Η ρουμανική προπαγάνδα, η οποία είχε αρχίσει τη δράση της στις βλαχόφωνες περιοχές της Μακεδονίας και της Ηπείρου από τη δεκαετία του 1860, είχε κατορθώσει με τη βοήθεια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας να ιδρύσει σχολεία στην Αβδέλλα (1866), στο Περιβόλι (1869), στη Σαμαρίνα (1879), στην Κρανιά (1885) και μέσα στην πόλη των Γρεβενών (1881).
Από τα πέντε κυριότερα κέντρα δράσης της ρουμανικής προπαγάνδας, που ήταν η Θεσσαλονίκη, το Μοναστήρι, η Βέροια, τα Γρεβενά και τα Ιωάννινα, τα Γρεβενά αποτελούσαν το σκληρό πυρήνα και γι’ αυτό έγιναν στην περιοχή αυτή τα περισσότερα έκτροπα σε βάρος της Εκκλησίας και του ελληνικού στοιχείου. Από τα βλαχόφωνα χωριά των Γρεβενών μόνο η Σμίξη δεν επηρεάστηκε από την προπαγάνδα και αυτό οφείλεται στην πατριωτική στάση που τήρησαν οι κάτοικοι και κυρίως οι οικογένειες των μεγαλοκτηνοτρόφων Νασικαίων που είχαν μεγάλη επιρροή στο χωριό. Υπήρχε και ένα άλλο μικρό βλαχόφωνο χωριό το Μπάλτινο (σημερινή ονομασία Καλλιθέα) το οποίο τήρησε επαμφοτερίζουσα στάση χωρίς αξιόλογη δραστηριότητα, ίσως γιατί οι εκπρόσωποι της προπαγάνδας δεν έδωσαν τη δέουσα σημασία, επειδή είχε λίγους κατοίκους και βρισκόταν πολύ κοντά στην ελληνοτουρκική μεθόριο.
Είναι πάντως αναμφισβήτητο γεγονός ότι η συντριπτική πλειοψηφία των βλαχόφωνων όχι μόνο δεν επηρεάστηκε από την προπαγάνδα, αλλά την περιφρόνησε και την καταπολέμησε με όλα τα μέσα, ακόμη και με ένοπλα τμήματα, όπως συνέβη κατά το Μακεδονικό Αγώνα. Γνωστοί οπλαρχηγοί ή ομαδάρχες από τα βλαχοχώρια των Γρεβενών έδρασαν εναντίον των ρουμανιζόντων, όπως ο Γεώργιος Τσουκαντάνας, ο Ντίνος Σαράντης και ο Ζήσης Βράκας από το Περιβόλι, ο Γεώργιος Λεπενιώτης (καπετάν Αρκούδας) και ο Κωνσταντίνος Ρίζος ή Ξανθόπουλος από τη Σαμαρίνα και ο Ζήσης Βέρρος από την Αβδέλλα.
Τις αντεθνικές ενέργειες της ρουμανικής προπαγάνδας η Μητρόπολη Γρεβενών τις καταπολέμησε από την αρχή με τους εκάστοτε μητροπολίτες και τους απλούς ιερείς. Παρ’ όλα αυτά, η προπαγάνδα έχοντας πλούσια οικονομικά μέσα και τη συμπαράσταση των τουρκικών αρχών, χρησιμοποίησε όλα τα θεμιτά και αθέμιτα μέσα, για να εξουδετερώσει τη δραστηριότητα των μητροπολιτών Γρεβενών. Παραθέτουμε εν συντομία τα κυριότερα έκτροπα σε βάρος των μητροπολιτών Γρεβενών από το 1890 μέχρι την απελευθέρωση από τον τουρκικό ζυγό.
