Οι “Ντούφες” είναι ένα γυναικείο έθιμο του Λιβαδίου που φαίνεται ότι πάει σε βάθος χρόνου. Στις λαογραφικές και ανθρωπολογικές μελέτες που μπορέσαμε να δούμε, αλλά και στη σχετική βιβλιογραφία, δεν εντοπίσαμε ούτε τη λέξη “Ντούφες” ούτε το γυναικείο έθιμο, έστω και κάποια παραλλαγή του. Κατά τη γνώμη μας παρουσιάζει λαογραφικό και κοινωνιολογικό ενδιαφέρον και λόγω της πρωτοτυπίας του. Η μόνη συγκεκριμένη αναφορά γίνεται στο δημοτικό τραγούδι “Ντούφα”, που καταγράφει στα 1886 ο G. Weigand, γερμανός εθνολόγος, βαλκανολόγος και γλωσσολόγος. Ο Weigand επισκέφτηκε το Λιβάδι όπου διέμεινε δύο μήνες προκειμένου να μελετήσει το γλωσσικό ιδίωμα της κουτσοβλαχικής γλώσσας του χωριού (Weigand 1888, 111).
Είναι ένα πολύ σύντομο τραγούδι στην κουτσοβλαχική. Είναι γνωστό ότι τα τραγούδια του Λιβαδίου, εκτός από ελάχιστα, τραγουδιούνταν στα ελληνικά, ακόμη και από εκείνους που παλαιότερα ήξεραν ελάχιστα ή και καθόλου ελληνικά (Ράπτης 1977). Κάτι ανάλογο συμβαίνει και με τη Σαμαρίνα (Βέλκος 1975). Νομίζουμε ότι είναι χρήσιμο να ακουστεί το τραγούδι σε ελεύθερη απόδοση.
-Ντούφα, μαύρη μου, καημένη μου Ντούφα,
μπροστά από την πόρτα σου περνώ,
βγες για λίγο να σε δω.
-Δεν μ’ αφήνει η μάνα μου,
η μάνα μου και ο πατέρας μου.
-Ανάθεμα στη μάνα σου
ανάθεμα και στον πατέρα σου.
που σ’ έκαναν
τέτοια όμορφη και μαύρη, κακομοίρα μου.
Το τραγούδι που τραγουδιέται και σήμερα, και όχι μόνο κατά την αναβίωση του εθίμου, έχει διαλογική μορφή. Διαλέγονται το παλικάρι που εκφράζει και διεκδικεί το δίκαιο της καρδιάς και η “Ντούφα”, η ομορφιά, που τηρώντας τους κανόνες της κλειστής κοινωνίας και τη θέληση των γονιών της, αδυνατεί να ανταποκριθεί στην παράκληση του παλικαριού μόνο να τη δει. Αναθεματίζονται οι γονείς που έφεραν στον κόσμο μια τέτοια ομορφιά. Αυτή είναι η αιτία ενός ανεκπλήρωτου πόθου και μιας μαύρης κακοτυχίας. Για μια τέτοια ομορφιά – ανάθεμά την – σε άλλο τραγούδι του Λιβαδίου, το παλικάρι ξεχνιέται με αυτή και έτσι μπαίνουν τα πρόβατα στο χωράφι, προξενούν ζημιές και του παίρνουν το πρώτο κριάρι με τα ασημένια κέρατα (Weigand 1988, 110). Ο Weigand το καταγράφει ως λιβαδιώτικο, όπως όμως διαπιστώσαμε τραγουδιέται και σε άλλα μέρη. Η λέξη ανάθεμα από την αρχαία ανάθημα ακούγεται σε πολλά δημοτικά τραγούδια και στον καθημερινό νεοελληνικό λόγο. Από τη συχνή χρήση όμως έχει χάσει τη σημασία της βλαστήμιας και της βαριάς κατάρας. Οι Έλληνες έως σήμερα είναι “προχειρότατοι προς αράν”. Αναθεματίζουν και αυτοκαταριούνται και τον εαυτό τους. “Ανάθεμά με, παναθεμά με και τρις αναθεμά με” ή “να πέσει κεραυνός και να με κάψει” και πολλά άλλα. Στο τραγούδι εκφράζεται και από τις δύο πλευρές μια πίκρα, ένα βαθύ ανικανοποίητο, μια φυσιολογική αλλά ανεκπλήρωτη επιθυμία. Το τραγούδι κάνει πιο ανάλαφρα τα νοήματα. “Και τα τραγούδια λόγια είναι, τα λεν οι πικραμένοι πάσχουν να βγάλουν το πικρό μα το πικρό δεν βγαίνει” (Δημοτικό).
Ποια είναι η Ντούφα; Ο Weigand υποστηρίζει ότι είναι γυναικείο όνομα (weiblicher Vorname). Τέτοιο όμως όνομα, όσο ξέρουμε, δεν υπήρξε ποτέ στο Λιβάδι. Οι ηλικιωμένες του χωριού που ρωτήθηκαν δεν γνώριζαν τη σημασία της λέξης. Κάποιες είπαν “μάζωξη”. Από δω και πέρα προχωρούμε σε υποθέσεις. Πιθανόν να είναι το χαϊδευτικό μιας κοπέλας που συνδέεται με την αρχή του εθίμου, εκείνης που σκέφτηκε πρώτη να ανοίξει το σπίτι της στις ανύπαντρες κοπέλες του χωριού και να τις καλέσει σε κοινή διασκέδαση. Το πιθανότερο, κατά τη γνώμη μας, είναι η λέξη “Ντούφα” να έχει σχέση με την κουτσοβλαχική “ντούλφα((”, που σημαίνει αφράτη, με άσπρη επιδερμίδα σαν φράπα και με όλα τα άλλα χαρακτηριστικά της πρότυπης γυναικείας ομορφιάς εκείνης της εποχής, “ντούλφα(, ντούλφα(” λένε στην ντοπιολαλιά. Περιγράφεται θαυμάσια σε ένα από τα επαινετικά κάλαντα της παραμονής των Χριστουγέννων που τραγουδούσαν στο Λιβάδι (Παπαϊωάννου 1972, 74).
