Περί της καταγωγής των Κουτσοβλάχων υπάρχουν πολλές και διαφορετικές απόψεις. Όταν ανέβηκε ο πυρετός στη Μακεδονία, η Ρουμανία στηρίχτηκε σε μία απ' αυτές, κατά την οποία οι Κουτσόβλαχοι είναι Ρουμάνοι που κατέφυγαν στο νότο για να ξεφύγουν από τις βαρβαρικές επιδρομές1, για να χρησιμοποιήσει τη μειονότητα ως όργανο της αλυτρωτικής της πολιτικής.
Το κουτσοβλαχικό ζήτημα ξεκίνησε επίσημα με την ίδρυση του μακεδονο-ρουμανικού κομιτάτου το 1860. Δύο χρόνια αργότερα ο ρουμανίζων δάσκαλος Απόστολος Μαργαρίτης με ρουμανική αρωγή άρχισε περιοδείες με στόχο να ξεσηκώσει τους ντόπιους και να τους συνδέσει με την υποτιθέμενη πατρίδα τους δημιουργώντας σχολεία και εκκλησίες. Τριάντα χρόνια αργότερα λειτουργούσαν 24 δημοτικά σχολεία, 3 γυμνάσια και μία εμπορική σχολή στην περιοχή προσπαθώντας να προσηλυτίσουν τα φτωχά βλαχόπουλα χωρίς μεγάλη επιτυχία2. Ισάριθμες ρουμανικές εκκλησίες προσπαθούσαν να τους προσεταιριστούν διά της θρησκευτικής οδού.
Το 1905 για λόγους τακτικής η Πύλη αναγνώρισε τους Κουτσόβλαχους ως ρουμανικό μιλλιέτ, προσφέροντας ένα απροσδόκητο δώρο στη ρουμανική προπαγάνδα. Επακολούθησαν συγκρούσεις στη Μακεδονία με συνακόλουθη ψύχρανση των ελληνο-ρουμανικών σχέσεων. Η Ελλάδα αναγκάστηκε να επαναπροσεγγίσει τη Ρουμανία κατά τους βαλκανικούς πολέμους γιατί χρειαζόταν συμμάχους απέναντι στη Βουλγαρία3. Όταν τον Δεκέμβριο του 1912 η Ρουμανία αντιδρούσε στην παραχώρηση της Ηπείρου στην Ελλάδα4, ο Βενιζέλος αποφάσισε να κερδίσει την εύνοιά της με ένα αντίδωρο. Με τις περίφημες πλέον επιστολές Βενιζέλου Μαγιορέσκου, που αντηλλάγησαν στο Βουκουρέστι την 23.7/5.8.1913 και εν συνεχεία περιελήφθησαν στο παράρτημα της συνθήκης του Βουκουρεστίου, «η Ελλάς συγκατατίθεται να παράσχη αυτονομίαν εις τας των Κουτσοβλάχων σχολάς και εκκλησίας τας ευρισκομένας εν ταις μελλούσαις ελληνικαίς κτήσεσι και να επιτρέψη την σύστασιν επισκοπής διά τους Κουτσοβλάχους τούτους, της Ρουμανικής Κυβερνήσεως δυναμένης να επιχορηγή, υπό την επίβλεψιν της Ελληνικής Κυβερνήσεως, τα ειρημένα ενεστώτα και μέλλοντα θρησκευτικά και εκπαιδευτικά καθιδρύματα»5. Πέραν των επιστολών, η Ελλάδα έτεινε χείρα φιλίας και με έργα. Χαρακτηριστικά αναφέρω την προσπάθεια του Μητροπολίτη Βερροίας και Ναούσης να πείσει τους ελληνόφρονες Βλάχους «ίνα χάριν της συνθήκης του Βουκουρεστίου υποχωρήσωσι και όπου εις τας βλαχοφώνους κοινότητας υπάρχουν δύο εκκλησίαι και δύο σχολεία μοιρασθώσιν ανά εν εις τους Ελληνόβλαχους και Ρουμανίζοντας. Όπου δε υπάρχει μία εκκλησία, να λειτουργώσιν εκ περιτροπής και όπου εν σχολείον να χωρισθή εις δύο»6. Ταυτοχρόνως η Γ.Δ. Μακεδονίας ενημέρωσε τους πολυπληθείς Ελληνόβλαχους ότι η υπογραφή της συνθήκης έγινε για λόγους εθνικού συμφέροντος και δεν συνιστά προδοσία τους.
Το κλίμα επιβαρύνθηκε λίγα χρόνια αργότερα από ένα απροσδόκητο παράγοντα, την Ιταλία, η οποία χρησιμοποίησε τους Κουτσόβλαχους προβάλλοντας την υποτιθέμενη λατινική καταγωγή τους. Το καλοκαίρι του 1917, όταν τα ιταλικά στρατεύματα αιφνιδίως επεξέτειναν την κατοχή τους από το αλβανικό έδαφος ως την Ήπειρο7, πρωτοεμφανίστηκε στα βλαχοχώρια ο διαβόητος τυχοδιώκτης Αλκιβιάδης Διαμάντης, ρουμανοδιδάσκαλος και πράκτορας πότε της ιταλικής και πότε της ρουμανικής προπαγάνδας. Η ιδέα που προωθούσε τότε σε συνεργασία με τις ιταλικές αρχές και ένα πυρήνα Ρουμανόβλαχων με επίκεντρο τη Βωβούσα, ήταν να αυτονομηθούν οι περιοχές όπου ζούσαν οι εθνολογικά διαφορετικοί Κουτσόβλαχοι σε ένα καντόνι υπό την αιγίδα της Ιταλίας. Η Ιταλία που ψάρευε τότε σε θολά ανθελληνικά νερά βοήθησε τον Διαμαντή να παίξει το παιγνίδι του -προμήθευε με τρόφιμα τους επίδοξους ελευθερωτές των Κουτσοβλάχων, διόριζε προξένους σε πολλά κουτσοβλαχικά χωριά, ενίσχυε τις φήμες που ήθελαν την Ιταλία και τη Ρουμανία να συνεργάζονται στα Βαλκάνια με ένα λατινικό ιταλορουμανικό κράτος8. Το αποτέλεσμα ήταν το φθινόπωρο του 1918 ομάδα Βλάχων της Πίνδου να ανακηρύξουν στην Κορυτσά τη Δημοκρατία της Πίνδου που έζησε για μία μέρα! Η ομάδα των Ρουμανιζόντων μάλιστα αντιστάθηκε ενόπλως στο ελληνικό στρατιωτικό απόσπασμα που είχε μεταβεί στη Βωβούσα για να παραλάβει το χωριό από τους αποχωρούντες Ιταλούς9.
Η πλειονότητα των ελληνοφρόνων Βλάχων ωστόσο αντέδρασε με αποτέλεσμα δέκα περίπου οικογένειες από τη Βωβούσα να μετοικήσουν αναγκαστικά στη Β. Ήπειρο επειδή εξετέθηκαν ανεπανόρθωτα ως όργανα της ιταλικής προπαγάνδας10. Όταν δε κατά το 1919 μαθεύτηκε στα ελληνικά κουτσοβλαχικά χωριά ότι προπαγανδιστές έστειλαν επιστολή που ζητούσε από τη Συνδιάσκεψη της Ειρήνης να ιδρύσει κουτσοβλαχικά αυτόνομο καντόνι, «διά συλλαλητηρίων εξεδήλωσαν την αγανάκτησίν των και υπέβαλον ψήφισμα τηλεγραφικώς εις τον Ουίλσονα, Κλεμανσώ κλπ., δι' ων απεκήρυσσον τας υπούλους ενεργείας της αργυρωνήτου και εις ξένην υπηρεσίαν ανθελληνικής επιτροπής»11.
Στη Συνδιάσκεψη της Ειρήνης η Ελλάδα, όπως και τα υπόλοιπα νέα ή διευρυμένα κράτη της Ανατολικής Ευρώπης και των Βαλκανίων12, αναγκάστηκε να υπογράψει ειδική συνθήκη προστασίας των μειονοτήτων που ζούσαν στο έδαφός της, εγκαινιάζοντας έτσι το νέο, ουιλσονικής εμπνεύσεως, διεθνές σύστημα μειονοτικής προστασίας υπό την αιγίδα της ΚτΕ13. Η ειδική μειονοτική συνθήκη των Σεβρών που υπέγραψε η Ελλάδα με τους Συμμάχους στις 28.7/10.8.1920, εκτός από τις γενικές προστατευτικές διατάξεις, είχε και κάποιες ειδικές προβλέψεις για τους Κουτσόβλαχους. Παρείχε τοπική αυτονομία στις κοινότητές τους ως προς τα σχολικά, θρησκευτικά και φιλανθρωπικά ζητήματα.
Είναι γεγονός ότι μετά τη Συνθήκη της Λωζάννης του 1923 το πρόβλημα των περί τις 150-200.00014 Κουτσοβλάχων που ζούσαν στην ελληνική επικράτεια φαινόταν εντελώς ασήμαντο στις ελληνικές κυβερνήσεις. Πολύ πιο φλέγοντα προβλήματα προκαλούσαν οι Βουλγαρόφωνοι που χρησιμοποιήθηκαν ως όργανο του βουλγαρικού αλυτρωτισμού και οι Τσάμηδες της Θεσπρωτίας που αρνήθηκαν να υπαχθούν στην ελληνο-τουρκική ανταλλαγή πληθυσμών επικαλούμενοι την αλβανική τους καταγωγή. Οι Κουτσόβλαχοι είχαν στην πλειονότητά τους ελληνικό εθνικό φρόνημα15. Το γεγονός αυτό καθιστούσε μη ανησυχητικούς τους υπάρχοντες μικρούς πυρήνες των Ρουμανιζόντων, εντοπισμένους κυρίως στην περιφέρεια Γρεβενών (στα χωριά Αβδέλλα, Σαμαρίνα, Περιβόλι και Κρανιά) καθώς και σε χωριά της Καστοριάς, Βέρροιας, Έδεσσας, όπου λειτουργούσαν παρανόμως αλλά με φιλική ανοχή των ελληνικών αρχών ρουμανικές κοινότητες16.
Μεγάλο ρόλο έπαιξε και το γεγονός ότι η Ρουμανία είχε η ίδια μεγάλο μειονοτικό πρόβλημα. Το 30% του πληθυσμού της ήταν αλλόφυλοι από τις νέες περιοχές που προσαρτήθηκαν στη χώρα και στην πλειονότητά τους αμφισβητούσαν την ενσωμάτωσή τους. Και οι δύο χώρες ένιωθαν το βάρος της απειλής των ρεβιζιονιστικών κρατών που προσπαθούσαν με όπλο τις μειονότητες να αναθεωρήσουν το εδαφικό status quo των συνθηκών της ειρήνης. Είναι χαρακτηριστικό το γεγονός ότι καμία καταγγελία17 ενώπιον της ΚτΕ δεν έγινε από τη Ρουμανία εναντίον της Ελλάδας με αφορμή τους Κουτσόβλαχους, ούτε από την Ελλάδα κατά της Ρουμανίας με αφορμή τυχόν παράπονα της μεγάλης ελληνικής παροικίας εκεί18.
Τέλος, ένα γεγονός που καθιστούσε τη Ρουμανία ακίνδυνη ήταν το ότι δεν είχε κοινά σύνορα με την Ελλάδα και επιπλέον δεν αμφισβητούσε το εδαφικό καθεστώς των συνθηκών. Αντίθετα, η Βουλγαρία και η Αλβανία, που υπέβαλλαν συνεχώς καταγγελίες εναντίον της Ελλάδας για μειονοτικές παραβιάσεις στα διεθνή fora, χρησιμοποιούσαν μειονοτικές ομάδες εγκατεστημένες στα πιο ευαίσθητα τμήματα των συνόρων τους με την Ελλάδα και δεν έκρυβαν την προσδοκία τους για εδαφικές ανακατατάξεις σε βάρος της19.
Εξαιτίας αυτών των δεδομένων η στάση που κράτησε η Ρουμανία καθ' όλη τη διάρκεια του Μεσοπολέμου ήταν μετριοπαθέστατη. Φαίνεται ότι και η ίδια δεν θεωρούσε τους ρουμανίζοντες Κουτσόβλαχους κανονική μειονότητα επειδή «δεν περικλείουν πολιτικό χαρακτήρα»20. Αυτό φυσικά δεν σημαίνει ότι δεν φρόντισε να διατηρήσει ή και να διευρύνει ακόμη τους δεσμούς της με την ομάδα Ρουμανιζόντων που μπορούσε να επηρεάσει. Απλώς το έκανε με τα νόμιμα μέσα, τα ρουμανικά εκπαιδευτικά και εκκλησιαστικά ιδρύματα, υπέρ των οποίων πολύ χρήμα διέθεσε η Ρουμανία.
