Το κενοτάφιο του Ιωάννη Α' Άγγελου Δούκα στην Ιερά Μονή της Θεοτόκου των Μεγάλων Πυλών (Πόρτα Παναγιά).
Μετά το θάνατο του Δεσπότη της Ηπείρου Μιχαήλ Β' Άγγελου, από το 1271 και μέχρι το 1295, ημιανεξάρτητος κυβερνήτης της Μεγάλης Βλαχίας παρουσιάζεται να είναι ο Ιωάννης Α' Άγγελος Δούκας, νόθος γιος του Μιχαήλ Β' και της Γαγγρινής, μίας γυναίκας από την Άρτα η οποία ίσως ήταν βλάχικης καταγωγής.
Ο Ιωάννης Δούκας βρέθηκε σε αυτή τη ηγεμονική θέση έχοντας νυμφευθεί την όμορφη, σύμφωνα με τις γραφές, κόρη του Ταρόνα ή Ταρωνά, κάποιου "κληρονομικού άρχοντα των Βλάχων" που κατοικούσαν στη σημερινή Θεσσαλία, αλλά και τη Φθιώτιδα. Οι Βλάχοι υπό την αρχηγεία του Ιωάννη Α΄ παρουσιάζονται να βοήθησαν στα 1258-59 το Δεσποτάτο της Ηπείρου στις αντιπαραθέσεις του με την Αυτοκρατορία της Νίκαιας, αλλά και με τους Φράγκους ηγεμόνες της νότιας Ελλάδας. Οι Μεγαλοβλαχίτες αποτελούσαν το κύριο στρατιωτικό σώμα που διέθετε ο Μιχαήλ Β΄ στην κρίσιμη μάχη της Πελαγονίας. Εκείνα τα χρόνια, η πρωτεύουσα της Μεγάλης Βλαχίας ή καλύτερα το διοικητικό της κέντρο βρίσκονταν στην οχυρή Υπάτη - τη Νέα Πάτρα στις βόρειες πλαγιές της Οίτης κοντά στη Λαμία. Αν και τα σύνορα της Μεγάλης Βλαχίας ήταν συχνά μεταλλασσόμενα, κατά την περίοδο της μεγάλης ισχύος του Ιωάννη Α`, ξεκινούσαν από το Λιδόρικι και το Γαλαξίδι στον Κορινθιακό κόλπο και έφταναν μέχρι το Σαραντάπορο της Ελασσόνας, τα Σέρβια και τις πλαγιές του Ολύμπου. Προσπαθώντας μάλιστα να ενισχύσει τη θέση και την ηγεμονία του έδωσε ως σύζυγο μία από τις κόρες του σε έναν ανιψιό του βυζαντινού αυτοκράτορα Μιχαήλ Η΄ Παλαιολόγου, τον Ανδρόνικο Ταρχανειώτη, και ο ίδιος ο Ιωάννης Α`, ο οποίος δεν είχε επίσημο τίτλο, ονομάστηκε σεβαστοκράτορας και έτσι απέκτησε μία επίτιμη θέση στο βυζαντινό κατεστημένο.
Ωστόσο, λίγο αργότερα, γύρω στα 1271, ο Ιωάννης Α΄ βρέθηκε σε ανοιχτή αντιπαράθεση με το συμπέθερό του, τον αυτοκράτορα. Ανάμεσα στις διαφορές τους υπήρχαν και εκκλησιαστικά θέματα, όπως η ένωση των εκκλησιών που επεδίωκε ο αυτοκράτορας. Στη συνέχεια, αυτοκρατορικά στρατεύματα πολιόρκησαν τον Ιωάννη Α` στο οχυρό κάστρο της Υπάτης. Αυτός, ξεγλιστρώντας, κατέφυγε στη Θήβα και ζήτησε βοήθεια από τον τότε Δούκα της Αθήνας Ιωάννη ντε λα Ρος. Με τη βοήθεια των Φράγκων ηγεμόνων της Αθήνας ο Ιωάννης Α΄ νίκησε και εξεδίωξε τα αυτοκρατορικά στρατεύματα από την επικράτειά του. Σε ανταμοιβή για αυτή τη βοήθεια προσέφερε το χέρι μία άλλης κόρης του, της Ελένης, και ως προίκα περιοχές και κάστρα κοντά στη Λαμία στο Γουλιέλμο ντε λα Ρος, τον επόμενο δούκα των Αθηνών. Ο Ιωάννης Α΄ απεβίωσε πιθανότατα το 1289 και η ηγεμονία της Μεγάλης Βλαχίας πέρασε στους δύο δευτερότοκους γιους του, το Θεόδωρο και τον Κωνσταντίνο, καθώς ο πρωτότοκος Μιχαήλ βρίσκονταν αιχμάλωτος του αυτοκράτορα στην Κωνσταντινούπολη. Η μητέρα τους, η Βλάχα πριγκίπισσα, έγινε μοναχή παίρνοντας το όνομα Υπομονή και αποσύρθηκε από τα εγκόσμια στη μονή της Θεοτόκου Ελεούσης στη Λυκουσάδα κοντά στο Φανάρι, που η ίδια είχε ιδρύσει.
Οι νέοι ηγεμόνες συνέχισαν μία πολιτική σύγκρουσης με τους συγγενείς τους και ηγεμόνες του Δεσποτάτου της Ηπείρου για εδάφη που ανήκαν στο Δεσποτάτο. Πολύ γρήγορα ο Θεόδωρος χάνεται από το προσκήνιο και ο Κωνσταντίνος παρέμεινε ηγεμόνας της Μεγάλης Βλαχίας μέχρι το θάνατό του στα 1303. Τη θέση του πήρε ο ανήλικος γιος του Ιωάννης Β΄, η κηδεμονία του οποίου ανατέθηκε στο θείο του και Δούκα των Αθηνών Γκουίδων Β΄ (Γκιγιό) ντε λα Ρος. Το 1309 ή το 1315 νυμφεύτηκε την Ειρήνη, μία νόθα κόρη του αυτοκράτορα Ανδρόνικου Β΄ Παλαιολόγο, και κυβέρνησε τη χώρα περισσότερο ως υποτελής του αυτοκράτορα παρά σαν ανεξάρτητος ηγεμόνας. Η “βλάχικη ηγεμονία” στην Κεντρική Ελλάδα φαίνεται πως διαλύθηκε μετά το θάνατο του Ιωάννη Β' Δούκα το 1318 και την άφιξη των Καταλανών.
πηγή: Αστέριος Κουκούδης, Οι Βλάχοι στο θεσσαλικό τον κάμπο
Ιερά Μονή της Θεοτόκου των Μεγάλων Πυλών (Πόρτα Παναγιά)
Το κενοτάφιο του Ιωάννη Α' Άγγελου Δούκα στην Ιερά Μονή της Θεοτόκου των Μεγάλων Πυλών (Πόρτα Παναγιά)