Η αντίστροφη μέτρηση για τα Χριστούγεννα έχει αρχίσει και επιτέλους σε λίγες μέρες θα μπορούμε να απολαύσομε τη μεγαλύτερη γιορτή της χριστιανοσύνης μαζί με δικούς μας ανθρώπους.
Κάθε χρόνο, τέτοια περίοδο, το εορταστικό κλίμα να είναι διάχυτο παντού, στα θεματικά πάρκα, τα εποχικά καταστήματα, την πληθώρα των χριστουγεννιάτικων εκδηλώσεων σε συνδυασμό με τη φωταγώγηση δέντρων στις πλατείες. Είναι ερωτηματικό κατά πόσο αυτό το σκηνικό της γιορτής είναι σε θέση να προσφέρει ατμόσφαιρα ζεστασιάς και ελπίδας στις κρύες καρδιές των ανθρώπων.
Πόσο αληθινά γεμίζουν την ψυχή μου όσα βλέπω και ζω αυτές τις ημέρες στην πόλη μας; Πόσο με συγκινούν; Πόσο μου « φτιάχνουν» την διάθεση; Τίποτε από όλα αυτά δεν λαχταρώ. Τίποτε δεν γεμίζει την ψυχή μου. Άλλους χρόνους εγώ νοσταλγώ. Τέτοιες μέρες πάντα ο νους μου τρέχει πίσω στο χρόνο, στους δικούς μου παιδικούς χρόνους, εκεί στο μικρό χωριό μου, το Άνω Χριστός.
Είναι γεγονός ότι οι μνήμες της παιδικής ηλικίας που ο κάθε άνθρωπος έχει βιώσει, τον συντροφεύουν και τον ακολουθούν σε όλα τα στάδια της ζωής του. Αυτές είναι που γλυκαίνουν, δίνουν νόημα στη ζωή. Αυτές γεμίζουν την ψυχή μου, με παρηγορούν, και όπως αναφέρει και ο ποιητής μας Γεώργιος Δροσίνης "Κι όταν χλωροφυλλιάσει η όψη σου και Όπως στα μαλλιά σου πέσουν χιόνια, μόνο ότι φύλαξες παιδιάτικο θα μείνει απείραχτο απ΄τα χρόνια". Κρίμα όμως που το τρένο της ζωής μας έχει χαραγμένη πορεία πάντα προς τα εμπρός, στο άπειρο του χρόνου. Έτσι όσο η απόσταση του χρόνου μακραίνει τόσο οι θύμησες για τα «περασμένα», όλο και θαμπώνουν, ώσπου τελικά ξεθωριάζουν και σβήνουν.
Ό,τι επομένως ερεθίζει τη μνήμη μας, ό,τι προκαλεί τις παιδικές μας μνήμες είναι πάντα καλοδεχούμενο. Οι γιορτές των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς πάντα αποτελούν αφορμή για ένα νοσταλγικό ταξίδι πίσω στο χώρο και στο χρόνο.
Προσωπικά αυτές τις ημέρες αναπολώ τις γιορτές στα δικά μου παιδικά χρόνια, εκεί στο πρώτο μισό της δεκαετίας του 50, στο χωριό μου το Άνω Χριστός. Οι θύμισες εκείνων των χρόνων παραμένουν ακόμη πολύ ζωντανές, σαν να ήταν χθες, λες και ο χρόνος δεν πέρασε, δεν άφησε τα σημάδια του. Έρχονται ξανά στη μνήμη μου οι γλυκές μορφές των γονιών μου, των δικών μου ανθρώπων, των συγχωριανών μου, όλων εκείνων που έφυγαν. Θέλω να τους κρατήσω για πάντα στη μνήμη μου ζωντανούς. Η λησμονιά των δικών μας ανθρώπων είναι δεύτερος θάνατος.
