«Η Ελλάς έσβησε και θα αναζήση η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία», έλεγαν οι ιταλόφρονες Βλάχοι της Επαρχίας Γρεβενών μετά την κατάληψη της περιοχής από τους Ιταλούς, κατά τους μάρτυρες κατηγορίας στη δίκη των Βλάχων δωσίλογων το 1946 στη Λάρισα.
Η υπόσχεση της δημιουργίας ενός αυτόνομου “Πριγκηπάτου της Πίνδου” στο πλαίσιο της αναγεννώμενης Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, αλλά κυρίως ή αναμονή άμεσων υλικών ωφελημάτων, συγκίνησαν μερίδα Βλάχων των Γρεβενών, οι όποιοι έσπευσαν να εκδηλωθούν υπέρ των Ιταλών, παρά τις προσπάθειες των φρονιμότερων Βλάχων ν’ αποτρέψουν τέτοιες εκδηλώσεις ιταλοφροσύνης για να μη διασυρθεί το βλάχικο στοιχείο της περιοχής. Σύμφωνα με όλα τα διαθέσιμα στοιχεία, τους φρονίμους ακολουθούσε η συντριπτική πλειοψηφία των Βλάχων. Χωρίς όμορο εθνικό κράτος να τους διεκδικεί ως εθνική μειονότητα και διάσπαρτοι στη βόρειο Ελλάδα σε θυλάκους, οι Βλάχοι δεν είχαν αντιμετωπίσει, με εξαίρεση τους ρουμανόφρονες, το ενδεχόμενο ταυτίσεως τους με χώρα άλλη από την Ελλάδα. Είχαν άλλωστε τόσο πολύ ταυτισθεί οι Βλάχοι, όχι μόνο με τους απελευθερωτικούς αγώνες των Ελλήνων και την ίδρυση του νεοελληνικού εθνικού κράτους, αλλά και με την ίδια την έννοια του σύγχρονου ελληνικού έθνους, ώστε να θεωρούν οι περισσότεροι έξ αυτών αδιανόητο ότι θα μπορούσαν να στραφούν κατά της Ελλάδος. Οι ιταλόφρονες της εποχής, όπως και οι ρουμανόφρονες προγενέστερων εποχών, αποτελούσαν ολιγάριθμη μερίδα καιροσκόπων.9
Οι Ιταλοί έσπευσαν, όπως και στην περίπτωση των Σλαβομακεδόνων, να εκμεταλλευθούν τη δυσαρέσκεια που είχαν προκαλέσει διάφορα μέτρα των ελληνικών αρχών και να προσεταιρισθούν όσο το δυνατόν περισσοτέρους Βλάχους. Με την επιλεκτική διανομή τροφίμων και ζωοτροφών, ιδίως κατά τη διάρκεια του χειμώνος, και την επίσης επιλεκτική έκδοση αδειών υλοτομίας και τυροκομίας κατόρθωσαν να συγκεντρώσουν γύρω τους έναν πυρήνα συνεργαζόμενων Βλάχων και να τους εκθέσουν απέναντι στους άλλους Έλληνες με την ευνοϊκή αυτή μεταχείριση. Οι εκτεθειμένοι αυτοί Βλάχοι ήσαν διατεθειμένοι να στηρίξουν τις προσπάθειες των Ιταλών να διεισδύσουν στο βλάχικο στοιχείο και να το διασπάσουν. Οι αυθαιρεσίες των κατακτητών και των οργάνων τους εξώθησαν τους πρώτους νέους στην παρανομία αρχικά και στην ένοπλη αντίσταση αργότερα. Οι περισσότεροι Βλάχοι ωστόσο κράτησαν αρκετή απόσταση και από την ένοπλη αντίσταση, όταν άρχισαν να διαφαίνονται οι πολιτικές επιδιώξεις της κομμουνιστικής ηγεσίας της αντιστάσεως στην περιοχή, άλλα και όταν έγινε φανερό ότι πολλοί από εκείνους που είχαν βγει στην παρανομία για ν’ αποφύγουν τις αυθαιρεσίες των καταχτητών και των οργάνων τους δεν ήσαν λιγότερο αρπακτικοί από τους διώκτες τους. Ήταν άλλωστε αναπόφευκτο να καταφεύγουν οι ένοπλοι αρνητές της κατοχικής νομιμότητας, προκειμένου να εξασφαλίσουν τα απαραίτητα τρόφιμα, στην αρπαγή, την οποία η Επιμελητεία του Αντάρτη αποκαλούσε φορολογία ή επίταξη για τις ανάγκες του αγώνος.10
