Τα ρουμάνικα σχολεία στη Νότια Βαλκανική (τέλη 19ου - μέσα 20ού αι.)

Μαθητές του Ρουμάνικου Γυμνασίου ΙωαννίνωνΣκοπός του άρθρου1 είναι να παρουσιάσει και να αξιολογήσει το ρουμανικό εκπαιδευτικό δίκτυο της νότιας Βαλκανικής από τα τέλη του 19ου μέχρι τα μέσα του 20ού αι., όπως αναδεικνύεται από τη μελέτη του αρχειακού υλικού των Υπουργείων Παιδείας και Εξωτερικών της Ρουμανίας και από τις προφορικές μαρτυρίες των μαθητών των ρουμανικών σχολείων κατά την ύστερη περίοδο της λειτουργίας τους.

Στόχοι της έρευνας, πηγές, μεθοδολογικά εργαλεία

Οι στόχοι, που τέθηκαν ήταν: α) να περιγραφεί το ρουμανικό εκπαιδευτικό δίκτυο, β) να καταγραφεί το νομικό πλαίσιο λειτουργίας των ρουμανικών σχολείων, γ) να αξιολογηθεί η λειτουργία των εκπαιδευτηρίων σε κρίσιμες ιστορικές συγκυρίες, δ) να αποτυπωθεί το προφίλ του διδακτικού προσωπικού και του μαθητικού δυναμικού και ε) να αναδειχθεί ο ρόλος της Ρουμανίας, της οθωμανικής αυτοκρατορίας και των υπολοίπων εθνικών κρατών της Βαλκανικής.
Χρησιμοποιήθηκαν αδημοσίευτες και δημοσιευμένες πηγές, ρουμανικές και ελληνικές. Οι αδημοσίευτες, που ήταν στη ρουμανική γλώσσα, προέρχονταν από αρχεία του Υπουργείου Παιδείας2 της Ρουμανίας και από ιδιωτικές αρχειακές συλλογές.3 Αντίστοιχα, οι ελληνικές αδημοσίευτες πηγές προέρχονταν από το Αρχείο Ξένων και Μειονοτικών Σχολείων,4 τα Αρχεία της γενικής Διοίκησης Μακεδονίας,5 Δραγούμη6 και του ελληνικού Υπουργείου Εξωτερικών.7

Για τον εμπλουτισμό του αρχειακού υλικού των ετών 1900- 1945 χρησιμοποιήθηκε το δίτομο πόνημα των Adina Berciu-Drăghlisescu και Maria Petre (Berciu-Drăghlisescu & Petre, 2004, 2006) για τα ρουμανικά σχολεία και τις εκκλησίες του εξωτερικού, όπου οι δύο συγγραφείς αποδελτίωσαν και παρέθεσαν σημαντικό αριθμό αρχείων του Υπουργείου Εξωτερικών της Ρουμανίας. Επιπλέον, χρησιμοποιήθηκαν τα στατιστικά στοιχεία του ρουμανικού Υπουργείου Παιδείας, όπως τα δημοσίευσε ο M. V. Cordescu (Cordescu, 1906), τα οποία αφορούσαν τα ρουμανικά σχολεία, το διδακτικό προσωπικό και το μαθητικό δυναμικό της περιόδου 1866-1906. Στοιχεία για τα ρουμανικά σχολεία αντλήθηκαν, επίσης, από τις μονογραφίες των M. D. Peyfuss και A. Berciu-Drăghlisescu (Peyfuss, 1994· Berciu-Drăghlisescu, 1996).
Αντίστοιχα, Αρχεία του Υπουργείου Εξωτερικών της Ελλάδας έχουν δημοσιευθεί στις μελέτες της Ε. Νικολαΐδου, της Σ. Ηλιάδου-Τάχου και της Σ. Βούρη (Νικολαΐδου, 1978, 1984, 1995· Ηλιάδου-Τάχου, 2004· Βούρη, 1992). Οι συγκεκριμένες μελέτες καλύπτουν ιστορικά την περίοδο μέχρι τις αρχές του 20ού αιώνα. Ορισμένα στατιστικά στοιχεία για τα 10 από τα 24 ρουμανικά σχολεία της Ελλάδας μέχρι τον Ιούλιο του 1942 δημοσίευσε ο Αθ. Χρυσοχόου στο βιβλίο του για τη δράση της ιταλορουμανικής προπαγάνδας (Χρυσοχόου, 1951: 85-87), ενώ η Λ. Διβάνη παρέθεσε μια στατιστική του Υπουργείου Εξωτερικών για τα ρουμανικά σχολεία των αρχών της δεκαετίας του 1920 (Διβάνη, 1999: 104). Τέλος, χρησιμοποιήθηκε η κοινή εισήγηση των Σ. Ηλιάδου-Τάχου, Α. Ανδρέου και Α. Ταναμπάση για τα ρουμανικά σχολεία της ύστερης περιόδου λειτουργίας τους (Ηλιάδου, Ανδρέου & Ταναμπάση, 2011).
Στο πλαίσιο της έρευνας κρίθηκε σκόπιμη η διενέργεια συνεντεύξεων σε μαθητές των ρουμανικών εκπαιδευτηρίων της ύστερης περιόδου λειτουργίας τους, δεδομένου ότι αποτελούσαν μια σημαντική ιστορική πηγή, η οποία θα συμπλήρωνε τα γραπτά ιστορικά τεκμήρια και που εν τέλει προσέφερε ιστορικές λεπτομέρειες άγνωστες από την επίσημη ιστορία.
Ως μεθοδολογικά εργαλεία χρησιμοποιήθηκαν η ιστορική ερμηνευτική μέθοδος και η προφορική ιστορία. Ειδικότερα, σχετικά με το πρώτο μέρος της έρευνας, μετά τη διερεύνηση και επιλογή των αρχείων του Υπουργείου Δημόσιας Παιδείας και Θρησκευμάτων της Ρουμανίας, το υλικό αποδελτιώθηκε και μεταφράστηκε στα ελληνικά από την ίδια την ερευνήτρια. Ιδιαίτερα σημαντική θεωρήθηκε η κατηγοριοποίηση της λειτουργίας των ρουμανικών εκπαιδευτηρίων όσον αφορά τους φορείς εποπτείας και διοίκησης των ρουμανικών σχολείων, το προφίλ του διδακτικού προσωπικού, τη γεωγραφική κατανομή των σχολείων, καθώς και την ταξινόμησή τους με βάση το επίπεδο σπουδών. Άλλες κατηγορίες αφορούσαν το μαθητικό δυναμικό, το διοικητικό και βοηθητικό προσωπικό, τους φορείς χρηματοδότησης των σχολείων, τα αιτήματα των ρουμανικών κοινοτήτων, αλλά και τις συνθήκες λειτουργίας των εκπαιδευτηρίων.
Στο δεύτερο μέρος της έρευνας, όπως έχει ήδη επισημανθεί, ακολουθήθηκε η μέθοδος της προφορικής ιστορίας (oral history). Με εργαλείο την ημιδομημένη συνέντευξη, οι πληροφορητές είχαν τη δυνατότητα να μιλήσουν ελεύθερα σύμφωνα με τη δική τους λογική και όχι μέσω μιας αυστηρά καθορισμένης σειράς ερωτήσεων, όπου θα ελλόχευε ο κίνδυνος υπαγόρευσης των απαντήσεων (Θανοπούλου, 2000: 48). Το κριτήριο επιλογής των πληροφορητών αποτέλεσε η φοίτησή τους σε ρουμανικό σχολείο ή η συγγένειά τους με στελέχη της ρουμανικής εκπαίδευσης του εξωτερικού.
Ο σχεδιασμός της έρευνας βασίστηκε σε οκτώ κεντρικούς θεματικούς άξονες. Ο πρώτος άξονας αφορούσε την περιγραφή της δράσης του πληροφορητή στο σύστημα των ρουμανικών σχολείων. Ο δεύτερος αναφερόταν στην αποτύπωση της οργάνωσης, διοίκησης και λειτουργίας των εν λόγω σχολείων. Ο τρίτος επικεντρωνόταν στη διδασκαλία της ρουμανικής γλώσσας στα ρουμανικά σχολεία. Ο τέταρτος αφορούσε τη θέση που κατείχε η ελληνική γλώσσα στο πρόγραμμα σπουδών του ρουμανικού σχολείου. Ο πέμπτος απέδιδε τη σημασία της δεύτερης γλώσσας (γαλλικής, ιταλικής, γερμανικής) στα ρουμανικά εκπαιδευτήρια. Ο έκτος είχε ως αντικείμενό του την περιγραφή της σχέσης του ρουμανικού σχολείου με το ελληνικό κράτος, ενώ ο έβδομος την περιγραφή της σχέσης με το ρουμανικό κράτος.
Τέλος, ο όγδοος θεματικός άξονας του ερωτηματολογίου κάλυπτε τη λειτουργία των σχολείων κατά την κατοχική περίοδο.