Τι δεν θα έδινα λοιπόν φέτος τα Χριστούγεννα να νιώσω ξανά τη μεγάλη χαρά εκείνων των χρόνων; Να πω εξ αρχής ότι σαν παιδί, όπως και όλα τα παιδιά του χωριού, εκείνα τα χρόνια, αυτές τις μέρες, δεν περίμενα τον Αϊ Βασίλη να μου φέρει παιχνίδια, όπως συμβαίνει σήμερα. Αυτός ο ροδοκόκκινος και φουσκωτός Αϊ Βασίλης (Santa Claus) μου ήταν παντελώς άγνωστος, όπως ήταν άγνωστα και τα δώρα που φέρνει. Όμως είχα χαρά. Είχα «χαρά μεγάλη» για πράγματα πολύ απλά, φθηνά, τιποτένια. Είχα «χαρά μεγάλη» γιατί παραμονή των Χριστουγέννων με τα παιδιά του χωριού μου θα έλεγα τα κάλαντα και θα γέμιζα μια τσάντα με κάστανα!!!
Τα Χριστούγεννα του 1954 ήμουν μαθητής της Τρίτης Τάξης στο μονοθέσιο Δημοτικό Σχολείο του χωριού μου. Λίγες μέρες νωρίτερα, ο δάσκαλός μας, ο αείμνηστος Κωνσταντίνος Τσιμπάνος, αφού έκανε την καθιερωμένη γιορτή και ευχήθηκε σε όλους μας καλές γιορτές, έκλεισε το Σχολείο και αναχώρησε για την πατρίδα του την μακρινή για μας τότε Λαμία. Ήθελε να περάσει τις άγιες ημέρες με τους δικούς του. Να ξεκουραστεί λίγο. Δύσκολο ήταν το έργο του. Από την αρχή του σχολικού έτους έμενε στο χωριό σε ένα δωμάτιο στο σπίτι του λαλα-Πούια (Παύλου Πουλιάκα). Μόνος του, με ανύπαρκτα μέσα, πάσχιζε καθημερινά, πρωί–απόγευμα, να διδάξει γράμματα σε ένα σύνολο εξήντα και πλέον παιδιών. Και τι παιδιά. Όλα δίγλωσσα. Τα περισσότερα μιλούσαμε τη μητρική μας γλώσσα, τα βλάχικα. Λιγότερα ήταν αυτά που μιλούσαν τα ντόπια και τα ποντιακά. Μέσα στη τάξη άκουγες μόνο ελληνικά, όμως τα διαλείμματα, οι παιδικές μας παρέες θύμιζαν «Βαβέλ». Ελληνικά, Βλάχικα, Ντόπια, Ποντιακά, όλα μαζί και ανακατεμένα.
Εκείνα τα χρόνια η κύρια απασχόληση τότε των κατοίκων του χωριού μου ήταν η κτηνοτροφία. Ο πατέρας μου, ο λαλα- Στέργιος, (έτσι τον φώναζαν όλοι στο χωριό), διατηρούσε ένα από τα μεγαλύτερα κοπάδια πρόβατα. Είχαμε και κοπάδι με γίδια. Τα μαντριά μας, στη θέση "Προφήτης Ηλίας", ήταν πρόχειρα, φτιαγμένα με ξύλα και άχυρα. Ήταν πολλά. Άλλο για τα ετοιμόγεννα πρόβατα, άλλο για τα στέρφα, άλλο για τα ζυγούρια και τα κριάρια και άλλο για τα γίδια. Η περίοδος των Χριστουγέννων ήταν δύσκολη τότε για τους κτηνοτρόφους. Σε λίγες ημέρες θα έμπαινε ο μήνας Γενάρης και θα άρχιζε η «γέννα» των προβάτων και στα μαντριά καθημερινά είχε πολύ δουλειά.
Σχεδόν όλες τις ημέρες των διακοπών του σχολείου τις περνούσα στα μαντριά μας. Ήμουν ο «βοηθός» στις εργασίες του πατέρα μου. Τον βοηθούσα, πότε στο βόσκημα των προβάτων, πότε στο σκούπισμα των μαντριών και πότε στην επισκευή της αχυρένιας σκεπής. Ακόμη αντηχούν στα αυτιά μου οι φωνές του πάνω στην σκεπή όταν την επιδιορθώναμε. «Μα νκγιός σούβλα», «μα νσούς σούβλα», φώναζε κάθε τόσο, που θα πει «πιο κάτω την σούβλα », «πιο πάνω την σούβλα». Η σούβλα ήταν ένα μακρύ κομμάτι ξύλου κρανιάς με μύτη και τρύπα στην άκρη της όπου δένονταν το σύρμα. Με αυτή εγώ τρυπούσα τα άχυρα κάτω από τη σκεπή κι αυτός από επάνω τραβούσε το σύρμα και έδενε τα άχυρα σφικτά κάνοντας εκείνο τον παράξενο κόμπο που ποτέ δεν μπόρεσα να μάθω.
