταλλαγή πυρών και την αποχώρηση του ΕΛΑΣ, ο Κλίνγκενχεφερ και ο υπασπιστής του επιβιβάστηκαν στο αυτοκίνητο και κατευθύνθηκαν στην Πτολεµαΐδα. Εκεί ο Σύµερς ενηµερώθηκε από τον Κλίνγκενχεφερ για την ενέδρα στην Κλεισούρα. Όσον αφορά δε τις γερµανικές απώλειες αυτές θα πρέπει να αναζητηθούν ανάµεσα στους µοτοσυκλετιστές, οι οποίοι ήταν οι πρώτοι που δέχθηκαν τα πυρά των ανταρτών. Ωστόσο ο αριθµός των νεκρών Γερµανών που παραδίδεται από την κάθε πλευρά ποικίλλει. Ο Ρόσιος κάνει λόγο για τρεις Γερµανούς νεκρούς. 244 Η σχετική έκθεση των υπηρεσιών του Υπουργείου των Εξωτερικών που συντάχθηκε µεταπολεµικά στο πλαίσιο διερεύνησης των περιστατικών που οδήγησαν στην καταστροφή της Κλεισούρας αναφέρει δύο νεκρούς επιβαίνοντες σε µια µοτοσυκλέτα που συνόδευε δύο γερµανικά επιβατικά αυτοκίνητα. 245 Μάλιστα, σύµφωνα µε όσα κατέθεσαν δύο κάτοικοι της Κλεισούρας ενώπιον των γερµανικών αρχών, λίγες µόνο ηµέρες µετά τα γεγονότα, οι δύο Γερµανοί στρατιώτες σκοτώθηκαν, όταν ένας Ιταλός που ανήκε στην οµάδα του Ρόσιου έρριξε εναντίον της µοτοσυκλέτας τους µια χειροβοµβίδα. 246 Τον αριθµό αυτό παραδίδουν και τα σχετικά µε την εκτέλεση των κατοίκων της Κλεισούρας δικόγραφα που κατατέθηκαν κατά τη διάρκεια της δίκης του Χέλµουτ Φέλµυ, η οποία διεξήχθη στη Νυρεµβέργη στο πλαίσιο των δικών των στρατηγών της Νοτιοανατολικής Ευρώπης. 247 Μετά την καταστροφή της Κλεισούρας ο Νώυµπαχερ συνέταξε και απέστειλε στο Υπουργείο των Εξωτερικών στο Βερολίνο έκθεση, διαµαρτυρόµενος για τη σφαγή του άµαχου πληθυσµού ως αντίποινα για τον φόνο δύο Γερµανών στρατιωτών από τους αντάρτες. 248 Άλλες ελληνικές πηγές κάνουν λόγο για πέντε µε οκτώ νεκρούς Γερµανούς 249 ή παραδίδουν υπερβολικούς αριθµούς. 250 Από γερµανικής πλευράς οι αναφορές και οι µεταπολεµικές µαρτυρίες ανεβάζουν τον αριθµό των νεκρών επίσης σε επτά µε οκτώ. Στην έκθεση συµβάντος της Οµάδας Στρατού Ε που συντάχθηκε µια ηµέρα µετά την ενέδρα, αναφέρεται: «Ενέδρα συµµορίας κοντά στην Καστοριά και πυρά εναντίον δύο δικών µας αυτοκινήτων. ∆ικές µας απώλειες 8 νεκροί και 7 τραυµατίες». 251 Αναφορικά µε την έκθεση αυτή θα πρέπει να επισηµανθεί πως δεν αναφέρει το ακριβές σηµείο, όπου είχε σηµειωθεί η ενέδρα, παρά σηµειώνει γενικότερα και αόριστα ως τόπο εκδήλωσης της επίθεσης µια περιοχή κοντά στην Καστοριά. Από την άλλη πλευρά, δηµιουργεί ερωτηµατικά το γεγονός πως ο Νώυµπαχερ κάνει λόγο για δύο µόνο νεκρούς, ενώ το αρχηγείο της Οµάδας Στρατού είχε ενηµερωθεί για το συµβάν και τον αριθµό των γερµανικών απωλειών.
Οι διαφορετικοί αριθµοί που παραδίδουν οι πηγές οδηγούν σε µια πρώτη διαπίστωση: η ενέδρα του ΕΛΑΣ στο “Νταούλι”, το πρωί της 5ης Απριλίου, που συνδέεται άρρηκτα µε την καταστροφή της Κλεισούρας, εξακολουθεί ακόµη και σήµερα να διχάζει, όχι τόσο αναφορικά µε τον ακριβή αριθµό των νεκρών Γερµανών, όσο γιατί η υποτιθέµενη ή αποδεκτή ως συµβάν κακοποίηση των πτωµάτων θεωρείται από πολλούς η αιτία και η αφορµή ταυτόχρονα για την αγριότητα που επέδειξαν οι Γερµανοί έναντι των κατοίκων της Κλεισούρας. Η απόδοση των ευθυνών στη µια ή την άλλη πλευρά που πρωταγωνίστησαν απλώς αποπροσανατολίζει από την ουσία των γεγονότων και αναπαράγει ισχυρισµούς που τείνουν πλέον να προσλάβουν στην ευρύτερη περιοχή της Κλεισούρας τις διαστάσεις του µύθου.
Όλες οι πηγές συµφωνούν σε ένα σηµείο: αποδέχονται ως πραγµατικό περιστατικό την κακοποίηση των πτωµάτων από τους αντάρτες. Ωστόσο, αν θεωρηθεί ότι πράγµατι συνέβη κάτι τέτοιο, δεν είναι βέβαιο ότι επρόκειτο για τους Γερµανούς που ο Ρόσιος και οι άντρες του σκότωσαν στο “Νταούλι” στις 5 Απριλίου. Το επόµενο χρονικό διάστηµα από τη συγκεκριµένη ενέδρα και την καταστροφή της Κλεισούρας ο ΕΛΑΣ συνέχισε τις επιθέσεις του στο “Νταούλι” εναντίον διερχόµενων γερµανικών µονάδων. Στις 23 Απριλίου τµήµα του ΕΛΑΣ επιτέθηκε στο “Νταούλι” σε γερµανική συνοδευτική δύναµη. Σύµφωνα µε το επιτελείο της Οµάδας Στρατού Ε, µετά τη «νέα αυτή ενέδρα» επακολούθησε σκληρή και πολύωρη πολεµική αναµέτρηση, η οποία οδήγησε στην εκδίωξη των ανταρτών. ∆εν αναφέρεται, ωστόσο, εάν οι δύο πλευρές, κυρίως η γερµανική, υπέστησαν απώλειες. 252
Εκείνη, όµως, η ηµεροµηνία που παρουσιάζει το µεγαλύτερο ενδιαφέρον είναι η 5η Μαΐου 1944. Στο βιβλίο για την 4η Μεραρχία των SS, ο συγγραφέας του, Φρίντριχ Χούσεµαν, αναφέρει ότι την ηµέρα εκείνη ξεκίνησε από την Πτολεµαΐδα ένα τµήµα των SS, η «Οµάδα Μάχης Λάνγκε = Kampfgruppe Lange», προς αναζήτηση ανταρτικών τµηµάτων που µετά τις επιχειρήσεις στο Βέρµιο είχαν περάσει στο Άσκιο. Στην Άρδασσα άφησε τα αυτοκίνητα και συνέχισε πεζοπορώντας προς τη Βλάστη και µε τελικό προορισµό τη Σιάτιστα. Ταυτόχρονα µε την άφιξη του γερµανικού αυτού τµήµατος στην Αναρράχη, από την άλλη πλευρά του Μουρικίου, στο “Νταούλι”, ο ΕΛΑΣ έστησε για µια ακόµη φορά ενέδρα σε δύο τµήµατα συνοδείας. 253 Ενδεχοµένως ο συγγραφέας εσφαλµένα τοποθετεί την ενέδρα στις 5 Μαΐου και όχι στις 5 Απριλίου. Αυτό, όµως, οφείλεται στο γεγονός ότι στηρίζεται στην επίσηµη έκθεση συµβάντος του 7ου Συντάγµατος, όπου ο ίδιος ο Σύµερς τοποθετεί χρονικά την ενέδρα στις 5 Μαΐου 1944.
Συγκεκριµένα, η σχετική έκθεση για το συµβάν που συντάχθηκε από το 7ο Σύνταγµα SS του Σύµερς, για την οποία θα γίνει ειδική µνεία στη συνέχεια, ανέφερε :
«Στις 5 Μαΐου 1944, δύο διµοιρίες συνοδείας του 1ου Τάγµατος του 7ου Συντάγµατος έπεσαν σε ενέδρα στα στενά της Κλεισούρας. Από την ενέδρα σκοτώθηκαν οκτώ άντρες του 1ου Τάγµατος του 7ου Συντάγµατος και επτά άλλοι τραυµατίστηκαν άλλοι βαριά και άλλοι ελαφρύτερα. Τα πτώµατα ήταν γυµνά, είχαν φρικτά ακρωτηριαστεί και κείτονταν αραδιασµένα στο δρόµο». 254
Ο ισχυρισµός του Σύµερς ότι σκοτώθηκαν οκτώ στρατιώτες και άλλοι επτά τραυµατίστηκαν έρχεται σε αντίθεση µε τις περισσότερες πηγές που αναφέρουν µόνο δύο νεκρούς, εκτός από την έκθεση για το συµβάν της Οµάδας Στρατού Ε της 6ης Απριλίου, η οποία, όµως, προφανώς συντάχθηκε µε βάση την αντίστοιχη έκθεση του Σύµερς. Μια πρώτη υπόθεση που µπορεί να γίνει είναι ότι ο Σύµερς απέκρυψε από τους ανωτέρους του την αλήθεια για τον πραγµατικό αριθµό των θυµάτων, αυξάνοντας τους νεκρούς από δύο σε οκτώ. Έτσι, η παραποιηµένη αυτή αναφορά έφτασε µια ηµέρα αργότερα στο αρχηγείο της Οµάδας Στρατού Ε. Ωστόσο, πολλά ερωτηµατικά δηµιουργεί το γεγονός ότι λίγο µετά την µαζική εκτέλεση γυναικών, παιδιών και ηλικιωµένων στην Κλεισούρα, ο Σύµερς στην παραπάνω απολογητική του έκθεση προς τις προϊστάµενες αρχές τοποθετεί την ενέδρα ένα µήνα αργότερα, δηλαδή στις 5 Μαΐου.
∆ύο είναι οι ερµηνείες που µπορούν να δοθούν για το γεγονός αυτό : α΄) ότι πρόκειται για ένα απλό σφάλµα χρονολόγησης, β΄) ότι ο Σύµερς αναφέρεται σε άλλη ενέδρα που σηµειώθηκε στις 5 Μαΐου και εσκεµµένα την µεταθέτει χρονικά και την ταυτίζει µε αυτή της 5ης Απριλίου για να δικαιολογήσει την καταστροφή της Κλεισούρας. Αν, πράγµατι, την ηµέρα εκείνη ο ΕΛΑΣ έστησε ενέδρα σε στρατιώτες του 1ου Τάγµατος, τότε υπάρχει η πιθανότητα οι γερµανικές απώλειες να είναι τελικά οκτώ νεκροί, δηλαδή αυτές που αναφέρονται τόσο στην έκθεση του Σύµερς όσο και σε άλλες πηγές. Επιπλέον, δεν θα πρέπει να αποκλειστεί το ενδεχόµενο, χωρίς όµως να υπάρχουν στοιχεία που να µπορούν να στηρίξουν κάτι τέτοιο, ο ΕΛΑΣ να κακοποίησε τα πτώµατα των οκτώ αυτών Γερµανών, εκδικούµενος ένα µήνα αργότερα τη σφαγή των αµάχων στην Κλεισούρα. Για τον λόγο αυτό ο Σύµερς στην έκθεσή του προσφεύγει στην ενέδρα αυτή, χρησιµοποιώντας ως άλλοθι τα αποτελέσµατά της, δηλαδή την κακοποίηση των πτωµάτων. Ακριβώς γιατί η κακοποίηση των πτωµάτων θα µπορούσε να στηρίξει την απαίτηση των αντρών του Σύµερς για εκδίκηση, ακόµα και αν αυτή στρεφόταν εναντίον γυναικών και παιδιών. Αντίθετα, µια ενέδρα, όπως πιθανότατα αυτή της 5ης Απριλίου, όπου ο ΕΛΑΣ είχε σκοτώσει µόνο δύο Γερµανούς και είχε λαφυραγωγήσει τη µοτοσυκλέτα τους, δεν θα εξηγούσε πειστικά το θάνατο περίπου διακοσίων σαράντα γυναικών και παιδιών και κυρίως θα αφαιρούσε από τον Σύµερς το βασικό του επιχείρηµα: την εικόνα των κακοποιηµένων Γερµανών στρατιωτών.
Η παραπάνω αυτή υπόθεση ενισχύεται από το γεγονός ότι µια ηµέρα αργότερα, στις 6 Μαΐου, οι Γερµανοί εκτέλεσαν στο “Νταούλι” δέκα άτοµα από το Βογατσικό. Την ηµέρα εκείνη γερµανικά τµήµατα που καταδίωκαν τους αντάρτες, που προσπαθούσαν να διαφύγουν στην “Ελεύθερη Ελλάδα”, µετά την εκκαθάριση του Βερµίου, συνέλαβαν στο Βογατσικό δέκα κατοίκους που εργάζονταν στα χωράφια, στη θέση “Μπάνια”, τους µετέφεραν στο “Νταούλι” και τους εκτέλεσαν. Μάλιστα, κρέµασαν τέσσερις από αυτούς στα τηλεγραφόξυλα. Τα πτώµατά τους αιωρούνταν για ηµέρες, προς παραδειγµατισµό και εκφοβισµό του πληθυσµού. (πίνακας 8). 255 Το ερώτηµα που γεννάται είναι γιατί οι Γερµανοί προέβησαν στην εκτέλεση των δέκα κατοίκων από το Βογατσικό, µεταφέροντάς τους µάλιστα ειδικά στο “Νταούλι”; Η εξήγηση για τα αντίποινα της 6ης Μαΐου ίσως να κρύβεται, λοιπόν, σε προηγούµενη πρόκληση από την πλευρά του ΕΛΑΣ, καθιστώντας πιθανή την ενέδρα της 5ης Μαΐου. Σε απάντηση αυτής της ενέδρας οι Γερµανοί εκτέλεσαν στις 6 Μαΐου τα δέκα άτοµα από το Βογατσικό. Εξίσου πιθανό είναι όµως η εκτέλεση των δέκα ατόµων στο “Νταούλι” να µην συνδέεται τελικά µε ενέδρα των ανταρτών, αλλά να αποτελούσε µια µεµονωµένη ενέργεια στο πλαίσιο της οποίας επιλέχθηκε είτε τυχαία το συγκεκριµένο µέρος είτε εσκεµµένα από τα γερµανικά τµήµατα, µε σκοπό να τιµήσουν τη µνήµη των συντρόφων τους που είχαν σκοτωθεί στο ίδιο σηµείο από τον ΕΛΑΣ ένα µήνα νωρίτερα.
Από την άλλη πλευρά, οι καταθέσεις που έδωσαν µεταπολεµικά, ενώπιον των γερµανικών εισαγγελικών αρχών, πρώην στρατιώτες του 7ου Συντάγµατος δεν φωτίζουν όσο θα ανέµενε κανείς τα γεγονότα της Κλεισούρας. Η χρονική απόσταση που είχε πλέον µεσολαβήσει και η άρνηση πολλών από τους µάρτυρες να αναφερθούν στην εκτέλεση των γυναικών και των παιδιών της Κλεισούρας, φοβούµενοι µήπως αυτό αποβεί τελικά σε βάρος τους, αποτελούν τις δύο κύριες αιτίες. Όσοι δε από τους µάρτυρες κατέθεσαν για την Κλεισούρα δεν αναφέρθηκαν λεπτοµερώς στα συµβάντα, αλλά ανέσυραν από τη µνήµη τους όσα εκείνη την εποχή είχαν ακούσει. Ενδεικτική των παραπάνω είναι η κατάθεση που έδωσε ενώπιον των γερµανικών εισαγγελικών αρχών ένας από τους πρώην στρατιώτες του 7ου Συντάγµατος που υπηρετούσε στον επιτελικό λόχο και κλήθηκε µεταπολεµικά, όπως και πολλοί άλλοι, να παράσχει πληροφορίες για την εν γένει δράση του συντάγµατος στην Ελλάδα. Αν και κατά τη
διάρκεια της κατάθεσής του ο µάρτυρας δεν ρωτήθηκε για το ζήτηµα της Κλεισούρας, κατέθεσε όσα είχε ακούσει εκείνο το διάστηµα για µια ενέδρα, χωρίς όµως να κατονοµάζει τον τόπο όπου είχε σηµειωθεί. Η περιγραφόµενη ενέδρα παρουσιάζει πολλά κοινά στοιχεία µε αυτή στο “Νταούλι”:
«[…] Εντούτοις θυµάµαι ένα άλλο περιστατικό, το οποίο σηµειώθηκε την περίοδο που ήµουν µε την µονάδα µου στην Κοζάνη. ∆ύο µε τρεις στρατιώτες των διαβιβάσεων από τη διµοιρία των διαβιβάσεων του επιτελικού λόχου είχαν ξεκινήσει µε µια µοτοσυκλέτα, µε θέση συνοδηγού, προς αναζήτηση βλαβών στο δίκτυο των επικοινωνιών. Συνοδεύονταν από ένα επιβατικό αυτοκίνητο, στο οποίο επέβαιναν τέσσερις ή πέντε ανήκοντες στον επιτελικό λόχο, αποστολή των οποίων ήταν η προστασία των διαβιβαστών. Από όσο µπορώ να θυµηθώ το τµήµα αυτό των διαβιβαστών θα έπρεπε να επικοινωνεί κάθε ένα τέταρτο ή µισή ώρα για να επιβεβαιώνει πως όλα έβαιναν καλώς. Όταν όµως δεν υπήρξε κανένα νέο από τους διαβιβαστές αποφάσισε ο επιτελικός λόχος να βγει προς αναζήτηση των αγνοούµενων στρατιωτών. Σε κάποιο σηµείο του δρόµου, που ήταν πάνω στο προγραµµατισµένο δροµολόγιο της επιφορτισµένης µε την επιδιόρθωση των βλαβών οµάδας, βρέθηκαν νεκροί οι επτά στρατιώτες του επιτελικού λόχου, ανάµεσα στους οποίους ήταν οι διαβιβαστές και οι άντρες της συνοδείας. Τα πτώµατα ήταν γυµνά. Τα µάτια τους ήταν βγαλµένα, τα γεννητικά τους όργανα ήταν κοµµένα και τοποθετηµένα στο στόµα τους. Στον τόπο του συµβάντος δεν υπήρχαν πλέον η µοτοσυκλέτα και το αυτοκίνητο, οι στολές των στρατιωτών και όλο το στρατιωτικό υλικό». 256
Θα πρέπει να σηµειωθεί ότι αρκετά συχνά στις µεταπολεµικές καταθέσεις Γερµανών που υπηρέτησαν στην Ελλάδα γίνεται ειδική µνεία στην «απάνθρωπη και βάρβαρη µεταχείριση» που επεφύλασσε ο ΕΛΑΣ στους αντιπάλους του. Ανάλογες µαρτυρίες ερµηνεύονται ως ένα βαθµό από την εικόνα του εχθρού που οι στρατιώτες είχαν σχηµατίσει, επηρεασµένοι τόσο από τις διηγήσεις συναδέλφων τους όσο κυρίως από τις εθνικοσοσιαλιστικές διδαχές των ανωτέρων τους. Στην περίπτωση όµως της Κλεισούρας την κακοποίηση των πτωµάτων, ως γεγονός, αποδέχεται και η ελληνική πλευρά. Εκεί που διίστανται ωστόσο και πάλι οι απόψεις είναι στον εντοπισµό των δραστών της ενέργειας αυτής και στην απόδοση των ευθυνών, απόπειρα που εκ των πραγµάτων στηρίζεται σε µεγάλο βαθµό σε υποθέσεις και αναπόφευκτα επηρεάζεται από το κλίµα πόλωσης το οποίο επικράτησε µεταπολεµικά στην Ελλάδα.