Μαθητές του Ρουμάνικου Γυμνασίου ΙωαννίνωνΜαθητές του Ρουμάνικου Γυμνασίου Ιωαννίνων

Περιοδολόγηση της λειτουργίας των ρουμανικών σχολείων της νότιας Βαλκανικής

Κρίθηκε σκόπιμο να γίνει περιοδολόγηση της λειτουργίας των ρουμανικών σχολείων. Ως εκ τούτου, η πρώτη περίοδος ξεκινά από το 1900 και καταλήγει το 1912, η δεύτερη καλύπτει την περίοδο 1913-1940 και η τρίτη την ύστερη περίοδο λειτουργίας των σχολείων 1941-1945. Η έρευνα του αρχειακού υλικού αρχίζει από το 1900, χωρίς να υπάρχει κάποιο συγκεκριμένο κριτήριο επιλογής του συγκεκριμένου έτους. Συγχρόνως, η έρευνα σταματά στο 1945, διότι, παρά το γεγονός ότι τα ρουμανικά εκπαιδευτή- ρια έκλεισαν επίσημα στην Ελλάδα το Φεβρουάριο του 1946, εντούτοις υπολειτουργούσαν ήδη από το σχολικό έτος 1944-1945 και η συντριπτική πλειονότητα του προσωπικού τους είχε τεθεί σε διαθεσιμότητα.

1900-1912: Από τα σχολεία των «Μακεδονορουμανικών» συλλόγων στα σχολεία του millet. Η πρώτη περίοδος χωρίζεται σε δύο υποπεριόδους λόγω του θεσμικού πλαισίου λειτουργίας των σχολείων. Έτσι, μέχρι το 1905 τα ρουμανικά σχολεία λειτουργούσαν υπό τη θεσμική εκκλησιαστική κάλυψη της βουλγαρικής Εξαρχίας και ιδρύονταν από μέλη των «Μακεδονορουμανικών» συλλόγων, όπως το Lumina στην οθωμανική αυτοκρατορία και τον Unirea στη Βουλγαρία. Από το 1905, μετά την έκδοση του σουλτανικού ιραδέ, που αναγνώριζε βλαχική κοινότητα, τα σχολεία καθιερώθηκαν ως κοινοτικά. Καταρτίσθηκε άμεσα κοινοτικός κανονισμός για την ανάδειξη των εκπροσώπων της κοινότητας και των εποπτικών οργάνων των ρουμανικών σχολείων και εκκλησιών (Berciu-Drăghlisescu & Petre, 2004: 207-209).

1913-1940: Τα σχολεία της Συνθήκης του Βουκουρεστίου. Η δεύτερη περίοδος λειτουργίας των σχολείων ονομάσθηκε έτσι, καθώς με την υπογραφή της Συνθήκης του Βουκουρεστίου (10. 8.1913) το βλάχικο millet θεωρούνταν πλέον ρουμανική μειονότητα. Οι επιστολές Μαγιορέσκου - Βενιζέλου και Μαγιορέσκου - Τόντσεφ (της Βουλγαρίας) αποτέλεσαν τη νομική βάση για τη συγκεκριμένη συνθήκη (Berciu-Drăghlisescu & Petre, 2004: 18). Την ίδια περίοδο υπογράφηκαν και άλλες συνθήκες για την προστασία των μειονοτήτων, με τις οποίες δεσμεύτηκαν η Σερβία (Συνδιάσκεψη ειρήνης Παρισίων 1919 και Συνθήκη Αγίου Γερμανού 1919), η Αλβανία (Αλβανικό Σύνταγμα 1928), η Βουλγαρία (Συνθήκη Νεϊγύ 1919), η Ελλάδα (Συνθήκη Σεβρών 1920 και Λωζάνης 1924) (Σταυρινού, 1995: 315-334· Tanaşoca, 2011: 313-315· Τσιτσελίκης, 1996: 23-26).

1941-1945: Τα σχολεία του Β ́ Παγκοσμίου Πολέμου. Η τελευταία περίοδος λειτουργίας των ρουμανικών εκπαιδευτηρίων σχετίζεται κυρίως με τα ρουμανικά σχολεία της Ελλάδας, δεδομένου ότι τα ρουμανικά αρχεία τόσο του Υπουργείου Παιδείας όσο και του Υπουργείου Εξωτερικών επικεντρώνονταν στα ρουμανικά σχολεία της Ελλάδας, με ελάχιστες αναφορές στα ρουμανικά σχολεία της Αλβανίας και της Βουλγαρίας. Η διακοπή λειτουργίας των σχολείων αυτών υπήρξε σχεδόν ταυτόχρονη. Στη Βουλγαρία τα ρουμανικά σχολεία έκλεισαν το Μάιο του 1945, στην Αλβανία το 1946 και στην Ελλάδα το Φεβρουάριο του 1946.