Όργανο των ιταλικών επιδιώξεων υπήρξε η “Ρωμαϊκή Λεγεών”, οργάνωση πολιτική που είχε ως στόχο την ενσωμάτωση των Βλάχων της Πίνδου με σκοπό την αυτονομία τους στο πλαίσιο της νέας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Ο αριθμός των μελών της οργανώσεως, ιδίως των ενεργών μελών της, είναι μάλλον αδύνατο να υπολογισθεί ακόμη και κατά προσέγγιση, ελλείψει στοιχείων από ιταλικές κρατικές πήγες και εξ αιτίας της συσκοτίσεως του θέματος από τα πάθη που προκάλεσε η Λεγεών μεταξύ των ίδιων των Βλάχων. Οι πρώτοι ένοπλοι Λεγεωνάριοι αναφέρεται ότι εμφανίσθηκαν ως συνοδοί ιταλικών αποσπασμάτων που ερευνούσαν για κρυμμένα όπλα ή δημητριακά στα χωριά της περιοχής τον Απρίλιο του 1942, μολονότι η Λεγεών φαίνεται πως συγκροτήθηκε λίγους μήνες ενωρίτερα, τον Ιανουάριο του ίδιου έτους, σύμφωνα με έναν από τους ιδρυτές της. Κατά την ίδια, μάλλον αναξιόπιστη, πηγή, η οργάνωση ιδρύθηκε για να εξουδετερώσει τη βουλγαρική προπαγάνδα στη Μακεδονία. Αυτό τουλάχιστον υποστηρίχθηκε από τους κατηγορουμένους για συνεργασία με τους κατακτητές Βλάχους στη δίκη του 1946 που ήδη αναφέρθηκε. Στην ίδια δίκη υποστηρίχθηκε επίσης ότι, εκτός των Βλάχων που είχαν σπεύσει να ενταχθούν στη Λεγεώνα από πατριωτισμό, για να αντιταχθούν δηλαδή κατά των Βουλγάρων και των Κομμουνιστών, είχαν παρεισφρήσει και πολλοί τυχοδιώκτες Βλάχοι, αλβανικής ως επί το πλείστον καταγωγής, πρώην ή ενεργοί ληστές κατά κανόνα, οι όποιοι τελικά αποτέλεσαν την πλειοψηφία της οργανώσεως και επέβαλαν τις δικές τους επιδιώξεις.11
Κατά την ίδια πηγή, η Λεγεών αριθμούσε κατά το πρώτο εξάμηνο του 1942 περί τα 2000 μέλη, κλάσμα μόνο των οποίων έφερε όπλα και εθεωρείτο ενεργό τμήμα της οργανώσεως. Από τους υπολοίπους, με εξαίρεση τα ηγετικά στελέχη, οι περισσότεροι είχαν εγγραφεί μέλη μάλλον από καιροσκοπισμό παρά από πατριωτισμό, κυρίως για τα άμεσα υλικά ωφελήματα που παρείχαν οι κατακτητές σε όσους ήσαν διατεθειμένοι να συνεργασθούν για την επίτευξη των σκοπών τους. Μετα το θέρος του 1942, ο αριθμός των μελών και η απήχηση της οργανώσεως μειώθηκαν σταδιακά. Έως τη συνθηκολόγηση της Ιταλίας το επόμενο έτος η Λεγεών δεν αριθμούσε ίσως περισσότερα από 100 μέλη, συγκεντρωμένα ως επί το πλείστον στη Θεσσαλία και με αρχηγό τον Βασίλειο Ραποτίκα, για τον όποιο θα γίνει λόγος πιο κάτω. Ιδρυτής της Λεγεώνας ήταν ο Αλκιβιάδης Διαμάντης, η αναχώρηση του όποιου από την Ελλάδα το θέρος του 1942 φαίνεται πως εσφράγισε την τύχη της οργανώσεως.12