Σύµφωνα µε την ευρέως διαδεδοµένη άποψη, η ευθύνη για τον ακρωτηριασµό των πτωµάτων βαραίνει τον ΕΛΑΣ. Η άποψη αυτή υποστηρίζεται µε τον πλέον χαρακτηριστικό τρόπο από τον Αριστοτέλη Τζιώγο, ο οποίος στο βιβλίο του για την Κλεισούρα σηµειώνει σχετικά:
«Κατά τας πρωϊνάς ώρας της 5ης Απριλίου ενεφανίσθη η γερµανική αύτη φάλαγξ να διέλθη δια της στενωπού “Νταούλι” έχουσα ως προποµπήν δύο γερµανούς στρατιώτας µοτοσυκλετιστάς. Τότε οι καιροφυλακτούντες συµµοριτοκοµµουνισταί και οι βούλγαροι κοµιτατζήδες µε µίαν οµοβροντίαν πυροβολισµού εναντίον των δύο γερµανών στρατιωτών µοτοσυκλετιστών, οίτινες προηγούντο της φάλαγγος, τούς εφόνευσαν και δεν ηρκέσθησαν µόνον εις τον φόνον αυτών, αλλά τούς απέκοψαν και τα γεννητικά των όργανα και τα ετοποθέτησαν εις τα στόµατά των δια να ερεθίσουν τούς επερχοµένους γερµανούς της φάλαγγος ταύτης να στραφούν ακάθεκτοι εναντίον της φιλησύχου και ανυπόπτου Κλεισούρας». 257
Στα αποµνηµονεύµατά τους οι αγωνιστές του ΕΛΑΣ αποκρούουν τις παραπάνω κατηγορίες. Ο Ρόσιος σηµειώνει χαρακτηριστικά : «Τα πτώµατα των τριών Γερµανών και τη µοτοσυκλέτα τους τα έφεραν µέσα στην Κλεισούρα οι κοµιτατζήδες σκόπιµα για να την ενοχοποιήσουν εξάπτοντας έτσι το µίσος και τη µανία των Γερµανών». 258 Είναι προφανές ότι ο συγγραφέας θεωρεί ως δράστες της κακοποίησης των πτωµάτων τους Κοµιτατζήδες γειτονικών χωριών. Αντίθετα, υποστηρίζεται ότι ο Ρόσιος και οι άντρες του ήταν εκείνοι που µετέφεραν σκόπιµα τα πτώµατα των Γερµανών και τη µοτοσυκλέτα µέσα στην Κλεισούρα. 259 Ωστόσο, τα πτώµατα δεν µεταφέρθηκαν µέσα στην Κλεισούρα, όπως η κάθε πλευρά καταµαρτυρεί στην άλλη, αλλά εγκαταλείφθηκαν στη γέφυρα, όπου και ανευρέθησαν από τους Γερµανούς. Όσο για τη µοτοσυκλέτα, αναφέρεται ότι ο Ρόσιος και οι άντρες του, µετά την ενέδρα, παρέλαβαν τη γερµανική µοτοσυκλέτα, διήλθαν µέσα από την Κλεισούρα, όπου και την επέδειξαν ως λάφυρο και συνέχισαν µε κατεύθυνση τη Βλάστη. 260 Στο Χρονικό της Εθνικής Αντιστάσεως η µοτοσυκλέτα συγκαταλέγεται ανάµεσα στο λάφυρα που πάρθηκαν από τον ΕΛΑΣ. 261 Την ίδια στάση υιοθετεί και ο Αλέκος Σακαλής, ο οποίος γράφει για το συµβάν:
«Βέβαια εδώ υπάρχει µια κατηγορία που αποδόθηκε σε µας, ότι τους Γερµανούς που σκοτώθηκαν στην ενέδρα, τους βρήκαν µε τα στόµατα γεµάτα πέτρες και σπασµένα τα δόντια τους. Αυτό όµως είναι πέρα ως πέρα ψέµα και σκόπιµη προπαγάνδα, ποτέ ο ΕΛΑΣ στις άπειρες µάχες που είχε κάνει µε τους Γερµανούς δεν βιαιοπράγησε σε νεκρούς και αιχµαλώτους, πράγµα που το είχαν παραδεχθεί και οι ίδιοι οι Γερµανοί, και ειδικά στην Κλεισούρα αυτοί που σκοτώθηκαν στο Νταούλι έµειναν έτσι και οι αντάρτες ούτε καν πλησίασαν έστω να τους βγάλουν και κάποιο ρούχο (µπότες, χιτώνια, εξαρτύσεις) πράγµα που αναιρεί οποιαδήποτε συκοφαντία που ακούστηκε». 262
Κατά µια άλλη εκδοχή, πρόξενος και ηθικός αυτουργός της καταστροφής της Κλεισούρας ήταν ο Κάλτσεφ. Στην πρώτη δίκη των Βουλγάρων και Ιταλών εγκληµατιών πολέµου που έδρασαν στη Μακεδονία, η οποία διεξήχθη το 1946 στην Αθήνα, το Ειδικό ∆ικαστήριο κατηγόρησε τον Κάλτσεφ ότι προκάλεσε την καταστροφή της κωµόπολης βάσει σχεδίου και απέδωσε την κακοποίηση των πτωµάτων στους Κοµιτατζήδες της Βασιλειάδας, της Βέργας, της Λιθιάς και της Κορησού. Επιπλέον, αποδέχθηκε την παρουσία του Κάλτσεφ στην Κλεισούρα την ηµέρα της καταστροφής. 263 ∆ικαζόµενος για δεύτερη φορά το 1948 από το ∆ιαρκές Στρατοδικείο Θεσσαλονίκης, ο Κάλτσεφ απέκρουσε τις κατηγορίες, υποστηρίζοντας ότι την ηµέρα της επίθεσης των ανταρτών εναντίον τεσσάρων γερµανικών αυτοκινήτων στο “Νταούλι” αυτός βρισκόταν άρρωστος στην Έδεσσα. 264 Στην ίδια δίκη κατέθεσε και ο επί Κατοχής διατελέσας γραµµατέας του Συλλόγου Κλεισουριέων Θεσσαλονίκης, Ηλίας Γιόβας, ο οποίος επέρριψε επίσης την ευθύνη στον Κάλτσεφ. Ο µάρτυρας υποστήριξε σχετικά:
«Τυγχάνω Γραµµατεύς του Συλλόγου Κλεισουριαίων εδρεύοντος εν Θεσσαλονίκη και υπό την ιδιότητά µου ταύτην επεσκέφθην κατά το 1943- 1944 την Κλεισούραν δια την διανοµήν τροφίµων εις τους κατοίκους. Την 5η Απριλίου 1944 έγινε συµπλοκή εις το Νταούλι µεταξύ Γερµανών και Ελασιτών και εφονεύθη εις Γερµανός. Τα πρώτα τµήµατα που έφτασαν ήταν Κοµιτατζήδες, οι οποίοι επεδόθησαν µετά των Γερµανών Ες-Ες εις την καταστροφήν της Κλεισούρας. Κατά την επιδροµήν αυτήν εφονεύθησαν 250 κυρίως γυναικόπαιδα. Εγεννήθη η πεποίθησις ότι ηθικός αυτουργός της ως άνω καταστροφής ήτο ο κατηγορούµενος καθ΄ όσον καίτοι ο φόνος έγινε πλησίον της Βέργας, του Βαρικού και της Βασιλειάδος τα οποία είναι Σλαυοχώρια, εν τούτοις τα αντίποινα έγιναν εις βάρος της Κλεισούρας η οποία ευρίσκετο µακράν του τόπου του φόνου αλλά εθεωρείτο προπύργιον του Ελληνισµού». 265
Έτερος των µαρτύρων κατηγορίας στην ίδια δίκη, ο δάσκαλος Μιχαήλ Παπαµιχαήλ επανέλαβε τις κατηγορίες εναντίον του Κάλτσεφ, αλλά και εναντίον του ΕΛΑΣ, θεωρώντας δεδοµένη τη συνεργασία των δύο πλευρών µε στόχο την Κλεισούρα:
«Εξ αιτίας των οργάνων του κατηγορουµένου [Κάλτσεφ] υπέστην ψυχικόν κλονισµόν. Ο κατηγορούµενος ήτο το σκιάχτρον και το φόβητρον των χωρικών. Αι µητέρες εφόβιζον τα άτακτα παιδιά των µε τον “έρχεται ο Κάλτσεφ”. Συνεκέντρωνε τους Βουλγαρίζοντας και τους έλεγε χαρακτηριστικώς ότι “η Ελλάς ψόφησε”. Την 19ην Φ/ρίου 1944 εις Κλεισούραν µετεστάθµευσε µία διµοιρία του Πούλου υπό τον Καπετάν Ανδρέα. Τα µεσάνυχτα µία οµάς του Υψηλάντου κτύπησε τους Πουλικούς. Τούτο εξεµεταλλεύθη σατανικώς ο Κάλτσεφ και την εποµένην επέτυχε να τους αντικαταστήση µε τους Οχρανίτας. Έκτοτε ο ΕΛΑΣ δεν τους κτύπησε. Εις τας 5/4/44 ο Υψηλάντης εν συνεννοήσει µετά του Κάλτσεφ και παρά τας αντιρρήσεις µας επετέθη εις το Νταούλι κατά Γερµανικής φάλαγγος. Εφόνευσαν ένα Γερµανόν και ετραυµάτισε δύο άλλους. Επειδή ήτο ηµέρα αγοράς εις την Πτολεµαΐδα, εις την Κλεισούραν είχον παραµείνει µόνον γυναικόπαιδα. Οι Οχρανίται λαβόντες αφορµήν από την επίθεσιν επεδόθησαν µετά µανίας εις ένα όργιον σφαγής, αίµατος και πυρός. Είναι αδύνατον να περιγραφή η εικών της φρικτής τραγωδίας των µαρτυρικών κατοίκων της Κλεισούρας, οι οποίοι αλλόφρονες εκ του πανικού εζήτουν να κρυφθούν από τας φλόγας και τα πυρά των αιµοβόρων ορδών του Κάλτσεφ. Ο επίλογος της τραγωδίας εις ανθρώπινα θύµατα είναι 277 νεκροί και 30 τραυµατίαι […]». 266
Υποστηρίζεται, επίσης, ότι η εικόνα των ακρωτηριασµένων πτωµάτων και οι υποδείξεις των Κοµιτατζήδων, οι οποίοι ενοχοποίησαν όλους ανεξαιρέτως τους κατοίκους της Κλεισούρας, προκάλεσαν τη µήνη των γερµανικών στρατευµάτων που έσπευσαν στην περιοχή λίγες µόνο ώρες µετά την ενέδρα. Όσα, όµως, συνέβησαν στην περιοχή όλο το προηγούµενο διάστηµα της καταστροφής αποδυναµώνουν τον ρόλο που ενδεχοµένως διαδραµάτισαν οι παραπάνω παράγοντες, αν δεχθούµε πως πράγµατι ο ΕΛΑΣ κακοποίησε τους νεκρούς στρατιώτες. Όπως αναφέρθηκε, οι γερµανικές αρχές θεωρούσαν ήδη από το καλοκαίρι του 1943 την Κλεισούρα ως ανταρτικό προπύργιο. Αναφέρεται χαρακτηριστικά πως την ηµέρα της πυρπόλησης του Λεχόβου, οι Γερµανοί και άντρες του Πούλου µετέβησαν στην Κλεισούρα, συγκέντρωσαν όλους τους κατοίκους στην πλατεία και δείχνοντας τους καπνούς από το κοντινό Λέχοβο, τους προειδοποίησαν πως ανάλογη τύχη περίµενε και το χωριό τους αν βοηθούσαν τους αντάρτες. 267 ∆οθείσης, λοιπόν, της αφορµής η Κλεισούρα επρόκειτο να πυρποληθεί. Την αφορµή αυτή παρέσχε στους Γερµανούς ο ΕΛΑΣ µε την ενέδρα που έστησε στο “Νταούλι” και τον φόνο των στρατιωτών. Η απόσταση των δύο χιλιοµέτρων που απέχει η Κλεισούρα από τη διάβαση, δεν µπορούσε να αποτελέσει λόγο για τη µαταίωση της απόφασης επιβολής αντιποίνων ακόµα και στην περίπτωση που η ενέδρα στηνόταν σε άλλο σηµείο, σε µεγαλύτερη απόσταση από την κωµόπολη. Επίσης, από την κατάθεση του Κλίνγκενχεφερ αποδεικνύεται ότι αµέσως µετά την ενηµέρωσή του για το συµβάν, ο Σύµερς διέταξε την πυρπόληση της Κλεισούρας. Ουσιαστικά οι γερµανικές αρχές είχαν την ευκαιρία αφενός να ισοπεδώσουν ένα χωριό που είχε από καιρό ενοχοποιηθεί εξαιτίας κυρίως της συχνής παρουσίας των ανταρτών στην περιοχή αφετέρου να εξασφαλίσουν την στο µέτρο του δυνατού ασφαλή µετακίνηση των στρατευµάτων κατά µήκος του νευραλγικού οδικού άξονα Καστοριάς – Αµυνταίου. Για να ελαχιστοποιηθούν οι κίνδυνοι κατά τη διέλευση των Γερµανών από τη διάβαση της Κλεισούρας θα έπρεπε να επιλυθεί ριζικά το ζήτηµα της Κλεισούρας, καθώς ο εξοπλισµός πολλών από τα γειτονικά της χωριά την είχε καταστήσει µάλλον το µοναδικό πρόβληµα για τους Γερµανούς στην περιοχή. Ανάλογης αντιµετώπισης έτυχαν άλλωστε και τα χωριά εκατέρωθεν της διαβάσεως του Σαρανταπόρου και σε ακτίνα αρκετών χιλιοµέτρων κατά µήκος του δρόµου, όταν τον Ιούνιο του 1943 ο ΕΛΑΣ εξόντωσε τη γερµανική φάλαγγα.
Μετά τη γνωστοποίηση του θανάτου των στρατιωτών, ο Σύµερς διέταξε την καταστροφή της Κλεισούρας. Από τα διαθέσιµα στοιχεία προκύπτει ότι η διαταγή αυτή συνοδευόταν και από την αντίστοιχη της εκτέλεσης όλων των κατοίκων της Κλεισούρας ανεξαρτήτως ηλικίας και φύλου. Άλλωστε, ο τρόπος µε τον οποίο είχε αντιδράσει ο Σύµερς σε ένα άλλο περιστατικό προδιέγραφε την τύχη που ανέµενε τις γυναίκες και τα παιδιά της Κλεισούρας. Όταν, λοιπόν, διαπιστώθηκε από τον διευθυντή της υπηρεσίας του δικτύου τηλεφωνικών συνδέσεων ότι η γραµµή Κοζάνης – Σιάτιστας χρησιµοποιείτο από τους αντάρτες, ενηµέρωσε σχετικά τους ανωτέρους του. Τις επόµενες ηµέρες, ο διοικητής του 3ου Τάγµατος, Ταγµατάρχης Γκύντερ Όρτµαν, τέθηκε επικεφαλής µιας επιχείρησης στην περιοχή της Σιάτιστας που οδήγησε σε συλλήψεις. Με διαταγή του Σύµερς όλοι οι συλληφθέντες θα έπρεπε να εκτελεστούν. Την προκαθορισµένη ηµέρα της εκτέλεσης ο Όρτµαν τηλεφώνησε στον διοικητή του, Σύµερς. Μεταξύ των δύο αντρών διηµείφθησαν τηλεφωνικά τα ακόλουθα:
Ortmann : «Σήµερα είναι η προκαθορισµένη ηµέρα της εκτέλεσης των αντρών. Τι θα κάνουµε µε τις γυναίκες ;».
Schümers : «Τι, δεν είναι γυναίκες, είναι θηλυκοί σκοπευτές, πρέπει επίσης να εκτελεστούν». 268
Αµέσως µετά την ενέδρα και την αποχώρηση των ανταρτών, οι άρρενες κάτοικοι της Κλεισούρας, φοβούµενοι ότι τα γερµανικά αντίποινα θα στρέφονταν αποκλειστικά εναντίον τους κατέφυγαν άλλοι στη µονή της Παναγίας και άλλοι στο Βαρικό. Οι γυναίκες και τα παιδιά παρέµειναν στο χωριό είτε µετά από δική τους απόφαση είτε µε την προτροπή των αντρών, καθώς θεωρήθηκε ότι θα εξαιρούνταν από τα γερµανικά αντίποινα. Αναφέρεται πως κατά την αποχώρησή του ο Ρόσιος προέτρεψε τους αντάρτες να εγκαταλείψουν το χωριό, αλλά να παραµείνουν τα γυναικόπαιδα. 269
Γύρω στις 5 µ.µ. έφτασαν έξω από την Κλεισούρα µονάδες του 7ου Συντάγµατος από την Κοζάνη και την Καστοριά που είχαν επιφορτιστεί µε την εκτέλεση της διαταγής του Σύµερς. Μεταξύ αυτών ήταν και η τρίτη διµοιρία του 6ου Λόχου του 2ου Τάγµατος από την Κοζάνη µε διµοιρίτη τον Ανθυπασπιστή (SS-Hauptscharführer) Κρέτσµαρ (Kretschmar). Στην επιχείρηση συµµετείχε µε την τρίτη διµοιρία και ο Επιλοχίας του 6ου Λόχου, Χέρµπερτ Έντµουντ Κ., του οποίου η µεταπολεµική κατάθεση παραπέµπει στην καταστροφή της Κλεισούρας:
«Μερικές ηµέρες µετά την αναφερόµενη ενέδρα πραγµατοποιήθηκε µια επιχείρηση εναντίον των ανταρτών από την τρίτη διµοιρία του 6ου Λόχου. ∆εν γνωρίζω πλέον γιατί, αλλά σε κάθε περίπτωση συµµετείχα στην επιχείρηση αυτή. Την τρίτη διµοιρία διοικούσε ο Ανθυπασπιστής των SS Κρέτσµαρ (Kretschmar). Στην επιχείρηση δεν συµµετείχε όλος ο 6ος Λόχος παρά µόνο η τρίτη διµοιρία. Με βεβαιότητα δεν συµµετείχε ο διοικητής του λόχου (Jürgens ή Hamann). Αντίθετα, εκτός από εµένα την αποστολή ακολούθησε ο Λοχαγός Neureuther, ο οποίος σκοτώθηκε τον Μάρτιο του 1945 στο Ανατολικό Μέτωπο […] Ξεκινήσαµε από την Κοζάνη, αλλά δεν θυµάµαι πλέον προς τα που κατευθυνθήκαµε. Επίσης, δεν γνωρίζω πόσο περίπου διήρκεσε το ταξίδι µε τα αυτοκίνητα έως ότου φτάσουµε στον προορισµό µας. Θυµάµαι ότι φτάσαµε και αφήσαµε τα αυτοκίνητα σε µια ορεινή διάβαση. Με τον Neureuther παραµείναµε στη διάβαση αυτή. Ξαφνικά άκουσα από την κοιλάδα έναν καταιγισµό πυροβολισµών. Για το λόγο αυτό ρώτησα τον Neureuther τι επιτέλους συνέβαινε. Μου απάντησε πως επρόκειτο για µια επιχείρηση αντιποίνων για την επίθεση των ανταρτών. Φυσικά υπέθεσα ότι η επιχείρηση αυτή αποφασίστηκε σε αντίποινα για την επίθεση των ανταρτών στους αδειούχους στρατιώτες. Όταν άκουσα τον καταιγισµό των πυροβολισµών υπέθεσα αµέσως ότι το χωριό ισοπεδώθηκε (εκκαθαρίστηκε). Στη συνέχεια ρώτησα τον Neureuther ποιος έδωσε τη διαταγή για κάτι τέτοιο. Μου απάντησε ότι ο διοικητής του συντάγµατος Σύµερς διέταξε την εκτέλεση (εκκαθάριση) των κατοίκων του χωριού ως αντίποινα για την επίθεση των ανταρτών. ∆εν γνωρίζω αν πυρπολήθηκε επίσης το χωριό. Από το σηµείο που βρισκόµουν στην ορεινή διάβαση δεν µπορούσα να δω το χωριό. Από τα λεγόµενα των στρατιωτών του 6ου Λόχου που επέστρεψαν στο σηµείο όπου βρισκόµουν, συµπέρανα ότι είχαν κυριευτεί από τρόµο και φρίκη γιατί είχαν σκοτώσει στο χωριό άντρες, γυναίκες και παιδιά […] Για εµένα η επιχείρηση αυτή ήταν µια βρώµικη υπόθεση και µετά την επιστροφή στην έδρα στην Κοζάνη δεν ξαναµίλησα για το ζήτηµα αυτό». 270
Κατά τον Έρβιν Στ., υπαξιωµατικό τροφοδοσίας στον 6ο Λόχο, η παραπάνω περιγραφόµενη επιχείρηση από τον µάρτυρα Χέρµπερτ Έντµουντ Κ. στρεφόταν εναντίον της Κλεισούρας:
«Η επιχείρηση εναντίον της Κλεισούρας πραγµατοποιήθηκε τον Απρίλιο του 1944 […] Γνωρίζω µόνο ότι εκτελέστηκαν όλοι οι κάτοικοι της Κλεισούρας. Θυµάµαι, επίσης, ότι αυτή εκδηλώθηκε κατόπιν διαταγής του διοικητή του συντάγµατος, Σύµερς. Εξαιτίας του γεγονότος αυτού ξεκίνησε εναντίον του προανάκριση από στρατοδικείο. Όπως ανέφερα και παραπάνω, θυµάµαι την αναφορά του [µάρτυρα] Κ. για την Κλεισούρα. Από την ορεινή διάβαση ένας µικρός δρόµος οδηγεί µέσω της κοιλάδας στην Κλεισούρα. Από το σηµείο της ορεινής διάβασης είδα τους καπνούς που προέρχονταν από την Κλεισούρα. Ο ίδιος δεν πήγα στο χωριό». 271
Σηµαντικά στοιχεία για τη συµµετοχή συγκεκριµένων µονάδων του 7ου Συντάγµατος SS στην επιχείρηση εναντίον της Κλεισούρας προκύπτουν από το προανακριτικό υλικό που συγκέντρωσε µεταπολεµικά η Εισαγγελία του Κόµπλεντς. Από την προανάκριση προέκυψε ότι υπεύθυνες για τη σφαγή των αµάχων της Κλεισούρας ήταν οι µονάδες εκείνες που υπέστησαν τις απώλειες από τους άντρες του Ρόσιου. Σύµφωνα µε τις εισαγγελικές αρχές, το πρωί της 5ης Απριλίου ξεκίνησε από την Καστοριά µια αυτοκινητοποµπή, αποτελούµενη από δύο φορτηγά αυτοκίνητα, την οποία συνόδευαν δέκα πέντε άντρες. Η δύναµη αυτή ανήκε στον 3ο και στον 1ο Λόχο του 1ου Τάγµατος του 7ου Συντάγµατος που στάθµευαν στην Καστοριά και το Άργος Ορεστικό αντίστοιχα. Η αυτοκινητοποµπή κατευθυνόταν στην έδρα του επιτελείου του 1ου Τάγµατος στο Αµύνταιο για να παραλάβει προµήθειες. Στο “Νταούλι” έπεσε στην ενέδρα των αντρών του Ρόσιου, µε αποτέλεσµα να σκοτωθούν οκτώ στρατιώτες. Οι υπόλοιποι γλύτωσαν και έφτασαν στο Αµύνταιο όπου ανέφεραν το συµβάν. Αµέσως, σήµανε συναγερµός και ειδοποιήθηκαν ο 3ος και ο 1ος Λόχος στην Καστοριά και στο Άργος Ορεστικό να µεταβούν στον τόπο της ενέδρας. Ταυτόχρονα, έφτασε στο Αµύνταιο, προερχόµενος από την Κοζάνη, και συνέχισε για την Κλεισούρα, ο Σύµερς, ο οποίος είχε τεθεί επικεφαλής της τρίτης διµοιρίας του 6ου Λόχου. Τις απογευµατινές ώρες της 5ης Απριλίου έφτασαν πρώτοι στο “Νταούλι” οι άντρες του 6ου Λόχου από την Κοζάνη µε επικεφαλής τον ίδιο τον Σύµερς και του 3ου Λόχου από την Καστοριά.
Ο 1ος Λόχος από το Άργος Ορεστικό, που έφτασε µε καθυστέρηση, αναγκάστηκε να γυρίσει πίσω, καθώς η επιχείρηση εναντίον της Κλεισούρας και των κατοίκων της βρισκόταν ήδη σε εξέλιξη. 272
Λίγο πριν οι γερµανικές αυτές µονάδες και ένας απροσδιόριστος αριθµός Κοµιτατζήδων, σύµφωνα µε µαρτυρίες από τη Βέργα, 273 επιδοθούν στην σφαγή των γυναικοπαίδων, η κωµόπολη περικυκλώθηκε και στήθηκαν πολυβόλα σε επίκαιρα σηµεία βάλλοντας εναντίον όσων προσπαθούσαν να διαφύγουν. Προηγήθηκε ένα γερµανικό απόσπασµα ανιχνευτών που εισήλθε στην Κλεισούρα, προέβη σε µια πρόχειρη έρευνα για όπλα, βεβαιώθηκε πως δεν υπήρχαν αντάρτες και εποµένως οι δυνάµεις που θα ακολουθούσαν δεν επρόκειτο να συναντήσουν αντίσταση και στη συνέχεια αποχώρησε. 274 Υποστηρίχθηκε ότι οι Γερµανοί στρατιώτες του Συνταγµατάρχη Σύµερς παρεκτράπησαν και άρχισαν να πυροβολούν αδιακρίτως εκτός από τους άντρες και εναντίον γυναικών και παιδιών. 275 Μια προσεκτική ανάγνωση της ονοµαστικής κατάστασης των νεκρών δείχνει ότι από τους πενήντα επτά νεκρούς άρρενες η συντριπτική τους πλειοψηφία, σαράντα, ήταν παιδιά. 276 Στην προκειµένη περίπτωση η σφαγή γυναικών και παιδιών δεν ήταν αποτέλεσµα ενός παραληρήµατος βίας, αλλά η έµπρακτη εφαρµογή µιας θεωρίας που ήθελε τις γυναίκες και τα παιδιά να ταυτίζονται πλήρως µε τους αντάρτες και να µην αποτελούν πλέον τον προστατευόµενο άµαχο πληθυσµό αλλά εν δυνάµει εχθρό.