Εποπτεία και διοίκηση των ρουμανικών σχολείων

Κατά την πρώτη περίοδο (1900-1912), διακρίνονται δύο υποπερίοδοι όσον αφορά στην εποπτεία και τη διοίκηση των σχολείων. Η πρώτη από το 1900 έως το 1906 και η δεύτερη από το 1906 μέχρι το 1912. Μέχρι το 1906 τα ρουμανικά σχολεία της Βαλκανικής λειτουργούσαν υπό την ανώτατη εποπτεία του ρουμανικού Υπουργείου Παιδείας, ενώ ανώτερο εποπτικό ρόλο είχαν τα ρουμανικά Προξενεία και η Πρεσβεία Κωνσταντινούπολης. Μετά την εποχή παντοδυναμίας του Απόστολου Μαργαρίτη και με σκοπό τη διενέργεια μόνιμου ελέγχου των σχολείων, το Ρουμανικό Υπουργείο Παιδείας όρισε το 1902 το G. C. Ionescu ως γενικό Διοικητή και το Lazar Duma ως γενικό Επιθεωρητή των ρουμανικών σχολείων της οθωμανικής αυτοκρατορίας. Ο γενικός Διοικητής επόπτευε τους σχολικούς Επιθεωρητές, ενώ στη γενικότερη εποπτεία των εκπαιδευτηρίων συνεπικουρούσαν οι σχολικές Εφορείες και οι Διευθυντές. Από το 1906 μέχρι το 1919 την ανώτατη εποπτεία των ρου- μανικών σχολείων της νότιας Βαλκανικής ανέλαβε το ρουμανικό Υπουργείο Εξωτερικών με ανώτερους επόπτες τις προξενικές αρχές. Είναι ενδεικτικό ότι ακόμα και η αλληλογραφία των ανώτερων διοικητικών οργάνων της ρουμανικής εκπαίδευσης ελεγχόταν πρώτα από το Προξενείο και στη συνέχεια προωθούνταν με καθυστέρηση στο Υπουργείο, γεγονός που διαπιστώνεται από τις σφραγίδες των εγγράφων. Το 1906 με τον «Κανονισμό για τη διαχείριση των σχολικών και εκκλησιαστικών υποθέσεων της Τουρκίας» καταργείται ο θεσμός της γενικής Διοίκησης και ο γενικός Επιθεωρητής αποκτά διευρυμένες αρμοδιότητες μέχρι το 1910 (Berciu-Drăghlisescu, 1996: 90- 93). Ορίζεται, μάλιστα, γενικός Επιθεωρητής ο n. Tacit, ένας πρώην υπότροφος των ρουμανικών σχολείων του εξωτερικού.8 Το 1910 στο πλαίσιο της πολιτικής εκτουρκισμού, που υιοθέτησαν οι Νεότουρκοι και λόγω του ότι από το 1908 είχε επιβληθεί από το καθεστώς οικονομικός και διοικητικός έλεγχος όλων των κοινοτικών σχολείων, καταργήθηκε ο θεσμός της γενικής Επιθεώρησης και οι Σχολικές Εφορείες είχαν – με βάση ένα νέο Κανονισμό – ενισχυμένες αρμοδιότητες (Berciu-Drăghlisescu & Petre, 2004: 233, 234). Επρόκειτο στην ουσία για λύση ανάγκης. Οι σχολικοί Επιθεωρητές και οι Διευθυντές συνεπικουρούσαν στην εποπτεία και διοίκηση των ρουμανικών σχολείων. Τη δεύτερη περίοδο (1913-1940), διαπιστώνονται συνεχείς αλλαγές ως προς την εποπτεία των σχολείων. Μέχρι το 1919, όπως προαναφέρθηκε, ανώτατη εποπτική αρχή ήταν το Υπουργείο Εξωτερικών και στη συνέχεια, ανέλαβε και πάλι το Υπουργείο Παιδείας. Ήδη από το 1911 στο Υπουργείο εξωτερικών είχε αποφασισθεί η συγκρότηση μιας Μόνιμης Επιτροπής, υπεύθυνης για τα εκπαιδευτικά και εκκλησιαστικά ζητήματα της Βαλκανικής. Η Επιτροπή απαρτιζόταν από ακαδημαϊκούς και στελέχη του Υπουργείου Παιδείας και συνέτασσε γνωμοδοτικές εκθέσεις. Σκοπός ήταν να μην αντικαθίστανται τα μέλη της Επιτροπής με την εναλλαγή κυβερνήσεων. Στο Υπουργείο Παιδείας, που ανέλαβε εκ νέου την εποπτεία το 1919, έδρευε μία ανάλογη υπηρεσία, η υπηρεσία ρουμανικών Σχολείων και Εκκλησιών του Εξωτερικού ή της Βαλκανικής. Η συγκεκριμένη Υπηρεσία συνέτασσε εκθέσεις, ενώ ο Διευθυντής της διατελούσε, ταυτόχρονα, μέλος της Μόνιμης Επιτροπής του Υπουργείου Εξωτερικών. Το ίδιο διάστημα, μετά τα Προξενεία και τις Πρεσβείες, εποπτικό ρόλο είχαν αναλάβει σε κάθε κράτος Διοικητές και Επιθεωρητές των σχολείων, λόγω της διασποράς των ρουμανικών σχολείων σε τέσσερα κράτη. Κατά συνέπεια, καταγράφονται Διοικητές στη Σερβία, την Αλβανία και την Ελλάδα. Όχι όμως στη Βουλγαρία. Το ίδιο ίσχυε και για τους Επιθεωρητές (Κορυτσάς, Θεσσαλονίκης και Μοναστηρίου). Σημαντικός παρέμενε ο ρόλος των Διευθυντών, οι οποίοι υποχρεούνταν να συντάσσουν τις αναφορές τους κάθε μήνα. Και στην πρώτη και στη δεύτερη περίοδο άτυπο εποπτικό ρόλο είχε αναλάβει η Εταιρεία του «Μακεδονορουμανικού» Πολιτισμού, τα μέλη της οποίας στο διάστημα Φεβρουαρίου - Απριλίου 1913 είχαν πραγματοποιήσει ευρωπαϊκή περιοδεία, με σκοπό την προώθηση της ιδέας τους περί ενός αυτόνομου μακεδονικού κράτους. Από την πλευρά των βαλκανικών κρατών, ασκήθηκε εντονότερος έλεγχος στη λειτουργία των ρουμανικών σχολείων, πρώτα στη Βουλγαρία και αργότερα, στην Αλβανία και την Ελλάδα. Στη Βουλγαρία από το 1912 θεσμοθετήθηκαν τα Σχολικά Συμβούλια με μέλη εκπροσώπους του βουλγαρικού κράτους, τα οποία θα επόπτευαν το εκπαιδευτικό έργο και θα ασκούσαν αυστηρό οικονομικό και διοικητικό έλεγχο. Το βουλγαρικό νομικό πλαίσιο ήταν τόσο σαφές, ώστε καθοριζόταν το ύψος της μισθοδοσίας των εκπαιδευτικών.9 Στην Αλβανία από το 1926 περιορίσθηκε η διδασκαλία της ρουμανικής γλώσσας σε 3 διδακτικές ώρες την εβδομάδα, ενώ το 1933 κρατικοποιήθηκαν τα ιδιωτικά ρουμανικά σχολεία, όπως και τα υπόλοιπα ξένα σχολεία της χώρας.10 Το 1935 τα εκπαιδευτήρια επαναλειτούργησαν με γλώσσα διδασκαλίας τη ρουμανική (Berciu-Drăghlisescu & Petre, 2006: 313, 314, 322). Στην Ελλάδα από το 1929 παρατηρείται μια συντηρητική στροφή της ελληνικής κυβέρνησης, όταν δεν χορηγείται η άδεια ίδρυσης Διδασκαλείου κοντά στην Εμπορική Σχολή Θεσσαλονίκης. Το 1930 απαγορεύτηκε η πρόσληψη αλβανών, γιουγκοσλάβων και βουλγάρων υπηκόων στα ρουμανικά σχολεία και δόθηκε η εντολή μείωσης των ρουμάνων εκπαιδευτικών (Κολλάρος, 2015: 349). Το 1936 η εποπτεία των σχολείων από το ελληνικό κράτος ενισχύθηκε με την ίδρυση της Επιθεώρησης των Ξένων και Μειονοτικών σχολείων από το μεταξικό καθεστώς.11 Στην τρίτη περίοδο (1941-1945) με βάση τα αρχεία που συγκεντρώθηκαν και που επικεντρώνονταν αποκλειστικά στη λειτουργία των ρουμανικών σχολείων της Ελλάδας, διαπιστώθηκε η ύπαρξη μιας νέας υπηρεσίας στο ρουμανικό Υπουργείο Παιδείας. Πρόκειται για την Υπηρεσία Μακεδονίας, όπου υπέβαλε τις αναφορές του ο γενικός Διοικητής, ενώ ο γενικός Επιθεωρητής τις προωθούσε στην Υπηρεσία Πολιτισμού των Ρουμάνων του εξωτερικού, την πρώην Υπηρεσία Ρουμανικών Σχολείων και Εκκλησιών. Εκτός από τις προξενικές αρχές, που εξακολουθούσαν να είναι τα ανώτερα εποπτικά όργανα της ρουμανικής εκπαίδευσης του εξωτερικού, μέχρι την 1η Απριλίου 1944 λειτουργούσε ο θεσμός της γενικής Διοίκησης. Μετά τις κατηγορίες που προσήψαν στο γενικό Διοικητή Papagheorghe για υπεξαίρεση των σχολικών επιχορηγήσεων (Berciu-Drăghlisescu & Petre, 2006: 599, 600) και ακολούθως, τον υποβιβασμό του σε απλό καθηγητή του Εμπορικού Λυκείου, η γενική Διοίκηση διαιρέθηκε σε δύο τμήματα: α) τη Διοίκηση Ρουμανικών Σχολείων και β) τη Διοίκηση Ρουμανικών Εκκλησιών.12 Διοικητής ανέλαβε ο γενικός Επιθεωρητής, Blidariu, ο οποίος με βάση ρουμανικό έγγραφο του 1948 κατηγορήθηκε επίσης για υπεξαίρεση. Ωστόσο, σύμφωνα με την εμπιστευτική έκθεση του Επιθεωρητή Αθ. Παπαευγενίου προς το ΓΕΣ στις 28.1.1948, «η προπαγάνδα εστράφη κατ’ αυτού, διότι ούτος, ως επληροφορήθημεν, επρόκειτο να εισηγηθή, ίσως και εισηγήθη, την απόλυση 19 Δημοδιδασκάλων, διότι επέδειξαν ανθελληνική στάση. Και ακόμη, ως έχομεν διαπιστώσει κατά σχετικάς μετ’ αυτού συζητήσεις, ούτος έκλινε προς την ειλικρινήν μετά της Ελλάδος συνεννόησιν».13

Το διδακτικό προσωπικό των ρουμανικών σχολείων

Οι πρώτοι διδάσκοντες των ρουμανικών εκπαιδευτηρίων αποφοίτησαν από το σχολείο των Αγίων Αποστόλων Βουκουρεστίου (1865-1867), Λύκειο Αγίου Σάββα και Mathei Basarab (Cordescu, 1906: 15, 17). Σύμφωνα με τον Κανονισμό του 1869, τα διπλώματά τους έπρεπε να εγκριθούν από τις οθωμανικές αρχές (Μπέτσας, 2005: 75· Cordescu, 1906: 19) και, για όσους εργάζονταν στη Βουλγαρία, από τις βουλγαρικές αρχές.

