Στοιχεία του Συρρακιώτικου Γάμου

Συρράκο, αρχές αιώναΟ Γάμος αποτελεί μια από τις σημαντικότερες εκφάνσεις του βίου της παραδοσιακής κοινωνίας.
Επρόκειτο για μια κοινωνική λειτουργία η οποία στηρίζονταν στις αξίες τα πρότυπα και τις προτεραιότητες που έθεταν οι γενιές τις κάθε περιόδου αλλά και αυτές που προϋπήρξαν. Ήταν μια διαδικασία που στηρίζονταν σε συγκεκριμένο τελετουργικό το οποίο ήταν γεμάτο συμβολισμούς και επιρροές που μας οδηγούν χιλιάδες χρόνια πίσω.
Ο Γάμος και το πανηγύρι ήταν ο μοναδικός τρόπος διασκέδασης και ψυχαγωγίας της παραδοσιακής κοινωνίας του Συρράκου.
Γινόταν πάντα καλοκαίρι και τούτο γιατί μόνο τότε ανταμώνανε όλοι οι Συρρακιώτες στο χωριό. Οι «κτηνοτρόφοι» που γυρνούσαν από τα χειμαδιά και οι «ραφτάδες» που επέστρεφαν από τις μεγάλες αγορές του εξωτερικού και της Ελλάδας όπου πουλούσαν τα εμπορεύματα τους.

 

 

