Το παρακάτω κείμενο δε γράφτηκε από κάποιον συγγραφέα, ούτε γράφτηκε για εμπορικούς σκοπούς. Είναι μια προσπάθεια κάποιων μελών του Συλλόγου της Ιεροπηγής να καταγράψει τα ήθη και έθιμα των Βλάχων της περιοχής. Είναι αφηγήσεις των παππούδων και γιαγιάδων μας που μας βοήθησαν στην καταγραφή αυτή και θέλουμε να τους ευχαριστήσουμε πάρα πολύ γι’ αυτό. Επίσης είναι αναμνήσεις από τους παππούδες και τις γιαγιάδες μας, ότι θυμόμαστε από αυτούς όταν μας αφηγούνταν σαν παραμύθι πως μεγάλωσαν, παντρεύτηκαν και έζησαν τη ζωή τους.
Προξενιό
Οι Βλάχοι συνήθιζαν να αρραβωνιάζουν τα παιδιά τους πριν ακόμα γεννηθούν (ντι πέντικε – από την κοιλιά), αρκούσε ο λόγος μεταξύ των δύο γονιών - μελλοντικών συμπεθέρων. Έτσι αν γεννιόνταν αγόρι και κορίτσι ίσχυε ο λόγος του αρραβώνα πριν τη γέννηση, σε αντίθετη περίπτωση αν γεννιόνταν 2 αγόρια τότε γίνονταν όταν μεγάλωναν βλάμηδες (φουρτάτς), αν γεννιόνταν κορίτσια γίνονταν αδελφοποιτές (σουράτι). Σε κάποιες περιπτώσεις το προξενιό από την κοιλιά συνεχίστηκε έως και το 1960 (υπάρχουν ζευγάρια σήμερα που επιβεβαιώνουν ότι ήταν αρραβωνιασμένοι πριν ακόμη γεννηθούν).. Ήδη όμως από τα χρόνια του Μεσοπολέμου και έπειτα τα προξενιά γίνονταν σε μεγαλύτερη ηλικία συνήθως των 20 χρόνων.
Η ενδογαμία ήταν νόμος απαράβατος. Έδιναν ιδιαίτερη σημασία - αποτελούσε και το βασικό κριτήριο - στο σόι-φάρα με την οποία θα συμπεθέρευαν. Οι γάμοι από αγάπη ήταν απαγορευτικοί και γι’ αυτό ήταν σπάνιοι.
Βασικός κανόνας ήταν το προξενιό να γίνεται στο κονάκι της υποψήφιας νύφης. Έτσι ο πατέρας του γαμπρού πήγαινε να ζητήσει από τον πατέρα της κοπέλας να γίνουν ένα σπίτι (σνι φιτσέμ ούνε κάσε). Αν η πρόταση δεν γίνονταν δεκτή, αποχωρούσε και κατευθύνονταν στη επόμενη επιλογή του έως ότου γίνονταν δεκτή η πρόταση του. Στην περίπτωση που ο πατέρας της κοπέλας δέχονταν τότε όριζαν επί τόπου την ημέρα των αρραβώνων “δίνοντας το λόγο” και πίνοντας το ούζο (μπια ρικία).
Από τη στιγμή που έπιναν το ούζο οι δύο οικογένειες είχαν πλέον ενωθεί, ήταν συμπέθεροι.
Φυσικά η κόρη και ο νιος δεν είχαν καμία αντίληψη των γεγονότων και πολύ περισσότερο άποψη ή δυνατότητα άρνησης.
Αρραβώνας (Σουσέρι)
Μετά που έπιναν το ούζο, οι συμπέθεροι όριζαν την ημέρα του αρραβώνα και συνήθως αυτή ορίζονταν για μετά από λίγες μέρες.
Την ημέρα του αρραβώνα ο γαμπρός μαζί με τους στενούς συγγενείς του κινούσαν για το κονάκι της νύφης, έχοντας μαζί τους δώρα για τη νύφη (ασημικά στολίδια), ένα μαντήλι μεταξωτό (συνήθως από τη Κορυτσά η οποία φημίζονταν για τα μαντήλια της) πάνω στο οποίο είχαν καρφιτσώσει μια χρυσή λίρα. Το μαντήλι με τη λίρα το ονόμαζαν "σέμνου" (σημάδι). Τα παλαιότερα χρόνια ο γαμπρός μπορεί και να πλήρωνε κάποιο ποσό στον πεθερό του για να του δώσει την κόρη του σε αντίθεση με το σήμερα. Το σημάδι με τη λίρα συμβόλιζε τη δοσοληψία μεταξύ γαμπρού - πεθερού. Στον αρραβώνα δίνονταν το σημάδι ως καπάρωμα της νύφης και στο γάμο που συνήθως γίνονταν μετά από μεγάλο χρονικό διάστημα το επέστρεφαν στο γαμπρό.
Η αδελφή του γαμπρού είχε στο κεφάλι της την κουλούρα του αρραβώνα στολισμένη με καραμέλες ενώ στον ώμο είχε ένα κεντητό δισάκι (τισάγκα) που είχε μέσα ένα μπουκάλι ούζο, το σημάδι, τα δαχτυλίδια και μια σακούλα καραμέλες - κουφέτα (πόμιλι).
Φτάνοντας στο κονάκι της νύφης, οι γονείς και συγγενείς της νύφης υποδέχονταν τους συμπεθέρους στην πόρτα και στη συνέχεια τους πήγαιναν να καθίσουν στο μέσο της μεγάλης καλύβας γύρω από τους στρωμένους σοφράδες με τα ψητά, ενώ η νύφη ήταν κρυμμένη σε γειτονική καλύβα.
Καθισμένοι μπροστά στο σοφρά οι δύο συμπέθεροι έβαζαν ένα μεγάλο ταψί (σινί μπακιρένιο) στη μέση και εκεί έριχναν εναλλάξ τις καραμέλες, τα δαχτυλίδια και το μαντήλι με τη λίρα. Στη συνέχεια ανακάτευαν με τα χέρια μέσα στο ταψί όλα τα υπάρχοντα. Το ανακάτεμα των καραμελών συμβόλιζε την ένωση των δύο οικογενειών σε μία. Ακολουθούσε το ούζο, υψώνοντας το μπουκάλι εύχονταν να τους ζήσουν "σνι κιρδισιάστε" και έπιναν ο ένας μετά τον άλλο από το μπουκάλι με τη σειρά. Ταυτόχρονα με το μπουκάλι που ήταν ολοκέντητο από τη μάνα του γαμπρού με χάντρες (μιρτζέλι), πήγαινε από τον έναν στον άλλον και το μαντήλι με το σημάδι. Οι παρευρισκόμενοι έπαιρναν το μαντήλι και το ακουμπούσαν στα μαλλιά και τα γένια τους ευχόμενοι να ζήσουν πολλά χρόνια όσα και τα μαλλιά τους "σμπινιάτζε, σ' αλγκιάστε, σ' αουσιάστε". Στο σημείο αυτό εμφανίζονταν η νύφη στολισμένη με τα ασημικά δώρα, και κρατώντας ένα δίσκο κερνούσε ούζο τους καλεσμένους οι οποίοι εύχονταν και έριχναν λεφτά στο δίσκο της νύφης. Στη συνέχεια έβαζαν τα δαχτυλίδια και ο πεθερός φορούσε μια χρυσή λίρα στο λαιμό της νύφης. Από τη στιγμή αυτή η κόρη ήταν πλέον αρραβωνιασμένη και επίσημα. Ακολουθούσε το τραπέζι των αρραβώνων και οι συμπέθεροι αποχωρούσαν έχοντας στα χέρια τους τα δώρα που τους είχε δώσει η νύφη συνήθως κάλτσες και πετσέτες.