Κυρά ψηλή, κυρά λιγνή, κυρά καμαροφρύδα,
πήρες τα ρόδα απ’ τη ροδιά,
τ΄ ασπράδι από το χιόνι,
πήρες και τα ματόφρυδα
από το χελιδόνι.
Σε δημοτικά ερωτικά τραγούδια άλλης περιοχής υπάρχει ο στίχος “αφράτη σαν τον άρτο”, ή “άσπρη μου και όμορφή μου”. O πρώτος αυτός στίχος του τραγουδιού επαναλαμβάνεται σαν μουσικό μοτίβο. Το πρότυπο αυτής της ομορφιάς εξαίρεται σε πολλά δημοτικά τραγούδια: “στα παχουλά σου τα λαιμά, τα γαλακτοπλασμένα ήθελα να’ μαι μενταγιό με μια χρυσή καδένα”. Παλαιότερα η μορφή της Γενοβέφας φιγουράριζε σε καθρέφτες, κεντήματα και σε κάδρα σπιτιών. Φιγουράριζε και στα καφενεία και στα κουρεία προς τέρψιν των ανδρών. Ήταν μελαχρινή με άσπρο και αφράτο πρόσωπο και χυμώδες σώμα. Ήταν μυθική ηρωίδα λαϊκού μεσαιωνικού παραμυθιού. Και στο Βυζάντιο δύο από τα κύρια χαρακτηριστικά της γυναικείας ομορφιάς ήταν “το στρογγύλον πρόσωπον μικρόν πως διαφέρον της ακριβείας τους κύκλου της σελήνης […] παρειάς λευκάς και κατά το μέσον ερυθραινομένας” (Κουκουλές Β, 184). Ντούφα, λοιπόν, σημαίνει ‘ομορφονιά μου’, ‘ομορφοκόρη’, ‘ομορφιά μου’. Πολλά δημοτικά τραγούδια της αγάπης, όχι μόνο του Λιβαδιού, αρχίζουν με μια προσφώνηση στην όμορφη κοπέλα. Στη Δυτική Μακεδονία ντούφας λέγεται ο κακότροπος, ο μνησίκακος, ο εκδικητικός. Στο ιδίωμα του Μελένικου dούφα (η) σημαίνει κατήφεια. Κατά τον Πέτρο Σπανδωνίδη προέρχεται από την αρχαιοελληνική λέξη τύφος ‘καπνός, αχλύς’ και μεταφορικά ‘αλαζονεία, ματαιοφροσύνη’ (Μελένικος, 1930). Το επώνυμο Ντούφας ή Δούφας υπάρχει και στο Λιβάδι, στην Ελασσόνα και σε άλλα μέρη.
Το τραγούδι “Ντούφα” πλαισιώνει μια πράξη, μια διαδικασία του εθίμου. Δεν είναι διακόσμηση μιας πράξης, δίνει το νόημα και τον ρυθμό στην πράξη. Λειτουργεί οργανικά και τελετουργικά, όπως τα τραγούδια του γάμου, τα μοιρολόγια, τα τραγούδια του τρύγου κ.ά. Σκηνοθετείται θεατρικά ένα ενδιαφέρον ερωτικό επεισόδιο, συνηθισμένο στη μικρή κοινότητα, μια παλαιά και πανανθρώπινη ιστορία. Ένας κρυφός έρωτας από τον μαντρότοιχο του σπιτιού γίνεται τραγούδι. “Την είδα από το ντουβάρι”, έλεγαν, και εκλιπαρούσαν ένα μόνο λόγο. “Και με το συχνοπέρασμα πιάνεται η αγάπη”. Η αρνητική στάση των γονιών εντάσσεται στις αντιλήψεις της εποχής για τη διαπαιδαγώγηση των παιδιών και ιδιαίτερα της κοπέλας, της ανύπαντρης γυναίκας. Ένιωθαν κάπως σαν θεματοφύλακες, επιφορτισμένοι με την ευθύνη να κρατούν με αυστηρότητα τις παραδομένες αρχές και τους κανόνες της κοινότητας. Η θέση της γυναίκας και στην αρχαία Αθήνα και στο Βυζάντιο δεν ήταν αξιοζήλευτη. “Πόλις της γυναικός είναι ο οίκος της” συμβούλευαν οι νομοκάνονες. Έπρεπε να περιμένει σε κλειστό θάλαμο, “εν περικλείστοις θαλάμοις”, και αυτό πίστευαν ότι συμφέρει στις ανύπαντρες γυναίκες – κορίτσια 14-16 χρόνων – γιατί γίνονταν περισσότερο ποθητές και τις ζητούσαν σε γάμο, ενώ “η πολλάκις εξερχομένη” δεν είχε καλή τύχη. Στην αρχαία ελληνική γραμματεία το συζυγικό ιδεώδες εκπροσωπούν τα παραδείγματα της ενάρετης Πηνελόπης, της Ανδρομάχης και της Άλκιστης. Από τότε υπήρχαν και οι διαμαρτυρίες των κοριτσιών για τις διακρίσεις που τους γίνονταν. Τα αγόρια, έλεγαν, παίζουν ελεύθερα στους δρόμους, “ημίν δε ουδέ φάος λεύσσειν”, ενώ σε μας δεν επιτρέπουν ούτε το φως του ήλιου να βλέπουμε, κρυβόμαστε στα σπίτια μας, στα κουβούκλια και λιώνουμε από τις μαύρες φροντίδες μας (Κουκουλές Β, 166).
Καταγράψαμε το έθιμο σύμφωνα με τη μαρτυρία μιας εκατοχρονίτισσας γερόντισσας, αγέραστης και αξεδίψαστης για ζωή. Στα νιάτα της από μόνη της είχε μάθει μαντολίνο και μπουζούκι και έβγαζε ένα γάμο. Για την εξέλιξη του εθίμου μέσα στο χρόνο ακούσαμε μαρτυρίες νεότερων ηλικιωμένων γυναικών. Και οι πιο παλιοί ακόμη δεν θυμούνται να άκουσαν κάτι για την αρχή του εθίμου, το “έπαιζαν”, λένε, και οι γιαγιάδες τους.