Στις αρχές της δεκαετίας του 1920, 23 τον αριθμόν κουτσοβλαχικά σχολεία λειτουργούσαν στις περιφέρειες Γιανιτσών, Γρεβενών, Εδέσσης, Καστοριάς, Φλωρίνης και Κοζάνης, από τα οποία 4 δημοτικά μετά νηπιαγωγείων, 3 τριτάξια δημοτικά, 4 διτάξια δημοτικά, 6 μικτά δημοτικά και 6 μονοτάξια δημοτικά. Στα Γρεβενά λειτουργούσε επίσης και ένα Γυμνάσιο. Υπήρχαν ακόμη ένα Γυμνάσιο στα Ιωάννινα, ένα δημοτικό στη Βωβούσα και εμπορική σχολή στη Θεσσαλονίκη21. Τα σχολεία αυτά συντηρούνταν από τις κουτσοβλαχικές κοινότητες με τη συνδρομή της Ρουμανίας και παρείχαν δωρεάν εκπαίδευση σε αξιοπρεπείς κτιριακές εγκαταστάσεις. Παρ' όλα αυτά όμως, όπως μαρτυρεί και ο Ε. Αβέρωφ, η ρουμανική προπαγάνδα διά των σχολικών παροχών δε γνώρισε μεγάλη επιτυχία. Φυσικά κάποια άπορα παιδιά υπέκυπταν στις ευκολίες, αλλά η τοπική αντίδραση των Ελληνοβλάχων ήταν τόσο μεγάλη που λίγοι σχετικά μπόρεσαν να την αγνοήσουν χάριν των υλικών αγαθών22.
Οι τοπικές αρχές στις περιοχές αυτές όμως (χωροφύλακες, δάσκαλοι και παπάδες κυρίως) έβλεπαν με φόβο τη χαλαρή στάση των ελληνικών κυβερνήσεων απέναντι στη ρουμανική προπαγάνδα. Στερούμενοι της ευρείας και κοσμοπολίτικης οπτικής γωνίας και της πληροφόρησης που είχαν τα στελέχη του αρμόδιου Υπουργείου Εξωτερικών και της εκάστοτε κυβέρνησης, ένιωθαν συχνά ξεχασμένοι και μόνοι φρουροί του ελληνισμού στην περιφέρεια. Δεν είχαν καν επίγνωση των διεθνών δεσμεύσεων που είχε αναλάβει η Ελλάδα ενώπιον της ΚτΕ, δεν μπορούσαν να υπολογίσουν το τεράστιο κόστος που θα είχε για τη χώρα μια διεθνής καταγγελία για μειονοτικές παραβιάσεις23. Έτσι συχνά αντιδρούσαν δυσανάλογα στα ερεθίσματα των Ρουμανιζόντων και προκαλούσαν πονοκεφάλους στα αρμόδια υπουργεία.
Όσο όμως τα τοπικά όργανα αμαύρωναν κάποτε τη φιλελεύθερη εικόνα της Ελλάδας, τόσο τα κορυφαία κυβερνητικά στελέχη και -κυρίως- το Υπουργείο Εξωτερικών δεν έχαναν ευκαιρία να τονίζουν προς όλες τις κατευθύνσεις το δέον γενέσθαι. Ενδεικτική είναι η εγκύκλιος που έστειλε το Υπουργείο Εσωτερικών «προς απάσας τας αρχάς» το 1924, η οποία περιέγραφε γλαφυρά την κρίσιμη διπλωματικά περίοδο που διερχόταν η Ελλάδα εκείνη την εποχή και κατέληγε: «Η Ελλάς οφείλει συνεπώς υπέρ ποτέ σήμερον να εκτελή τας υποχρεώσεις του Κράτους προς τας εν τη χώρα της μειονοψηφίας και να προσέχη όπως μη δημιουργή αφορμάς δυσαρεσκειών, είτε προς έθνη φιλικά ων η υποστήριξις πάντοτε μας είναι αναγκαία, είτε προς τους χθεσινούς αντιπάλους, των οποίων την προσφυγήν εις την Κοινωνίαν των Εθνών, ή την ενέργειαν αντιποίνων πρέπει παντί τρόπω ν' αποφεύγωμεν. Πολλάκις μέχρι σήμερον επιπόλαιος πατριωτικός φανατισμός περιήγαγε την κυβέρνησιν εις δυσχερή θέσιν και εζημίωσε το Έθνος είτε διά της επιβολής κυρώσεων βαρύτερων, είτε δι' αντιποίνων κατά των Ελλήνων του εξωτερικού (...)»24. Είναι χαρακτηριστικό ότι την ίδια γραμμή κράτησε με ευλάβεια και ο υπερπατριώτης Πάγκαλος25.
Παρά την ευνοϊκή μεταχείριση των ελληνικών αρχών απέναντι στους Κουτσόβλαχους, κατά καιρούς ακούγονταν δυνατές φωνές διαμαρτυρίας για υποτιθέμενους διωγμούς τους κυρίως εκ μέρους των λεγομένων μακεδονορουμανικών οργανώσεων. Με την παραμικρή φανταστική ή πραγματική αφορμή τα δημοσιογραφικά όργανα των εθνικιστικών αυτών οργανώσεων εξαπέλυαν δριμείες επιθέσεις κατά του ελληνικού (αλλά και του σερβικού) κράτους για διωγμούς εναντίον των «μακεδονο-ρωμούνων». Οι οργανώσεις αυτές, πιθανότατα συνδεδεμένες με τις βουλγαρο-μακεδονικές σύμφωνα με υπάρχοντα στοιχεία26, είχαν μάλλον θολή ιδεολογία27, αλλά σε κάθε περίπτωση εξυπηρετούσαν τους σκοπούς των αναθεωρητικών κρατών, έχοντας διαρκώς στο στόχαστρο τις χώρες οπαδούς του status quo, δηλαδή την Ελλάδα και κυρίως τη Γιουγκοσλαβία. Τα βέλη τους έπλητταν και την ίδια τη Ρουμανία, την οποία κατηγορούσαν για ξεπούλημα των Κουτσόβλαχων στο βωμό των καλών σχέσεων με την Ελλάδα.
Μια κατάσταση που έγινε αφορμή προπαγανδιστικής εκμετάλλευσης εκ μέρους των εθνικιστικών κουτσοβλαχικών οργανώσεων ήταν η μεταναστευτική κίνηση μέρους του βλάχικου πληθυσμού προς τη Δοβρουτσά κατά το έτος 192528. Πραγματικά τη χρονιά αυτή έγιναν κρούσεις προς τις ελληνικές αρχές και εκ μέρους των κρατικών ρουμανικών αρχών και εκ μέρους των ίδιων των Κουτσοβλάχων. Η ρουμανική πρεσβεία ζήτησε συγκεκριμένα τη συγκατάθεση της ελληνικής κυβέρνησης για μετανάστευση στη Ρουμανία 1.500 κουτσοβλαχικών οικογενειών με στόχο την τελική εγκατάστασή τους στη Δοβρουτσά. Ο λόγος, όπως τον διατύπωσαν ευγενικά οι Ρουμάνοι, ήταν «η στενή οικονομική κατάσταση των Βλάχων μετά την εγκατάσταση των προσφύγων στην περιοχή»29. Αυτό που δεν είπαν expressis verbis ήταν ότι επιθυμούσαν να αλλάξουν την εθνολογική σύνθεση του πληθυσμού της διαφιλονικούμενης Δοβρουτσάς, ενισχύοντας την εικόνα του φύλακα-αγγέλου των Κουτσοβλάχων, ικανοποιώντας ταυτόχρονα και τα πιεστικά μακεδονο-ρουμανικά κομιτάτα.
Είναι αλήθεια ότι μετά την εισροή του τεράστιου προσφυγικού κύματος στην Ελλάδα οι συνθήκες διαβίωσης του ποιμενικού αυτού πληθυσμού είχαν δυσχερανθεί σε μεγάλο βαθμό. Τα λειβάδια των ανταλλάξιμων Τούρκων, που χρησιμοποιούσαν μέχρι τότε για βοσκοτόπια, διατέθηκαν νομίμως για την αποκατάσταση των προσφύγων. Ο περιορισμός των κτηνοτροφικών εκτάσεων και η παράδοση αυτών στη γεωργία ήταν αναπόφευκτος. Επιπλέον αντιμετώπισαν και τον εμπορικό ανταγωνισμό των έμπειρων προσφύγων και σε κάποιες περιπτώσεις βρέθηκαν αναγκασμένοι να συνοικήσουν με προσφυγικές οικογένειες30. Το γεγονός αυτό προσπάθησαν να εκμεταλλευτούν α) η Ρουμανία που ζητούσε αντίβαρο στη βουλγαρική παρουσία στη Δοβρουτσά31 και υποσχόταν μια νέα γη της επαγγελίας στους ταλαιπωρημένους Κουτσόβλαχους της Ελλάδας αλλά και της Αλβανίας και της Βουλγαρίας, β) ντόπιοι κουτσοβλαχικοί παράγοντες που είδαν μεγάλες προοπτικές κερδοσκοπίας από την επικείμενη μετανάστευση32 και γ) ο μακεδονο-ρουμανικός τύπος που ξεσπάθωσε κυριολεκτικά εναντίον της Ελλάδας κατηγορώντας την ότι έφτασε τους Κουτσόβλαχους σε σημείο οικονομικής εξαθλίωσης αναγκάζοντάς τους να ξεριζωθούν33.
Οι κατηγορίες κατά των ελληνικών αρχών ήταν καταφανώς κακόβουλες. Στην πραγματικότητα μόλις έγιναν γνωστά τα πρώτα παράπονα των κτηνοτροφών Κουτσοβλάχων ο Υπουργός Γεωργίας Γ. Μαρής έστειλε εγκύκλιο στις αρμόδιες υπηρεσίες να προσέξουν τις καταγγελίες για παρενοχλήσεις των Κουτσοβλάχων από τους πρόσφυγες με την κατάληψη μεγαλυτέρων εκτάσεων από τις νομίμως παραχωρηθείσες. Τόνιζε δε ότι η καταστροφή της κτηνοτροφίας θα βλάψει και την ελληνική οικονομία34. Να μη λησμονούμε άλλωστε ότι τα θλιβερά επακόλουθα της μικρασιατικής καταστροφής τα υπέστη ολόκληρος ο ελληνικός λαός. Είναι όμως αυτονόητο ότι η Ελλάδα ανταποκρίθηκε πρόθυμα στο αίτημα της Ρουμανίας και των κουτσοβλαχικών επιτροπών να διευκολύνει τη μετανάστευση γιατί έτσι θα απαλλασσόταν από μια σημαντική μερίδα Ρουμανιζόντων35.
Μέχρι το 1929 έφυγαν περί τις 2.000 οικογένειες Ρουμανιζόντων. Η υπόθεση της μετανάστευσης όμως δεν εξελίχτηκε ομαλά. Φαίνεται ότι οι πρώτες οικογένειες των μεταναστών στη Δοβρουτσά δεν βρήκαν τη γη της επαγγελίας που τους είχαν υποσχεθεί. Αντίθετα, βρέθηκαν εγκατεστημένοι -συχνά σε σκηνές- στα ρουμανο-βουλγαρικά σύνορα χωρίς καμία οργάνωση, γεγονός που οδήγησε πολλούς στη μεταμέλεια και στην προσπάθεια ανεύρεσης τρόπου επιστροφής στην Ελλάδα. Παρ' όλα αυτά και παρ' όλο που η Ρουμανία μετά την εγκατάσταση των πρώτων 2.000 οικογενειών δεν δεχόταν άλλες, το μεταναστευτικό ρεύμα Κουτσοβλάχων από την Ελλάδα δεν σταματούσε. Προσπαθώντας να διευκρινίσουν τα αίτια οι ρουμανικές αρχές έστειλαν επί τόπου 3μελή αντιπροσωπεία την άνοιξη του '29. Διαπίστωσαν ότι οι επιτήδειοι ρουμανίζοντες μεσάζοντες για προσωπικά οφέλη πίεζαν τις κουτσοβλαχικές οικογένειες να πουλήσουν τις περιουσίες τους και να φύγουν χωρίς την άδεια της ρουμανικής κυβερνήσεως από το ελληνικό έδαφος, «όπου ζουν θαυμάσια, με πλήρη ελευθερία και φθήνεια»36.
