Μέχρι τα μέσα του 19ου αιώνα (1850) ουδείς συζητούσε, ενδιαφέρονταν ή ασχολούνταν με τους Βλάχους, εκτός από ελάχιστες μεμονωμένες περιπτώσεις. Οι ίδιοι οι Βλάχοι, επίσης, κοίταζαν τις δουλειές τους, δεν προβληματίζονταν με την ιστορική τους παρουσία και θεωρούσαν αυτονόητο ότι ήταν Έλληνες, ορθόδοξοι και κληρονόμοι της ιστορίας και του ελληνικού πολιτισμού.
Ζούσαν ειρηνικά με όσους συγκατοικούσαν, δεν αντιμετώπιζαν ποτέ προβλήματα και ο δεύτερος γλωσσικός μητρικός κώδικας δεν ενοχλούσε ούτε τους ίδιους ούτε και τους μη γνώστες της βλαχικής.
Η περίοδος αυτή θεωρείται η πιο καλή και παραγωγική για όλους τους Βλάχους γιατί δεν ενοχλούσαν κανένα και δεν τους ενοχλούσε κανένας.
Για τους περισσότερους Έλληνες η έννοια Βλάχος, από τα μεσαιωνικά ήδη χρόνια, παρέπεμπε σε μια κατηγορία ανθρώπων που είχαν ως κύριο επάγγελμα την αιγοπροβατοτροφία και το προφίλ τους ήταν ανάλογο με το επάγγελμα που ασκούσαν, δηλ. άνθρωποι με ελάχιστη κουλτούρα, με ευτελές επάγγελμα και με συμπεριφορές ανάλογες. Ως προς τα άλλα δεν υπήρχε καμιά διάκριση μεταξύ των Βλάχων και των άλλων χωρικών γι' αυτό και το όνομα Βλάχος δίνονταν αδιακρίτως σε βλαχόφωνους και μη.
Μέχρι το 1850 δεν είχαν εμφανιστεί οι αυτόκλητοι διαχειριστές των εθνικών ζητημάτων, οι «υπερπατριώτες» που είχαν γνώμη για όλους και για όλα. Πρόκειται για τη γνωστή φυλή των εθνοκαπήλων που εμφανίζονται όλες τις εποχές και ασχολούνται με θέματα που ούτε τα γνωρίζουν, ούτε έχουν και την διάθεση να ασχοληθούν σε βάθος με αυτά. Πρόκειται για τους εκμεταλλευτές των εθνικών ζητημάτων που έχουν ως σκοπό την προσωπική τους ανάδειξη κάτω από τη σημαία της εθνικοφροσύνης, οι οποίοι ποντάρουν στον συναισθηματισμό των απλών ανθρώπων, ενώ πολλοί από αυτούς βρίσκουν την ευκαιρία να αναβαπτιστούν από παλιά ανομήματα δικά τους ή των προγόνων τους, πλειοδοτώντας σε κάθε περίπτωση που εμφανίζεται στο προσκήνιο και αφορά εθνικά θέματα.
0ι πρώτοι που αυτόκλητοι ανέλαβαν να υποστηρίξουν τα δίκαια των Βλάχων, χωρίς να τους το ζητήσουν οι ίδιοι, ήταν οι οπαδοί της Ρουμανικής προπαγάνδας, οι οποίοι και αποτέλεσαν την αφετηρία της παρακμής του βλάχικου στοιχείου και της βλάχικης γλώσσας.