Ο μητροπολίτης Γρεβενών Κλήμης ο Εσφιγμενίτης, ο από Δρυϊνουπόλεως, (1888-1896), απειλήθηκε με απαγχονισμό στο Περιβόλι, όταν μετέβη για να ιερουργήσει κατά την τελούμενη κάθε χρόνο πανήγυρη της Αγίας Παρασκευής στο φερώνυμο ναό του χωριού. Η επίθεση είχε οργανωθεί από ομάδα ρουμανοφρόνων. Τα γεγονότα εξελίχτηκαν ως εξής:
Στις 25 Ιουλίου 1891 ο μητροπολίτης Γρεβενών Κλήμης μετέβη στο Περιβόλι, για να παραστεί στην κατ’ έτος τελούμενη εκεί πανήγυρη της Αγίας Παρασκευής. Οι ρουμανίζοντες του χωριού, με επικεφαλής τον ομοϊδεάτη τους ιερέα Δημήτριο Τέγου, αποφάσισαν να τον εμποδίσουν να χοροστατήσει, χρησιμοποιώντας ακόμη και βία. Γι’ αυτό το πρωί, ανήμερα της εορτής (26 Ιουλίου), κατέλαβαν τα καθίσματα της εκκλησίας, αποφασισμένοι να δημιουργήσουν επεισόδια. Κύρια αιτία ήταν ότι ο Κλήμης δεν επέτρεπε την ανάγνωση του Ευαγγελίου στα ρουμάνικα και κατά δεύτερο λόγο επιδίωκαν να χρησιμοποιήσουν την εκκλησία αυτή αποκλειστικά για τις δικές τους λειτουργικές ανάγκες. Οι κινήσεις τους έγιναν αντιληπτές από τους προύχοντες του χωριού, οι οποίοι ειδοποίησαν το μητροπολίτη, οπότε αυτός, για να αποφύγει τις ταραχές, αποφάσισε να μη μεταβεί στο ναό. Οι ρουμανίζοντες βλέποντας ότι τα πράγματα δεν ήταν όπως τα είχαν σχεδιάσει έστειλαν τρεις θερμόαιμους και θρασείς οπαδούς τους να συναντήσουν το μητροπολίτη και να τον αναγκάσουν με τη βία να απομακρυνθεί από το χωριό. Ένας από αυτούς ήταν ο διαβόητος Λεώνης, ο οποίος πρωτοστατούσε σε όλες τις έκνομες ενέργειες των ρουμανιζόντων. Ο δεύτερος ήταν ο γιος του ρουμανίζοντος ιερέα Δημητρίου Τέγου. Αυτοί μετέβησαν στο σπίτι όπου διέμενε ο μητροπολίτης και άρχισαν να τον χτυπούν ανελέητα. Στις απεγνωσμένες φωνές του ιεράρχη έτρεξαν μερικοί που βρίσκονταν εκεί κοντά, αλλά δεν μπορούσαν να του προσφέρουν βοήθεια, γιατί από τους τρεις επιτιθέμενους, ο ένας καθόταν στην πόρτα του δωματίου και απειλούσε όσους πλησίαζαν. Οι άλλοι δύο, αφού έδειραν άγρια το μητροπολίτη, πέρασαν στο λαιμό τη ζώνη του και τον έσυραν, για να επιφέρουν τον δι’ αγχόνης θάνατο. Τελικά κατόρθωσαν να πλησιάσουν στο δωμάτιο τρεις γυναίκες από τα απέναντι σπίτια, οι οποίες με τη σθεναρή στάση τους έπεισαν τους δράστες να σταματήσουν την κακοποίηση και έτσι αποφεύχθηκε ο θάνατος. Σε λίγο έφθασε στο σπίτι η τουρκική φρουρά που συνόδευε το μητροπολίτη κατά την άφιξή του, η οποία το προηγούμενο βράδυ είχε καταλύσει σε άλλο σπίτι, και συνέλαβε τους δράστες τους οποίους έθεσε υπό κράτηση. Αυθημερόν ειδοποιήθηκαν οι Αρχές των Γρεβενών και έφθασαν επί τόπου ο ανακριτής και οι αστυνομικές αρχές, οι οποίοι ύστερα από ανάκριση, συνέλαβαν και άλλους έξι, ως αυτουργούς, και όλους μαζί τους οδήγησαν στις φυλακές Γρεβενών. Ο μητροπολίτης σε κακή κατάσταση μεταφέρθηκε με φορείο στην Ιερά Μονή Κοιμήσεως Θεοτόκου Σπηλαίου, για να νοσηλευτεί. Εκεί τον επισκέφθηκαν οι πρόκριτοι και οι εφοροδημογέροντες των Γρεβενών. Ο Βαλής Μοναστηρίου, όταν πληροφορήθηκε το γεγονός, ενίσχυσε την ασφάλειά του μητροπολίτη με 14 ιππείς και 2 αξιωματικούς.