Τα κυριότερα σημεία του είναι:
Προξενιό
Η υποχρέωση για την αποκατάσταση των νέων ήταν καθήκον των γονιών και ιδίως των πατεράδων. Γι’ αυτή ίσχυε η προτεραιότητα αναλόγως της ηλικίας τους.
Η ηλικία των γυναικών που ήταν κατάλληλη για παντρειά ήταν συνήθως μετά το 15ο έτος της ηλικίας τους, αφού έχει ετοιμάσει την προίκα της, ενώ των αγοριών μετά την εκπλήρωση των στρατιωτικών υποχρεώσεών τους.
Τα περισσότερα συνοικέσια τελούνταν τις μέρες των πανηγυριών, ενώ σχεδιάζονταν από την Άνοιξη ως το Φθινόπωρο.
Τα πολλά πανηγύρια που γίνονταν εξυπηρετούσαν και τη σκοπιμότητα αυτή, δηλαδή να δουν και να σχεδιάσουν τα πιθανά προξενιά.
Εκεί οι ενδιαφερόμενοι έβλεπαν κατά την ώρα του χορού τα άτομα που τους ενδιέφεραν και σχημάτιζαν μια πρώτη άποψη για την σωματική και ψυχική τους υγεία, πράγμα απαραίτητο για να προχωρήσουν στην πρόταση συνοικεσίου.
Η χορευτική δεινότητα, ιδίως των αντρών, ήταν πάντα ένα σοβαρό κριτήριο.
Η επιδίωξη όλων ήταν οι μελλόνυμφοι να προέρχονται από το Συρράκο.
Το προξενιό το έστελναν οι γονείς της κοπέλας στους γονείς του γαμπρού. Το αντίθετο ήταν υποτιμητικό (Πολλές φορές η πρόταση γίνονταν και από τον υποψήφιο γαμπρό απευθείας στον πατέρα της κοπέλας).
Έτσι κάποιος συγγενής της κοπέλας αναλάμβανε, εν αγνοία της, να μεταφέρει το μήνυμα σε κάποιον αντίστοιχο του γαμπρού.
Καταλληλότερη θέση ήταν κατά το έθιμο το πίσω μέρος της εκκλησίας του Αγίου Νικολάου.
Την απάντηση την περίμενε σε 5-6 το πολύ μέρες.
Αν απορρίπτονταν κρατιόνταν μυστικό για να μην εκτεθούν οι συγγενείς και η κοπέλα.
Αν συμφωνούσαν το ανακοίνωναν (πάλι στο ίδιο σημείο) στον άλλο υπεύθυνο του
προξενιού και μετά το πληροφορούνταν οι μελλόνυμφοι.
Στη συνέχεια συναντούνται οι γονείς και στενοί φίλοι των δύο μερών συνήθως στο σπίτι του γαμπρού για την σύνταξη προικοσύμφωνου (που συνήθως περιλάμβανε μετρητά, ζωντανά και ρουχισμό).Εκτός των γονέων υπογράφουν και οι συγγενείς ως μάρτυρες. Κατόπιν όριζαν την ημερομηνία τέλεσης του γάμου το πολύ 2-3 βδομάδες και πηγαίνουν στην νύφη.
Ότι αφορούσε τους γάμους κατέγραφαν στα «προικοσύμφωνα».
Σε ένα από αυτά του 1860 που αναφέρεται στο βιβλίο του Δημ. Γκαρτζονίκα, αφού αρχίζει με την επίκληση του ονόματος του Κυρίου ώστε να ευλογηθεί το συνοικέσιο, αναφέρει τα ονόματα των μελλονύμφων.
Μετά αφού δώσει γραπτά την πατρική ευχή αναγράφει τα χρήματα και τα υλικά που θα δώσει ως προίκα, όπως Μεξικάνικα τάλιρα, μια πουλάρα τρίχρονη, τα φορέματα, τα ασημικά της κα.
Οι δύο πρώτες υπογραφές στο τέλος αφορούσαν τους γονείς των μελλονύμφων.
Αν κάποιος από αυτούς δεν είχε πατέρα υπέγραφε ο θείος του.
Για την προίκα , αναφέρει ο Κώστας Κρυστάλλης, υπήρχε «νόμος» που έθετε ανώτερο όριο τα 1000 γρόσια, ενώ απαγορεύονταν να φορούν βαρύτιμα και πολυτελή κοσμήματα, ιδίως χρυσά.
Στο βιβλίο του Δ. Γκαρτζονίκα αναφέρεται ότι το 1860, προίκα έφτανε το ποσό των 6000 γροσίων, πράγμα που κατά τον συγγραφέα οφείλεται στην υποτίμηση του γροσίου.
Η εκτίμηση των κοσμημάτων ήταν προκαθορισμένη και ήταν η εξής: 1 ζευγάρι ασημοζούναρα χρυσωμένα (όχι χρυσά) γρόσια 300, 2 καρφοβέλονα γρόσια 50, 1 ζευγάρι σκουλαρίκια γρόσια 50 κτλ
Όσων αφορά στο τελετουργικό, ο μέλλον γαμπρός έρχεται στη μέλλουσα νύφη έχοντας μαζί του το βλάμη και το νουνό ο οποίος θα τους περνούσε δακτυλίδια.
Η νύφη βγαίνει στην πόρτα με σεμνότητα και ντροπή. Παίρνει τα συχαρίκια και της ευχές για καλά στέφανα.
Στο σπίτι ο νουνός σταυρώνει τα δακτυλίδια μπροστά σε μια εικόνα, τα φορούσε και ευχόταν.
Στη συνέχεια οι συμπέθεροι και κατόπιν οι άλλοι συγγενείς αλληλοασπάζονταν ευχόμενοι.
Η νύφη πρόσφερε συνήθως ούζο και γλυκά. Μετά από ένα μικρό ίσως γλέντι αποχωρούν οι συμπέθεροι, η νύφη φιλά το χέρι των πιο ηλικιωμένων και αυτοί της δίνουν χρήματα που αργότερα θα πάρει κάποιο δώρο ως ανάμνηση των αρραβώνων.
Από την ημέρα των αρραβώνων απαγορεύονταν ο νέος να εμφανιστεί δημόσια με την μνηστή του.
Η κοπέλα από τη στιγμή του αρραβώνα απολάμβανε την εκτίμηση και τον σεβασμό όλων (οι αρραβώνες λέγονταν και «σεβάσματα»).
Ως το γάμο γαμπρός και νύφη απαγορευόταν να ξανανταμώσουν. Και στο δρόμο ακόμα αν συνέβαινε έπρεπε να αλλάξουν κατεύθυνση.
Έτσι αρχίζουν οι προετοιμασίες. Ο βλάμης κάνει νηστεία μια βδομάδα, κοινωνεί, υπόσχεται παντοτινή στήριξη στο γαμπρό και ο παπάς επιβεβαιώνει την υπόσχεση αυτή στο ποίμνιο.
Η εβδομάδα πριν το γάμο αφιερώνεται στις ετοιμασίες.
Από τη Δευτέρα πλένονται τα ρούχα, ατομικά και σπιτιού, συγκεντρώνονται τα μαγειρικά σκεύη, ετοιμάζονται τα σκεπάσματα που θα στρωθούν στην αυλή για να υποδεχτούν τους πολυάριθμους καλεσμένους και ενημερώνεται επισήμως ο ανάδοχος του γαμπρού.

