Έπεσαν τα Γιάννινα, έπεσαν τα Γιάννινα, έπεσαν τα Γιάννινα. Οι πολεμικές επιχειρήσεις του 1912-1913 είχαν αναστατώσει την ήρεμη και ήσυχη καθημερινότητα των κατοίκων του χωριού μας.
Συνεχώς έφταναν μηνύματα, πληροφορίες και ειδήσεις για τις μάχες του ελληνικού στρατού στο Μπιζάνι, για τις δυσκολίες και τα προβλήματα που υπήρχαν ακόμη και από την κακοκαιρία. Μάλιστα πέντε χωριανοί μας, ξεκίνησαν εθελοντικά να πάνε και αυτοί να πολεμήσουν.
Συνάντησαν Τούρκους μετά το Σκαμνέλι και δόθηκε εκεί μία πολύ σκληρή μάχη. Σ’ αυτή τη μάχη σκοτώθηκε ο μουσικός Γιάννης Καρακατσούλης, ο Νικόλας Τσιάμης και ο Βαγγέλης Τόσκας. Τραυματισμένοι επέστρεψαν στο χωριό, ο Αθανάσιος Εξάρχου, ο Απόστολος Ν. Νούτσος (Τόλας) και ο Μιχάλης Μπιζιάκης.
Το πένθος απλώθηκε σε όλο το χωριό και όλοι ζούσαν με φόβο, αγωνία και ανασφάλεια. Πότε και πώς θα τελείωναν οι μάχες; Θα νικούσε ο ελληνικός στρατός; Είχε έρθει η ώρα για τη λευτεριά; Μία μεγάλη παρέα Βρυσοχωριτών, εκεί στα μέσα του Φλεβάρη του 1913, πήγαν στα Γιάννινα για δουλειές και ψώνια. Ανάμεσά τους και η Δέσπω Κλιέτσου-Μπουλιάνα και η Μάτω Κυρτσάλη.
Φοβήθηκαν από την αναστάτωση της πόλης, τελείωσαν γρήγορα τις δουλειές τους και πήραν το δρόμο της επιστροφής.
Είχαν φτάσει στο Σκαμνέλι όταν έμαθαν το συνταρακτικό νέο. «Ο Ελληνικός Στρατός νικητής μπήκε στα Γιάννινα». Τα Γιάννινα ήταν ελεύθερα!
Ελληνικά! Μαζί με τα Γιάννινα όλη η περιοχή φυσικά και το χωριό μας.
Φτερά έβαλαν στα πόδια τους. Έπρεπε να φτάσουν γρήγορα στο χωριό, να μάθουν όλοι τα συνταρακτικά νέα.
Όταν έφτασαν στη βρύση του Τσιόμου, η Δέσπω Κλιέτσου - Μπουλιάνα και η Μάτω Κυρτσάλη άρχισαν να φωνάζουν δυνατά: Κ’τζού Ιάνα, Κ’τζού Ιάνα, Κ’τζού Ιάνα: Έπεσαν τα Γιάννινα, έπεσαν τα Γιάννινα:
Η κόρη, από το πρώτο σπίτι του χωριού, άκουσε τις φωνές, άφησε τις δουλειές της, αφουγκράστηκε καλύτερα και κατάλαβε. Άρχισε τότε να φωνάζει και αυτή στον ίδιο σκοπό Κ’τζου Ιάνα!...
Ο άνεμος πήρε τη φωνή, την έκανε τραγούδι και τη μετέφερε απ’ άκρη σ’ άκρη σε όλο το χωριό.
Σε λίγο όλοι είχαν μάθει το ευχάριστο, το ανέλπιστο το συνταρακτικό νέο, που γενιές και γενιές περίμεναν ν’ ακούσουν.