Ο Διαμάντης ήταν Βλάχος από τη Σαμαρίνα των Γρεβενών και απόφοιτος του ελληνικού Γυμνασίου της Θεσσαλονίκης. Υπηρέτησε στον ελληνικό στρατό κατά τους Βαλκανικούς Πολέμους του 1912-1913, για να φύγει κατόπιν στη Ρουμανία όπου συνδέθηκε, όπως αναφέρεται, με ισχυρούς οικονομικούς και πολιτικούς κύκλους της χωράς. Επανήλθε στην Ελλάδα κατά τη διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου και αναφέρεται εθελοντής στα βενιζελικά στρατεύματα και δεινός διώκτης των Βασιλοφρόνων της περιοχής κατά τον Εθνικό Διχασμό. Την ίδια εποχή αναφέρεται ότι ευρισκόταν σ’ επαφή με το Ιταλικό Προξενείο Στα Ιωάννινα, το όποιο προωθούσε τις ιταλικές επιδιώξεις για την αυτονομία των Βλάχων της Πίνδου.13
Μετά τον πόλεμο ο Διαμάντης επήγε εκ νέου στη Ρουμανία, αλλά επέστρεψε στην Ελλάδα για να προωθήσει τα ρουμανικά συμφέροντα μεταξύ των Βλάχων της Μακεδονίας και της Ηπείρου, καθώς και τα δικά του οικονομικά συμφέροντα στην ίδια περιοχή, ασχολούμενος με την υλοτομία και την τυροκομία. Η επιτυχία και στους δύο τομείς διευκόλυνε φαίνεται την τοποθέτησή του στη θέση του Ρουμάνου Προξένου στην Αυλώνα της Αλβανίας, όπου παρέμεινε έως το 1939, οπότε αναφέρεται ότι μετέφερε τις δραστηριότητές του στην Ιταλία. Εκεί προσφέρθηκε να βοηθήσει τους Φασίστες να προωθήσουν τα σχέδιά τους στη νότια Βαλκανική και ιδίως να προβάλουν την Ιταλία ως προστάτιδα των Βλάχων της περιοχής. Επανεμφανίσθηκε στα βλαχόφωνα χωριά της Πίνδου το 1941, με τη συνοδεία ιταλικών στρατευμάτων. Προπαγάνδιζε την ιδέα της αυτονομίας των Βλάχων υπό την προστασία της Ιταλίας και του Αετού της κραταιάς Ρώμης. Επίεζε επίσης τις ιταλικές αρχές κατοχής να διευκολύνουν τον διορισμό Βλάχων διοικητικών υπαλλήλων στην περιοχή και κοινοτικών συμβουλίων στα χωριά, καθώς και την επανίδρυση και συντήρηση αποκλειστικά βλαχοφώνων σχολείων.14
Έπεσε σε δυσμένεια και εγκατέλειψε την περιοχή και την Ελλάδα το 1942, ίσως επειδή δεν είχε παύσει όλο αυτό το διάστημα να προωθεί την επιρροή των Ρουμάνων στους Βλάχους. Ας σημειωθεί ότι τα συμφέροντα των δυο συμμάχων χωρών στο ζήτημα των Βλάχων της νότιας Βαλκανικής δεν συνέπιπταν και ότι ή προπαγάνδα των Ρουμάνων είχε ανέκαθεν μεγαλύτερη απήχηση από αυτή των Ιταλών μεταξύ των Βλάχων της περιοχής. Αναφέρεται ότι η αναχώρησή του από την Ελλάδα ήταν αποτέλεσμα της αδυναμίας του να συγκεράσει τα συγκρουόμενα συμφέροντα των δύο συμμάχων. Αναφέρεται ακόμη ότι η αναχώρηση του δεν ήταν άσχετη πρός ορισμένες συγκρούσεις τοπικής και οικονομικής φύσεως. Στη Ρουμανία ο ένθερμος θιασώτης της ιταλικής επιρροής και των φασιστικών επιδιώξεων στη βόρειο Ελλάδα προσαρμόσθηκε για άλλη μια φορά στις επιταγές των καιρών και των συμφερόντων του.15
Διάδοχος του Διαμαντή ήταν ο Νικόλαος Ματούσης, Βλάχος και αυτός. Καταγόταν από τη Σαμαρίνα αλλά ήταν εγκατεστημένος στη Λάρισα. Η οικογένειά του διέθετε εκτεταμένες καλλιεργήσιμες και βοσκήσιμες γαίες στη Θεσσαλία, αλλά ο ίδιος ήταν υπερήφανος για την καταγωγή του από το φημισμένο βλαχοχώρι των Γρεβενών. Ήταν δικηγόρος και διέθετε πολυάριθμη πελατεία μεταξύ των Βλάχων της Λαρίσης και των Τρικάλων. Ο Ματούσης υπήρξε Κομμουνιστής κατά τη νεότητα του και μάλιστα, κατά τη δική του