Το 1899 αναστάτωση προκάλεσε στο ρουμανικό Υπουργείο Παιδείας η απόφαση της Υψηλής Πύλης να απαγορεύσει την πρόσληψη ξένων υπηκόων στα σχολεία (Ηλιάδου-Τάχου, 2004: 199). Ωστόσο, το 1903 παραχωρήθηκε το δικαίωμα ίδρυσης σχολείων με ρουμάνους δασκάλους (Νικολαΐδου, 1978: 179). Μια ακόμη δυσκολία στη στελέχωση των σχολείων με διδακτικό προσωπικό ήταν όταν το 1910 οι Νεότουρκοι απαγόρευσαν την πρόσληψη μη οθωμανών υπηκόων (Μπέτσας, 2005: 105, 106). Ανάλογοι περιορισμοί δεν καταγράφηκαν στη Βουλγαρία αυτήν την περίοδο. Το 1903 συγκροτήθηκε ο Σύλλογος Διδακτικού Προσωπικού & Κλήρου με έδρα το Μοναστήρι. Σύμφωνα με το Καταστατικό του Συλλόγου,14 σκοπός ίδρυσής του ήταν η διαφώτιση των Βλάχων της οθωμανικής αυτοκρατορίας και η αφύπνιση των εθνικών και θρησκευτικών τους συναισθημάτων. Ως μέσο επίτευξης θεωρήθηκε η έκδοση του περιοδικού Lumina, του οποίου το κόστος έκδοσης ήταν υπέρογκο. Ο συγκεκριμένος Σύλλογος διοργάνωνε, επίσης, συνέδρια. Το Πρώτο Συνέδριό τους μετά την επικράτηση του Κινήματος των Νεότουρκων ήταν στις 2-11 Σεπτεμβρίου 1909, όπου συμμετείχαν 159 εκπαιδευτικοί.15 Κατά τη διάρκεια του συνεδρίου, οι εκπαιδευτικοί στηλίτευσαν τις αδυναμίες του εκπαιδευτικού συστήματος του εξωτερικού και συγκεκριμένα, το γεγονός ότι δεν υπήρχαν ρουμανικά σχολεία σε πολλά χωριά, ενώ εξέφραζαν τα παράπονά τους για το χαμηλό επίπεδο των μισθών τους (Caragiani, 1999: 159; Berciu-Drăghlisescu, 2003: 173). Το 1910 διεκόπη η λειτουργία του Συλλόγου. Κατά τη δεύτερη περίοδο λειτουργίας των ρουμανικών σχολείων, παρατηρείται μια διασπορά των διδασκόντων των ρουμανικών σχολείων λόγω της παρατεταμένης εμπόλεμης περιόδου. Άλλοι επέστρεψαν στη Ρουμανία και άλλοι μετέβησαν σε σχολεία της Δοβρουτσάς. Με βάση τις μισθοδοτικές καταστάσεις του 1922-1923, γνωρίζουμε ότι ορισμένοι εκπαιδευτικοί της Περιφέρειας Μοναστηρίου αμείβονταν κανονικά, παρά το γεγονός ότι τα ρουμανικά σχολεία της Σερβίας είχαν κλείσει οριστικά. Όσον αφορά στο επίπεδο κατάρτισης των διδασκόντων της δεύτερης περιόδου, αυτό ήταν σαφώς υψηλότερο, ενώ καταγράφονται περισσότερες ειδικότητες πρακτικού προσανατολισμού. Στη Βουλγαρία, οι διδάσκοντες των ρουμανικών σχολείων Βουλγαρίας υπακούοντας στη σχετική βουλγαρική νομοθεσία, υποχρεώθηκαν να συγκροτήσουν σχολικές επιτροπές παρέχοντας πλήρη ενημέρωση στα σχολικά συμβούλια του βουλγαρικού κράτους. Συγχρόνως, αντικείμενο των αναφορών των δασκάλων της δεύτερης περιόδου αποτελούσε κυρίως η ανάσχεση του τέλματος της ρουμανικής εκπαίδευσης με σχετικές δικές τους προ- τάσεις. Συνδικαλιστική τους δράση σημειώθηκε το 1915,16 όταν κινητοποιήθηκαν στη Θεσσαλονίκη, με σκοπό την αύξηση του μισθού τους από 60 σε 80 lei, αύξηση που εξασφάλισαν αλλά δεν εφαρμόστηκε λόγω του Α ́ Παγκοσμίου Πολέμου (Ταναμπάση, 2013: 125-134). Ενδεικτική του προνομιακού καθεστώτος των εκπαιδευτικών της Βαλκανικής σε σχέση με τους συναδέλφους τους στη Ρουμανία, ήταν η απόφαση του ρουμανικού Υπουργείου Παιδείας το 1930 για μονιμοποίηση των εκπαιδευτικών των ρουμανικών σχολείων του εξωτερικού με επταετή προϋπηρεσία και χωρίς εξετάσεις ικανότητας.17 Το ζήτημα της μονιμοποίησης των συγκεκριμένων εκπαιδευτικών έθεσε δέκα χρόνια αργότερα, στις 22 Νοεμβρίου 1940, ο Πρόξενος Ιωαννίνων, V. Ştirbu. Υπέβαλε, συγκεκριμένα, την πρότασή του για τη μονιμοποίηση των προσωρινών δασκάλων και το διπλασιασμό του αριθμού τους (Berciu-Drăghlisescu & Petre, 2004: σ. 554-557). Περιορισμούς στην πρόσληψη διδασκόντων στα ρουμανικά σχολεία της Αλβανίας επέφερε η απόφαση της αλβανικής κυβέρνησης το 1927 σχετικά με την υποχρεωτική πρόσληψη αλβανών υπηκόων στα ξένα σχολεία. Αντίστοιχα, από το Φεβρουάριο του 1930, η κυβέρνηση Ελ. Βενιζέλου απαγόρευσε την πρόσληψη εκπαιδευτικών αλβανικής, γιουγκοσλαβικής και βουλγαρικής υπηκοότητας (Berciu-Drăghlisescu & Petre, 2006: 162, 229). Στην τρίτη περίοδο δεν τέθηκαν περιορισμοί πρόσληψης ξένων υπηκόων στην Ελλάδα. Συγκροτήθηκαν Επιτροπές Επαλήθευσης και Ελέγχου στα ρουμανικά γυμνάσια-Λύκεια, όπου, πέρα από τον οικονομικό έλεγχο των σχολικών επιχορηγήσεων, υπολόγιζαν την ισοτιμία leu-δραχμής. Ταυτόχρονα, οι αναφορές των δασκάλων αποτυπώνουν το κλίμα ρευστότητας και την ακρίβεια της εποχής. Έτσι, τον Ιανουάριο του 1944 καταγράφεται η πρώτη και τελευταία απεργία διδασκόντων.18

Τα ρουμανικά σχολεία

Κατά την πρώτη περίοδο, τα ρουμανικά σχολεία της οθωμανικής αυτοκρατορίας κατανέμονταν σε σχολικές περιφέρειες, ο αριθμός των οποίων διέφερε. Το 1900 ήταν 4, το 1906 καταγράφονται 5 σχολικές περιφέρειες, ενώ το 1910 7 σχολικές περιφέρειες. Παράλληλα, από το 1905 επαναλειτούργησαν τα ρουμανικά σχολεία θηλέων και αρρένων Κωνσταντινούπολης και το ίδιο έτος (1905) ιδρύθηκε και λειτούργησε το ρουμανικό Πανεπιστημιακό Οικοτροφείο Κωνσταντινούπολης. Από την άλλη πλευρά, τα ρουμανικά σχολεία Βουλγαρίας δεν κατανέμονταν σε περιφέρειες. Όσον αφορά στα αριθμητικά δεδομένα των σχολείων της πρώτης περιόδου, αξίζει να σημειωθεί ότι αυτά διέφεραν ακόμη και μεταξύ των ιθυνόντων της ρουμανικής εκπαίδευσης, γεγονός που δεν οδηγεί στη συναγωγή ασφαλών συμπερασμάτων. Το Αναλυτικό Πρόγραμμα ήταν ίδιο με των σχολείων της αντίστοιχης βαθμίδας στη Ρουμανία, με τη διαφορά ότι στην οθωμανική αυτοκρατορία διδασκόταν η τουρκική και στη Βουλγαρία η βουλγαρική γλώσσα. Ξεχωριστή σημασία είχε η διοργάνωση σχολικών εορτών και η διεξαγωγή εξετάσεων. Κατά τη δεύτερη περίοδο, ο αριθμός των σχολικών περιφερειών παρουσιάζει και πάλι διακυμάνσεις. Το 1919 καταγράφονται 8 σχολικές περιφέρειες. Μετά το 1922-1923, η σχολική περιφέρεια Μοναστηρίου έπαψε να υφίσταται, ενώ τα σχολεία Αλβανίας καταγράφονταν πολλές φορές ως μία περιφέρεια (Αλβανίας). Λόγω της οριστικής διακοπής λειτουργίας των ρουμανικών σχολείων της Σερβίας, καταγράφηκε ραγδαία μείωση του συνολικού αριθμού των σχολείων. Το 1924 αποφασίσθηκε η ίδρυση του ρουμανικού γυμνασίου Σόφιας19 και του γυμνασίου Γρεβενών, ενώ το 1935 με απόφαση του Υπουργείου Παιδείας της Ρουμανίας,20 διαχωρίστηκε το Μεικτό γυμνάσιο Θεσσαλονίκης με τον Εμπορικό Κύκλο σπουδών σε: α) Εμπορική σχολή Αρρένων και β) Επαγγελματική Σχολή Θηλέων. Σε γενικές γραμμές, τα ρουμανικά αρχεία αποτυπώνουν ένα ξεκάθαρα πρακτικό προσανατολισμό της ρουμανικής εκπαίδευσης. Κατά την τρίτη υπό εξέταση περίοδο, καταγράφεται μια διαρκής μείωση του συνολικού αριθμού των λειτουργούντων σχολείων τόσο στην Ελλάδα όσο και στην Αλβανία, όπου το 1941 - 1942 λειτουργούσαν 3 σχολεία (2 στην Κορυτσά, 1 στη Σίπσκα). Με εξαίρεση τα ρουμανικά Δημοτικά σχολεία της Βέροιας, Ντόλιανης (Κουμαριά), Θεσσαλονίκης, Βοδενών (Έδεσσα), Γρεβενών και Μπελκαμένη (Δροσοπηγή), τα υπόλοιπα σχολεία δε λειτούργησαν κατά το σχολικό έτος 1945-1946. Από το σχολικό έτος 1944-1945 δεν λειτούργησε κανένα γυμνάσιο ή Λύκειο.