Δυο διανοούμενοι Ρουμάνοι, οι Bolintineanu και Radulescu, ως απόστολοι του νεοφώτιστου ρουμανικού έθνους, επισκέπτονται την Μακεδονία και ανακαλύπτουν, τυχαία δήθεν, τους «ομόγλωσσους» και «ομοαίματους» αδελφούς που αλύτρωτοι ζούσαν στον ελληνικό χώρο. Όταν επιστρέφουν στη Ρουμανία, γράφουν πύρινα άρθρα, ιδρύουν σωματεία και κομιτάτα και στρατολογούν διάφορα άτομα για να βοηθήσουν τους αδελφούς Βλάχους. Στη συνέχεια παίρνει πρωτοβουλίες το Ρουμανικό κράτος, χρηματοδοτεί την κίνηση αυτή και αρχίζει να παίζει σημαντικό ρόλο ο οικονομικός παράγοντας τόσο για μια μερίδα Ρουμάνων όσο και για μια μερίδα Βλάχων. Ιδρύονται Ρουμανικά, όχι βλάχικα, σχολεία για να μορφώσουν τους Βλάχους, χωρίς να τους το ζητήσουν, και διεκδικούν λόγο για τις παραδόσεις τους, όπως να λειτουργούν οι εκκλησίες στα Βλάχικα, να γράφουν με λατινικό Αλφάβητο και πολλά άλλα.
Μολονότι από τις πρώτες απόπειρες εκρουμανισμού των Βλάχων, μάλιστα μέσα στα όρια της οθωμανικής αυτοκρατορίας, αντιλαμβάνονται ότι δεν πρόκειται να ευδοκιμήσουν οι προθέσεις τους, εξακολουθούν την συλλογή χρημάτων και τις μάταιες προσπάθειες για την «απελευθέρωση» των Βλάχων από τον «εναγκαλισμό του ελληνισμού». Μολονότι παρατηρούν ότι οι αντιδράσεις δεν προέρχονται, αρχικά τουλάχιστον, από το επίσημο ελληνικό κράτος αλλά από την πλειονότητα των ίδιων των Βλάχων, δεν συνετίζονται αλλά εξακολουθούν το διασπαστικό τους έργο παρακινούμενοι από ποικίλα κίνητρα, άσχετα πολλές φορές με τους ίδιους τους Βλάχους.
Την σκυτάλη της προπαγάνδας παραλαμβάνει επισήμως, τέλος, το ίδιο το Ρουμανικό κράτος, όταν κρίνει ότι μέσα στη δίνη του Ανατολικού Ζητήματος η περίπτωση των Βλάχων μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως σημείο τριβής και εκβιασμού για διάφορα θέματα μέσα στο Βαλκανικό χώρο.
Η Ρουμανική προπαγάνδα υπήρξε το πρώτο πλήγμα που διέσπασε τον ιστό της συνοχής του βλάχικου στοιχείου με τεράστιες συνέπειες τόσο για τη συναισθηματική τους ισορροπία όσο και για την ίδια τους τη ζωή, την εργασία τους, τις φιλικές τους σχέσεις και το μέλλον τους.
Οι αντιπαλότητες μεταξύ των Βλάχων, μεταξύ των βλάχικων κοινοτήτων, μεταξύ των ιδίων των οικογενειών, ήταν τα πρώτα δυσάρεστα αποτελέσματα των διαχειριστών του βλάχικου ζητήματος, το οποίο για πρώτη φορά αναδύθηκε όχι από την βούληση των Βλάχων αλλά από εκείνους που ανέλαβαν αυτόκλητοι να διαχειριστούν την τύχη τους. Οι συνέπειες, όσο και αν φαίνεται παράξενο, εξακολουθούν εν μέρει μέχρι τις μέρες μας, αφού προηγουμένως επισώρευσαν χίλιες δυο ταλαιπωρίες σ' όλους τους Βλάχους.
Ο διαβόητος Μαργαρίτης, ικανότατος ακτιβιστής και κύριος υποκινητής της προπαγάνδας αλλά φιλοχρήματος και χωρίς ιδεολογική βάση, αποσύρθηκε από τη ρουμανική κυβέρνηση όταν η τελευταία αντιλήφτηκε το διπλό παιχνίδι που έπαιζε με τους Λαζαριστές (Καθολικούς) των Μπιτολίων.