Παραμονή των Χριστουγέννων νωρίς το απόγευμα εκείνη τη χρονιά γύρισα στο χωριό. Σε λίγο, μαζί με άλλα παιδιά, από σπίτι σε σπίτι θα λέγαμε τα κάλαντα. Τρεμόσβηνε στη δύση ο ήλιος όταν η αυλή του Σχολείου, στο κέντρο του χωριού, γέμισε παιδιά (αγόρια και κορίτσια). Πολλά παιδιά, καμιά τριανταριά. Μαζί μου και τα δύο μικρότερα αδέλφια μου, ο Παύλος και ο Πασχάλης. Ο Πασχάλης ήταν ακόμη πολύ μικρός τότε και έπρεπε να έχω την έννοια και να τον προσέχω. Η μητέρα μας, η τετα-Γκέλα (Ευαγγελία) ή αλλιώς τσαλ-Στέργιου (τις αποκαλούσαν τότε και με το όνομα του ανδρός), από το πρωί είχε ετοιμάσει τις μάλλινες (ντι σιάκου στα βλάχικα) τσάντες για τα κάλαντα. Ποιες τσάντες!!, ήταν οι ίδιοι μάλλινοι τουρβάδες που στις ημέρες του σχολείου βάζαμε μέσα τα βιβλία μας. Είχαν και ένα χοντρό πλεγμένο μάλλινο σχοινί για να τις κρεμούμε στο λαιμό. Του μικρού Πασχάλη η τσάντα το έρχονταν πολύ μεγάλη και μακριά (έφθανε σχεδόν στον αστράγαλο!) και τον εμπόδισε και στο περπάτημα.
Είχαμε τότε για τα κάλαντα μια αρχή και την τηρούσαμε κάθε χρόνο. Θα αρχίζαμε τα κάλαντα αμέσως μετά τη δύση του ήλιου και πάντα από το ίδιο σπίτι στα ανατολικά του χωριού. Το πρώτο σπίτι ήταν της μάϊα- Μούσια (γιαγιά-Μαρία) του Κοσκινά. Ήταν στην άκρη του χωριού (σώζεται και σήμερα), εκεί που αρχίζει ο δρόμος για την πόλη των Σερρών. Ο δρόμος αυτός είχε και την δική του ονομασία. «Κάλια ντι παζάρι» το λέγαμε, δηλαδή «δρόμος για το παζάρι», γιατί από αυτόν κάθε ημέρα Τρίτη ο κόσμος του χωριού πήγαινε, με τα ζώα ή και με τα πόδια, στο παζάρι των Σερρών.
Τα περισσότερα σπίτια του χωριού μου ήταν παλιά, μονόροφα, κτισμένα με πέτρα, ξύλο και λάσπη. Υπήρχαν και αρκετά παλιά αρχοντικά διώροφα μακεδονικού τύπου σπίτια. Τί όμορφα που ήταν αυτά. Από τα σκεπαστά χαγιάτια που είχαν στον πάνω όροφο, μπορούσε κανείς να αγναντέψει ολόκληρο τον κάμπο των Σερρών. Υπήρχαν και λίγα πιο καινούργια, όπως το δικό μας, που κτίστηκε λίγα χρόνια νωρίτερα το 1950 πάνω στα θεμέλια παλιού διώροφου μακεδονικού τύπου που καταστράφηκε στη διάρκεια του εμφυλίου.
Μόλις λοιπόν μπήκαμε στην αυλή της μάϊα-Μούσια του Κοσκινά αρχίσαμε να ψάλουμε:
«Ήρθαν τα Χριστούγεννα
εορτή μεγάλη
και το δένδρο του Χριστού
ήρθε- ήρθε πάλι...»
