Περί των μεσαιωνικών αλβανικών φυλών των Μαλακασίων, Μπουίων και Μεσαριτών

Kantakouzinos mpouioiΟ ιστορικός Καντακουζηνός αναφερόμενος εις την εκστρατείαν του αυτοκράτορος Ανδρονίκου Β' του Παλαιολόγου εις την Θεσσαλίαν κατά το 1334 γράφει ότι:

«διατρίβοντα δε εν Θεσσαλία βασιλέα οι τα ορεινά της Θεσσαλίας νεμόμενοι Αλβανοί αβασίλευτοι Μαλακάσιοι και Μπούιοι και Μεσαρίται από των φυλάρχων προσαγορευόμενοι, περί δισχιλίους και μυρίους όντες, προσεκύνησαν ελθόντες και υπέσχοντο δουλεύειν. εδεδοίκεσαν γαρ μη, χειμώνος επελθόντος, διαφθαρώσιν υπό των Ρωμαίων, άτε πόλιν οικούντες ουδεμίαν, αλλά όρεσιν ενδιατρίβοντες και χωρίοις δυσπροσόδοις, ων αναχωρούντες του χειμώνος δια το κρύος και την χιόνα, απιστόν τινα εν τοις όρεσιν εκείνοις νιφομένην, ευεπιχείρητοι έσεσθαι εδόκουν»1.

Το χωρίον αυτό έχει γίνει μέχρι σήμερον αντικείμενον πολλών συζητήσεων όσον αφορά την εθνικότητα των τριών αναφερομένων φυλών. Κατά τους F. Pouqueville2, Π. Αραβαντινόν3, A. J. Β. Wace - Μ. S. Thompson4, C. Jireček5, Ν. Iorga6 και Th. Capidan7, ο Καντακουζηνός εσφαλμένως αναφέρει τους Μαλακασίους, Μπουΐους και Μεσαρίτας ως Αλβανούς, ενώ πρόκειται περί Βλάχων νομάδων, οι όποιοι όπως είναι γνωστόν έζων κατά την εποχήν εκείνην εις τας ορεινάς περιοχάς της Θεσσαλίας, διάγοντες βίον νομαδικόν, όπως ακριβώς συμβαίνει και με τους σημερινούς απογόνους των.

Η γνώμη των αυτή βασίζεται κυρίως επί της ομοιότητος της περιγραφής του νομαδικού βίου των τριών αυτών φυλών υπό του Καντακουζηνού με την τοιαύτην του βίου των Βλάχων της Θεσσαλίας υπό του ραβίνου Βενιαμίν του εκ Τουδέλας8 και του Κεκαυμένου9 καθώς επίσης και επί της θεωρίας ότι λείψανα των ονομάτων των διασώζονται ακόμη σήμερον μεταξύ των Βλάχων της Ηπείρου και Θεσσαλίας. Ούτω το όνομα των Μαλακασίων συνεδεθη με το τοπωνύμιον Μαλακάσι, όνομα περιοχής εκτεινόμενης επί των δυτικών αντερεισμάτων της Πίνδου, εις την οποίαν περιλαμβάνονται τα από Μετσόβου μέχρι Καλαρρυτών Βλαχοχώρια10. Οι δε Μπούιοι ταυτίζονται υπό του Pouqueville με τους εν είδει νομαδικής ζωής διάγοντας Βλαχοποιμένας της περιοχής Υπάτης - Λαμίας, οι όποιοι αναφέρονται υπ’ αυτού μεν ως φέροντες το όνομα Bomæi, υπό δε του G. Weigand11 το όνομα Boji. Τέλος δε δια τους Μεσαρίτας γράφει ο Pouqueville τα εξής : «Quant aux Messarets, ou plutot Dassarets, qui habitent aux environs du lac Ochrida... ils forment encore maintenant des tribus séparées»12.

Παρ’ όλα όμως αυτά τα επιχειρήματά των νομίζω ότι οι ανωτέρω αναφερθέντες ερευνηταί αδίκως έχουν κατηγορήσει τον Καντακουζηνόν ως συγχέοντα εις την προκειμένην περίπτωσιν τους Βλάχους με τους Αλβανούς.