Οι µαρτυρίες των γυναικών που διασώθηκαν, αποτυπώνουν στο µέτρο του δυνατού τις σκηνές που διαδραµατίστηκαν µε την είσοδο των SS στην Κλεισούρα:
Όλγα Αργυρίου Ευαγγέλου
«[…] Το απόγευµα περί ώραν 6ην µ.µ. ενώ εκαθήµην στο σπίτι µου µαζί µε τα πέντε παιδιά µου εις τα οποία εκείνην την στιγµήν έδιδα ψωµί να φάγουν ήλθον στο σπίτι δύο γερµανοί στρατιώται οι οποίοι ήρχισαν να ερευνούν το σπίτι και οίτινες µετ΄ ολίγην ώραν απεχώρησαν. Σε ολίγην ώραν η κόρη µου Θεοδώτα ένδεκα ετών εξήλθεν εις την αυλήν οπότε ενεφανίσθη άλλος Γερµανός στρατιώτης όστις µε εκάλει να εξέλθω της οικίας µου και συγχρόνως µε επυροβόλησε και µε ετραυµάτισε εις την αριστερήν µου χείραν. Η κόρη µου Θεοδώτα µόλις µε είδε τραυµατισµένη ήρχισεν να φωνάζη, “Μαµά, πως θα ζήσω χωρίς εσένα”, αλλά συγχρόνως από τον ίδιον στρατιώτην εδέχθη πυροβολισµόν φονευθείσα. Τα λοιπά παιδιά µου πλην του υιού µου Μιχαήλ φοβηθέντα εσκόρπισαν, εγώ δε µετά του ως άνω υιού µου έστριψα προς την οπισθίαν θύραν του σπιτιού µου και εκάθησα εκεί αλλά ο γερµανός στρατιώτης µε ηκολούθησε και ήρχισε τότε να φωνάζη δια πρώτην φοράν εις την ελληνικήν γλώσσαν, “εδώ είσαι σκύλα” και συγχρόνως µε επυροβόλησε εκ των όπισθεν εις τον θώρακα, οπότε και ο Γερµανός στρατιώτης απεχώρησεν. Εκείθεν εγώ µε το παιδί µου Μιχαήλ προσέφυγα εις το υπόγειον του σπιτιού µου όπου βρήκα και τα λοιπά τρία παιδιά µου. Εν το µεταξύ ηκούοντο πολλοί πυροβολισµοί εντός του χωρίου. Εις το υπόγειον παρέµεινα µε τα παιδιά µου µέχρι την 9ην µ.µ. ώραν, οπότε προσήλθον άλλοι γείτονες και µε παρέλαβαν επιδέσαντες προσωρινώς τα τραύµατά µου […]». 277
Ευδοκία Αθαν. Τία
« […] Το απόγευµα περί ώραν 5ην µ.µ. ενώ εκαθήµεν εις το κατώφλιον της οικίας µου µετά της γείτονός µου Κατίνας Βασ. Βούκα είδοµεν δύο γερµανούς στρατιώτας γελαστούς να κατευθύνωνται προς την οικίαν µου όπου µόλις επλησίασαν µε διέταξαν να εισέλθω εις το υπόγειον της οικίας µου. Μόλις ήνοιξα την πόρταν του υπογείου εδέχθην πυροβολισµόν εκ των όπισθεν και συγχρόνως ήκουσα και άλλους πυροβολισµούς εναντίον της ως άνω φίλης µου Κατίνας και την οποίαν ήκουσα κραυγάζουσαν, “Αχ, µαµά µου”. Εγώ ευρεθείσα τραυµατισµένη εις το υπόγειον της οικίας µου κατέφυγα δια της οπισθίας θύρας του υπογείου εις την οικίαν του γείτονός µου ∆ηµητρίου Κατάρα όπου εισελθούσα εύρον την σύζυγόν του Αικατερίνην µετά των δύο τέκνων της ως επίσης την Ελευθερίαν Κωνσταντίνου Κάλλα µετά των τριών τέκνων της. Μόλις µε είδον όλοι αιµόφυρτον ετρόµαξαν και µε ηρώτησαν, “τι συµβαίνει, σκοτώνουν ανθρώπους”; Τους απήντησα καταφατικά και τους συνέστησα να φύγωµεν δια της οπισθίας θύρας του σπιτιών των αλλ΄ αύται δεν ηθέλησαν να υπακούσουν και κατέφυγον εις την κουζίναν όλοι των. Εγώ ανοίξασα την οπισθίαν θύραν του σπιτιού του Κατάρα εξήλθον έξω και εκρύβην όπισθεν ενός τοίχου. Από εκεί ήκουσα πολλούς πυροβολισµούς εις την οικίαν Κατάρα οπότε εσχηµάτισα την γνώµην ότι και εκεί θα εξετελέσθησαν οι ένοικοι. Μόλις αντελήφθην πως οι Γερµανοί στρατιώται απεχώρησαν εκ της οικίας Κατάρα εισήλθον και πάλιν εντός αυτής και ήρχισα να φωνάζω την Κατερίνα οπότε ήκουσα βογγητό εις την κουζίναν όπου εισελθούσα είδον κατακειµένην την Αικατερίνην Κατάρα τραυµατισθείσαν και παρ΄ αυτήν τα πτώµατα των δύο παιδιών της επίσης και το πτώµα της Ελευθερίας Κ. Κάλλα µετά των πτωµάτων των τριών παιδιών της. Τότε εβοήθησα την Κατερίναν να σηκωθή και εξήλθαµεν αµφότεροι εις τον διάδροµον του σπιτιού της. Εκείθεν όµως βλέποµεν άλλους Γερµανούς στρατιώτας να πλησιάζουν και ηµείς τότε εξηπλώθηµεν αµφότεραι προσποιηθείσαι τας νεκράς. Οι Γερµανοί στρατιώται διήλθον πλησίον ηµών και κατευθύνθησαν στην κουζίναν όπου ήσαν τα 7 ως άνω πτώµατα και αφού έρριψαν εµπρηστικήν σκόνην εις την σκούπαν εξήλθον της οικίας. Μετά πάροδον ολίγης ώρας αντελήφθηµεν καπνόν οπότε ηναγκάσθηµεν να πετάξωµεν την µισοκαµµένην σκούπαν έξω για να µη εξαπλωθή η πυρκαϊά. Παρεµείναµεν µετά της Αικατερίνης Κατάρα εις το σπίτι της µέχρι του µεσονυκτίου οπότε ήλθεν ο σύζυγός της ∆ηµήτριος όστις και επέδεσε τα τραύµατά της. Εις την κωµόπολιν οι πυροβολισµοί οίτινες ήρχισαν άµα τη αφίξει των Γερµανών στρατιωτών περί ώραν 5-5 ½ µ.µ. εσταµάτησαν την 9ην εσπερινήν της αυτής ηµέρας. Εγώ φέρω τραύµα διαµπερές του θώρακος εκ των όπισθεν προς τα εµπρός. Η Αικατερίνη Κατάρα η οποία απεβίωσεν ενταύθα έφερε πολλαπλά τραύµατα εις όλον το σώµα». 278
Αννίκα Π. Λούπα
«Το πρωί της 5ης Απριλίου ηµέραν Τετάρτην το χωριό µας ήτο κυκλωµένο από αντάρτας και δεν άφηναν να βγη κανένας από το χωριό ούτε και τας αγελάδας να βοσκήσουν. Στις 9 π.µ. ηκούσθησαν πυροβολισµοί έξω από το χωριό παρά την θέσιν Νταούλι και όταν προσέξαµε καταλάβαµε πως πυροβολούσαν οι αντάρτες δύο αυτοκίνητα γερµανικά που πήγαιναν για το Αµύνταιον. Στις 10 π.µ. όλοι οι άντρες αφού είδον πως οι αντάρτες έφυγαν από το χωριό ξεκίνησαν και αυτοί να φύγουν για το χωριό Βαρικό. Μαζί µε τους άνδρας έφυγε για το χωριό ο πατέρας και ο αδελφός µου Στέφανος όστις πριν φύγει συνέστησε στην µητέρα µου να πάρη εµέ και τον αδελφόν µου Αχιλλέα και να τους ακολουθήσωµε, πλην η µητέρα µου ηρνήθη διότι έπρεπε να φυλάξωµε το σπίτι. Μόλις έφυγεν ο πατέρας και ο αδελφός µου Στέφανος η µητέρα µου πήρε εµένα και τον αδελφό µου Αχιλλέα και πήγαµε στο γειτονικό σπίτι του Παναγιώτη Τούσκατα όπου ευρίσκετο η Θαλίτσα Π. Τούσκατα, η πενθερά της Θεοδώρα, η Θεολογία Λούπα µετά των δύο θυγατέρων της Αλίκης και Θεοδώτας και του υιού της Γεωργίου. Το απόγευµα προς στιγµήν η µητέρα µου µετέβη εις το σπίτι µας να πάρη λίγα αυγά διότι κατ΄ εκείνην την στιγµήν είδαµε τους γερµανούς στρατιώτας να εξέρχωνται από το γειτονικό σπίτι του Μάρκου Μαστορίνα µε αυγά στα χέρια και υπεθέσαµεν πως οι γερµανοί µαζεύουν αυγά. Σε λίγα λεπτά επέστρεψεν η µητέρα µου στο σπίτι του Παναγιώτη Τούσκατα όπου είµεθα και ηµείς και µόλις εγώ την είδα ήνοιξα την πόρταν δια να µπη µέσα εδέχθην πυροβολισµόν εκ µέρους των γερµανών και ετραυµατίσθην εις την κοιλίαν, συγχρόνως όµως επυροβολείτο και η µαµά µου φονευθείσα. Εγύρισα αµέσως µέσα και κατέφυγα στο υπόγειο όπου εν τω µεταξύ είχον καταφύγη και οι άλλοι ως ανωτέρω αναφέρω. Εµείναµεν στο υπόγειο όλοι περί την ηµίσειαν ώραν οπότε εν τω µεταξύ ήλθεν αυτού η γειτόνισά µας και θεια µου Ουρανία Π. Σταρνάκα και όλοι µαζί επεχειρήσαµεν να βγούµεν από το υπόγειον διότι το σπίτι ήρχισε να καίεται […] Εγώ πήρα τον αδελφόν µου και επήγα και βρήκα τους άλλους στην αυλή του γείτονος, Σίµου Ράπτη, ως επίσης και πολλές άλλες γυναίκες και κορίτσια. Τότε βλέπουµε τους γερµανούς στρατιώτας να έρχωνται προς ηµάς και µόλις µας επλησίασαν µας διέταξαν να µπούµε σε ευθεία γραµµή και ήρχισαν να µας πυροβολούν. Εξ όλων που είµεθα εκεί περί τους τριάκοντα περίπου εσώθην εγώ και το βρέφος του Κωνσταντίνου Χήτα 6 µηνών, συγχρόνως δε εγώ έπεσα κατά γής και προσεποιήθην την νεκρήν όπου παρέµεινα µέχρι σχεδόν του µεσονυκτίου οπότε και έφυγα εκείθεν προς το χωρίον Βαρικόν». 279
Μαρία Σίµου Μήτσιου
« […] Το απόγευµα ηκούσθησαν περί ώραν 5 ½ πυροβολισµοί µέσα στο χωριό και φοβηθείσα η µητέρα µας, µας παρέλαβε και πήγαµε στο γειτονικό σπίτι του Γεωργίου Κοκότα όπου βρήκαµε την σύζυγόν του Ελευθερία Γ. Κοκότα, την Ασπασίαν Τατάκη και την Ελένην Τατάκη. Κατά την 7ην εσπερινήν ενεφανίσθησαν δύο γερµανοί στρατιώται οι οποίοι εισελθόντες στο σπίτι Γεωργίου Κοκότα όπου είµεθα µας βρήκαν όλους µέσα σ΄ ένα δωµάτιον. Εν τω µεταξύ όµως η µητέρα µου είχε πάει στο σπίτι µας να πάρη ψωµί. Από το δωµάτιον παρέλαβον πρώτον την Ελευθερίαν Κοκότα και την οδήγησαν στην κουζίναν οπόθεν ηκούσθη και πυροβολισµός κατόπιν πήραν την αδελφήν µου Ευδοξίαν ην και πάλιν εξετέλεσαν κατόπιν πήραν εµένα η οποία είχον στην αγκαλιά µου την µικράν 8 µηνών αδελφήν µου Χρυσούλαν και µε επυροβόλησαν οπότε εγώ αµέσως έπεσα κάτω και συγχρόνως επυροβόλησαν και την µικράν αδελφήν µου Χρυσούλαν. Εγώ φυσικά δεν εφονεύθην αλλά σωριασθείσα επί του πατώµατος οι Γερµανοί στρατιώται ενόµισαν πως εφονεύθην. Κατόπιν εµού µετέφεραν στην κουζίναν και τας άλλας τας οποίας εξετέλεσαν. Εγώ παρέµεινα εις αυτήν την θέσιν επ΄ αρκετήν ώραν εν µέσω των πτωµάτων των αδελφών µου Ευδοξίας ετών 20 και Χρυσούλας 8 µηνών, της Ελευθερίας Γ. Κοκότα, της Ασπασίας Τατάκη ετών 27 και της Ελένης Τατάκη ετών 23. Αλλ΄ επειδή ο καπνός ήρχισε να µε πνίγη διότι είχον βάλει φωτιά στο σπίτι, ηναγκάσθην να συρθώ έξω και να κρυβώ εις παρακείµενην χαράδραν οπόθεν µε παρέλαβον. Έφερον τραύµα διαµπερές του ποδός µου εξ ου ηκρωτηριάσθη ούτος». 280
Η επιχείρηση τιµωρίας της Κλεισούρας για τον φόνο των Γερµανών στρατιωτών από τον ΕΛΑΣ διήρκεσε µέχρι την 7η βραδινή της 5ης Απριλίου 1944. Όπως συνέβη και σε άλλες παρόµοιες περιπτώσεις µαζικών εκτελέσεων µια φωτοβολίδα που ρίφθηκε από τους επικεφαλής, οι οποίοι παρακολουθούσαν όσα συνέβαιναν από το “Νταούλι”, σήµανε το τέλος της επιχείρησης και την απόσυρση των στρατευµάτων του 7ου Συντάγµατος SS. 281 Μέσα σε δύο περίπου ώρες τα περισσότερα σπίτια της Κλεισούρας, καταστήµατα, µια κλινική και τα σχολεία είχαν καταστραφεί. Πυρπολήθηκαν περίπου εκατόν πενήντα σπίτια, κυρίως αυτά του συνοικισµού του Αγίου ∆ηµητρίου, µεταξύ της παλαιάς δηµοσίας οδού Αµυνταίου-Καστοριάς και της κεντρικής πλατείας. 282 Ανάµεσα σε αυτά που πυρπολήθηκαν ήταν και το σπίτι του Ανδρέα Παναγιωτόπουλου. 283 Όταν επέστρεψαν οι άντρες το ίδιο βράδυ συγκέντρωσαν και έθαψαν σε οµαδικούς τάφους στο νεκροταφείο του Αγίου ∆ηµητρίου, στον περίβολο της εκκλησίας του Προδρόµου αλλά και στις αυλές των σπιτιών τα πτώµατα που κείτονταν στους δρόµους και στην κεντρική πλατεία. Όπως κατέθεσε ένας από τους διασωθέντες κατοίκους στη δεύτερη δίκη του Κάλτσεφ, «το βράδυ όταν γυρίσαµε, βρήκαµε τις γυναίκες µας και τα παιδιά µας πεταµένα σαν χαρτιά που ο άνεµος τα έχει πετάξει». 284
Με βάση τα στοιχεία που είχε καταφέρει να συλλέξει η Νοµαρχία Φλώρινας, µέχρι τις 8 Απριλίου 1944, δηλαδή τρεις ηµέρες µετά την καταστροφή, είχαν ταφεί διακόσια δέκα πέντε (215) πτώµατα , από τα οποία τα εκατόν πενήντα οκτώ ανήκαν σε γυναίκες και τα πενήντα επτά σε άρρενες από έξι µηνών έως ενενήντα ετών. Οι νεκροί πιθανότατα ήταν περισσότεροι, καθώς ήταν δύσκολη η ανεύρεσή τους µέσα στα ερείπια των σπιτιών. 285 Αναφέρεται χαρακτηριστικά ότι ανάµεσα στους πρώτους εκτελεσθέντες ήταν πέντε άνθρωποι, οι τρεις ηλικιωµένοι, οι οποίοι αφού υποχρεώθηκαν να υποδείξουν τα σπίτια, όπου οι αντάρτες είχαν βρει κατάλυµα την προηγούµενη νύχτα, στη συνέχεια εκτελέστηκαν. 286
Την ίδια ηµέρα της καταστροφής, ο τότε γραµµατέας του Συλλόγου Κλεισουριέων Θεσσαλονίκης, Ηλίας Γιόβας, συνέταξε ονοµαστική κατάσταση των επιζώντων και των φονευθέντων µελών των οικογενειών της Κλεισούρας 287 και στατιστικό πίνακα µε βάση την ηλικία των θυµάτων που υπολογίστηκαν σε διακόσια δέκα πέντε (πίνακες 9-10). 288 Οι δε τραυµατίες σύµφωνα µε τις πρώτες εκτιµήσεις ανέρχονταν σε είκοσι έξι άτοµα. 289 Την εποµένη ηµέρα της καταστροφής, στις 6 Απριλίου, παρουσιάστηκαν ενώπιον του Ληξίαρχου της Κλεισούρας, Πέτρου Στασινόπουλου, οι πρώτοι επιζώντες και δήλωσαν το θάνατο των συγγενών τους. Συνολικά εκείνη την ηµέρα συντάχθηκαν σαράντα εννιά ληξιαρχικές πράξεις θανάτου. 290
Σε νεώτερο πίνακα που συνέταξε η Υποδιοίκηση Χωροφυλακής Αµυνταίου και απέστειλε στο Υπουργείο των Εσωτερικών στις 12 Μαΐου 1944, καταγράφηκαν διακόσιοι δέκα επτά (217) εκτελεσθέντες. Στην έκθεση επισηµαίνονταν για µια ακόµη φορά οι δυσκολίες που υπήρξαν για τη συλλογή των πληροφοριών σχετικά µε τον αριθµό και την ταυτότητα των εκτελεσθέντων, «δεδοµένου ότι τα πάντα σχεδόν είχον µεταβληθή εις τέφραν, εν η οι εναποµείναντες ανεζήτουν τους οικείους των, ων, µόνον τα οστά, και ενίοτε ούτε [αυτά], ανεύρισκον». 291 Με βάση τα στοιχεία που κατάφεραν να συγκεντρώσουν οι ελληνικές υπηρεσίες της Καστοριάς, οι πυροπαθείς οικογένειες ήταν εκατόν πενήντα, 292 ενώ οι αντίστοιχες υπηρεσίες της Πτολεµαΐδας συνέταξαν ονοµαστική κατάσταση δεκαπέντε ενηλίκων, οι οποίοι µε συνολικά εικοσιπέντε παιδιά ηλικίας µεταξύ τεσσάρων και δεκαέξι χρονών είχαν βρει καταφύγιο σε χωριά της επαρχίας Εορδαίας. 293
Η Νοµαρχία Φλώρινας ενηµερώθηκε για την καταστροφή της Κλεισούρας µε καθυστέρηση δύο ηµερών, στις 7 Απριλίου, από τον επιστάτη οδοποιίας Πέτρο Σταρνάκα, ο οποίος έθαψε πολλά µέλη της οικογένειάς του που συγκαταλέγονταν µεταξύ των θυµάτων. Κατόπιν, ο Νοµάρχης Κωνσταντίνος Μπόνης µετέβη στο γερµανικό Φρουραρχείο και εξασφάλισε άδεια για τη µετάβαση στην Κλεισούρα ενός κλιµακίου ιατρών και νοσηλευτών για την περίθαλψη των τραυµατιών. Το απόγευµα της 7ης Απριλίου ο Μπόνης ενηµέρωσε σχετικά την εθελόντρια αδελφή, Ελένη Κάλφογλου, προϊσταµένη του παραρτήµατος του Ελληνικού Ερυθρού Σταυρού [Ε.Ε.Σ.] Φλώρινας. Το πρωί της 8ης Απριλίου αναχώρησε από τη Φλώρινα για την Κλεισούρα, µε δύο αυτοκίνητα πλήρη ιατροφαρµακευτικού υλικού, κλιµάκιο αποτελούµενο από δύο γιατρούς, τον Αναστάσιο Ναούµ, γιατρό του Σταθµού Πρώτων Βοηθειών, και τον Ι. Ματσούκα, στρατιωτικό γιατρό και διευθυντή, προπολεµικά, του στρατιωτικού νοσοκοµείου Φλώρινας, τον καταγόµενο από την Κλεισούρα φαρµακοποιό Γ. Αργυρόπουλο, µέλος του Ελληνικού Ερυθρού Σταυρού Φλώρινας, τον υπάλληλο Πρόνοιας της Νοµαρχίας, Α. Ιωαννίδη και δύο εθελόντριες αδελφές, την Μαρία Παπαδοπούλου και την Ελένη Κάλφογλου. 294
Στην Κλεισούρα το κλιµάκιο αντίκρισε εικόνα καταστροφής, υπολογίζοντας τα καταστραµµένα σπίτια σε εκατόν πενήντα και τους εκτελεσθέντες σε διακόσιους σαράντα. 295 Μέσα στην Κλεισούρα περιέθαλψε περίπου δέκα τραυµατίες και στη συνέχεια µετέβη στο µοναστήρι της Παναγίας και στο Βαρικό, όπου είχαν καταφύγει πολλοί κάτοικοι, µεταξύ τους και τραυµατίες. Συνολικά δέχθηκαν τις φροντίδες των ιατρών και του νοσηλευτικού προσωπικού περίπου τριάντα πέντε µε σαράντα τραυµατίες, δύο από αυτούς, που είχαν ανάγκη άµεσης χειρουργικής επεµβάσεως, µεταφέρθηκαν µε αυτοκίνητο στη Φλώρινα. Στις 9 Απριλίου αυτοκίνητο µετέφερε στη Φλώρινα άλλους δεκατέσσερις βαριά τραυµατίες και πέντε παιδιά που χρειάζονταν ιατρική παρακολούθηση. Αργότερα δύο από τα παιδιά που είχαν µείνει ορφανά έγιναν δεκτά στο Ορφανοτροφείο Έδεσσας. Από τους βαριά τραυµατίες µία µόνο γυναίκα υπέκυψε στις 15 Απριλίου στα τραύµατά της. Όλοι οι νοσηλευόµενοι από την Κλεισούρα, γυναίκες και παιδιά, φιλοξενήθηκαν στο ξενοδοχείο «Πανελλήνιον» της Φλώρινας, καθώς το ∆ηµοτικό Νοσοκοµείο της πόλης είχε επιταχθεί από τους Γερµανούς, και έτυχαν της φροντίδας της τοπικής επιτροπής του Ελληνικού Ερυθρού Σταυρού και της κοινωνίας της Φλώρινας µε την υλική συµπαράσταση σε ιατροφαρµακευτικό υλικό της Κεντρικής Επιτροπής του Ε.Ε.Σ. Θεσσαλονίκης και του ∆.Ε.Σ. Γερµανός ιατρός της Υγειονοµικής Υπηρεσίας του τοπικού Φρουραρχείου Φλώρινας ανέλαβε τις χειρουργικές επεµβάσεις στις ιδιαίτερα βαριές περιπτώσεις. Αργότερα τρεις από τους τραυµατίες µεταφέρθηκαν για πληρέστερη θεραπεία στη Θεσσαλονίκη. 296
Για την ενίσχυση των πληγέντων ο Νοµάρχης Φλώρινας ζήτησε από τη Γενική ∆ιοίκηση Μακεδονίας τακτική επισιτιστική ενίσχυση από την προµήθειες του ∆.Ε.Σ. 297 Αναφέρεται, επίσης, ότι για την κάλυψη των άµεσων αναγκών οι Άγγλοι έστειλαν χρηµατική βοήθεια εκατόν εξήντα πέντε λιρών. 298 Όσοι δε από τους κατοίκους γλύτωσαν από τα γερµανικά αντίποινα, στην πλειοψηφία τους άντρες, κατέφυγαν µετά την καταστροφή της Κλεισούρας στο γειτονικό Βαρικό, το Αµύνταιο, την Πτολεµαΐδα, την Καστοριά και τη Θεσσαλονίκη. Ένας µικρός αριθµός έστησε πρόχειρες καλύβες στα “Λιβάδια Ιάζια”. Στις 12 Απριλίου, κατά τη διάρκεια της επιχείρησης στο Άσκιο, γερµανικά αποσπάσµατα περικύκλωσαν την παραπάνω τοποθεσία µε τα παραπήγµατα και υπέβαλαν τους διαµένοντες σε έλεγχο των ταυτοτήτων τους. Με νωπές ακόµα τις µνήµες της καταστροφής πολλοί τράπηκαν σε φυγή µε συνέπεια να εκτελεστούν δύο από αυτούς, ο ∆ηµήτριος Τράντας και ο Αχιλλέας Ρούβας. 299 Αναφέρεται πως οι υπόλοιποι γλύτωσαν την εκτέλεση, όταν µερικές γυναίκες άρχισαν να τραγουδούν τον ρουµανικό εθνικό ύµνο, τον οποίο προφανώς είχαν µάθει στο ρουµανικό σχολείο που λειτουργούσε στην Κλεισούρα. 300
Η εκτέλεση των γυναικοπαίδων στην Κλεισούρα από τους στρατιώτες του Σύµερς προκάλεσε την άµεση αντίδραση του Νώυµπαχερ, ο οποίος µετά την παρέµβασή του το χειµώνα του 1943 προς τις στρατιωτικές αρχές, που οδήγησε σε αλλαγές στην µέχρι τότε ασκούµενη πολιτική των αντιποίνων, είδε τις προσπάθειες του στο πολιτικό επίπεδο, για τη συσπείρωση δυνάµεων εναντίον του κοµµουνισµού, να κινδυνεύουν από µαζικές δολοφονίες αµάχων όπως αυτή από τα SS στην Κλεισούρα. Σε τηλεγράφηµα που απέστειλε στις 16 Μαΐου 1944 στον Ανώτερο Στρατιωτικό ∆ιοικητή Νοτιοανατολικής Ευρώπης, Βάικς, εξέφρασε την έντονη διαµαρτυρία του για το «λουτρό αίµατος στην Κλεισούρα», όπως ονόµασε την εκτέλεση των κατοίκων από τα SS, παραπέµποντας στη διαταγή µε τις νέες κατευθυντήριες γραµµές για τα αντίποινα που είχαν συναποφασίσει στις 22 ∆εκεµβρίου 1943 και η οποία ρητώς προέβλεπε ότι:
«[…] η διαδικασία, µετά από µια επίθεση ή δολιοφθορά, από την όµορη µε το συµβάν περιοχή να επιβάλλονται αντίποινα σε ανήµπορους να αντιδράσουν ανθρώπους και κατοικηµένες περιοχές, κλονίζει την εµπιστοσύνη όσον αφορά τη δικαιοσύνη των δυνάµεων Κατοχής και εξωθεί ακόµα και το νοµοταγές τµήµα του πληθυσµού να καταφύγει στα δάση. Αυτή η µέθοδος πραγµατοποίησης των αντιποίνων απαγορεύεται».