κ.λ.π. Το είπαμε ολόκληρο και όχι το μισό. Οι παιδικές φωνές μας αντηχούσαν σ’ όλο το χωριό. Η γιαγιά Μούσια στέκονταν όρθια στην είσοδο του σπιτιού. Κρατούσε στα χέρια έναν βλάχικο τουρβά (τράστου). Όταν θέλησε να βάλει το χέρι μέσα, τότε ήταν που προκλήθηκε πανδαιμόνιο. Ένα δάσος από υψωμένα παιδικά χέρια ζητούσαν όλα ταυτόχρονα να πάρουν από το χέρι της τα «κόλιαντα». Όχι βέβαια χρήματα όπως συμβαίνει σήμερα. Πού να τα βρουν άλλωστε!! Η αμοιβή τότε ήταν πάντα σε «είδος». Ένα κάστανο και αυτό σάπιο τις περισσότερες φορές ή ένα ξυλοκέρατο (σήμερα δεν κυκλοφορούν) ή ¼ ή ½ μήλο, άντε το πολύ ένα ολόκληρο φιρίκι. Εγώ εκτός της αγωνίας να προλάβω να πάρω για τον εαυτό μου είχα και την έννοια του μικρού Πασχάλη. Έσπρωχνα, πότε δεξιά, πότε αριστερά, άνοιγα χώρο να φανεί και το δικό του τεντωμένο χεράκι που μέσα στο μεγάλο συνωστισμό ούτε καν που φαινόταν.
Ώσπου να πάρει και ο τελευταίος της παρέας, οι πρώτοι είχαν ήδη φτάσει στην επόμενη αυλή και άρχιζε κι εκεί το μοίρασμα. Όταν ακούγαμε ότι κάπου μοιράζουν κάτι καλύτερο (π.χ. ένα ολόκληρο μήλο!), το νέο διαδίδονταν αστραπιαία και στο σοκάκι παραβγαίναμε στο τρέξιμο για το ποιος θα προλάβει. Βλέπετε και τα μήλα ήταν λιγοστά και ποτέ δεν επαρκούσαν για όλους. Οι τελευταίοι αναγκαστικά θα περιορίζονταν να πάρουν και πάλι το γνωστό ξηλοκέρατο.
Το χωριό μας όπως και ολόκληρη η ευρύτερη περιοχή δεν είχε τότε δίκτυ ηλεκτρικού ρεύματος. Κύρια πηγή φωτισμού των σπιτιών είχαμε τη γκαζόλαμπα. Η νύχτα μας βρήκε ψάλλοντας στα τελευταία σπίτια. Αυτό βέβαια σε τίποτε δεν μας εμπόδιζε. Ήμασταν εξοικειωμένοι με το σκοτάδι. Περπατούσαμε άνετα σαν τους καλικαντζάρους!!!.
Ολοκληρώσαμε τα κάλαντα εκείνο το βράδυ και κουρασμένος αλλά χαρούμενος για όλη αυτή τη διαδικασία επέστρεψα με τα αδέλφια μου στο σπίτι. Εκεί, σ’ ένα από τα δωμάτια του σπιτιού μας, κάτω από το φως της γκαζόλαμπας, αδειάσαμε τις τσάντες μας στο πάτωμα και ο καθένας έκανε την δική του καταμέτρηση. Φάγαμε όσα μπορέσαμε και τα υπόλοιπα τα κρύψαμε σε κάποιο απόκρυφο μέρος του δωματίου με σκοπό να τα φάμε λίγα-λίγα τις επόμενες ημέρες.