Κατά πρώτον λόγον ο Καντακουζηνός εγνώριζε καλώς τους Βλάχους της Θεσσαλίας, τους οποίους αναφέρει εις το έργον του13, και τους διακρίνει καθαρώς από τους Αλβανούς14, οι όποιοι εμφανίζονται εις την Θεσσαλίαν κατά τας αρχάς του ΙΔ' αιώνος15. Η δε ομοιότης του βίου των τριών φυλών του Καντακουζηνού με τον τοιούτον των Βλάχων δεν πρέπει να μας ξαφνίζη, εφ’ όσον είναι γνωστόν ότι οι κατά τον ΙΔ' αιώνα κατελθόντες εις τας ελληνικάς χώρας Αλβανοί διήγον επίσης βίον νομαδικόν16.

Εξ’ άλλου το Χρονικόν των μοναχών Πρόκλου και Κομνηνού (Χρονικό των Ιωαννίνων) ρητώς αναφέρει το γένος των Μαλακασίων (Μαλακασσαίων), το όποιον διεδραμάτισε σπουδαίον ρόλον εις τους αγώνας μεταξύ των Αλβανών και των Δεσποτών των Ιωαννίνων Θωμά Πρελούμπου (1366- 1384) και Ιζαού Βουονδελμόντι (1385- 1408), ως φυλήν αλβανικήν. Αναφέρονται εις την πηγήν αυτήν, διακρινόμενοι από τους Βλάχους, μαζί με τα άλλα αλβανικά φύλα και ιδίως με τους Μαζαρακαίους, ως διατελούντες υπό την ηγεσίαν του Πέτρου Λιώσα : «και ο Πέτρος Λιώσας κατ’ αυτού [του Θωμά] εκστρατεύει χρόνους τρεις μετά των Μαζαρακαίων και Μαλακασσαίων της γενεάς αυτού»17.

Επίσης το Χρονικόν αναφέρει ως φύλον καθαρώς αλβανικόν και το γένος του Μπούα18.

Τέλος ολόκληρος σειρά τοπωνυμιών συνδεδεμένων αναντιρρήτως με τας αλβανικάς εποικήσεις εις τας ελληνικάς χώρας μαρτυρεί την αλβανικήν καταγωγήν των φύλων αυτών. Το μεν όνομα των Μπουίων μας ενθυμίζουν τα τοπωνύμια Μπουγιάτι ή Μπογιάτι της Αττικής, Κορινθίας και Αρκαδίας, κα9ώς και το Μπούγα της Αττικής19. Το δε όνομα των Μαλακασίων μας ενθυμίζουν ή άνω και κάτω Μαλακάστρα της περιοχής του αλβανικού Μπερατίου, η προαναφερθείσα περιοχή Μαλακασίου παρά τo Μέτσοβον της Ηπείρου, και τα φέροντα το όνομα Μαλακάσι χωρία της επαρχίας Καλαμπάκας και Ηλείας. Άσχετος δεν φαίνεται να είναι και η Μαλακάσα της Αττικής, καθώς και το ομώνυμον χωρίον εις την Αλβανίαν, κείμενον μεταξύ Ελβασάν και Τιράνων. Ας προστεθή ότι ο ίδιος ο γνωστός Ρουμάνος φιλόλογος Th. Capidan θεωρεί το τοπωνύμιον Μαλακάσι της Πίνδου αλβανικόν και εκφράζει την γνώμην ότι η περιοχή αυτή κατωκείτο προηγουμένως υπό Αλβανών νομάδων. Το συνδέει με το όνομα των Μαλακασίων και το ετυμολογεί εκ του αλβανικου mal i kafshëve (όρος των ποιμνίων), διότι έζων εκεί άλλοτε πολλοί Αλβανοί ποιμένες20.