Το βράδυ των Αγίων Θεοδώρων, Παρασκευή προς Σάββατο, ένας τελάλης με το χωνί – συνήθως έπαιρνε τον “λουλέ”, ένα είδος σωλήνα που χρησιμοποιούσαν στα καζάνια για την απόσταξη του τσίπουρου – έβγαινε στο ύψωμα του Κιτραμάνου και διαλαλούσε, κήρυττε την έναρξη του εθίμου, της γιορτής. “Ντούφες! – Ντούφες!”. Συγχρόνως ανακοίνωνε και τα σπίτια, όπου θα γινόταν η σύναξη. Καλούσε τις νιόπαντρες, τις αρραβωνιασμένες και τις ανύπαντρες να επισκεφθούν τα συγκεκριμένα σπίτια για να κεραστούν και να γλεντήσουν. Στην πρώτη αυτή φάση του εθίμου δέχονταν και επισκέψεις αντρών. Την τιμητική τους είχαν οι αρραβωνιασμένοι και όσοι ήταν λογοδοσμένοι. Φορούσαν τα καλά τους, γεύονταν τους νηστίσιμους μεζέδες – ήταν η πρώτη εβδομάδα των Απόκρεω – άκουγαν τον νταϊρέ που έπαιζαν δύο τρεις κοπέλες, τραβούσαν και ένα χορό και έφευγαν. Οι γυναίκες συνέχιζαν το γλέντι όλη τη νύχτα και είχαν τον πρώτο και τον τελευταίο λόγο. Η νύχτα ήταν δική τους και οι πόρτες ανοιχτές. Ήταν μια από τις ελάχιστες ευκαιρίες που τους δίνονταν για γνωριμίες. Κάποιες δεν αργούσαν να καταλήξουν και σε αρραβωνιάσματα. “Την είδε στις “Ντούφες” και αρραβωνιάστηκαν”, έλεγαν. Το φως της λάμπας και οι λάμψεις από το αναμμένο τζάκι φώτιζαν το σπίτι με “άπλετο” φως. Αυτές είναι οι παλαιότερες “Ντούφες”, οι αυθεντικές. Πρωτοεμφανίστηκαν στον κάτω μαχαλά των Αγίων Αναργύρων που είναι ο πρώτος πυρήνας του χωριού και βορειότερα. Τις έπαιζαν κυρίως οι Κουτουριάνοι και λιγότερο οι Κουκουβάλιοι, οι κάτοικοι των δύο ενοριών, των Αγίων Αναργύρων και της Παναγίας. Πριν προχωρήσουμε στη δεύτερη φάση του εθίμου, θα κάναμε δύο επισημάνσεις – σχόλια. Πρόκειται για μύηση της ανύπαντρης γυναίκας στον κόσμο της λογοδοσμένης, της αρραβωνιασμένης και της παντρεμένης γυναίκας. Η κοινωνία από τα παλαιότερα χρόνια αναγνώριζε δύο κατηγορίες μόνο, της ανύπαντρης και της παντρεμένης γυναίκας. Οι λογοδοσμένοι και αρραβωνιασμένοι δεν είναι κατηγορία αποδεκτή, γι’ αυτό και υπόκεινται σε πλήθος περιορισμών και άλλων απαγορεύσεων. Αποδέχονται τη δοκιμασία του αυτοπεριορισμού και του οικογενειακού και κοινωνικού ελέγχου. Απομονώνονται από τους προηγούμενους ρόλους. Οι αρραβωνιασμένες γυναίκες των κτηνοτρόφων δεν πάνε στα πρόβατα, παρακολουθούν λίγες τάξεις στο Δημοτικό και εκπαιδεύονται στις δουλειές του νοικοκυριού. Για τους αρραβωνιασμένους ισχύει το έθιμο του “περιθωρίου” ή του “κατωφλιού”, όπως λέγεται.
Μια μέρα αργότερα, Σάββατο ξημερώνοντας Κυριακή της Σταυροπροσκύνησης, γιορτάζονταν από τις κοπέλες μιας άλλης τάξης και από τις γκαγκάνες – κυρίως Λιβαδιώτισσες των παροικιών – “οι άλλες Ντούφες”. Ο λόγος της γερόντισσας, όπως επέμεινε να το διευκρίσει, δεν έκρυβε καμιά υπεροψία και έπαρση, αλλά στο Λιβάδι υπήρχε μια ενδιαφέρουσα κοινωνική διαστρωμάτωση. Στην εξέλιξη του εθίμου χάθηκαν οι διαφορές και όλες γιόρταζαν με τον ίδιο τρόπο αλλά μόνο οι ανύπαντρες γυναίκες. Αυτές διάλεγαν τα σπίτια με τους ψηλότερους μαντρότοιχους, με τις πιο στέρεες μεγάλες εξώπορτες και με ό,τι άλλο θα τους παρείχε μεγαλύτερη ασφάλεια. Το σπίτι έπρεπε να είναι “καλό και τίμιο”, λένε. Έκλειναν πόρτες και παράθυρα με μαξιλάρια και κιλίμια, βούλωναν ακόμα και την καπνοδόχο για να αποκλειστεί με κάθε τρόπο ο επίδοξος εισβολέας, τα παλικάρια, οι πολιορκητές. Το σπίτι γινόταν κάστρο, άδυτο. Εκεί είχαν εφήμερο κράτος οι ανύπαντρες γυναίκες. Όλα ήταν οργανωμένα στην εντέλεια, τραγούδι, χορός και όλα τα δρώμενα της ημέρας. Καλλιεργούνταν μέσα στο σπίτι ένα κλίμα μυστικότητας, που ερέθιζε και άναβε τη φαντασία των πολιορκητών. Ωστόσο από τα κλειστά παράθυρα έβγαιναν χωνιά και λουλέδες που διαλαλούσαν το γεγονός, “Ντούφες!” και ακούγονταν σε όλο το χωριό. Προκαλούσαν έξυπνα και συνάμα απέτρεπαν ως μάταιη κάθε προσπάθεια των παλικαριών να καταλάβουν το κάστρο τους. Ειρωνεύονταν και σατίριζαν συμπεριφορές τους. Εφαρμόζουν στρατηγικές επικοινωνίας χρησιμοποιώντας τη γλώσσα του φύλου τους. Φούντωνε και κάλπαζε η φαντασία των πολιορκητών. “Τι άραγε συμβαίνει εκεί μέσα;”, αναρωτιούνταν. “Με ποια παλικάρια παραμυθιάζονται και ποια κουτσομπολεύουν;”. Δεν έλειπαν και μερικές εκ βαθέων εξομολογήσεις ανάμεσα σε φίλες και όταν οι γυναίκες εξομολογούνται τα μυστικά τους, οι άντρες νιώθουν ανασφάλεια. Αγγέλματα και διαμαρτυρίες μαζί έδιναν το σύνθημα στα παλικάρια να πλησιάσουν, ενώ καμώνονταν πως τάχα δεν το επιθυμούσαν.