Το καλό ελληνο-ρουμανικό κλίμα δεν κατόρθωσε να διαταράξει ούτε ο ανεξιχνίαστος φόνος ρουμανόβλαχου στρατιώτη στη Βέρροια τον χειμώνα του 1932. Ελληνικοί εθνικιστικοί κύκλοι τότε απέδωσαν τη δολοφονία σε φανατικούς Ρουμανίζοντες που σκότωσαν τον νεαρό συμπατριώτη τους γιατί δυσφήμιζε τη Δοβρουτσά και απέτρεπε τη μετανάστευση προς τα εκεί37. Σε μια περιοχή βεβαρυμένη από μειονοτικά προβλήματα όπως η Βέρροια, η ατμόσφαιρα στο δικαστήριο ήταν βαρειά. Στον ελληνικό ημερήσιο τύπο εμφανίζονταν καυστικά άρθρα κατά της ρουμανικής προπαγάνδας και εν τέλει τα ελληνικά δικαστήρια καταδίκασαν τους φερόμενους ως ύποπτους Κουτσόβλαχους προκαλώντας κύμα αντίδρασης του ρουμανικού εθνικιστικού τύπου, που ζητούσε παρέμβαση του Τιτουλέσκου38. Η παρέμβαση έγινε, αλλά ήταν συμβιβαστική και εν τέλει υπέρ της Ελλάδας. Σύντομα ο φιλοκυβερνητικός ρουμανικός τύπος φιλοξένησε άρθρα υπέρ της παραδοσιακής ελληνο-ρουμανικής φιλίας39 και η ρουμανική κυβέρνηση εξέφρασε δημόσια τη λύπη της για τα επεισόδια. Η αντίδραση του ρουμανικού εθνικιστικού τύπου μπορεί να συνοψιστεί στις καταληκτικές φράσεις άρθρου της Κουρεντούλ: «Αφήστε μας ήσυχους με το πρωτόκολλο και την ευγένεια κ. Τιτουλέσκου. Οι δικαστές της Ελλάδος διέπραξαν μίαν ατιμίαν!40» .
Πρέπει να σημειώσουμε εδώ ότι η ρουμανική κυβέρνηση απέφευγε μεν να φτάσει σε ακρότητες, αλλά φρόντιζε διακριτικά αλλά συστηματικά να διατηρεί τη θέση της προστάτιδας των Κουτσοβλάχων διεκδικώντας για λογαριασμό τους. Το 1929, λ.χ., πίεσε την κυβέρνηση Βενιζέλου να παραχωρήσει μεγαλύτερα εκπαιδευτικά προνόμια στη μειονότητα41. Το ελληνικό Υπουργείο Εξωτερικών απέκρουσε το αίτημα υπενθυμίζοντας ότι σε όλες τις υπόλοιπες βαλκανικές χώρες -ακόμη και τις συμμαχικές όπως η Γιουγκοσλαβία- η μειονότητα διώκεται και οι Κουτσόβλαχοι που ζουν εκεί αναγκάζονται να στέλνουν τα παιδιά τους στα ελληνικά σχολεία42. Στην Ελλάδα αντίθετα συνέβη το πρωτοφανές να αυξηθούν τα κουτσοβλαχικά σχολεία από 26 σε 29 μέσα σε ελάχιστα χρόνια παρ' όλη τη μετανάστευση τμήματος του πληθυσμού προς τη Δοβρουτσά43. Έτσι το Υπουργείο Εξωτερικών ανέθεσε στην πρεσβεία Βουκουρεστίου να τονίσει στη ρουμανική κυβέρνηση «ότι δεν δύναται να επιμείνη περαιτέρω εις αιτήματα υπερβαίνοντα τα ανεγνωρισμένα εις πάσαν μειονότητα. (...) Ο κυριώτερος λόγος αρνήσεως ημών έγκειται εις το ότι είναι πλέον ή πιθανόν ότι θα επικαλεσθούν υπέρ αυτών το προηγούμενον άλλοι γείτονες οίτινες θέλουν να εκμεταλλεύονται τα ζητήματα των μειονοτήτων διά πολιτικούς σκοπούς»44. Πόσο μάλλον που προ εξαμήνου οι δύο χώρες αγωνίστηκαν στη Γενεύη κατά των μειονοτικών συνθηκών που τις δέσμευαν και θα ήταν αστείο να επιθυμεί η Ρουμανία ξαφνικά να τις επεκτείνει45.
Το άριστο ελληνο-ρουμανικό κλίμα διατηρήθηκε αδιατάρακτο μέχρι το καλοκαίρι του 1936. Το αυταρχικό καθεστώς της 4ης Αυγούστου όμως είχε επιπτώσεις στη ζωή όλων των μειονοτικών πληθυσμών, συμπεριλαμβανομένων και των Κουτσοβλάχων. Η σχετική ανοχή που είχε επιδείξει η Ελλάδα και η κατά το δυνατόν προσήλωση στο πνεύμα και το γράμμα των διεθνών μειονοτικών της υποχρεώσεων, είχε προκαλέσει την αγανάκτηση κάποιων υπερεθνικιστικών κύκλων και τοπικών οργάνων (χωροφυλάκων, κοινοτικών αρχόντων, δασκάλων κλπ.) που δεν έβλεπαν την ώρα να συμμορφώσουν τους εχθρούς και υπονομευτές του ελληνισμού στα σύνορα. Η μισαλλοδοξία, χαρακτηριστικό των αυταρχικών καθεστώτων, οδήγησε σε μια γενική σκλήρυνση της στάσης του κράτους απέναντι στους μειονοτικούς πληθυσμούς και κυρίως επέτρεψε την ασυδοσία των τοπικών εκπροσώπων του σε πολλές περιπτώσεις. Είναι ενδεικτική η γλώσσα και το περιεχόμενο του κάτωθι υπομνήματος της Γ.Δ. Ηπείρου προς το Υπουργείο Εξωτερικών στις 12.12.1936: «Λαός επαρχιών τούτων ησθάνθη βαθέως την ύπαρξιν πραγματικής έννοιας κράτους με σταθεράν κατευθυντήριον γραμμήν μετά την 4ην Αυγούστου. Συνέπεια τούτου το αλβανόφωνον στοιχείον, όπερ άλλοτε θρασυτάτην ενήργει προπαγάνδαν αντεθνικήν, περιέστειλεν ήδη τας ενεργείας του»46.
Εντός αυτού του πλαισίου ελήφθησαν μια σειρά μέτρων με υποτιθέμενο στόχο την επιτάχυνση της αφομοίωσης των ξενόφωνων πληθυσμών. Τα δύο σημαντικότερα ήταν η επιβεβλημένη παρακολούθηση νυχτερινών ελληνικών σχολείων, ακόμη και για τους ξενόφωνους γέροντες, και το δεύτερο η απαγόρευση δημόσιας χρήσης των ξένων ιδιωμάτων επ' απειλή προστίμων και φυλακίσεων. Δυστυχώς, ενώ ήταν γνωστό «ότι η πλειονοψηφία των Βλάχων αποτελείται από ελληνόφρονας, πρωτοστατήσαντας εις τον εθνικόν αγώνα και τας εθνικάς ευεργεσίας»47, η διαταγή του Γενικού Διοικητή Μακεδονίας υπ' αριθμόν 12277/1936 εφαρμόστηκε και στην περίπτωσή τους προκαλώντας συλλήψεις για δημόσια χρήση του βλαχικού ιδιώματος και πιέσεις εναντίον των οικογενειών που έστελναν τα παιδιά τους στα ρουμανικά σχολεία. Φυσικά η Ρουμανία έλαβε αμέσως γνώση και διαμαρτυρήθηκε έντονα διά της πρεσβείας της για τις παραβιάσεις των μειονοτικών συνθηκών48.
Λιγότερο ευγενής ήταν η αντίδραση του ρουμανικού εθνικιστικού τύπου. Το άρθρο του Κουτσόβλαχου Ι. Μπιτσιόλα στην Κουρεντούλ της 15.5.1937, αφού στηλίτευε τις ελληνικές αρχές, κατέληγε με έμμεσες πλην σαφείς απειλές κατά της ελληνικής παροικίας στη Ρουμανία.
Οι διπλωμάτες και η πολιτική ηγεσία του Υπουργείου Εξωτερικών όμως φαίνεται ότι προσπάθησαν κατ' επανάληψη να συνετίσουν τους φανατισμένους τοπικούς παράγοντες. Για τις διώξεις λόγω χρήσης ξένων ιδιωμάτων δημοσία επεσήμαναν ότι «τοιαύται αστυνομικοί διατάξεις και ποινικοί διώξεις αντίκεινται εις ρητάς υποχρεώσεις περί σεβασμού των δικαιωμάτων των εν Ελλάδι μειονοτήτων ας έχει αναλάβει η Ελλάς, δύνανται δε να μας εκθέσουν διεθνώς. Οι διωκόμενοι ξενόγλωσσοι δύνανται να προσφύγουν ενώπιον της ΚτΕ προσάγοντες ως αποδείξεις τα κείμενα των δημοσιευθεισών αστυνομικών διατάξεων»49. Οι διπλωμάτες προσπάθησαν επίσης να επισημάνουν χωρίς να προκαλέσουν ότι η αστυνόμευση και η όξυνση ποτέ δεν βοήθησαν την αφομοίωση ξένου πληθυσμού50. Παράλληλα προσπαθούσαν να εξηγήσουν στις ρουμανικές αρχές ότι τα μέτρα δεν είχαν στόχο τους Κουτσόβλαχους αλλά τους απειλητικούς για την ασφάλεια του ελληνικού κράτους Σλαβόφωνους51. Η αντιπρόταση της Ρουμανίας βέβαια ήταν «να επιτραπή σιωπηρώς εις αυτάς η άδεια της αναρτήσεως της σημαίας και της ομιλίας της κουτσοβλαχικής γλώσσης καθόσον αι κουτσοβλαχικαί μειονότητες δεν αποβλέπουσι εις ενεργείας δυναμένας να θίξωσι την ελληνικήν κυβέρνησιν»52.
Από τα πλέον αξιοσημείωτα ευρήματα του αρχειακού υλικού της εποχής είναι και επιστολή του ίδιου του Μεταξά προς τον Καβδά με αφορμή τα παράπονα που του έκανε ανεπισήμως και φιλικώς διπλωματικός αντιπρόσωπος της Ρουμανίας για το πρόστιμο που επεβλήθη σε διευθυντή μειονοτικής σχολής λόγω δημόσιας χρήσης της διαλέκτου. Ο αρχηγός της 4ης Αυγούστου εκπλήσσει με τον -έστω και προσχηματικό- φιλελευθερισμό του όταν επισημαίνει: «Εις την αποστολήν της διοικήσεως εις τας βορείους ιδία επαρχίας περιλαμβάνεται βεβαίως η προσπάθεια του εξελληνισμού των ξένων στοιχείων. Αλλ' η προσπάθεια αύτη δέον να εκδηλούται διά μέτρων τα οποία δεν είναι αντίθετα προς υποχρεώσεις τας οποίας διά διεθνών συμβάσεων ανέλαβεν η Ελλάς, η παραβίασις των οποίων δύναται να δημιουργήση ημίν πράγματα. (...) Η διάδοσις της ελληνικής γλώσσης επιβάλλεται να γίνη, αλλά δέον να επιδιωχθή αύτη διά της εξυψώσεως του εθνικού αισθήματος και της αγάπης προς την ελληνικήν γλώσσαν, ήτις, μετά ικανοποιήσεως πληροφορούμαι ότι καλλιεργείται εν τοις σχολείοις, διά νυχτερινών σχολών εις τας οποίας η προσέλευσις πρέπει να επιτυγχάνηται διά καταλλήλου προωθήσεως, αλλ' ουχί δι' απειλών, διά διαλέξεων και επιτηδείων συστάσεων, ουδέποτε όμως διά διαταγών οία η ανωτέρω»53.