Η νύχτα είχε προχωρήσει για τα καλά και τώρα όλη η οικογένεια μας, πατέρας, μητέρα και επτά παιδιά (έξη αγόρια και ένα κορίτσι), ήταν συγκεντρωμένη στο μοναδικό θερμαινόμενο με ξυλόσομπα δωμάτιο του σπιτιού μας. Στρώθηκε ο σοφράς στο κέντρο του δωματίου και όλοι καθίσαμε τριγύρω για το βραδινό φαγητό. Εκείνα τα χρόνια το κυρίως φαγητό το τρώγαμε βράδυ. Την ημέρα όλοι ήταν διασκορπισμένοι στα μαντριά και τα πρόβατα. Μεγάλη τότε η δική μας οικογένεια, πολλά τα στόματα που έπρεπε να τραφούν, όμως οι τροφές δεν έλειπαν ποτέ από το σπιτικό μας. Είχαμε ένα ολόκληρο δωμάτιο γεμάτο τρόφιμα. Τυριά δικά μας μέσα σε δοχεία, σε δέρματα (φουάλι), μυζήθρες, βαρέλι με ελιές κ.λ.π. Το κρέας ποτέ δεν έλειπε. Όλο και κάθε τόσο θα «έπεφτε» κάποιο ζωντανό. Τον Νοέμβριο, εκείνη τη χρονιά, σφάξαμε και το γουρούνι που το θρέφαμε από το καλοκαίρι. Άλλο πανηγύρι αυτό. Πρώτο ήρθε στον άτυπο διαγωνισμό του χωριού!. Εκατόν ογδόντα οκάδες ακατέβατες!!! Τα δύο μεγάλα ξύλινα στρατιωτικά κασόνια που είχαμε μέσα στο σπίτι τα γεμίσαμε με παστό χοιρινό κρέας. Γεμίσαμε και αρκετούς τενεκέδες με λίπος (λίγδα). Στις γιορτές όμως των Χριστουγέννων τηρούσαμε αυστηρή νηστεία.
Εκείνα τα χρόνια, το μοναδικό καφενείο-παντοπωλείο του χωριού, του λαλα-Γκιόγκη (Γιώργη Πουλιάκα), κάθε βράδυ γέμιζε μόνο με άνδρες. Σε εμάς τα μικρά δεν επιτρέπονταν η είσοδος. Κάθονταν στις καρέκλες γύρω από την μεγάλη ξυλόσομπα που υπήρχε στο κέντρο του μαγαζιού. Περνούσαν εκεί την ώρα συζητώντας ενώ άλλοι παίζανε χαρτιά (ξερή) ή πίνανε κανένα «μπερδεμένο».
Κάθε βράδυ, μετά το καφενείο, ένα από τα μεγαλύτερα αδέλφια μου πήγαινε για ύπνο όχι στο σπίτι αλλά στα μαντριά!!!. Τι βάσανο κι αυτό που ήταν. Δεν έφτανε που το μαντριά μας ήταν μακριά από το χωριό και έπρεπε μέσα στο θεοσκόταδο να διασχίσεις κι εκείνο το μεγάλο ποτάμι, τον χείμαρρο του χωριού, που την περίοδο αυτή το νερό του κατέβαινε πάντα ορμητικό. Έπρεπε όμως γιατί ο κίνδυνος από τα αγρίμια την νύχτα ήταν μεγάλος και κάποιος έπρεπε να φυλάει το κοπάδι.
Εκείνο το βράδυ, αμέσως μετά το φαγητό , μαζί με τον Παύλο και τον Πασχάλη πήγαμε για ύπνο. Ξημέρωνε Χριστούγεννα και θα ξυπνούσαμε χαράματα να πάμε στην εκκλησία. Εκείνα τα χρόνια στο χωριό τα βράδια πηγαίναμε για ύπνο πολύ νωρίς, με τις «κότες» όπως λέγεται. Το σπίτι μας ήταν τότε μισοτελειωμένο δεν είχαμε κρεβάτια για όλους. Εμείς τα μικρότερα αδέλφια κοιμόμασταν όλα μαζί στο δάπεδο, «στρωματσάδα» όπως λένε. Η μάνα μας έστρωνε στο δάπεδο χοντρά μάλλινα υφαντά κιλίμια και σκεπαζόμασταν με βαριές μάλλινες βελέντζες. Τι ωραία όμως που ήταν κάτω από τις βελέντζες! Καλαμπουρίζαμε, γελάγαμε, λέγαμε ιστορίες, παίζαμε. Παίζαμε και ένα παιχνίδι των λέξεων. «Ντι τσι σ’ ακάτς» (από τι αρχίζει ) το λέγαμε. Ένας έλεγε το αρχικό μόνο γράμμα μιας λέξης και οι άλλοι προσπαθούσαμε