Μετά την κατάληψη της Ελλάδας από τα γερμανικά στρατεύματα, ο Χίτλερ ανέθεσε την περιφρούρηση των 2/3 σχεδόν του ελλαδικού χώρου στους Ιταλούς.
Στις 11 Μαΐου 1941 οι ιταλικές στρατιωτικές δυνάμεις, που είχαν εκδιωχθεί και καθηλωθεί πριν από τον ελληνικό στρατό στο εσωτερικό της Αλβανίας, διάβηκαν ξανά την ελληνοαλβανική συνοριακή γραμμή για να προχωρήσουν στην κατάληψη της δυτικής πλευράς της ηπειρωτικής Ελλάδας. Ήδη στις 8.30 το πρωί της ίδιας μέρας στα Γιάννενα ένας λόχος της μεραρχίας Julia αντικατέστησε το γερμανικό απόσπασμα και ύψωσε την ιταλική σημαία στο κέντρο της πόλης.
Στην ηπειρωτική πρωτεύουσα εγκαταστάθηκε το XXV Σώμα Στρατού, το οποίο τον Αύγουστο διαλύθηκε και οι μονάδες του προσχώρησαν στο XXVI Σώμα Στρατού. Διέθετε δύο μεραρχίες, τη Modena και την Casale, ενώ η περιοχή ευθύνης του ήταν η Ήπειρος και η Αιτωλοακαρνανία.
Για την τήρηση της τάξης και ασφάλειας στις κατεχόμενες περιοχές φρόντιζε το Σώμα των Καραμπινιέρων, δηλαδή η ιταλική στρατιωτική αστυνομία, της οποίας η διοίκηση βρισκόταν τότε στο Καπλάνειο σχολείο. Μικρότερες μονάδες Καραμπινιέρων είχαν εγκατασταθεί σε χωριά και κωμοπόλεις της υπαίθρου, όπως στην Κόνιτσα, το Δίστρατο και τη Βοβούσα. Η επιλογή των δύο τελευταίων βλάχικων κοινοτήτων σχετίζεται με την ύπαρξη εκεί ισχυρού στοιχείου ρουμανιζόντων και με την εμφάνιση της αυτονομιστικής κίνησης του Αλκιβιάδη Διαμάντη για την ίδρυση του λεγόμενου «Πριγκιπάτου της Πίνδου». Αξίζει να σημειωθεί πως στη γειτονική πόλη των Γρεβενών ρουμανίζοντα μέλη της εκεί βλάχικης κοινότητας είχαν υποδεχτεί τον ιταλό διοικητή της μεραρχίας Pinerolo με ρουμάνικους και ιταλικούς φασιστικούς ύμνους, δηλώνοντας τη νομιμοφροσύνη τους και αποστέλλοντας ευχαριστήριο τηλεγράφημα στον Μουσολίνι.
Η ιταλική Κατοχή στη Βοβούσα
Στη Βοβούσα, που εκείνη την εποχή αριθμούσε γύρω στους 500 κατοίκους, η Καραμπινιερία στεγάστηκε στο πιο επιβλητικό αρχοντικό του χωριού, ένα διώροφο κτίριο με σκαλιστά και ζωγραφισμένα ταβάνια και ξύλινες επενδύσεις, που ανήκε στην ξακουστή οικογένεια Βασιλάκη. Με την παρουσία της ιταλικής φρουράς στη Βοβούσα η ομάδα των κατοίκων, που λίγους μήνες πριν, κατά την έναρξη του ελληνοΐταλικού πολέμου, είχαν εκτοπιστεί ως «εθνικά επικίνδυνοι» στο στρατόπεδο της Κορίνθου κι αργότερα στη Χίο (βλ. «Βλάχοι εκτοπισμένοι στον πόλεμο του ʼ40», Ηπειρωτικός Αγών – 17.01.2017), βρήκε την ευκαιρία να πάρει τη «ρεβάνς». Έχοντας την προστασία των Ιταλών, οι οποίοι μάλιστα -σύμφωνα με πληροφορίες- τους είχαν διαθέσει γύρω στα 18 τυφέκια για σύμπραξη σε περίπτωση έκτακτης ανάγκης, ανέλαβαν ουσιαστικά την εξουσία στη κοινότητα. Η «εκτροπή» αυτή είχε φτάσει σε τέτοιο βαθμό, που ανησύχησε σφόδρα και τον Ευάγγελο Αβέρωφ, ο οποίος μαχόταν έντονα τότε κατά των αποσχιστικών κινήσεων του «Πριγκιπάτου» στη Θεσσαλία. Σε ένα υπόμνημά του, που έστειλε τον Οκτώβριο του 1941 από τη Λάρισα στην Αθήνα προς τους Ιωάννη Πολίτη, Αλέξη Κύρου και Αλέξανδρο Σβώλο, σημείωνε:
«Εις την Βωβούσαν ο Έλλην εισπράκτωρ, όστις είχε μεταβή προς είσπραξιν φόρων, έλαβεν από ρουμανίζοντας ενώπιον των αστυνομικών οργάνων μας την απάντησιν ότι οι κάτοικοι δεν πληρώνουν φόρους διότι δεν είναι Έλληνες αλλά Ρουμάνοι. Εις το αυτό χωρίον, κατά τα τέλη Σεπτεμβρίου [1941], ενώ το ρουμανικόν σχολείον είχε μαθητάς, μού μετεδόθη ότι το ελληνικόν δεν είχε, διότι ησκείτο μεγάλη ψυχολογική βία επί των καλών ελλήνων κουτσοβλάχων του χωρίου.»
Σε αντίθεση με το Δίστρατο, όπου το εκεί ιταλικό φυλάκιο ήταν τόπος καταπίεσης και βασανισμών μερικές φορές του ελληνόφρονου τμήματος των κατοίκων του, στη Βοβούσα η καθημερινή ζωή κυλούσε χωρίς οξυμένες εντάσεις ή βίαιες συγκρούσεις. Οι ιταλοί Καραμπινιέροι, για να περάσουν τον χρόνο τους, ασχολούνταν με γεωργικές ή μικρές οικοδομικές εργασίες σε τοιχάρια και αυλάκια στο χωριό, φλέρταραν πού και πού με τις κοπέλες και γενικότερα συμμετείχαν στις χαρές και στις λύπες των κατοίκων.
Ο ιταλός διοικητής
Η ομάδα των δέκα Καραμπινιέρων στη Βοβούσα ανήκε στο 5ο Τάγμα CC της Μεραρχίας Modena. Διοικητής της ήταν ο λοχίας (Vice Brigadiere) Tonino Fregni, γεννημένος στις 6 Ιανουαρίου 1916 στο Camposanto της επαρχίας Modena στην Ιταλία. Ο στρατιωτικός του φάκελος τον περιγράφει ως ένα μελαμψό άνδρα με ύψος 1.68 μ., μαλλιά και μάτια καστανά, πρόσωπο οβάλ και πηγούνι προτεταμένο. Ο Fregni ήταν ο δεύτερος από τους τέσσερις γιούς μιας αγροτικής οικογένειας και, πριν ξεκινήσει τη θητεία του στους Καραμπινιέρους, εργαζόταν στο χωριό του ως μαραγκός. Η αστυνομική του καριέρα ξεκίνησε στην Μπολώνια με τον βαθμό του δεκανέα (Appuntato).
Λίγα χρόνια αργότερα στην πόλη Predappio της επαρχίας Forlì-Cesena γνώρισε τη Fioralba Brunelli, την οποία παντρεύτηκε τον Ιανουάριο του 1940. Στις 17 Οκτωβρίου 1940 ήρθε στον κόσμο η μοναδική του κόρη María Antonietta, ενώ δυο μήνες πριν ο ίδιος είχε τιμηθεί για ανδραγαθία στη διάσωση θυμάτων κατά την πυρκαγιά ενός εργοστασίου εκρηκτικών υλών.
Ο Fregni, παρά την πιθανή πλήξη και απραξία τόσους μήνες στο ορεινό χωριό της Πίνδου, μακριά και γεμάτος νοσταλγία για τα αγαπημένα του πρόσωπα στην πατρίδα του, παρέμενε πιστός στους σκοπούς της υπηρεσίας του. Στην πίσω πλευρά μιας φωτογραφίας με τη φρουρά, που έστειλε από τη Βοβούσα τον Μάρτιο του 1943 στη σύζυγό του (και τη μικρή του κόρη), έγραφε: «Στις καρδιές μου, που είναι μακριά, στέλνω ένα αναμνηστικό από μένα και όλους αυτούς που σαν κι εμένα επιθυμούν τη δόξα και την κάθαρση αυτής της χώρας».