Επίσης, σε άλλο σηµείο της διαταγής απαγορευόταν η εκτέλεση γυναικών και παιδιών εκτός και αν αποδεδειγµένα στρέφονταν κατά των δυνάµεων Κατοχής ή βοηθούσαν τους αντάρτες. 301 Συγκεκριµένα, στο τηλεγράφηµα της 16ης Μαΐου προς τον Βάικς ο Νώυµπαχερ ανέφερε:
Θέµα : Λουτρό αίµατος στην Κλεισούρα.
«Με βάση όλα τα µέχρι τώρα στοιχεία που προκύπτουν από την έρευνα για την Κλεισούρα, στην περιοχή της Θεσσαλονίκης, στην περίπτωση της οποίας τα εφαρµοζόµενα αντίποινα στράφηκαν εναντίον βρεφών, παιδιών, γυναικών και ηλικιωµένων, είµαι βέβαιος ότι πρόκειται για µια επιχείρηση που τραυµατίζει κατάφωρα τις κατευθυντήριες γραµµές που αποφασίστηκαν από τον Ανώτερο Στρατιωτικό ∆ιοικητή Νοτιοανατολικής Ευρώπης µε τη δική µου σύµφωνη γνώµη. Όπως έχω διαπιστώσει, το πολιτικό κόστος από αυτήν την παράλογη και ανεύθυνη επιχείρηση είναι µεγάλο και θα γίνει ακόµη µεγαλύτερο, όταν γίνουν γνωστές περισσότερες λεπτοµέρειες για το συµβάν αυτό, το οποίο σήµερα φαντάζει σε µεγάλο βαθµό ως απίστευτο.
Με βάση τη διάταξη του Φύρερ της 29ης Οκτωβρίου 1943, θα ήθελα να παρακαλέσω τον Ανώτερο Στρατιωτικό ∆ιοικητή Νοτιοανατολικής Ευρώπης [να κινηθούν οι διαδικασίες] για µια λεπτοµερή διερεύνηση του ζητήµατος. Λαµβανοµένης υπόψη της πολιτικής σπουδαιότητας της υπόθεσης αυτής, υπέβαλα στον κύριο Υπουργό των Εξωτερικών µια πρώτη αναφορά, την οποία κοινοποιώ στον Ανώτερο Στρατιωτικό ∆ιοικητή Νοτιοανατολικής Ευρώπης στο Βελιγράδι». 302
Στην έκθεση που απέστειλε στις 15 Μαΐου στο Υπουργείο των Εξωτερικών στο Βερολίνο, η οποία σύµφωνα µε τον συντάκτη της «προκάλεσε µεγάλη αίσθηση», ο Νώυµπαχερ τόνιζε µεταξύ των άλλων τα ακόλουθα:
«[…] Οι πολιτικές επιπτώσεις τέτοιων περιστατικών είναι καταστροφικές, ακριβώς επειδή θα πρέπει να ενηµερώσουµε τον πληθυσµό για τα τελικά αποτελέσµατα της επιχείρησης. Είναι καθαρή τρέλα να εκτελούνται βρέφη, παιδιά, γυναίκες και ηλικιωµένοι, εξαιτίας του γεγονότος ότι καλά εξοπλισµένοι κόκκινοι συµµορίτες, ασκώντας βία κοιµήθηκαν ένα βράδυ στα σπίτια τους και σκότωσαν έξω από το χωριό δύο Γερµανούς στρατιώτες. Οι πολιτικές επιπτώσεις αυτού του παράλογου λουτρού αίµατος ξεπερνούν αναµφίβολα κατά πολύ τα αποτελέσµατα όλων των προπαγανδιστικών µας προσπαθειών στον αγώνα µας εναντίον του κοµµουνισµού.
Τα τελικά αποτελέσµατα των ερευνών απέδειξαν πως η επιχείρηση εναντίον της Κλεισούρας αποτελεί µια κατάφωρη και βαρύτατη παραβίαση των υπαρχόντων διαταγών. Το υπέροχο αποτέλεσµα αυτού του ανδραγαθήµατος είναι ότι αν και τα βρέφη είναι νεκρά, εντούτοις οι αντάρτες ζουν και µπορούν να συνεχίσουν µε τη δύναµη των αυτοµάτων τους να χρησιµοποιούν για καταλύµατά τους εντελώς άοπλα χωριά. Επίσης αποδείχθηκε ότι είναι ουσιαστικά ευκολότερο να σκοτώνεις όλες τις απροστάτευτες γυναίκες, παιδιά και βρέφη από το να καταδιώξεις µε την πραγµατική αντρική µανία για εκδίκηση µια ένοπλη συµµορία και να την εξοντώσεις µέχρι τον τελευταίο άντρα. Η εφαρµογή τέτοιων µεθόδων µπορεί να οδηγήσει αναπόφευκτα στην εξαχρείωση µιας περιοχής όπου στην πραγµατικότητα διεξάγεται πόλεµος». 303
Ενδεικτικές των απόψεων του Νώυµπαχερ για τα αντίποινα είναι οι επισηµάνσεις που περιέχονται στο βιβλίο του, µε αφορµή την περίπτωση της Κλεισούρας. Εκεί ο Νώυµπαχερ εκφράζει τη διαφωνία του για την καταστροφή χωριών από τις δυνάµεις Κατοχής, παραπέµποντας για µια ακόµη φορά στις προσπάθειες που κατέβαλε να αλλάξει αυτή η µορφή αντιποίνων. Εντούτοις, δεν παραλείπει να σηµειώσει ότι οι κακοποιήσεις στρατιωτών από τους αντάρτες εξωθούσαν πολλές φορές τα γερµανικά στρατεύµατα σε πράξεις αντεκδίκησης εις βάρος του άµαχου πληθυσµού. Αυτή η τελευταία νύξη παραπέµπει εµµέσως στην κακοποίηση που είχαν υποστεί οι Γερµανοί στρατιώτες από τον ΕΛΑΣ έξω από την Κλεισούρα. Σηµειώνει για τα θέµατα αυτά ο Νώυµπαχερ:
«Άσκησα την επιρροή µου προς την κατεύθυνση να προβλεφτεί ένα σηµείο στη σχετική διαταγή για τα αντίποινα που θα προστάτευε τον άµαχο πληθυσµό: χωριά τα οποία χρησιµοποιούσαν ως κατάλυµα τους ένοπλοι αντάρτες, οι κάτοικοι των οποίων εξαναγκάζονταν να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους, δεν θα έπρεπε να αντιµετωπίζονται ως βάσεις των ανταρτών, γιατί οι κάτοικοί τους δεν είχαν καµία απολύτως δυνατότητα να αρνηθούν την παραµονή στους ενόπλους ή να προσφέρουν υπηρεσίες. Η θέση αυτών των φτωχών χωριών ιδιαίτερα στην Ελλάδα ήταν αδιέξοδη. Τα στρατεύµατα Κατοχής απειλούσαν τα χωριά σε περίπτωση που θα φιλοξενούσαν αντάρτες, οι αντάρτες εάν παρείχαν κατάλυµα σε Γερµανούς στρατιώτες. 304 Τελικά πολλές χιλιάδες άστεγοι περιπλανούνταν εντός των περιοχών της πολεµικής σύγκρουσης. Με αφορµή τον νέο προσδιορισµό για το ποιο πράγµατι µπορεί να ονοµαστεί χωριό των ανταρτών (στο οποίο ο άµαχος πληθυσµός πολεµά µαζί µε τους αντάρτες µε το όπλο στο χέρι), απαίτησα τον Μάιο του 1944 από τον Ανώτερο Στρατιωτικό ∆ιοικητή Νοτιοανατολικής Ευρώπης, να διωχθούν από το στρατοδικείο οι υπεύθυνοι για µια αιµατηρή επιχείρηση εναντίον του χωριού Κλεισούρα στη Βόρεια Ελλάδα […]
Στο τηλεγράφηµά µου προς τον Ανώτερο Στρατιωτικό ∆ιοικητή Νοτιοανατολικής Ευρώπης-που αντιπροσώπευε ξεκάθαρα την άποψή µου - διατύπωσα την ερώτηση, τι µπορεί να περιµένει κανείς από έναν νέο, ο οποίος εκπαιδεύεται µε τέτοιες µεθόδους, από το να τιµωρεί µε αυτόν τρόπο εγκλήµατα, σκοτώνοντας αθώους, ενώ ταυτόχρονα οι ένοχοι συνεχίζουν να ζουν χωρίς κανένα πρόβληµα.
Υπήρχαν όµως και περιπτώσεις, απέναντι στις οποίες κάποιος στέκεται αδύναµος να τις αντιµετωπίσει. Όταν στρατιώτες του τακτικού στρατού, κατά τη διάρκεια του διεξαγόµενου συµµοριτοπόλεµου, βρίσκουν τους συναδέλφους τους ακρωτηριασµένους µε φρικιαστικό τρόπο, σταυρωµένους, πασσαλωµένους, καµµένους ζωντανούς, τότε κυριαρχεί η φρίκη και η ασυγκράτητη οργή για εκδίκηση». 305
Μετά το αίτηµα του Νώυµπαχερ να διερευνηθεί δικαστικά η υπόθεση της σφαγής των γυναικοπαίδων στην Κλεισούρα από τους άντρες του Σύµερς, κλήθηκαν οι στρατιωτικοί να δώσουν εξηγήσεις στις προϊστάµενες υπηρεσίες για την υπόθεση. Όπως ήταν φυσικό, κατά τη διάρκεια της τυπικής αυτής έρευνας που διεξήχθη µέσα στους κόλπους του 7ου Συντάγµατος των SS, τα γεγονότα παρουσιάστηκαν τελείως διαφορετικά και σίγουρα µε τρόπο που δικαιολογούσε την όλη επιχείρηση. Το ίδιο συνέβη και όταν πρώην µέλη των SS κλήθηκαν µεταπολεµικά και κατέθεσαν για την υπόθεση, επιβεβαιώνοντας ότι πράγµατι υπήρξαν νεκροί µεταξύ του άµαχου πληθυσµού της Κλεισούρας, αλλά ως αναπόφευκτο αποτέλεσµα της σύγκρουσης µε τους αντάρτες. Επινοήθηκε λοιπόν µια πολεµική αντιπαράθεση µε τους αντάρτες για να δικαιολογηθούν οι νεκροί και να αµφισβητηθεί η ύπαρξη διαταγής από τον Σύµερς για την εφαρµογή αντιποίνων εναντίον των κατοίκων της Κλεισούρας.
Η σύγκρουση µε τους αντάρτες δεν ήταν η µόνη ανακρίβεια που υιοθετήθηκε από τους Γερµανούς µάρτυρες. Όταν οι γερµανικές εισαγγελικές αρχές ανέκριναν τον τότε διοικητή του 2ου Τάγµατος του 7ου Συντάγµατος, Σλέτελ, αυτός υποστήριξε ότι τα γερµανικά στρατεύµατα µετέβησαν στην Κλεισούρα για να απελευθερώσουν τους τραυµατίες στρατιώτες που κρατούσαν οι αντάρτες εντός του χωριού, µε αποτέλεσµα κατά τη σύγκρουση που επακολούθησε και τη χρήση βαρέων όπλων να βρουν τον θάνατο και άµαχοι. Συγκεκριµένα, στην ερώτηση εάν κατά τη διάρκεια της θητείας του στην Ελλάδα υπέπεσαν στην αντίληψή του περιστατικά µαζικών εκτελέσεων κατοίκων χωριών, απάντησε:
«Εκείνο που µπορώ να πω µόνο είναι ότι πράγµατι συνέβησαν ανάλογα περιστατικά, ως αποτέλεσµα όµως των διεξαγόµενων συµπλοκών. Όταν κατά τη διάρκεια της αποστολής µας συναντούσαµε αντίσταση, τότε αυτή η αντίσταση εξουδετερωνόταν µε την στρατιωτική µας δύναµη. ∆εν αποκλείω, όµως, την πιθανότητα να υπήρχαν θύµατα µεταξύ του άµαχου πληθυσµού εξαιτίας της χρησιµοποίησης βαρέων όπλων για την εξουδετέρωση της αντίστασης που προέβαλλαν οι αντάρτες, υπερασπιζόµενοι ένα χωριό. Ως παράδειγµα αναφέρω τις κατηγορίες που διατυπώθηκαν κατά τη διάρκεια της δίκης της Νυρεµβέργης εναντίον της µεραρχίας µας για τη διάπραξη εγκληµάτων πολέµου στα στενά της Κλεισούρας […] Το περιστατικό συνέβη περίπου ως εξής: στα στενά της Κλεισούρας δέχθηκε επίθεση από ένα χωριό µια αυτοκινητοποµπή του 1ου Τάγµατος µε αποτέλεσµα να καταστραφεί σχεδόν ολοσχερώς. Σήµερα πλέον δεν είµαι σε θέση να αναφέρω τον αριθµό των νεκρών από την πλευρά µας. Ο διοικητής του συντάγµατος Σύµερς διέταξε την πραγµατοποίηση επίθεσης εναντίον του χωριού αυτού για την απελευθέρωση των τραυµατιών. Μετά τη διαταγή το χωριό καταστράφηκε µε τη χρήση βαρέων όπλων. Αντιλαµβάνεται κανείς ότι υπήρξαν θύµατα µεταξύ του άµαχου πληθυσµού». 306
Καταθέτοντας επίσης στο πλαίσιο των µεταπολεµικών ανακρίσεων, ο Φρίντριχ Χούσεµαν (Friedrich Husemann), συγγραφέας του βιβλίου της ιστορίας της 4ης Μεραρχίας SS, απέδωσε την καταστροφή της Κλεισούρας και την εκτέλεση των γυναικοπαίδων στην σύγκρουση µεταξύ των ανταρτών και των γερµανικών τµηµάτων, προσθέτοντας ότι ο Σύµερς εξέφρασε µετά το συµβάν τη βαθιά του θλίψη:
«Κατά σύµπτωση, την ίδια ηµέρα κατά την οποία ανέλαβε τη διοίκηση της µεραρχίας ο Συνταγµατάρχης Σύµερς, αποκαταστάθηκε. Για τη διερεύνηση της υπόθεσης της Κλεισούρας διενεργήθηκε εναντίον του προανάκριση από στρατοδικείο. Θυµόµαστε, ότι αυτό συνέβη µετά τον φόνο των επτά συναδέλφων από τους αντάρτες στα στενά της Κλεισούρας. Τότε, στις 5 Μαΐου 1944 συγκροτήθηκε προσωπικά από τον διοικητή του συντάγµατος µια Οµάδα Μάχης για την καταδίωξη των ανταρτών. Όταν εντοπίστηκαν, κατέφυγαν οι αντάρτες, µετά από µικρή αντίσταση που αρχικά προέβαλλαν, στο χωριό από όπου άρχισαν να πυροβολούν. Μετά τη χρησιµοποίηση βαρέων όπλων το χωριό καταλήφθηκε µε έφοδο. Κατά τη διάρκεια του βοµβαρδισµού σκοτώθηκαν πολλές γυναίκες και παιδιά, γεγονός για το οποίο ο ίδιος ο διοικητής εξέφρασε την βαθιά του θλίψη». 307
Κατά τις προανακρίσεις που διενεργήθηκαν αµέσως µετά τα γεγονότα της Κλεισούρας, ο Σύµερς κλήθηκε να δώσει εξηγήσεις ενώπιον του Στρατιωτικού ∆ιοικητή Θεσσαλονίκης, Πφλούγκραντ, στον οποίο υπαγόταν άλλωστε η 4η Μεραρχία. Στις 3 Ιουνίου ο Σύµερς υπέβαλε έγγραφη απολογία, περιγράφοντας την «Επιχείρηση Κλεισούρα». Είναι σηµαντικό να παρακολουθήσουµε τον τρόπο µε τον οποίο προσπάθησε να δικαιολογήσει στους ανωτέρους του τη σφαγή των αµάχων:
«[…] Όταν έγινε γνωστή η ενέδρα, µετέβη ο ίδιος µαζί µε µια οµάδα στον τόπο της ενέδρας, για να αντιµετωπίσουµε και να καταδιώξουµε τους συµµορίτες. Στην επιχείρηση εκκαθάρισης συµµετείχαν επίσης σηµαντικές δυνάµεις Βουλγάρων πολιτοφυλάκων που στάθµευαν στην ευρύτερη περιοχή της Κλεισούρας. Μετά από σχετικά ασθενή αντίσταση υποχώρησαν οι συµµορίτες και κατέφυγαν προς τα νοτιοδυτικά, προς την Κλεισούρα, παίρνοντας µαζί τους τραυµατίες, τα όπλα και µια µοτοσυκλέτα. Αµέσως διέταξα την απηνή καταδίωξη των διαφυγόντων συµµοριτών.
Από τις παρυφές της Κλεισούρας οι συµµορίτες προέβαλλαν για µια ακόµη φορά αντίσταση και άρχισαν να βάλλουν εναντίον των προωθούµενων µονάδων µε όπλα, οπλοπολυβόλα και όλµους. Για να αποκλείσω το ενδεχόµενο να σηµειωθούν και άλλες απώλειες, διέταξα την παύση της προώθησης των µονάδων και την χρησιµοποίηση διάφορων βαρέων όπλων. Χρησιµοποιήθηκαν : µια διµοιρία όλµων (6 όλµοι) [1 Gr.-Werfer Zug = 6 Rohre], 1 1e. I. G.–Zug (4 1e. I. G..), µισή διµοιρία αντιαεροπορικών πυροβόλων των δύο χιλιοστών [1 Halbzug 2 cm Flak], και δύο οµάδες οπλοπολυβόλων (4 οπλοπολυβόλα) [2 Gruppen sMG = 4 sMG]. Στη συνέχεια διέταξα την χωρίς καµία επιείκεια έναρξη των πυρών εναντίον της Κλεισούρας. Επειδή δεν στάθηκε δυνατό να εξουδετερωθούν οι εχθρικοί όλµοι, που συνέχισαν να βάλλουν, διέταξα τα πυρά να διαµοιραστούν εναντίον όλης της έκτασης όπου ήταν χτισµένο το χωριό της Κλεισούρας. Μετά από περίπου τριάντα λεπτά διαπιστώθηκε ότι οι συµµορίτες είχαν σταµατήσει να βάλλουν και πολλά άτοµα, µεταξύ αυτών γυναίκες και παιδιά, άρχισαν να εγκαταλείπουν την Κλεισούρα µε κατεύθυνση προς τα νοτιοδυτικά όπου βρισκόταν ένα δάσος. Ακόµα και αυτήν τη στιγµή ρίχνονταν από την Κλεισούρα µεµονωµένοι πυροβολισµοί. Η Κλεισούρα καταλήφθηκε µε έφοδο. Ο θάνατος και γυναικών και παιδιών, κατά τη διάρκεια του βοµβαρδισµού και της κατάληψης µε έφοδο της Κλεισούρας, ήταν κάτι που δεν µπορούσε να εµποδιστεί από εµένα, γιατί η Κλεισούρα έπρεπε να καταληφθεί µε έφοδο.
Το γεγονός ότι κατά τη διάρκεια του βοµβαρδισµού και της κατάληψης µε έφοδο της Κλεισούρας σκοτώθηκαν γυναίκες και παιδιά, είναι λυπηρό, αλλά κάτω από τις συνθήκες που είχαν διαµορφωθεί δεν µπορούσε να αποτραπεί. Από τις συνηµµένες καταθέσεις εξάγεται χωρίς καµία αµφιβολία το συµπέρασµα ότι οι συµµορίτες ήλεγχαν την Κλεισούρα τόσο πριν όσο και
µετά την εκδήλωση της ενέδρας. Θεωρώ, επίσης, ότι από την κατάθεση του Έλληνα ράπτη, Χρήστου Κίτση, µπορεί κανείς να συµπεράνει πως αυτός ο άνθρωπος πιθανότατα, αν δεν συµµετείχε και ο ίδιος, θα πρέπει να ήταν παρών στον τόπο του συµβάντος την στιγµή που εκδηλώθηκε η ενέδρα, καθώς ο Κίτσης περιγράφει στην κατάθεσή του µε κάθε λεπτοµέρεια την ενέδρα. Επειδή εγώ ο ίδιος γνωρίζω τη µορφολογία του εδάφους [στην περιοχή της Κλεισούρας], είναι για εµένα ανεξήγητο πως ο Κίτσης, ο οποίος βρισκόταν σε απόσταση δυόµισι χιλιοµέτρων – ο πληθυσµός της Κλεισούρας είχε αποκλειστεί µέσα στο χωριό από φυλάκια [των ανταρτών]-κατάφερε να δει πως εξελίχθηκε η ενέδρα µε κάθε λεπτοµέρεια. Ιδιαίτερα µου προξενεί εντύπωση το γεγονός, ότι ο Κίτσης κατάφερε από απόσταση δυόµισι χιλιοµέτρων να διακρίνει ότι οι δύο επιβάτες της µοτοσυκλέτας αντιµετωπίστηκαν µε µια χειροβοµβίδα, η οποία ρίχθηκε από έναν Ιταλό.
Όπως ανέφερα και προηγουµένως, στην κατάληψη µε έφοδο της Κλεισούρας συµµετείχαν επίσης Βούλγαροι πολιτοφύλακες. Αυτοί οι άνθρωποι ενίσχυσαν εθελοντικά τις µονάδες µου κατά την προώθησή τους και εισήλθαν πρώτοι, µετά την κατάληψη µε έφοδο της Κλεισούρας, στα σπίτια τα οποία ήταν γνωστό σε αυτούς ότι κατοικούνταν από κοµµουνιστές. Εάν τα γεγονότα που περιγράφονται στις καταθέσεις πράγµατι διαδραµατίστηκαν µε αυτόν τον τρόπο, δεν είµαι σε θέση να το κρίνω. Μετά την κατάληψη της Κλεισούρας έδωσα διαταγή να πυρποληθούν όλα τα σπίτια από τα οποία είχαν ριχτεί πυροβολισµοί και είχαν χαρακτηριστεί από τους Βουλγάρους πολιτοφύλακες ως σπίτια των κοµµουνιστών. Η διαταγή εκτελέστηκε.