Η κακοποίηση του ιεράρχη προξένησε μεγάλη αναταραχή στο ελληνικό στοιχείο σε όλο τον υπόδουλο Ελληνισμό της Τουρκίας. Η αγανάκτηση του πληθυσμού των Γρεβενών εκδηλώθηκε με την υπογραφή και αποστολή τηλεγραφημάτων και έντονων διαμαρτυριών προς το Πατριαρχείο, την Πύλη, το Μεγάλο Βεζίρη, το Βαλή Μοναστηρίου, καθώς και με την αποστολή αναφοράς προς το Σουλτάνο. Η αναφορά έφερε τις σφραγίδες των δημογερόντων όλων των χριστιανικών χωριών της επαρχίας Γρεβενών. Σ’ αυτήν οι κάτοικοι εξέθεσαν τα δεινά «άτινα υφίστανται αφ’ ότου κακή τη μοίρα παρεισέδυσεν εν τισι μόνον βλαχοφώνοις χωρίοις της επαρχίας η ρουμουνική προπαγάνδα και προσακτήσατο δι’ υπόπτου χρήματος ευαρίθμους οπαδούς» και παρακαλούσαν το Σουλτάνο να διατάξει την απομάκρυνση από την επαρχία των δύο πρακτόρων της ρουμανικής προπαγάνδας, του γιατρού Ζήση Παπαθανασίου, καταγόμενου από τη Βοβούσα, κατοίκου Γρεβενών και του ουνίτη ιερέα Δημητρίου Τέγου από το Περιβόλι, γιατί αυτοί ήταν που διέφθειραν τις συνειδήσεις των απλών βλαχόφωνων, συκοφαντούσαν στις αρχές τους δασκάλους, τους ιερείς και τους φιλήσυχους κατοίκους, προκαλώντας με αυτόν τον τρόπο άδικες καταδιώξεις των αρχών, και αξίωναν να καταδικαστούν παραδειγματικά οι πρωταίτιοι.
Τα επεισόδια του Περιβολιού δημιούργησαν έντονες αντιδράσεις και στην ελεύθερη Ελλάδα. Ο ελληνικός Τύπος εξέφραζε τις ανησυχίες, για την ανοχή των τουρκικών αρχών, ενώ φιλορουμανικές ανταποκρίσεις, δημοσιευμένες στην αγγλική εφημερίδα «Καιροί», θεωρούσαν υπεύθυνους για τα επεισόδια τους Έλληνες και κυρίως τους μητροπολίτες, λέγοντας ότι έκλειναν τις βλάχικες εκκλησίες και προτιμούσαν να μένουν οι Ρουμανόβλαχοι χωρίς λειτουργία στη μητρική τους γλώσσα. Με την αιτιολογία αυτή δικαιολογούσαν και την επίθεση σε βάρος του μητροπολίτη Κλήμη.
Στις 17 Σεπτεμβρίου 1891 οι εννιά κατηγορούμενοι αποφυλακίστηκαν, με καταβολή εγγύησης, ενώ η πράξη τους χαρακτηρίστηκε ως πλημμέλημα. Ο μητροπολίτης Κλήμης διαμαρτυρήθηκε στις αρχές και ενημέρωσε το Πατριαρχείο. Παράλληλα προσέβαλε το βούλευμα του Πρωτοδικείου Γρεβενών στο Εφετείο Μοναστηρίου. Τελικά οι Τούρκοι υποχρεώθηκαν, ένα χρόνο ύστερα από το επεισόδιο, να δικάσουν τους δράστες στα Γρεβενά και να τους καταδικάσουν σε 10 μήνες φυλάκιση.
Την ίδια χρονική περίοδο είχαμε και ένα μικρότερης σημασίας επεισόδιο στη Σαμαρίνα. Εκεί, στις 20 Ιουλίου 1891, κατά τη διάρκεια της πανήγυρης στο ναό του Προφήτη Ηλία, συγκεντρώθηκαν οι ρουμανίζοντες και την ώρα της ανάγνωσης των Πράξεων των Αποστόλων ανήλθε επί του Δεσποτικού θρόνου κάποιος μαθητής της Ρουμανικής σχολής και άρχισε την ανάγνωση στα ρουμάνικα. Οι παρευρισκόμενοι στο ναό δεν αντέδρασαν και τον άφησαν ανενόχλητο. Όταν αυτός τελείωσε, κάποιος άλλος άρχισε την ανάγνωση του Αποστόλου στα ελληνικά. Αλλά τότε ο γιος του ρουμανίζοντος ιερέα της Σαμαρίνας Παπαγιάννη ή Παπαλύκου (όπως κοινώς τον αποκαλούσαν) έτρεξε, άρπαξε το βιβλίο και το ξέσχισε. Το αποτέλεσμα ήταν να επέλθει εκνευρισμός στο εκκλησίασμα και να διακοπεί η λειτουργία.
