Η παρούσα εισήγηση βασίζεται σε αρχειακό υλικό του ρουμανικού Υπουργείου Πολιτισμού και Δημόσιας Παιδείας και συγκεκριμένα το φάκελο 461/1920 M.C.I.P. (Ministerul Cultelor şi Instrucţioni Publice).
ΣΚΟΠΟΣ ΕΙΣΗΓΗΣΗΣ
Σκοπός της εισήγησης είναι να αποτυπώσει ως ένα βαθμό το ρόλο της ρουμανικής προπαγάνδας σε συγκεκριμένες κοινότητες, με βάση τα δεδομένα που καταγράφονται στην επιστολή της 15ης Μαρτίου 1920 1 ενταγμένα στο ιστορικό-πολιτικό πλαίσιο της περιόδου.
ΙΣΤΟΡΙΚΟ – ΠΟΛΙΤΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ
Στις 10 Αυγούστου 1913 συνομολογήθηκε στο Βουκουρέστι συνθήκη2 μεταξύ των βασιλείων της Ελλάδας, της Ρουμανίας, της Σερβίας και του Μαυροβουνίου με την ηττημένη του Β’ Βαλκανικού Πολέμου χώρα, Βουλγαρία 3. Στις διαπραγματεύσεις της διάσκεψης, που πραγματοποιήθηκαν στο Βουκουρέστι, οι 3 χώρες (Ελλάδα, Σερβία, Μαυροβούνιο) ενέκριναν το αίτημα της Ρουμανίας να παραχωρήσουν στους εντός των συνόρων τους Βλάχους εκκλησιαστική και σχολική αυτονομία. Αποδέχθηκαν να επιτρέψουν τη σύσταση ιδιαίτερης ρουμανικής αρχιεπισκοπής με δικαίωμα επιχορήγησης από τη ρουμανική κυβέρνηση υπό την επίβλεψη της κάθε επιμέρους χώρας 4.
Σύμφωνα με απόσπασμα τηλεγραφήματος της ρουμανικής πρεσβείας της Αθήνας 5, που αφορούσε διάλογο του Γενικού Προξένου N.N. Filodor με τον Έλληνα πρωθυπουργό Ε. Βενιζέλο, επισημαινόταν ότι “ οι ρουμανίζοντες είχαν τη δυνατότητα να λειτουργήσουν εκ νέου όλες τις εκκλησίες και τα σχολεία τους στο νέο ελληνικό κράτος, χωρίς φόβο για οποιοδήποτε εμπόδιο ”. Ως εκ τούτου, αναγνωριζόταν επίσημα από την ελληνική κυβέρνηση η ύπαρξη ρουμανικής εθνικής μειονότητας στην Ελλάδα. Τα αίτια που οδήγησαν το Βενιζέλο σε αυτήν την απόφαση φαίνεται πως ήταν οι δυσχέρειες που αντιμετώπιζε στο θέμα της προσάρτησης της Ηπείρου και στο Κρητικό Ζήτημα, αλλά και η ανάγκη να συστρατευθεί η Ρουμανία με την Ελλάδα και τη Σερβία εναντίον της Βουλγαρίας 6. Η συγκεκριμένη απόφαση του Βενιζέλου μπορεί να θεωρηθεί αποτέλεσμα των συγκυριών και στην ουσία θυσία των Βλάχων, με απώτερο σκοπό την κατοχύρωση εθνικών συμφερόντων και εδαφικών και οικονομικών ανταλλαγμάτων 7.