Εκείνο το διάστημα ο ιταλός υπαξιωματικός πιθανόν να μην είχε αντιληφτεί ότι τα σύννεφα τριγύρω είχαν πυκνώσει επικίνδυνα, μια και το ελληνικό αντάρτικο είχε αρχίσει να φουντώνει με γοργούς ρυθμούς.
Η Αντίσταση
Ήδη από τα τέλη του 1942 στη δυτική Μακεδονία είχαν κάνει την εμφάνισή τους ένοπλες αντάρτικες ομάδες, που αποτελούνταν από κομμουνιστές της περιοχής Γρεβενών, Βοΐου και Καστοριάς, και χτυπούσαν, στην αρχή σποραδικά, διάφορους ιταλικούς στόχους ή σταθμούς χωροφυλακής. Με το ξεκίνημα του 1943, οι διάσπαρτες αυτές ομάδες του ΕΛΑΣ άρχισαν να συντονίζουν τη δράση τους και στις 6 Μαρτίου έστησαν ενέδρα και συνέλαβαν αιχμάλωτο ένα τάγμα ιταλών στο δρόμο μεταξύ Σερβίων – Καστοριάς, κοντά στη Σιάτιστα, στη γνωστή μάχη του Φαρδύκαμπου. 603 Ιταλοί πιάστηκαν αιχμάλωτοι και οδηγήθηκαν από αντάρτες του ΕΛΑΣ αρχικά στον Πεντάλοφο και στη συνέχεια στο Μοναστήρι του Σπηλαίου Γρεβενών (Ιερά Μονή Κοιμήσεως Θεοτόκου), όπου υπήρχαν κελιά για διαμονή, βοηθητικοί χώροι (μαγειρεία, αποθήκες κ.λπ.) και προαύλιο για συγκέντρωση και κυκλοφορία. Στο Σπήλαιο παρέμειναν έγκλειστοι τρεις μήνες και αργότερα μεταφέρθηκαν στη Σαμαρίνα και στο Πρόσβορο.
Στις 23 Μαρτίου 1943 τα Γρεβενά κατελήφθησαν από τους αντάρτες του ΕΛΑΣ και η επαρχία απελευθερώθηκε από τα ιταλικά στρατεύματα κατοχής. Οι Γερμανοί δεν επεδίωξαν να καλύψουν το κενό μετά την αποχώρηση των Ιταλών, παρότι διέθεταν μονάδα στην Κοζάνη. Τα υπολείμματα του ιταλικού τάγματος, οι Καραμπινιέροι και οι μαθητές του ρουμανικού Γυμνασίου Γρεβενών μαζί με 103 οικογένειες Βλάχων ρουμανιζόντων, εγκατέλειψαν την πόλη. Οι ιταλοί στρατιώτες εντάχθηκαν σε διάφορες άλλες ιταλικές μονάδες, ενώ οι ρουμανίζοντες εγκαταστάθηκαν με μέριμνα των κατοχικών αρχών και του Ρουμανικού Προξενείου στη γερμανοκρατούμενη Θεσσαλονίκη.