Η αρραβωνιασμένη νύφη δεν επιτρεπόταν να πηγαίνει στο σπίτι του γαμπρού, μόνο ο γαμπρός μπορούσε να πάει στο σπίτι της νύφης όταν εκείνη όμως έλειπε! Αν κατά τύχη συναντιόντουσαν έκαναν τα αδύνατα δυνατά να αποφύγουν τη συνάντηση λόγω ντροπής.
Ένα από τα τραγούδια του αρραβώνα και η μετάφραση αυτού είναι το ακόλουθο:
Νάπαρτι ντι αμάρι λάε |
Πέρα από τη Μαύρη θάλασσα |
Ακόμα και σήμερα – τουλάχιστον στην Ιεροπηγή - όταν αρραβωνιάζονται δύο νέοι, το σημάδι με τη λίρα, το ούζο, το ανακάτεμα των κουφέτων καθώς και η λίρα του πεθερού στην νύφη είναι έθιμα που διατηρούνται σε αρραβώνα που και οι δύο νέοι είναι βλάχοι, αλλά ακόμα και σε περιπτώσεις που είναι μόνο ένας από τους δύο έχει βλάχικη καταγωγή.
Γάμος
Την ημέρα του γάμου την όριζαν (τιγιά τζούα) οι γονείς του ζευγαριού. Οι δύο πλευρές καθώς ήταν στα θερινά κονάκια κατευθύνονταν προς τις μεγάλες πόλεις όπως στην Κορυτσά, στα Ιωάννινα και το Άργος Ορεστικό (Χρούπιστα) για να αγοράσουν τα απαιτούμενα για το γάμο (προικιά, υφάσματα και δώρα).
ΤΕΤΑΡΤΗ – Το κοπάνισμα του σιταριού (μπιτέρα α γκέρου)
Το απόγευμα της Τετάρτης προ του γάμου στο κονάκι του γαμπρού μαζεύονταν όλα τα κορίτσια και οι γυναίκες από το σόι στην αυλή καθισμένες κυκλικά σε ξύλινα καθίσματα.
Η μητέρα του γαμπρού έστρωνε στη μέση της αυλής 3 υφαντά πολύχρωμα στρωσίδια και στη συνέχεια πάνω σε αυτά έριχνε ένα σωρό από σιτάρι ανακατεμένο με καραμέλες και σταφίδες. Σε μια άκρη είχε ταψιά μπακιρένια (σινιά) και αφού τα γέμιζε με σιτάρι τα έδινε στις γυναίκες για να ξεχωρίσουν το σιτάρι από τις καραμέλες και τις σταφίδες.
Αφού καθάριζαν το σιτάρι το έβαζαν μέσα σε ένα άσπρο υφασμάτινο σακούλι και αυτό με τη σειρά του το έβαζαν σε ένα υφαντό σακί (χιράρ). Τοποθετούσαν στη μέση ένα μεγάλο κούτσουρο πάνω στο οποίο τοποθετούσαν το σακί με το σιτάρι.
Όλα ήταν πλέον έτοιμα για να ξεκινήσει το κοπάνισμα του σιταριού. Το κοπάνισμα (με τον κόπανο που έπλεναν τα ρούχα) ξεκινούσαν τρία αγόρια (για να είναι αρσενικό το πρώτο παιδί του ζευγαριού), αφού πρώτα εύχονταν να ζήσει το ζευγάρι, ενώ οι γυναίκες ολόγυρα τραγουδούσαν πολυφωνικά τραγούδια όπως το παρακάτω:
Μπάμπε μπούμπε μάγιλι |
Μπάμ μπουμ οι κόπανοι |
Έπειτα όλες οι γυναίκες ανά δύο κοπάνιζαν το σιτάρι έως ότου να ασπρίσει και να ξεφλουδιστεί. Ενδιάμεσα έριχναν στο σακί νερό με το γκιούμι για να μαλακώσει το σιτάρι.
Όταν το σιτάρι ήταν έτοιμο το έπλεναν καλά και το τοποθετούσαν σε μπακιρένιο καζάνι για να το μαγειρέψουν την επόμενη μέρα.
Οι άντρες την ημέρα αυτή και στα δύο κονάκια κατασκεύαζαν ξύλινο αυτοσχέδιο στέγαστρο σχήματος θολωτού, γαλαρίας (κουτάρου) και αυτό θα ήταν το μέρος που θα κάθονταν οι καλεσμένοι του γάμου και θα γίνονταν το γλέντι. Το «κουτάρο» το έφτιαχναν από ευλύγιστα ξύλα και το σκέπαζαν με βελέντζες που ήταν φτιαγμένες από γίδινο μαλλί (κιπρίνες) και φτέρη (φέρικε).
Μόλις νύχτωνε, στο σπίτι του γαμπρού και αφού είχαν τελειώσει το κοπάνισμα του σιταριού οι γυναίκες έφτιαχναν τα «κιρίτσια», μάλλινες πολύχρωμες φούντες τις οποίες θα χρησιμοποιούσαν την επόμενη μέρα για να στολίσουν τα φλάμπουρα του γάμου. Το μαλλί που χρησιμοποιούσαν για να φτιάξουν τις φούντες το είχε βάψει η μητέρα του γαμπρού με φυσικά χρώματα την Μεγάλη Πέμπτη.
ΠΕΜΠΤΗ – Τα ξύλα της χαράς (σουρτσέλια)
Το πρωί της Πέμπτης οι γυναίκες ξαναμαζεύονταν στο κονάκι του γαμπρού. Πρώτα στόλιζαν τραγουδώντας την κουλούρα και μετά έπαιρναν το δρόμο για τον τοποθεσία στο δάσος όπου θα έκαναν τα «σουρτσέλια».
Μόλις έφταναν εκεί διασκορπίζονταν στο δάσος μαζεύοντας δεμάτια ξύλα (λιέμι μιγιέ) που θα χρησιμοποιούσαν για ψήσιμο (κουλούρες και αρνιά).
Αφού τελείωναν με τα δεμάτια έστρωναν καταγής υφαντό τραπεζομάντιλο και έβαζαν πάνω τη στολισμένη κουλούρα, φρέσκο τυρί, ελιές, χαλβά και καραμέλες.