τουλάχιστον μαρτυρία, από τα ιδρυτικά μέλη του Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδος, από το οποίο όμως απεχώρησε, πάλι σύμφωνα με τον ίδιο, όταν η ηγεσία του ΚΚΕ αποδέχθηκε το 1924 τη γραμμή της Κομμουνιστικής Διεθνούς για το Μακεδονικό, δηλαδή τη γραμμή για τη δημιουργία μιας “ενιαίας και ανεξάρτητης Μακεδονίας”, για να προσχωρήσει στο επίσης νεοσύστατο Αγροτικό Κόμμα. Πήρε μέρος στο αυτονομιστικό κίνημα των Βλάχων κατά την Κατοχή, κατά προτροπήν των ελληνικών αρχών, όπως υποστήριξε ο ίδιος λίγο πριν από τον θάνατό του, για να εξουδετερώσει την επιρροή του Διαμάντη και τις ξένες προπαγάνδες. Δεν αποκλείεται να ευρισκόταν πράγματι σ’ επαφή ο Ματούσης με κυβερνητικούς κύκλους των Αθηνών, χωρίς βέβαια να σημαίνει αυτό ότι είχε την έγκρισή τους για τη συμμετοχή του στην υποκινούμενη από τους Ιταλούς κίνηση στην περιοχή. Φαίνεται μάλλον απίθανο, τόσο εξ αιτίας της περιορισμένης απηχήσεως της κινήσεως στους Βλάχους όσο και εξ αιτίας του παρελθόντος του Ματούση, ότι θα διακινδύνευε η κυβέρνηση των Αθηνών να εμπλακεί σε μια υπόθεση, η οποία θα μπορούσε να την εκθέσει στα μάτια του λαού. Το πιθανότερο είναι ότι ο Ματούσης χρησιμοποίησε την επιρροή του μεταξύ των Βλάχων για να εξυπηρετήσει προσωπικά του συμφέροντα και φιλοδοξίες. Και ο ίδιος ακολούθησε την τύχη του προκατόχου του: εγκατέλειψε την περιοχή και την Ελλάδα και κατέφυγε στη Ρουμανία για να επανέλθει στη χώρα το 1964 υπό περίεργες συνθήκες.16
Άλλο στέλεχος της Λεγεώνας, στενός συνεργάτης του Διαμάντη, ήταν ο Γεώργιος Μητσιομπούνας, γόνος εύπορης οικογένειας Βλάχων των Γρεβενών. Ανήλθε στο αυτονομιστικό στερέωμα μετά την έκλειψη του Διαμάντη και του Ματούση και την παρακμή της Λεγεώνος. Ο Μητσιομπούνας διέθετε ομάδα ένοπλων ιταλοφρόνων Βλάχων των Γρεβενών, των οποίων οι οικογένειες και τα αιγοπρόβατα είχαν γίνει στόχος των Ανταρτών του ΕΛΑΣ. Δρούσε στα ορεινά μεταξύ Γρεβενών και Θεσσαλίας, κρυπτόμενος διαρκώς από τους διώκτες του. Κατέφυγε τελικά στο Βέρμιο, υπολογίζοντας να εύρει ερείσματα μεταξύ των εντοπίων Βλάχων. Τον Ιούλιο τέλος του 1943 διέλυσε την ομάδα του. Μερικοί από τους άνδρες του κατέφυγαν στη Ρουμανία, ενώ ο ίδιος επέστρεψε στις εμπορικές επιχειρήσεις της οικογένειας στα Γρεβενά.17
Ο Βασίλειος Ραποτίκας, αρχηγός των Λεγεωνάριων για ένα διάστημα, ήταν κτηνοτρόφος και πρώην ληστής, καταγόμενος από την Αλβανία καθώς φαίνεται. Συνδύαζε τη ληστεία με την κτηνοτροφία ενόσω ήταν νέος, αλλά με τα χρόνια στρεφόταν ολοένα και περισσότερο προς την κτηνοτροφία, χωρίς ωστόσο να λησμονεί τ’ ακαταμάχητα θέλγητρα της ληστείας και τις επιδόσεις του σε αυτό το στάδιο. Η κακή διαχείριση όμως των εσόδων και από τις δύο ασχολίες δεν του επέτρεψαν κάποτε να καταβάλει το ενοίκιο για τις βοσκές που ενοικίαζε για τα αιγοπρόβατά του με συνέπεια να του πάρει το κοπάδι ο δανειστής κτηματίας, ώσπου να πληρώσει τα