Το γεγονός όμως ότι σήμερον εις την περιοχήν του Μαλακασίου της Πίνδου ευρίσκονται μόνον Βλάχοι και καθόλου Αλβανοί, δύναται νομίζω να εξηγηθή δια του συλλογισμού ότι μέρος των εκεί διαμενόντων Μαλακασίων πρέπει να κατήλθεν εις την Αττικήν και Πελοπόννησον μετά των άλλων αλβανικών φυλών, ένθα διασώζεται και το όνομά των εις τοπωνυμίας των περιοχών αυτών, ως είδομεν, το δε υπόλοιπον πρέπει να έχει εκβλαχισθή. Ας μη λησμονώμεν ότι το φαινόμενον της επιμιξίας μεταξύ των Αλβανών και Βλάχων είναι ήδη γνωστόν κατά τον ΙΔ’ αιώνα. Απόδειξιν τούτου αποτελεί ο «Σερβοαρβανιτοβουλγαρόβλαχος» Μπουγής ή Βογκόης του Χρονικού Πρόκλου και Κομνηνού21 και «Βουλγαροαλβανιτοβλάχος» φιλόσοφος Νεόφυτος του Ιωάννου Κατράνη22. Σημερινόν δε τοιούτον παράδειγμα έχομεν τους Αρβανιτοβλάχους23.

ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΧΡ. ΣΟΥΛΗΣ
Περί των μεσαιωνικών αλβανικών φύλων των Μαλακασίων, Μπουΐων και Μεσαριτών
Επετηρίς Εταιρείας Βυζαντινών Σπουδών, 1953, Έτος ΚΓ’, 213-216.