Όλα έκαναν στενότερη την πολιορκία. Οι κρυμμένοι πόθοι διαλέγονταν στον αέρα, χωρίς ποτέ να συναντιούνται τα πρόσωπα ούτε τα λόγια. Άντρες, αμούστακα παλικάρια, ξεροστάλιαζαν όλη τη νύχτα και σοφίζονταν πονηριές και τεχνάσματα, έκαναν τρέλες για να παραβιάσουν το άδυτο. Σκαρφάλωναν πάνω στους μαντρότοιχους, στους εσωτερικούς τοίχους του σπιτιού και έφταναν ως την καπνοδόχο. Κάποιοι πιο σύγχρονοι και ευαίσθητοι κουβαλούσαν και το γραμμόφωνο που έπαιζε τραγούδια του καιρού τους, αφιερωμένα στις εντός των τειχών. Ο φτερωτός έρωτας πηδούσε και τους πιο ψηλούς φράχτες, ξεγλιστρούσε από παντού πάνοπλος και αήττητος. Προσπαθούσε να βρει μια χαραμάδα, ώστε τα βέλη του να βρουν τον στόχο. Φούντωναν και τα γεμάτα χυμούς κορμιά των παλικαριών, γίνονταν αλλόκοτοι οι ρυθμοί της καρδιάς τους. Κάποιοι εξαγριώνονταν, αν μάλιστα ήταν κλεισμένη μέσα η μέλλουσα αρραβωνιαστικιά τους. Έριχναν πέτρες, έσπαζαν και κανένα τζάμι. Και ήταν ακόμη χειμώνας για το Λιβάδι, οι νύχτες παγερές και μερικές φορές δεν έλειπαν και τα χιόνια. Ένας γνωστός τύπος του χωριού, που παρέμεινε ο ίδιος ως τα γεράματά του, ντύθηκε γυναίκα, πήρε και ένα πράσο – γνωστό φαλλικό σύμβολο – και απειλούσε ότι θα μπει μέσα και θα μαγαρίσει το νερό στα καζάνια. Και ήταν τότε λιγοστό το νερό, το μάζευαν και από τη βροχή. Εκτοξεύονται και άλλες πιο κραυγαλέες απειλές, όπως ότι από την καπνοδόχο θα μαγάριζαν τα πάντα.
Οι κοπέλες διασκεδάζουν, απολαμβάνουν τις νηστίσιμες τσουκνιδόπιτες, τους σιμιγδαλένιους χαλβάδες, τα πιλάφια και τις παχίδες, όλα φτιαγμένα με υλικά που έφερναν από τα σπίτια τους. Το έθιμο ξεκίνησε με τις παχίδες – βρασμένο σιτάρι με καρύδια – και αργότερα ήλθαν και τα λαδερά. Τα πιλάφια με τσιγαριστό φιδέ και κανέλα και οι ρυζόπιτες. Ήταν Μεγάλη Σαρακοστή και δεν αρταίνονταν. Για όσες θα κοινωνούσαν τα νηστίσιμά τους παρασκευάζονταν με καρύδι αντί για λάδι. Τηρούνταν απόλυτα και οι τύποι. Δεν έπρεπε να σκανδαλίσουν το χωριό. Η εκδήλωσή τους εξάλλου για μερικούς αυταρχικούς γονείς που δεν άφηναν τα παιδιά τους – και δεν ήταν μόνο κτηνοτρόφοι – να πάρουν μέρος ήταν “σκάνδαλο”. Τραγουδούσαν διάφορα τραγούδια, ιδιαίτερα εκείνα της αγάπης. Την αγάπη δεν την είχαν σπουδάσει, την ήξεραν όμως από στήθους, απ’ έξω. Είχαν προετοιμάσει το ρεπερτόριο και είχαν καρφιτσώσει στους τοίχους σημειώματα με τα τραγούδια της βραδιάς. Σε ένα από αυτά – πολυτραγουδισμένο στο χωριό – εκφράζεται η επιθυμία του κοριτσιού να πάει στην Αραπιά, σε χώρα εξωτική, να πιάσει ένα αραπάκι και να κάθεται να το ρωτά πως πιάνεται η αγάπη. Το αγόρι της ερήμου, της καυτής άμμου και του λάγνου πόθου απαντά εν θερμώ και σοφά: “Από τα μάτια πιάνεται, στα χείλη κατεβαίνει κι από τα χείλη στην καρδιά, ριζώνει και δεν βγαίνει”. Ο έρωτας “διά της ομμάτων αφής” είναι ο σπινθήρας που ανάβει την πυρκαγιά στην καρδιά.
Ο χορός που κρατούσε όλη τη νύχτα, με τις φιγούρες και τα τσακίσματα, με τη γλώσσα του σώματος, είναι μια αισθησιακή έκφραση, ιδιαίτερα ερωτική και εκτονωτική. Εξωτερικεύονται μύχιοι πόθοι των κοριτσιών μέσα και από την επαφή των σωμάτων, “έρως διά της χειρός επαφή”. Ο χορός συνθέτει και εκφράζει συλλογικές και ατομικές συγκινήσεις. Τα τραγούδια και οι χοροί συνοδεύονται και από τον νταϊρέ και τα χτυπήματα των τσίγκινων πιάτων, έως ότου έλθει η εποχή του γραμμόφωνου. Αυτοσχεδιάζοντας συνέθεταν και κανένα δικό τους τραγούδι. Οι γυναίκες είναι σε όλο τον κόσμο οι δημιουργοί των δημοτικών τραγουδιών και αυτές που τα κρατούν στη μνήμη τους και τα μεταβιβάζουν στις καινούργιες γενιές. Η συντηρητικότητα είναι γνώρισμα των γυναικών, γιατί είναι από τη φύση τους πιο συναισθηματικές. Ίσως όμως είναι και τα πρότυπα και οι ρόλοι που τους αποδόθηκαν από τα πανάρχαια χρόνια.