Τον Κλήμη αντικατέστησε στη Μητρόπολη Γρεβενών ο Δωρόθεος Β΄ Μαμμέλης (1896-1901). Όταν ο Δωρόθεος αποφάσισε να επισκεφθεί την Αβδέλλα το καλοκαίρι του 1899, οι ρουμανίζοντες του χωριού πυροβόλησαν τρεις φορές ανεπιτυχώς εναντίον του κατά τη διάρκεια της νύχτας στο σπίτι του ιερέα όπου διανυκτέρευε, με αποτέλεσμα να μην μπορέσει την επομένη να ιερουργήσει. Η επίσκεψη του Δωρόθεου στην Αβδέλλα αποσκοπούσε κυρίως στη λειτουργία του ελληνικού σχολείου του χωριού που είχε παραμείνει κλειστό και λειτουργούσε μόνο το ρουμανικό.
Ανεξάρτητα από το παραπάνω επεισόδιο ο Δωρόθεος κατόρθωσε με την εν γένει συμπεριφορά και την παρουσία του να εμπνεύσει εμπιστοσύνη στους κατοίκους των βλαχόφωνων χωριών. Μια από τις επιτυχίες του ήταν να πείσει τους ρουμανίζοντες της Σαμαρίνας να εγκαταλείψουν την εκκλησία της Μεγάλης Παναγιάς και το σχολείο της Κοινότητας, που είχαν καταλάβει πριν αυτός αναλάβει μητροπολίτης Γρεβενών. Περί τα τέλη του 1898 ο ρουμανίζων ιερέας της Σαμαρίνας Παπαγιάννης, ο οποίος είχε καθαιρεθεί από το Πατριαρχείο, παρουσιάστηκε στο Δωρόθεο και ζήτησε να τον συγχωρήσει για τη μέχρι τότε πολιτεία του. Οι ρουμανίζοντες, βλέποντας ότι ο μητροπολίτης Δωρόθεος στεκόταν εμπόδιο στα σχέδια της προπαγάνδας, άρχισαν να τον κατηγορούν στις τουρκικές αρχές. Κατάγγειλαν στο στρατιωτικό διοικητή της Λαψίστης – Ανασελίτσης (Νεαπόλεως Βοΐου) ότι ο Δωρόθεος προετοίμαζε το ποίμνιό του για επανάσταση, όταν οι συνθήκες θα ήταν κατάλληλες, και ζήτησαν, σε συνεργασία με το ρουμανόφιλο καϊμακάμη Γρεβενών, να τον απομακρύνουν από τη θέση του. Ο στρατιωτικός διοικητής διέταξε να γίνουν ανακρίσεις και απαίτησε από τους κατηγόρους να καταθέσουν γραπτώς και ενόρκως τις καταγγελίες τους. Η ανάκριση απέδειξε ότι όλα όσα καταγγέλλονταν ήταν συκοφαντίες, οπότε τα σχέδια των προπαγανδιστών ματαιώθηκαν.
Μετά τον Δωρόθεο μητροπολίτης Γρεβενών τοποθετήθηκε ο καθηγητής των Νομικών της Θεολογικής Σχολής Χάλκης Αγαθάγγελος Κωνσταντινίδης (1901-1910). Σε επιστολή που έστειλε ο Αγαθάγγελος στον Οικουμενικό Πατριάρχη Ιωακείμ Γ΄, στις 3 Οκτωβρίου 1904, αναφέρει τα παρακάτω σχετικά με τη στάση που κρατούσαν μέχρι τότε οι μητροπολίτες έναντι της ρουμανικής προπαγάνδας στις εκκλησίες Αβδέλλας και Περιβολιού:
«Στην Αβδέλλα ούτε επέτρεψα ούτε ήταν δυνατόν να επιτρέψω να λειτουργούν και να ψάλλουν στα ρουμάνικα, αλλά και για φέτος (1904) έγινε εκείνο το οποίο συνέβαινε κατά το παρελθόν, από την εποχή ακόμη του μητροπολίτη Κλήμεντος (1888-1896), δηλαδή μόνο ο αριστερός ψάλτης να ψάλλει στα ρουμάνικα. [σ.σ. την παραχώρηση αυτή την έκανε ο Κλήμης, προκειμένου να άρει τις αντιδράσεις των ρουμανιζόντων για την ίδρυση ελληνικής σχολής στην Αβδέλλα]. Οι ρουμανίζοντες ζητούσαν οι εκφωνήσεις των ιερέων να γίνονται στα ρουμάνικα ή τουλάχιστον να απαγγέλλουν πότε ρουμάνικα πότε ελληνικά και το Ευαγγέλιο με τον Απόστολο να διαβάζεται και στις δύο γλώσσες (ελληνικά και ρουμάνικα). Η απαίτηση αυτή που δεν είχε ικανοποιηθεί στο παρελθόν δεν πρόκειται να ικανοποιηθεί και στο μέλλον, γιατί είναι αντικανονική.