1. Καντακουζηνός (εκδ. Βόννης), I, 474.
2. F. Pouqueville, Voyage de la Grece, II (Παρίσιοι 1825), 336.
3. Π. Α[ραβαντινού], Χρονογραφία της Ηπείρου, I (Αθήναι 1856), 112, σημ. 1, και II (Αθήναι 1857), 105, 113.
4. A. J. Β. Wace - M. S. Thompson, The Nomads of the Balkans (Λονδίνον [1914]), 209 , 265.
5. C. Jireček, Staat und Gesellschaft im mittelalterlichen Serbien, I (= Denkschriften der Kaiser. Akademie der Wissenschaften in Wien, 56 [1912]), 35.
6. N. Iorga, Histoire des Roumains de la peninsule des Balcans (Βουκουρέστιον 1919), 25, και Histoire de la vie byzantine, III (Βουκουρέστιον 1934), 182.
7. Εν Dacoromania, I (1920-1921), 420.
8. Βλ. Μ. Ν. Adler, The Itinerary of Benjamin of Tudela, Critical Text, Translation and Commentary (Λονδίνον 1907), 11.
9. Κεκαυμένου, Στρατηγικόν (εκδ. Β. Wassiliewsky - V. Jernstedt), 66 - 72, 95-96.
10. Βλ. X. I. Σούλη, ΜΕΕ, εν λ. Μαλακάσι.
11. G. Weigand, Die Aromunen, I (Λειψία 1895), 276. Ο Weigand θεωρεί αυτούς «zum Stamme der Faršerioten gehörige Hirten - Wallachen Thessaliens». (...οι Μπόιοι (boji) είναιβοσκοί Βλάχοιτης Θεσσαλίας, που ανήκουν στη φυλή των Φαρσεριωτών,...).
12. Pouqueville, Ένθ’ άν., II, 336. Η πληροφορία όμως αυτή είναι ανακριβής, καθώς παρατηρεί ο G. Weigand (Ενθ’ άν., I, 276): «Pouqueville Band II, pp. 152, 158, 215, 222 spricht von einem Stamme der Dassareten (Massareten) von Muskopolje, Perivoli, Avdhela, Samarina. Kein Mensch kennt in den angefuhrten Dorfern der Namen Dassareten oder Massareten» [Ο Pouqueville, τόμος 2ος, σσ. 152, 158, 215, 222, κάνει λόγο για μια φυλή Δασσαρετών (Μασσαρετών) της Μοσχόπολης, του Περιβολίου, της Αβδέλλας, και της Σαμαρίνας. Κανένας δεν ξέρει στα αναφερόμενα χωριά το όνομα των Δασσαρετών ή Μασσαρετών] . Πρβλ. Π. Α [ραβαντινού ], Ένθ’ άν., 336.
13. Καντακουζηνός (έκδ. Βόννης), III, 94. Αυτόθι, II, 320, 321, 322.
14. Αυτόθι, I, 450, 453 κ.ά.
15. Βλ. Ι. Πούλου, Η εποίκησις των Αλβανών εις Κορινθίαν (Αθήναι 1950), 13 -14. την ύπαρξιν Αλβανών κατά τους μεσαιωνικούς χρόνους εις την Πίνδον μαρτυρεί και η μελέτη του τοπωνυμικού της περιοχής αυτής. Βλ. Th. Capidan, Toponymie macedo - roumaine (Academie Roumaine, Langue et litterature, Bulletin de la section litteraire, 3 [1946], 24).
16. Βλ. Ι. Πούλου, Ένθ’ άν., 14, 16 κεξ., ένθα αναφέρονται αι σχετικαί πηγαί επί του ζητήματος. Προσθετέον μόνον Anonymi, Descriptio Europae Orientalis, «Imperium Constantinopolitanum, Albania, Serbia, Bulgaria, Ruthenia, Ungaria, Polonia, Bohemia» anno MCCCVIII exarata (έκδ. O. Gorka, Κρακοβία 1916), 25 : «ciuitates [Albaniæ] castra, [opida], [et] fortalicia et uillas non habent, sed habitant in papilionibus et semper mouentur de loco ad locum per turmas et cognationes suas». Πρβλ. G. Stadtmüller, Beitrage zur albanischen Frühgeschichte (Βουδαπέστη 1942), 159, 172, σημ. 58.
17. Χρονικόν Πρόκλου και Κομνηνού (εκδ. Cirac Estopanan), 42. Πρβλ. Αυτόθι, 44, 48, 51, 53.
18. Εκ του ονόματος αυτού ασφαλώς προέρχεται το Μπούιοι του Καντακουζηνού, όπως το Σπάτας - Σπαταίοι, Μαζαράκης - Μαζαρακαίοι κλπ. Άλλωστε αυτό το πιστοποιεί και ο ίδιος ο Καντακουζηνός (I, 474), όταν γράφει : «Μαλακάσιοι και Μπούιοι και Μεσαρίται από των φυλάρχων προοαγορευόμενοι». Περί των διάφορων γραφών του ονόματος Μπούα εις τας πηγάς βλ. Σ. Λάμπρου, Η ονοματολογία της Αττικής και η εις την χώραν εποίκησις των Αλβανών (Επετηρίς Παρνασσού, 1 [1897], 179, σημ. 1 και 2), ως και S. Cirac Estopanann, Bizancio y España: el legado de la basilissa María y de los déspotas Thomas y Esaú de Joannina, I (Βαρκελώνη 1943), 127. Πρβλ. K. Σάθα, Ελληνικά Ανέκδοτα, I (Αθήναι 1867) και R. Paribeni, Venti anni di combattimenti di un bellicoso epirota in Albania (Revista d’Albania, 1 [1940], 24-35).
19. Βλ. Σ. Λάμπρου, Ένθ’ άν., 185-186 και I. Πούλου, Ένθ’ άν., 50.
20. Th. Capidan, Dacoromania, 1 (1920-1921), 420, Etimologii, αυτόθι, 7 (1931 -1932), 124 και Toponymie macedo - roumaine κλπ., 24, 87. Ο J. von Hahn (Albanische Studien [Ίένα 1854], I, 341, σημ. 176) όμως, αν και θεωρεί τους Μαλακασίους του Χρονικού Πρόκλου και Κομνηνού Αλβανούς, ετυμολογεί το όνομα εκ του βλάχικου mala (πολύ) και kash (τυρί). Ο δε G. Weigand (Die aromunischen Ortsnamen im Pindusgebiet, Jahresbericht des Institute fur rumanische Sprache zu Leipzig, 21-25 [1919], 174) το ετυμολογεί εκ του ελληνικού επιθέτου μαλακός ή του ιταλικού mala casa. Επίσης εκ της αλβανικής προσπαθεί να ετυμολογήσει τα ονόματα των τριών φύλων και ο V. Makušev, Istoričestija razyskanija ο Slavjanah ν Albanii ν srednie věka (Βαρσοβία 1871), 41. το μεν Μαλακάσιοι - Μαλακάσι έκ του mallkese (ανάθεμα), το δε Μπούϊοι εκ του ρήματος buj (διαμένω) και το Μεσαρίται έκ του mes (μεταξύ) και rrjedh (ρέω,ρεύμα).
21. Χρονικόν Πρόκλου και Κομνηνού (έκδ. Cirac Estopanan), 54.
22. Ρ. Matranga (εκδ.), Anecdota graeca, II (Ρώμη 1850), 676-677.
23. Βλ. προχείρως X, I. Σούλη, ΜΕΕ, εν λ.

Αναζήτηση