Οι κοπέλες όμως διασκεδάζουν περισσότερο με τα καμώματα των ξαναμμένων παλικαριών. Η γιορταστική ατμόσφαιρα κορυφώνεται με τα σκανδαλιάρικα ανέκδοτα, τα αινίγματα με τα σεξουαλικά υπονοούμενα, τα τολμηρά αστεία, τα πειράγματα και τα αμέτρητα και ασήκωτα μασκαραλίκια, εκείνα που λένε μερικές μόνο γυναίκες με ταλέντο κεκλεισμένων των θυρών. Οι κυνηγοί πολιορκητές, οι τολμηρότεροι πάντοτε, πηδούν στην αυλή, κλέβουν τις μισοψημένες πίτες από τη γάστρα και απολαμβάνουν το τρόπαιό τους ομαδικά. Έχουν πετύχει μια νίκη προς μεγάλη έκπληξη των κοριτσιών.
Οι άντρες περνούν από όλα τα σπίτια που γιορτάζουν, παίζουν τις “Ντούφες”, επιμένουν όμως περισσότερο εκεί που υπάρχουν οι συμπάθειές τους. Κάποια σπίτια φημίζονταν για τις “Ντούφες”. Εκεί οι γκαγκάνες είχαν πάντοτε γραμμόφωνο, κάποιες κοπέλες έπαιζαν μαντολίνο και χόρευαν δημοτικούς και ευρωπαϊκούς χορούς, φοξ, ταγκό και βαλς. Ήταν χρόνια της προπολεμικής εποχής, της δεκαετίας του 1930. Τα ξημερώματα ο θίασος των ξάγρυπνων κοριτσιών άνοιγε τη μεγάλη εξώπορτα και με νικητήρια τραγούδια έπαιρνε η κάθε μια τον δρόμο της επιστροφής στο σπίτι της και στα καθημερινά της. Προσγειώνονταν γρήγορα, τα όνειρα όμως και οι πόθοι τους θα τις συνόδευαν στα μυστικά τους ταξίδια. Διαπερνούσαν τους τοίχους της κλειστής κοινωνίας. Όλη η γιορτή ήταν άψογα οργανωμένη και όλα είχαν εξελιχθεί υποδειγματικά χωρίς κενά ή χάσματα.
Εκείνη τη μέρα τα αγόρια των κτηνοτρόφων έπαιρναν άδεια από τους γονείς τους, άφηναν τα πρόβατα και τις καλύβες τους και ανέβαιναν στο χωριό. Φορούσαν τα καλά τους και είχαν την ελπίδα ότι θα μπορούσαν να τρυπώσουν στους απαγορευμένους χώρους ή τουλάχιστον με την επιμονή τους να δηλώσουν τη συμπάθεια ή την αγάπη τους για την κοπέλα που αγαπούσαν μυστικά. Θα τους αρκούσε και μια μόνη ματιά από τα παραθυρόφυλλα. Υπήρχε σιωπηλή έγκριση από τους περισσότερους γονείς των αγοριών και των κοριτσιών και έτσι άρχιζε το παιχνίδι του έρωτα.
Το βράδυ της γιορτής έλειπαν από το σπίτι τους οι γονείς, οι γιαγιάδες και τα μικρότερα αδέλφια. Καμιά φορά ξέμενε κάποιος παππούς για κάθε ενδεχόμενο. Άγρυπνος παραμόνευε σε ένα απόμερο δωμάτιο και σκεπασμένος ως το κεφάλι με τη βελέντζα καμωνόταν τον άρρωστο και τον ανήμπορο. Πάντοτε όμως ήταν έτοιμος να προλάβει κάθε υπερβολική παρεκτροπή από τους πολιορκητές αλλά και από τις κοπέλες που γλεντοκοπούσαν. Ο παππούς ακούει, πιο πολύ όμως θυμάται τα χρόνια της δικής του νιότης. Ο πατέρας που αρκετές φορές είχε αντιρρήσεις για τη συμμετοχή των κοριτσιών του στο νυχτερινό αυτό ξεφάντωμα φυσούσε και ξεφυσούσε. Καραδοκούσε αγωνιώντας. Ο πατέρας αφέντης ένιωθε απόλυτα υπεύθυνος για την “τιμή” της οικογένειας και τη συνοχή της. Και ήταν τότε πολύ ισχυρός ο δεσμός της πυρηνικής οικογένειας. Όταν το αγόρι παντρευόταν, έφευγε από το σπίτι και άνοιγε δική του οικογένεια, έλεγαν ισα(� αντάρκου ‘βγήκε αντάρτης’, χωριάτα, ‘έκανε δικό του χωριό, σπιτικό’. Κάποιες ανήσυχες μαμάδες δεν τις έπιανε ο ύπνος – και η νύχτα ήταν μακριά – και πολύ θα ήθελαν να βρίσκονται τουλάχιστον πίσω από τη μεγάλη εξώπορτα με μάτια και αυτιά σε εγρήγορση.
Τα μικρότερα κορίτσια βοηθούσαν στην οργάνωση της εκδήλωσης, έκαναν όλα τα θελήματα των μεγαλύτερων αλλά εκείνη τη μέρα τούς έκλειναν την πόρτα, γιατί τις θεωρούσαν ανήλικες να μπουν σε ένα τέτοιο παιχνίδι. Εκείνες περίεργες και ανυπόμονες αντιδρούσαν και έκαναν τις δικές τους “Ντούφες”, τις μικρές “Ντούφες”. Αυτός ήταν ο πρώτος βαθμός της μύησης.