Μετά τη ρουμανική προπαγάνδα η σκυτάλη περνά στους ντόπιους «διαχειριστές», το προφίλ των οποίων διαγράφεται ως εξής. Δεν εκπροσωπούν την επίσημη ελληνική πολιτεία και οι περισσότεροι δεν είναι Βλάχοι. Δεν τους επέλεξε κανένας φορέας ή συλλογικό όργανο. Δεν γνωρίζουν επακριβώς την ιστορία και τη διαδρομή των Βλάχων, ούτε έχουν γλωσσολογικές γνώσεις, ούτε ιστορικές ανάλογες που να δικαιολογούν την ενασχόλησή τους με τα ζητήματα αυτά, αλλά προβάλλουν την δραστηριότητά τους στα ζητήματα των Βλάχων ως επιβολή του εθνικού παλμού που δονεί τις ψυχές τους. Επιπλέον τους λείπει κάθε ιδεολογική βάση και αυτοβούλως καθιερώνουν πολιτικές δόγματα που προσπαθούν να τα επιβάλουν στην ελληνική κοινωνία και στους Βλάχους. Δημιουργούν φόβητρα και εξαναγκάζουν την επιβολή των απόψεών τους με την ανοχή του ελληνικού κράτους που θεωρεί παρόμοια ζητήματα ως ενοχλητικά και πάρεργα.
Οι εγκέφαλοι αυτοί εξαπολύουν ορισμένα δόγματα, ανιστόρητα αναποτελεσματικά ως ορθή πολιτική γραμμή που πρέπει να ακολουθηθεί από τους ίδιους τους Βλάχους και από το επίσημο κράτος. Τα αποτελέσματα αυτών των θέσεων πολλές φορές υπήρξαν οδυνηρά τόσο για τους ίδιους τους Βλάχους όσο και για την ελληνική πολιτεία.
Ως αιχμή του δόρατός τους είχαν την προσπάθεια να αποδείξουν το αυταπόδειχτο, ότι δηλ. οι Βλάχοι είναι Έλληνες και μέχρι σήμερα εξακολουθούν να αποδεικνύουν την ελληνικότητά τους με φλογερές ομιλίες, συνέδρια και συνάξεις αλλά χωρίς να αναδιφούν την ιστορία των Βλάχων και να ακολουθούν τον δύσκολο δρόμο της επιστημονικής τεκμηρίωσης. Η ύψωση της φωνής, ο «εθνικός παλμός» και η κινδυνολογία αποτελούν τα πιο χαρακτηριστικά τους όπλα.
Δεύτερο σημείο αιχμής είναι η Βλάχικη γλώσσα. Για τους ανιστόρητους εγκεφάλους δεν πρόκειται για γλώσσα αλλά για ιδίωμα ή διάλεκτο που αποτελεί συνονθύλευμα λατινικών ελληνικών τουρκικών και βαλκανικών γλωσσικών στοιχείων! Αυτή η αντιεπιστημονική αντιμετώπιση και απαξίωση της βλάχικης γλώσσας έφερε ακριβώς το αντίθετο αποτέλεσμα. Πρώτα-πρώτα δεν γνωρίζουν οι υποστηριχτές αυτής της θέσης ότι ένα ιδίωμα ή μια διάλεκτος είναι υπάλληλη έννοια αυτού που λέμε γλώσσα. Δηλαδή κάθε ιδίωμα ή διάλεκτος υπάγεται σε μια κυρίαρχη γλώσσα - μητέρα. Σ' αυτή την περίπτωση οι σοφοί διαχειριστές δεν μπορούν να απαντήσουν σε ποια γλώσσα ανήκουν τα Βλάχικα, γιατί κατά τη γνώμη τους, ανιστόρητη και παρανοϊκή, αν απαντήσουν ότι είναι γλώσσα τότε υπονοείται και η ύπαρξη εθνότητας, γεγονός που απορρίπτει τόσο η ιστορία όσο και η γλωσσολογία. Από την άλλη η ονομασία της Βλαχικής ως ιδιώματος για τους γλωσσολόγους και για όσους γνωρίζουν βασικά στοιχεία της γλωσσολογίας, παραπέμπουν την Βλάχικη γλώσσα κάτω από τη σκέπη της ρουμανικής. Έτσι είναι αυτοί που ταύτισαν και χάρισαν την Βλάχικη γλώσσα στη Ρουμανική, αποδίδοντας σ' αυτή γενετική συγγένεια, που υπάρχει μεν αλλά δεν ανταποκρίνεται σ' αυτό που εννοούν αυτοί, θεωρώντας δηλ. τη Ρουμανική μητέρα γλώσσα ενώ είναι αδελφές μεταξύ τους.
