Εν Ελλάδι και ιδίως κατά τας περί την οροθετικήν γραμμην επαρχίας, υπάρχουσιν οικογένειαι φερέοικοι υπό τον τίτλον Αρβανιτόβλαχοι και Βλαχοποιμένες.
Τοιαύτας οικογενείας αριθμεί το Κράτος σήμερον πλέον των δισχιλίων. Οι άνθρωποι ούτοι, οίτινες ουδέποτε επεσκέφθησαν Ναόν τινά προς εκπλήρωσιν θρησκευτικών καθηκόντων, εξασκούσι την του ποιμένος τέχνην και εισί διηρημένοι κατά τμήματα, έχοντα έκαστον επί κεφαλής τον νοημονέστερον της οικογενείας, ον περιβάλλουσι με τον τίτλον του Τσέλιγκα. εις το πρόσωπον του το πάντες πειθαρχούσι μετά στρατιωτικής ιεραρχίας. Τιμωρεί ούτοι, δι αποβολής εκ του τμήματός του, τους απειθούντας και τους φεύγοντας την εργασίαν, παν δ' ο,τι εξ αυτού απορρέει είναι και παρ' αυτοίς σεβαστόν. Ο Τζέλιγκας πληρόνει, πωλεί, εισπράττει τα εκ των εργασιών των χρήματα, ενεργεί αγοράς χειμερινών και καλοκαιρινών λειβαδίων, εν ενί λόγω, εις τον Τζέλιγκα συγκεντρώνεται το όλον της διευθύνσεως παντός τμήματος. Οι ποιμένες ούτοι, οίτινες απαιχθάνονται τα γεωργικά έργα, γεννώνται, ανατρέφονται και αποθνήσκουσιν εν τοις όρεσιν, υπό την ποιμαντικήν ράβδον και την γαλακτοδόχον καρδάραν, εν μέσω των βελασμάτων των πολυαρίθμων ποιμνίων των. Θεωρούσιν αμάρτημα μέγα να έλθωσιν εις συγγενικήν συνάφειαν μετά των χωρικών κατοίκων, έστω και της καλητέρας οικοκενείας εάν ότι. Διατηρούσιν ήδη και έθιμα λίαν μεμακρυσμένης εποχής, μεταξύ των οποίων υπάρχουσι τινά λίαν παράδοξα, ως, λόγου χάριν, τα προεόρτια του γάμου και το τέλος αυτού. Ομιλούσι πάντες την Ελληνικήν, εκτός των Αρβανιτοβλάχων, οίτινες γινώσκουσι και την Αλβανικήν και της οποίας σπανίως ποιούνται χρήσιν. Πάσαι αύται αι οικογένειαι εισί δια συγγενικού γενικού δεσμού σφιγκτότατα συνδεδεμέναι, και η αμοιβαία συνδρομή και η αλληλοϋπεράσπισις θεωρείται παρ' αυτοίς η ιερωτέρα των υποχρεώσεων, έστω και δια της ιδίας των ζωής. Τα φάρμακα και οι ιατροί εισί δι αυτούς εισέτι άγνωστα. Αι γυναίκες των τίκτουσιν ενίοτε εντός των δασών, καθ' ην στιγμήν ασχολούνται προς συλλογήν καυσοξύλων, και χωρίς να διακόψωσι το έργον των, παραλαμβάνουσι τα καυσόξυλα και το νεογεννηθέν επί των ώμων των και τα μεταφέρουσιν εις την σκηνών των.
Εκ της οικογενείας των αρβανιτοβλάχων και Βλαχοποιμένων απαρτίζονται ως επί το πλείστον πάσαι αι ληστρικαί συμμορίαι, ο δε αρχηγός αυτών, ανήκει αποκλειστικώς εις αυτούς. (1).
Ο Βλαχοποιμήν ο Αρβανιτόβλαχος, ουδέποτε υποδεικνύει τη εξουσία ληστήν, προτιμά να ριφθή εις τας φυλακάς ως λησταπόδοχος ή ως τροφοδότης ληστών, ή να γίνη καταδιώκτης. Την υπόδειξιν θεωρεί αυτόχρημα προδοσίαν και καυχώμενος λέγει «δέν γίνομαι προδότης». Εν άλλαις λέξεσιν, θεωρεί πάσαν υπόδειξιν ως απάδουσαν εις τας παραδόσεις του, και ο,τι αν πράξη τούτο, θα υποπέση εις μέγα αμάρτημα.
Όπου οι Βλαχοποιμένες μεταβαίνουσι και τοποθετούσι τα ποίμνια και τας σκηνάς των, εκεί πέριξ, ως επί το πλείστον, ενδιαιτώνται και οι λησταί.