οφειλόμενα ενοίκια. Η έλευση των Ιταλών στην περιοχή προσέφερε στον ληστοκτηνοτρόφο την ευκαιρία να εκδικηθεί τον δανειστή κτηματία προσφέροντας τις υπηρεσίες του στους κατακτητές. Επανήλθε ουσιαστικά στο ληστρικό στάδιο με την κάλυψη της Λεγεώνος και τις ευλογίες των Ιταλών. Επισείοντας την κάθε άλλο παρά ασύστατη κατηγορία της τροφοδοσίας των Ανταρτών, ο Ραποτίκας και οι Λεγεωνάριοι του υποχρέωναν τους χωρικούς να ικανοποιούν τα αιτήματα τους, προσφέροντας όσα λίγα κατόρθωναν ν’ αποκρύψουν από τους Αντάρτες κατά τις νυκτερινές επισκέψεις των τελευταίων για τον ίδιο σκοπό. Μετά τη συνθηκολόγηση της Ιταλίας και τη διάλυση των ένοπλων ομάδων των Βλάχων που δρούσαν υπό την προστασία των ιταλικών αρχών κατοχής, ο Ραποτίκας αναφέρεται ότι εσύχναζε μαζί με άλλους ομότεχνους του αλβανικής καταγωγής στην περιοχή της Κατερίνης. Συνελήφθη μετά την απελευθέρωση από τους Αντάρτες του ΕΑΑΣ και εκτελέσθηκε, αφού προηγουμένως διαπομπεύθηκε στα βλαχόφωνα χωριά οπού είχε δράσει ως Λεγεωνάριος.18
Συνεργάτες του Ραποτίκα και σημαντικά στελέχη της Λεγεώνος υπήρξαν άλλοι δυο άνδρες παρόμοιων επαγγελματικών προτιμήσεων, ο Κορδίστας και ο Ζίνδρος. Ο Κορδίστας αναφέρεται ότι ήταν ένας από τους τοπικούς καπετάνιους της επαρχίας Γρεβενών που έδρασαν κατά τον Μακεδονικό Αγώνα υπό τον χαλαρό έλεγχο Ελλήνων αξιωματικών. Ήταν ίσως απόγονος ή νεότερος συγγενής εκείνου του Κορδίστα και ανάλογων επιδόσεων στην προσκόλληση στους ισχυρούς της στιγμής. Ο Ζίνδρος ήταν ασφαλώς γόνος της ομώνυμης βλαχικής πατριάς που έδωσε στον τόπο άνδρες των οπλών κάθε λογής. Όταν μετά την ιταλική συνθηκολόγηση κατέλαβαν την περιοχή οι Γερμανοί, ο Κορδίστας και ο Ζίνδρος συνελήφθησαν και εκτελέσθηκαν καθώς βαρύνονταν με πολλές κατηγορίες ληστείας και εκβιασμού.19
Άλλοι πρώην ένοπλοι Λεγεωνάριοι η προβεβλημένα στελέχη της Λεγεώνας που δεν είχαν προκαλέσει με τη συμπεριφορά τους την οργή των άλλων Βλάχων, κατέφυγαν σε μεγάλες πόλεις, στη Θεσσαλονίκη ως επι το πλείστον. Μετά την αποχώρηση των ιταλικών δυνάμεων κατοχής από την Επαρχία Γρεβενών, οι εκτεθειμένοι Βλάχοι της επαρχίας που φοβούνταν πράξεις εκδικήσεως εναντίον τους κατέφυγαν μέσω Κοζάνης στη Θεσσαλονίκη, όπου πολλοί αναφέρεται ότι εγκαταστάθηκαν σε σπίτια που είχαν εγκαταλείψει οι Εβραίοι της πόλεως.20 Στον νέο τόπο διαμονής τους η πρόσκαιρη ερωτοτροπία τους με τους καταχτητές λησμονήθηκε, ιδίως όταν τις τραυματικές εμπειρίες της ξένης κατοχής επικάλυψαν οι πιο τραυματικές της εμφύλιας συρράξεως που ακολούθησε. Σε αντίθεση εξάλλου με τους Σλαβομακεδόνες, πολλοί από τους οποίους από συνεργάτες των δυνάμεων κατοχής και βουλγαρόφρονες κατέληξαν Κομμουνιστές «Μακεδόνες», οι συνεργασθέντες με τους Ιταλούς Βλάχοι ευρέθηκαν στο αντικομμουνιστικό στρατόπεδο των νικητών του Εμφυλίου Πολέμου. Στη συντριπτική τους πλειοψηφία οι Βλάχοι, όπως ήδη αναφέρθηκε, παρέμειναν νομιμόφρονες.