Κατά την λήψη της απόφασής σας για το συµβάν αυτό παρακαλώ να λάβετε υπόψη σας την ανθρωπίνως κατανοητή οργή που κατέλαβε τους άντρες µου και τους Βουλγάρους πολιτοφύλακες, όταν αντίκρισαν τους φρικιαστικά δολοφονηµένους συναδέλφους τους στη διάβαση της Κλεισούρας». 308
Είναι φανερό ότι ο Σύµερς υπέβαλε ψευδή αναφορά στις προϊστάµενες στρατιωτικές αρχές για τα γεγονότα της Κλεισούρας. Ιδιαίτερης προσοχής θα πρέπει να τύχει ο ισχυρισµός του ότι εναντίον της Κλεισούρας χρησιµοποιήθηκαν βαρέα όπλα. Με αυτόν τον τρόπο ο Σύµερς προσπάθησε να δικαιολογήσει τις απώλειες που υπήρξαν µεταξύ του άµαχου πληθυσµού. Επιπλέον, υποστήριξε πως η χρησιµοποίηση βαρέων όπλων εναντίον της Κλεισούρας κρίθηκε απαραίτητη, όταν οι αντάρτες οχυρώθηκαν µέσα στο χωριό και άρχισαν από εκεί να βάλλουν, ακόµη και µε όλµους, εναντίον των γερµανικών τµηµάτων που είχαν σπεύσει στην περιοχή. Επίσης, είναι αξιοπρόσεκτη η συχνή επανάληψη από τον Σύµερς του τρόπου µε τον οποίο τελικά, κατ΄ αυτόν, οι άντρες του εισήλθαν στην κωµόπολη: «Η Κλεισούρα καταλήφθηκε µε έφοδο». Με άλλα λόγια θέλησε να τονίσει την στρατιωτική αναγκαιότητα των µέτρων που έλαβε από την στιγµή που βρισκόταν σε εξέλιξη µια στρατιωτική επιχείρηση. Η παρουσία των ανταρτών µέσα στην Κλεισούρα, σύµφωνα µε τον Σύµερς, είχε προσδώσει στην όλη επιχείρηση τη µορφή της ανοικτής σύγκρουσης µε τον εχθρό. Εποµένως, η Κλεισούρα είχε καταληφθεί µε στρατιωτική επιχείρηση, η οποία ήταν αναπόφευκτο να προκαλέσει και θύµατα. Επρόκειτο, λοιπόν, κατά τον Σύµερς για µια στρατιωτικά αναγκαία επιχείρηση βασισµένη στις αρχές του πολέµου και όχι για µια επιχείρηση αντιποίνων εναντίον του άµαχου πληθυσµού. Τέλος, θα πρέπει να προσεχθούν τρία ακόµη σηµεία από την παραπάνω αναφορά: α΄) Ο Σύµερς προσπάθησε να αµφισβητήσει την αξιοπιστία των Ελλήνων µαρτύρων, όπως αυτή του Κίτση, οι καταθέσεις των οποίων ενώπιον των γερµανικών αρχών αντέκρουαν τους ισχυρισµούς του, β΄) Η αναφορά του Σύµερς στη συµµετοχή Κοµιτατζήδων από τα γειτονικά χωριά δεν ήταν τυχαία. Το γεγονός πως ήταν οι πρώτοι που εισέβαλαν σε σπίτια, τα οποία ανήκαν σε κοµµουνιστές, όπως υποστήριξε ο Σύµερς, ενίσχυε τα επιχειρήµατα του Γερµανού διοικητή. Από την µια πλευρά, η παρουσία κοµµουνιστών στην Κλεισούρα δικαιολογούσε την επιχείρηση και ενοχοποιούσε τους κατοίκους. Εξάλλου, ο τρόπος µε τον οποίο παρουσίασε τη συµµετοχή των Κοµιτατζήδων ο Σύµερς, τονίζοντας δηλαδή πως ήταν οι πρώτοι που είχαν εισέλθει σε σπίτια, άφηνε ανοικτό το ενδεχόµενο να ήταν και αυτοί που είχαν παρεκτραπεί, γ΄) Είναι ενδεικτικός ο τρόπος µε τον οποίο ο Σύµερς έκλεισε την αναφορά του. Ζητώντας από τους ανωτέρους του να λάβουν υπόψη τους την «ανθρωπίνως δικαιολογηµένη οργή» που κατέλαβε τους άντρες του, αλλά και τους πολιτοφύλακες, όταν αντίκρισαν τα κακοποιηµένα από τους αντάρτες πτώµατα των συναδέλφων τους, άφηνε ανοικτό το ενδεχόµενο τα γερµανικά τµήµατα να είχαν πράγµατι παρεκτραπεί, σκοτώνοντας χωρίς καµία εξαίρεση όσους είχαν παραµείνει στην Κλεισούρα. Όµως, και σε αυτήν την περίπτωση ο Σύµερς δικαιολόγησε τη συµπεριφορά των στρατιωτών του, ζητώντας και από τους ανωτέρους του να κάνουν το ίδιο.
Η πραγµατικότητα, όµως, ήταν τελείως διαφορετική. Οι γερµανικές αρχές είχαν στα χέρια τους τις καταθέσεις των γυναικών που είχαν σωθεί, αλλά και τριών αντρών, από τις οποίες προέκυπταν σηµαντικές διαφορές σε σχέση µε όσα είχε ισχυριστεί ο Σύµερς. Στις καταθέσεις τους οι άντρες µάρτυρες υποστήριξαν ότι µετά την ενέδρα, οι αντάρτες είχαν αποχωρήσει από την περιοχή. Εποµένως, όταν οι µονάδες των SS έφτασαν στην Κλεισούρα επικρατούσε «απόλυτη ησυχία», γεγονός που αναιρούσε όσα είχε ισχυριστεί ο Σύµερς για την οχύρωση των ανταρτών µέσα στην Κλεισούρα και την ανταλλαγή πυρών µε τα γερµανικά τµήµατα. Επιπλέον, κατέθεσαν ότι στην Κλεισούρα είχαν παραµείνει µόνο γυναίκες και παιδιά. Όταν τα τµήµατα των SS µπήκαν στο χωριό, χωρίς να συναντήσουν καµία αντίσταση, άρχισαν να σκοτώνουν όσες γυναίκες και παιδιά έβρισκαν µέσα στα σπίτια και στους δρόµους και να πυρπολούν τα σπίτια. 309
Από τις παραπάνω καταθέσεις προκύπτει ότι όσα είχε υποστηρίξει ο Σύµερς για τη χρήση βαρέων όπλων και την κατάληψη της Κλεισούρας µετά από έφοδο, δεν ανταποκρίνονταν στην πραγµατικότητα. Άλλωστε, αν είχαν χρησιµοποιηθεί βαρέα όπλα εναντίον της Κλεισούρας θα ήταν τουλάχιστον φυσικό επόµενο και αυτοί που είχαν παραµείνει µέσα στο χωριό να προσπαθήσουν να διαφύγουν, κάτι που ο Σύµερς ισχυρίστηκε πως συνέβη. Αλλά ο µεγάλος αριθµός των θυµάτων δεν επιβεβαιώνει κάτι τέτοιο. Αντίθετα φανερώνει ότι οι γυναίκες, τα παιδιά και οι ηλικιωµένοι άντρες δεν είχαν αντιληφθεί την άφιξη των Γερµανών και την είσοδό τους στο χωριό. Η θέση αυτή ενισχύεται και από τις παραπάνω αναφερόµενες καταθέσεις όσων γυναικών γλύτωσαν. Ακόµα και σήµερα στην Κλεισούρα, οι επιζώντες της ηµέρας εκείνης βεβαιώνουν σε σχετική ερώτηση ότι δεν είχαν αντιληφθεί την παρουσία των Γερµανών στο χωριό, ακόµα και όταν αυτοί εισέβαλαν και σκότωσαν τους γείτονές τους. 310
Μεταπολεµικά, η αξιοπιστία της αναφοράς του Σύµερς αποτέλεσε αντικείµενο δικαστικής διερεύνησης από την Εισαγγελία του Κόµπλεντς. Οι γερµανικές εισαγγελικές αρχές ξεκίνησαν ανακρίσεις, προσπαθώντας να διαπιστώσουν µεταξύ των άλλων εάν εναντίον της Κλεισούρας είχαν χρησιµοποιηθεί βαρέα όπλα, κάτι που θα ενοχοποιούσε ταυτόχρονα τον Κουρτ Σβάρτινγκ (Kurt Schwarting), ο οποίος είχε διατελέσει διοικητής του 4ου Λόχου του 1ου Τάγµατος του Ρίκερτ στο Αµύνταιο. Ο 4ος Λόχος ήταν γνωστός ως ο λόχος των βαρέων όπλων, ο οποίος εκτός από τα πολυβόλα του πεζικού ήταν εφοδιασµένος µε όλµους µεγάλου διαµετρήµατος, αντιαρµατικά και µια διµοιρία αντιαεροπορικών πολυβόλων. Στο πλαίσιο των προανακρίσεων αυτών οι εισαγγελικές αρχές κατέληξαν στο συµπέρασµα ότι ήταν ψευδής η αναφορά του Σύµερς, ιδιαίτερα στο σηµείο εκείνο όπου έκανε λόγο για τη χρησιµοποίηση βαρέων όπλων. Από την πλευρά του ο Σβάρτινγκ αρνήθηκε τη συµµετοχή του στην επιχείρηση εναντίον της Κλεισούρας. Χωρίς να υπάρχει µαρτυρική κατάθεση ή άλλο αποδεικτικό στοιχείο που να επιβεβαιώνει το αντίθετο, η Εισαγγελία του Κόµπλεντς ανέστειλε τη δίωξη εναντίον του, καταλήγοντας:
«Αναφορικά µε τον κατηγορούµενο Σβάρτινγκ, η συµµετοχή του στην επιχείρηση εναντίον της Κλεισούρας δεν επιβεβαιώθηκε από την κατάθεση κανενός από τους µάρτυρες. Αντίθετα, η προανάκριση οδήγησε στο συµπέρασµα ότι στην επιχείρηση συµµετείχαν µόνο τµήµατα του 1ου και 3ου Λόχου και όχι ο διοικούµενος από τον Σβάρτινγκ 4ος Λόχος του 1ου Τάγµατος. Αντιθέτως, η έκθεση του διοικητή του συντάγµατος, Σύµερς, ο οποίος ανέφερε ότι στην επιχείρηση εναντίον της Κλεισούρας είχαν χρησιµοποιηθεί βαρέα όπλα θα µπορούσε να οδηγήσει στην υιοθέτηση της θέσης ότι και ο κατηγορούµενος Σβάρτινγκ συµµετείχε µε τον λόχο του στην επιχείρηση, γιατί ήταν ο µόνος λόχος στο τάγµα που διέθετε βαρέα όπλα. Όµως, από τις µαρτυρικές καταθέσεις προέκυψε ότι η αναφερόµενη έκθεση του Σύµερς ήταν στο σηµείο αυτό ψευδής, γιατί εναντίον της Κλεισούρας δεν είχαν χρησιµοποιηθεί καθόλου βαρέα όπλα. Εποµένως, δεν αποδεικνύεται η συµµετοχή του κατηγορούµενου Σβάρτινγκ στην επιχείρηση εναντίον της Κλεισούρας». 311
Όµως, η έρευνα που διενεργήθηκε από τις γερµανικές στρατιωτικές αρχές το 1944 δεν οδήγησε στα ίδια συµπεράσµατα αναφορικά µε την αξιοπιστία όσων είχε υποστηρίξει ο Σύµερς. Αυτό συνέβη γιατί οι προϊστάµενοί του απλώς δεν ήταν διατεθειµένοι να τον τιµωρήσουν και όχι γιατί δεν υπήρχαν επαρκείς αποδείξεις. Έτσι, ο Γερµανός Υποστράτηγος, Πφλούγκραντ, δεν δυσκολεύτηκε να αποδεχτεί χωρίς άλλα αποδεικτικά στοιχεία τις εξηγήσεις του Σύµερς που επαναλήφθηκαν µεταπολεµικά και από τους υφισταµένους του. Καθώς στην παρούσα χρονική στιγµή η στρατιωτική ηγεσία δεν επιθυµούσε να τιµωρήσει έναν στρατιωτικό µε τόσες διακρίσεις στα µέτωπα του πολέµου, όπως ο Σύµερς, υιοθέτησε την ερµηνεία του για τα γεγονότα, βαφτίζοντας την επιχείρηση αντιποίνων εναντίον της Κλεισούρας πολεµική σύγκρουση. Η έκθεση που υπέβαλε ο Πφλούγκραντ στις 12 Ιουνίου 1944 στην Οµάδα Στρατού Ε εξέφραζε το πνεύµα αυτό, οµολογώντας ωστόσο εµµέσως ότι τα όσα στην πραγµατικότητα είχαν διαπράξει οι άντρες των SS στην Κλεισούρα παρέπεµπαν στα σκληρά µέτρα που λάµβανε συχνά ο διοικητή τους. Σηµείωνε χαρακτηριστικά ο Πφλούγκραντ:
« […] Από τις καταθέσεις των κατοίκων της Κλεισούρας προκύπτει ότι το χωριό τη συγκεκριµένη ηµέρα εκκενώθηκε από τους άντρες κατοίκους του και έµειναν πίσω µόνο γυναίκες και παιδιά. Από την άλλη πλευρά, είναι βέβαιο ότι οι µονάδες δέχθηκαν πυρά από το χωριό και συγκεκριµένα από όλες τις κατευθύνσεις. Όπως ήταν φυσικό ο διοικητής του συντάγµατος δεν µπορούσε να γνωρίζει την αποχώρηση του αντρικού πληθυσµού από το χωριό. Τα τακτικά µέτρα που έλαβε για να εξουδετερώσει την αντίσταση, µε τη χρησιµοποίηση όλων των διαθεσίµων όπλων, και για να αποτρέψει περαιτέρω άσκοπες απώλειες, ήταν σωστά και άρα δεν µπορεί να του αποδοθεί καµία κατηγορία για το ζήτηµα αυτό. Εποµένως θα πρέπει να θεωρήσουµε ως βέβαιο το γεγονός ότι η πλειοψηφία των γυναικών και των παιδιών σκοτώθηκαν από τα πυρά και όχι κατά τη διάρκεια της εκκαθάρισης στο χωριό. ∆εν θα πρέπει, ωστόσο, να αποκλείσουµε την πιθανότητα σε µεµονωµένες περιπτώσεις και κατά την εκκαθάριση στο χωριό να εκτελέστηκαν γυναίκες, όπως προκύπτει από τις καταθέσεις των κατοίκων. Κρίνοντας τα περιστατικά αυτά θα πρέπει να λάβουµε υπόψη µας από την µια πλευρά την οργή των µονάδων κατά τη διάρκεια της µάχης και από την άλλη πως ο πληθυσµός είχε υποβληθεί σε ανάκριση.
Εποµένως ενδέχεται σε µεµονωµένες περιπτώσεις τα στρατεύµατα να υπέπεσαν σε σφάλµατα [παρεκτράπηκαν]; Συγκεντρώνει, όµως, λίγες πιθανότητες η εκδοχή ότι οι σκοτωµένες γυναίκες και τα παιδιά δολοφονήθηκαν σε µικρή ή µεγάλη έκταση από τα στρατεύµατα.
Ο Συνταγµατάρχης των SS, Σύµερς είναι προσωπικά γνωστός σε εµένα ως ένας ιδιαίτερα σκληρός διοικητής. Τα µέτρα τα οποία λαµβάνει είναι συχνά δρακόντεια, αλλά µε τη σκέψη του να βρίσκεται συνεχώς στις χαρές και στις λύπες των αντρών του και ως εκ τούτου οι πράξεις του είναι σύµφωνες µε τη στάση του αυτή.
Η έκθεση του διοικητή του συντάγµατος αποδεικνύει σαφέστατα ότι το συµβάν στην Κλεισούρα δεν µπορεί να θεωρηθεί ως αντίποινα, αλλά αποτελεί µια πολεµική σύγκρουση στο πλαίσιο της συµπλοκής κατά την καταδίωξη [των ανταρτών]». 312
Όπως σηµειώνει στο βιβλίο του ο Χούσεµαν, στις 18 Ιουνίου 1944 ο Σύµερς ανέλαβε προσωρινά τη διοίκηση της 4ης Μεραρχίας SS, για όσο διάστηµα θα παρέµενε στο Βερολίνο ο Σµέντες, όπου είχε µεταβεί για υπηρεσιακούς λόγους. Την ίδια ακριβώς ηµέρα ένα τηλεγράφηµα που κοινοποιήθηκε από την Οµάδα Στρατού Ε στον Βάικς στο Βελιγράδι, µε τη σηµείωση να ενηµερωθεί σχετικά ο Νώυµπαχερ, ανέστειλε την προανάκριση εναντίον του Σύµερς, αγνοώντας ουσιαστικά το αίτηµα του πολιτικού εντεταλµένου του Ράιχ στην Ελλάδα για την απόδοση ευθυνών στους πρωταίτιους του
«λουτρού αίµατος στην Κλεισούρα». Με το έγγραφο της αυτό, µε ηµεροµηνία έκδοσης την 14η Ιουνίου 1944, η Οµάδα Στρατού Ε απέρριψε ως αστήρικτες τις κατηγορίες που βάρυναν τους άντρες του Σύµερς και προσωπικά τον ίδιο, µε το ακόλουθο σκεπτικό:
«[…] Όπως προκύπτει µε τρόπο σαφέστατο από την ανακοίνωση του διοικητή του 7ου Τεθωρακισµένου Συντάγµατος Γρεναδιέρων SS σχετικά µε την περίπτωση της Κλεισούρας, οι κατηγορίες που διατυπώθηκαν από την πλευρά των κατοίκων του χωριού Κλεισούρα δεν ανταποκρίνονται στην πραγµατικότητα. Μετά τις εξηγήσεις που έδωσε ο διοικητής του συντάγµατος ενώπιον του Στρατιωτικού ∆ιοικητή της Οµάδας Στρατού Θεσσαλονίκης και την αποδοχή τους από τον τελευταίο, απορρίπτουµε ως αστήρικτες τις κατηγορίες που διατυπώθηκαν από ελληνικής πλευράς. Με το τέλος της Επιχείρησης Gamsbock [Μονόκερως] θα πρέπει να χρησιµοποιηθεί για µια ακόµη φορά το περιστατικό αυτό για προπαγανδιστικούς σκοπούς». 313
Μετά την τοποθέτηση της Οµάδας Στρατού Ε υπέρ του Σύµερς, ο Βάικς απέστειλε στις 20 Ιουνίου τον φάκελο µε όλα τα έγγραφα σχετικά µε την υπόθεση στην Ανώτατη ∆ιοίκηση της Βέρµαχτ. Όπως επεσήµαινε ο Βάικς, η έκθεση του Σύµερς παρουσίαζε σηµαντική απόκλιση σε σχέση µε όσα είχαν υποστηρίξει οι Έλληνες µάρτυρες. Μάλιστα παρέθετε τα σηµεία εκείνα, όπου εντοπίζονταν οι βασικές διαφορές :
«[…] Ο διοικητής του συντάγµατος ανέφερε ότι το χωριό καταλήφθηκε µε έφοδο µετά τη χρησιµοποίηση εναντίον του βαρέων όπλων. Αντίθετα, στις καταθέσεις τους οι κάτοικοι υποστηρίζουν ότι η πολεµική αντιπαράθεση µε τους κόκκινους αντάρτες δεν προκάλεσε καµία ζηµιά στο χωριό. Αφού αποχώρησαν οι κόκκινοι αντάρτες από την περιοχή, το χωριό ερευνήθηκε από γερµανικό τµήµα χωρίς να σηµειωθεί τίποτε και µετά την παρέλευση ενός χρονικού διαστήµατος και χωρίς να λάβει χώρα καµία µάχη εµφανίστηκαν άλλα γερµανικά τµήµατα, τα οποία στράφηκαν µε τον γνωστό τρόπο εναντίον του πληθυσµού του χωριού».
Λαµβάνοντας θέση, ο Βάικς ζήτησε από την Ανώτατη ∆ιοίκηση της Βέρµαχτ να απορρίψει ως αβάσιµες τις κατηγορίες που είχαν προσάψει στον Σύµερς οι κάτοικοι της Κλεισούρας, από τη στιγµή µάλιστα που αυτό αποτελούσε πρόταση και της Οµάδας Στρατού Ε. 314
Στις 6 Ιουλίου, ο Βάικς απέστειλε έγγραφο στον Νώυµπαχερ, ανακοινώνοντάς του το τελικό πόρισµα για την Κλεισούρα και το κλείσιµο της υπόθεσης χωρίς καµία επίπτωση για τον Σύµερς :
«Αναφορικά µε το τηλεγράφηµά σας της 16ης Μαΐου 1944, σας αποστέλλω σχετικά µε την υπόθεση της επιχείρησης εναντίον του χωριού Κλεισούρα την έκθεση του διοικητή του 7ου Τεθωρακισµένου Συντάγµατος Αστυνοµίας Γρεναδιέρων SS της 3ης Ιουνίου 1944, και τις τοποθετήσεις [επί του θέµατος] του Σώµατος Στρατού Θεσσαλονίκης και της Οµάδας Στρατού Ε. Από τα παραπάνω έγγραφα εξάγω το συµπέρασµα ότι τα γεγονότα στην Κλεισούρα διαδραµατίστηκαν διαφορετικά από τον τρόπο που τα περιέγραψαν µερικοί κάτοικοι, οι οποίοι έδωσαν ένορκες καταθέσεις στο Γενικό Προξενείο µας στη Θεσσαλονίκη. Ιδιαίτερα παραπέµπω στην έκθεση του διοικητή του συντάγµατος από την οποία αποδεικνύεται πως δεν επρόκειτο για µια επιχείρηση αντιποίνων που εκδηλώθηκε αργότερα, αλλά πως η Κλεισούρα µετά τη χρησιµοποίηση βαρέων όπλων καταλήφθηκε µε έφοδο. Θα πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι, εξαιτίας της χρησιµοποίησης βαρέων όπλων, ο πληθυσµός του χωριού είχε ήδη υποστεί σηµαντικές απώλειες και µετά την κατάληψη µε έφοδο του χωριού οι Βούλγαροι πολιτοφύλακες, οι οποίοι συµµετείχαν στην επιχείρηση µε τον γερµανικό στρατό, ευθύνονται για τις παρεκτροπές που σηµειώθηκαν, τις οποίες εκ των υστέρων δεν µπορούµε να διερευνήσουµε. Εποµένως είµαι της γνώµης ότι η συνέχιση διερεύνησης της υπόθεσης δεν υπόσχεται καµία επιτυχία [δεν θα οδηγήσει πουθενά]». 315
Η ατιµωρησία του Σύµερς για τα εγκλήµατα που διέπραξαν κατόπιν διαταγής του οι άντρες των SS στην Κλεισούρα οδήγησε στην επανάληψη τους δύο µήνες αργότερα, αυτή τη φορά εναντίον του ∆ιστόµου. Όπως συνέβη και στην Κλεισούρα, µετά από µια ενέδρα των ανταρτών, πέντε χιλιόµετρα µακριά από το ∆ίστοµο, οι άντρες του 2ου Λόχου του 7ου Συντάγµατος του Σύµερς, µε διοικητή τον εικοσιεπτάχρονο Λοχαγό των SS Φριτς Λάουτενµπαχ (Fritz Lautenbach), εισέβαλαν στο ∆ίστοµο στις 10 Ιουνίου 1944 και σκότωσαν εκατοντάδες άντρες, γυναίκες και παιδιά. Σύµφωνα µε την έκθεση για το συµβάν που συνέταξε ο Λάουτενµπαχ, ο λόχος του δεν είχε σκοτώσει αθώους πολίτες στο ∆ίστοµο, αλλά «250-300 συνεργάτες και µέλη των συµµοριών». 316 Όπως όµως αποδείχθηκε κατά τη διερεύνηση της υπόθεσης, η παραπάνω έκθεση ήταν παραπλανητική. Στην περίπτωση του ∆ιστόµου, η ηγεσία της Οµάδας Στρατού F στο Βελιγράδι αναγνώρισε ότι ο Λάουτενµπαχ είχε συντάξει ψευδή έκθεση συµβάντος, επισηµαίνοντας παράλληλα: «Με βάση τα µέχρι τώρα αποδεικτικά στοιχεία προκύπτουν εκπληκτικές οµοιότητες µε την περίπτωση της Κλεισούρας, στην οποία επίσης πρωταγωνίστησε το 7ο Τεθωρακισµένο Σύνταγµα Αστυνοµίας Γρεναδιέρων SS». 317 Από την πλευρά του, ο διοικητής του 68ου Σώµατος Στρατού, Χέλµουτ Φέλµυ, ζήτησε από τον Σµέντες να καλέσει σε απολογία τον Λάουτενµπαχ, επειδή σύµφωνα µε το κατηγορητήριο είχε συντάξει «συνειδητά ψευδή υπηρεσιακή έκθεση», ισχυριζόµενος ότι οι άντρες του είχαν δεχθεί πυρά από το ∆ίστοµο. 318 Στην κατάθεσή του ο Λάουτενµπαχ παραδέχθηκε ότι είχε ενεργήσει αυτοβούλως, κατά παράβαση των διαταγών για τα αντίποινα, ακολουθώντας το «πνεύµα και όχι το γράµµα τους», όπως χαρακτηριστικά ισχυρίστηκε. 319 Ο δε αρµόδιος στρατοδίκης που είχε αναλάβει την προανάκριση κατέληξε στο συµπέρασµα «ότι δεν επρόκειτο για πολεµική σύγκρουση, όπως είχε παρουσιαστεί µέσα από την αναφορά του διοικητή της µονάδας των SS, αλλά για µια αδικαιολόγητη σφαγή». 320
Αυτή τη φορά η ανώτερη γερµανική στρατιωτική ηγεσία αναγνώρισε ότι τα γεγονότα δεν είχαν εξελιχθεί µε τον τρόπο που περιέγραφε στην έκθεσή του ο επικεφαλής της επιχείρησης εναντίον του ∆ιστόµου. Εκείνο που είχε αναγκάσει τις προϊστάµενες στρατιωτικές αρχές να µεταβάλουν τη στάση τους, σε σχέση µε αυτή που είχαν τηρήσει στο ζήτηµα της Κλεισούρας, ήταν η έκθεση ενός υπαξιωµατικού της Μυστικής Αστυνοµίας Στρατού. Ο Γκέοργκ Κοχ (Georg Koch) είχε συνοδεύσει τον Λάουτενµπαχ και τους άντρες του και ήταν αυτόπτης µάρτυρας όσων συνέβησαν εκείνη την ηµέρα. Η έκθεση που συνέταξε ο Κοχ λίγο αργότερα αναιρούσε όσα είχε υποστηρίξει ο Λάουτενµπαχ. Κατά τον Κοχ, οι άντρες του Λάουτενµπαχ είχαν πέσει σε ανταρτική ενέδρα και είχαν υποστεί απώλειες πέντε χιλιόµετρα µακριά από το ∆ίστοµο. Το απόγευµα, όταν οι αντάρτες αποσύρθηκαν από την περιοχή, ο 2ο Λόχος γύρισε στο ∆ίστοµο, σκότωσε όσους κατοίκους συνάντησε και πυρπόλησε τα σπίτια. 321
Στην περίπτωση της Κλεισούρας, η γερµανική ηγεσία είχε απορρίψει µε µεγάλη ευκολία ως αβάσιµες τις καταθέσεις των κατοίκων της, υιοθετώντας τους ισχυρισµούς του Σύµερς. Ενδεχοµένως την ίδια αντιµετώπιση θα είχε και η υπόθεση του ∆ιστόµου εάν στη θέση του Κοχ ήταν Έλληνες αυτόπτες µάρτυρες. Η έρευνα για το ∆ίστοµο προχώρησε αρκετά και αποκάλυψε πολλές πτυχές των γεγονότων που στην πραγµατικότητα συνέβησαν, αλλά και πάλι η επίκληση λόγων στρατιωτικής αναγκαιότητας, στο όνοµα των οποίων η προστασία της ζωής των Γερµανών στρατιωτών δικαιολογούσε τη σφαγή γυναικών και παιδιών, δεν επέτρεψε την παραδειγµατική τιµωρία του Λάουτενµπαχ και των αντρών του. Απλώς ο κύριος υπαίτιος της εκτέλεσης των αµάχων της Κλεισούρας, Σύµερς, ζήτησε από την ανώτερη ηγεσία να τιµωρήσει ο ίδιος τον Λάουτενµπαχ µε πειθαρχικά µέτρα, αναγνωρίζοντας ότι είχε υπερβεί τις διαταγές για τα αντίποινα και είχε συντάξει παραπλανητική έκθεση. Αποδέχθηκε, όµως, την άποψή του ότι οι κάτοικοι του ∆ιστόµου συνεργάζονταν µε τους αντάρτες και δικαιολόγησε την εκτέλεσή τους, µε το ακόλουθο σκεπτικό:
«Οι κοµµουνιστικές συµµορίες δεν περιορίζονται τώρα γενικά στον σχηµατισµό γυναικείων ενόπλων τµηµάτων, αλλά πλέον εκπαιδεύουν γυναίκες και παιδιά, που κατέχουν υψηλή θέση στον γερµανικό ανθρωπισµό χάρη στην εµπιστοσύνη και την τρυφερότητα τους, ως κατασκόπους, για τη συλλογή πληροφοριών, για δολιοφθορές και στη ρίψη βοµβών […] Σε µια τόσο χτυπητή περίπτωση αποδεδειγµένης συµµετοχής των αµάχων στις συµµορίες, όπως αυτή του ∆ιστόµου, ο διοικητής του λόχου θεώρησε πως όφειλε να δράσει παραδειγµατικά, έτσι ώστε οι αρχές Κατοχής να αποδείξουν µε την αρµόζουσα αυστηρότητα ότι ξέρουν να αντιµετωπίζουν ακόµα και την πιο δόλια και ποταπή µορφή του θεωρούµενου “πολέµου”. Εάν η µια πλευρά επανειληµµένως περιφρονεί το δίκαιο του πολέµου και το διεθνές δίκαιο, τότε θα πρέπει η άλλη πλευρά να λάβει τα αναγκαία µέτρα, ώστε να επανατοποθετήσει τη στρατιωτική µάχη στα συνηθισµένα πλαίσια της µε τη συµµετοχή δύο αντιπάλων ιπποτών».