Πέμπτη
Την Πέμπτη οι φίλες της νύφης απλώνουν τα προικιά.
Παράλληλα δύο νέοι καλούσαν προφορικά για συμμετοχή στο γάμο.
Το απόγευμα της Πέμπτης ομάδα κοριτσιών (μη ορφανών), σιτίζει το αλεύρι με το οποίο ο αδελφοποιτός (βλάμης) του γαμπρού ζυμώνει τη ζύμη που θα πάει την άλλη μέρα στη νύφη μαζί με δώρα του γαμπρού.
Με τη ζύμη θα φτιαχτούν οι τρεις κουλούρες (μπουγάτσες).
Αυτή της νύφης μπαίνει σε πολυτελές κάνιστρο με κάλυμμα από μεταξωτό ύφασμα, το οποίο θα μεταφέρουν παιδιά που έχουν εν ζωή και τους δύο γονείς, κρατώντας τη στο κεφάλι τους.

Παρασκευή
Την Παρασκευή φτιάχνονταν οι τρεις μπουγάτσες, μια για την νύφη που την έκοβε το Σάββατο το βράδυ στο τραπέζι της και άλλες δύο για το γαμπρό και το νουνό που θα κοπούν στο τραπέζι της Κυριακής.
Χαρακτηριστική ήταν η ευωδιά τους διότι ήταν φτιαγμένες με μαγιά που μοσχοβόλαγε και όχι με προζύμι. Επάνω κένταγαν αφού έβαφαν τη ζάχαρη μπλε ή κόκκινη.
Επίσης από αυτά τα προζύμια θα φτιαχνόταν και τα κουλούρια που θα κερνούσαν μετά τα στέφανα στο σπίτι του γαμπρού από τη νύφη.
Αφού γίνει η μεταφορά της ζύμης στη νύφη εκείνη δίνει στο βλάμη και την παρέα του δώρα (σε ένα δίσκο) που θα μοιραστούν από το ζευγάρι μετά το γάμο, όταν επισκεφτούν τους συγγενείς τους.
Τα δώρα της νύφης ήταν κάλτσες (τσουρέπια) και μπορεί να ήταν και 100 ζευγάρια. Συχνά άλλαζαν χέρια πολλές φορές προσφέροντάς τα ως δώρα και σε άλλους γάμους. Τον υπολογισμό τον έκανε η μάνα του γαμπρού ανάλογα των υποχρεώσεων που είχε.
Στη συνέχεια τους κάνουν το τραπέζι.