“Μη τον ακούτε τον Διαμαντή τι σας λέγει και μη τον ακολουθάτε”, αναφέρεται ότι είπε ένας από τους κατηγορουμένους για συνεργασία με τους Ιταλούς Βλάχος της περιοχής, ο Ζήκος Αράϊας· “γιατί αυτός είναι νερό, θα πέραση και θα φύγει, ενώ ημείς θα μείνουμε εδώ.”21
Κολιόπουλος Ιωάννης
Λεηλασία φρονημάτων. Το Μακεδονικό ζήτημα στη κατεχόμενη Δυτική Μακεδονία 1941-1944
Πάσα η χώρα εσηδηροφορεί. Οι Λεγεωνάριοι
9. “Πρακτικά δημοσίας συνεδριάσεως του Ειδικού Δικαστηρίου Δοσιλόγων Εφετείου Λαρίσης : Συνεδρίασις της 16-23 Ίανουαρίου 1946”, φ. 29-30. Περιλήψεις της δίκης δημοσιεύθηκαν στην εφημερίδα της Λαρίσης ’Ελευθερία, 17-24 Ίανουαρίου και 2 και 5 Φεβρουάριου 1946.
10. Βλ. Ευαγγέλου Α, Αβέρωφ-Τοσίτσα, Η πολιτική πλευρά του Κουτσοβλαχικού Ζητήματος, β' έκδ., Τρίκαλα 1986, 19-20, 126-7, 195. Ο Αβέρωφ πρωταγωνίστησε στην κίνηση εναντίον της ιταλικής προπαγάνδας στους Βλάχους της Μακεδονίας και της Θεσσαλίας, με συνέπεια να συλληφθεί από τους Ιταλούς και να εξορισθεί στην Ιταλία, όπου παρέμεινε ως όμηρος ως την απελευθέρωση της χώρας. Βλ. επίσης, Αθανασίου I. Χρυσοχόου, Η Κατοχή έν Μακεδονία, τ. Γ' , Η δράσις της ιταλορουμανικής προπαγάνδας, Θεσσαλονίκη 1951, 12-3, 21, 28, 41-2, 74-5, 80, 86-7, 112-4.
11. Βλ. “Πρακτικά Ειδικού Δικαστηρίου Δοσιλόγων”, 40, κατάθεση μάρτυρος Νικολάου Ράπτη. Σύμφωνα με πρόσφατους υπολογισμούς, οι οποίοι ωστόσο δεν είναι δυνατό να ελεγχθούν για να διαπιστωθεί η εγκυρότητά τους, οι ένοπλοι Λεγεωνάριοι κυμαίνονταν μεταξύ 400 και 450 ατόμων: 200 περίπου υπό τον Αρβανιτόβλαχο Βασίλειο Ραποτίκα, 200 ακόμη που δρούσαν σε μικρές ομάδες στην Ήπειρο, τη Θεσσαλία και τη Μακεδονία, 40 υπό τις διαταγές του Γεωργίου Μητσιομπούνα και 12 μαθητές του Γυμνασίου Γρεβενών, που επίσης οπλίσθηκαν από τους Ιταλούς. Βλ. Κώστα Βέρρου, “Η ανθελληνική δράση του Διαμάντη και των Λεγεωνάριων στα Γρεβενά”, έφημ. Αβδέλλα, Αυγ.-Οκτ. 1989. Σύμφωνα με άλλη άποψη, που απηχεί πρόσφατη τάση πολλών Βλάχων να θεωρούν ατυχείς οποιεσδήποτε προσπάθειες διερευνήσεως της στάσεως πολλών Βλάχων κατά την Κατοχή, αυτοί που οπλίσθηκαν από τους Ιταλούς και δέχθηκαν να τους υπηρετήσουν δεν ήσαν περισσότεροι από 126 τυχοδιώκτες αλβανικής ως επί το πλείστον καταγωγής. Βλ. Γεωργίου Έξαρχου, “Η Λεγεώνα και το Κράτος της Πίνδου”, Ελευθεροτυπία, 31 Αυγ. 1992, και του ίδιου “Η αλήθεια για τη θλιβερή Λεγεώνα”, στην ίδια εφημερίδα, 2 Σεπτ. 1992. Ο Έξαρχος δέχεται στο ζήτημα του αριθμού των Λεγεωνάριων και της σημασίας της Λεγεώνας τις απόψεις του Νικολάου Ματούση, για τον