Η μάχη της Καραμπινιερίας
Μέσα σ’ αυτές τις δραματικές εξελίξεις στη γύρω περιοχή ήταν απλά ζήτημα χρόνου το χτύπημα της απομακρυσμένης και απομονωμένης Καραμπινιερίας στη Βοβούσα από τον ΕΛΑΣ. Έτσι, τη νύχτα προς την 6η Απριλίου, μια ομάδα 40 περίπου ανταρτών με διοικητή τον Ηρακλή Παπαδόπουλο («Νικηφόρο») και καπετάνιο τον Χρήστο Τόλη («Προμηθέα»), πρώην ανθυπολοχαγούς του ελληνικού στρατού, αφού πέρασαν από τα χωριά Ζιάκα και Περιβόλι, έφτασαν πριν τα χαράματα στη Βοβούσα. Περικύκλωσαν την Καραμπινιερία και, οχυρωμένοι στα γύρω σπίτια, άρχισαν την επίθεση. Εκείνη την ώρα βρισκόταν συμπτωματικά μέσα στο κτίριο, εκτός από τους Ιταλούς, και ένας από τους ντόπιους ρουμανίζοντες συνεργάτες τους. Με το άκουσμα των καταιγιστικών πυροβολισμών και τη διαπίστωση της δύναμης των ανταρτών, ορισμένοι ρουμανίζοντες έσπευσαν να κρυφτούν (ένας μάλιστα ανάμεσα στα κόκκαλα του οστεοφυλάκιου της εκκλησίας του Αγίου Γεωργίου, ενώ ένας άλλος μέσα στα κρύα νερά μιας στέρνας) ή να απαλλαγούν πάραυτα από τον ιταλικό οπλισμό τους, ώστε να μην ενοχοποιηθούν. Μετά από μιάμιση περίπου ώρα πυκνών πυροβολισμών, οι αντάρτες έθεσαν τελεσίγραφο στους Ιταλούς να παραδώσουν τα όπλα τους, όπως και τον συνεργάτη τους, ενώ οι ίδιοι θα αφήνονταν ανενόχλητοι να μεταβούν στα Γιάννενα.
Παρά την επιχειρησιακά απελπιστική τους κατάσταση και ελπίζοντας ίσως σε κάποιες ενισχύσεις, ο διοικητής των Καραμπινιέρων Fregni, πιστός στο στρατιωτικό του καθήκον, απέρριψε την πρόταση. Στις αψιμαχίες που επακολούθησαν σκοτώθηκε ο 25χρονος αντάρτης Γιάννης Νταλός, από τους Φιλιππαίους Γρεβενών, γεγονός που πείσμωσε ακόμη περισσότερο τους Ελασίτες. Στη συνέχεια, αφού ανέβηκαν κάποια στιγμή απαρατήρητοι από την πίσω πλευρά στη στέγη του κτιρίου, άδειασαν ένα βυτίο με πετρέλαιο μέσα στην καπνοδόχο και έβαλαν φωτιά στο αρχοντικό.
Με το ξέσπασμα της πυρκαγιάς, οι Ιταλοί βγήκαν στην αυλή και συνέχισαν τη μάχη πίσω από τον χαμηλό πέτρινο τοίχο, που την περιέβαλε. Μέσα σε λίγη ώρα σκοτώθηκαν ο διοικητής Tonino Fregni, δύο δεκανείς, ένας οπλίτης Καραμπινιέρος καθώς και ο ρουμανίζων συνεργάτης τους. Ένας ακόμη Καραμπινιέρος τραυματίστηκε σοβαρά, ενώ οι υπόλοιποι παραδόθηκαν και αιχμαλωτίστηκαν από τους Ελασίτες, για να μεταφερθούν στη συνέχεια στο Σπήλαιο, όπου κρατούνταν και οι υπόλοιποι ιταλοί στρατιώτες.
Το χτύπημα της Καραμπινιερίας στη Βοβούσα αποτέλεσε ουσιαστικά και την αρχή του τέλους του «ρουμανισμού» στο χωριό. Ο φόβος απέναντι στην ανερχόμενη ισχύ του ΕΑΜ/ΕΛΑΣ στην ύπαιθρο οδήγησε αρκετούς να αποφεύγουν οποιαδήποτε δημόσια εκδήλωση του εθνισμού τους ή ακόμα να αποσύρουν τα παιδιά τους από το ρουμανικό σχολείο στο χωριό και το αντίστοιχο γυμνάσιο στα Γιάννενα.