Τώρα μπορεί κανείς να πει γιατί να μην απαγορεύσω και τον αριστερό ψάλτη να ψάλλει ρουμάνικα. Πρώτον γιατί προϋπήρχε αυτό στην Αβδέλλα εδώ και αρκετά χρόνια (από την εποχή του Κλήμεντος) και δεύτερον, αν το απαγόρευα, πράγμα το οποίο πολύ επιθυμούσα, και οι μετριοπαθείς ρουμανίζοντες θα συντάσσονταν με τους φανατικούς και τότε θα πληθύνονταν οι ρουμανίζοντες, παρασύροντας και άλλους συγγενείς και φίλους για συμφεροντολογικούς λόγους. Με την ανοχή όμως που επέδειξα και με τις επαφές που θα έχω με τους περισσότερους Αβδελλιώτες, που παραχειμάζουν στα Γρεβενά, πιστεύω ότι σιγά-σιγά θα τους πείσω να σταματήσουν να ψάλλουν ρουμάνικα...
Για την προσωπική μου ασφάλεια είναι ανάγκη να οπλοφορώ, όταν μεταβαίνω στην Αβδέλλα και στο Περιβόλι, φέροντας μαζί μου πολύκροτο με ολόκληρη φυσιγγιοθήκη, για τους λόγους που σας ανέφερα στην από 22 Σεπτεμβρίου 1904 επιστολή μου, καθόσον στο παρελθόν δάρθηκε ανηλεώς από φανατικούς ρουμανίζοντες στο Περιβόλι ο αοίδιμος μητροπολίτης Κλήμης, επειδή δεν επέτρεψε την ανάγνωση του Ευαγγελίου στα ρουμάνικα. [...] Αλλά και ο προκάτοχός μου Δωρόθεος (1896-1901), τώρα μητροπολίτης Νικοπόλεως, πυροβολήθηκε τρεις φορές στο σπίτι που διέμενε στην Αβδέλλα, με αποτέλεσμα την επομένη να μην μπορέσει να ιερουργήσει. Και στην περίπτωση αυτή οι χωροφύλακες που τον συνόδευαν επέδειξαν την ίδια διαγωγή με αυτήν του Κλήμεντος, δηλαδή την ώρα των πυροβολισμών απουσίαζαν από το σπίτι».
Για τον Αγαθάγγελο οι Τούρκοι ως συνοδεία ασφαλείας έδιναν μόνο ένα χωροφύλακα, με την αιτιολογία ότι ήταν ο ίδιος οπλισμένος και είχε και συνοδό ένα υπάλληλό του χριστιανό επίσης οπλισμένο.
Οι ρουμανοδάσκαλοι της Αβδέλλας και του Περιβολιού είχαν κατά το έτος 1904 ρητές οδηγίες, «πάση δυνάμει» να εμποδίσουν την επίσκεψη του Αγαθαγγέλου στα χωριά τους. Οι ρουμανοδάσκαλοι της Αβδέλλας συνέταξαν και μια αναφορά στα γαλλικά την οποία έστειλαν στον καϊμακάμη Γρεβενών, η οποία έλεγε τα εξής:
«Οι υποφαινόμενοι Ρουμούνοι της Αβδέλλας παρακαλούμεν την Υμ. Εξοχότητα επ’ ουδενί λόγω να επιτρέψητε εις τον Γραικόν αρχιερέα Αγαθάγγελον να έλθη εις τα βλαχόφωνα χωρία μας, διότι ως πέρυσι ως προπέρυσιν ελθών, ενσπείρει διχονοίας και γραικικάς ιδέας, τας οποίας ημείς οι πιστοί υπήκοοι του Σουλτάνου αποτροπιαζόμεθα και επειδή εφέτος εάν έλθη, αρείκτως τοιαύτας ανταρτικάς ιδέας θα ενσπείρη ημείς οι ρουμούνοι θα προτιμήσωμεν να χύσωμεν το αίμα μας, ή να υποφέρωμεν τοιούτον αρχιερέα, τον οποίο όλοι οι Βλαχόφωνοι διόλου δεν αναγνωρίζομεν και έχω την είδησίν σας».
Οι ρουμανίζοντες, για να δημιουργήσουν ρήγμα στις σχέσεις του μητροπολίτη Αγαθαγγέλου με το Οικουμενικό Πατριαρχείο, διέδωσαν ψευδώς ότι δήθεν ευρισκόμενος ο μητροπολίτης στην Αβδέλλα επέτρεψε κατά τη διάρκεια της λειτουργίας να διαβαστεί το Ευαγγέλιο στα ρουμάνικα. Το γεγονός αυτό ανάγκασε τον μητροπολίτη να διαψεύσει τις φήμες αυτές, με επιστολή που έστειλε στον Πατριάρχη, στην οποία του εξηγεί τους λόγους που ώθησαν τους ρουμανίζοντες να τον κατηγορήσουν.