Το μαθητικό δυναμικό των ρουμανικών σχολείων

Ο αριθμός των φοιτούντων στα ρουμανικά εκπαιδευτήρια κατά την πρώτη περίοδο επηρεάστηκε αρνητικά την περίοδο της ένοπλης φάσης του Μακεδονικού Αγώνα. Το 1908 ο γενικός Επιθεωρητής Ν. Tacit αναφέρεται σε συρρίκνωση του μαθητικού δυναμικού το διάστημα 1903-1908 αποδίδοντάς την στη δράση των ελληνικών ανταρτικών σωμάτων εναντίον των «ρουμανιζόντων» (Ionuţ, 2009: 217). Παράλληλα, το 1908 καταγράφηκε η ίδρυση του πρώτου μαθητικού συλλόγου στη Σόφια Βουλγαρίας.21 Τη δεύτερη περίοδο παρατηρείται μια κινητικότητα του μαθητικού δυναμικού από τη Σερβία/Γιουγκοσλαβία και την Αλβανία προς την Ελλάδα. Ένα από τα παράδοξα της στάσης του ελληνικού κράτους είναι πως, μολονότι το καθεστώς λειτουργίας των ρουμανικών σχολείων είναι εν πολλοίς προνομιακό, τα πτυχία των ρουμανικών εκπαιδευτηρίων της Ελλάδας δεν αναγνωρίζονταν από το ελληνικό κράτος, με αποτέλεσμα οι μαθητές να αδυνατούν να τα χρησιμοποιήσουν και να υποχρεώνονται να μεταναστεύσουν στη Ρουμανία για την εξέλιξη των σπουδών τους. Αυτό επιστέγασε την αποτυχία της ρουμανικής πολιτικής,22 σύμφωνα με το Ρουμάνο Πρόξενο στη Θεσσαλονίκη, G. Trifu. Την τρίτη περίοδο, τα χρόνια της Κατοχής, ο αριθμός των μαθητών αυξήθηκε λόγω των παροχών σίτισης. Έτσι, για παράδειγμα, στην Εμπορική Σχολή Θεσσαλονίκης λειτούργησε Τμήμα Ένταξης για τους μαθητές, οι οποίοι είχαν μετεγγραφεί από τα ελληνικά σχολεία. Όσον αφορά στα ελληνικά αρχεία, η Επιθεώρηση των Ξένων και Μειονοτικών Σχολείων διέθετε ατελή στατιστικά στοιχεία του αριθμού των μαθητών, καθώς δεν είχε τη δυνατότητα πρόσβασης στα αρχεία των ρουμανικών σχολείων.23

Και στις τρεις υπό εξέταση περιόδους, στα ρουμανικά σχολεία της Βέροιας καταγράφεται ο μεγαλύτερος αριθμός μαθητών και μαθητριών. Το γεγονός ότι η Βέροια παρουσιάζει το μεγαλύτερο μαθητικό πληθυσμό, αποδίδεται στη μεγάλη επιρροή που ασκούσε η οικογένεια Χατζηγώγου, γεγονός που φάνηκε και στις μεγάλες μεταναστευτικές ροές Βλάχων προς τη Νότια Δοβρουτσά τη δεκαετία του 1920.

Οι ρουμανικές σχολικές επιχορηγήσεις

Δικαιούχοι των ποσών των σχολικών επιχορηγήσεων σε όλες τις υπό εξέταση περιόδους υπήρξαν οι Πρόξενοι. Στη συνέχεια, γινόταν κατανομή των ποσών στα σχολεία. Στη Βουλγαρία, λόγω του οικονομικού ελέγχου ήδη από το 1912, τα σχολεία φαίνεται ότι χρηματοδοτούνται από τη ρουμανική κοινότητα. Ωστόσο, στις αναφορές αποδεικνύεται ξεκάθαρα η χρηματοδότησή τους από το ρουμανικό κράτος. Στην Αλβανία ίσχυε το ίδιο καθεστώς. Στην Ελλάδα κατά την τρίτη περίοδο - λόγω της κατάργησης του ρουμανικού Προξενείου Θεσσαλονίκης - παρουσιάζονται δικαιούχοι των σχολικών επιχορηγήσεων ο γενικός Διοικητής και ο γενικός Επιθεωρητής στη Θεσσαλονίκη. Μετά τη διάλυση της οθωμανικής αυτοκρατορίας, η Διεύθυνση Λογιστικής του Υπουργείου ασχολήθηκε με την ισοτιμία του ρουμανικού leu με τα αντίστοιχα εθνικά νομίσματα. Σε περιόδους κρίσης, όπως ήταν μετά τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο ή κατά τη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου προβλεπόταν από τη ρουμανική κυβέρνηση η καταβολή επιδομάτων. Έτσι, στα τέλη 1918 αποφασίστηκε για πρώτη φορά η καταβολή του επιδόματος ακρίβειας. Το 1942 προβλέφθηκε επίδομα τέκνων, με σκοπό τη διανομή της επισιτιστικής βοήθειας. Το 1943 χορηγήθηκε με αναδρομική ισχύ επίδομα ευφήμου μνείας και δράσης για τη στάση των εκπαιδευτικών και ιερέων της Ρουμανίας την περίοδο των εκτοπισμών από το Μεταξικό καθεστώς. Παράλληλα, στην περίοδο της Κατοχής ένα μέρος της μισθοδοσίας του διοικητικού, διδακτικού και βοηθητικού προσωπικού των ρουμανικών σχολείων της Ελλάδας καταβαλλόταν σε ελβετικά φράγκα λόγω της μείωσης της αγοραστικής δύναμης της δραχμής. Επίσης, στην περίοδο του Β' Παγκοσμίου Πολέμου η ρουμανική κυβέρνηση αποφάσισε την πρόσθετη ενίσχυση των ρουμανικών κοινοτήτων των Βαλκανίων, με τη μορφή επισιτιστικής βοήθειας (Berciu-Drăghlisescu, 2004: 603). Το μεγαλύτερο ποσοστό αυτής της βοήθειας το έλαβαν οι «ρουμανίζοντες» της Ελλάδας.

Συνθήκες λειτουργίας των σχολείων

Στα χρόνια της ένοπλης φάσης του Μακεδονικού Αγώνα, καταγράφονται στα ρουμανικά αρχεία διώξεις και δολοφονίες διδασκόντων από τα ελληνικά ανταρτικά σώματα. Την περίοδο του Μεσοπολέμου, στη Βουλγαρία διαπιστώνονται συλλήψεις εκπαιδευτικών και μαθητών με την κατηγορία του μπολσεβικισμού. Στην Ελλάδα συλλήψεις έγιναν την περίοδο του Μεταξά με την κατηγορία της χρήσης της βλάχικης γλώσσας, ενώ το Νοέμβριο του 1940 δόθηκε εντολή για τους εκτοπισμούς των ρουμανιζόντων Βλάχων στην αρχή, στο στρατόπεδο της Κορίνθου και αργότερα, στη Χίο, τη Λέσβο και την Κρήτη. Η κατηγορία, που τους απαγγέλθηκε τότε, αφορούσε αντεθνική και συνωμοτική δράση.

Οι προφορικές μαρτυρίες

Η έρευνα για τη συγκέντρωση των προφορικών αφηγήσεων με τη μέθοδο της συνέντευξης πραγματοποιήθηκε στους νομούς Ημαθίας, Πέλλας και Θεσσαλονίκης. Άρχισε τον Ιούλιο του 2011 και ολοκληρώθηκε τον Ιανουάριο του 2015. Συνολικά ελήφθησαν είκοσι μία (21) συνεντεύξεις. Χρησιμοποιήθηκε δείγμα όχι αντιπροσωπευτικά τυχαίο, με τη στενή στατιστική του έννοια, αλλά δείγμα που αποτελείτο αποκλειστικά από άτομα που σχετίζονταν με το θέμα της έρευνας. Ειδικότερα, οι πληροφορητές ήταν παλαιοί μαθητές ή μαθήτριες των ρουμανικών εκπαιδευτηρίων. Λόγω της μεγάλης χρονικής απόστασης, θεωρήθηκε σχεδόν αδύνατο να βρεθούν πληροφορητές, που διετέλεσαν εκπαιδευτικοί στα ρουμανικά σχολεία, με αποτέλεσμα να τεθεί ως στόχος να εντοπισθούν συγγενείς εκπαιδευτικών ρουμανικών σχολείων. Ενδεικτικά, θα αναφερθούν δύο ερωτήσεις προς τους πληροφορητές. Στην ερώτηση για το σκοπό ύπαρξης ρουμανικών σχολείων στην Ελλάδα, ορισμένοι πληροφορητές επικεντρώθηκαν στο κοινωνικό αγαθό της μόρφωσης, άλλοι συνέδεσαν το σκοπό με τη ρουμανική προπαγάνδα ή ακόμα και με την εξατομικευμένη διδασκαλία που τους είχε παρασχεθεί, ενώ κάποιοι αναφέρθηκαν στην ύπαρξη ελληνο-ρουμανικών συμφωνιών. Σύμφωνα με την πληροφορήτρια ΜΚ, «Στη Ρουμανία είναι πάρα πολλοί Έλληνες και έχουνε 300 σχολεία. Εμείς εδώ είχαμε 60. Είχε γίνει μια μορφωτική ανταλλαγή». Όσον αφορά στη σημασία της εμπειρίας φοίτησης σε ρουμανικό εκπαιδευτήριο, η πλειονότητα των πληροφορητών τη χαρακτήρισε θετική. Αρκετοί τόνισαν τις παροχές δωρεάν εκπαίδευσης, σίτισης, ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης και ελεύθερης μετακίνησης την περίοδο της Κατοχής μέσω του δελτίου ρουμανικής ταυτότητας. Σύμφωνα με τον πληροφορητή ΔΤ, «υπήρχε και το ελληνικό σχολείο, αλλά επειδή δίνανε στο ρουμάνικο πολύ φαγητό, πηγαίνανε περισσότερα παιδιά εκεί πέρα».