Η αναζήτηση
Μετά τον πόλεμο το ιταλικό κράτος τίμησε τον Tonino Fregni για τη γενναιότητά του. Τον Μάρτιο του 1949 τού απένειμε ένα αργυρό μετάλλιο ανδρείας, ενώ αργότερα έδωσε στον σταθμό Καραμπινιέρων της πόλης Mirandola το όνομά του. Η γυναίκα του Fioralba ύστερα από δυο χρόνια ξαναπαντρεύτηκε, απέκτησε με τον νέο της άνδρα δύο ακόμη κόρες και το 1948 μετανάστευσε οικογενειακά στην Αργεντινή. Στη πρώτη της κόρη María Antonietta, σπάνια μιλούσε για τον πατέρα της. Σε ηλικία 20 χρονών μπόρεσε εκείνη, στο πρώτο της ταξίδι στην Ιταλία, να μάθει από τους συγγενείς του πατέρα της κάποιες πρώτες πληροφορίες για τη ζωή και την τύχη του. Σήμερα, πλησιάζοντας τα 80 της χρόνια, η κόρη του λοχία Καραμπινιέρου έχει μια, ίσως και τελευταία, διακαή επιθυμία: να βρει και να μεταφέρει τα οστά του πατέρα της στην ιδιαίτερη πατρίδα του. Το επίπονο έργο της αναζήτησης έχει αναλάβει ο γιος της, Fernando Manuel Duval Fregni, που ζει σήμερα στην πόλη Pontevedra της Γαλικίας στην Ισπανία και ο οποίος, πριν τριάμισι περίπου χρόνια, έστειλε ένα πρώτο μήνυμα για την υπόθεσή του ζητώντας πληροφορίες σε έναν ξενώνα στη Βοβούσα.
Σύμφωνα με μαρτυρίες γηραιότερων Βοβουσιωτών, οι νεκροί Ιταλοί της Καραμπινιερίας θάφτηκαν επιτόπου, στην αυλή του πρώην αρχοντικού, που σήμερα είναι ένα χορταριασμένο εγκαταλειμμένο οικόπεδο. Το 1963 σε κάποια έργα ύδρευσης βρέθηκαν τυχαία σε εκείνο το μέρος τα υπολείμματα δυο ανθρώπινων σκελετών και ενημερώθηκαν τότε οι ιταλικές προξενικές αρχές στην Αθήνα. Πιθανόν σήμερα οι τάφοι των άλλων δυο Ιταλών να βρίσκονται (εν μέρει) κάτω από την επιφάνεια ενός λιθόστρωτου κοινοτικού δρόμου, που διαπλατύνθηκε πριν μια περίπου δεκαετία. Οι ιταλικές κρατικές υπηρεσίες αδυνατούν σήμερα να προσφέρουν κάποια πρακτική βοήθεια. Εναπόκειται στη δημοτική αρχή Ζαγορίου, όπως και στους ευαισθητοποιημένους Βοβουσιώτες, να δώσουν λύση σε μια ανθρώπινη Οδύσσεια, δείχνοντας μεγαλείο ψυχής και επιβεβαιώνοντας έτσι τους ακατάλυτους σήμερα δεσμούς φιλίας με τον αντίπερα δυτικό μας γείτονα.
Γιώργος Βραζιτούλης
πηγή: www.agon.gr
Πηγές:
Ιδιωτικό Αρχείο Fernando Manuel Duval Fregni
Ευάγγελος Αβέρωφ-Τοσίτσας: «Η Πολιτική πλευρά του Κουτσοβλαχικού ζητήματος». 2η έκδοση, Τρίκαλα 1987.
Στέλιος-Περικλής Καράβης: «Η ιταλική κατοχή στην Ελλάδα (1941-1943). Η πολιτική επιβολής και καταστολής από την ΧΙ Στρατιά». Διδακτορική διατριβή, Θεσσαλονίκη, 2015.
Ανδρέας Τσιάτας: «Αναμνήσεις από την Αντίσταση 1941-1944 Γρεβενά – Βόιο – Βέρμιο» Εκδόσεις Ζήτη, Θεσσαλονίκη, 2009.
Ο Γιώργος Μ. Βραζιτούλης ( *1961) γεννήθηκε στα Γιάννενα. Είναι πτυχιούχος Αγρονόμος Τοπογράφος Μηχανικός του ΑΠΘ και διδάκτωρ του Πανεπιστημίου της Βόννης. Από το 1985 διαμένει μόνιμα στη Γερμανία και από το 2003 είναι εγκατεστημένος στο Βερολίνο. Ο ανεξάντλητος πλούτος των δημόσιων αρχείων και βιβλιοθηκών στη γερμανική πρωτεύουσα, υπήρξε το δέλεαρ για την (ευκαιριακή) ενασχόλησή του με ελληνογερμανικά θέματα και ιστορίες, κυρίως από την εποχή του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, της γερμανικής Κατοχής, του Εμφυλίου και του Ψυχρού Πολέμου.