Παρ' όλες όμως τις καλές προθέσεις της ηγεσίας ειδικά απέναντι στους Κουτσόβλαχους, από το 1936 και μετά αναμφισβήτητα άρχισε να δημιουργείται έδαφος ευνοϊκό για σύγκρουση των ρουμανιζόντων Κουτσοβλάχων με τους ελληνόφρονες αδελφούς τους και τις ελληνικές αρχές. Η ερμηνευτική μου υπόθεση είναι ότι από την εποχή εκείνη αρχίζουν να εξασθενούν ή να εξαλείφονται οι αναγκαίες και ικανές συνθήκες που θεωρούμε απαραίτητες για την ειρηνική συμβίωση μιας μειονότητας μέσα σε ένα ετερογενές κράτος, δηλαδή α) οι καλές σχέσεις συγγενικού κράτους με το κράτος που φιλοξενεί τη μειονότητα στο έδαφος του, β) η ανυπαρξία εδαφικών-αλυτρωτικών αιτημάτων άρα και κοινών συνόρων, γ) η επιθυμία διαφύλαξης του status quo στην ευρύτερη γεωγραφική περιοχή και δ) η ομαλή διαβίωση της μειονότητας εντός του κράτους σε συνθήκες ισότητας και δικαιοσύνης.
Στην προκειμένη περίπτωση οι ελληνο-ρουμανικές σχέσεις δεν διαταράχτηκαν μεν ανοιχτά, αλλά από τα μέσα της δεκαετίας του '30 και μετά άρχισε να θολώνει το κοινό όραμα που ένωσε τις δύο χώρες μετά τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο: η πίστη στο καθεστώς των Συνθηκών και οι κοινοί αγώνες στο πλευρό της Γαλλίας και της Αγγλίας. Στην Ελλάδα το αυταρχικό καθεστώς του Βασιλιά και του Μεταξά, μολονότι προσηλωμένο σταθερά στη βρετανική πολιτική, εισήγαγε τον μουσολινικό αέρα στη δημόσια ζωή και ενίσχυσε το κλίμα του τύπου «ο σώζων εαυτόν σωθήτω» στα Βαλκάνια, εγκαταλείποντας τα οράματα του Παπαναστασίου περί βαλκανικής ενοποίησης. Στη Ρουμανία η επανεμφάνιση του θαυμαστή του Μουσολίνι Καρόλου Β' στο θρόνο το 1930 συνοδεύτηκε από περιφρόνηση για τον κοινοβουλευτισμό και τους λειτουργούς του και άνοιξε το δρόμο για τη βασιλική δικτατορία του 1938. Σε μια χώρα με μεγάλα μειονοτικά προβλήματα και μεγάλες ταξικές αντιθέσεις όπως αυτή, οι συνθήκες πολιτικής αποσύνθεσης ευνόησαν την εμφάνιση ενός κινήματος με φασιστικές δομές, τη «Σιδηρά Φρουρά» του Κορνέλιου Κοντρεάνου και των πρασινοχιτώνων του54. Η «Σιδηρά Φρουρά» στις εκλογές του 1937 ήταν η τρίτη πολιτική δύναμη της χώρας και εξασφάλισε χρηματική βοήθεια από τη Γερμανία. Η σκιά του Άξονα την είχε απομακρύνει πολύ από την παραδοσιακή της σύνδεση με τη Γαλλία. Το καθεστώς των Βερσαλλιών άρχισε να εμφανίζει ρωγμές. Είναι πολύ ενδεικτικό του κλίματος το γεγονός της ανάκλησης του υπουργού Εξωτερικών Ν. Τιτουλέσκου από τον Κάρολο τον Αύγουστο του 1936. Ο διεθνώς γνωστός πολιτικός ήταν το σύμβολο των δεσμών της Ρουμανίας με τη Γαλλία, τη μικρή Entente και το σύστημα συλλογικής ασφάλειας της Κοινωνίας των Εθνών.
Η άνοδος της επιρροής της «Σιδηράς Φρουράς» ανέβασε φυσικά και τις μετοχές των κάθε λογής εθνικιστών στη Ρουμανία. Έτσι, ενώ μέχρι τότε οι μακεδονο-ρουμανικές οργανώσεις δεν ενθαρρύνονταν να παίξουν τον προβοκατόρικο ρόλο τους, τώρα έχουν το πολιτικό πράσινο φως. Σύμφωνα με τις πληροφορίες της πρεσβείας Βουκουρεστίου, «οι Κουτσόβλαχοι είναι κατά το πλείστον μέλη της Σιδηράς Φρουράς και δη εκ των δραστηριότερων αυτής μελών»55. Μάλιστα η εφημερίδα Μακεδονία, που κυκλοφορούσε μόνον στους κουτσοβλαχικούς κύκλους, άρχισε να δημοσιεύει πολεμικά άρθρα με τίτλους όπως «Θέλουμε τη Μακεδονία. Ντούτσε σε περιμένουμε!», υπογραμμίζοντας ότι ο στόχος της ήταν «η διάσωσις και η στερεοποίησις του εθνικού ρουμανικού στοιχείου διά της ανακηρύξεως της ανεξαρτησίας της Μακεδονίας υπό λατινικήν προστασία»56. Οι πληροφορίες συνέδεαν ολοένα και πιο συχνά την προπαγάνδα των Ρουμανο-κουτσοβλάχων με την Ιταλία, κι έλεγαν ότι ο Μουσολίνι είχε εκδηλώσει μεγάλο ενδιαφέρον για τις κουτσοβλαχικές νησίδες στη Μακεδονία, τις οποίες αποκαλούσε «σταθμούς λατινικότητας»57. Ο Τσιάνο μάλιστα υποσχέθηκε ότι στην «προσεχή ιταλική εξάπλωσιν εις Μακεδονίαν το ρουμανικόν στοιχείον θα είναι το κυρίαρχον στοιχείον που θα κυβερνήσει»58.
Ιδού, δηλαδή, πεδίον δόξης λαμπρό για τους ρουμανίζοντες Κουτσόβλαχους στην Ελλάδα και μάλιστα στην πιο κατάλληλη στιγμή: την εποχή της τεταρταυγουστιανής αστυνομικής καταστολής που έκανε ασφυκτικό το περιβάλλον στους μειονοτικούς πληθυσμούς. Οι ελληνικές αρχές από καιρό είχαν σποραδικές πληροφορίες για ανάμιξη της φασιστικής Ιταλίας στη ρουμανοβλαχική προπαγάνδα αλλά από το 1939 και μετά οι υποψίες έγιναν βεβαιότητα. Ας μη ξεχνάμε ότι το Πάσχα εκείνης της χρονιάς η Ιταλία εισέβαλε στην Αλβανία, το τελευταίο θύμα της πολιτικής του «κατευνασμού», και άρχισε μπροστά στα μάτια όλης της Ευρώπης τη συστηματική ιταλοποίηση της χώρας με εκμετάλλευση των φυσικών πόρων της, διάβρωση της οικονομίας, αποστολή διοικητικών στελεχών και υποχρεωτική διδασκαλία της ιταλικής γλώσσας59. Ο πρέσβυς Κ. Κόλλας από το Βουκουρέστι συμβούλευε τις ελληνικές αρχές λίγο πριν το ιταλικό τελεσίγραφο: «Θα ήτο λίαν σκόπιμον, νομίζω, εάν η Ελληνική Δημόσια Ασφάλεια ήθελε μετά πολλής λεπτότητος παρακολουθήση τα εν Ελλάδι αναμεμιγμένα πρόσωπα εις την κίνησιν αυτήν»60. Οι συστάσεις του πρέσβυ Κόλλα μάλλον περίττευαν καθόσον τα κατώτερα όργανα της χωροφυλακής είχαν ήδη στενέψει τον κύκλο γύρω από τους Ρουμανίζοντες παρακολουθώντας άγρυπνα τις κινήσεις τους61. Η παρακολούθηση εντάθηκε περισσότερο μετά τον ενθουσιασμό που έδειξαν ορισμένοι Ρουμανίζοντες μόλις έμαθαν ότι η «Σιδηρά Φρουρά» μπήκε στο κυβερνητικό σχήμα στη Ρουμανία. Το γεγονός αυτό μαζί με την επιδίωξη εξαφάνισης των αιγών από το υπουργείο Γεωργίας δημιούργησε πικρία στους Κουτσόβλαχους και έδωσε έδαφος στην προπαγάνδα.
Μετά την έναρξη του ελληνο-ιταλικού πολέμου οι ελληνικές αρχές έλαβαν αυστηρά μέτρα, συλλαμβάνοντας και εκτοπίζοντας όσους θεωρούσαν 5η φάλαγγα των Ιταλών62. Τα μέτρα, εκτός του ότι προκάλεσαν επίσημες ρουμανικές διαμαρτυρίες63, αδίκησαν και πίκραναν τους πολλούς πιστούς στην Ελλάδα Βλάχους. Διότι αν υπήρξαν κάποιοι που πράγματι δικαιώθηκαν με την ιταλική επίθεση και συνεργάστηκαν με τον ιταλικό στρατό, οι περισσότεροι στάθηκαν στο πλευρό των αγωνιζομένων Ελλήνων είτε πολεμώντας, είτε βοηθώντας στον ανεφοδιασμό του ελληνικού στρατού στην Πίνδο64.
Η γερμανική επίθεση στις 6 Απριλίου 1941 βρήκε τον ελληνικό στρατό να πολεμάει παρά την ηττοπαθή του ηγεσία και ενέτεινε το κυβερνητικό χάος που επικρατούσε μετά το θάνατο του Μεταξά. Η Ελλάδα δεν μπόρεσε ν' αντέξει το βάρος ενός δεύτερου πανίσχυρου επιτιθέμενου και παραδόθηκε ακέφαλη στα στρατεύματα κατοχής, μιας και η επίσημη κυβέρνηση πήρε νωρίς το δρόμο της εξορίας65, αφήνοντας τον ελληνικό λαό υπό την αμφίβολη προστασία της πρώτης κυβέρνησης συνεργατών υπό τον στρατηγό Τσολάκογλου. Η ηττημένη Ιταλία επανήλθε ως κατοχική δύναμη και μάλιστα με παραχωρημένη από τον Χίτλερ απόλυτη προτεραιότητα στην Ελλάδα. Το Γ' Ράιχ ευτυχώς δεν κράτησε τις σχετικές υποσχέσεις του και τελικά έπαιξε ένα ρόλο διαιτητή για να εμποδίσει τους Βούλγαρους, Ιταλούς και Ρουμάνους εταίρους του να συγκρουστούν. Ο κύριος αντίπαλος της Ιταλίας ήταν βεβαίως η Βουλγαρία που από πολύ νωρίς κατέστησε σαφές ότι εποφθαλμιούσε μεγάλο τμήμα της Μακεδονίας και της Θράκης. Ο Τσιάνο όμως είχε επίσης εκδηλώσει επανειλημμένως ενδιαφέρον για «ένα μεγάλο κομμάτι της βορειοδυτικής Ελλάδας» και για τα Επτάνησα. Τέλος η Ρουμανία εκδήλωσε κι αυτή εδαφικές βλέψεις με έρεισμα τους «μακεδονο-ρουμάνους»66. Έτσι η Γερμανία φρόντισε να καταστήσει σαφές ότι δεν μπορούσε να ληφθεί καμία οριστική απόφαση για εδαφικά αιτήματα εκείνη την εποχή αποφεύγοντας τη δημιουργία τετελεσμένων γεγονότων.
Οι περιοχές εντός των οποίων ζούσε η μεγάλη μάζα των κουτσοβλαχικών πληθυσμών, δηλαδή συμπαγή χωριά στην οροσειρά της Πίνδου, όπως και στον Όλυμπο και το Βέρμιο και πόλεις της Κεντρικής και Δυτικής Μακεδονίας, της Θεσσαλίας και της Ηπείρου, όπως Γρεβενά, Τρίκκαλα, Βέρροια, Γιάννενα κ.ά., εντάχθηκαν κατά κύριο λόγο στην ιταλική ζώνη κατοχής. Το γεγονός αυτό εκμεταλλεύτηκαν όσοι Βλάχοι ήταν ήδη συνδεδεμένοι με την ιταλική προπαγάνδα και βγήκαν στο προσκήνιο αναφανδόν πια. Ας μη λησμονούμε την ψυχολογική κατάσταση ολόκληρου του ελληνικού λαού που δέχτηκε ως νικητές τους ηττημένους Ιταλούς, που ζούσε χωρίς πραγματική ηγεσία σε μια χώρα έρμαιο στον επεκτατισμό των γειτόνων, που ήδη δεν είχε τα στοιχειώδη για να διατηρηθεί στη ζωή. Αυτό το ζοφερό κλίμα επέτρεψε στον ήδη διαβόητο Αλκιβιάδη Διαμάντη να κάνει τη θριαμβευτική επανεμφάνισή του στην περιοχή των Γρεβενών διεκδικώντας τον τίτλο του ηγέτη των Κουτσοβλάχων.