Από εκείνο το σημείο, οι βλάχικες, και όχι ρουμανικές, κοινότητες που είχαν σκόπιμα αναγνωρίσει οι Οθωμανοί με τον σουλτανικό ιραδέ του 1905, μετατράπηκαν με τη συγκατάθεση του ελληνικού κράτους σε ρουμανικές κοινότητες. Επρόκειτο για θρίαμβο της ρουμανικής διπλωματίας όσον αφορά το κουτσοβλαχικό ζήτημα. Στις 29 Ιουλίου 1913 ο Ελευθέριος Βενιζέλος γράφει προς τον Ρουμάνο πρωθυπουργό Τάκε Μαγιορέσκο: “ Η Ελλάς συγκατατίθεται να παράσχη αυτονομίαν εις τας των κουτσοβλάχων σχολάς και εκκλησίας τας ευρισκομένας εν ταις μελλούσαις Ελληνικαίς κτήσεσι και να επιτρέψη την σύστασιν επισκοπής δια τους κουτσοβλάχους τούτους, της Ρουμανικής Κυβερνήσεως δυναμένης να επιχορηγή υπό την επίβλεψιν της Ελληνικής Κυβερνήσεως τα ειρημένα ενεστώτα ή μέλλοντα θρησκευτικά και εθνικά καθιδρύματα 8 ”
Οι συγκεκριμένες διπλωματικές εξελίξεις προκάλεσαν έντονη ανησυχία και προβληματισμό στους Βλάχους, οι οποίοι είχαν ταυτισθεί με την ελληνική παράταξη και είχαν θύματα στις οικογένειές τους από τη δράση των ρουμανιζόντων 9. Αισθάνθηκαν κατά κάποιον τρόπο ότι ο αγώνας τους προδόθηκε, ενώ δικαιωνόταν θριαμβευτικά η ρουμανική προπαγάνδα. Θεώρησαν ότι θυσιάζονται η ιστορική πορεία και οι αγώνες τους στο βωμό εδαφικών και οικονομικών ανταλλαγμάτων.
Επιπλέον, οι χειρισμοί του Βενιζέλου προκάλεσαν τα πυρά πολλών πολιτικών παραγόντων της χώρας. Ο τότε Γενικός Διοικητής Μακεδονίας Στέφανος Δραγούμης παραιτήθηκε διαμαρτυρόμενος έντονα 10.
Ένα άλλο ιδεολογικο-πολιτικό πλαίσιο ερμηνείας της ταυτότητας των Βλάχων επιχείρησαν να διαμορφώσουν οι Ιταλοί την περίοδο του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου 11 προσδιορίζοντας τους Βλάχους ως ιταλική εθνική μειονότητα. Στην πραγματικότητα, το θέμα της αυτονομίας των βλαχικών χωριών της Πίνδου τέθηκε από την Ιταλία σε συνεργασία με τις μακεδορουμανικές οργανώσεις στο Συνέδριο Ειρήνης των Παρισίων (1919-1920) χωρίς, ωστόσο, κανένα αποτέλεσμα 12.
Μια άλλη διεθνής συνθήκη, η συνθήκη των Σεβρών (28 Ιουλίου/10 Αυγούστου 1920) περιελάμβανε ειδικές διατάξεις για τους Βλάχους. Ειδικότερα, η Ελλάδα δεσμευόταν να παρέχει τοπική αυτονομία στις βλαχικές κοινότητες στα εκπαιδευτικά, φιλανθρωπικά και θρησκευτικά ζητήματα, με την προϋπόθεση να υποβάλλουν σχετική αίτηση, προϋποθέσεις που ίσχυσαν και αργότερα στο πλαίσιο της συνθήκης της Λοζάνης 13.
Ενδεικτική του κλίματος των καλών ελληνορουμανικών σχέσεων ήταν και οι διπλοί γάμοι στις 27 Φεβρουαρίου 1921 του Γεωργίου Β’ (γιου του Κωνσταντίνου Α’) με την πριγκίπισσα της Ρουμανίας Ελισάβετ και του πρίγκιπα-διαδόχου της Ρουμανίας Καρόλου (γιου του Φερδινάνδου) με την κόρη του Κωνσταντίνου Α’, πριγκίπισσα Ελένη 14.
ΤΟ ΘΕΣΜΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ ΤΩΝ ΡΟΥΜΑΝΙΚΩΝ ΣΧΟΛΕΙΩΝ ΜΕΤΑ ΤΗ ΣΥΝΘΗΚΗ ΤΟΥ ΒΟΥΚΟΥΡΕΣΤΙΟΥ
Η ρουμανική εκπαίδευση ήταν κοινοτική 15, συνέχιζε δηλαδή την παραδοσιακή νομιμότητα του Μιλλέτ της οθωμανικής περιόδου και μόνο το μέσο ρουμανικό σχολείο της Θεσσαλονίκης, η Εμπορική σχολή, καταγράφεται στα στατιστικά του έτους 1923 ως ιδιωτικό σχολείο. Αντίστοιχα, το καθεστώς των ρουμανικών σχολείων ήταν προνομιακό σε σχέση με το καθεστώς των υπολοίπων μειονοτικών σχολείων.