Η κουμπάρα (νούνα) έσπαζε τη κουλούρα στο κεφάλι της (το κόψιμο με το μαχαίρι σήμαινε γκρίνια για το ζεύγος) και την μοίραζε σε όλες τις γυναίκες μαζί με τα υπόλοιπα προσφάγια.
Ένα κομμάτι από τη κουλούρα η πεθερά το τοποθετούσε στον πλησιέστερο θάμνο για να το φάνε τα πουλιά ή περαστικοί τσοπάνηδες που συνήθως παραφυλούσαν για να το πάρουν μετά την αποχώρηση των γυναικών από την περιοχή.
Όταν τελείωναν το φαγητό άρχιζαν να κατασκευάζουν τα φλάμπουρα του γάμου. Οι βλάχοι της περιοχής της Ιεροπηγής έφτιαχναν τρία φλάμπουρα ράβοντας με βελόνι χρωματιστά υφάσματα συνήθως άσπρα και κόκκινα πάνω σε αντίστοιχα ξύλινα κοντάρια. Επίσης πάνω στα φλάμπουρα έραβαν και τις μάλλινες φούντες (κιρίτσια), που είχαν φτιάξει το προηγούμενο βράδυ, σε σχήμα λουλουδιού ή σαλίγκαρου στη μέση του οποίου τοποθετούσαν κουδουνάκια. Στην κορυφή τα κοντάρια είχαν το σχήμα του σταυρού και εκεί τοποθετούσαν τρία μήλα. Το φλάμπουρο της νύφης ήταν το πιο προσεγμένο και το ομορφότερο.
Με το τελείωμα του ραψίματος την κλωστή που περίσσευε την έπαιρνε η αδερφή του βλάμη (φουρτάτου), τα βελόνια τα έμπηγαν μέσα στο χώμα και τα προσφάγια που περίσσευαν τα άφηναν στο σημείο διότι δεν έπρεπε να τα επιστρέψουν στο κονάκι του γαμπρού. Επίσης η μάνα του γαμπρού στόλιζε με φούντες και έναν θάμνο, η κίνηση αυτή συμβόλιζε τη συμμετοχή της φύσης στη χαρά.
Φυσικά όταν έφτιαχναν τα φλάμπουρα τραγουδούσαν διάφορα πολυφωνικά τραγούδια όπως το παρακάτω:
Τσιν λόι λαγκάδε λούγκε |
Σαν πήρα ένα μακρύ δάσος |
Καθώς πλέον ήταν όλα έτοιμα, τρεις γυναίκες έπαιρναν η καθεμία στον ώμο από ένα φλάμπουρο και χόρευαν τρεις κύκλους. Έπειτα τα έδιναν σε τρία μικρά αγόρια τα οποία προπορεύονταν της πομπής, ενώ οι γυναίκες ζαλωμένες με τα δεμάτια ξύλων και τραγουδώντας έπαιρναν το δρόμο για το κονάκι του γαμπρού. Πάνω στα δεμάτια τοποθετούσαν πολύχρωμες φούντες τις οποίες πρόσφερε η μάνα του γαμπρού σε όλες τις γυναίκες μαζί με μαντηλάκια ως δώρο. Ειδικά τις πολύχρωμες φούντες οι γυναίκες τις τοποθετούσαν στις πόρτες των καλυβιών τους ως ένδειξη χαράς στο σόι.
Κατά τη διάρκεια της επιστροφής σταματούσαν τρεις φορές στο δρόμο για να χορέψουν με τα φλάμπουρα τρεις κύκλους.
Στο μεταξύ τρία κορίτσια είχαν ξεκινήσει νωρίτερα για το κονάκι του γαμπρού κρατώντας στα χέρια τους πράσινα κλαδιά. Φτάνοντας εκεί οι γιαγιάδες που είχαν μείνει πίσω, έδιναν στα κορίτσια μαστραπάδες (όλι) με νερό και αυτές έτρεχαν πίσω για να προλάβουν να δώσουν το νερό να ξεδιψάσουν τις γυναίκες. Τα τρία αυτά κορίτσια δεν έπρεπε κατά την επιστροφή στο κονάκι του γαμπρού να μιλήσουν μεταξύ τους αλλά ούτε και να γυρίσουν πίσω το κεφάλι τους για να κοιτάξουν την πομπή που ακολουθούσε.
Όταν οι γυναίκες έφταναν στην αυλή του γαμπρού χόρευαν και η γιαγιά τους έριχνε ρύζι. Στη συνέχεια τοποθετούσαν τα τρία φλάμπουρα πάνω στην καλύβα και τα έδεναν με πολύχρωμα σκοινιά τα οποία είχαν φτιάξει- συνήθως η γιαγιά - για αυτόν ακριβώς το σκοπό. Επίσης ενδιάμεσα στα φλάμπουρα τοποθετούσαν τα πράσινα ξύλα που είχαν φέρει τα τρία κορίτσια.
Στο μεταξύ είχαν ξεφορτωθεί τα ξύλα και στο ήδη έτοιμο σκέπαστρο «κουτάρο» κάθονταν όλες μαζί για να φάνε το σιτάρι που είχαν κοπανίσει το προηγούμενο βράδυ και το είχαν μαγειρέψει με φρέσκο βούτυρο και τυρί κάποιες άλλες νωρίς το πρωί.
ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ Προζύμια – Ψήσιμο (φριπτάγιου)
Την Παρασκευή το πρωί και τα δύο κονάκια ασχολούνταν με το ζύμωμα και ψήσιμο των κουλούρων (κουλάκου) καθώς και των ψωμιών του γάμου.
Τις κουλούρες του γάμου τις έφτιαχναν με ρεβιθάλευρο (σημίτε). Στην αρχή μια κοπέλα με μάνα και πατέρα «έπιανε» το προζύμι και στη συνέχεια η πεθερά άρχιζε το ζύμωμα, ενώ γύρω γύρω οι γυναίκες τραγουδούσαν πολυφωνικά τραγούδια όπως τα εξής:
Τσέτιρε μόι σφακ ριτζάι |
Ρεβίθι σε παρακαλώ |
και
Ίντρε μούμε του κιπιστέρι |
Έμπα μάνα στη λεκάνη |
Στη συνέχεια άναβαν τους φούρνους και έψηναν τις κουλούρες και τα ψωμιά. Ενώ οι γυναίκες έψηναν τις κουλούρες, οι άντρες ασχολούνταν με το ψήσιμο των προβάτων σε ειδική ξύλινη κατασκευή (φριπτάγιο), η οποία ήταν διαμορφωμένη έτσι ώστε να ψήνουν μέχρι και 10 πρόβατα αριστερά και δεξιά από τη φωτιά που έκαιγε στη μέση, σε σούβλες το ένα κάτω από το άλλο. Στο ψήσιμο βοηθούσαν όλοι οι συγγενείς. Έψηναν πάρα πολλά πρόβατα αλλά εκτός από τα ψητά μαγείρευαν σε καζάνια στιφάδο με πρόβειο κρέας, κρεμμύδια και κόκκινο πιπέρι, το πολύ νόστιμο φαγητό του γάμου (γκέλα ντι πινούμτε). Στο σημείο αυτό να αναφέρουμε ότι το φαγητό αυτό δε μπορούσε να το μαγειρέψει οποιαδήποτε γυναίκα αλλά μαγείρισσες με ικανότητες στο μαγείρεμα σε καζάνι. .