Ο Διαμάντης μετά τη δράση του στην Ελλάδα το 1917 και τη λήξη του Α' Παγκοσμίου Πολέμου πήγε στην Αλβανία και στη Ρουμανία, όπου φαίνεται ότι συνδέθηκε με πολιτικούς κύκλους που τον χρηματοδότησαν για να αναζωπυρώσει την κουτσοβλαχο-ρουμανική προπαγάνδα στην Ελλάδα. Επειδή οι αγαστές σχέσεις της Ελλάδας με τους Κουτσόβλαχους δεν επέτρεπαν σπουδαία δράση, ο Διαμάντης χρησιμοποίησε τους πόρους του για προσωπικές επιχειρήσεις, φτιάχνοντας και εξανεμίζοντας περιουσίες ολόκληρες σε ελάχιστο χρονικό διάστημα. Στη συνέχεια κατόρθωσε να ονομαστεί πρόξενος της Ρουμανίας στην Αυλώνα και να ποζάρει ως μέγας παράγων του κουτσοβλαχικού κόσμου. Με την ιταλική κατοχή στην Αλβανία ως γνήσιος καιροσκόπος στράφηκε στην Ιταλία χρησιμοποιώντας ως δικαιολογητική βάση τη ρωμαϊκή καταγωγή των Βλάχων. Λίγο πριν την ιταλική επίθεση εναντίον της Ελλάδας ο Διαμάντης πήγε στην Ιταλία, στην προσπάθειά του να συνδεθεί με ηγετικούς φασιστικούς κύκλους. Η ήττα των ιταλικών στρατευμάτων ήταν βεβαίως μια δυσάρεστη έκπληξη, που όμως δεν κράτησε πολύ. Όταν οι Ιταλοί επανήλθαν με τη βοήθεια των γερμανικών όπλων, ο Διαμάντης έκανε τη θριαμβευτική επανεμφάνισή του στη γενέτειρά του Σαμαρίνα ως αυτόκλητος σωτήρας και ηγέτης των Βλάχων, εγκαινιάζοντας άγριες διώξεις εναντίον του ελληνικού στοιχείου της περιοχής67.
Η δράση του Διαμάντη και των συνεργατών του κινήθηκε σε τρεις άξονες. Αρχικά προσπάθησαν να πείσουν τους ντόπιους ότι το ελληνικό κράτος κατέρρευσε πλήρως και δεν είναι σε θέση να τους αντισταθεί. Τα μέσα που χρησιμοποίησαν ήταν κλείσιμο των ελληνικών σχολείων, απειλές κατά των Ελλήνων και ελληνοφρόνων Βλάχων, διασάλευση της τάξης και δημόσιος εξευτελισμός των κρατικών οργάνων. Φαίνεται μάλιστα ότι ήταν τόσο παθητική η αντιμετώπιση της ομάδας Διαμάντη από τις τοπικές αρχές που ο Τσολάκογλου τον Φεβρουάριο του 1942 τόνισε στη Γενική Διοίκηση Μακεδονίας: «Τα οικεία όργανα έναντι των παρομοίων αντεθνικών ενεργειών ώφειλον ν' αναπτύξωσι όλην αυτών την δραστηριότητα και να μη παρακολουθώσι τα εκτυλιχθέντα γεγονότα ως έξω του κύκλου της αρμοδιότητος αυτών και μετά μοιρολατρικής απαθείας.(...) Η παθητική αύτη στάσις όχι μόνο δεν συμβάλλει εις την εξύψωσιν του κρατικού γοήτρου αλλά τουναντίον αποθρασύνει τους αποτολμώντας τοιαύτας αντεθνικάς ενεργείας...»68. Η ομάδα αυτή έφτασε μέχρι την αυθαίρετη κατάργηση των ντόπιων οργάνων της τοπικής αυτοδιοίκησης και την αντικατάστασή τους από ομοδόξους.
Ο δεύτερος άξονας προπαγάνδας ήταν το όραμα που πρόβαλλε η ομάδα Διαμαντή, δηλαδή η δημιουργία του αυτόνομου πριγκηπάτου της Πίνδου από τμήματα της Ηπείρου, της Θεσσαλίας και της Δυτικής Μακεδονίας με επικεφαλής τον Διαμάντη και ιταλική προστασία. Ο Διαμάντης φρόντισε μάλιστα να τυπώσει και να μοιράσει υπόμνημα που δήθεν υπέβαλε στον Τσολάκογλου ως αρχηγός των Βλάχων, με το οποίο του γνωστοποιούσε τις απαιτήσεις του. Ο Τσολάκογλου διέψευσε τις φήμες ότι συνάντησε και δέχτηκε ποτέ όρους του Διαμάντη69. Αντίθετα, αναγκάστηκε να καταφύγει στις ιταλικές αρχές για να αντιμετωπίσει τον εξευτελισμό των ελληνικών αρχών από τον «πρίγκηπα» και τους συνεργάτες του: «Δημιουργείται πλέον η εντύπωσις ότι υποθάλπεται προσπάθεια υποδουλώσεως του ελληνικού πληθυσμού της ελληνικοτάτης αυτής επαρχίας και ότι η νίκη των δυνάμεων του Αξονος παρά τας επαγγελίας της σημερινής ελληνικής κυβερνήσεως και την πεποίθησιν της υγειούς μερίδος του ελληνικού λαού, θα σημάνη την υποδούλωσιν της ελληνικής πατρίδος και την εξαφάνισιν της ελληνικής φυλής»70.
Οι Βλάχοι της Πίνδου όμως ελάχιστα εντυπωσιάστηκαν από τον επίδοξο πρίγκηπα, ο οποίος μέχρι να αναλάβει τα υψηλά καθήκοντά του επισήμως, φρόντισε με τη βοήθεια των Ιταλών να κερδοσκοπήσει ασύστολα ελέγχοντας όλο το κύκλωμα δασοκομίας και τυροκομίας στην περιοχή71. Ακόμη και οι ίδιες οι ιταλικές αρχές δεν φαίνεται να είχαν σε υπόληψη τον Διαμάντη. Η Ανώτερη Στρατιωτική Διοίκηση των ιταλικών δυνάμεων στην Ελλάδα τον Νοέμβριο του 1941, έχοντας επίγνωση της αντίδρασης που θα είχε από την πλειονότητα των Βλάχων και τις ελληνικές αρχές, συνιστούσε έλεγχο της αυτονομιστικής δράσης του Διαμάντη72. Στη συνέχεια όμως αναγκάστηκαν να χρησιμοποιήσουν τις υπηρεσίες του για να ελέγξουν τα μεγάλης σημασίας ορεινά περάσματα της Πίνδου. Γι' αυτό και απάντησαν στις επικλήσεις του Τσολάκογλου ότι «ο Α. Διαμάντης ασκεί εξουσίαν αφ' εαυτού ως εκπρόσωπος της ρουμανικής μειονότητος. Τυγχάνει εγκάρδιος φίλος της Ιταλίας και ως τοιούτος γίνεται δεκτός παρά ταις ιταλικαίς αρχαίς»73.
Η πιο δυναμική κίνηση της ομάδας Διαμάντη ήταν η δημιουργία της «Ρωμαϊκής Λεγεώνος», στην οποία με ιταλική ενίσχυση προσπάθησε να στρατολογήσει με απειλές τους Βλάχους της περιοχής, με στόχο τον έλεγχο της διακίνησης των αγροτικών προϊόντων. Ο Τσολάκογλου θορυβημένος στράφηκε πλέον στις γερμανικές αρχές κατοχής, προσπαθώντας ίσως να εκμεταλλευτεί τις ενδοαξονικές αντιθέσεις: «...υπόσχονται την σύστασιν της 6ης ρωμαϊκής λεγεώνος, ης απόγονοι τιτλοφορούνται, προς ενίσχυσιν των ιταλικών στρατιωτικών αρχών, με έδραν την Λάρισαν και με αρχηγόν τον Βασίλειον Ραποτίκαν, πρώην ληστήν. Ως πυρήν δε της λεγεώνος ωργανώθη υπό τούτων συμμορία εκ διαφόρων κακοποιών στοιχείων, η οποία λυμαίνεται τα θεσσαλικά χωριά»74. Το σχέδιο όμως δεν ευδοκίμησε ούτως ή άλλως. Οι πρώτοι λεγεωνάριοι εμφανίστηκαν στη Λάρισα την άνοιξη του 1942 και δεν κατόρθωσαν να στρατολογήσουν πάνω από 2.000 ανυπόληπτα άτομα75. Το μόνο που κατόρθωσε η θλιβερή αυτή λεγεώνα ήταν να προκαλέσει την οργή του αγροτικού πληθυσμού που έπεσε θύμα τρομοκρατίας και οικονομικής εκμετάλλευσης. Φαίνεται ότι η αγανάκτηση αυτή έστρεψε μεγάλο κομμάτι των ντόπιων να αναζητήσουν προστασία στο ΕΑΜ και τον ΕΛΑΣ76.
Αυτοί που θορυβήθηκαν περισσότερο από τις ακρότητες της ομάδας Διαμάντη ήταν τα ηγετικά μέλη της ελληνόφρονης κουτσοβλαχικής κοινότητας που προσπάθησαν να αντιδράσουν με κάθε δυνατό τρόπο. Η πιο θαρραλέα αντίδραση ήταν του Τάκη Οικονομάκη, διευθυντή της γνωστής εφημερίδας του Βόλου Θεσσαλία. Στις 15, 18 και 19 Φεβρουάριου του 1942 ο Οικονομάκης δημοσίευσε σειρά άρθρων με τον τίτλο «Τι είναι οι Κουτσόβλαχοι: μια καθαρά ελληνική φυλή». Η αρθρογραφία του προκάλεσε την οργή του Διαμάντη και είχε συνέπεια τη σύλληψη του εκδότη από τις ιταλικές αρχές, παύση της έκδοσης της εφημερίδας για 5 ημέρες και επιβολή δημοσίευσης της απάντησης Διαμάντη σε ολόκληρο το θεσσαλικό τύπο77. Ένας πυρήνας αντίδρασης οργανώθηκε επίσης από τον νεαρό τότε επιφανή μετσοβίτη κουτσόβλαχο Ευάγγελο Αβέρωφ, ο οποίος σε συνεργασία με τη Χωροφυλακή Τρικκάλων προσπάθησε να ματαιώσει τον προσηλυτισμό των Βλάχων διά της θρυλούμενης παροχής τροφίμων78.
Εκτός από τους ελληνόφρονες Βλάχους, η δράση του Διαμάντη και των εταίρων του θορύβησε και τους ρουμανίζοντες Κουτσόβλαχους που αφενός δεν έβλεπαν με καλό μάτι την ανάμιξη της Ιταλίας στην κουτσοβλαχική κοινότητα και αφετέρου έβλεπαν τον κίνδυνο διαταραχής της ομαλότατης ως τότε συμβίωσής τους με τον ελληνικό λαό79. Τη δυσαρέσκειά τους αυτή την εκδήλωσαν ανοιχτά όσοι ζούσαν στη γερμανική ζώνη κατοχής. Στην προσπάθειά τους δε να κρατήσουν τους Κουτσόβλαχους της Ελλάδας υπό την αιγίδα της Ρουμανίας, ζήτησαν να τους δοθεί επισιτιστική βοήθεια αλλά χωρίς ανθελληνικό πνεύμα. Το γεγονός της ψυχολογικής απομάκρυνσης των Ρουμανιζόντων από τη Ρουμανία ήταν άλλωστε και το μοιραίο σφάλμα του Διαμαντή που αποδείχτηκε ικανός ισορροπιστής αλλά τελικά ανίκανος για υπηρέτης δύο αφεντάδων. Το καλοκαίρι του 1942 οι ρουμανικές αρχές τον προσκάλεσαν για διαβουλεύσεις στο Βουκουρέστι και δεν του επέτρεψαν να ξαναβγεί από τη χώρα απειλώντας τον ότι μέλη της οικογένειας του θα αντιμετώπιζαν τις επιπτώσεις κάθε απειθαρχίας του. Άλλωστε με την παράδοση της Ιταλίας το 1943 η κίνηση της ομάδας Διαμάντη διαλύθηκε τελείως.