Η εποπτεία και διαχείριση των σχολείων αυτών είχε ανατεθεί σε μια επιτροπή που έφερε τον τίτλο «Επιτροπή Διαχειρίσεως των εν Ελλάδι Ρουμανικών σχολείων και εκκλησιών» και η οποία έδρευε στη Θεσσαλονίκη και τελούσε υπό την εποπτεία και διοίκηση του ρουμανικού προξενείου 16. Η επιτροπή αποφάσιζε την πρόσληψη του διδακτικού προσωπικού, την επιλογή και προμήθεια των βιβλίων, την αγορά ή τη διαχείριση των σχολικών κτιρίων. Το ελληνικό κράτος δεν είχε στην ουσία καμία παρεμβατική δυνατότητα στην περίπτωση που ο Διευθυντής των ρουμανικών σχολείων δεν επέτρεπε τον έλεγχο στις ελληνικές εκπαιδευτικές αρχές.
Η ΕΠΙΣΤΟΛΗ
Το υπό μελέτη κείμενο αποτελεί μια επιστολή διαμαρτυρίας με ημερομηνία 15 Μαρτίου 1920 17. Ως αποστολείς υπογράφουν μια επιτροπή ρουμανιζόντων Βλάχων, που εκπροσωπούν τις κοινότητες της Βέροιας, Ντόλιανης (Κουμαριά), Βοδενών (Έδεσσα), Κίντροβας (Άγιος Δημήτριος Πέλλας), Γραμματίκοβας (Άνω Γραμματικό Πέλλας), Πατιτσίνας (Πάτημα Πέλλας), Λιβαδίων Παιονίας, Όσσιανης (Αρχάγγελος Πέλλας) και Νέβεσκας (Νυμφαίο). Η επιτροπή απαρτίζεται από 5 άτομα. Πρόκειται για τους Iancu Dalamitra, St. N. Ghizari, Dimitrache P. Badralecsi, St. Pampor, Sterie Duli. Παραλήπτης είναι ο Υπουργός Πολιτισμού και Δημόσιας Παιδείας της Ρουμανίας.
Η επιστολή αναφέρεται στη θλιβερή κατάσταση στην οποία έχουν περιέλθει οι δάσκαλοι και οι ιερείς των προαναφερθεισών κοινοτήτων. Σκοπός της επιστολής τους είναι να εξασφαλισθεί μια εγγύηση λειτουργίας των σχολείων και των εκκλησιών, προβλεπόμενη από το νόμο, όπως χαρακτηριστικά αναφέρουν. “ Η θλιβερή κατάσταση στην οποία έχει περιέλθει το διδακτικό και εκκλησιαστικό προσωπικό της Μακεδονίας οδήγησε στο συνέδριο με σκοπό την εξεύρεση μιας εγγύησης λειτουργίας, όπως προβλέπεται από το νόμο. Όσον αφορά τι θεωρούμε εμείς άσχημο και τις επιθυμίες μας, όπως αυτές εκφράσθηκαν στο συνέδριο, δε λάβαμε ούτε μια απόκριση, αλλά σχεδόν εξαπατηθήκαμε με μη ρεαλιστικές υποσχέσεις ”.
Ως εκ τούτου, συγκλήθηκε συνέδριο στη Βέροια στις 14 Μαρτίου 1920 και τα αιτήματά τους τα κατέγραψαν στην παρούσα επιστολή. Τα αιτήματα αυτά αφορούσαν:
α. την εξομοίωσή τους με βάση το ρουμανικό νομοθετικό διάταγμα 583/1919, που προέβλεπε ότι το διδακτικό και εκκλησιαστικό προσωπικό της Μακεδονίας εξομοιώνεται με εκείνο της Ρουμανίας.
β. την αποζημίωσή τους λόγω ακρίβειας και λόγω των μισθωμάτων, που κατέβαλαν.
γ. την κάλυψη όλων των διαφορών συναλλάγματος από το 1914 μέχρι το 1920, οπότε γράφεται η επιστολή.
δ. την πληρωμή των επιχορηγήσεων τους σε μηνιαία βάση και σε δραχμές.
Όλα τα αιτήματά τους τέθηκαν υπ’ όψη του Ρουμάνου Υπουργού Παιδείας.
