Ο Αρραβώνας στη Σαμαρίνα

Γάμος στη Σαμαρίνα (1928)Στα παλιά χρόνια οι αρραβώνες και οι γάμοι γινόταν με έναν ιδιαίτερο τρόπο στη Σαμαρίνα. Οι αρραβώνες γινόταν με προξενιό. Ο προξενητής μιλούσε τις δυο οικογένειες που αφορούσε το προξενιό και μαζεύονταν όλοι μαζί για να μιλήσουν.
Η προίκα της νέας ήταν διάφορα υφαντά π.χ. φλοκάτες, κιλίμια, βελέντζες...Τα νέα μαθαίνονταν γρήγορα στο χωριό.
Η επίσημη τελετή των αρραβώνων γινόταν άλλη μέρα. Ο γαμπρός με τα μπρατίμια και τους συγγενείς του πήγαιναν στο σπίτι της νύφης. Πρώτος άρχιζε την κουβέντα ο προξενητής και έλεγε «ήρθαμε και ζητούμε την κόρη σας για νύφη στον….» οι γονείς είχαν συμφωνήσει από πριν άλλα όλα αυτά γινόταν τυπικά. Με την συγκατάθεση των γονιών της νύφης άρχιζαν τα τραγούδια. Συνέχεια είχε η ανταλλαγή των δακτυλιδιών μέσα σε ένα πιάτο με άσπρη κορδέλα στο κάθε δαχτυλίδι. Ο προξενητής ασπαζόταν πρώτος τις βέρες και στη συνέχεια το πιάτο ασπαζόταν από όλους τους παρευρισκομένους. Η νύφη φιλούσε πρώτα το χέρι του πεθερού , της πεθεράς και στη συνέχεια όλους όσοι βρισκόταν στην τελετή. Στο διάστημα αυτό γινόταν κεράσματα γλυκού, κρασιού, μεζέδων κ.α., πάντοτε από φίλες της νύφης και ανύπαντρες. 


Μετά από αυτή τη διαδικασία άρχιζαν τα τραγούδια μερικά από τα οποία ήταν:


Μάνα με κακοπάντρεψες και μ` έδωσες στον κάμπο
εγώ στον κάμπο δεν βαστώ, νερό ζεστό δεν πίνω
εδώ τρυγόνες δεν λαλούν κι οι κούκοι δεν το λένε
το λεν οι Βλάχοι στα βουνά, το λεν κι οι Βλαχοπούλες
το λέει και μια τσοπάνισσα, το λέει με την φλογέρα.

Πέντε χρόνια γκιζερούσα σε γυαλό-γυαλό
Κι άλλα τόσα σεργιανούσα έξω στη στεριά
για να βρω καλή γυναίκα, για να παντρευτώ.
Τώρα βρήκα, τώρα πήρα, αρραβωνιάστηκα.


Η κόρη απ` την ανατολή κι ο νιος από τη δύση
Τα δυο ξεν` ανταμώθηκαν σε ξένο περιβόλι.



Εψές προψές έπιασα και σήμερα τρυγόνα,
κ` έκατσα κ` εμαγέρεψα `ς αρχοντικό τραπέζι
κι κάλεσα τις όμορφες κι αυτές τις μαυρομάτες.
Όλα κινούσαν κι έρχονταν παίζοντας τραγουδώντας,
και μια ψιλή μελαχρινή δε φαίνεται να έρθει
μας είπαν πως αρρώστησε κι αρρωστικό γυρεύει,
γυρεύει μήλο κόκκινο μήλο καθαρισμένο
γυρεύει από λαγό τυρί κι απ` άγρια γίδα γάλα
ν` ανέβω σε ψηλό βουνό ψηλά στο καραούλι
να στήσω στρούγκα από λαγό κι από άγρια γίδα γάλα
Όσο να πάνω και να ρθω και πίσω να γυρίσω,
ο άνδρας μου ξαρώστησε κι άλλη γυναίκα πήρε.
Πήρε την πλάκα πεθερά τη μαύρη γης γυναίκα,
κι αυτά τα μαύρα ζούζουρα αδέρφια κι` αξαδέρφια.
…………………………………………………


Με πήραν και με μάλωσαν και μου ‘καμαν τον πήχη.
-Αυτή την πόρτα μην διαβείς, όσο να γίνεις νύφη.
-Γιατί λεβέντη μου, γιατί να μην περάσω;
Η μάνα σου κι η μάνα μου οι δυο μας κουβεντιάζουν
και λεν εμάς να μας αρραβωνιάσουν.

Πέτρα στην πέτρα περπατώ, λιθάρι στο λιθάρι
για να βρω σύντροφο καλό, καλό και τιμημένο.
Σαν τ’ άλογο τ’ αγλήγορο, σαν το γοργό ζευγάρι,
σαν τη γυναίκα την καλή που σέβεται τον άντρα,
σαν δυο αδερφάκια αγκαρδιακά, που παν αγαπημένα.

Η αγάπη μου παράγγειλε να πάω να της μιλήσω
την εβδομάδα δυο βολές, το μήνα τρεις και πέντε.
Νύχτα σελώνω τ’ άλογο, νύχτα το καλιγώνω.
Βάζω τα πέταλα αργυρά, καρφιά μαλαματένια,
βάζω το φέσι μου στραβά, τα γιορτινά μου ρούχα
και πάνω στην αγάπη μου, την περδικογραμμένη.

Πανάθεμα τη μάνα σου και τη δικιά μου αντάμα,
που δεν μας αρραβώνιασαν να περπατούμε αντάμα.
Σαν τα πουλιά, Δέσπω μ’ την Άνοιξη και σαν τα χελιδόνια,
που περπατούν ζευγαρωτά, πάνουν τα δυο αντάμα.