Έκτοτε οι Ρουμανίζοντες της Ελλάδας προσπάθησαν να αποκαταστήσουν τη διαταραγμένη ισορροπία. Ο πρόξενος της Ρουμανίας στη Θεσσαλονίκη Ποπέσκου ακολούθησε κατευναστική και μη ανθελληνική πολιτική, δηλαδή τη γραμμή που είχε διατηρηθεί με μεγάλη επιτυχία καθ' όλη τη διάρκεια του μεσοπολέμου. Οι διαταγές της ρουμανικής κυβέρνησης ήταν κατηγορηματικές: Παροχή όλης της δυνατής συμπάθειας και βοήθειας και αποφυγή ανακίνησης οποιουδήποτε ζητήματος που θα μπορούσε να δημιουργήσει δυσαρέσκεια στην ελληνική κοινή γνώμη. Την ίδια γραμμή έδινε και η εκκλησία της Ρουμανίας -γεγονός που γνώριζε ο Δαμασκηνός. Το μόνο μέτρο που υπενθύμιζε τη διακριτική φροντίδα της «μητέρας» Ρουμανίας ήταν η παροχή τροφίμων και η διανομή τους κυρίως μέσω των σχολείων των Ρουμανιζόντων. Η ελληνική κυβέρνηση συνεργασίας κατακρίθηκε πολύ επειδή επέτρεψε την εισαγωγή των τροφίμων και τη συνεπακόλουθη αύξηση των μαθητών στα σχολεία αυτά.
Είναι πολύ χαρακτηριστική η γραμμή που έδωσε ο Ρουμάνος υπουργός Μανίου όταν επεσκέφθη τη Θεσσαλονίκη τον Ιούλιο του 1943. Ο Μανίου σύστησε στους Ρουμανίζοντες να μην ενταχτούν ούτε στο ΕΑΜ, ούτε στις αντιφρονούσες οργανώσεις. Η μικρή ομάδα των ρουμανιζόντων Κουτσοβλάχων κράτησε πράγματι έκτοτε νομιμόφρονα στάση. Μέχρι και πρόταση διαλύσεως των μειονοτικών σχολείων της έκαναν στο τέλος του πολέμου80. Είναι προφανές ότι δεν είχαν κανένα λόγο να βάλουν σε κίνδυνο τις σχέσεις τους με μια χώρα που σεβάστηκε τα δικαιώματά τους και τους επέτρεψε να ενσωματωθούν ομαλά μέσα στο πλήθος των ελληνοφρόνων ομόγλωσσων τους.
Διβάνη Λένα
Το θνησιγενές πριγκιπάτο της Πίνδου.
Γιατί δεν ανταποκρίθηκαν οι Κουτσόβλαχοι της Ελλάδος στην ιταλό - ρουμανική προπαγάνδα
Μακεδονία και Θράκη 1941 -1944. Κατοχή - αντίσταση - απελευθέρωση,
Διεθνές Συνέδριο ΙΜΧΑ, Θεσσαλονίκη 1998, σσ. 189 - 210.
Οργανώθηκε στη Θεσσαλονίκη (9-11 Δεκεμβρίου 1994) από το Ίδρυμα Μελετών Χερσονήσου του Αίμου και το Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας Α.Π.Θ.
1. Οι επικρατέστερες άλλες είναι: α) ότι οι Κουτσόβλαχοι είναι «συγγενείς των επέκεινα του Ίστρου Βλάχων και οι τελευταίοι ούτοι προέκυψαν εκ της αναμίξεως των πολυαρίθμων Ρωμαίων αποίκων, ους ο αυτοκράτωρ Τραϊανός ίδρυσεν εν αρχή της δευτέρας εκατονταετηρίδος μ.Χ. εις Δακίαν μετά των ιθαγενών της χώρας ταύτης κατοίκων, αναμίξεως ως εκ της οποίας το κυριώτατο στοιχείον της βλαχικής γλώσσης μέχρι της σήμερον είναι η λατινική» (πρόκειται για την άποψη του Παπαρρηγόπουλου όπως καταγράφεται στο βιβλίο του Α. Λιθοξόου, Μειονοτικά ζητήματα και εθνική συνείδηση στην Ελλάδα, Εκδ. Λεβιάθαν, Αθήνα, 1992, σ. 76)· β) ότι οι Κουτσόβλαχοι είναι ντόπιο στοιχείο (βλ. τις απόψεις του Ευαγγέλου Αβέρωφ-Τοσίτσα, Η πολιτική πλευρά του κουτσοβλαχικού ζητήματος, Τρίκκαλα, 1992, σ. 17-19 και Αχ. Λαζάρου, «Θρακολογία και ζήτημα καταγωγής των Βλάχων - Αρωμούνων», Τρικκαλινά 5 ( 1985), 47-77).
2. Γεώργιος Νακρατζάς, Η στενή εθνολογική συγγένεια των σημερινών Ελλήνων, Βουλγάρων και Τούρκων, Θεσσαλονίκη, 1992, σ. 54-9. Ο σ. θεωρεί επίσης προπαγανδιστική τη θεωρία των Ρουμάνων περί μετανάστευσης προς νότον. Αντίθετα ο T. Capidan (Les Macedo-roumains de la péninsule balkanique, Βουκουρέστι, 1937) αναφέρεται σε 6 ρουμανικά γυμνάσια και 113 δημοτικά σχολεία λειτουργούντα στη Μακεδονία το 1900.
3. Βλ. τη μελέτη του Δ. Ανέστη, Το κουτσοβλαχικόν ζήτημα, Λάρισα, 1961, ολόκληρη.
4. Λεπτομέρειες για τις δυσχέρειες της Ελλάδας εκείνη την εποχή βλ. στα άρθρα του Β. Κόντη, «Το Ηπειρωτικό ζήτημα και η διευθέτηση των συνόρων» και της Ε. Γαρδίκα-Κατσιαδάκη, «Ο συσχετισμός των δυνάμεων και η Ελλάδα μπροστά στη Συνθήκη του Βουκουρεστίου», στα πρακτικά του Συμποσίου με θέμα Η Συνθήκη του Βουκουρεστίου και η Ελλάδα, Institute for Balkan Studies, 1990.
5. Ι.A.Y.E. 1934, B/69, έκθεση Κακλαμάνου σχετικά με τις μειονοτικές δεσμεύσεις της Ελλάδας της 7.5.34. Για τις επιστολές αυτές έχει διατυπωθεί η άποψη ότι είναι αντικανονικές (βλ. Στ. Αντωνόπουλου, Αι Συνθήκαι Λονδίνου, Βουκουρεστίου και Αθηνών, Αθήναι, 1917, σ. 154-9).
6. Ι.A.Y.E. 1940, Α/7/9β (22): Από Ιερά Μητρόπολιν Βερροίας και Ναούσης προς Υπ. Εξωτερικών την 4.4.1940. Αυτό έγινε μετά από προτροπή εκπροσώπου του ελληνικού Υπουργείου των Εξωτερικών και ενός εκπροσώπου του ρουμανικού Προξενείου.
7. Βλ. σχετικά το άρθρο τον Basil Kondis, «The Albanian question at the beginning of 1920 and the greek-albanian protocol of Kapestitsa (May 28th 1920)», Balkan Studies, 20,2, (1979).
8. E. Αβέρωφ-Τοσίτσα, ό.π., α. 68-70.
9. I.A.Y.E. 1925, B/37, 13 και B/46: Αναφορά διοικητή τμήματος Χωροφυλακής Κωστακάκου προς Διοίκηση Χωροφυλακής Ιωαννίνων (χωρίς ημερομηνία), α.π. 15/1. Σημειωτέον ότι στο χωριό Βωβούσα λειτουργούσε από τα τέλη του 19ου αιώνα ρουμανικό σχολείο με δάσκαλο τον αδερφό του Ρουμάνου προξένου Θεσσαλονίκης και δασκάλα την κόρη του. Θεωρείτο κέντρο της ρουμανικής προπαγάνδας στην περιοχή.
10. Έκθεση της VIΙΙ Μεραρχίας για τις ελληνοβλαχικές κοινότητες της 2.4.1920 (Ι.Α.Υ.Ε. 1920-1923, Β/45).
11. Ό.π.
12. Μέχρι το 1924 13 κράτη υπέγραψαν ανάλογες διεθνείς δεσμεύσεις: Αλβανία, Αυστρία, Βουλγαρία, Τσεχοσλοβακία, Εσθονία, Ελλάδα, Ουγγαρία, Λετονία, Λιθουανία, Πολωνία, Ρουμανία, Τουρκία, Γιουγκοσλαβία. Τα μεγάλα δυτικά κράτη, αν και συγκατοικούσαν με μεγάλες μειονοτικές ομάδες, δεν δεσμεύτηκαν να τις προστατεύουν. Στη δικαιολογημένη αγανάκτηση των ταπεινωμένων ανατολικών απαντούσαν κυνικά ότι οι Μεγάλες Δυνάμεις πλήρωσαν για τη διεξαγωγή του πολέμου, άρα δικαιούνται να επιβάλλουν τους όρους της ειρήνης! (Βλ. λεπτομερώς Manley Hudson, «Tηe protection of minorities and natives in transferred territories», E. House - C. Seymour eds., What really happened at Paris, the story of the Peace Conference, 1918-1919, N. York, 1921).
13. 'Ενα γενικό απολογισμό της λειτουργίας του συστήματος βλ. στο Richard Veach, «Minorities and the League of Nations», The League of Nations in retrospect, Proceedings of the symposium, Walter de Gruyter, Berlin-N.York, 1983.
14. Ο αριθμός δίδεται κατά προσέγγιση από τον Ε. Αβέρωφ. Αντίθετα στην απογραφή του 1928 κατεγράφησαν μόνο 19.703 Κουτσόβλαχοι. Φαίνεται ότι οι υπόλοιποι έχοντας εντελώς ελληνική εθνική συνείδηση δεν θέλησαν να διαφοροποιηθούν δηλώνοντας διαφορετική μητρική γλώσσα (Pan. Elias Dimitras, «Minorities: An asset or a liability for Greece?», Contemporary European Affairs, 4, 191.4).
15. Aθ. Χρυσοχόου, Οι Βλάχοι της Μακεδονίας, Θεσσαλίας και Ηπείρου, Θεσσαλονίκη, 1942.
16. Ι.Α.Υ.Ε. 1934, Α/21/ΙΙΙ: Αναφορά διευθυντή Χωροφυλακής Μακεδονίας προς Αρχηγείο Χωροφυλακής Αθηνών της 31.7.1934 περί των ρουμανικών κοινοτήτων και του καθεστώτος λειτουργίας τους.
17. Με την εξαίρεση μίας καταγγελίας προερχόμενης από το ρουμανικό μοναστήρι του Αγίου Όρους στις 10.1.32 (Αρχεία της ΚτΕ στη Γενεύη, LoN: 4/35354/35354 (28-32) R 2176).
18. Επισήμως τα λεγόμενα συγγενή κράτη των μειονοτήτων δεν είχαν κανένα απολύτως δικαίωμα να καταγγείλουν μειονοτικές παραβιάσεις της χώρας στο έδαφος της οποίας ζούσαν οι μειονότητες. Αυτό άλλωστε ήταν και η καινοτομία του νέου διεθνούς συστήματος προστασίας υπό την αιγίδα της ΚτΕ. Στην πραγματικότητα όμως τα συγγενή κράτη χειραγωγούσαν τις μειονότητες και υπαγόρευαν τις κινήσεις τους. Σπανιότατα οι μειονοτικές ομάδες κατήγγειλαν το κράτος στο οποίο ζούσαν χωρίς έξωθεν υποστήριξη.
19. Για τη δυσαρέσκεια της Βουλγαρίας από το καθεστώς των συνθηκών βλ. ενδεικτικά το άρθρο του Ilcho Dimitrov, «Bulgaria in european politics between the two world wars: Certain preliminary inferences», L' Europe Du Sud-Est, 1-2 (1981), 198-209.
20. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του Κ. Κόλλα (πρεσβεία Βουκουρεστίου) το 1937 (Ι.Α.Υ.Ε. 1937, Α/7/9). Έχει διατυπωθεί άλλωστε η άποψη ότι οι Κουτσόβλαχοι ανήκουν μάλλον στην κατηγορία του ethnic group και όχι της national minority (G. Mavrogordatos, Stillborn republic, social coalitions and party strategies in Greece, 1922-1936, University of California Press, 1983, σ. 228).
21. Ι.Α.Υ.Ε. 1925, 13/37, 6. Απάντηση που έστειλε το Υπ. Εξωτερικών στην ΚτΕ μέσω του Κακλαμάνου με ημερομηνία 12.3.1925. Το ερώτημα που είχε θέσει η ΚτΕ ήταν τι κάνει η Ελλάδα για την προστασία των μειονοτήτων της εν όψει της συζήτησης που θα γινόταν ενώπιον του Συμβουλίου την άνοιξη του 1925.
22. Ε. Αβέρωφ-Τοσίτσα, Η πολιτική πλευρά του Κουτσοβλαχικυν ζητήματος, σ. 70-2.
23. Πιο συγκεκριμένα, η Ελλάδα προσδοκούσε την έγκριση της ΚτΕ και τη βοήθειά της ώστε να συνάψει διεθνή δάνεια υπέρ της αποκατάστασης των προσφύγων. Όφειλε λοιπόν να επιδεικνύει νομιμοφροσύνη και ευαισθησία απέναντι στις μειονότητες. Η πιο κατάλληλη μειονότητα για μια τέτοια επίδειξη φιλελευθερισμού ήταν οι σχετικώς ακίνδυνοι Κουτσόβλαχοι.
24. Η εγκύκλιος αυτή, χωρίς ακριβή ημερομηνία, είχε επίσης αφορμή τα γεγονότα κατά των Κουτσοβλάχων στην Κρανιά αλλά αφορούσε τελικά σε όλες τις μειονότητες (Ι.Α.Υ.Ε. 19Ζ4, Β/37, 1).
25. Βλ. οδηγίες του προς Γενική Διοίκηση Θεσσαλονίκης στις 23.10.1925: «Διατάξατε αστυνόμον Γρεβενών συμπεριφέρεται ευμενώς προς αυτόθι Κουτσοβλάχους και εν ανάγκη αντικαταστήσατε τούτον» (Ι.Α.Υ.Ε. 1926-7, Α/25).
26. Η ελληνική πρεσβεία στη Ρουμανία είχε σχετικές πληροφορίες. Η εφημερίδα Μακεδονία του Βουκουρεστίου, γνωστή για τις ανθελληνικές της ακρότητες, συνδεόταν με την ομώνυμη βουλγαρική εφημερίδα (Ι.Α.Υ.Ε. 1927, Α/20/β: Αναφορά πρεσβείας Βουκουρεστίου της 22.11.27, α.π. 15829).
27. Συχνά η πιο ακραία εκ των δύο σημαντικότερων οργανώσεων, η «Ένωση Αρρωμούνων Φοιτητών», κατηγορούσε για αδράνεια την άλλη, δηλαδή τη «Μακεδονορωμουνική Εταιρεία».
28. Οι πρώτες προσπάθειες έγιναν από τους Κουτσόβλαχους το 1923 και το 1924, αλλά η Ρουμανία δεν ανταποκρίθηκε θετικά για να μη διακινδυνεύσει τις καλές της σχέσεις με την Ελλάδα (Βλάσης Βλασίδης, «Η έξοδος των ρουμανιζόντων Βλάχων από την ελληνική Μακεδονία, 1924-1927», εισήγηση στο συνέδριο του ΙΜΧΑ για το Μακεδονικό, Νοέμβριος 1994, τα πρακτικά του οποίου είναι υπό δημοσίευση).
29. Ι.Α.Υ.Ε. 1925, Α/24, 2: Εγκύκλιος του υπ. Εξωτερικών της 12.9.1925, α.π. 11866. Ρουμανική πηγή για τη μετανάστευση αυτή είναι o V. Th. Musí, Un deceniu de colonisare in Dobrogea-nova, 1925-1935, Βουκουρέστι, 1955.
30. Αναφορά της Ανωτέρας Διευθύνσεως Χωροφυλακής Μακεδονίας στις 7.4.1925, Ι.Α.Υ.Ε. 1925, Β/57, 15 και Β/46. Η ίδια οργάνωση ήλεγχε και την εφημερίδα Renasterea Romana.
31. Οι Βούλγαροι όμως δεν το άφησαν να περάσει έτσι. Μόλις άρχισε ο αποικισμός της περιοχής από τους Κουτσόβλαχους, πύκνωσαν οι επιδρομές των κομιτατζήδων στη Δοβρουτσά, κάνοντας δύσκολη τη ζωή των νεοφερμένων (Ι.Α.Υ.Ε. 1925, Γ/65 αα: Αναφορά Κόλλα από πρεσβεία Βουκουρεστίου προς υπ. Εξωτερικών της 28.11.1925).
32. Οι άνθρωποι αυτοί λειτουργούσαν ως μεσολαβητές και υπολόγιζαν κέρδη από τις αγοραπωλησίες των κουτσοβλαχικών περιουσιών μέχρι και από τα κόμιστρα! Γι' αυτό και πίεζαν με φοβερή επιμονή τους συντοπίτες τους να μεταναστεύσουν, ακόμη κι όταν είχαν φτάσει οι πρώτες αποθαρρυντικές πληροφορίες για άνυδρες εκτάσεις στη Δοβρουτσά κλπ. Η Α.Δ. Χωροφυλακής Μακεδονίας αναφέρεται λ.χ. στον Γ. Τσέλιο από το Ανω Γραμματίκοβο Κοζάνης που έφτασε μέχρι την ελληνική πρεσβεία στο Βουκουρέστι για να διαπραγματευθεί τους όρους της μετανάστευσης. Διέδιδε δε ότι έτσι κι αλλιώς η Ελλάδα είχε πρόθεση να διώξει βιαίως τους Βλάχους γι' αυτό καλύτερα θα ήταν να φύγουν μόνοι τους. Για να διευκολύνει τη φυγή δε τους χρέωνε με σημαντικά χρηματικά ποσά (Ι.ΑΥ.Ε. 1925, Β/37, 1.1 και 13/46: Αναφορά της Αν. Διευθύνσεως Χωροφυλακής Μακεδονίας προς υπ. Εξωτερικών της 7.4.1925 περί της μετανάστευσης των Κουτσοβλάχων).
33. Βλ. ενδεικτικώς άρθρα της εφημερίδας Ουνιβέρσουλ της 4.2.25 και της 26.2.25 με τίτλο «Η θλιβερά κατάστασις των εν Ελλάδι Ρωμούνων».
34. Ι.Α.Υ,Ε. 1925, Β/37, 13 και Β/46: Υπουργείο Γεωργίας προς υπ. Εξωτερικών, 6.3.1925, α.π. 7899.
35. Πραγματικά, μετά το μεταναστευτικό ρεύμα οι μαθητές των ρουμανικών σχολείων μειώθηκαν αισθητά. Βλ. και τους υπολογισμούς της Γενικής Διοίκησης Μακεδονίας το 1932 (Ι.Α.Υ,Ε. 1934, Α/21/Ι1Ι.Γ.Δ. Μακεδονίας προς υπ. Εξωτερικών την 29.2.1932). Οι μόνοι όροι που προαπαιτούσε η Ελλάδα για να αποδεχτεί τη μετανάστευση ήταν α) οριστική παραίτηση της ελληνικής ιθαγένειας και του δικαιώματος επιστροφής, β) πώληση των περιουσιών και των ποιμνίων τους σε ιδιώτες ή το ελληνικό Δημόσιο και γ) εξόφληση των οφειλομένων φόρων (Ι.Α.Υ,Ε. 1925, Γ/65α: Εγκύκλιος του υπ. Εξωτερικών της 12.9.1925, α.π. 13278).
36. Ι.Α.Υ.Ε. 1929, Α/21/ΙΙΙ: Αναφορά της X Μεραρχίας περί μεταναστεύσεως ρουμανιζόντων Κουτσοβλάχων της 29.5.1929, α.π. 6184. Βεβαίως το ρουμανικό Υπουργείο Εξωτερικών χρησιμοποίησε πονηρά το αντίθετο επιχείρημα προς τους Βουλγάρους που διαμαρτύρονταν για την επιχειρούμενη εθνολογική αλλοίωση της Δοβρουτσάς. Ισχυρίστηκαν ότι η Ελλάδα σπρώχνει τους Κουτσόβλαχους στη μετανάστευση και αυτοί αναγκάζονται να τους περιμαζέψουν...
37. Υπήρχε και μια άλλη εκδοχή, την οποία υποστήριξαν οι κατηγορούμενοι Ρουμανόβλαχοι: ότι δηλαδή ο ωραίος στρατιώτης δολοφονήθηκε από αξιωματικούς του ελληνικού στρατού γιατί δεν ενέδωσε στις ανήθικες προτάσεις τους. Καμία εκδοχή δεν επαληθεύτηκε ικανοποιητικά (Ι.Α.Υ.Ε. 1933, Α/21/ΙΙΙ δ, α.π. 12114).
38. Ομάδα κουτσοβλάχων φοιτητών μάλιστα πολιόρκησαν την ελληνική πρεσβεία Βουκουρεστίου. Η ρουμανική αστυνομία δε έδειξε μια ύποπτη απροθυμία να τους απομακρύνει (Ι.Α.Υ.Ε. 193.3, Α/21/ΙΙΙ δ, α.π. 11961).
39. Βλ. ενδεικτικά άρθρο της ημιεπισήμου εφημερίδας Δρεπτάτεα της 15.11.32 με τίτλο «Μετά τις εκλογές η παγίωση της ελληνικής δημοκρατίας».
40. Ι.Α.Υ.Ε. 1933, Α/21/ΙΙΙ δ, α.π. 11961.
41. Ζητούσαν να ιδρυθεί διδασκαλείο παρά τη ρουμανική εμπορική σχολή Θεσσαλονίκης και να διορίζονται δάσκαλοι ρουμανικής υπηκοότητας στα ρουμανικά σχολεία της Ελλάδας. Η Ελλάδα κατ' εξαίρεση τους άφηνε τη δυνατότητα να στείλουν ένα-δύο δασκάλους για τη θεραπεία προσωρινών αναγκών των σχολείων τους, χωρίς όμως αυτό να γίνει καθεστώς (Ι.Α.Υ.Ε. 1934, Α/21/ΙΙΙ: Από υπ. Εξωτερικών προς πρεσβεία Βουκουρεστίου την 22.12.1928).
42. Στην εμπορική σχολή Θεσσαλονίκης φοιτούσαν 26 Σέρβοι υπήκοοι, 15 Αλβανοί και 1 Βούλγαρος.
43. Το γεγονός αυτό μάλιστα θορύβησε τις ελληνικές αρχές γιατί θα έδινε λαβές παραπόνων και στις υπόλοιπες μειονότητες που δεν είχαν την ίδια ευνοϊκή αντιμετώπιση. Στα σχολεία αυτά δούλευαν 75 καθηγητές, 54 Έλληνες και 21 Ρουμάνοι. Μερικά απ' αυτά θα έπρεπε κανονικά να είχαν καταργηθεί έχοντας τόσο λίγους μαθητές μετά τη μετανάστευση των Ρουμανιζόντων αλλά τα διατηρούσαμε λόγω φιλίας... (Ι.Α.Υ.Ε. 1933, Α/21/β: Σημείωμα του Γ.Β. Μελά της 3.7.1929 περί κουτσοβλαχικής μειονότητας στην Ελλάδα και ελληνικών σχολείων στη Ρουμανία).
44. Ι.Α.Υ.Ε. 19.3.3, Α/21/β, ΥΠΕΞ προς πρεσβεία Βουκουρεστίου 11.10.29.
45. Για λεπτομέρειες περί του αγώνα που έκαναν οι μειονοτικές χώρες κατά του συστήματος προστασίας μειονοτήτων από την ΚτΕ βλ. Λένα Διβάνη, Ελλάδα και μειονότητες. Το σύστημα διεθνούς προστασίας της ΚτΕ, εκδ. Νεφέλη, 1995, σ. 41-51.
46. Το υπόμνημα τελείωνε με τη σύσταση ενίσχυσης της χωροφυλακής, συνεχούς παρακολούθησης των υπόπτων και εντατικοποίηση της γλωσσικής αφομοίωσης (Ι.Α.Υ.Ε. 1936, Α/4/9α, β: Από Γ. Α. Ηπείρου προς υπ. Εξωτερικών, 12.12.1936).