Από τον Οκτώβριο του 1901 μέχρι το Νοέμβριο του 1905 ο Αγαθάγγελος παρέμεινε στην έδρα του (Μητρόπολη Γρεβενών), όπου με αυταπάρνηση και έντονα πατριωτικά αισθήματα αγωνίστηκε για την εξουδετέρωση της ρουμανικής προπαγάνδας στην επαρχία Γρεβενών, με αποτέλεσμα να γίνει ο στόχος της ρουμανικής και τουρκικής κυβέρνησης και να επιδιωχθεί με κάθε μέσο η απομάκρυνσή του από την περιοχή. Κατηγορήθηκε από τους ρουμανίζοντες για συνεργασία με τα ελληνικά ανταρτικά σώματα που διεξήγαγαν το Μακεδονικό Αγώνα και στις αρχές Νοεμβρίου του 1905 ανακλήθηκε στην Κωνσταντινούπολη, για να δικαστεί από την Ιερά Σύνοδο για τις κατηγορίες που του είχαν προσάψει οι Τούρκοι. Η Ιερά Σύνοδος τον αθώωσε, αλλά οι Τούρκοι αρνήθηκαν την επάνοδο στην έδρα του, γιατί τον θεωρούσαν επικίνδυνο για την ησυχία του τόπου. Επέστρεψε στα Γρεβενά το Σεπτέμβριο του 1908, μετά την αμνηστία που έδωσαν οι Νεότουρκοι τον Ιούλιο του ίδιου έτους. Μετά δίμηνο, όμως, κατηγορήθηκε και πάλι και ανακλήθηκε στην Κωνσταντινούπολη. Επέστρεψε για δεύτερη φορά στα Γρεβενά το Σεπτέμβριο του 1909, αλλά τον Ιανουάριο του 1910 του απαγορεύτηκε η περιοδεία του στα χωριά. Η απαγόρευση αυτή ακυρώθηκε μετά ένα μήνα κατόπιν διαταγής του Βαλή Μοναστηρίου, ύστερα από συνάντηση που είχε μαζί του ο μητροπολίτης Αγαθάγγελος. Το Πατριαρχείο, όμως, για να θέσει ένα τέλος στην υποτροπιάζουσα εχθρική στάση των τουρκικών αρχών, μετέθεσε τον Αγαθάγγελο το Μάρτιο του ίδιου χρόνου στην ανώτερη ιεραρχικά Μητρόπολη Δράμας, σε αντικατάσταση του Χρυσόστομου Καλαφάτη, που είχε μετατεθεί στη Σμύρνη (πρόκειται για τον εθνομάρτυρα μητροπολίτη Σμύρνης το 1922).
Στη Μητρόπολη Γρεβενών τοποθετήθηκε τότε ο νεοεκλεγείς μητροπολίτης Αιμιλιανός Λαζαρίδης, σε ηλικία 34 ετών. Και η θέση του μητροπολίτη Δράμας ήταν νευραλγική, διότι ο Αγαθάγγελος έπρεπε να αντιμετωπίσει τον κίνδυνο της βουλγαρικής απειλής.
Αξίζει να σημειώσουμε εδώ ότι εξαιτίας κατηγοριών ρουμανιζόντων έπεσαν θύματα την ίδια περίοδο και οι μητροπολίτες Πελαγονίας (Μοναστηρίου) Ιωακείμ Φορόπουλος, ο οποίος κατηγορήθηκε για συνεργασία με ελληνομακεδονικά σώματα και ανακλήθηκε στην Κωνσταντινούπολη το καλοκαίρι του 1906, καθώς και ο μητροπολίτης Κορυτσάς Φώτιος Καλπίδης, ο οποίος δολοφονήθηκε στις 9 Σεπτεμβρίου 1906, ύστερα από συνεργασία ρουμανιζόντων με τουρκοαλβανική συμμορία. Κατά τη διάρκεια της απομάκρυνσης από την έδρα του Ιωακείμ Φορόπουλου τοποθετήθηκε από το Πατριαρχείο αρχιερατικός επίτροπος ο επίσκοπος Πέτρας Αιμιλιανός (μετέπειτα μητροπολίτης Γρεβενών). Ο Ιωακείμ δεν πρόλαβε να επιστρέψει στην έδρα του μετά την επικράτηση των Νεοτούρκων, διότι πέθανε ξαφνικά στην Κωνσταντινούπολη στις 31 Ιανουαρίου 1909 σε ηλικία 50 ετών.