Η ημέρα των Αγίων Θεοδώρων που γιορτάζονταν οι “Ντούφες” ήταν και η μέρα των νεκρών. Στον Εσπερινό της προηγούμενης ημέρας, οι γυναίκες έφερναν στην εκκλησία τα κόλλυβα, τις παχίδες και τελούνταν το μνημόσυνο των νεκρών. Ακολουθούσε αμέσως μετά δέηση για τους νέους και τις νέες του χωριού. Σημαδιακή μέρα. Ο θάνατος μαζί με την ομορφιά της νιότης. Αγιαζόταν τότε και το σιτάρι που αργότερα κάτω από το μαξιλάρι των ανύπαντρων γυναικών θα έφερνε τα καλά όνειρα στους καημούς της κάθε μιας. Κάποιες τρομοκρατούνταν που στον ύπνο τους έβλεπαν να παντρεύονται γέρο άντρα. Ξυπνούσαν κλαίγοντας και μούσκεμα στον ιδρώτα. Το θυμούνται ακόμη και τώρα που γέρασαν.
Οι “Ντούφες” είναι μια μορφή γυναικοκρατίας. Οι ανύπαντρες γυναίκες δεν αναλάμβαναν δημόσιους ρόλους στην αγορά, όπως γίνεται σε άλλα μέρη (Μονοκλησιά Σερρών), καταργώντας για μια μέρα κάθε επαγγελματική δραστηριότητα των αντρών. Η κυριαρχία τους περιοριζόταν μέσα στο σπίτι. Αναλάμβαναν τους ρόλους των μελών της οικογενείας, κυρίως της μητέρας, και πρόβαλλαν με ωριμότητα την πεποίθησή τους ότι είναι άξιες για πολλά πράγματα, γι’ αυτό και αξίωναν σεβασμό του προσώπου τους από τους δικούς τους που τους στερούσαν κάθε δικαίωμά τους αλλά και από τους ανθρώπους της κοινότητας. Ήταν μια ήπια διαμαρτυρία εναντίον των κατεστημένων ρόλων του άντρα και της γυναίκας. Μια δειλή προσπάθεια να διαμορφώσουν την προσωπική τους ταυτότητα. Δοκίμαζαν τις ανασφάλειές τους. Απαιτούσαν σεβασμό του εφήμερου ζωτικού τους χώρου από όλους. Ασφαλώς δεν ήταν έτοιμες ούτε και είχαν σκοπό να ανατρέψουν παγιωμένους κανόνες κοινωνικής συμπεριφοράς, με τους οποίους είχαν διαπαιδαγωγηθεί. Και μια χαραμάδα όμως τους ήταν αρκετή για να δουν – έστω για λίγο – τον κόσμο με άλλη ματιά. Οι κοπέλες πρόβαλλαν την ομορφιά του φύλου τους και της νιότης, τις ικανότητές τους στην αυτοδιαχείριση και τις δεξιότητες της νοικοκυράς. Η ιδιαιτερότητα του φύλου τους ήταν προσόν, γι’ αυτό και αντιδρούσαν σε αντιλήψεις που την παραγνώριζαν και την υποτιμούσαν. Μια γενικότερη αλλαγή στην κατάσταση υποτέλειας ιδιαίτερα της ανύπαντρης γυναίκας μόνο από την οικογένεια θα μπορούσε να αρχίσει. Δεν φτάνεις εύκολα στη Λυσιστράτη, αν δεν έχει προηγηθεί μακρύς και οδυνηρός δρόμος.
Οι “Ντούφες” ήταν μια γιορτή μύησης στους δρόμους του έρωτα και στον κόσμο της παντρεμένης γυναίκας και της οικογένειας. Οι ανύπαντρες γυναίκες τότε ένιωθαν ότι με τον γάμο ολοκληρώνονταν και ότι με τη δική τους καινούργια οικογένεια θα αποκτούσαν πρόσωπο, ταυτότητα, στην κοινότητά τους. Είναι πολύ παλιό το σύνδρομο της μητέρας – συζύγου – νοικοκυράς και γνώρισε μεγάλη διάρκεια. Ο γάμος ήταν αυτοσκοπός. Ήταν το κατεξοχήν διαβατήριο έθιμο που πανηγυρικά με τις τελετουργίες του γάμου τις περνούσε από τη ζωή της ανύπαντρης σε εκείνη της παντρεμένης και της οικογένειας που είναι ένα σύστημα ρόλων και σχέσεων. Δεν ένιωθαν ότι χάνουν καμία ελευθερία, αφού δεν την είχαν γνωρίσει ποτέ. Δεν είχαν άλλη επιλογή, γιατί δεν είχαν γνωρίσει ποτέ την ελευθερία επιλογής. Τα κορίτσια μάθαιναν την παρθενική σεμνότητα, τη σωφροσύνη, την υπακοή, την τάξη, τον αργαλειό, τις κτηνοτροφικές και γεωργικές δουλειές, το νοικοκυριό και τη σιωπή. Και όταν εκπαιδεύεσαι να σιωπάς, πώς και πότε θα μπορέσεις να μιλήσεις, να έχεις λόγο; Κανείς όμως και ποτέ δεν μπόρεσε να καθυποτάξει την ανθρώπινη φύση. Ούτε στο Βυζάντιο με τις Γραφές και τις αυστηρές εντολές των πατέρων της Εκκλησίας. Είχε γίνει μεγάλο θέμα τότε η φλυαρία των γυναικών στην εκκλησία. Απασχόλησε και Συνόδους, “αισχρόν εστί γυναιξίν εν εκκλησία λαλείν” (Απόστολος Παύλος). Κουβέντιαζαν και φλυαρούσαν, λένε οι πηγές, τόσο που δεν συνέβαινε στην αγορά και στα λουτρά. Όρισαν τότε και διακόνισσες γερόντισσες για να επιβλέπουν.