Η Βλαχική είναι γλώσσα αυτόνομη και ισότιμη με τις άλλες νεολατινικές γλώσσες Ιταλική, Γαλλική, Ισπανική, Ρουμανική κλπ. Ιδίως με την τελευταία, όπως και με τις άλλες, αποτελούν αδελφές που έχουν μητέρα τη λατινική. Είναι δυο αδελφές και όχι μητέρα και κόρη όπως υποστηρίζουν οι Ρουμάνοι και οι δικοί μας υπερπατριώτες.
Αυτό το γεγονός χάρισε την Βλαχική στη Ρουμανική και σήμερα στη συνείδηση των περισσοτέρων Βλάχων ή μη, η σύνδεση αυτή είναι τόσο ισχυρή ώστε αποτέλεσε φόβητρο ή δυσάρεστο γεγονός για εκείνους που την χρησιμοποιούν ή την τραγουδούν. Έτσι σήμερα παρατηρούμε τους Βλάχους να ασχολούνται με την ιστορία τους, τις δραστήριοτητές τους και τους ευεργέτες τους αλλά ενοχλούνται φοβερά να μιλήσουν για τη βλάχικη γλώσσα.
Δεν γνωρίζουν όμως ότι ο μοναδικός συνδετικός κρίκος, τόσο των Βλάχων όσο και άλλων ομάδων, π.χ. Ποντίων, είναι η γλώσσα και όταν χαθεί αυτή θα χαθούν και οι Βλάχοι, οι Πόντιοι κλπ. Το ίδιο παρατηρείται και για τη δημώδη ποίηση και μουσική των Βλάχων. Γίνεται προσπάθεια αδιανόητη με μη επιστημονικές εργασίες και με ποσοτικά κριτήρια να αποδειχθεί ότι οι Βλάχοι τραγουδούν μόνο ελληνικά τραγούδια και δεν υφίσταται δημώδης ποίηση και μουσική βλαχική.
Η τρίτη κατηγορία διαχειριστών του βλάχικου ζητήματος περιλαμβάνει τους Βλάχους της διασποράς με κύρια κέντρα το Φράϊμπουργκ, το Παρίσι και τις Η.Π.Α. Οι περισσότεροι από αυτούς δεν γεννήθηκαν στην Ελλάδα ή έφυγαν σε νηπιακή ηλικία. Προέρχονται από βαλκανικές χώρες που έχουν λατινόφωνους πληθυσμούς, δεν εκπροσωπούν και αυτοί κανέναν, δεν ενδιαφέρονται για τους Βλάχους της πατρίδας τους και ιδρύουν προσωπικές εταιρίες για νομική κάλυψη των δραστηριοτήτων τους. Κατά παράδοξο τρόπο ενδιαφέρονται περισσότερο για τους Βλάχους της Ελλάδας παρά για τους Βλάχους των χωρών από τις οποίες προέρχονται, δηλ. των Σκοπιών, της Βουλγαρίας, Ρουμανίας κλπ.
Πρόκειται για άτομα τις περισσότερες φορές με ποικίλες διασυνδέσεις και σκοτεινές διαδρομές, απαρνητές όχι μόνον της μητέρας πατρίδας τους (Ελλάδα) αλλά και της μητριάς τους (Ρουμανία). Δεν διακρινονται για σταθερές ιδεολογικές αρχές αλλά επέζησαν και εκμεταλλεύτηκαν τόσο τα πρώην σοσιαλιστικά καθεστώτα ως αξιωματούχοι όσο και τα ευρωπαϊκά δημοκρατικά στα οποία απέδρασαν όταν αντιλήφτηκαν ότι το καράβι βουλιάζει. Σήμερα, με ανεξήγητες διασυνδέσεις οι περισσότεροι, αποτελούν τους μόνιμους διαδρομιστές στο Στρασβούργο και σε υπηρεσίες της Ε.Ε, παραδίδοντας μαθήματα δημοκρατικών ελευθεριών αυτοί που υπηρέτησαν φασιστικά και κομμουνιστικά καθεστώτα κατά το μεγαλύτερο μέρος του βίου τους. Εκδίδουν έντυπα χαμηλού επιπέδου, γράφουν και στέλνουν υπομνήματα. Διαφθείρουν τη Βλάχικη γλώσσα με νεολογισμούς ρουμανικούς και παράγουν καινοφανείς θεωρίες για τους Βλάχους ως απογόνους των Θρακών μια και οι παλιότερες θεωρίες έχουν ξεφτίσει.