Μέσα από την υιοθέτηση αυτών των απόψεων ο Σύµερς στην πραγµατικότητα παρείχε κάλυψη στον αξιωµατικό του, «έναν από τους καλύτερους διοικητές λόχου του συντάγµατος», όπως τον χαρακτήρισε. 322
Μεταπολεµικά, τα γεγονότα της Κλεισούρας ήρθαν στο προσκήνιο της επικαιρότητας µέσα από τις διεξαγόµενες δίκες για τα εγκλήµατα του τελευταίου πολέµου. Στη δίκη του Στρατιωτικού ∆ιοικητή του 68ου Σώµατος Στρατού, Χέλµουτ Φέλµυ, που διεξήχθη στη Νυρεµβέργη στο πλαίσιο των δικών των στρατηγών της Νοτιοανατολικής Ευρώπης (Υπόθεση 7 : εκτέλεση οµήρων) έγινε αναφορά στην περίπτωση της Κλεισούρας, όπου συνοπτικά αναφέρθηκαν τα εξής:
«Ένα πρωινό του Απριλίου του 1944 εµφανίστηκε µια οµάδα ανταρτών έξω από το χωριό και απαγόρευσε στους κατοίκους να το εγκαταλείψουν. Το απόγευµα της ίδιας ηµέρας και σε απόσταση περίπου δύο χιλιοµέτρων από το χωριό δέχθηκε επίθεση µια γερµανική µοτοσυκλέτα και σκοτώθηκαν δύο Γερµανοί στρατιώτες. Επειδή ήταν ήδη γνωστή η γερµανική µέθοδος των αντιποίνων, όλος ο αντρικός πληθυσµός εγκατέλειψε το χωριό και κρύφτηκε στα βουνά. Πίσω παρέµειναν µόνο ηλικιωµένοι άντρες, γυναίκες και µικρά παιδιά. Περίπου στις 4 µ.µ. της ίδιας ηµέρας περικύκλωσε το χωριό το 7ο Τεθωρακισµένο Σύνταγµα Γρεναδιέρων SS και οι υπαγόµενες στις διαταγές του δυνάµεις Κατοχής των Βουλγάρων πολιτοφυλάκων. Και οι δύο σχηµατισµοί, οι οποίοι υπάγονταν διοικητικά στον Φέλµυ, ερεύνησαν τα σπίτια για όπλα και σφαίρες χωρίς επιτυχία και κάλεσαν όλους τους κατοίκους να συγκεντρωθούν στην πλατεία του χωριού. Τότε άρχισαν να σκοτώνουν και να πυρπολούν. Όταν όλα είχαν τελειώσει κείτονταν νεκροί στην πλατεία 223 άνθρωποι, µεταξύ αυτών 50 παιδιά κάτω των δέκα χρόνων, 128 γυναίκες και οι υπόλοιποι ηλικιωµένοι άντρες. Η Κλεισούρα είχε µετατραπεί σε ένα σωρό χαλασµάτων που ακόµα σιγόκαιγαν». 323
Στα τέλη της δεκαετίας του 1950, οι εισαγγελικές αρχές της Στουτγάρδης ξεκίνησαν ανακρίσεις για τα γεγονότα της Κλεισούρας, µε βάση το αποδεικτικό υλικό που είχε συγκεντρώσει το Ελληνικό Εθνικό Γραφείο Εγκληµάτων Πολέµου και είχε αποστείλει στη Γερµανία µέσω των αρµοδίων ελληνικών εισαγγελικών αρχών. Η ελληνική πλευρά ολοκλήρωσε την έρευνα για την υπόθεση τον Απρίλιο του 1956, απαγγέλλοντας κατηγορίες εναντίον τριών Γερµανών πολιτών που είχαν υπηρετήσει στην Ελλάδα και συγκεκριµένα στην Καστοριά εκείνη την περίοδο : α΄) του Φρούραρχου της Καστοριάς, Υπολοχαγού Χίλντενµπραντ (Hildenbrand), β΄) του επιτελικού Λοχία της Στρατιωτικής Χωροφυλακής του Φρουραρχείου Καστοριάς, Μίχαελ Έµπνερ (Michael Ebner), και γ΄) του Λοχαγού της Αστυνοµίας, Μαξιµίλιαν Ράισλ (Maximilian Reischl) που είχε επιφορτιστεί µε την αποστολή του εξοπλισµού των Κοµιτατζήδων. Συγκεκριµένα, ο πρώτος θεωρήθηκε ότι ήταν αυτός που διέταξε την καταστροφή της Κλεισούρας και την εκτέλεση των κατοίκων της. Ο δεύτερος κατηγορήθηκε ότι συµµετείχε στην επιχείρηση. 324
Αρχικά, οι εισαγγελικές αρχές της Στουτγάρδης εντόπισαν τον Έµπνερ και τον Ράισλ και συγκέντρωσαν στοιχεία για τη δράση τους στην Ελλάδα. Αντίθετα, δεν στάθηκε δυνατό να συλλέξουν περισσότερες πληροφορίες για τον Χίλντενµπραντ, παρά µόνο ότι καταγόταν από την Ανατολική Πρωσία, όπου διατηρούσε κατάστηµα. Ερευνώντας περαιτέρω το προανακριτικό υλικό για την Κλεισούρα που αφορούσε τη δίωξη, η οποία είχε ασκηθεί εναντίον του Σύµερς, ανακάλυψαν ότι εναντίον των τριών προαναφερθέντων εκκρεµούσε κατηγορία για την ίδια υπόθεση. Στη συνέχεια όµως κατέληξαν στο συµπέρασµα «[…] ότι τα προαναφερόµενα πρόσωπα δεν ταυτίζονται µε αυτά που στη συγκεκριµένη υπόθεση κατηγορούνται, αφού διοικούσαν εντελώς άλλες µονάδες και εποµένως δεν µπορεί να συνεχιστεί η προανάκριση για τη διερεύνηση των κατηγοριών εναντίον τους για τη συγκεκριµένη υπόθεση». 325
Η προανάκριση ωστόσο συνεχίστηκε για τον Έµπνερ, ο οποίος εκτός της περιπτώσεως της Κλεισούρας κατηγορείτο για τη διάπραξη και άλλων εγκληµάτων πολέµου στην Ελλάδα. Πολλοί µάρτυρες από την Ελλάδα είχαν καταθέσει ήδη ότι συµµετείχε στην επιχείρηση εναντίον της Κλεισούρας. Στην απολογία του ο Έµπνερ αρνήθηκε οποιαδήποτε συµµετοχή, σηµειώνοντας σχετικά:
«Το χωριό Κλεισούρα το γνωρίζω µόνο ονοµαστικά. Σχετικά είχα ακούσει στην Καστοριά ότι οι ανήκοντες σε µια µονάδα που έδρευε στην περιοχή, για την καταπολέµηση των ανταρτών, πάτησαν µε ένα αυτοκίνητο νάρκη λίγο έξω από την Κλεισούρα. Η µονάδα είχε είκοσι νεκρούς. Ο διοικητής της µονάδας διέταξε µετά από το περιστατικό αυτό τον βοµβαρδισµό της Κλεισούρας. Ο ίδιος δεν συµµετείχα στην επιχείρηση». 326
Η Εισαγγελία της Στουτγάρδης αξιολόγησε το υλικό που είχε συγκεντρώσει για την Κλεισούρα µε σκοπό να διαπιστώσει αν ο Έµπνερ συµµετείχε στην εκτέλεση των κατοίκων της:
«Στις 5 Μαΐου 1944 το 7ο Τεθωρακισµένο Σύνταγµα Γρεναδιέρων SS µε την υποστήριξη µονάδων εθελοντών Βουλγάρων πολιτοφυλάκων υπό την αρχηγία του πρώην Συνταγµατάρχη των SS και διοικητή του συντάγµατος, Σύµερς, κατέστρεψαν την Κλεισούρα και σκότωσαν τους κατοίκους που είχαν παραµείνει στο χωριό γιατί µια ηµέρα νωρίτερα κοντά στο χωριό αυτό και συγκεκριµένα στη διάβαση της Κλεισούρας οι επαναστάτες έστησαν ενέδρα σε δύο αυτοκινητοποµπές της ίδιας µονάδας µε αποτέλεσµα να σκοτωθούν 8 στρατιώτες και 7 να τραυµατιστούν και να ακρωτηριαστούν. Ο Σύµερς σκοτώθηκε τον Αύγουστο του 1944, όταν το αυτοκίνητό του πάτησε σε νάρκη. Ο κατηγορούµενος Έµπνερ αρνείται ότι συµµετέσχε στην επιχείρηση αυτή. Από τη διεξαγόµενη έρευνα δεν προέκυψε κανένα στοιχείο που να αποδεικνύει το αντίθετο. Επιπλέον, η ενεργός συµµετοχή του Έµπνερ στην επιχείρηση αυτή δεν πρέπει να θεωρείται πιθανή γιατί ως επιτελικός λοχίας της Στρατιωτικής Χωροφυλακής δεν µπορούσε να έχει για οργανωτικούς λόγους καµιά συµµετοχή ή να ασκεί επιρροή στη λήψη µέτρων των Waffen–SS. Εποµένως εξαιτίας της έλλειψης επαρκών στοιχείων που θα µπορούσαν να στηρίξουν την τέλεση της πράξης, η διαδικασία αναστέλλεται». 327
Κατόπιν τούτου η Εισαγγελία της Στουτγάρδης έθεσε την υπόθεση της Κλεισούρας στο αρχείο όπως συνέβη µε το σύνολο των υποθέσεων που σχετίζονταν µε τη διάπραξη εγκληµάτων πολέµου από Γερµανούς πολίτες στην Ελλάδα την περίοδο του πολέµου, τη διερεύνηση των οποίων είχαν αναλάβει από το 1955 τα γερµανικά δικαστήρια. Άλλωστε, την ίδια κατάληξη είχε η έρευνα που διενήργησε η Εισαγγελία
του Κόµπλεντς (Koblenz), αναζητώντας στοιχεία που θα αποδείκνυαν τη συµµετοχή στην επιχείρηση εναντίον της Κλεισούρας του Κουρτ Ρίκερτ, διοικητή του 1ου Τάγµατος του 7ου Συντάγµατος SS, και του Κουρτ Σβάρτινγκ, διοικητή του 4ου Λόχου του 1ου Τάγµατος. Όπως ήταν φυσικό οι δύο πρώην αξιωµατικοί των SS αρνήθηκαν κάθε ανάµειξη στην υπόθεση της Κλεισούρας. Κάποιοι από τους πρώην συναδέλφους τους κατέθεσαν ότι ο Ρίκερτ παρακολουθούσε την εξέλιξη της επιχείρησης από το “Νταούλι” µαζί µε τον Σύµερς. Άλλοι όµως µάρτυρες βεβαίωσαν πως ο Ρίκερτ δεν είχε συµµετάσχει. Οι εισαγγελικές αρχές δεν απέκλεισαν το ενδεχόµενο να συµµετείχαν τελικά τόσο ο Ρίκερτ όσο και ο Σβάρτινγκ µε µονάδες του 1ου Τάγµατος στην επιχείρηση αντιποίνων εναντίον της Κλεισούρας. Όµως, ελλείψει επαρκών αποδεικτικών στοιχείων, ανέστειλαν τη δίωξη εναντίον των δύο κατηγορούµενων. 328
Ούτε όµως και το γερµανικό δηµόσιο φάνηκε διατεθειµένο στην περίπτωση της Κλεισούρας να αναλάβει τα οικονοµικά βάρη που προέκυπταν από τις οφειλόµενες επανορθώσεις. Στα τέλη του 1954, ο τότε πρόεδρος της Κλεισούρας απευθύνθηκε στον Καγκελάριο της ∆υτικής Γερµανίας, Κόνραντ Αντενάουερ (Konrad Adenauer), µε το αίτηµα να γίνει “ανάδοχος” της Κλεισούρας το δηµόσιο ή µια µεγάλη γερµανική πόλη. Το αίτηµα αυτό απορρίφθηκε όπως είχε συµβεί και µε προηγούµενο, µε το οποίο καλείτο η Γερµανία να συµβάλει στην ανοικοδόµηση των Καλαβρύτων. Το σκεπτικό της απορριπτικής απόφασης της Βόννης στην πρόταση της Κλεισούρας ήταν δοµηµένο µε όρους πολιτικούς, συµπλέοντας µε το κλίµα του ψυχρού πολέµου και τις νέες προτεραιότητες που είχαν πλέον βρεθεί στο επίκεντρο του διεθνούς πολιτικού ενδιαφέροντος. Σχετικά η Βόννη έδωσε τις κατευθυντήριες οδηγίες στη γερµανική πρεσβεία στην Αθήνα για τον λεκτικό τρόπο µε τον οποίο θα έπρεπε να κοινοποιηθεί η αρνητική απάντηση στον πρόεδρο της Κλεισούρας:
«Με αφορµή την αρνητική απάντηση θα µπορούσαµε ίσως να σας επισηµάνουµε ότι επίσης και στην Γερµανία δεν έχουν σε µεγάλο βαθµό ακόµη αποκατασταθεί οι µεγάλης έκτασης καταστροφές που προκάλεσε ο Β΄ Παγκόσµιος Πόλεµος. Επιπλέον θα θέλαµε να σας επιστήσουµε την προσοχή στο γεγονός ότι στο πλαίσιο της πολιτικής διασφάλισης της παγκόσµιας ειρήνης µέσω της ενδυνάµωσης του ελεύθερου ∆υτικού κόσµου, η οποία επιτεύχθηκε σε µεγάλο βαθµό µε την προσχώρηση της Οµοσπονδιακής ∆ηµοκρατίας της Γερµανίας στο Βορειοατλαντικό Σύµφωνο και στη ∆υτικοευρωπαϊκή Ένωση, απαιτούνται από την Οµοσπονδιακή ∆ηµοκρατία της Γερµανίας και τους πολίτες της επιπρόσθετες οικονοµικές θυσίες. Αυτές οι θυσίες αποβαίνουν εµµέσως προς όφελος όλων των ελεύθερων λαών και ως εκ τούτου το τελικό αποτέλεσµα µπορεί να είναι πολυτιµότερο από την χρηµατοδότηση µεµονωµένων µέτρων για την επανόρθωση γενόµενων αδικιών». 329
Η πυρπόληση της Κλεισούρας και η σφαγή των ηλικιωµένων, των γυναικών και των παιδιών ήταν το αποτέλεσµα µιας αλληλουχίας γεγονότων που είχαν εκθέσει τους κατοίκους στις αρχές Κατοχής. Ταυτόχρονα σηµατοδοτούσε την απαρχή της εφαρµογής σκληρών µέτρων και την ακόµα σκληρότερη µεταχείριση που επεφύλαξαν στη συνέχεια στους αµάχους οι στρατιώτες του Σύµερς. Τον Απρίλιο του 1944 εκατοντάδες άµαχοι εκτελέστηκαν από τα SS κατά τη διάρκεια εκκαθαριστικών επιχειρήσεων και πολλά χωριά καταστράφηκαν ως βάσεις των ανταρτών του ΕΛΑΣ. Αν λοιπόν στην Κλεισούρα είχαν κατάφωρα παραβιαστεί κατά τον Νώυµπαχερ οι νέες διαταγές για τα αντίποινα, οι κατοπινές ενέργειες των SS απέδειξαν ότι αυτές οι διαταγές παρέµεναν σε ισχύ µόνο στη θεωρία.
ΣΤΡΑΤΟΣ Ν. ΔΟΡΔΑΝΑΣ
ΑΝΤΙΠΟΙΝΑ ΤΩΝ ΓΕΡΜΑΝΙΚΩΝ ΑΡΧΩΝ ΚΑΤΟΧΗΣ ΣΤΗ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ (1941-1944)
απόσπασμα απο τη διδακτορική διατριβή που εκπονήθηκε
στο Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας του ΑΠΘ
Θεσσαλονίκη 2002
212. Βλ. Τρύπης, Κλεισούρα…, ό.π., 18, 25-26.
213. Ο Κάλτσεφ κατά την απολογία του το 1948 ενώπιον του ∆ιαρκούς Στρατοδικείου Θεσσαλονίκης δήλωσε ότι «το κύριον έργον του ήτο να παρακολουθή τον Γερµανικόν και Ιταλικόν στρατόν, να προστατεύη τους βουλγαρίζοντας και να παρακολουθή που εδίδοντο τα όπλα υπό των Γερµανών», βλ. ∆ιαρκές Στρατοδικείο Θεσσαλονίκης, Αριθ. 1-434 (1948), Πρακτικά Συνεδριάσεως της 10ης έως 19ης Μαΐου 1948, Αριθ. αποφάσεως 313. Αναλυτικότερα για τη συµβολή του Κάλτσεφ και του Ραβάλι στον εξοπλισµό των Σλαβόφωνων βλ. Κολιόπουλος, ό.π., σ. 77 κ. ε. Επίσης, Κ.Ι.Θ., Αρχείο Γ. Μαργέτη, φακ. 16, 1ος υποφ.: Ελληνική Χωροφυλακή, Υποδ/σις Χωρ/κης Αµυνταίου, Αριθ. 20/2/2, “Περί των εξοπλισθέντων χωρίων περιφερείας της Υποδιοικήσεως”, Αµύνταιο 27 Αυγ. 1944. Σύµφωνα µε την έκθεση της Χωροφυλακής Αµυνταίου, µέχρι τον Αύγουστο του 1944 είχαν εξοπλιστεί τα χωριά Σκλήθρο, Βαρικό, Αετός, Ξυνό Νερό, Ασπρόγεια, Περικοπή και Πεδινό. Στον εξοπλισµό των παραπάνω χωριών πρωτοστάτησε ο Κάλτσεφ, ο οποίος µαζί µε Γερµανούς αξιωµατικούς παρέδωσε τα όπλα στους κατοίκους.
214. Βλ. ΕΛΙΑ, Αρχείο Βουλγαρικής Κατοχής και Προπαγάνδας στη Μακεδονία 1941-1944, φακ. 2, 3ος υποφ. : Ελληνική Πολιτεία, ∆/σις Χωρ/κης Φλωρίνης, Γραφ. Ειδ. Ασφαλείας, Αριθ. 2/32/2β, “Ετησία έκθεσις δράσεως ξένων προπαγανδών έτους 1943”, Φλώρινα 30 Ιαν. 1944. Επίσης, Τρύπης, Κλεισούρα…, ό.π., 22.
215. Στις 25 Μαρτίου 1905, ελληνική δύναµη εκατόν ογδόντα περίπου αντρών υπό τους Τσόντο- Βάρδα, Στέφανο ∆ούκα (Μάλλιο), Ιωάννη Καραβίτη, Μακρή, Ευθύµιο Καούδη, Ανδρέα Παναγιωτόπουλο από την Κλεισούρα κ.α. επιτέθηκε στην εξαρχική Βασιλειάδα σε αντίποινα για τις πυρποήσεις από τους Βουλγάρους των Μονών Τσιριλόβου και Σλίβενης, βλ. σχετικά Μουσείο Μακεδονικού Αγώνα (επιµ.), Η ελληνική αντεπίθεση στη Μακεδονία (1905-1906)· 100 έγγραφα από το Αρχείο του Υπουργείου των Εξωτερικών της Ελλάδος, Θεσσαλονίκη 1997, σ. 140, υποσ. 69. Αναλυτικότερα για την επίθεση εναντίον της Βασιλειάδας, τις απώλειες που υπέστη το χωριό και τις µετέπειτα αντιδράσεις που αυτή προκάλεσε, βλ. Ιωάννης Καραβίτης, Ο Μακεδονικός Αγών. Αποµνηµονεύµατα, Γιώργος Πετσίβας (επιµ.), τόµ. Α΄, Αθήνα 1994, σσ. 227- 243.