Διαπιστώσεις αρχειακής έρευνας, προφορικών μαρτυριών

Σύμφωνα με τα ρουμανικά αρχεία, η αποτυχία της ρουμανικής εκπαίδευσης του εξωτερικού αποδίδεται: α) στο αβέβαιο νομικό καθεστώς των εθνικών κρατών λόγω της μη τήρησης των διεθνών Συνθηκών, β) στις απόπειρες «απεθνικοποίησης» των Βλάχων από τις βαλκανικές κυβερνήσεις και γ) στη διακοπή της αδιάσπαστης συνέχειας των εκπαιδευτηρίων, όπως κατά την πρώτη περίοδο.24 Σύμφωνα με τα ελληνικά αρχεία, το καθεστώς λειτουργίας των σχολείων υπήρξε προνομιακό και αντέβαινε το πνεύμα των Συνθηκών. «Παρά το πνεύμα των Συνθηκών περί μειονοτήτων επετράπη να λάβωσι ταύτα προνομιούχον θέσιν μεταξύ των μειονοτικών σχολείων, θέσιν ασυδοσίας».25 Ο Επιθεωρητής Ξένων και Μειονοτικών σχολείων θεωρούσε, μάλιστα, λανθασμένη την απαγόρευση λειτουργίας των σχολείων λόγω του αναπόφευκτου κλεισίματός τους. «Ημείς είχομεν αντίθετον γνώμην δια το κλείσιμον των ρουμανικών σχολείων, διότι ταύτα εφυλλορρόουν σταθερώς και με μίαν εντατικήν και συστηματικήν εκ μέρους ημών προσπάθειαν, ταύτα θα έκλειον». Το σύστημα εποπτείας και διοίκησης των ρουμανικών σχολείων του εξωτερικού παρέμεινε και στις τρεις περιόδους συγκεντρωτικό. Την πρώτη περίοδο μέχρι το 1905 θεσμική εκκλησιαστική κάλυψη παρείχε η βουλγαρική Εξαρχία. Από το 1905 η αναγνώριση του βλάχικου millet διαμόρφωσε το αναγκαίο θεσμικό πλαίσιο χαρακτηρίζοντας τα σχολεία ως κοινοτικά. Τη δεύτερη περίοδο, μετά την υπογραφή της Συνθήκης του Βουκουρεστίου τα ρουμανικά σχολεία της νότιας Βαλκανικής αναγνωρίσθηκαν ως μειονοτικά. Την τρίτη περίοδο το θεσμικό πλαίσιο λειτουργίας των ρουμανικών σχολείων, όπως είχε καθιερωθεί από τα βαλκανικά κράτη όπου έδρευαν τα σχολεία, έπαψε να ισχύει λόγω της συνεργασίας με τις αρχές Κατοχής.

Τα ρουμανικά σχολεία της δεύτερης περιόδου επηρεάστηκαν από το ιστορικό συγκείμενο των πολέμων (Βαλκανικοί πόλεμοι, Α' Παγκόσμιος, Ελληνοϊταλικός Πόλεμος), καθώς και από το διπλωματικό παρασκήνιο, που καθόριζε τις σχέσεις των βαλκανικών κρατών. Ειδικότερα, στη Σερβία το κλείσιμο των ρουμανικών σχολείων λειτούργησε ως αντίποινο στη μη παροχή βοήθειας από τη Ρουμανία προς τη Σερβία το 1915 (Neagu, 2014: 7), όταν η Βουλγαρία επιτέθηκε στη Σερβία. Αντίθετα, για τη Βουλγαρία και την Ελλάδα η ύπαρξη βουλγαρικής και ελληνικής μειονότητας στη Ρουμανία ήταν καθοριστικός παράγοντας για τη διατήρηση των ρουμανικών σχολείων και την τήρηση των διεθνών συνθηκών για την προστασία των μειονοτήτων. Η στάση της αλβανικής κυβέρνησης άρχισε να μεταβάλλεται από το 1926 με την επιβολή περιορισμών στη λειτουργία των ρουμανικών σχολείων, ενώ η συντηρητική στροφή της ελληνικής κυβέρνησης Βενιζέλου διαπιστώνεται από το 1929 και κορυφώθηκε την περίοδο της μεταξικής δικτατορίας. Από την άλλη πλευρά, αξίζει να επισημανθεί ότι την τρίτη περίοδο και μέχρι το 1943 η Ιταλία και η Ρουμανία ανταγωνίζονταν διεκδικώντας την προστασία των «ρουμανιζόντων» Βλάχων. Με βάση τις συνεντεύξεις διαπιστώνεται ότι δεν διαμορφώθηκε ρουμανική εθνική συνείδηση στη συντριπτική πλειονότητα των πρώην μαθητών - νυν πληροφορητών. Ένας από τους εικοσιένα πληροφορητές προσδιορίσθηκε ως Ρουμάνος και οι υπόλοιποι ως βλαχόφωνοι Έλληνες. Το ενοχικό σύνδρομο παρέμεινε ισχυρό κυρίως στους φοιτήσαντες για μικρό χρονικό διάστημα στα πρωτοβάθμια ρουμανικά σχολεία και συνδέεται με την ταύτιση μερίδας των ρουμανιζόντων Βλάχων με τις δυνάμεις κατοχής. Δεν ίσχυε το ίδιο για τους φοιτήσαντες για μεγάλη χρονική περίοδο. Οι διώξεις των Βλάχων το 1940 επηρέασαν αρνητικά πολλούς πληροφορητές. Διαπιστώνονται αισθήματα κλονισμού ως προς το αίσθημα του ανήκειν26 και ταυτόχρονα, αισθήματα θαυμασμού για την προστάτιδα - εκείνη την εποχή - Ρουμανία. Ο ρόλος της Ρουμανίας ως προστάτιδας δύναμης ενισχύθηκε ιδιαίτερα την περίοδο της Κατοχής με την κάλυψη των επισιτιστικών τους αναγκών. Οι πληροφορητές ομολόγησαν, ακόμη, ότι η φοίτησή τους στο ρουμανικό σχολείο λειτούργησε αρνητικά στη σχέση τους με το ελληνικό εκπαιδευτικό δίκτυο. H μη αναγνώριση των πτυχίων τους από το ελληνικό κράτος συνεπαγόταν την ακύρωση των ετών σπουδών τους. Επιπλέον, η οριστική διακοπή λειτουργίας των ρουμανικών εκπαιδευτηρίων το σχολικό έτος 1945-1946 ανέστειλε τα όνειρα αρκετών πληροφορητών για πανεπιστημιακές σπουδές στη Ρουμανία. Τέλος, οι μεταβλητές φύλο, ηλικία, περιοχή προέλευσης φαίνεται ότι δεν επηρέασαν τις στάσεις των πληροφορητών.