Το ίδιο γίνεται και σήμερα στην Ιεροπηγή, κάθε φορά που γίνεται ένας γάμος την Παρασκευή το βράδυ ψήνουν τα πρόβατα και φυσικά συμμετέχει όλο το χωριό.
Σάββατο
Το Σάββατο πρωί οι γυναίκες καταπιάνονταν με το μαγείρεμα του φαγητού, ποσότητα ανάλογη με τους καλεσμένους σε κάθε περίπτωση.
Αργότερα στα δύο κονάκια έφθαναν οι καλεσμένοι, η πρόσκληση για το γάμο είχε γίνει από κορίτσια της οικογένειας μια βδομάδα πριν από το γάμο με καραμέλες που είχαν μέσα σε μικρό κεντητό τορβά (τιρτίτσιο). Οι στενοί συγγενείς έφερναν για δώρα του γάμου σφαχτά (κανίσκια), κουλούρες καθώς και χρηματικά ποσά ή δώρα συνήθως μπακιρένια. Αργότερα αντικατέστησαν τις κουλούρες με αλεύρι που πήγαιναν μαζί με το δώρο ή το φάκελο με τα χρήματα. Για τους γονείς της νύφης (νουμτάριε) τα δώρα αυτά θεωρούνταν «φρίνε πριμούτ» δανεικά δηλαδή τα οποία και θα ανταπέδιδαν στους γάμους των καλεσμένων τους.
Το απόγευμα έρχονταν και τα όργανα (τέμπινλι ή γκύφτιε), που συνήθως ήταν από τις περιοχές της Θεσπρωτίας, Πωγωνίου. Ο πρώτος σκοπός ήταν μοιρολόι και παίζονταν μέσα στο σπίτι. Με αυτόν τον τρόπο προσκαλούσαν στο γάμο όλους τους νεκρούς συγγενείς, οπότε η συγκίνηση ήταν μεγάλη. Στο τέλος κερνούσαν τα όργανα και έβαζαν στον ώμο κάθε οργανοπαίχτη από μια λευκή πετσέτα.
Στη συνέχεια έβγαιναν έξω και ξεκινούσε το γλέντι στην αυλή όπου άναβαν μεγάλες φωτιές. Πρώτα στο «κουτάρο» θα έτρωγαν οι γυναίκες που χόρευαν επίσης χώρια από τους άντρες και έπειτα οι άντρες οι οποίοι θα παρέμεναν εκεί πίνοντας και τραγουδώντας πολυφωνικά τραγούδια του γάμου αλλά και ιστορικά ή της τάβλας. Ένα έθιμο που τηρούσαν στο «κουτάρο» ήταν αυτό της «ντολίας». Συνήθως ένας τσέλιγκας ο «ντολημπάσης» που κάθονταν στην κεφαλή «κάπου ντι κουτάρου» έδινε εντολή σε όποιον επιθυμούσε να πιει ένα ποτήρι, αυτός στη συνέχεια έδινε σε εντολή σε κάποιον άλλον κοκ.. Ο καθένας πριν πιει εύχονταν στα νιόγαμπρα καθώς και στους γονείς τους. Πολλές φορές έπιναν και με το τσαρούχι τους. Αργά τη νύχτα έβγαιναν στην αυλή όπου και χόρευαν μέχρι τα ξημερώματα. Οι χοροί που χόρευαν ήταν στα τρία, Πωγωνίσιο, Ζαγορίσιο, χοροί της Β. Ηπείρου κυρίως το Μπεράτι, ενώ αγαπημένος χορός ήταν επίσης το τσάμικο.
Από τα περισσότερο γνωστά πολυφωνικά τραγούδια που ακούγονταν είναι το εξής:
Τσι στα περγιε νέλι νέλι |
Τι σου κάθονται τα μαλλιά σγουρά |
Η νύφη το Σάββατο βράδυ το περνούσε παρέα με ανύπαντρα κορίτσια του τσελιγκάτου, ενώ αργά τη νύχτα στολισμένη και φορώντας το δεύτερο φουστάνι – όπως το ονόμαζαν – έβγαινε από την καλύβα για να χορέψει στην αυλή με τους συγγενείς της συνοδευμένη από το νουνό της. Πρώτα χόρευε ο νουνός της και στη συνέχεια η νύφη, χόερυαν χορούς που ακούγονται ακόμη και σήμερα σε γάμους όπως π.χ. το τραγούδι «φίλοι μου και αν με ρωτάτε ποιος τον κάνει ετούτο γάμο…..».
Κυριακή του γάμου
Στο κονάκι της νύφης
Στο κονάκι της νύφης την Κυριακή το πρωί έβγαζαν τη προίκα (πάια) και τα δώρα της στην αυλή για να μπορέσουν έτσι να τη δουν όλοι, κάτω από τον ήχο της κομπανίας. Η ποσότητα αλλά και το είδος της προίκας αποτελούσε κριτήριο για τη νοικοκυροσύνη της νύφης και της μάνας της. Στη συνέχεια μάζευαν την προίκα σε σακιά για να είναι έτοιμη να τη φορτώσουν όταν θα έρχονταν οι συμπέθεροι να πάρουν τη νύφη. Ακολουθούσε τραπέζι για όλους τους συγγενείς.
Τη νύφη τη στόλιζαν τα κορίτσια. που ήταν ήδη στο κονάκι από την προηγούμενη νύχτα. Η νύφη φορούσε την επίσημη φορεσιά (αρμάτα), το φόρεμα συνήθως είχε χρώμα κόκκινο, σε σπάνιες περιπτώσεις πράσινο ή μπλε. Στην πλάτη της σχημάτιζαν σταυρό με δυο βελόνες, στο πρόσωπο της καλύπτονταν με λευκό λεπτό αραχνοΰφαντο μαντήλι κεντημένο με χάντρες και πούλιες για να μη φαίνεται το πρόσωπο της όταν θα έρχονταν οι συμπέθεροι, επίσης είχε και τα χέρια της καλυμμένα με μαντήλι. Το παπούτσι, της το φορούσε ο αδελφός της. Τα κορίτσια από γύρω τραγουδούσαν :
Φουστάνα ντι μβιάστε |
Το φόρεμα το νυφικό |
και:
Λα σιγκούνι βίνιτε |
Βρε σιγκούνι γαλανό |
Όταν πλέον ή νύφη ήταν έτοιμη, οι συγγενείς της έμπαιναν στην καλύβα για να δουν, να καμαρώσουν τη νύφη και ευχόμενοι την κερνούσαν χρήματα. Δίπλα στη νύφη μια αδελφοποιτή της (σουράτε) μάζευε τα λεφτά σε ένα ταγάρι ή μια άσπρη μαξιλαροθήκη.