Αι γυναίκες των συντάττουσι στίχους δημώδεις, πεποικιλμένους υπό πολλών και λαμπρών επεισοδείων, δι ων εξυμνούσι τα άθλα των ληστών και τον επί της λαιμητόμου θάνατον. Τους στίχους τούτους τονίζουσαι, τραγωδούσι και χορεύουσιν εν ταις πανηγύρεσιν. Τοσούτον δε γοητευτικοί καθίστανται, ώστε οι ακροώμενοι παίδες αυτών, εξαλλοι υπό ενθουσιασμού, αρπάζοσσι τα όπλα των και σπεύδουσι να γυμνώσωσι τινά διαβαίνοντα. Οι δε μητέρες αυτών χαίρουσαι και σειμνυνόμεναι, επικροτούσι τον ενθουσιασμόν και μακαρίζουσιν εν αυτάς επί τη αποκτήσει τοιούτων τέκνων.
Η μόνη ευχή, ην δίδουσιν αι μητέρες προς τα άλλινα τέκνα των, είναι, «πότε να φορέση ο Γιώργος της γαντζούδια, και να μεγαλώση, για να γίνη κλέφτης, να ιδή προκοπή και η μάννα, που τον εγέννησες».
Μεταξύ των δημωδών τούτων στίχων υπάρχουσι τινές τοσούτον ον παράδοξοι, ώστε, εάν ευρισκόμεθα εις εποχήν μεμακρυσμένην από της υπάρξεως του εξυμνυμένου ληστού, θα κατετάσσομεν αυτόν μεταξύ των εχόντων υπερφυσικήν γενναιότητα. Λόγου χάριν, ο λήσταρχος Γκάγκαλος, ο συλληφθείς υπό μικρού τινός στρατιωτικού αποσπάσματος και εις Ιτέαν της Αμφίσσης καρατομηθείς, εξυμνείται σήμερον δια τοιούτων στίχων, ώστε ηδύνατο, εάν δεν ήτο δεδεμένος τας χείρας, να αποκεφαλίση χιλιάδας ανδρών ενόπλων. Παραθέτομεν ώδε τους στίχους του τραγωδίου, όπερ είναι σήμερον εν χρήσει καθ' δι την την χέρσον Ελλάδα.
Τον Γκάγκαλο τον πιάσανε στη φυλακή τον πάνε
Χίλιοι τον παν' από μπροστά και χίλιοι απ' τα πίσω·
και χίλιοι απ' τα δυο πλευρά, γίνονται τρεις χιλιάδες.
Ρηνάκι μου !
στη μέση πάει ο Γκάγκαλος, σαν μήλο μαραμμένο,
σαν μήλο, σαν τριαντάφυλο σαν Πατρινό κεράσι,
Ρενάκι μου!
Παρακαλώ σας, βρε παιδιά, και σεις, βρε παληκάρια,
Mη με περάστε απ' το χωριό, μηδ' απ' το Λοιδωρίκι
Ρηνάκι μου!
Για τ' έχω εχθρούς και χαίρουνται και φίλους και λυπούνται
Για τ' έχω κ' αγαπητικιά και θα φορέση μαύρα!
Ρηνάκι μου!
Υπό τοιαύτας ιδέας διατελούσιν πάντες ούτοι οι Βλαχοποιμένες και Αρβανιτόβλαχοι, τας οποίας κατορθώνουν να με παδίδωσι και προς τους κατοίκους των χωρίων, και εντεύθεν γεννάται και παρά τους χωρικοίς η ιδέα της προς την ληστείαν τάσεως!
Διανοηθείς ο Βλαχοποιμήν ή ο Αρβανιτόβλαχος να σχηματίση ληστοσυμμορίαν, παραλαμβάνει τα δύο τρίτα εκ της αυτής οικογενείας και το εν τρίτον εκ των οπωσδήποτε ένοχοποιημένων, δια τινος εγκληματικής πράξεως, χωρικών. Το μέτρον τούτο μεταχειρίζεται δια να δύναται ευκόλως και άνευ υπονοιών να προμηθεύηται τροφάς από τους συγγενείς των χωρικών ληστών, και εν αυστηρά καταδιώξει, να ευρίσκη υπόθαλψιν.
Οργανισθείσης της ληστοσυμμορίας τοιουτορόπως, άρχεται η ενέργεια της αιχμαλωσίας προσώπου τινός ευπορούντος.
(1). Εάν υπάρχουσι σήμερον αρχηγοί τινές ληστοσυμμοριών χωρικοί, τον τίτλον έλαβον από Βλαχοποιμένας, υφ' ους προϋπηρέτησαν ως απλοί λησταί.
Το κάτροπτρον της εν Ελλάδι ληστείας
υπό Ανδρέου Μοσχονησίου
Ανθυπολοχαγού του πεζικού
Εν Ερμουπόλει τύποις «Εθνικού Μέλλοντος»
1869