Α. ΕΞΟΜΟΙΩΣΗ
Όσον αφορά την εξομοίωσή τους, καταγγέλλουν ότι στη Μακεδονία εξαρτιόνταν από τη βούληση των προϊσταμένων τους, οι οποίοι και είχαν στη διάθεσή τους τον Προϋπολογισμό, που δινόταν για τα ρουμανικά σχολεία και τις εκκλησίες. Διοχέτευαν, όμως, τα αντίστοιχα ποσά χωρίς νόμιμη ρύθμιση. Τους δίνονταν ο μισθός των 60 λέι, δηλαδή 10 δραχμές. Στην επιστολή μάλιστα το ποσό αυτό είναι υπογραμμισμένο και με θαυμαστικό ως ένδειξη ότι πρόκειται για μια πενιχρή μισθοδοσία.
Τονίζουν ότι οι εκπαιδευτικοί στην πλειοψηφία τους είναι απόφοιτοι Λυκείου (Γυμνασίου για τα ελληνικά δεδομένα της εποχής) και κάνουν μνεία για ένα άλλο συνέδριό τους το 1915 στη Θεσσαλονίκη, όπου είχαν πετύχει την αύξηση του μισθού τους από 60 σε 80 λέι και μάλιστα με προσαύξηση 10 λέι το μήνα για κάθε 5ετή προϋπηρεσία. Ωστόσο, όπως αναφέρουν, όταν ξέσπασε ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος, παρέμειναν οι δικές τους επιθυμίες και ανάγκες ανεκπλήρωτες.
Κατά συνέπεια, με βάση το εκδοθέν νομοθετικό διάταγμα 583/1919, προσδοκούσαν την εξομοίωσή τους με τους εκπαιδευτικούς της Ρουμανίας, κάτι που δεν είχε γίνει. Την καθυστέρηση αυτή την απέδωσαν -με βάση την ενημέρωση που και οι ίδιοι είχαν από την Επίσημη Διοίκηση- στο γεγονός ότι το εθνοπολιτιστικό ζήτημα της Μακεδονίας πέρασε από τις αρμοδιότητες του Υπουργείου Εσωτερικών στο Υπουργείο Παιδείας. Κατά τη γνώμη τους, λόγω αυτής της μεταβολής παρεμποδίσθηκε η εξομοίωσή τους. Αιτούνται δε να ισχύσει η εξομοίωσή τους αναδρομικά από την 1η Δεκέμβρη 1919, οπότε και εκδόθηκε το προαναφερθέν νομοθετικό διάταγμα. “ Αναμέναμε και δικαίως ότι το εκδοθέν νομοθετικό διάταγμα θα εφαρμοζόταν αμέσως από την ημέρα δημοσίευσής του στην επίσημη εποπτεύουσα αρχή, όταν με μεγάλη μας απορία, μετά την αποστράγγιση των 6 μηνών, κανείς δεν επικοινώνησε από τη Διοίκηση της Θεσσαλονίκης…” “Ζητάμε να ορίσετε τη δική μας εξομοίωση από την 1 η Δεκέμβρη 1919, ημερομηνία που περάσαμε στην αρμοδιότητα του Υπουργείου, του οποίου με τιμή εκπροσωπείτε”.
Β. ΑΠΟΖΗΜΙΩΣΗ ΛΟΓΩ ΑΚΡΙΒΕΙΑΣ ΚΑΙ ΜΙΣΘΩΜΑΤΑ
Στο σημείο αυτό της επιστολής γίνεται αναφορά στην άνοδο των τιμών σε όλα τα προϊόντα πρώτης ανάγκης μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Κάνουν λόγο για μια μάστιγα, την ακρίβεια της ζωής και αιτούνται αποζημιώσεων, κάτι που ήδη απολαμβάνουν όπως γράφουν, οι υπόλοιποι υπάλληλοι του ρουμανικού κράτους. Προσθέτουν, μάλιστα, ότι ειδικά για εκείνους που κατοικούν στη Μακεδονία η άνοδος των τιμών και τα ενοίκια έχουν υπερβεί κάθε όριο.