Στη συνέχεια παρατηρούμε υποκατηγορίες αυτών των τριών ομάδων που ακολουθούν τις γενικές αρχές, με κάποιες διαφοροποιήσεις. Μια τέτοια ομάδα αποτέλεσαν οι Διαμάντης, Ματούσης και οι συν αυτοίς, σχεδιαστές και εμπνευστές του Πριγκιπάτου της Πίνδου και της Ρωμαϊκής (ταγματασφαλίτικης) λεγεώνας. Τα χαρακτηριστικά της προσωπικότητας αυτών των ανθρώπων δεν διαφέρουν από τις υπόλοιπες ομάδες που αναφέραμε. Δεν εκπροσωπούν κανένα, δεν έχουν ιδεολογία (περνούν από το κομμουνιστικό στρατόπεδο στην υπηρεσία των Γερμανοϊταλών). Είναι ικανότατοι λαοπλάνοι και εκβιαστές της θέλησης των Βλάχων, πολλοί είναι διαστραμμένοι στην οικογενειακή τους ζωή, καιροσκόποι, χωρίς να τους εμπιστεύονται οι εκάστοτε εργοδότες τους. Στρατολόγησαν αποβράσματα των Βλάχων και προτάσσαν πάντοτε το προσωπικό τους συμφέρον. Ικανότατοι δημοσιοσχεσίτες κατόρθωσαν στις δίκες τους, στα μεταπολεμικά χρόνια, να παρασύρουν και πρόσωπα ευυπόληπτα ως υπερασπιστές και συμμάχους τους, που δύσκολα θα μπορούσε κανείς να τους συγχωρήσει άγνοια για την αντεθνική δράση αυτών που υπερασπίζονταν.
Μια ομάδα διαχειριστών που υπάρχουν στον ελληνικό χώρο είναι και οι επίγονοι μερικών Βλάχων που δικαίως ή αδίκως τους κυνήγησε και τους ταλαιπώρησε το ελληνικό κράτος. Οι περισσότεροι είχαν διαπράξει το «αμάρτημα» ότι υπήρξαν μαθητές των Ρουμανικών σχολείων και κατά κάποιον τρόπο συνδέθηκαν με τους Ρουμάνους και πολλοί από αυτούς σταδιοδρόμησαν στην Ρουμανία.
Οι επίγονοι αυτοί με δυσάρεστες αναμνήσεις για τον κατατρεγμό των προγόνων τους, έχουν, μερικοί, επαφές με τους Βλάχους της διασποράς και καθοδηγούνται από αυτούς. Ιδρύουν εταιρείες και σωματεία με ελάχιστα μέλη και έχοντας ως προπέτασμα τις δημοκρατικές αρχές και τις οδηγίες της Ε.Ε, προσπαθούν με νόμιμο και φιλήσυχο τρόπο να προβάλλουν τις απόψεις τους (βλ. δίκη Μπλέτσα).
Επιχαίρουν συνήθως όταν ανακινείται το βλάχικο ζήτημα και προβάλλονται δυσμενείς κρίσεις για την χώρα μας από θεσμικά όργανα του εξωτερικού. Ελάχιστοι από τους προγόνους αυτών είχαν ενεργό συμμετοχή στην ρουμανική προπαγάνδα. Ο άδικος πολλές φορές στιγματισμός αυτών των Βλάχων (όπως και πρόσφατα με τον εμφύλιο) διατηρεί την πικρία των απογόνων τους.