Η νύφη έχοντας από αριστερά και δεξιά της δύο άντρες της οικογένειας (αδέλφια, θείοι ή πρώτα ξαδέλφια), έβγαινε στην αυλή και ξεκινούσε ο χορός όλων των συγγενών με τη νύφη. Πρώτος θα ξεκινούσε το χορό ο αδελφός της. Από τις πιο συγκινητικές στιγμές ήταν ο χορός της νύφης με τους γονείς της που συνοδεύονταν από δάκρυα συγκίνησης και χαράς.
Τελειώνοντας ο χορός με όλους η νύφη έμπαινε πάλι στην καλύβα και όλοι περίμεναν πλέον τους συμπεθέρους.
Στο κονάκι του γαμπρού
Την Κυριακή το πρωί στο σπίτι του γαμπρού μαζεύονταν οι γυναίκες για να στολίσουν τις κουλούρες, μία για να καλέσουν τον κουμπάρο, μία για το βλάμη και φυσικά την πιο όμορφα στολισμένη για τη νύφη και τραγουδούσαν:
Χαράου μάρι χαράου |
Χαρά μεγάλη χαρά |
Στη συνέχεια με τη συνοδεία οργάνων και το φλάμπουρο μπροστά πήγαιναν και έπαιρναν το βλάμη και έπειτα τον κουμπάρο. Μετά την επιστροφή στο κονάκι του γαμπρού καθόντουσαν όλοι στο «κουτάρο» και έστρωναν τραπέζι.
Όταν τελείωναν με το τραπέζι ο γαμπρός κάθονταν σε μια καρέκλα στην είσοδο του «κουτάρου» και τον ξύριζε ο κουμπάρος ή ένας μπαρμπέρης. Γύρω του οι συγγενείς τραγουδούσαν:
Ο! ντουλμπέρ ασιέ σμπινέτζ |
Ντουλμπέρι έτσι να ζήσεις |
και έριχναν κέρματα σε μπακιρένιο δοχείο (κιλντούσια) με νερό που ήταν τοποθετημένο στα πόδια του γαμπρού.
Μετά που τελείωνε το ξύρισμα του γαμπρού, οι συγγενείς ένας – ένας ασήμωναν το γαμπρό, τον φιλούσαν ευχόμενοι να ζήσετε (σι μπινάτζ). Κατόπιν ο γαμπρός έμπαινε στην καλύβα και εκεί φορούσε τη γαμπριάτικη του φορεσιά ,παλαιότερα φουστανέλα έπειτα μπουραζάνα ή κιλότα. Στο γιλέκο και συγκεκριμένα στη πλάτη σχημάτιζαν – όπως και στη νύφη - ένα σταυρό με δύο βελόνες για να ‘χτυπάει’ το κακό μάτι, στη τσέπη του έβαζαν ένα κλειδί για να κλειδώσει τα κακά στόματα και ένα νόμισμα στο τσαρούχι.
Ο γαμπρός έτοιμος πλέον στέκονταν στην είσοδο της καλύβας, δίπλα του ήταν οι γονείς του και οι παππούδες του ενώ τριγύρω του οι συγγενείς του τραγουδούσαν:
Ες σόρε τας γιέι |
Βγες ήλιε να πάρεις |
Η μάνα του γαμπρού έριχνε με ασημένιο μαστραπά (όλα ντι άπε) νερό στην άκρη του σακακιού του παππού και στην ποδιά της γιαγιάς και ο γαμπρός έσκυβε να πιει νερό για να πάρει την ευχή έτσι από τους παππούδες του. Στη συνέχεια η μάνα άφηνε το μαστραπά στα πόδια του γαμπρού, του έβαζε ένα νόμισμα στο στόμα και αυτός με τη σειρά του έριχνε το νόμισμα μέσα στο μαστραπά και τον κλωτσούσε με το δεξί πόδι προς τα έξω για να χυθεί το νερό με το νόμισμα, αυτό αποτελούσε σημάδι αφθονίας.
Έτσι το ψίκι ξεκινούσε, μπροστά πήγαινε η αδερφή του γαμπρού με τη στολισμένη κουλούρα στο κεφάλι και το δισάκι του γάμου στον ώμο που περιείχε ένα λευκό κεντητό μαντήλι, πλάτη ενός ψητού προβάτου, ένα μπουκάλι ούζο και καραμέλες- κουφέτα. Ο γαμπρός ανέβαινε σε άλογο του οποίου την πλάτη είχαν ρίξει κόκκινη κεντητή μπατανία. Ο βλάμης κρατούσε το φλάμπουρο και όλοι μαζί οι συγγενείς τραγουδώντας ξεκινούσαν για το κονάκι της νύφης.:
Σουκάκια τσιν λόι |
Το σοκάκι που πήρα |
Σε κάποιες περιπτώσεις το ταξίδι ήταν πολύ μεγάλο εξαιτίας του γεγονότος ότι οι οικογένειες ξεκαλοκαίριαζαν σε διαφορετικές περιοχές, έτσι μπορεί να ταξίδευαν από το Γράμμο μέχρι τη Β. Ήπειρο.
Πλησιάζοντας οι συμπέθεροι στο κονάκι της νύφης με τρεις πυροβολισμούς ενημέρωναν τους συγγενείς της νύφης ότι κατέφθασαν, ενώ εκείνοι ανταπέδιδαν τους πυροβολισμούς επιτρέποντας έτσι την είσοδο τους στον οικισμό. Στη συνέχεια οι συγγενείς της νύφης σχημάτιζαν ευθεία γραμμή ο ένας δίπλα από τον άλλο με μπροστάρηδες τους γηραιότερους της οικογένειας. Φτάνοντας εκεί το ψίκι τους εμπόδιζαν οι συγγενείς της νύφης να περάσουν αν πρώτα δε πληρώσουν ή αν δε πιούν το ποτό που τους κερνούσαν μια και κάτω (σιούτα) σύμφωνα με το έθιμο της εντολής (ντολία). Οι συγγενείς του γαμπρού πείραζαν με τη σειρά τους, τους συμπεθέρους τραγουδώντας:
Λα κούσκρε τσι νι κρουσκέμ |
Συμπεθέρα που συμπεθεριάσαμε |
Ενώ για τη νύφη τραγουδούσαν:
Ες μβιάστε ναφόρε |
Βγες νύφη έξω |
Από το σπίτι της νύφης έριχναν μια κουλούρα στον αέρα προς τους συγκεντρωμένους συμπέθερους που έμπαιναν πλέον στην αυλή με πρώτους τους άντρες φυσικά, ενώ οι νέοι έτρεχαν να πιάσουν την κουλούρα την οποία στη συνέχεια μοίραζαν μεταξύ τους. Ένα αγοράκι έπαιρνε τη σημαία από το βλάμη και την έβαζε στο ψηλότερο σημείο της καλύβας.