Τα ρουμάνικα σχολεία στη Νότια Βαλκανική (τέλη 19ου - μέσα 20ού αι.)
Ταναμπάση Γ. Αναστασία 
Ιστορικός – Διδάκτωρ Ιστορίας της Εκπαίδευσης του Πανεπιστημίου Δυτικής Μακεδονίας.
ΘΕΜΑΤΑ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΤΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ
ΠΕΡΙΟΔΙΚΗ ΕΚΔΟΣΗ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ ΙΣΤΟΡΙΚΩΝ ΤΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ (ΕΛ.Ε.Ι.Ε.)
ΤΕΥΧΗ 15-16 | 2017-18 • ISSN 1109-5806 

Βιβλιογραφία

Ελληνόγλωσση

Βούρη, Σ. (1992). Εκπαίδευση και εθνικισμός στα Βαλκάνια. Η περίπτωση της βορειοδυτικής Μακεδονίας (1870-1904). Αθήνα: Παρασκήνιο.
Διβάνη, Λ. (1999). Ελλάδα και Μειονότητες. Το σύστημα Διεθνούς Προστασίας της Κοινωνίας των Εθνών. Αθήνα: Καστανιώτης.
Ηλιάδου-Τάχου, Σ. (2004). Τα Βαλκάνια στη δίνη των εθνικιστικών αντιπαραθέσεων. Ο ελληνορουμανικός και ελληνοσερβικός ανταγωνισμός στο βιλαέτι Μοναστηρίου (1870-1912). Θεσσαλονίκη: Σταμούλης.
Ηλιάδου-Τάχου, Σ. & Ανδρέου, Α. & Ταναμπάση, Α. (2011). Τα ρουμανικά σχολεία στη Μακεδονία (1939-1949). Στο Πρακτικά ΛΑ' Πανελληνίου Ιστορικού Συνεδρίου. Θεσσαλονίκη: Ελληνική Ιστορική Εταιρεία, 253-273.
Θανοπούλου, Μ. (2000). Η προφορική μνήμη του πολέμου. Διερεύνηση της συλλογικής μνήμης του Β' Παγκοσμίου Πολέμου στους επιζώντες ενός χωριού της Λευκάδας. Αθήνα: Εθνικό Κέντρο Κοινωνικών Ερευνών, 48.
Κολλάρος, Β. (2015). Η μειονοτική πολιτική του Ελευθερίου Βενιζέλου (Διδακτορική διατριβή). Αθήνα: Πάντειο Πανεπιστήμιο Κοινωνικών και Πολιτικών Επιστημών - Τμήμα Διεθνών, Ευρωπαϊκών και Περιφερειακών Σπουδών.
Μαντά, Ε. (2010). Η εκπαίδευση της ελληνικής μειονότητας στην Αλβανία κατά το Μεσοπόλεμο. Θεσσαλονίκη: Αδελφοί Κυριακίδη.
Μπέτσας, Ι. (2005). Θεσμικές και λειτουργικές όψεις της εκπαίδευσης των ελληνορθοδόξων κοινοτήτων της οθωμανικής επικράτειας: από την έναρξη των μεταρρυθμίσεων του Τανζιμάτ έως την επανάσταση των Νεότουρκων. Θεσσαλονίκη: Αδελφοί Κυριακίδη.
Νικολαΐδου, Ε. (1978). Ξένες Προπαγάνδες και εθνική αλβανική κίνηση στις μητροπολιτικές επαρχίες Δυρραχίου και Βελεγράδων κατά τα τέλη του 19ου και τις αρχές του 20ού αι. Ιωάννινα: ΙΜΙΑΧ.
Νικολαΐδου, Ε. (1984). Η αλβανική κίνηση στο βιλαέτι Ιωαννίνων και η συμβολή των λεσχών στην ανάπτυξή της (1908-1912). Ιωάννινα: ΙΜΙΑΧ.
Νικολαΐδου, Ε. (1995). Η ρουμανική προπαγάνδα στο βιλαέτι Ιωαννίνων και στα βλαχόφωνα χωριά της Πίνδου. Τόμος Α' (μέσα 19ου - 1900). Ιωάννινα: Εταιρεία Ηπειρωτικών Μελετών.
Σταυρινού, Μ. (1995). Ξένη Προπαγάνδα στη Θεσσαλονίκη, την παραμονή της συνδιάσκεψης της Λωζάνης. Στο ΙΕ ́ Πανελλήνιο Ιστορικό Συνέδριο της Ελληνικής Ιστορικής Εταιρείας. Πρακτικά. Θεσσαλονίκη: Ελληνική Ιστορική Εταιρεία, σ. 315-334.
Ταναμπάση, Α. (2013). Μια επιστολή από τη Βέροια του 1920. Σκιαγράφηση της οικονομικής κατάστασης των ρουμανικών σχολείων της Μακεδονίας μετά τον Α ́ Παγκόσμιο Πόλεμο. Στο Πρακτικά Β' Επιστημονικής Ημερίδας Τοπικής Ιστορίας. Μιλάμε για τη Βέροια του 20ού αιώνα 1910-1925. Από την αυτοκρατορία στο εθνικό κράτος. Βέροια: Εταιρεία Μελετών Ιστορίας και Πολιτισμού Ημαθίας, 125-134.
Τσιτσελίκης, Κ. (1996). Το διεθνές και ευρωπαϊκό καθεστώς προστασίας των γλωσσικών δικαιωμάτων των μειονοτήτων και η ελληνική έννομη τάξη. Αθήνα: Σάκκουλας.
Χρυσοχόου, Αθ. (1951). Η κατοχή εν Μακεδονία. Η δράσις της ιταλορουμανικής προπαγάνδας. Βιβλίο Γ ́. Θεσσαλονίκη: Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών.
«Το άγνωστο 1940. Η καταστολή του “εσωτερικού εχθρού”». Ιός Ελευθεροτυπίας. Ανακτήθηκε από: http://www.enet.gr?i=news. el.article&id=95359

Ξενόγλωσση

Berciu-Drăghilescu, A. (1996). Românii din Balcani. Cultură şi spiritualitate. Sfârş itul secolului al XIX-lea – începutul secolului al XX-lea. bucureşti: Globus.
Berciu-Drăghilescu, A. (2003). biserica aromânilor din balcani. Documente de arhiva (a doua jumă tate a secolului xix şi primele decenii ale secolului xx). Στο Perenitatea vlahilor în Balcani. Istorie şi civilizaş ie aromânească. Selecş ie de comunicări de la ediţiile I-IX (anii 1995-2003). (Επιμ. Aurel Popori). Constanţa.
Berciu-Drăghilescu, A. & Petre, M. (2004). Şcoli şi Biserici Româneş ti din Peninsula Balcanică – Documente (1864-1948). Vol. I. bucureşti: editura Universitaţii din Bucureşti.
Berciu-Drăghilescu, A. & Petre, M. (2006). Şcoli şi Biserici Româneş ti din Peninsula Balcanică. Documente (1918-1953). Vol. II. bucureşti: editura universitaţii din bucureşti.
Cordescu, M. V. (1906). Istoricul Şcoalelor Române din Turcia, Sofia şi Turtucaia din Bulgaria şi al seminarilor de limba româna din Lipsca, Viena şi Berlin. Bucureşti.
Ionuţ, N. (2009). “Problema Aromâna” în raporturile României cu statele balcanice (1903-1913). iaşi: editura universită ţii “Alexan- dru ioan cuza”.
Neagu, D. (2014). Societatea de Cultură Macedo-română 1879-1948. Rezumat. Tărgovişte: universitatea valahia din Târgovişte. Ανακτήθηκε από: www.scoaladoctorala.valahia.ro/wp-content/up- loads/2014/11/rezumatneagudoru.pdf
Peyfuss, M. D. (1994). Chestiunea Aromânească. bucureşti: editura enciclopedică.
Tanaşoca, n. (2011). la position du Ministére des Affaires Étran - gères de la roumanie sur la “question aroumaine” à la veille de la conférence de la Paix de Paris (1945). Στο Travaux de Symposium International Le Livre. La Roumanie. L’ Europe. Tome IV. bucharest: Éditeur bibliothéque de bucarest, 305-322.

ΤΑ ΡΟΥΜΑΝΙΚΑ ΣΧΟΛΕΙΑ ΣΤΗ ΝΟΤΙΑ ΒΑΛΚΑΝΙΚΗ (τέλη 19ου - μέσα 20ού αι.)

Το παρόν άρθρο επικεντρώνεται στη λειτουργία των ρουμανικών σχολείων στη Βαλκανική χερσόνησο από το τέλος του 19ου μέχρι τα μέσα του 20ού αι. Δίνεται έμφαση στην έρευνα και την αξιολόγηση του ρουμανικού εκπαιδευτικού δικτύου στη νότια Βαλκανική μέσα από τις αρχειακές πηγές, αλλά και μέσα από την ανάδειξη των προφορικών μαρτυριών σε φωνές της ιστορίας. Στην παρούσα μελέτη επιχειρείται η σύντομη περιγραφή του ρουμανικού εκπαιδευτικού δικτύου, η αποτύπωση του νομικού πλαισίου λειτουργίας των ρουμανικών σχολείων, η σκιαγράφηση του προφίλ του διδακτικού προσωπικού και του μαθητικού δυναμικού. Ταυτόχρονα, καταγράφεται ο ρόλος της Ρουμανίας, της Οθωμανικής αυτοκρατορίας και των βαλκανικών εθνικών κρατών στη λειτουργία των συγκεκριμένων εκπαιδευτηρίων.

Λέξεις-κλειδιά: ρουμανικό εκπαιδευτικό δίκτυο, ρουμανικά σχολεία, προπαγάνδα, Βλάχοι, Βαλκάνια.

The Romanian schools in the Southern BAlkan Peninsula (from the end of the 19th century until the middle of the 20th)

This article focuses on the function of Romanian schools in the Balkan Peninsula from the end of the 19th until the middle of the 20th century. The emphasis of this paper lies on the research and evaluation of the Romanian education network in the southern Balkans on the basis of archive material, as well as by incorporating oral testimonies into historical writing. In this paper there has been an effort to briefly describe the Romanian educational network, present the legal framework for Romanian schools and outline the profile of the school personnel and the students. Simultaneously, the role of Romania, Ottoman Empire and Balkan na- tion-states in the function of these schools is being exa mined. keywords: Romanian education network, Romanian schools, propaganda, Vlachs, Balkans*.