Το 1907 αρχιερατικός επίτροπος στη Μητρόπολη Γρεβενών ήταν ο επίσκοπος Συννάδων Ευγένιος (μετέπειτα μητροπολίτης Καρπάθου), ο οποίος με διαταγή του Πατριαρχείου αντικατέστησε στη θέση αυτή τον πρωτοσύγκελο της Μητρόπολης Αθανάσιο Τσάμη, τον οποίο απομάκρυναν για την εθνική του δράση οι τουρκικές αρχές και τον έθεσαν υπό περιορισμό στο Μοναστήρι. Ο Ευγένιος αποφάσισε στις 26 Ιουλίου να μεταβεί στο Περιβόλι, για να λειτουργήσει ανήμερα της εορτής της Αγίας Παρασκευής στο φερώνυμο ναό του χωριού. Εκεί εμφανίστηκε ο γνωστός από την κακοποίηση κατά το παρελθόν του μητροπολίτη Κλήμη ρουμανίζων Λεώνης, ο οποίος τον άρπαξε από τα γένια, τον έδειρε και τον έριξε σε παρακείμενο λάκκο. Ευρισκόμενος στην Κωνσταντινούπολη ο Αγαθάγγελος πληροφορήθηκε τηλεγραφικά την κακοποίηση του Ευγενίου και ανέφερε το γεγονός στον Πατριάρχη Ιωακείμ Γ΄, προκειμένου το Πατριαρχείο να ζητήσει από τις τουρκικές αρχές τη λήψη μέτρων προστασίας του κλήρου Γρεβενών από τις αυθαιρεσίες των ρουμανιζόντων. Για το ίδιο θέμα η εφημερίδα «Εμπρός» των Αθηνών της 3/8/1907, επικαλούμενη αξιόπιστο τηλεγράφημα που έλαβε από την Καλαμπάκα, αναφέρει ότι στο βλαχόφωνο χωριό Περιβόλι των Γρεβενών οι ελάχιστοι εκεί ρουμανίζοντες με επικεφαλής τον Λεώνη ράπισαν και εξύβρισαν τον επίσκοπο Ευγένιο στις 26 Ιουλίου 1907, ο οποίος είχε μεταβεί εκεί για να λειτουργήσει στην ελληνική εκκλησία. Η πράξη αυτή έλαβε χώρα μπροστά στα μάτια της τουρκικής εξουσίας, η οποία μεροληπτούσε σκανδαλωδώς υπέρ της ρουμανικής προπαγάνδας. Και όλα αυτά συνέβαιναν τη στιγμή που περιέτρεχε την περιφέρεια Γρεβενών από τον Ιούνιο του ίδιου έτους το ελληνομακεδονικό σώμα του καπετάν Τσάρα (ανθυπολοχαγού Γεωργίου Στημωναρά), το οποίο είχε αποστολή να εξουδετερώσει τις τουρκορουμανικές συμμορίες και τους ληστές της περιοχής.
Ο Ευγένιος παρέμεινε στη Μητρόπολη Γρεβενών μέχρι τα τέλη Οκτωβρίου 1907 και από το Νοέμβριο του ίδου έτους ανέλαβε και πάλι αρχιερατικός επίτροπος ο πρωτοσύγκελος Αθανάσιος.
Κατά την άποψή μας ο μητροπολίτης Αγαθάγγελος Κωνσταντινίδης υπήρξε η πιο ισχυρή, επαναστατική και μορφωμένη προσωπικότητα όλων των μητροπολιτών Γρεβενών των νεότερων χρόνων. Μαχητικός, ασυμβίβαστος και χωρίς να πτοείται από τις απειλές που δεχόταν από την τουρκική εξουσία πολεμούσε με τα άρθρα και τις επιστολές του τους εκπροσώπους της κυβέρνησης όταν αυτοί συνεργάζονταν με τους ρουμανίζοντες και προέβαιναν σε έκτροπα σε βάρος των χριστιανών της περιφέρειάς του. Γι’ αυτό και οι εκάστοτε εχθροί του (Τούρκοι και ρουμανίζοντες) τον καταδίωξαν με πείσμα και προσπάθησαν με κάθε τρόπο να τον απομονώσουν από το ποίμνιό του. Δεν έγινε όμως ευρύτερα γνωστός, γιατί δεν παρουσιάστηκαν συγγραφείς να ασχοληθούν με το έργο και τη δράση του. Ο Αγαθάγγελος διετέλεσε διαδοχικά μητροπολίτης Γρεβενών (1901-1910), Δράμας (1910-1922), Νεοκαισαρείας (1922- 1924), Πριγκιποννήσων (1924-1927) και Χαλκηδόνος (1927-1932). Τον Ιούνιο του 1932 υπέβαλε παραίτηση για λόγους υγείας. Το Οικουμενικό Πατριαρχείο του απένειμε τιμητικά τον τίτλο του μητροπολίτη Εφέσου. Απεβίωσε στις 16 Αυγούστου 1935 στη Χάλκη, όπου και ενταφιάστηκε.