Ενώ ο γαμπρός με το βλάμη και τις γυναίκες περίμενα όρθιοι στην αυλή, οι άντρες συγγενείς του γαμπρού με πρώτο τον πατέρα του γαμπρού έμπαιναν ο ένας μετά τον άλλο στην καλύβα. Η νύφη σε στάση προσοχής με το πρόσωπο καλυμμένο με βέλο (ζιβόν) φιλούσε το χέρι των συμπεθέρων οι οποίοι την χαιρετούσαν και την κερνούσαν με νομίσματα. Βγαίνοντας από την καλύβα τους κερνούσαν ούζο και στη συνέχεια μαζί με το γαμπρό κάθονταν στο «κουτάρο» όπου τους έστρωναν τραπέζι.
Οι γυναίκες με τη σειρά τους με πρώτη την αδελφή του γαμπρού ( η μητέρα του γαμπρού έμενε πίσω στο σπίτι στον αρραβώνα αλλά και στο γάμο) έμπαιναν στην καλύβα. Μπαίνοντας αντάλλασαν τις κουλούρες, χαιρετούσαν και κερνούσαν τη νύφη και η αδελφή του γαμπρού έβγαζε το βέλο που φορούσε η νύφη και της φορούσε το βέλο που είχε φέρει, συνήθως τις φορούσαν και κάποιο κόσμημα (κιουστέκι, τσαπράκι, φλουριά). Γύρω από τη νύφη τραγουδούσαν πολυφωνικά τραγούδια όπως είναι τα παρακάτω:
Τούμπε λα τούμπε μουσιάτε |
Ματσάκι λουλουδιών όμορφο |
Τσι’ άι ντι στάι ασέ |
Τι έχεις και κάθεσαι έτσι |
Συνήθως η νύφη κατά τη διάρκεια των τραγουδιών έκλαιγε από την συγκίνηση και από το αίσθημα της αποχώρησης από το σπίτι της.
Στη συνέχεια έβγαιναν οι γυναίκες από την καλύβα και πήγαινα στο «κουτάρο» όπου είχε στρωθεί το τραπέζι με το φαγητό. Στην κεντρική τάβλα κάθονταν ο γαμπρός, οι στενοί συγγενείς του γαμπρού και της νύφης καθώς και ο βλάμης με τον κουμπάρο. Ο πατέρας του γαμπρού ζητούσε το σημάδι (μαντήλι με τη λίρα – σέμνου) με το οποίο είχε αρραβωνιάσει τη νύφη του. Η μητέρα της νύφης έβαζε τότε στη τάβλα το σημάδι, τις καραμέλες κουφέτα και ένα μπουκάλι ούζο, ενώ από το κεντητό δισάκι που είχαν μαζί τους οι συγγενείς του γαμπρού έβγαζαν τις δικές τους καραμέλες – κουφέτα, ένα μπουκάλι ούζο το οποίο ήταν κεντημένο με πολύχρωμες χάντρες και μία πλάτη ψητού προβάτου. Όπως και στον αρραβώνα σε μπακιρένιο ταψί (σινί) ανακάτευαν οι δύο συμπέθεροι τα κουφέτα και των δύο πλευρών μαζί με το σημάδι, κίνηση που σήμαινε την ένωση των δύο οικογενειών. Πρώτος ο πατέρας του γαμπρού και στη συνέχεια ο πατέρας της νύφης ακουμπούσαν το μαντήλι με το σημάδι στα μαλλιά τους και έπιναν ούζο και από τα δύο μπουκάλια ευχόμενοι «να ζήσουν να ασπρίσουν σαν τα μαλλιά» (σ’ μπινιάτζε κα πέριε σ’ αλγκιάστε) και «να μας προκόψουν» (σνι κιρδισιάστε). Το σημάδι και τα δύο μπουκάλια περνούσαν από χέρι σε χέρι σε όλους τους παρευρισκόμενους στο «κουτάρο» που εύχονταν με τη σειρά τους.
Όταν τελείωνε αυτή η διαδικασία ένας από τους συγγενείς της νύφης – συνήθως ο αδελφός ή θείος της- έβγαζε το γαμπρό και το βλάμη στην αυλή και ξεκινούσε ο χορός, ενώ γύρω τους οι συγγενείς της νύφης καμάρωναν το γαμπρό. Πρώτος χόρευε ο αδελφός της νύφης, στη συνέχεια ο γαμπρός στον οποίο οι συγγενείς της νύφης κρεμούσαν λεφτά στο πέτο του και κερνούσαν τα όργανα. και τρίτος ο βλάμης. Η μητέρα της νύφης κατά τη διάρκεια του χορού τοποθετούσε στους ώμους του γαμπρού και του βλάμη λευκό μαντήλι για να ξεχωρίζουν. Με το γαμπρό χόρευαν οι στενοί συγγενείς της νύφης και ένα από τα τραγούδια που ακούγονταν κατά τη διάρκεια του χορού είναι το εξής:
Γιά μουτρίτς κάι έστι νούνου |
Για κοιτάξτε ποιος είναι ο κουμπάρος |
Με το τέλος του χορού έφθανε και η ώρα της αποχώρησης. Τα παλαιότερα χρόνια έπαιρναν και τη προίκα της νύφης εκείνη την στιγμή, ενώ αργότερα αυτό γίνονταν την Πέμπτη πριν το γάμο. Πρώτοι ξεκινούσαν να φύγουν από το κονάκι της νύφης ο γαμπρός μαζί με το βλάμη, ακολουθούσαν οι συγγενείς του γαμπρού αφού πρώτα πλήρωναν την προίκα και τη φόρτωναν στα άλογα. Ο κουμπάρος πλήρωνε και το φλάμπουρο στο παιδί που την κρατούσε, χωρίς το φλάμπουρο ήταν αδύνατο να ξεκινήσουν για την επιστροφή στο κονάκι του γαμπρού. Τέλος στη είσοδο της καλύβας κρέμονταν μια κόκκινη φλοκάτη (τσιόργκα) από την προίκα της νύφης την οποία πλήρωνε για να την πάρει ο πεθερός.