όποιο θα γίνει λόγος πιο κάτω. Ο Ματούσης υποστήριξε ως τον θάνατό του προσφάτως ότι ή κατηγορία εναντίον του για συνεργασία με τους καταχτητές και τα περί κινήσεως αυτονομιστικής των Βλάχων των Γρεβενών κυρίως κατασκευάσθηκαν από τους πολιτικούς του αντιπάλους και ιδίως από τον Ευάγγελο Αβέρωφ. Αυτές και άλλες απόψεις και πληροφορίες έδωσε ο Ματούσης σε συνέντευξη που παρεχώρησε σέ φιλικό του δημοσιογράφο, το φθινόπωρο του 1985. Τη μαγνητοφωνημένη συνέντευξη μετέγραψε ή μεταπτυχιακή φοιτήτρια του Τμήματος Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης Έφη Δημουλά και κατέθεσε υπό τον τίτλο “Συνέντευξη του Ν. Ματούση, Φθινόπωρο 1985 (1992).
12. Βλ. “Πρακτικά Ειδικού Δικαστηρίου Δοσιλόγων”, 29 κ.έ,, Χρυσοχόου, Γ’ : 39, 51, 57, 100.
13. Αβέρωφ-Τοσίτσα, 69, 96-7· Χρυσοχόου, Γ' : 18-9.
14. Χρυσοχόου, Γ’ : 23' Αβέρωφ-Τοσίτσα, 99-102. Βλ. επίσης Γεωργίου Κ. Σ. Τσολάκογλου, Απομνημονεύματα, Αθήνα 1959, 184 κ.έ.
15. "Πρακτικά Ειδικού Δικαστηρίου Δοσιλόγων”, 10 κ.έ.· Χρυσοχόου, Γ : 62-3’ Αβέρωφ-Τοσίτσα, 156-8· "Συνέντευξη Ματούση", που ήδη αναφέρθηκε στη σημ. 11. για τη ρουμανική προπαγάνδα μεταξύ των Βλάχων της Ελλάδος, βλ. ΙΑΥΕ, 1941/12 όπου κατάλογος των ενεργειών της Ελληνικής Κυβερνήσεως των Αθηνών, κατά την περίοδο 1941-1942, χωρίς ημερομηνία αλλά του 1942.
16. Βλ. Αβέρωφ-Τοσίτσα, 107-9, 157-8 “Συνέντευξη Ματούση” και κατάθεση του Αβέρωφ-Τοσίτσα Στα “Πρακτικά Ειδικού Δικαστηρίου Δοσιλογων , 21 κ.ε. Βλ. επίσης Χρυσοχόου, Γ’ : 100-6. Σύμφωνα με άρθρο του Σταύρου Παπαγιάννη με τίτλο «Ο Νικόλαος Ματούσης και το τέλος του», στην εφημ. Ημερήσιος Κήρυκας, 22 Νοεμ. 1992, ο Ματούσης “έχαιρε μεγάλης εκτιμήσεως από τους Βλαχοφώνους Σαμαριναίους” και από Σαμαριναίους κυρίως συγκρότησε τη Λεγεώνα. Κατέφυγε στη Ρουμανία υπό την προστασία του Αντωνέσκου, έως την είσοδο του Ερυθρού Στρατού, οπότε συνελήφθη και εξορίσθηκε από το κομμουνιστικό καθεστώς. Επέστρεψε στην Ελλάδα μόλις απελευθερώθηκε το 1964. Επανήλθε επί κυβερνήσεως Κέντρου του Γεωργίου Παπανδρέου, όταν Υπουργός των Εξωτερικών ήταν ο Σταύρος Κωστόπουλος. Χάρη στη μεσολάβηση της κόρης του Ματούση, Ξένης, εκδόθηκε τον Μάιο του 1964 και κλείσθηκε στις Φυλακές Κορυδαλλού, αλλά ήταν ήδη έτοιμες δύο ανακοπές της ποινής του για δύο καταδίκες του σε θάνατο ερήμην. Νέα δίκη έκανε δεκτές τις ανακοπές, χωρίς μάρτυρες κατηγορίας παρά μόνο με μάρτυρες υπερασπίσεως, τον Ιούνιο του 1964. Δεν δικάσθηκε στη Λάρισα, οπού είχε καταδικασθεί πρωτοδίκως, για ν’ αποφύγει ίσως την κατακραυγή του κόσμου.