Σάββατο
Την Παρασκευή ή το Σάββατο γίνεται η καταγραφή των προικιών σύμφωνα με το σύμφωνο, τα οποία θα παραλαμβάνονταν μετά τη στέψη, ενώ πολλές φορές παίρνουν το Σάββατο το πρωί τα συμφωνηθέντα μετρητά και ζωντανά (όχι το ρουχισμό, τον οποίο παίρνουν τη Δευτέρα).
Ο γαμπρός δεν πήγαινε γιατί έπρεπε να καθίσει να τον γανώσει η πεθερά του με ένα τηγάνι.
Έστελνε όμως στολίδια για τη νύφη και δώρα για τους δικούς της (πουκάμισα, φορέματα και μαντήλια), ανάλογα βέβαια την οικονομική στάθμη του.
Δώρα έστελνε και η νύφη για τους οικείους του γαμπρού.
Από το πρωί του Σαββάτου ορίζονταν στα δύο σόγια ο κελαρτζής (αποθηκάριος) που συγκέντρωνε τα κανίσκια των καλεσμένων και έκανε κουμάντο.
Οι συγγενείς των δύο οικογενειών, δηλαδή, που έχουν προσκληθεί στέλνουν τη συνεισφορά τους σε κρέας για το γαμήλιο γεύμα συνοδευόμενο από θαυμάσιας γεύσης ψωμί φτιαγμένο από ζύμη ρεβιθιών.
Μια χαρακτηριστική έκφραση ήταν , «μια προβατίνα 4 νοματαίοι», από ένα ποδάρι δηλαδή για κάθε οικογένεια.
Το βράδυ του Σαββάτου έφτανε στη νύφη ο γαμπρός, ο νουνός, ο βλάμης, οι γονείς και τα αδέρφια του γαμπρού.
Τους καλωσόριζαν και καθόταν μαζί τους και η νύφη.
Τους καλεσμένους εξυπηρετούσαν στενοί συγγενείς που φορούσαν ποδιά.
Ακολουθούσαν τραγούδια της τάβλας όπως: «Σε τούτη τη τάβλα που `μαστε, σε τούτο το τραπέζι, τον Άγγελο φιλεύουμε και το Χριστό κερνάμε και την Παρθένα Παναγιά τη διπλοπροσκυνάμε, να μας χαρίσει τα κλειδιά, κλειδιά του Παραδείσου, ν` ανοίξω τον Παράδεισο να μπω να σεργιανίσω, να δω τους πλούσιους πως περνούν και τους φτωχούς πως έχουν».
Μετά κοβόταν και μοιραζόταν η μπουγάτσα της νύφης ενώ ακολουθούσε γλέντι, στο οποίο χόρευαν οι συμπέθεροι .
Αφού χόρευαν έφευγαν για να συνεχίσει το σόι της νύφης. Έπρεπε να χορέψουν όλοι οι παρευρισκόμενοι, όλων των ηλικιών.
Χαρακτηριστικός χορός του γάμου ήταν ο συγκαθιστός, ο οποίος δεν χορεύονταν στα πανηγύρια, στο χοραστάσι.

ΓΑΜΟΣ
Κυριακή
Στο γαμπρό…

Ο Βλάμης ετοιμάζει το φλάμπουρο (άσπρο πανί με πράσινη κούκλα, συνήθως ντυμένη νύφη). Τις τελευταίες δεκαετίες το φλάμπουρο έπαψε να χρησιμοποιείται.
Έπαιρνε το γαμπρό και όλοι μαζί έφερναν το νουνό στο σπίτι του γαμπρού.
Πριν το μεσημεριανό έχουμε το ξύρισμα του γαμπρού, ο οποίος κρατάει ένα άδειο ταψί στα γόνατά ενώ τον ξυρίζει ο βλάμης με μια πετσέτα στον ώμο και τα όργανα να τραγουδούν:
« Πατέρα μου μ` ανάθρεψες» ,
« Ξυράφι από τα Γιάννινα κι ακόνι από τη πόλη»,
« Για γλήγορα ρε βλάμη μου, για γλήγορα παιδί μου, πριν κατεβάσουν τα νερά και κλείσουν τα ποτάμια»,
« Ευχήσου με μανούλα μου τώρα στο στόλισμά μου. Με την ευχή παιδάκι μου και σύρε στο καλό σου».
Η μάνα του από ένα ποτήρι κρασί που κρατάει στο χέρι έριχνε λίγο σταυρωτά στα μαλλιά του γιου της για να μην τον πιάνουν οι κατάρες της αν ποτέ έλεγε, λέγοντας: «Να ζήσεις παιδάκι μου και να προκόψεις».
Οι συγγενείς του ένας - ένας με ένα κέρμα έκαναν σταυρό στο κεφάλι του γαμπρού, το έριχναν στο άδειο ταψί και του εύχονταν.
Τα χρήματα μοιράζονταν ο γαμπρός με το βλάμη και μετά πήγαινε να στολιστεί.
Να φορέσει δηλαδή την επίσημη στολή που ήταν η φουστανέλα και έπρεπε να έχει ή να προμηθευτεί οπωσδήποτε.
Στα στέφανα οι προσκεκλημένοι άνδρες φορούσαν φουστανέλα, αν είχαν.
Όσοι δεν είχαν έβαζαν μαύρο μάλλινο παντελόνι και σακάκι.