216. Αρχείο Ακαδηµίας Αθηνών, NA, T 315 / 65: Anlage 1 zu 1. Geb. Div. Ia Nr. 782 / 43 geh. v. 7.7., Feindnachrichtenblatt Nr. 1 (Stand 2.7.43).
217. Αρχείο Ακαδηµίας Αθηνών, NA, T 315 / 65: 1. Gebirgs Division, KTB, Anlage 1943, (K.T.B., Anlageband IV vom 29.6.43 bis 15.7.43), “Mot. Marschgruppe der 1. Geb. - Div.”, O.U., 3.7.43.
218. Αρχείο Ακαδηµίας Αθηνών, NA, T 315 / 65: Anlage 1 zu 1. Geb. Div. Ia Nr. 782 / 43 geh. v. 7.7., Feindnachrichtenblatt Nr. 1 (Stand 2.7.43).
219. Περισσότερα στοιχεία για τον Ανδρέα Παναγιωτόπουλο και τη συµµετοχή του στο Μακεδονικό Αγώνα βλ. Μιχαήλ Κ. Παπαµιχαήλ, Κλεισούρα ∆υτ. Μακεδονίας. Ακµή-πολιτισµός – αγώνες – θυσίαι – ιστορία – ηθογραφία – λαογραφία (η παλαιά Κλεισούρα από αρχαίων χρόνων µέχρι του 1913) , χ.τ.ε. 1972, σσ. 191-197.
220. Αναφέρεται ότι τελικά µόνο δύο άτοµα ακολούθησαν τον Παναγιωτόπουλο, βλ. Συµεών Νάσιος, µαγνητοφωνηµένη συνέντευξη, Κλεισούρα 22 Σεπτ. 2001.
221. Τρύπης, Κλεισούρα…, ό.π., 27. Πέτρος Κάτσιας, µαγνητοφωνηµένη συνέντευξη, Κλεισούρα 22 Σεπτ. 2001. Στην ένταξή του στο τάγµα του Πούλου αναφέρθηκε ο ίδιος ο Ανδρέας Παναγιωτόπουλος, όταν κατέθεσε, ως µάρτυρας κατηγορίας, στη δίκη του Απόστολου Καρταλάκη. Για τους λόγους που τον οδήγησαν στην απόφαση αυτή τόνισε : «Εγώ κατετάγην εις το τάγµα Πούλου εν Πτολεµαΐδι κατά το έτος 1943 ως λοχαγός αυτού, διότι κατεδιωκόµην υπό των κοµµουνιστών ως Μακεδονοµάχος». Πρόσθεσε δε για το τάγµα του Πούλου : «Το τάγµα αυτό ήτο κατ΄ αρχήν καλό αλλά αργότερον υπό την επιρροήν 5-6 ανθρώπων του περιβάλλοντος του Πούλου εξέφυγε του σκοπού δι΄ ον ιδρύθη», βλ. ΕΘ., Ειδικόν ∆ικαστήριον ∆οσιλόγων, Πρακτικά και Αποφάσεις, (1–137), συνεδρίαση της 14ης ∆εκεµβρίου 1950, αριθ. 136, 137: Μαρτυρική κατάθεση Ανδρέα Π.
222. ΙΑΜ, Γ∆∆Μ, 1943-1946, φακ. 14, 6ος υποφ. [Μητρώα Κοινοτήτων]: Κοινότης Κλεισούρας, 25 Ιουλ. 1943.
223. Τρύπης, Κλεισούρα…, ό.π., 28.
224. Βλ. Αµύντας, ό.π., σσ. 91-92. Επίσης, Τρύπης, Κλεισούρα…, ό.π., 28. Πέτρος Κάτσιας, µαγνητοφωνηµένη συνέντευξη, Κλεισούρα 22 Σεπτ. 2001.
225. Τρύπης, Κλεισούρα…, ό.π., 28-29.
226. Zst, V 508 AR 3/98: Staatsanwaltschaft bei dem Landgericht Stuttgart, 15 Js 2512 / 59. Βλ. επίσης, Office National, ό.π., σσ. 56-57.
227. Βλ. Hermann Franz, Gebirgsjäger der Polizei. Polizei – Gebirgsjäger – Regiment 18 und Polizei – Gebirgs – Artillerieabteilung 1942 bis 1945, Bad Nauheim 1963, σ. 139. Ο συγγραφέας διετέλεσε διοικητής του 18ου Ορεινού Συντάγµατος Αστυνοµίας “Κυνηγών” που έφτασε στην Ελλάδα τον Αύγουστο του 1943. Όπως και άλλοι πρώην συνάδελφοι του, παρουσιάζει µε τρόπο
µεροληπτικό ορισµένα γεγονότα, ιδιαίτερα εκείνα που σχετίζονται µε τα γερµανικά µέτρα για την αντιµετώπιση της αντίστασης. Αν και το σύνταγµα αυτό δεν έδρασε στη Μακεδονία, εντούτοις υπάρχει ένα υποκεφάλαιο για τη Βόρεια Ελλάδα και ειδικότερα για τη ∆υτική Μακεδονία, όπου περιγράφονται οι συνθήκες που επικρατούσαν εκεί από τις αρχές του 1944. Σ΄ αυτό ο συγγραφέας παρέχει πλήθος χρήσιµων πληροφοριών, κυρίως από τη χρονική στιγµή εγκατάστασης του επιτελείου του Ράισλ, για την περιοχή της Καστοριάς και τα εξοπλισµένα τµήµατα των Κοµιτατζήδων, τον ρόλο των Βουλγάρων αξιωµατικών συνδέσµων, αλλά και γενικότερα στοιχεία για τη στάση του ελληνικού πληθυσµού απέναντι στις δυνάµεις Κατοχής, για τις κινήσεις των γερµανικών στρατευµάτων, αλλά και για τις επιθέσεις του ΕΛΑΣ, µέχρι την οριστική αποχώρηση των Γερµανών.
228. MA, RH 19 VII 21/1: Oberkommando Heeresgruppe E, Ia/Ic, Nr. 108/44 geheim, an Befehlshaber Saloniki–Ägäis (O.F.K. 395), “Bewaffnung Bulgarischer Minderheiten”, H. Qu., 15 Ιαν. 1944. Βλ. επίσης, Franz, ό.π., σ. 140. Μέχρι τα µέσα Μαΐου είχε δηµιουργηθεί µια εκτεταµένη ζώνη ασφαλείας γύρω από την Καστοριά που περιλάµβανε δέκα χωριά και έφτανε µέχρι τα στενά της Κλεισούρας. Μέσα στην πόλη της Καστοριάς είχε εγκατασταθεί ένα τάγµα εθελοντών, δύναµης εξακοσίων αντρών, οι οποίοι ήταν ντυµένοι µε ιταλικές στολές που έφεραν ένα κόκκινο-µαύρο περιβραχιόνιο µε τις λέξεις : «Εθελοντικό Τάγµα Καστοριάς».
229. Βλ. MA, RH 19 VII 22/3: Korpsgruppe Saloniki (OFK. 395), Ia, 2478-5949/44 geh., H. Qu., 26 Απρ. 1944 και RH 19 VII 22/4: Ic an Ia, 21 Μαρ. 1944.
230. Χρυσοχόου, Η δράσις του Κ.Κ.Ε, ό.π., σ. 123. Για το συµβάν βλ. επίσης, Ρόσιος, ό.π., σ. 101.
231. ∆ιαρκές Στρατοδικείο Θεσσαλονίκης, Αριθ. 1-434 (1948), Πρακτικά Συνεδριάσεως της 10ης έως 19ης Μαΐου 1948, Αριθ. αποφάσεως 313.
232. Οι άντρες του εφεδρικού µετέβησαν στη Βλάστη, όπου εξοπλίστηκαν και διανυκτέρευσαν σε µια τοποθεσία µεταξύ της Βλάστης και του Γέρµα. Ωστόσο, δεν έλαβαν µέρος στην ενέδρα, βλ. Κωνσταντίνος Μπαξεβάνος, µαγνητοφωνηµένη συνέντευξη, Πελεκάνος 26 Σεπτ. 2001.
233. Ρόσιος, ό.π., σσ. 101-102.
234. Βλ. ∆ΙΣ., Αρχείο ΚΚΕ, τόµ. 3, αριθµός εγγράφου 147: Γενικό Στρατηγείο ΕΛΑΣ προς ΙΧ και Χ Μεραρχίας, Αριθ. Ε.Π.Ε. 736, Σ. ∆. Γενικού Στρατηγείου, 30 Μαρ. 1944.
235. Ρόσιος, ό.π., σ. 103.
236. Βλ. Eberhard Rondholz, « »Schärfste Maßnahmen gegen die Banden sind notwendig... « Partisanenbekämpfung und Kriegsverbrechen in Griechenland. Aspekte der deutschen Okkupationspolitik 1941-1944», Guus Meershoek – Jean Solchany – Ahlrich Meyer – Gerhard Schreiber – Eberhard Rondholz, Repression und Kriegsverbrechen. Die Bekämpfung von Widerstands – und Partisanenbewegungen gegen die deutsche Besatzung in West – und Südeuropa , Berlin – Göttingen 1997, σσ. 139-140.
237. Τρύπης, Κλεισούρα…, ό.π., 30.
238. Κοσµάς Ζαχαρίας, µαγνητοφωνηµένη συνέντευξη, Κλεισούρα 22 Σεπτ. 2001.
239. Βλ. Zst, V 508 AR 2404/67: “Zeugenvernehmung” Κωνσταντίνος Μ. ., Θεσσαλονίκη 3 ∆εκ. 1945. Η κατάθεση ανήκει στον τότε Νοµάρχη Φλώρινας, Κωνσταντίνο Μπόνη, ο οποίος κατέθεσε στο πλαίσιο της προανάκρισης που διεξήγαγαν οι αστυνοµικές αρχές εναντίον του Κάλτσεφ. Σύµφωνα, λοιπόν, µε τον Μπόνη, ο Υψηλάντης, µετά την ενέδρα, προέτρεψε τους συγκεντρωµένους στην πλατεία άντρες να φύγουν από το χωριό, λέγοντάς τους : «ή θα µας ακολουθήσετε όλοι ή θα µείνετε εδώ να σας κατασφάξουν οι Γερµανοί». Βλ. και Νέα Αλήθεια, 31 Μαρ. 1945.
240. Zst, V 508 AR 2415 / 67, τόµ. 2 : K 424 Hamburg, “Vernehmungsniederschrift” Gerhard K., Kiel 21 Μαΐου 1974.
241. Zst, V 508 AR 2415 / 67, τόµ. 2: K 424 Hamburg, “Vernehmungsniederschrift” Fritz Sch., Osnabrück 12 Νοεµ. 1974.
242. Ρόσιος, ό.π., σ. 102.
243. Ό. π., σ. 102.
244. Ό. π., σ. 102.
245. ΙΑΥΕ, 1945, ∆ιεύθυνση Μελετών, φακ. 4, 2ος υποφ. [Εγκύκλιος υπ΄ αριθ. 3747 της 4ης Απριλίου 1945 “περί καταστροφής της Κλεισούρας]” : Βασίλειον της Ελλάδος, Υπουργείον Εξωτερικών, ∆ιεύθυνσις Μελετών και Πληροφοριών, Αριθ. πρωτ. 3747 ∆. Μ. 2, “Εγκύκλιος προς απάσας τας Πρεσβείας – περί καταστροφής Κλεισούρας”, Αθήνα 4 Απρ. 1945.
246. Βλ. NARA, M-893, κουτί 18, Αριθ. εγγράφου NOKW - 469, στοιχείο κατηγορίας Νο. 482: “Aufzeichnung”, µαρτυρικές καταθέσεις Σπύρου Παπαχρήστου και Νικόλαου Μάνου.
247. Βλ. NARA, M-893, κουτί 25: 15. Juli – Schm – 4 – Goesswein, Militaergerichtshof No. V, Fall VII, σ. 92.
248. Βλ. NARA, M-893, κουτί 18, Αριθ. εγγράφου NOKW - 469, στοιχείο κατηγορίας Νο. 482: WFSt./ Ag. Ausland, Nr. 1762 / 44 g. Kdos, Ausl. II A 3, “Abschrift zur Auswärtige Amt übersendet mit Pol. I M 1138 [;] v. 20.5.44 nachstehenden Drahtbericht des Sonderbevollm. Südost, Gesandtes Neubacher, v. 15.5 mit der Bitte um möglichste beschleunigte Nachprüfung und Mitteilung des Ergebnisses : Das Blutbad von Klissoura”, [;] 25 Μαΐου 1944.
249. Τρύπης, Κλεισούρα…, ό.π., 31. Παπακυριακόπουλος, ό.π., σ. 76.
250. Βλ. Hammond, ∆υτική Μακεδονία…, ό.π., σ. 74, όπου υπάρχει αναφορά για είκοσι οκτώ νεκρούς και τραυµατίες Γερµανούς. Επίσης, Στ΄ άρµατα, στ΄ άρµατα…, ό.π., σ. 297, όπου υποστηρίζεται ότι σκοτώθηκαν τριάντα Γερµανοί στρατιώτες. Ακόµη, Θεσσαλονίκη, 5 Απρ. 1984.
251. MA, RH 19 VII 16/3: Führungsabteilung (Arsakli), Ia Nr. 2727 geheim, (Anlage 71), 6 Απρ. 1944.
252. MA, RH 19 VII 16/5: Führungsabteilung (Arsakli), “Tagesmeldung”, Ia Nr. 3403 geheim, (Anlage 291), 24 Απρ. 1944.
253. Husemann, ό.π., σ. 308. Ο συγγραφέας κατέθεσε επίσης ενώπιον των γερµανικών εισαγγελικών αρχών, επαναλαµβάνοντας όσα είχε αναφέρει στο βιβλίο του, βλ. σχετικά, Zst, V 508 AR 2415 / 67, τόµ. 2 : K 424 Hamburg, “Vernehmungsniederschrift” Friedrich H., Laufenburg 2 Οκτ. 1974.
254. NARA, M-893, κουτί 18, Αριθ. εγγράφου NOKW - 469, στοιχείο κατηγορίας Νο. 482: SS. Pz. Gren. Rgt. 7, Sg. Tg. Nr. 534/44 g., “Aktion Klisura – Meldung des Rgt. – Kdr. SS. Pz. Gren. Rgt. 7”, Rgt. St. Qu., 3 Ιουν. 1944.
255. Για την εκτέλεση αυτή βλ. ∆ήµος Ίωνος ∆ραγούµη, Βιβλίον Θανάτων Βογατσικού, τόµος Α΄, Ληξιαρχικές πράξεις θανάτου, Αριθ. 13, Βογατσικό 12 Φεβρ. 1946, Αριθ. 14, Βογατσικό 12 Φεβρ. 1946, Αριθ. 16, Βογατσικό 15 Φεβρ. 1946, Αριθ. 17, Βογατσικό 15 Φεβρ. 1946, Αριθ. 18, Βογατσικό 15 Φεβρ. 1946, Αριθ. 21, Βογατσικό 17 Φεβρ. 1946. Επίσης, ∆ήµος Κλεισούρας (Κλεισούρα), Βιβλίο Ληξιαρχικών Πράξεων Θανάτου, τόµ. Α΄ (1944), Ληξιαρχική πράξη θανάτου Αριθ. 58, Κλεισούρα 29 Μαρ. 1946. Ακόµη, Κοβεντάριος Βιβλιοθήκη, , κιβώτιο 8, φακ. 7ος, (Κατάλογοι φονευθέντων ∆υτ. Μακεδονίας, 1945): Ελληνική Βασιλική Χωροφυλακή, ∆ιοίκησις Χωρ/κης Καστορίας, Γραφείον ∆ηµ. Ασφαλείας, Αριθ. πρωτ. 45/3/7ζ, “Κατάστασις εµφαίνουσα τους φονευθέντες κατοίκους Νοµού Καστορίας κατά την διάρκειαν της Κατοχής”, Καστοριά 13 Οκτ. 1945. Zst, V 508 AR 2404/67: “Vereidigte Zeugenvernehmung”, Αθανάσιος Κ. και Παπαδηµήτριος ∆., Καστοριά 1 Σεπτ. 1945. Θωµάς Γαλιλαίας, µαγνητοφωνηµένη συνέντευξη, Βογατσικό 25 Σεπτ. 2001. Πέτρος Κάτσιας, µαγνητοφωνηµένη συνέντευξη, Κλεισούρα 22 Σεπτ. 2001.
256. Zst, V 508 AR 2415 / 67, τόµ. 1: K 424 Hamburg, “Vernehmungsniederschrift” Josef C., Düsseldorf 2 Απρ. 1974.
257. Βλ. Αριστοτέλης Ι. Τζιώγος, Συνοπτική ιστορία της Κλεισούρας ∆υτικής Μακεδονίας και το ιστορικόν αυτής µνηµείον της χριστιανοσύνης της ιερής µονής Παναγίας-Γεννήσεως της Θεοτόκου , Θεσσαλονίκη 1962, σ. 105. Βλ. επίσης, Ηλίας Ιώβης, «Την ηµέρα που τα Ες-Ες έκαψαν την Κλεισούρα, 5 Απριλίου 1944», Μακεδονική Ζωή, 203 (Θεσσαλονίκη, Απρίλιος 1983), 21.
258. Ρόσιος, ό.π., σ. 102.
259. Βλ. Σταύρος Αβραµίδης, «Η Κλεισούρα στις φλόγες», Μακεδονικόν Ηµερολόγιον, (Θεσσαλονίκη 1951), 110. Επίσης, Το Φως, 4 Απρ. 1954.
260. ΙΑΥΕ, 1945, ∆ιεύθυνση Μελετών, φακ. 4, 2ος υποφ. : Βασίλειον της Ελλάδος, Υπουργείον Εξωτερικών, ∆ιεύθυνσις Μελετών και Πληροφοριών, Αριθ. πρωτ. 3747 ∆. Μ. 2, “Εγκύκλιος προς απάσας τας Πρεσβείας – περί καταστροφής Κλεισούρας”, Αθήνα 4 Απρ. 1945. Επίσης, Κοσµάς Ζαχαρίας, µαγνητοφωνηµένη συνέντευξη, Κλεισούρα 22 Σεπτ. 2001.
261. Βλ. Στ΄ άρµατα, στ΄ άρµατα…, ό.π., σ. 297.
262. Σακαλής, ό.π., σ. 67.
263. Βλ. Παπακυριακόπουλος, ό.π., σσ. 76-77.
264. ∆ιαρκές Στρατοδικείο Θεσσαλονίκης, Αριθ. 1-434 (1948), Πρακτικά Συνεδριάσεως της 10ης έως 19ης Μαΐου 1948, Αριθ. αποφάσεως 313.
265. Ό. π.
266. Ό. π. Το κλίµα πόλωσης που επικράτησε στην µεταπολεµική Ελλάδα οδήγησε πολλούς συγγραφείς να προσάψουν στον ΕΛΑΣ και συγκεκριµένα στον Υψηλάντη την κατηγορία της συνεργασίας µε τον Κάλτσεφ, επιδιώκοντας γενικότερα να αποδείξουν την αντεθνική συµπεριφορά που επέδειξε ο ΕΛΑΣ την περίοδο της Κατοχής. Σηµειώνει σχετικά ο Τζιώγος: «Η εγκληµατική αύτη πράξις ήτο το καταχθόνιον σχέδιον του αχρείου και κακούργου κοµµουνιστού αρχηγού της συµµορίας του “Υψηλάντη”, συνεργαζοµένου µε τον αρχηγόν των βουλγάρων κοµιτατζήδων Κάλτσεφ, οι οποίοι από κοινού κατέστρωναν το σχέδιον και ούτω να ενοχοποιηθή η Κλεισούρα και να την καταστρέψουν οι γερµανοί, όπως και την κατέστρεψαν αυθηµερόν και το απάνθρωπον σχέδιόν των εξεπληρώθη εις το ακέραιον», βλ. Τζιώγος, ό.π., σ. 105. Για το ίδιο θέµα βλ. επίσης, Κωνσταντίνος Σπ. Αντωνίου, Η σλαυϊκή και κοµµουνιστική επιβουλή και η αντίστασις των Μακεδόνων, Θεσσαλονίκη 1950, σ. 143.
267. Κοσµάς Ζαχαρίας, µαγνητοφωνηµένη συνέντευξη, Κλεισούρα 22 Σεπτ. 2001.
268. Zst, V 508 AR 2415 / 67, τόµ. 2 : K 424 Hamburg, “Vernehmungsniederschrift” Fritz Sch., Freudenstadt 23 Ιουλ. 1974.
269. Κοσµάς Ζαχαρίας, µαγνητοφωνηµένη συνέντευξη, Κλεισούρα 22 Σεπτ. 2001. Όπως ανέφερε στον γράφοντα ο Κοσµάς Ζαχαρίας, όταν η γυναίκα του, ζήτησε να φύγει µαζί του, την απέτρεψε λέγοντάς της χαρακτηριστικά : «πουθενά δεν υπάρχουν µνήµατα γυναικών, αντρών όµως υπάρχουν». Την ίδια απάντηση φέρεται ότι έδωσε και ο Ρόσιος στους κατοίκους, βλ. Πέτρος Κάτσιας, µαγνητοφωνηµένη συνέντευξη, Κλεισούρα 22 Σεπτ. 2001. Γενικά µεταξύ των κατοίκων επικράτησε εκείνη την ηµέρα η άποψη να παραµείνουν στο χωριό τα γυναικόπαιδα, καθώς δεν θα κινδύνευαν από τους Γερµανούς. Για το ίδιο θέµα, η ∆ιεύθυνση Μελετών και Πληροφοριών του Υπουργείου των Εξωτερικών, σε σχετική µεταπολεµική έκθεσή της σηµείωνε :
«∆ια τα γυναικόπαιδα απεφασίσθη όπως παραµείνουν εις το χωρίον και τούτο διότι οι πάντες ήσαν πεπεισµένοι ότι ουδένα κίνδυνον είχον ποτέ να διατρέξωσιν αθώαι υπάρξεις δια την ασφάλειαν των οποίων εθεωρήθησαν ικαναί εγγυήσεις η παρεχόµενη εις αµάχους προστασία υπό των νόµων του πολέµου ως και αι υπό των ευρωπαϊκών λαών γενικώς παραδεδειγµέναι περί ηθικής αντιλήψεως όσον αφορά την διασφάλισιν από παντός πολεµικού κινδύνου και αντιποίνων αθώων υπάρξεων, ουδεµίαν εχουσών ενεργόν συµµετοχήν εις τον διεξαγόµενον αγώνα», βλ. ΙΑΥΕ, 1945, ∆ιεύθυνση Μελετών, φακ. 4, 2ος υποφ. : Βασίλειον της Ελλάδος, Υπουργείον Εξωτερικών, ∆ιεύθυνσις Μελετών και Πληροφοριών, Αριθ. πρωτ. 3747 ∆. Μ. 2, “Εγκύκλιος προς απάσας τας Πρεσβείας – περί καταστροφής Κλεισούρας”, Αθήνα 4 Απρ. 1945.
270. Zst, V 508 AR 2415 / 67, τόµ. 1 : K 424 Hamburg, “Vernehmungsniederschrift” Herbert Edmund K., Dillingen 14 Νοεµ. 1973. Σε κάποιο σηµείο της κατάθεσής του ο µάρτυρας αναφέρει πως τα αντίποινα εναντίον της Κλεισούρας αποφασίστηκαν µετά την ενέδρα των ανταρτών που στοίχισε τη ζωή σε αδειούχους στρατιώτες. Ο µάρτυρας αναφέρεται στην ενέδρα που έστησε λίγες ηµέρες µετά την καταστροφή της Κλεισούρας, στις 8 Απριλίου, ο ΕΛΑΣ στην διάβαση της Καστανιάς, σκοτώνοντας είκοσι πέντε περίπου Γερµανούς στρατιώτες που επέστρεφαν από άδεια. Η ενέδρα αυτή έδωσε το έναυσµα για τη διεξαγωγή της εκκαθαριστικής επιχείρησης «Μαγιάτικη Καταιγίδα» στο Βέρµιο. Είναι προφανές ότι ο µάρτυρας συγχέει τα γεγονότα που είχαν σηµειωθεί µέσα σε διάστηµα λίγων µόνο ηµερών.
271. Zst, V 508 AR 2415 / 67, τόµ. 2: K 424 Hamburg, “Vernehmungsniederschrift” Erwin St., Dettingen 24 Ιουλ. 1974.
272. Zst, V 508 AR 2411 / 67: Staatsanwaltschaft Koblenz, 1. gr. Strafgerichtkammer Landgericht Koblenz, “Verfügung”, 9 Js 174/57, Koblenz 7 Οκτ. 1964.