Είναι ανάγκη να δει κανείς και αυτό το γυναικείο έθιμο μέσα στο γενικότερο πλαίσιο των κοινωνικών και οικονομικών συνθηκών μιας παλαιότερης εποχής. Στο πλαίσιο των εθίμων, των παραδόσεων και των αρχών διαπαιδαγώγησης του νέου ανθρώπου. Ήταν αυστηρά τα ήθη τότε και οι περισσότεροι γονείς, ακολουθώντας παραδόσεις που κατά τη γνώμη τους ήταν ορθές, ήταν αυταρχικοί ιδιαίτερα απέναντι στα κορίτσια, “μη δεικνύοντες προς αυτάς ιλαρόν πρόσωπον”. Δεν είχαν καμία κοινωνική ζωή, ώσπου να παντρευτούν. Ακόμη και στην εκκλησία πήγαιναν μόνο τα μικρά κορίτσια και οι παντρεμένες που στέκονταν πίσω από τον καφασωτό γυναικωνίτη. Οι εξαιρέσεις ήταν ελάχιστες. Τον πρώτο και τελευταίο λόγο για το πότε και ποιον θα παντρευτούν τα παιδιά τους είχε ο πατέρας – αφέντης. “Σε έχω αρραβωνιάσει εδώ και ένα εξάμηνο”, έλεγαν στον γιο τους. “Μα αυτή δε μου λέει ούτε καλημέρα”, τολμούσε να ψελλίσει. Και η τελεσίδικη απόφαση του πατέρα ήταν: “εγώ έδωσα τον λόγο μου και δεν τον παίρνω πίσω”. Όταν ο πατέρας έκλεινε το προξενιό, ο γάμος ήταν σαν να είχε γίνει, αντιρρήσεις και ανταρσίες δεν χωρούσαν. Είναι βέβαια σίγουρο ότι το 90% των αρραβώνων γίνονταν ύστερα από τις επίμονες και μυστικές προεργασίες των μανάδων και οι πατεράδες έδιναν απλώς την έγκρισή τους πιστεύοντας ότι αυτοί μόνοι τα τακτοποιούσαν όλα. Δεν έλειπαν και μερικοί ανυπόμονοι νέοι που, όταν ο πατέρας καθυστερούσε να αναγγείλει τους αρραβώνες για δικούς του λόγους, απειλούσαν ότι θα κόψουν την κεντρική γρενδιά του σπιτιού για να γκρεμιστεί.
Η κατάσταση αυτή δεν ήταν μόνο γνώρισμα του Λιβαδίου και της ελληνικής επαρχίας ούτε μόνο των ανθρώπων χαμηλότερου κοινωνικού και οικονομικού επιπέδου. Ήταν το γενικότερο κλίμα ακόμη και σε μεγαλοαστικές οικογένειες των Αθηνών και της Ευρώπης. Η Πηνελόπη Δέλτα, εγγονή του Μπενάκη, που έζησε στο κοσμοπολίτικο κλίμα της Αλεξάνδρειας και των Αθηνών, το περιγράφει στις “Ενθυμίσεις” της. Επικρατούσαν πρωσσικές παιδαγωγικές αντιλήψεις για τις κοπέλες. Η τιμή και η αξιοπρέπεια ήταν απόλυτες αξίες. Καμία αξιοπρεπής γυναίκα δεν έπρεπε να βρίσκεται έξω από το σπίτι της ούτε μέρα μεσημέρι εκτεθειμένη στα μάτια των αντρών. “Η γυναίκα εν οίκω και τα εν οίκω μη εν δήμω”, έλεγαν. Όσες ελάχιστες τότε τόλμησαν να σπουδάσουν έκαναν την επανάστασή τους. Οι αντιλήψεις αυτές είχαν διαμορφώσει μια κουλτούρα ιδεολογημάτων. Εγγράμματοι άνθρωποι, στα βυζαντινά χρόνια, εννοούσαν και ερμηνεύουν ακόμη και γνωστές λέξεις κάτω από αυτό το πρίσμα. Έτσι, η λέξη “νύμφη” προέρχεται, έλεγαν, από το “νέον φαίνεσθαι”, αυτή που φαίνεται, που βγαίνει στο φως για πρώτη φορά και η λέξη “κόρη” από την κόρη του ματιού που προστατεύεται από τα βλέφαρα, όπως οι κόρες μέσα στην οικογένειά τους (Κουκουλές Β, 167).
Ήταν σπανιότατες και ακραίες κάποιες αντιδράσεις των κοριτσιών. Κάθε παρεκτροπή επέσυρε την κοινωνική αποδοκιμασία και γινόταν βούκινο ή και τραγούδι, όπως αυτό της Γιουλίκως και το μεταγενέστερο της Βανθίτσως:
- Μώρ’ Γιούλω, μωρ’ Γιουλίκω, δεν ντρέπεσαι;
Ποιος σε γέλασε και σ’ άφησε έγκυο;
-Κανένας δε με γέλασε
τό ’θελα εγώ και τό ’πιασα.
Στο σκωπτικό αυτό τραγούδι, μαζί με την ντροπή για την παρεκτροπή, εκφράζεται και η θέληση της ανύπαντρης γυναίκας και το προσωπικό της δικαίωμα να είναι υπεύθυνη για τον εαυτό της και να ορίζει τα συναισθήματά και τις επιλογές της. Ντροπή, “εντροπή”, είναι η στροφή της γυναίκας προς τα μέσα, προς τον εαυτό της. Από εκεί πηγάζει η αποδοχή του αυτοπεριορισμού της, της αγνότητας, της συστολής και της σεμνότητας, απαραίτητες προϋποθέσεις για την προστασία της οικογενειακής τιμής.
Η σύγχρονη ανθρωπολογία πιστεύει ότι οι σχέσεις των δύο φύλων είναι φαινόμενα που χρειάζονται κάθε φορά και σε κάθε τόπο την ερμηνεία τους. Δεν είναι απόρροια αυτονόητων βιολογικών κανόνων που λειτουργούν οικουμενικά. Υπάρχει το βιολογικό και το κοινωνικό φύλο. “Ο τρόπος που συμπεριφερόμαστε και που βλέπουμε τον κόσμο, άντρες και γυναίκες, εξαρτάται από την ηλικία μας, την κοινωνική τάξη, τις τυχόν θρησκευτικές αντιλήψεις, το αν ζούμε σε καιρό ειρήνης, πολέμου, φτώχειας, αφθονίας και αντίστροφα” (Μπακαλάκη 2ο, 7). Οι πολιτιστικοί και κοινωνικοί παράγοντες επηρεάζουν και το πώς οι άνθρωποι βιώνουν το σώμα τους. Επιβάλλουν στάσεις και συμπεριφορές, προκαθορίζουν ρόλους.