Η νύφη έχοντας αριστερά και δεξιά της τα αδέλφια της ή πολύ στενούς συγγενείς όταν δεν είχε αδέρφια και με διάχυτη τη συγκίνηση – υπήρχε περίπτωση να ξαναδεί τους συγγενείς της μετά από πάρα πολύ καιρό ίσως και μετά από χρόνια- έβγαινε από την καλύβα. Στην έξοδο μπροστά στα πόδια της τοποθετούσαν ένα μπακιρένιο μαστραπά και ένα νόμισμα στο στόμα της, τότε η νύφη έριχνε το νόμισμα στο μαστραπά και τον κλωτσούσε προς τα έξω. Γυρνούσε προς την είσοδο του σπιτιού και προσκυνούσε τρεις φορές, χαιρετούσε τους συγγενείς της οι οποίοι την ξεπροβόδιζαν έως έξω από το κονάκι τραγουδώντας:
Ντουμένικε ταχινά |
Κυριακή ξημερώματα |
Τη νύφη την περίμεναν στα μισά της διαδρομής οι συγγενείς του γαμπρού όπου και την παρέδιδε ο πατέρας της. Τη νύφη ανέβαζε σε ένα άσπρο άλογο ο πατέρας της ή τα αδέλφια της στην πλάτη του οποίου είχαν στρώσει κόκκινη ολοκέντητη μπατανία. καθώς ανέβαινε αριστερά και δεξιά από το άλογο κρατούσαν ανοιχτές φλοκάτες για να μη φανούν τα πόδια της. Οι συγγενείς της νύφης κατόπιν αυτού επέστρεφαν στο κονάκι τους και η νύφη ξεκινούσε πλέον μόνη της για τη νέα κατοικία της με το νέο σόι της. Τα γκέμια από το άλογο της νύφης τα έδεναν στο άλογο του πεθερού της που προπορεύονταν, ενώ ένας στενός συγγενής του γαμπρού συνήθως αδελφός ή θείος περπατούσε δίπλα από το άλογο της νύφης. Κατά την επιστροφή η νύφη στέκονταν αμίλητη πάνω στο άλογο, ενώ γύρω της τραγουδούσαν και χόρευαν. Οι άντρες μπορεί να αστειεύονταν μεταξύ τους μπροστά στη νύφη όμως αυτή δεν έπρεπε ούτε καν να χαμογελάσει.
Πρώτος έφθανε στο κονάκι ο γαμπρός ο οποίος σε όλη τη διάρκεια της διαδρομής δεν έπρεπε να γυρίσει το κεφάλι του προς τα πίσω να κοιτάξει τη νύφη για να μη μοιάσουν τα παιδιά τους προς το σόι της. Ο γαμπρός και η νύφη κατέβαιναν από τα άλογα και ξεκινούσαν για το καλύβι που θα γίνονταν η στέψη. Μια γυναίκα από το σόι του γαμπρού που προπορεύονταν και περπατώντας ανάποδα κοιτάζοντας τους δηλαδή, ράντιζε με ούζο το δρόμο από τον οποίον περνούσαν ο γαμπρός και η νύφη για να πάνε στην καλύβα, κίνηση που πίστευαν ότι ξόρκιζε το οποιοδήποτε κακό και τα μάγια, τραγουδώντας: «βιάρσε γιν βιάρσε ρικίι σ’ ίντρε μβιάστα κου τινίι» (ρίξε κρασί, ρίξε ούζο να μπει η νύφη με τιμή).
Φτάνοντας πλέον στην είσοδο οι γυναίκες τραγουδούσαν:
Γιάλια βίνι μβιάστα ανόστε |
Να που ήρθε η νύφη μας |
Με το τέλος του τραγουδιού στην είσοδο της καλύβας έβγαιναν τα πεθερικά της νύφης τα οποία της δώριζαν κοσμήματα. Η πεθερά έδινε στη νύφη ένα κομμάτι βούτυρο και η νύφη άλειφε στην είσοδο πάνω, κάτω, δεξιά και αριστερά στο σχήμα του σταυρού και ακολουθούσε το λουκούμι που έτρωγαν εναλλάξ πεθερά και νύφη. Στη συνέχεια η νύφη έπρεπε να αποδείξει την εξυπνάδα, τις ικανότητες και τη νοικοκυροσύνη της μπροστά σε όλο το σόι. Έτσι στην αρχή η πεθερά λανάριζε (σκριμινά) μαλλί πάνω από το κεφάλι της νύφης με την ευχή να ασπρίσει και στη συνέχεια της έδινε να λαναρίσει μαλλί, να γνέσει και να κάνει κουβάρι το νήμα ενώ γύρω της τραγουδούσαν:
Σκάρμινε μβιάστε σκάρμινε |
Λανάρισε νύφη λανάρισε |
Στο τέλος η πεθερά έριχνε ένα βελόνι κάτω και η νύφη έπρεπε να το βρει και να της το παραδώσει, για να αποδείξει έτσι την παρατηρητικότητα της. Βέβαια η κάθε νύφη γνώριζε από τη μητέρα της τις «δοκιμασίες» που θα υποβάλλονταν και γι’ αυτό ήταν ανάλογα προετοιμασμένη.
Όλα ήταν πλέον έτοιμα για την είσοδο στην καλύβα. Η πεθερά είχε στρώσει μάλλινο λευκό δίμιτο (πουστάβ) διάδρομο για να πατήσει πάνω σε αυτό το ζευγάρι καθώς έμπαινε στην καλύβα ενώ στις μασχάλες της νύφης έβαζε δύο ψωμιά. Μέσα στην καλύβα η πεθερά έπαιρνε τη νύφη και την οδηγούσε στην εστία (βάτρα, τουτσουνάρ) όπου και προσκυνούσε, κίνηση που συμβόλιζε τη μόνιμη εγκατάσταση και το ρίζωμα της νύφης στο καινούριο σπιτικό της. Στην αγκαλιά της νύφης έδιναν και τρία μικρά αγοράκια ενώ αυτή τους κερνούσε καραμέλες. Στη συνέχεια οι γηραιότερες που δεν είχαν ευχηθεί ακόμη στη νύφη της εύχονταν ενώ οι νεότερες τραγουδούσαν.
Η στέψη γίνονταν μέσα στην καλύβα από ιερέα που προσκαλούσαν από κάποιο χωριό της γύρω περιοχής. Μετά το τέλος του μυστηρίου το ζευγάρι των νεόνυμφων έβγαινε στην αυλή. Ξεκινούσε τότε η διαδικασία να βγάλουν από τα σακιά την προίκα της νύφης που αποτελούνταν από υφαντές κουβέρτες (ντόγκιι), φλοκάτες, υφαντά μαξιλάρια και ταγάρια καθώς και από ένα ξύλινο σκαλιστό σεντούκι (κριτσέλα) που περιείχε τα ρούχα της νύφης και να την εκθέσουν στην αυλή για να τη δουν όλοι οι παρευρισκόμενοι. Στην προίκα της νύφης συμπεριλαμβάνονταν και τα δώρα προς όλους τους συγγενείς. Τα δώρα αυτά ήταν λευκή φλοκάτη για το πεθερό και το κουμπάρο, κόκκινη φλοκάτη για τα αδέλφια του γαμπρού και τους θείους, υφαντές κάλτσες, μαξιλαροθήκες και πετσέτες. Ειδικά για τους ανύπαντρους συγγενείς τα δώρα ήταν υφαντά ή κεντητά ταγάρια που θα χρησιμοποιούνταν στους δικούς τους γάμους. Ο βλάμης ήταν αυτός που μοίραζε τα δώρα στους συγγενείς φωνάζοντας δυνατά το όνομα του καθενός και πετώντας τους από μακριά τα δώρα. Καθώς έπαιρναν τα δώρα ο κάθε ένας τα ακουμπούσε στα μαλλιά του και εύχονταν «σνι κιρδισιάστε» (να προκόψουν).