Γ. ΚΑΛΥΨΗ ΤΗΣ ΔΙΑΦΟΡΑΣ ΣΥΝΑΛΛΑΓΜΑΤΟΣ ΑΠΟ ΤΟ 1914 ΜΕΧΡΙ ΤΟ 1920
Τα μέλη της επιτροπής για άλλη μια φορά τονίζουν πόσο επηρεάζει τη ζωή τους η διαφορά συναλλάγματος διεκδικώντας να τους χορηγηθεί το συνολικό ποσό που έχουν χάσει την περίοδο 1914 - 1920. Σημειώνουν χαρακτηριστικά: “ Σωστή επιχορήγηση δε λάβαμε ποτέ λόγω της διαφοράς συναλλάγματος. Θα αποτελέσει μια πράξη πιο δίκαιη εκ μέρους σας αν δώσετε την εντολή να καλυφθούν όλα τα απολεσθέντα ποσά από το 1914 μέχρι σήμερα ”.
Δ. ΠΛΗΡΩΜΗ ΤΩΝ ΕΠΙΧΟΡΗΓΗΣΕΩΝ ΣΕ ΜΗΝΙΑΙΑ ΒΑΣΗ ΚΑΙ ΣΕ ΔΡΑΧΜΕΣ
Οι υπογράφοντες της επιστολής υπενθυμίζουν ότι και πριν την έναρξη του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου πληρώνονταν στη Μακεδονία σε χρυσό. Προτείνουν λοιπόν το εκπαιδευτικό και εκκλησιαστικό προσωπικό της Μακεδονίας να πληρώνεται είτε σε χρυσό είτε σε ελληνικές δραχμές, αλλά όχι σε λέι λόγω της διαφοράς συναλλάγματος.
Στην περίπτωση που τα αιτήματά τους απορριφθούν από το ρουμανικό Υπουργείο Παιδείας, καθιστούν σαφές ότι θα απεργήσουν θεωρώντας το ως το μόνο όπλο τους ως υπαλλήλων. Χαρακτηριστικά δηλώνουν: “ Σας δείχνουμε καλά τα αποτελέσματα, που συνδέονται με την ιδεολογία μας την πολιτισμική και εθνική. Εντούτοις, γνωρίζουμε καλά τη μαύρη μιζέρια που μας μαστίζει και περιμένει τα παιδιά μας, τα οποία μόνο με τις επίσημες διαβεβαιώσεις, που δόθηκαν έως τώρα από τον Απρίλιο μέχρι το Σεπτέμβριο, δεν μπορούν να σωθούν… ”
Διαπιστώνεται έτσι ότι δεν ήταν η πρώτη φορά που έρχονταν σε επαφή με τις επίσημες ρουμανικές αρχές. Άλλωστε, στα αρχεία του ρουμανικού Υπουργείου παιδείας υπάρχουν και άλλες συναφούς περιεχομένου επιστολές από ρουμανικά σχολεία άλλων περιοχών της νότιας Βαλκανικής.
Στον επίλογό τους, τέλος, προτείνουν τη μετάθεσή τους στα σχολεία της Ρουμανίας στην περίπτωση που δεν καταστεί δυνατή η παραμονή τους στη Μακεδονία ως εξομοιωμένοι.
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ
Μέσα από τη συγκεκριμένη επιστολή, εγείρονται διάφορα ζητήματα ως προς την οικονομική κατάσταση των σχολείων. Πέρα από την οικονομική δυστοκία, καθίσταται σαφής η κακή διαχείριση των ποσών που φτάνουν από τη Ρουμανία στην Ελλάδα. Άλλωστε, ευθέως η συγκεκριμένη επιτροπή, που υπογράφει την επιστολή, κατηγορεί τους προϊσταμένους τους ότι έχουν στη διάθεσή τους τον προϋπολογισμό και δίχως νόμιμη ρύθμιση τον κατανέμουν στο προσωπικό.
Παράλληλα, η επικρατούσα ακρίβεια μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο αποκαλύπτει την απόλυτη εξάρτηση αυτών των σχολείων, εκκλησιών, και γενικότερα, των κοινοτήτων από τη Ρουμανία καθώς και το μέγεθος της οικονομικής δύναμης και παρέμβασης της Ρουμανίας σε αυτές τις περιοχές κατά το παρελθόν, γεγονός που το διεκδικούν με την παρούσα επιστολή. Τα ρουμανικά σχολεία δε συντηρούνταν από τα ίδια τα μέλη της κοινότητας, όπως συνέβαινε με τα ελληνικά σχολεία στις περιοχές που διέμεναν γραικομάνοι Βλάχοι.