273. Βλ. NARA, M-893, κουτί 18, Αριθ. εγγράφου NOKW - 469, στοιχείο κατηγορίας Νο. 482: “Aufzeichnung”, µαρτυρικές καταθέσεις Σπύρου Παπαχρήστου και Νικόλαου Μάνου.
274. Ό. π. Επίσης, Τρύπης, Κλεισούρα…, ό.π., 31-32. Ευαγγελία Θώµη, µαγνητοφωνηµένη συνέντευξη, Κλεισούρα 22 Σεπτ. 2001.
275. Βλ. Mazower, Στην Ελλάδα…, ό.π., σσ. 206-207.
276. Βλ. ΙΑΥΕ, 1945, ∆ιεύθυνση Μελετών, φακ. 5, 2ος υποφ. : Ελληνική Χωροφυλακή, Υποδιοίκησις Χωρ/κης Αµυνταίου, Αριθ. πρωτ. 50/12/64α, “Αφορά εκτελέσεις κατοίκων χωρίου Κλεισούρας υπό Στρατευµάτων Κατοχής” όπου συνηµµένη “Κατάστασις Ονοµαστική εµφαίνουσα τους φονευθέντας κατά την 5ην Απριλίου 1944 εν τω χωρίω Κλεισούρα”, Αµύνταιο 13 Μαΐου 1944.
277. Βλ. ΙΑΥΕ, 1945, ∆ιεύθυνση Μελετών, φακ. 4, 2ος υποφ. : Βασίλειον της Ελλάδος, Υπουργείον Εξωτερικών, ∆ιεύθυνσις Μελετών και Πληροφοριών, Αριθ. πρωτ. 3747 ∆. Μ. 2, “Κατάθεση Όλγας Αργυρίου Ευαγγέλου”, Φλώρινα 23 Απρ. 1944.
278. Ό. π., “Κατάθεσις Τραυµατίου Ευδοκίας Αθανασίου Τία”. Την κατάθεση αυτή έχει δηµοσιεύσει ο Μπόνης, ό.π., σσ. 83-84.
279. Ό. π., “Κατάθεση Αννίκας Π. Λούπα”, Φλώρινα 23 Απρ. 1944. Επίσης, Άννα Μπουτάρη (Αννίκα Λούπα), µαγνητοφωνηµένη συνέντευξη, Νυµφαίο 22 Σεπτ. 2001.
280. Ό. π., “Κατάθεση Μαρίας Σίµου Μήτσιου”, Φλώρινα 24 Απρ. 1944.
281. Μετά την καταστροφή της Κλεισούρας, επιστρέφοντας οι µονάδες των SS στο Αµύνταιο και την Κοζάνη, µε επικεφαλής τον Σύµερς, εντόπισαν κοντά στο χωριό Ασπρόγεια τρία άτοµα που προσπαθούσαν να κρυφτούν στους θάµνους. Ο ένας από αυτούς εκτελέστηκε στην προσπάθειά του να διαφύγει. Οι άλλοι δύο συνελήφθησαν και µεταφέρθηκαν στο Αµύνταιο. Την εποµένη, στις 6 Απριλίου, οι δύο συλληφθέντες, κάτοικοι Ασπρογείων και Πεδινού, εκτελέστηκαν στο ένατο χιλιόµετρο της οδού Αµυνταίου-Φλώρινας. Σύµφωνα µε τους επικεφαλής της ∆ιοίκησης Χωροφυλακής Φλώρινας, «ούτοι έφερον ανά τέσσαρα τραύµατα δια πιστολίου εις την κεφαλήν, κάτωθι δε της κεφαλής των λίµνη αίµατος εξ ου συµπερένεται ότι η εκτέλεσις εγένετο επί τόπου», βλ. ΕΛΙΑ, Αρχείο Βουλγαρικής Κατοχής και Προπαγάνδας στη Μακεδονία 1941-1944, φακ. 2, 3ος υποφ. : Ελληνική Χωροφυλακή, Υποδ/σις Χωρ/κης Φλωρίνης, Αριθ. 4.48.2, “Περί των εκτελεσθέντων 1) Νικολαΐδην ή Τσούτσην ∆ηµήτριον του Θεοφάνους και 2) Κολίκαν Λάµπρον του Αργυρίου”, Φλώρινα 9 Απρ. 1944. Επίσης, ΙΑΥΕ, 1945, ∆ιεύθυνση Μελετών, φακ. 4, 7ος υποφ.: Γενική Επιθεώρησις Νοµαρχιών περιοχή Γεν. ∆ιοικ. Μακεδονίας, Γραφείον Γ΄., Αρ. πρωτ. ΕΠ. 208, “Έκθεσις”, Απρίλιος 1944 (346).
282. Ο συνοικισµός του Αγίου ∆ηµητρίου υπέστη ολοκληρωτική καταστροφή, καθώς δέχθηκε το κύριο βάρος της γερµανικής επίθεσης εναντίον του χωριού. Ο συνοικισµός αυτός είχε και τα περισσότερα θύµατα. Αντίθετα, ελάχιστες ήταν οι ζηµιές που υπέστη ο συνοικισµός του Αγίου Νικολάου που εκτεινόταν πάνω από τον οµώνυµο ναό. Μέσα στις σχεδόν δύο ώρες, οι άντρες των SS πυρπόλησαν σπίτια και σκότωσαν όσους ανθρώπους κυριολεκτικά πρόλαβαν. Οι άσχηµες καιρικές συνθήκες, την προηγούµενη ηµέρα είχε χιονίσει, και ο φόβος για την επερχόµενη νύχτα, ανάγκασαν τον Σύµερς να σηµάνει το τέλος της επιχείρησης. Κυρίως γι΄ αυτούς τους λόγους παρέµειναν ανέπαφες διακόσιες πενήντα κατοικίες στον συνοικισµό του Αγίου Νικολάου, βλ. σχετικά, ΙΑΜ, Γ∆∆Μ, φακ. 13Β / 12ος υποφ. : “Κατάστασις εµφαίνουσα κατά συνοικισµούς των πολεµοπαθών οικογενειών Νοµού Καστοριάς” και “Κατάστασις εµφαίνουσα κατά συνοικισµούς τας µη καταστραφείσας οικίας”, Καστοριά 2 Μαΐου 1945.
283. Βλ. NARA, M-893, κουτί 18, Αριθ. εγγράφου NOKW - 469, στοιχείο κατηγορίας Νο. 482: “Aufzeichnung”, µαρτυρική κατάθεση Χρήστου Κίτση, Θεσσαλονίκη 20 Απρ. 1944. Η κατάθεση αυτή δόθηκε ενώπιον των γερµανικών προξενικών αρχών στη Θεσσαλονίκη. Αναφέρεται ότι ο µάρτυρας ήταν γνωστός των υπαλλήλων του γερµανικού προξενείου, καθώς εργαζόταν για πολλά χρόνια σ΄ αυτό ως ράπτης. Στο ίδιο, “Aufzeichnung”, µαρτυρικές καταθέσεις Σπύρου Παπαχρήστου και Νικόλαου Μάνου.
284. Βλ. Παπακυριακόπουλος, ό.π., σ. 77. Τρύπης, Κλεισούρα…, ό.π., 32δ. Πέτρος Κάτσιας, µαγνητοφωνηµένη συνέντευξη, Κλεισούρα 22 Σεπτ. 2001.
285. Βλ. ΙΑΥΕ, 1945, ∆ιεύθυνση Μελετών, φακ. 5, 1ος υποφ.: Ελληνική Πολιτεία, Νοµαρχία Φλωρίνης, “Έκθεσις περί πυρπολήσεως Κλεισούρας”, Φλώρινα 10 Απρ. 1944.
286. NARA, M-893, κουτί 18, Αριθ. εγγράφου NOKW - 469, στοιχείο κατηγορίας Νο. 482: “Aufzeichnung”, µαρτυρική κατάθεση Χρήστου Κίτση, Θεσσαλονίκη 20 Απρ. 1944.
287. Βλ. ΕΛΙΑ, Αρχείο Βουλγαρικής Κατοχής και Προπαγάνδας στη Μακεδονία 1941-1944, φακ. 2, 3ος υποφ.: “Κατάστασις Ονοµαστική επιζώντων και φονευθέντων µελών οικογενειών Κλεισούρας την 5.4.1944”, Φλώρινα /4/1944. Σύµφωνα µε την κατάσταση αυτή, από τις ενενήντα εννιά οικογένειες είχαν διασωθεί τριακόσια οκτώ άτοµα και είχαν φονευθεί διακόσια δέκα πέντε.
288. NARA, M-893, κουτί 18, Αριθ. εγγράφου NOKW - 469, στοιχείο κατηγορίας Νο. 482: “Liste der Opfer von Klissura nach dem Stand vom 5.4.1944”. Η λίστα αυτή παραδόθηκε στη συνέχεια στις γερµανικές αρχές.
289. Βλ. ΕΛΙΑ, Αρχείο Βουλγαρικής Κατοχής και Προπαγάνδας στη Μακεδονία 1941-1944, φακ. 2, 3ος υποφ.: “Κατάστασις Ονοµαστική των τραυµατισθέντων κατοίκων Κλεισούρας την 5-4-1944”.
290. Συνολικά συντάχθηκαν εκατόν εξήντα έξι ληξιαρχικές πράξεις θανάτου. Όπως αναφέρθηκε, οι σαράντα εννιά από αυτές συντάχθηκαν την εποµένη της καταστροφής, γεγονός που οδηγεί στο συµπέρασµα ότι το κτήριο της κοινότητας της Κλεισούρας δεν είχε καταστραφεί. Στις 18 Μαρτίου 1946 συντάχθηκε η πεντηκοστή πράξη θανάτου και στις 22 Μαρτίου 1973 η εκατοστή εξηκοστή έκτη. Σε εκατόν πενήντα µια από αυτές αναγράφεται ως αιτία θανάτου η εκτέλεση από τους Γερµανούς, στις δέκα τέσσερις η εκτέλεση από τους γερµανοβουλγάρους, ενώ ένα άτοµο πέθανε από συγκοπή, βλ. σχετικά, ∆ήµος Κλεισούρας (Κλεισούρα), Βιβλίο Ληξιαρχικών Πράξεων Θανάτου, τόµ. Α΄ (1944), τόµ. Β΄ (1945-1970), τόµ. Γ΄ (1971-1976).
291. Βλ. ΙΑΥΕ, 1945, ∆ιεύθυνση Μελετών, φακ. 5, 2ος υποφ. : Ελληνική Χωροφυλακή, Υποδιοίκησις Χωρ/κης Αµυνταίου, Αριθ. πρωτ. 50/12/64α, “Αφορά εκτελέσεις κατοίκων χωρίου Κλεισούρας υπό Στρατευµάτων Κατοχής”, Αµύνταιο 12 Μαΐου 1944 και συνηµµένη “Κατάστασις Ονοµαστική εµφαίνουσα τους φονευθέντας κατά την 5ην Απριλίου 1944 εν τω χωρίω Κλεισούρα”, Αµύνταιο 13 Μαΐου 1944.
292. ΙΑΜ, Γ∆∆Μ, φακ. 13Β, 12ος υποφ. : “Κατάστασις εµφαίνουσα κατά συνοικισµούς των πολεµοπαθών οικογενειών Νοµού Καστοριάς”, Καστοριά 2 Μαΐου 1945.
293. ΙΑΜ, Γ∆∆Μ, φακ. 1, 12ος υποφ. : “Κατάστασις εµφαίνουσα τα τέκνα των πυροπαθών χωρίου Κλεισούρας και διαµένοντα εν τη Επαρχία Εορδαίας”, Πτολεµαΐδα 23 Μαΐου 1944.
294. Πολύ σηµαντικές πληροφορίες για την καταστροφή της Κλεισούρας περιέχονται στο βιβλίο της εθελόντριας αδελφής Αντιγόνης Τσάµη, που στηρίζονται στις ανέκδοτες σηµειώσεις της τότε προϊσταµένης του παραρτήµατος του Ε.Ε.Σ. Φλώρινας, Ελένης Κάλφογλου -Αναγνωστίδου, βλ. σχετικά Αντιγόνη Λ. Τσάµη, Η δράση των εθελοντριών αδελφών του παραρτήµατος του Ελληνικού Ερυθρού Σταυρού Φλωρίνης στην πολεµική και ειρηνική περίοδο, Θεσσαλονίκη 1995, σσ. 29-30. Επίσης, βλ. ΙΑΥΕ, 1945, ∆ιεύθυνση Μελετών, φακ. 5, 1ος υποφ. : Ελληνική Πολιτεία, Νοµαρχία Φλωρίνης, “Έκθεσις περί πυρπολήσεως Κλεισούρας”, Φλώρινα 10 Απρ. 1944.
295. Τσάµη, ό.π., σσ. 33. Στο µνηµείο που έχει στηθεί στην Κλεισούρα έχουν χαραχτεί τα ονόµατα διακοσίων τριάντα εννιά εκτελεσθέντων, στην συντριπτική τους πλειοψηφία ηλικιωµένων, γυναικών και παιδιών, βλ. Το Ολοκαύτωµα της Κλεισούρας της 5-4-1944. ∆απάνη του Φιλανθρωπικού Συλλόγου των Απανταχού Κλεισουριέων “Ο Άγιος Μάρκος” εις µνήµην των σφαγιασθέντων και των πεσόντων εις τους υπέρ πατρίδος αγώνας. Εσφαγιάσθησαν τη 5-4-1944.
296. Τσάµη, ό.π., σσ. 30-38. ΙΑΥΕ, 1945, ∆ιεύθυνση Μελετών, φακ. 5, 1ος υποφ. : Ελληνική Πολιτεία, Νοµαρχία Φλωρίνης, “Έκθεσις περί πυρπολήσεως Κλεισούρας”, Φλώρινα 10 Απρ. 1944.
297. ΙΑΥΕ, 1945, ∆ιεύθυνση Μελετών, φακ. 5, 1ος υποφ. : Ελληνική Πολιτεία, Νοµαρχία Φλωρίνης, “Έκθεσις περί πυρπολήσεως Κλεισούρας”, Φλώρινα 10 Απρ. 1944.
298. Τρύπης, Κλεισούρα…, ό.π., 32δ.
299. Ό. π. Επίσης, ∆ήµος Κλεισούρας, Βιβλίο Ληξιαρχικών Πράξεων Θανάτου, τόµ. Α΄ (1944), Ληξιαρχική πράξη θανάτου ∆ηµήτριου Τράντα ή Τραντόπουλου, Αριθ. 60, Κλεισούρα 15 Αυγ. 1946. Ακόµη, Πέτρος Κάτσιας, µαγνητοφωνηµένη συνέντευξη, Κλεισούρα 22 Σεπτ. 2001.
300. Ευανθία Κάτσια, µαγνητοφωνηµένη συνέντευξη, Κλεισούρα 22 Σεπτ. 2001.
301. Για τη διαταγή της 22ας ∆εκεµβρίου 1943 βλ. Κεφάλαιο 3, σσ. 281-286.
302. NARA, M-893, κουτί 18, Αριθ. εγγράφου NOKW - 469, στοιχείο κατηγορίας Νο. 482: (Fernschreiben) SSD–GKDOS–QEM, WATB/A, 0057, (1350) an OB. Südost – Generalfeldmarschall von Weichs / Sonderbevollmächtigten Südost, “Blutbad von Klissura”, 16 Μαΐου 1944. Το έγγραφο έχει δηµοσιεύσει ο Φλάισερ, Η ναζιστική εικόνα…, ό.π., σ. 388.
303. NARA, M-893, κουτί 18, Αριθ. εγγράφου NOKW - 469, στοιχείο κατηγορίας Νο. 482: WFSt. / Ag. Ausland, Nr. 1762 / 44 g. Kdos, Ausl. II A 3, “Abschrift zur Auswärtige Amt übersendet mit Pol. I M 1138 [;] v. 20.5.44 nachstehenden Drahtbericht des Sonderbevollm. Südost, Gesandtes Neubacher, v. 15.5 mit der Bitte um möglichste beschleunigte Nachprüfung und Mitteilung des Ergebnisses : Das Blutbad von Klissoura”, [;] 25 Μαΐου 1944. Βλ. επίσης, Neubacher, ό.π., σ. 142.
304. Πρβλ. Τσάµη, ό.π., σσ. 31-32, όπου µετά την είσοδο του κλιµακίου των γιατρών και των νοσοκόµων στην Κλεισούρα, βρέθηκαν ενώπιον ενός ηλικιωµένου άντρα, ο οποίος έχοντας χάσει πολλούς συγγενείς του, άρχισε να φωνάζει : «Τι φταίµε εµείς, φτωχοί άνθρωποι, άοπλοι, στο βουνό ψηλά ; Έρχονται οι µεν (Γερµανοί), µας φοβερίζουν. Έρχονται οι δε (Αντάρτες), το ίδιο. Κατάρα και στους µεν…κατάρα και στους δε…».
305. Neubacher, ό.π., σσ. 141-142.
306. Zst, V 508 AR 2415 / 67, τόµ. 2 : K 424 Hamburg, “Vernehmungsniederschrift” Werner Heinrich Sch., Bad Segeberg 8 Νοεµ. 1974
307. Husemann, ό.π., σ. 331.
308. NARA, M-893, κουτί 18, Αριθ. εγγράφου NOKW - 469, στοιχείο κατηγορίας Νο. 482: SS. Pz. Gren. Rgt. 7, Sg. Tg. Nr. 534/44 g., “Aktion Klisura – Meldung des Rgt. – Kdr. SS. Pz. Gren. Rgt. 7”, Rgt. St. Qu., 3 Ιουν. 1944.
309. NARA, M-893, κουτί 18, Αριθ. εγγράφου NOKW - 469, στοιχείο κατηγορίας Νο. 482: “Aufzeichnung”, µαρτυρική κατάθεση Χρήστου Κίτση, Θεσσαλονίκη 20 Απρ. 1944 και
310. Ευαγγελία Θώµη, µαγνητοφωνηµένη συνέντευξη, Κλεισούρα 22 Σεπτ. 2001. Συµεών Νάσιος, µαγνητοφωνηµένη συνέντευξη, Κλεισούρα 22 Σεπτ. 2001. Ο τελευταίος συνοµιλητής του γράφοντος έµενε µε την οικογένειά του στη συνοικία του Αγίου Αντωνίου. Όπως ανέφερε χαρακτηριστικά, την ηµέρα εκείνη είχε ακούσει πυροβολισµούς, αλλά δεν γνώριζε τι ακριβώς συνέβαινε. Μόνο όταν βγήκε από το σπίτι, µετά την αποχώρηση των Γερµανών, αντιλήφθηκε το µέγεθος της καταστροφής. Η οικογένειά του δεν είχε κανένα θύµα, αλλά ούτε και το σπίτι τους καταστράφηκε.
311. Zst, V 508 AR 2411 / 67: Staatsanwaltschaft Koblenz, 1. gr. Strafgerichtkammer Landgericht Koblenz, “Verfügung” - “Beschluß”, 9 Js 174/57, Koblenz 7 Οκτ. 1964.
312. NARA, M-893, κουτί 18, Αριθ. εγγράφου NOKW - 469, στοιχείο κατηγορίας Νο. 482: Korpsgruppe Saloniki (OFK 395), Ia, 3509 – 7323 / 44 geh., an Okdo. Heeresgruppe E – Ic/AO, “Unternehmen Klisura”, H. Qu., 12 Ιουν. 1944. Μέρος του εγγράφου έχει δηµοσιευτεί στο Husemann, ό.π., σ. 332.
313. Βλ. Husemann, ό.π., σσ. 330-331.
314. NARA, M-893, κουτί 18, Αριθ. εγγράφου NOKW - 469, στοιχείο κατηγορίας Νο. 482: Oberbefehlshaber Südost (Okdo. H. Gr. F), Gruppe Ic/AO, Nr. 4506 g., an O.K.W. / WFSt,
315. NARA, M-893, κουτί 18, Αριθ. εγγράφου NOKW - 469, στοιχείο κατηγορίας Νο. 482: Der Oberbefehlshaber Südost, Ic / AO, Nr. 4506 geh., “Dem Sonderbevollmächtigten des Auswärtigen Amts für den Südosten, Hernn Gesandten Neubacher - Belgrad”, H. Qu., 6 Ιουλ. 1944.
316. NARA, M-893, κουτί 18, Αριθ. εγγράφου NOKW - 081, στοιχείο κατηγορίας Νο. 483: Oberbefehlshaber Südost (Okdo. H. Gr. F), Gruppe Ic/AO, Nr. 5298 g., Fernschreiben an OKW /. WFSt, “Vorgänge bei Gefecht Distomon”, 16 Ιουλ. 1944.
317. Ό. π.
318. NARA, M-893, κουτί 18, Αριθ. εγγράφου NOKW - 467, στοιχείο κατηγορίας Νο. 484: Generalkommando LXVIII. A. K., Der Kommandierende General, an den Kommandeur der 4. – SS – Pz. Gren. Division, Herrn Brigadeführer Schmedes oder Vertreter im Amt, K. H. Qu., 4 Ιουλ. 1944.
319. NARA, M-893, κουτί 18, Αριθ. εγγράφου NOKW - 467, στοιχείο κατηγορίας Νο. 484: SS – Pz. – Gren. – Rgt. 7, III, “Verklagung”, Rgt. Gef. St., 20 Ιουλ. 1944.
320. NARA, M-893, κουτί 35, Αριθ. εγγράφου NOKW - 179, στοιχείο υπεράσπισης Νο. 133: “Eidesstattliche Versicherung” Dr. Hans Werner Giesecke, Jena – Löbstedt 4 ∆εκ. 1947.
321. NARA, M-893, κουτί 18, Αριθ. εγγράφου NOKW - 467, στοιχείο κατηγορίας Νο. 484: Gruppe GFP 510, Sekretariat XV, Tgb. Nr. 425/44, “Aktion zur Freikämpfung der Straße Lewadia- Arachowa am 10.6.44”, Bericht, Lewadia 12 Ιουν. 1944.
322. NARA, M-893, κουτί 18, Αριθ. εγγράφου NOKW - 467, στοιχείο κατηγορίας Νο. 484: SS – Pz. Gren. – Rgt., Der Kommandeur, “ Vorgänge in Distomon am 10.6.1944”, Rgt. St. Qu. 21 Ιουλ. 1944.
323. NARA, M-893, κουτί 25 : 15. Juli – Schm – 4 – Goesswein, Militaergerichtshof No. V, Fall VII, σ. 92.
324. Zst, V 508 AR 3/98: Staatsanwaltschaft bei dem Landgericht Stuttgart, 15 Js 2512 / 59: Anzeige des Leiters des Königlich Griechischen Nationalen Kriegsverbrechenbüros vom 10.4.1956, “Klissura, Kostanofyton, Monopylon, Lakomata, Jannochorion, Neochorion in Mazedonien, 1944”.
325. Ό. π., “Verfügung vom 1.3.1962”: Vermerk für die Akten.
326. Zst, V 508 AR 3/98: Landeskriminalamt Banden – Württemberg, Tgb. Nr. II/1 – 103 / 58, Br. / Schö., “Ermittlungsverfahren gegen Michael E.”, Stuttgart 18 Ιουλ. 1958.
327. Zst, V 508 AR 3/98: Staatsanwaltschaft bei dem Landgericht Stuttgart, 15 Js 2512 / 59: “Teilnahme des Beschuldigten Ebner an der Tötung des Einwohnerschaft des Ortschaft Klissura”.
328. Zst, V 508 AR 2411 / 67: Staatsanwaltschaft Koblenz, 1. gr. Strafgerichtkammer Landgericht Koblenz, “Verfügung” - “Beschluß”, 9 Js 174/57, Koblenz 7 Οκτ. 1964.
329. Βλ. Hagen Fleischer, «Der Neubeginn in der deutsch – griechischen Beziehungen nach dem Zweiten Weltkrieg und die “Bewältigung” der jüngsten Vergangenheit», Griechenland und die Bundesrepublik Deutschland im Rahmen Nachkriegseuropas, Drittes Symposium, organisiert in Thessaloniki und Ouranoupolis, Halkidiki (am 23.-27. Juni 1989) vom Institut für Balkan – Studien und der Südosteuropa – Gesellschaft München, Θεσσαλονίκη 1991, σ. 102.