Αναλαμβάνοντας τη Μητρόπολη Γρεβενών ο Αιμιλιανός αναχαίτισε τη δράση των ρουμανιζόντων, εφαρμόζοντας την πολιτική του προκατόχου του μητροπολίτη Αγαθαγγέλου, οπότε αυτοί, ευρισκόμενοι προ αδιεξόδου, αποφάσισαν να τον φονεύσουν. Για την εκτέλεση του σχεδίου τους είχαν στη διάθεσή τους τα εξαγορασμένα όργανά τους, όπως τον εκπρόσωπο του Κομιτάτου λοχαγό Μπεκήρ, τον καϊμακάμη και το διοικητή χωροφυλακής. Ο Αιμιλιανός δολοφονήθηκε από τουρκική συμμορία μετά από εντολή του Νεοτουρκικού Κομιτάτου Γρεβενών, το οποίο έλαβε σοβαρά υπόψη τους μύχιους πόθους που εξυπηρετούσαν τους ρουμανίζοντες. Η δολοφονία του την 1η Οκτωβρίου 1911 αποτέλεσε το αποκορύφωμα των τουρκικών βιαιοτήτων σε βάρος του χριστιανικού στοιχείου. Ο άδικος χαμός του συγκλόνισε το Πανελλήνιο και τις ελληνικές Κοινότητες της της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, της Ευρώπης, της Αφρικής και της Αμερικής.
Απόσπασμα από την επιστολή του Αγαθαγγέλου προς το Κομιτάτο Γρεβενών, η οποία δημοσιεύτηκε μετά τη δολοφονία του Αιμιλιανού στην εφ. «Μακεδονία» στις 6/11/1911 αναφέρει:
«Κατηγόρησα και κατηγορώ τα σωβινιστικά μέλη του Κομιτάτου Γρεβενών, τα οποία εμμέσως συνετέλεσαν εις την αγριωτάτην δολοφονίαν Μητροπολίτου, ούτινος πρότερον εζήτησαν την μετάθεσιν ή απομάκρυνσιν εκ Γρεβενών και όντες βέβαιοι, ότι δεν θα επιτύχωσι αυτήν, κατέφυγον εις την αγριωτάτην δολοφονίαν δια να τρομάξωσι τους χριστιανούς εν Γρεβενοίς και απανταχού, χωρίς να σκεφθώσι αι μεγαλοφυείς κεφαλαί αυτών ότι τουναντίον οι χριστιανοί και κληρικοί και λαϊκοί, περισσότερον θα συνασπισθώσι...».
Ο μητροπολίτης Γρεβενών Αιμιλιανός έγινε γνωστός στο Πανελλήνιο, επειδή η στυγερή δολοφονία του συγκίνησε τον απανταχού Ελληνισμό, έγιναν επιμνημόσυνες δεήσεις σε όλα τα μέρη του κόσμου (όπου υπήρχαν Έλληνες) και γράφηκαν αρκετά που εκθείαζαν τη ζωή και το έργο του. Η δολοφονία του συνέβη, επειδή ακολούθησε την ίδια πολιτική του προκατόχου του Αγαθάγγελου και επειδή δεν έγινε δεκτό το αίτημα του Νεοτουρκικού Κομιτάτου Γρεβενών να μετατεθεί από τη Μητρόπολη. Έπεσε δηλαδή εξιλαστήριο θύμα μιας προδιαγεγραμμένης πολιτικής Νεοτούρκων και ρουμανιζόντων που έβλεπαν ότι και ο νέος αρχιερέας αποτελούσε γι’ αυτούς εμπόδιο, αφού με τις ενέργειές του έθετε φραγμό στα ανθελληνικά τους σχέδια, οπότε έκριναν σκόπιμο να επιφέρουν το θάνατό του, για να απαλλαγούν από την παρουσία του.
Χρήστος Δ. Βήττος
Υποστρατήγος ε.α. - Συγγραφέας
πηγή: greveniotis.gr