Επίσης, το ζήτημα της διαφοράς συναλλάγματος είναι καίριο. Το 1920 η ισοτιμία λέι - δραχμής ήταν 6 λέι προς 1 δραχμή. Έτσι, ο μισθός των 60 λέι μηναίως ισούταν με 10 δραχμές και ήταν για το εκπαιδευτικό και εκκλησιαστικό προσωπικό εξαιρετικά πενιχρός. Με βάση το αρχειακό υλικό 18, το ρουμανικό Υπουργείο οικονομικών είχε αποφασίσει το 1920 την επιβολή περικοπών στον ετήσιο προϋπολογισμό των ρουμανικών σχολείων της Μακεδονίας από 10.000.000 σε 7.000.000 λέι. Επρόκειτο για μια διόλου ευκαταφρόνητη περικοπή των δαπανών της Ρουμανίας στα σχολεία αυτά.
Από την άλλη πλευρά, είναι δεδομένο ότι η οικονομική επένδυση της Ρουμανίας βελτίωσε τις συνθήκες ζωής αυτών των κοινοτήτων και είναι επόμενο ότι θα καθόριζε ή θα εξαγόραζε και τη στάση ζωής τους σε όλα τα καίρια ζητήματα. Τους είχε δώσει προοπτική για το μέλλον. Δεν είναι τυχαίο που στην επιστολή ομολογούν ότι μαύρη μιζέρια περιμένει τα παιδιά τους αν οι ίδιοι τους δεν πληρωθούν, καθώς άρχιζαν να αντιμετωπίζουν προβλήματα λόγω των μειωμένων σε νομισματική αξία ρουμανικών επιχορηγήσεων.
Το κείμενο δεν αποκαλύπτει ότι οι συγκεκριμένοι άνθρωποι επέλεξαν να εισχωρήσουν στο ρουμανικό εθνικό κίνημα επειδή ενστερνίζονταν τις ιδέες του. Αναδεικνύει, αντίθετα, ότι βασικό τους κίνητρο ήταν να επωφεληθούν από τις οικονομικές παροχές, γεγονός που γέννησε ουσιαστικά τις ρουμανίζουσες επιλογές τους.
ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ Γ. ΤΑΝΑΜΠΑΣΗ
ΜΙΑ ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΑΠΟ ΤΗ ΒΕΡΟΙΑ ΤΟΥ 1920
Σκιαγράφηση της οικονομικής κατάστασης των ρουμανικών σχολείων της Μακεδονίας μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο
Δημοσιεύθηκε στα Πρακτικά Β' Επιστημονικής Ημερίδας Τοπικής Ιστορίας της Εταιρείας Μελετών Ιστορίας και Πολιτισμού Ημαθίας
1 Αρχείο Ρουμανικού Υπουργείου Πολιτισμού & Δημόσιας Παιδείας (M.C.I.P.), Φάκελος 461/1920.
2 Ήδη από το Μάιο του 1913 είχαν ξεκινήσει οι διαπραγματεύσεις μεταξύ της κυβέρνησης Βενιζέλου με τη ρουμανική κυβέρνηση του Τίτο Μαγιορέσκου για το ενδεχόμενο μιας συμμαχίας κατά της Βουλγαρίας, με την υπόσχεση της παραχώρησης εκπαιδευτικών και θρησκευτικών δικαιωμάτων στους Βλάχους. Ο Μαγιορέσκου τότε απάντησε ότι η Ρουμανία θα καθορίσει τη θέση της μετά την επικύρωση της συνθήκης της Πετρούπολης. Στις 26 Απριλίου/ 9 Μαΐου 1913 το Πρωτόκολλο της Πετρούπολης προέβλεπε την εκχώρηση της Σιλίστριας και της ενδοχώρας της στη Ρουμανία και την υποχρέωση της Βουλγαρίας να παραχωρήσει πολιτιστική αυτονομία στους Βλάχους. Βλ. Σφέτας, Σ. (2009). Εισαγωγή στη Βαλκανική Ιστορία. Από την οθωμανική κατάκτηση μέχρι τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο (1354-1918). Τόμος Α’ . Θεσσαλονίκη: Βάνιας, σ. 497.