Οι “Ντούφες” ανήκουν στα λεγόμενα έθιμα της αντιστροφής, της ελεγχόμενης συναισθηματικής, ερωτικής εκτόνωσης και της αποσυμπίεσης μιας καταπιεσμένης ομάδας, όπως αυτή των γυναικών αλλά και των αντρών. Το έθιμο αυτό λειτουργεί, όπως η βαλβίδα ασφαλείας σε χύτρα ταχύτητας. Αμβλύνει οξύτητες, προλαβαίνει εκρήξεις και συντηρεί τις απαραίτητες ισορροπίες μέσα στην κοινότητα, όπως τότε τις αντιλαμβάνονταν οι άνθρωποι. Την ανάγκη της συναισθηματικής εκτόνωσης που είναι οικουμενική την αντιμετώπισαν οι άνθρωποι με το τραγούδι, με τον χορό και με τα διάφορα λαϊκά δρώμενα.
Όταν τέλειωσαν οι πόλεμοι, έγιναν προσπάθειες αναβίωσης του εθίμου στο Λιβάδι και στις μεγάλες παροικίες των Λιβαδιωτών, της Κατερίνης, της Θεσσαλονίκης και της Ελασσόνας. Οι καιροί όμως είχαν αλλάξει και αλλάζουν συνεχώς, οι αντιλήψεις για τις σχέσεις των δύο φύλων μεταβλήθηκαν ριζικά. Το ερωτικό παιχνίδι δεν έπαυσε να παίζεται, άλλαξαν όμως οι όροι και παίζεται ελεύθερα σε ανοιχτούς και κλειστούς χώρους. Υπάρχει πεδίο για την αναβίωση του εθίμου και προκύπτει πάλι από κάποια κοινωνική ανάγκη ή είναι μια ρομαντική επιστροφή στην παράδοση, μια ανάμνηση του εθίμου; Και σήμερα η γυναίκα, παρά τις σημαντικές και νομοθετημένες αλλαγές, ζητάει ίσα δικαιώματα και αρνείται κάθε μορφή κοινωνικού αποκλεισμού. Πολλές αναβιώσεις εθίμων που γίνονται σήμερα στην Ελλάδα είναι φολκλόρ, ενταγμένες στο σύγχρονο κύκλωμα της διαφήμισης και της προβολής. Δεν έχουν καμιά σχεδόν σχέση με την αυθεντικότητα των εθίμων. Είναι εκδηλώσεις κιτς, όπως μερικές αναπαλαιώσεις νεοκλασικών κτιρίων, που βγάζουν μάτι. Η παράδοση έχει τα κληρονομικά της δικαιώματα και δεν δέχεται να της τα απαλλοτριώσουν ατιμώρητα. Η αυθεντικότητα δεν πουλάει, ο σεβασμός της όμως φανερώνει εντιμότητα.
Προσπαθήσαμε να εστιάσουμε πάνω στο παλιό γυναικείο έθιμο, να παρακολουθήσουμε την εξέλιξή του, να το δούμε μέσα στο κοινωνικό και πολιτιστικό πλαίσιο μιας παλαιότερης εποχής και να επιχειρήσουμε κάποιες ερμηνείες και σχόλια. Η διαπίστωσή μας είναι ότι πρόκειται για μια ιδιότυπη και πρωτότυπη μορφή γυναικοκρατίας, ένα ερωτικό παιχνίδι που αξίζει τον κόπο να γίνει αντικείμενο επιστημονικής έρευνας. Ο λαϊκός μας πολιτισμός είναι ένα προνομιακό πεδίο για να μελετήσει κανείς τα βασικά γνωρίσματα μιας κοινότητας ανθρώπων και να κωδικοποιήσει τις αξίες και τις αρχές που κυριαρχούσαν και ρύθμιζαν τις κοινωνικές σχέσεις σε κάθε περίοδο της εξέλιξής της. Παλαιότερα τα έθιμα διαρκούσαν περισσότερο, γιατί οι αλλαγές ήταν αργές και ακόμη πιο αργές στις απομονωμένες και κλειστές κοινωνίες. Οι ραγδαίες κοινωνικές αλλαγές της τελευταίας πεντηκονταετίας, ανάμεσα σε όλα τα άλλα, άλλαξαν άρδην και τις σχέσεις των δύο φύλων. Οι καιροί σήμερα στέλνουν άλλα μηνύματα και σε γοητευτικό περιτύλιγμα. Η παράδοση όμως που δεν γίνεται ποτέ βραχνάς και δεν αντιμάχεται το καινούργιο έχει έναν πυρήνα διάρκειας.
Τι μένει και τι μπορεί να κρατήσει κανείς από την παράδοση; Το μεγάλο πρόταγμα είναι: “Αν τα κρατήσει στη θύμησή του και στον σεβασμό του, θα είναι σαν να κρατεί, κοντά στα καινούργια του βολέματα, τη ζεστασιά της ευλογίας των γονιών του, της πείρας των ηλικιωμένων και της βιοτικής οικειότητας των γενεών που έζησαν στον ίδιο τόπο” (Λουκάτος 1977, 271). Και ποια χρησιμότητα έχουν η παράδοση, τα έθιμα και όλα αυτά; Θα πουν οι ρεαλιστές, οι σκεπτικοί, όλοι τους παιδιά της χρησιμοθηρικής εποχής μας. Χρησιμότητα καμιά. Ωθούν όμως τον άνθρωπο – και είναι αυτός ο βαθύς καημός του – να πάει πέρα από το χρήσιμο και τη χρησιμοθηρία. Σε όλα εκείνα που διαμορφώνουν ένα ήθος ελευθερίας και ομορφιάς. Προπαντός όμως τον κάνουν να μη νιώθει ανέστιος στον ίδιο του τον τόπο.
(Από το βιβλίο του Κώστα Προκόβα
"ΟΙ ΚΑΙΡΟΙ, Ο ΤΟΠΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ - ΟΔΟΙΠΟΡΙΚΟ ΣΤΟ ΛΙΒΑΔΙ ΟΛΥΜΠΟΥ" - Προδημοσίευση
πηγή: http://sylivthe.blogspot.com/