Νέοι, γέροι, άντρες, γυναίκες και παιδιά μαζεύτηκαν στην πλατεία του χωριού. Ακόμη και οι λεχώνες πήραν τα μωρά τους στις σαρμανίτσες και βγήκαν να χαρούν και να συμμετάσχουν στη γιορτή που στήθηκε και στο πανηγύρι που ακολούθησε. Επίσης έφτασε στην πλατεία και ο Σκαμνελιώτης Θεοφάνης Φραγκούλης, που είχε καταφύγει στο χωριό μας με την οικογένειά του, για να προστατευτεί από τους Τούρκους του Ζαγορίου. Ανέβηκε σ’ έναν τοίχο κι άρχισε να εκφωνεί πανηγυρικούς, ενθουσιώδεις εθνικούς λόγους. Οι καμπάνες άρχισαν να ηχούν χαρούμενα.
Στη μέση της πλατείας άναψαν μία μεγάλη φωτιά και κανείς δεν κατάλαβε που βρέθηκαν τόσα ξύλα. Οι τρεις ιερείς άνοιξαν τα βαρέλια με το κρασί της εκκλησίας από τα βακούφικα αμπέλια και το μοίραζαν στους χωριανούς να πιουν, να μεθύσουν και να γλεντήσουν. Οι άνθρωποι έκλαιγαν από χαρά, από συγκίνηση, από υπερηφάνεια.
Αγκαλιάζονταν, χόρευαν και τραγουδούσαν τον ίδιο πάντα σκοπό. Κ’τζου Ιάνα, Κ’τζου Ιάνα!..
Μόνο σε μια γωνιά της πλατείας δέκα περίπου άντρες καθότανε μουδιασμένοι, προβληματισμένοι, ανέκφραστοι. Τους πλησίασε ο παππούς μου και τους ρώτησε τι έχουν και γιατί είναι στενοχωρημένοι.
Στέργιο, του είπαν, καλά όλα αυτά που συμβαίνουν και εμείς χαιρόμαστε. Όμως έχουμε τις περιουσίες μας, τις δουλειές μας, τα σπίτια μας και τις οικογένειές μας, στην Ανατολική Θράκη, στη Ραιδεστό, στην Κεσσάνη, στην Κωνσταντινούπολη. Τι θα γίνουμε; Πώς θα ζήσουμε από εδώ και πέρα με τους Τούρκους όταν επιστρέψουμε εκεί; Ήταν ένα σοβαρό ερώτημα που κανείς δεν μπορούσε τότε να τους απαντήσει.
Εκείνη την ημέρα αρκετοί χωριανοί, ήταν έξω από το χωριό για γεωργικές δουλειές.
Άκουσαν τις καμπάνες, είδαν τη φωτιά και τον καπνό και φοβήθηκαν. «Έφτασαν ως εδώ οι Τούρκοι» σκέφτηκαν. Έτρεξαν τότε να κρυφτούν
βαθιά μέσα στο δάσος. Η Αγγελική Πέκη, έγγυος και μάλιστα στον ένατο μήνα, έφτασε με την παρέα της στην τοποθεσία «Κ’ρλίτζε» που βρίσκεται στο ΒΔ μέρος και σε απόσταση τουλάχιστον τριών ωρών από το χωριό μας. Εκεί γέννησε και το μωρό της, ένα υγιέστατο κοριτσάκι τη Χάϊδω, σύζυγο αργότερα του Γιάννη Δ. Τσουμάνη.
- Αυτές τις ιστορίες μου διηγούνταν με συγκίνηση και κάθε λεπτομέρεια ως τα βαθιά της γεράματα, η γιαγιά μου Δέσποινα Παντίση - Οικονόμου (1893-1990) που εικοσάχρονη γυναίκα το 1913, έζησε τα συνταρακτικά γεγονότα και ανεξίτηλα χαράχτηκαν στη μνήμη της.
- Κοιμήθηκαν Οθωμανοί υπήκοοι, έλεγε, και ξύπνησαν Έλληνες πολίτες.
Ξεχνιούνται ποτέ αυτές οι στιγμές, αυτά τα γεγονότα από ανθρώπους που τα έζησαν!
Ευτυχία Οικονόμου - Γεωργοπούλου
δημοσιευμένο στην εφημερίδα «Τα νέα του Βρυσοχωρίου»
του Μορφωτικού και Ορειβατικου Συλλόγου Βρυσοχωρίου
Αρ. Φύλλου 82, Ιαν. Φεβ. Μαρ. 2013