1. Το παρόν άρθρο είναι βασισμένο στη διδακτορική διατριβή της Αναστασίας Γ. Ταναμπάση, που εκπονήθηκε και δημόσια υποστηρίχθηκε στο Παιδαγωγικό Τμήμα Δημοτικής Εκπαίδευσης του Πανεπιστημίου Δυτικής Μακεδονίας, με επιβλέπουσα καθηγήτρια την κ. Σοφία Ηλιάδου-Τάχου.
2. Anic/MciP: Archive naţionale istorice centrale (Κεντρική Υπηρεσία Εθνικών Ιστορικών Αρχείων) / Ministerul cultelor şi instrucţiunii Publice (Υπουργείο Θρησκευμάτων και Δημόσιας Παιδείας).
3. Αρχείο Κουκούδη Α., Φωτογραφικό λεύκωμα με τίτλο Primul Congres General al corpului Didactic secudar şi Primar Aromânesc din Turcia ţinut la bitolia între 2-11 septembre 1909. Αρχείο Βιβλιοθήκης Ακαδημίας της Ρουμανίας (Bar). Αρχείο Φωτιάδη Κ., Şcoala Primara româna De baeţi din verria 1943-1944. Αρχείο Φωτιάδη Κ., Διαχείρισις των εν Ελλάδι Ρουμανικών Σχολείων και Εκκλησιών. Κατάστιχον Επιθεωρήσεως. Administraţia Şcoalelor şi bisericilor române din Grecia. registru de inspecţioni. Αρχείο Φωτιάδη Κ., γενικός Έλεγχος. Catalog de notare la studii.
4. Αρχείο Ξένων & Μειονοτικών σχολείων. Φάκελοι 4, 93, 93β, 95α, 100, 104, Εμπιστευτική Επιστολή Αθανασίου Παπαευγενίου προς το ΓΕΣ/949/ ΥΠΣ Αθήνας (αρ. ε.π. 49/ 28 Ιανουαρίου 1948), Υπ’ αρ. 5/945 Εγκύκλιος της γενικής Διοίκησης Ρουμανικών Σχολείων της Ελλάδας και Αρχ. Βουλγ. Κατοχ., Έγγραφο 343, Αριθ. Πρωτοκόλλου 10/2/2/3α.
5. Αρχείο γενικής Διοίκησης Μακεδονίας, Φ. 71, Μεταναστεύσεις ρουμανιζόντων 1926-1929 και Ιστορικό Αρχείο Μακεδονίας, «Ρουμανική αποστολή». Φως. 17 Ιανουαρίου 1925. Φ. 4922.
6. Αρχείο Δραγούμη, Φ. 104, Υποφ. 2, Έγγραφο 47.
7. ΑΥΕ 1920-1923 1923/Β37. Έκθεση Α. Λάμπρου προς ΥΠΕΠΘ 169108/ 18.5.1923, 1469/10.12.1923. Ιστορικό Αρχείο Υπουργείου Εξωτερικών, 1925, γ/65α: Εγκύκλιος του Υπ. Εξωτερικών της 12.9.1925. Ιστορικό Αρχείο Υπουργείο Εξωτερικών, 1929, Α/21/ΙΙΙ.
8. Σύμφωνα με τον Προϋπολογισμό του Υπουργείου Παιδείας της Ρουμανίας για το οικονομικό έτος 1902-1903, ο nicolae Tacit ήταν υπότροφος στη Νομική Σχολή Κωνσταντινούπολης και λάμβανε 90 lei το μήνα. Βλ. Anic/MciP, Dosar 420_1902, 162-167.
9. Anic/MciP, Dosar 912_1913, 218-226.
10. Μετά την προσφυγή της ελληνικής μειονότητας Αλβανίας στην Κοινωνία των Εθνών τον Ιανουάριο του 1934, το Διαρκές Δικαστήριο Διεθνούς Δικαιοσύνης της Χάγης γνωμοδότησε στις 6 Απριλίου 1935 ότι η απόφαση της αλβανικής κυβέρνησης να κλείσει τα ιδιωτικά σχολεία δεν συμφωνούσε με τις δεσμεύσεις της Αλβανίας προς την Κοινωνία των Εθνών (Μαντά, 2010: 251, 252).
11. ΑΝ 248 12/17.10.1936, Κώδιξ Θέμιδος 1936, Φ. 91, 720.
12. Anic/MciP, Dosar 1519_1944, 4.
13. Αρχείο Ξένων και Μειονοτικών σχολείων. Εμπιστευτική επιστολή Αθανασίου Παπαευγενίου προς το ΓΕΣ/949/ΥΠΣ Αθήνας, αρ. εμπ. πρ. 49/28.1.1948.
14. Για το Καταστατικό του Συλλόγου βλ. Anic/MciP, Dosar 1149_ 1905, 167-180.
15. Αρχείο Κουκούδη Α., Φωτογραφικό λεύκωμα με τίτλο Primul Congres General al corpului Didactic secudar şi Primar Aromânesc din Turcia ţinut la bitolia între 2-11 septembre 1909. Αρχείο Βιβλιοθήκης Ακαδημίας της Ρουμανίας (BAR).
16. Anic/MciP, Dosar 461_1920, 45, 46.
17. Anic/MciP, Dosar 1217_1938, 73.
18. Anic/MciP, Dosar 1518_1944, 337.
19. Anic/MciP, Dosar 755_1924, 212.
20. Anic/MciP, Dosar 856_1936, 14.
21. Anic/MciP, Dosar 485_1912, 7.
22. Ενδεικτικά βλ. την επιστολή του Προξένου της Ρουμανίας στη Θεσσαλονίκη, G. Trifu προς το Διευθυντή Εκπαίδευσης του Εξωτερικού του Υπουργείου Παιδείας της Ρουμανίας, Aug. caliani στις 27 Σεπτεμβρίου 1934 (Berciu-Drăghilescu & Petre, 2006: 306, 307).
23. Στην υπ’ αρ. 213 έκθεση του Επιθεωρητή Ξένων και Μειονοτικών σχολείων με τίτλο «Περί των εν περιφερείᾳ της γενικής Διοικήσεως Μακεδονίας Μειονοτικών σχολείων», ο Αθ. Παπαευγενίου καταγγέλλει την απροθυμία πολλών Διευθυντών ρουμανικών σχολείων να παραδώσουν στατιστικά στοιχεία του μαθητικού τους δυναμικού στην ελληνική επιθεώρηση. Βλ. Αρχείο Ξένων και Μειονοτικών σχολείων, Φ. 104, Απόφ. 2, Έγγραφο 47.
24. Ενδεικτικά βλ. την έκθεση της Υπηρεσίας Ρουμανικών Σχολείων και Εκκλησιών της Νότιας Βαλκανικής προς τον Υπουργό Δημόσιας Παιδείας της Ρουμανίας το 1923. Anic/MciP, Dosar 799_1923, 1-5. Η φράση «απεθνικοποίηση των Βλάχων» καταγράφεται στη συγκεκριμένη έκθεση του 1923, όπου διατυπώνεται ο φόβος των επίσημων ρουμανικών αρχών να απωλέσουν οι ρουμανίζοντες Βλάχοι των Βαλκανίων τη ρουμανική εθνική τους ταυτότητα λόγω της μαθητείας τους στα σχολεία των βαλκανικών κρατών, της θητείας τους στο στρατό και της συμμετοχής τους σε άλλες δημόσιες λειτουργίες.
25. Αρχείο Ξένων & Μειονοτικών σχολείων. Εμπιστευτική Επιστολή Αθ. Παπαευγενίου προς το ΓΕΣ/949/ΥΠΣ Αθήνας, αρ. εμπ. πρ. 49/ 28.1.1948.
26. Το αίσθημα της αδικίας, που διακατείχε τους περισσότερους πληρο φορητές, αποτυπώνεται με τον καλύτερο τρόπο στο ακόλουθο απόσπασμα από την επιστολή του Δ. Λαμπράκη προς τον εξόριστο Πρωθυπουργό Τσουδερό τον Ιανουάριο του 1944: «Ενώ όλαι αι ηλικίαι ευρίσκοντο από την πρώτη στιγμή και εις την πρώτην γραμμήν υπό τα όπλα, την ημέρα ενάρξεως του πολέμου, συνελήφθησαν και εξετοπίσθησαν εκατοντάδες πατέρες και αδελφοί των στρατιωτών. Παρά πάσαν ενέργειαν εκρατήθησαν πεισμόνως μέχρι τέλους, μολονότι τα παιδιά των επολεμούσαν εις τα αλβανικά βουνά και πολλοί ετραυματίζοντο, εφονεύοντο, ηνδραγάθουν». Βλ. «Το άγνωστο 1940. Η καταστολή του “εσωτερικού εχθρού”», Ιός Ελευθεροτυπίας. Ανακτήθηκε από: http://www.enet.gr?i=news.el.article&id=95359

Αναζήτηση