47. Αναφορά της Νομαρχίας Κοζάνης στις 5.9.1932 (Ι.Α.Υ.Ε. 1934, Α/21/ΙΙΙα).
48. Βλ. πλήρη λίστα των παραβιάσεων στη ρηματική διακοίνωση του Ρουμάνου πρέσβυ προς το Υπουργείο Εξωτερικών στις 27.5.1937, Ι.Α.Υ.Ε. 1937, Α/7/9.
49. Ι.Α.Υ.Ε. 19917, A/6/9, Μόνιμος Υφυπουργός Εξωτερικών Μαυρυυδής προς Υπουργείο Δικαιοσύνης, 27.11.37.
50. Τονίζοντας συγχρόνως ότι «βεβαίως αντιλαμβάνονται το δύσκολον της θέσεως των πολιτικών αρχών εξ αιτίας της προκλητικότητας των περί ου ο λόγος» (Ι.Α.Υ.Ε. 1938, Α/7/9, Υπουργείο Εξωτερικών προς Γενική Διοίκηση Μακεδονίας στις 27.9.1938).
51. Ι.Α.Υ.Ε. 19.37, Α/7/9, Πρεσβεία Βουκουρεστίου προς ΥπΕξ. στις 17.5.37.
52. Ό.π.
53. Η επιστολή δεν έχει ημερομηνία και είναι ανυπόγραφη. Αλλά το περιεχόμενο, ο γραφικός χαρακτήρας της προσφώνησης και κυρίως το γεγονός ότι είναι γραμμένη σε επιστολόχαρτο με τυπωμένη ένδειξη «Πρόεδρος Κυβερνήσεως» υποδεικνύουν σαφώς την ταυτότητα του επιστολογράφου (Ι.Α.Υ.Ε. 1937, Α/6/9).
54. Περί του κινήματος αυτού βλ. αναλυτικά στο Ζωρζ Καστελλάν, Η ιστορία των Βαλκανίων, ο. 579-88.
55. Ι.Α.Υ.Ε. 1940, Α/1, Α/1δ, Α/10/2, Α/10/3, Α/10/6, Α/10/8, Α/11/3, Α/13, α.π. 29371, πρεσβεία Βουκουρεστίου, 25.9.1940.
56. Ό.π.
57. Η περίφημη «λατινικότης» που συνέδεε τους ρουμανίζοντες Βλάχους με την Ιταλία και που χρησίμευσε ως όχημα στα σχέδια του Μουσολίνι, στηριζόταν νεφελωδώς στους λατινικούς (αντί για κυριλλικούς) χαρακτήρες με τους οποίους γραφόταν η ρουμανική γλώσσα χάριν της διαφοροποιήοεως του ρουμανικού έθνους από τους Σλάβους και τους Μαγυάρους που το τριγύριζαν. Για την ομάδα δε που πρόβαλε τη θεωρία της καταγωγής των Κουτσοβλάχων από τη ρωμαϊκή λεγεώνα, οι δεσμοί με τη φασιστική Ιταλία ήταν πιο αυτονόητοι (E. J . Hobsbawm, Έθνη και εθνικισμός από το 1780 μέχρι σήμερα, πρόγραμμα, μύθος, πραγματικότητα, Εκδ. Καρδαμίτσα, 1994, σ. 160).
58. Ό.π. Οι συζητήσεις αυτές έλαβαν χώρα κατά την επίσκεψη του πρωθυπουργού της Ρουμανίας Τσιγκούρτου και του υπουργού Εξωτερικών Μανολέσκο στην Ιταλία τον Ιούλιο του 1940. Στις συζητήσεις τότε φαίνεται ότι αναμίχτηκαν οι Κουτσόβλαχοι που ζούσαν εκεί και σπούδαζαν στα ιταλικά πανεπιστήμια.
59. Stelanaq Pollo, Arben Pluto, The history of Albania from its origins to the present day, Routledge and Kegan Paul, London, 1981, σ. 216-20.
60. I.A.Y.E. 1940, A/1, Α/1δ, A/10/2, A/10/3, A/10/6, A/10/8, A/11/3, A/13, α.π. 29371.
61. Τόσο που το Υπουργείο Εξωτερικών αναγκάστηκε για πολλοστή φορά να επισημάνει στις Γ.Λ. Μακεδονίας και Ηπείρου στις 2.2.1938: «Επιστήσατε την προσοχήν των κατωτέρων οργάνων, ιδία της Χωροφυλακής, καθόσον έχομεν την υπόνοιαν ότι ταύτα πίπτουν θύματα ερεθισμού προκαλουμένου παρά πρακτόρων της ρουμανικής προπαγάνδας και εις στιγμάς ψυχικού αναβρασμού λησμονούν τας χορηγηθείσας οδηγίας» (Ι.Α.Υ.Ε. 1938, Α/11α, α.π. 3618).
62. ΑΘ. Χρυσοχόου, Η κατοχή εν Μακεδονία, βιβλίον τρίτον, Η δράσις της ιταλορουμανικής προπαγάνδας, Θεσσαλονίκη, 1951, σ. 12-3. Σημειώνω επίσης ότι πριν την ιταλική επίθεση οι ελληνικές αρχές δεν είχαν στοιχεία για συνεργασία των Ρουμανιζόντων με τους Ιταλούς. Είχαν απλώς βάσιμες υποψίες και έπαιρναν προληπτικά μέτρα. Το υπουργείο Εξωτερικών μάλιστα επέστησε την προσοχή της Γ.Δ. Ηπείρου να προσέξει την κυκλοφορία της φήμης ότι οι Κουτσόβλαχοι διαθέτουν ιταλική προστασία γιατί αυτό μπορεί να λειτουργούσε αρνητικά από πάσης απόψεως. Και τους προπαγανδιστές ρουμανίζοντες Βλάχους θα βοηθούσε να ξεθαρρέψουν κι άλλους να παρασύρει προς το μέρος του Αξονα κι άλλους ελληνόφρονες να προσβάλλει (Ι.Α.Υ.Ε. 1941, Α/7/9,20, Υπ. Εξ. προς Γ.Δ. Ηπείρου, 3.10.1940).
63. Η πρεσβεία της Ρουμανίας διαμαρτυρήθηκε εγγράφως γιατί πληροφορήθηκε ότι η ελληνική κυβέρνηση θα στείλει στην Κρήτη τους Κουτσόβλαχους που βρίσκονταν ήδη στις φυλακές και τα στρατόπεδα συγκεντρώσεως (Ι.Α.Υ.Ε. 1941, Α/7/9,20, α.π. 10055).
64. Ε. Αβέρωφ-Τοσίτσα, Η πολιτική πλευρά..., σ. 75-6.
65. Λεπτομέρειες για τις συνθήκες υπό τις οποίες αναχώρησαν ο βασιλιάς Γεώργιος και η κυβέρνηση Τσουδερού βλ. στο Λένα Διβάνη, Η πολιτική των εξόριστων ελληνικών κυβερνήσεων, 1941-1944, Εκδ. Αντ. Σάκκουλα, Αθήνα, 1992, σ. 25-38.
66. Για τη δράση των Βουλγάρων και των Ιταλών στην κατοχική Ελλάδα βλ. τη μελέτη του Χάγκεν Φλάισερ, Στέμμα και σβάστικα, Η Ελλάδα της κατοχής και της αντίστασης, 1941-1944, Εκδ. Παπαζήοη, 1988, σ. 83-105.
67. Όλα τα στοιχεία περί της οπερατικής προσωπικότητας του Διαμάντη είναι από τα Βιβλία, του Αθ. Χρυσοχόου, Η κατοχή εν Μακεδονία, βιβλίον τρίτον..., α. 18-19 και Ε. Αβέρωφ, Η πολιτική πλευρά του κουτοοβλαχικού ζητήματος, σ. 96-7. Διαπιστώνει κανείς όμως ότι υπάρχουν -ευλόγως άλλωστε- πολλά κενά και αντιφάσεις στις παρατιθέμενες βιογραφίες του θρυλικού αυτού αριβίστα.
68. Ι.Α.Υ.Ε. 1941-1943, 32, α.π. Ε 2/1/3, Πρόεδρος Κυβερνήσεως προς Γ.Δ. Μακεδονίας 3.2.1942.
69. ΑΘ. Χρυσοχόου, ό.π., σ. 28-9.
70. Ι.Α.Υ.Ε. 1941-1943, 32, α.π. 5520.
71. Βλ. τις καταγγελίες της Ασφάλειας Βόλου για τη δράση του σχετικά, Ι.Α.Υ.Ε. 1941-1943, 32, με ημερομηνία 17.2.1942.
72. Γιώργου Μαργαρίτη, «Από την ήττα στην εξέγερση, Ελλάδα: Ανοιξη 1941 Φθινόπωρο 1942». Ο Πολίτης, Αθήνα, 1993, σ. 188-9.
73. Αθ. Χρυσοχόου, ό.π., σ. 22.
74. Ι.Α.Υ.Ε. 1941-1943, 32, ρηματική διακοίνωση του Πρωθυπουργού προς Πληρεξούσιον του Γ' Ράιχ στην Ελλάδα, 10.4.1942.
75. Ιωάννης Κολιόπουλος, Λεηλασία φρονημάτων, το μακεδονικό ζήτημα στην κατεχόμενη Δυτική Μακεδονία, 1941-1944, Εκδ. Βάνιας, Θεσσαλονίκη, 1994, σ. 70-2.
76. Κατά τον Πέτρο Ρούσο, οι Ελασίτες και δη οι επίλεκτοι μαυροσκούφηδες του Αρη εξόντωσαν τη Λεγεώνα και έδωσαν έτσι νέο αέρα ανάπτυξης στο αντάρτικο (Η μεγάλη πενταετία, τ. Α \ 1976, σ. 243).
77. Η απάντηση υπάρχει στην εφημερίδα Ταχυδρόμος τον Βόλου της 28.3.1942 με τίτλο «Επιβεβλημένη απάντησις» και την υποσημείωση ότι η εφημερίδα υποχρεώθηκε να τη δημοσιεύσει. Είναι χαρακτηριστικό ότι την απάντηση υπογράφουν διάφοροι ως εκπρόσωποι των Βλάχων της Βαλκανικής. Πολλοί από τους υπογράφοντες όμως διαμαρτυρήθηκαν την επομένη για πλαστογράφηση της υπογραφής τους!
78. Βλ. αναφορά της Διοικήσεως Χωροφυλακής Τρικκάλων προς τον Πρωθυπουργό την 4.4.1942 (Ι.Α.Υ.Ε. 1941-43, 32). Αναφέρει πληροφορίες περί αποστολής μεγάλης ποσότητας αραβοσίτου και σίτου από τη Ρουμανία, η οποία θα διανεμηθεί σε όσους Κουτσόβλαχους παραδεχτούν ότι έχουν ρουμανική καταγωγή. Επειδή θεωρούσε μεγάλο το δέλεαρ για τους πενόμενους ορεσίβιους, προτείνει στην ελληνική κυβέρνηση να στείλει φορτία αραβοσίτου ή σταφίδας στους πληθυσμούς αυτούς για να τους βοηθήσει να αντισταθούν στον πειρασμό. Σύμφωνα με τη μαρτυρία του ίδιου του Αβέρωφ, είχαν σχεδιάσει σε περίπτωση μη αντίδρασης του Τσολάκογλου να κάψουν ή να λεηλατήσουν τις αποθήκες, ώστε να μη γίνει η προπαγανδιστική διανομή σιτηρών! (Ε. Αβέρωφ-Τοσίτσα, Η πολιτική πλευρά..., σ. 92).
79. Βλ. ενδεικτική επιστολή του δικηγόρου Φλωρίνης Γεωργίου Μόδη της 30.6.42 που περιγράφει τα αισθήματα των δύο αρχηγών των ρουμανιζόντων της Βέρροιας: «Οι κουτσοβλαχικοί πληθυσμοί πρέπει και εφεξής ως κατά αιωνόβιον παρελθόν να αυξήσουν αρμονικά μετά του άλλου όγκου μετά του οποίου έχουν συνυφανθεί και ότι οι τα αντίθετα πράττοντες εγκληματούν» (Ι.Α.Υ.Ε. 1941-1943, 32).
80. Αθ. Χρυσοχόου, ό.π., α. 122.