Εδώ πρέπει να γίνει μια παρένθεση για το θέμα των Βλάχων που υπήρξαν μαθητές των Ρουμανικών ισχολείων. Οι περισσότεροι από αυτούς που υπήρξαν μαθητές τους, ιδίως οι προερχόμενοι από κτηνοτροφικές οικογένειες, οδηγήθηκαν σ' αυτά από άγνοια και από την προπαγάνδα που είχε σαν δέλεαρ την προβολή περιπτώσεων συγγενών και συγχωριανών που σταδιοδρομούσαν στη Ρουμανία.
Επίσης η αβελτηρία του ελληνικού κράτους και η έλλειψη μέριμνας για τις περιπτώσεις αυτές, οδήγησαν πολλούς αθώους στο στόμα του λύκου, όπως στην περίπτωση των σχολείων που ιδρύθηκαν στα Γρεβενά, Ιωάννινα και Θεσσαλονίκη μετά το σύμφωνο που υπέγραψε ο Βενιζέλος το 1913 με το οποίο αναγνωρίζονταν βλάχικη γλωσσική μειονότητα. Παρά τα όποια δίκαια, που είχε η εξωτερική πολιτική του Βενιζέλου, έπρεπε το ελληνικό κράτος να μεριμνήσει για τις περιοχές αυτές και να ιδρύσει σχολεία και οικοτροφεία για δωρεάν μόρφωση των παιδιών των Βλάχων ώστε να αποφύγουν την προπαγανδιστική παγίδα, το στιγματισμό τους ως μη νομιμόφρονες πολίτες με τα γνωστά επακόλουθα.
Τελευταία στην διαχείριση του βλάχικου ζητήματος συμμετέχουν και οι ίδιοι οι Βλάχοι. Έχουν ιδρυθεί πολυάριθμα Σωματεία, Πολιτιστικοί τοπικοί και Λαογραφικοί Σύλλογοι και αναδείχτηκαν και Βλάχοι μελετητές.
Η προσφορά τους συνοψίζεται στη διατήρηση του ενωτικού ιστού μεταξύ των Βλάχων, των εθίμων και των παραδόσεων, των χορών και της μουσικής. Εκδίδουν έντυπα με τοπικό ενδιαφέρον, βιβλία, και λευκώματα.
Η Πανελλήνια Ομοσπονδία Πολιτιστικών Συλλόγων Βλάχων διαχειρίζεται κυρίως φεστιβαλικές εκδηλώσεις όπως το ετήσιο Αντάμωμα, και ενίοτε οργανώνει συνέδρια και ομιλίες. Εκδίδει δυσανάλογα λίγα έντυπα και μέχρι σήμερα δεν ίδρυσε ένα Κέντρο Μελετών των Βλάχικων ζητημάτων ή ένα καθοδηγητικό έντυπο, ενώ αγνοεί την ιστορία και την τύχη της βλάχικης γλώσσας.
Με τους ελληνογενείς Βλάχους των γειτονικών χωρών, εκτός από εθιμοτυπικές επισκέψεις με την οικονομική αρωγή του ελληνικού κράτους, δεν διαμόρφωσε μια ενιαία και κοινή πορεία, για την παροχή υποτροφιών και δυνατοτήτων να επισκέπτονται την Ελλάδα και να διαφωτίζονται για την ιστορική τους διαδρομή και τύχη. Τα ίδια ισχύουν και για την Ένωση Βλάχων Επιστημόνων η οποία δεν κατόρθωσε να ξεπεράσει προσωπικές φιλοδοξίες και να συσπειρώσει το επιστημονικό δυναμικό των Βλάχων που θα χειριστεί την απομένουσα πορεία αυτής της δυναμικής ομάδας του ελληνισμού, ενώ οι μεμονωμένοι μελετητές που επενδύουν στη γνώση και στην επιστήμη αποτελούν την πιο αδύνατη ομάδα.
Οι διαχειριστές του Βλάχικου ζητήματος
Οι Βλάχοι, Σελίδες από την ιστορία, τη γλώσσα και την παράδοση
Νίκος Α. Κατσάνης