17. “Πρακτικά Ειδικού Δικαστηρίου Δοσιλόγων”, κατάθεση Αβέρωφ-Τοσίτσα, 21-2. Βλ. επίσης Χρυσοχόου, Γ' : 100-6.
18. “Πρακτικά Ειδικού Δικαστηρίου Δοσιλόγων”, 110-3· Αβέρωφ-Τοσίτσα, 135, 137-9, 158-9· Χρυσοχόου, Γ ; 132.
19. “Πρακτικά Ειδικού Δικαστηρίου Δοσιλόγων”, 6 κ.έ. και έφημ. Aβδέλλα, Αύγ.-Οκτ. 1989.
20. Χρυσοχόου, Γ’ : 107 κ.έ.
21. “Πρακτικά Ειδικού Δικαστηρίου Δοσιλόγων”, 56. Άλλοι δύο Βλάχοι, που κατηγορήθηκαν ως δοσίλογοι και δικάσθηκαν τον Μάρτιο του 1947 στη Θεσσαλονίκη, ήσαν ο Θωμάς Πισπιρίκος, δικηγόρος από τη Σαμαρίνα, ο οποίος προπαγάνδιζε την προσάρτηση της Πίνδου στην Ιταλία και καταδικάσθηκε ερήμην σε θάνατο, και ο Οκταβιανός Χατζημπίρος, κτηνοτρόφος από τη Σαμαρίνα και μέλος της Λεγεώνος, ο οποίος καταδικάσθηκε σε πενταετή φυλάκιση. Βλ. Δίκες Δοσιλόγων, Αρχείο Εφετείου Θεσσαλονίκης, άρ. δικών 54 και 60, 20 Μαρ. 1947. Αξίζει τέλος ν’ αναφερθεί ένα από τα πιο περίεργα ίσως επεισόδια της εποχής με ήρωες δοσιλόγους Βλάχους της περιοχής. Στις 14 Φεβρουάριου 1945, γερμανικό αεροσκάφος έριψε 13 αλεξιπτωτιστές στην Πελοπόννησο. Ήσαν Βλάχοι της Μακεδονίας. Μερικοί είχαν ακολουθήσει τους Γερμανούς τον Οκτώβριο του 1944, άλλοι όμως είχαν καταταγεί στη φασιστική Σιδηροφρουρά της Ρουμανίας το 1937, είχαν συλληφθεί για άγνωστους λόγους από τους Γερμανούς το 1942, είχαν αφεθεί ελεύθεροι και συλληφθεί πάλι, για να απολυθούν για τελευταία φορά στο τέλος του 1944. Τους ζητήθηκε τότε να καταταγούν εθελοντές στον γερμανικό στρατό για υπηρεσία στην Ελλάδα ως ελληνομαθείς. Αφού εκπαιδεύθηκαν στις δολιοφθορές, ερρίφθησαν στην Πελοπόννησο με τα απαραίτητα εκρηκτικά και άφθονα χρήματα για να υποκινήσουν εμφύλιες προστριβές. Μόλις έπεσαν όμως, έσπευσαν να κρύψουν το πολεμικό υλικό και τους ασυρμάτους των και κατευθύνθηκαν πρός βορράν, με σκοπό να επιστρέψουν στη Μακεδονία. Συνελήφθησαν σε κάποιο χωριό της Κορινθίας. Βλ. Geoffrey Chandler, Divided Land. An Anglo-Greek Tragedy, London 1959, 55-6.