3 https://www.mfa.gr/en/the-ministry/international-conventions/major-international-treaties-concerning-greece.html , Σ. Αντωνόπουλος, Αι συνθήκαι Λονδίνου, Βουκουρεστίου και Αθηνών. Αθήναι 1917.
4 Σβολόπουλος, Κ. (1994). Η ελληνική εξωτερική πολιτική (1900-1945). Αθήνα: Εστία, σ. 96-97.
5 Berciu-Drӑghilescu, A. & Petre, M. (2004). Școli şi Biserici Româneşti din Peninsula Balcanicӑ. Documente (1864-1948). Vol. I. Bucureşti: Editura Universitaţii din Bucureşti, p. 278, 279.
6 Βλάχος, Ν. (1953). Η συμμαχική προσέγγισις των τεσσάρων χριστιανικών κρατών της χερσονήσου του Αίμου κατά το έτος 1912 . Θεσσαλονίκη: Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών. Crampton, R. (1974). “The Decline of the Concert of Europe in the Balkans 1913-1914”. The Slavonic and East European Review, 52, p. 393-419. Gardika-Katsianakis, H. (1995). Greece and the Balkan Imbroglio. Greek Foreign Policy 1911-1913. Aθήνα: Σύλλογος προς διάδοσιν ωφελίμων βιβλίων.
7 Αβέρωφ-Τοσίτσας, Ε. (1992). Η πολιτική πλευρά του κουτσοβλαχικού ζητήματος. Τρίκαλα: Φ.Ι.Λ.Ο.Σ. Τρικάλων, σ. 191.
9 Κουκούδης, Α. (2001). Οι Βεργιάνοι Βλάχοι και οι Αρβανιτόβλαχοι της Κεντρικής Μακεδονίας. Θεσσαλονίκη: Ζήτρος, σ. 228.
10 Κουκούδης, ό.π.π., σ. 228.
11 Στις 17 Αυγούστου 1916 η ρουμανική κυβέρνηση του Ίωνα Μπρατιάνου αποφάσισε την προσχώρηση της Ρουμανίας στην Αντάντ, ενώ το Δεκέμβρη του ίδιου έτους ο ρουμανικός στρατός ηττήθηκε. Στο πλευρό των συμμάχων της Αντάντ προστέθηκε και η Ελλάδα το 1917 μετά την εκδίωξη του βασιλιά Κωνσταντίνου από τα γαλλικά στρατεύματα στις 11 Ιουνίου 1917. Βλ. Σφέτας, ό.π.π., σσ. 531, 546.
12 Σφήκα-Θεοδοσίου, Α. (1999). Η Ιταλία στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Οι σχέσεις της με τις μεγάλες δυνάμεις και την Ελλάδα. Αθήνα: Παπαζήσης.
13 Τσιούμης, Κ. (2008). Μειονοτικές ομάδες στην Ελλάδα (1919-1945). Θεσσαλονίκη: Ζυγός, σ. 66.
14 http://el.wikipedia.org/wiki/%CE%93%CE%B5%CF%8E%CF%81%CE%B3%CE%B9%CE%BF%CF%82_%CE%92%CE%84_%CF%84%CE%B7%CF%82_%CE%95%CE%BB%CE%BB%CE%AC%CE%B4%CE%B1%CF%82
15 Ηλιάδου-Τάχου, Σ. & Ανδρέου, Α. & Ταναμπάση, Α. (2011). Τα ρουμανικά σχολεία στη Μακεδονία (1939-1949). Στο ΛΑ’ Πανελλήνιο Ιστορικό Συνέδριο. 28-30 Μαΐου 2010. Πρακτικά. (Επιμ. Τολούδη Φ.) Θεσσαλονίκη: Γιαχούδης, σ. 262.
16 ΑΥΕ έτος 1920-1923 1923/Β37. Ξένα σχολεία εν Ελλάδι, Έκθεση Α. Λάμπρου προς ΥΠΕΠΘ 169108/18.5.1923, 1469/10.12.1923.
17 Αρχείο Ρουμανικού Υπουργείου Πολιτισμού & Δημόσιας Παιδείας (M.C.I.P.), Φάκελος 461/1920.
18 Αρχείο Ρουμανικού Υπουργείου Πολιτισμού & Δημόσιας Παιδείας (M.C.I.P.), Φάκελος 457/1920.