Μόλις τελείωναν με τα δώρα μάζευαν την προίκα και ξεκινούσε ο χορός. Πρώτος στη σειρά ξεκινούσε ο κουμπάρος, δίπλα του η νύφη και ο γαμπρός και ακολουθούσαν οι άντρες και οι γυναίκες συγγενείς. Μετά το χορό του κουμπάρου χόρευε η νύφη , στην οποία «κρεμούσε», δώριζε λεφτά όλο το σόι του γαμπρού. Η νύφη χόρευε τόσο αργά και σεμνά με σκυφτό το κεφάλι έτσι ώστε να μη λικνίζονται οι πτυχές του φουστανιού της. Στη συνέχεια χόρευε ο γαμπρός και ακολουθούσε όλο το σόι. Οι χοροί που χόρευαν ήταν βαριά πωγωνίσια και στα τρία. Το γλέντι κρατούσε μέχρι τα ξημερώματα με χορό στην αυλή και φυσικά φαγοπότι, τραγούδια και ευχές στο «κουτάρο».
Κάποια στιγμή αποχωρούσε ο κουμπάρος με τη συνοδέια οργάνων που τραγουδούσαν:
Στο καλό καλέ μας νούνε
και άσε την ευχή σου πίσω
να προκόψουν τα παιδιά σου
να μας έρθεις και με λάδι
Τα νιόγαμπρα στο τέλος του γλεντιού οδηγούνταν για ύπνο σε καινούργια καλύβα που είχε φτιαχτεί για το σκοπό αυτό. Το νυφικό κρεβάτι είχε στρωθεί και στολιστεί κάποιες μέρες πριν από τα γάμο με λουλούδια, καραμέλες, σταφίδες και κέρματα, επίσης για να είναι το πρώτο παιδί του ζευγαριού αγόρι είχαν βάλει πάνω στο κρεβάτι να καθίσει ένα αγοράκι.
Δευτέρα μετά το γάμο
Το πρωί της Δευτέρας η νύφη μαζί με τις υπόλοιπες γυναίκες από το σόι που είχαν φέρει για τη νύφη γλυκές πίτες, πήγαιναν στη βρύση για νερό. Η νύφη έπρεπε να ρίξει νερό για να πλυθούν όλοι οι συγγενείς φιλώντας τους το χέρι, ενώ του πεθερού της έπρεπε να πλένει και τα πόδια.
Τη Δευτέρα το βράδυ όλοι οι συγγενείς μαζεύονταν στο «κουτάρο» για να σπάσουν την κουλούρα που είχαν ανταλλάξει την προηγούμενη μέρα που είχαν πάει να πάρουν τη νύφη. Στην αρχή η νύφη κερνούσε με ένα δίσκο ούζο όλους τους παρευρισκόμενους και εκείνοι με τη σειρά τους ευχόμενοι έριχναν λεφτά στο δίσκο. Την κουλούρα έσπαζε στο κεφάλι του ο βλάμης και τη μοίραζε σε όλους τους παρευρισκόμενους και φυσικά δεν έτρωγαν μόνο την κουλούρα αλλά ακολουθούσε τραπέζι με ψητά και ποτό και τραγούδια. Η νύφη ήταν πλέον μέλος της νέας της οικογένειας.
Αντίστοιχο τραπέζι και γλέντι γίνονταν τη Δευτέρα το βράδυ και στο κονάκι της νύφης.
Σαράντα μέρες μετά το γάμο αν η απόσταση το επέτρεπε, η νύφη επέστρεφε στο πατρικό της σπίτι με μια γλυκιά πίτα ως επισκέπτρια πλέον, τα λεγόμενα «επιστρόφια».
Οι βλάχοι τιμούσαν -αλλά και σήμερα τιμούν - ιδιαίτερα τη νύφη γιατί στο πρόσωπο της έβλεπαν τη συνέχεια της οικογένειας τους. Τον πρώτο χρόνο του γάμου οι συγγενείς καλούσαν ένα βράδυ το γαμπρό και τη νύφη στη καλύβα τους και τους έκαναν το τραπέζι. Εκτός όλων των άλλων μαγείρευαν για τη νέα νύφη «πιτιρόνια», τυρόπιτα με ψημένα φύλλα πασπαλισμένη με ζάχαρη.
Γενικά
Τον πρώτο λόγο στο νοικοκυριό και στο σπίτι γενικότερα τον είχε η πεθερά ( έτσι και αλλιώς συνήθως στην οικογένεια επικρατούσε μητριαρχία). Η νύφη αποκτούσε δικαίωμα γνώμης όταν αποκτούσε παιδιά. Μετά τη γέννηση του πρώτου της παιδιού επίσης αποκολλούσε την ασημένια πλάκα από το τσουπάρι της, αφήνοντας μόνο το δερμάτινο κάλυμμα.
Η νύφη ασχολούνταν με τις δουλειές του σπιτιού αλλά και με την επεξεργασία του πρόβειου μαλλιού έτσι έγνεθε, ύφαινε αλλά και έραβε τα ρούχα για όλη την οικογένεια. Όπως αναφέρουν και οι μεγαλύτεροι σε ηλικία, οι βλάχοι μπόρεσαν και κρατήθηκαν σε δύσκολες εποχές όπως π.χ. στην Κατοχή γιατί οι γυναίκες επεξεργάζονταν το μαλλί και μπορούσαν έτσι να ντυθούν αλλά και να πουλήσουν τα υφαντά τους όταν χρειάζονταν καθώς επίσης εξαιτίας της ασχολίας τους με την κτηνοτροφία δεν πείνασαν ποτέ παρόλο που ήταν στα βουνά σε αντίθεση με ότι γίνονταν στις πόλεις.
Το όνομά της νύφης πλέον ήταν αντίστοιχο του άντρα της – δεν χρησιμοποιούσε πλέον το βαφτιστικό της- έτσι το όνομα μπορεί να ήταν της μορφής «τσαλ Μήτρου», «τσαλ Τσώμα» η γυναίκα του Μήτρου, η γυναίκα του Θωμά αντίστοιχα. Δεν αποκαλούσε τον άντρα της με το όνομα του – ήταν ντροπή- όταν ήθελε να του πει κάτι τον αποκαλούσε «λάι μπουρμπάτε» δηλαδή «βρε άντρα». Παρόμοια και ο άντρας την αποκαλούσε «ω! λα μουγέρι» δηλαδή «εσύ βρε γυναίκα». Ακόμα και σήμερα στην Ιεροπηγή βλέπουμε τους παππούδες και της γιαγιάδες να προσφωνεί ο ένας τον άλλον με αυτόν τον τρόπο, να μη χρησιμοποιούν τα βαφτιστικά τους ονόματα και βέβαια να παραξενεύονται και να απορούν για τη σημερινή εποχή, για το πώς άλλαξε η σχέση των δύο φύλων αλλά και γενικότερα ο τρόπος ζωής.