να μαντέψουμε την λέξη. Η μητέρα μας, όταν αργούσε να μας πάρει ο ύπνος, παρατούσε για λίγο τη δουλειά της και έρχονταν και κάθονταν δίπλα μας και εκεί μέσα στο σκοτάδι άρχιζε να διηγείται παραμύθια. Τί πολλά παραμύθια που ήξερε και πόσο ωραία τα έλεγε. Μέρες Χριστουγέννων ήταν και μας έλεγε παραμύθια για τους καλικαντζάρους!!! Εμείς κάτω από τις βελέντζες διακόπταμε αμέσως τη συζήτηση και ακούγαμε με πολύ προσοχή. Ως και τις αναπνοές μας κρατούσαμε για να κάνουμε ησυχία να ακούσουμε καλύτερα το παραμύθι. Κάθε τόσο η μητέρα σταματούσε την αφήγηση και μέσα στο σκοτάδι φώναζε τα ονόματά μας. Όταν δεν έπαιρνε απάντηση γιατί στο εν τω μεταξύ είχαμε αποκοιμηθεί, σταματούσε τότε το παραμύθι, μας σκέπαζε καλά μέχρι και τα κεφάλια μας με την βαριά βελέντζα και σηκώνονταν και ξανάρχιζε πάλι τις δουλειές της. Νύχτα έκανε πάντα τις δουλειές του σπιτιού. Που να προλάβει η καημένη την ημέρα με τόσα παιδιά στα πόδια της. Ζύμωνε σχεδόν δυο φορές την εβδομάδα. Δωδεκάδες τα καρβέλια. Σκυμμένη ξημέρωνε πάνω στη μεγάλη ξύλινη σκάφη. Χαράματα άναβε τον φούρνο και έψηνε ντουζίνες ψωμιά (καρβέλια). Μοσχοβολούσε πρωί-πρωί η αυλή του σπιτιού μας. Ως και για τα μαντρόσκυλα που φύλαγαν το κοπάδι φρόντιζε. Ζύμωνε και έψηνε ξεχωριστά στον φούρνο τα λεγόμενα σκυλόψωμα (πιτυρούχα ψωμιά).
Έτσι τόσο απλά, φτωχικά αλλά όμως χαρούμενα και ευτυχισμένα περνούσαμε τότε τις άγιες ημέρες των Χριστουγέννων.
Το χωριό που γεννήθηκα και μεγάλωσα, το Άνω Χριστός, δεν υπάρχει σήμερα. Στα τέλη της δεκαετίας του 60, οι περίπου ογδόντα οικογένειες που το αποτελούσαν, στη πλειοψηφία Βλάχοι, το εγκατέλειψαν και έκτισαν νέο οικισμό στο Κάτω Χριστός. Από το παλιό χωριό απέμεινε μόνο το πέτρινο Δημοτικό Σχολείο, η εκκλησία της Αγίας Τριάδας και ένα-δύο σπίτια, ανάμεσά τους και το πατρικό μου. Ευτυχώς που υπάρχουν και αυτά να μου θυμίζουν τα «περασμένα», τα δικά μου Χριστούγεννα.Τα Χριστούγεννα των παιδικών μου χρόνων. Καλά Χριστούγεννα, ο καινούργιος χρόνος εύχομαι να φέρει υγεία, ειρήνη και περισσότερη χαρά και ευτυχία σε όλους.
Άνοιξη 1963. Ο λαλα-Στέργιος (Στέργιος Μήσιος) με τα πρόβατά του και ένα μέρος από τα παιδιά του !!! στα μαντριά μας στη θέση 2ο φράγμα στο χείμαρρο 'Ανω Χριστού. Από αριστερά Δημήτρης, Παύλος, Θανάσης, Πασχάλης (μόλις διακρίνεται). Σε πρώτο πλάνο επίσης ένα απο τα μαντρόσκυλα ο ¨ Μπέλος¨(άσπρος) και ο γάϊδαρος ο θρυλικός ¨Κίτσος¨ (προτοφανές για το είδος του αφού έζησε όσα και τα χρόνια του Χριστού) με τα γκιούμια για το γάλα στην πλάτη. Σε πρώτο πλάνο επίσης διακρίνονται τα θυλικά αρνάκια της χρονιάς εκείνης που προορίζονταν για αναπαραγωγή του κοπαδιού. Και μια ακόμη λεπτομέρεια. Το πρόβατο σε πρώτο πλάνο έχει την ουρά του κουρεμένη. Είναι το λεγόμενο ¨κολοκούρεμα¨ που γίνεται νωρίς την άνοιξη προκειμένου να διευκολύνεται το άρμεγμα.