Τριανταφυλλάκι κόκκινο και ρόδο μου βαμμένο
και κοριτσάκι ανύπαντρο μικραρραβωνιασμένο,
τι έχουν τα μάτια σου και κλαιν’ και χύνουν μαύρο δάκρυ;
Μήνα στανιό σ’ αγάπησα, μήνα ζόρμπα σε πήρα;
Με θέληση της μάνας μου, με θέλημα δικό σου.


Ένα παλικάρι ρούσο κι όμορφο, Βαγγελίτσα μου,
καβάλα περπατούσε κι όλο τραγουδεί
και με το νου του λέγει, να ‘χα πρόβατα, Βαγγελίτσα μου,
να ‘χα και χίλια γίδια, να ‘μουν τσέλιγκας,
να στήσω και τη στρούγκα σε ψηλό βουνό
να ‘χα και τη Βαγγελίτσα να με κερνάει κρασί.

Τώρα το βράδυ το βραδάκι, τ’ άστρο και το φεγγαράκι,
παίρνω ένα στενό σοκάκι, βρίσκω ένα κοριτσάκι
το ρωτούσα που κοιμάται.
-Που κοιμάσαι κοριτσάκι;
-Στα κρεβάτια μου κοιμούμαι ‘κει που ‘κάνα δε φοβούμαι,
έχω πόρτες σιδερένιες κλειδωνιές μαλαματένιες.

Ανάθεμα Ρίνα μ’ τη μάνα σου (μικρή Ρινούλα μου) που σ’ έστειλε στη βρύση και σ’ είδαν τα ματάκια μου.
-Σύρε να πεις τη μάνα σου, γαμπρό για να με κάνει κι αν δε με θέλει για γαμπρό, πες της για χουσμεκιάρη κι αν σε ρωτήσει για μισθό,
πες της μισθό δε θέλω για της Ρίνας τον καημό.
Ρίνα, Κατερίνα μ’ μη βαλαντώνεσαι
την Κυριακή σε παίρνω ξελευτερώνεσαι.

Εψές είδα στον ύπνο μου, λέλε Σιάνα μου,
είδα και στ’ όνειρο μου μαύρα μάτια στο πλευρό μου
και ξυπνώ και δεν τα βρίσκω, με τα ρούχα μου μαλώνω:
-Ρούχα μου, παλιά μου ρούχα, πουν’ τα μαύρα μάτια που ‘χα.

Μηλίτσα που’ σαι στον γκρεμό με μήλα φορτωμένη
τα μήλα σου λιμπίζομαι, μα τον γκρεμό φοβούμαι.
-Σαν το φοβάσαι το γκρεμό έλα από το μονοπάτι.
Το μονοπάτι μ’ έβγαλε σε μια παλιό-εκκλησίτσα
εκεί ήταν τρία μνήματα, τα τρία αράδα-αράδα,
δεν τα είδα και τα πάτησα στα μάτια και στα φρύδια.
Ακούω το μνήμα να βογκά βαριά ν’ αναστενάζει.
-Ποιος είναι αυτός που με πατεί στα μάτια και στα φρύδια;
Αν είναι νιος να χαίρεται, αν είναι παλικάρι
κι αν είναι κάνας γέροντας χρόνος να μην τον εύρει.

Τριανταφυλλάκι μ’ κόκκινο και ρόδο μου βαμμένο
κι κοριτσάκι μ’ ανύπαντρο, μικρό, αρραβωνιασμένο
τι έχουν τα μάτια σου και κλαιν’ και χύνουν μαύρα δάκρυα;
Μήνα στανιό σ’ αγάπησα, μήνα ζορμπά σε πήρα;
Με θέλημα της μάνας σου, με θέλημα δικό σου.


Σε λίγο τελείωνε ο αρραβώνας και έφευγαν οι συγγενείς του γαμπρού οι οποίοι είχαν σαν έθιμο φεύγοντας, να πάρουν ένα αντικείμενο της νύφης μια ποδιά, μια φωτογραφία και να την δώσουν στο γαμπρό. Οι συγγενείς της νύφης προσπαθούσαν να μην τους αφήσουν να πάρουν τίποτα. Έτσι έφτανε η ώρα να φύγουν, ξεκινούσαν με τραγούδια και φτάνανε στο σπίτι του γαμπρού και τον έδιναν ότι κατάφεραν να πάρουν από το σπίτι της νύφης.

Παίρνουν κι ανθίζουν τα κλαδιά κι ο ύπνος δε με παίρνει.
Θέλω βλάχα μ’ να σ’ αρνηθώ τρεις μέρες και τρεις νύχτες.
Τα χέρια σου τα παχουλά και τα γραμμένα φρύδια
να τα ‘βαζα προσκέφαλο τρεις μέρες και τρεις νύχτες,
για να χορτάσω φίλημα, για να χορτάσω αγάπη.
Να ‘ταν η μέρα του Μαγιού κι η νύχτα του Γενάρη.

Φίλοι μ’ καλωσορίσατε, ροιδούλα, ροιδούλα,
καλώς εκοπιάσατε με γεια και λουλούδια.
-Δεν ήρθαμε για φαΐ, για πιη κι ούτε κρασί να πιούμε,
μόν’ ήρθαμε για την αγάπη και για να γνωριστούμε.

Με αυτόν τον τρόπο γίνονταν οι αρραβώνες στη Σαμαρίνα. Σήμερα μπορεί ο τρόπος που γινόταν ο αρραβώνας να έχει αλάξει τα τραγούδια όμως τα ακούμε σε αρραβώνες, αν και αυτό συμβαίνει σπάνια.

 

Αναζήτηση