Στη νύφη…
Την ίδια στιγμή στη νύφη γινόταν το πλύσιμο των μαλλιών της και το στόλισμά της.
Η μάνα της έδινε ευχές και κέρματα κατά τον ίδιο τρόπο με αυτό του γαμπρού.
Οι κοπέλες που παρευρίσκονταν και τη στόλιζαν τραγουδούσαν:
«Σήμερα άσπρος ουρανός, σήμερα άσπρη μέρα, σήμερα στεφανώνεται αετός με περιστέρα. Ποιος ήταν ο προξενητής που να `χε φαει κανέλα που αντάμωσε τον αετό μαζί με περιστέρα. Ευχήσου με μανούλα μου τώρα στο στόλισμά μου. Με την ευχή παιδάκι μου και σύρε στο καλό σου»
(Τους δύο τελευταίους στίχους τραγουδούσε η νύφη και η μάνα της).
Επίσημη στολή για την νύφη ήταν το κόκκινο φόρεμα. Φορούσαν τη «σάρικα» και τις τελευταίες δεκαετίες, έβαζαν και δύο μαντήλια στη ζώνη τους.
Οι προσκεκλημένες γυναίκες φορούσαν βελούδινα φορέματα ή γαλλικές κεντητές φούστες.

ΚΥΡΙΟ ΜΕΡΟΣ
Μετά το μεσημεριανό ξεκινούσαν από το σπίτι του γαμπρού για το σπίτι της νύφης.
Μπροστά πηγαίνουν τα όργανα και πίσω δύο παιδιά περίπου 15 χρονών.
Το ένα κρατά το φλάμπουρο και το άλλο στο κεφάλι ένα δίσκο που περιέχει κουφέτα, ρύζι, τα γοβάκια της νύφης και τα στέφανα.
Ακολουθεί ο γαμπρός, δεξιά ο νουνός, αριστερά ο βλάμης. Πιο πίσω είναι οι συγγενείς και οι φίλοι.
Τα παιδιά έτρεχαν μπροστά να αναγγείλουν τον ερχομό της πομπής και να πάρουν τα συχαρίκια, ενώ ο πρώτος αμειβόταν καλά.
Πλησιάζοντας τα όργανα τραγουδούσαν:
«Ξύπνα περδικομάτα μου κι ήρθα στο μαχαλά σου.
Χρυσά στολίδια σου `φερα να πλέξεις στα μαλλιά σου.
Αν ήρθες καλωσόρισες κι ας έκανες και κόπο.
Δεν το `ξερα λεβέντη μου πως ήταν η αφεντιά σου, να πεταχτώ σαν πέρδικα να `ρθω στην αγκαλιά σου, να γίνω γη να με πατείς γεφύρι να περάσεις».
Μια παραλλαγή της σκηνής αυτής που αναφέρεται, είναι ότι οι συγγενείς της νύφης απαντούν στους πρώτους στίχους λέγοντας:
«Κι αν τα’ φερες τι τα ‘θελες κι αν τα ‘χεις τι τα θέλεις
Εγώ τα μαλλιά μου τα ‘πλεξα απ’ το Σαββάτο βράδυ».
Αφού τους υποδέχονταν, ο βλάμης έβαζε τα γοβάκια στη νύφη τα οποία σταύρωνε τρεις φορές κι αυτή του φιλούσε το χέρι. Αυτά ήταν δώρα του γαμπρού και υπήρχαν περιπτώσεις φτωχότερων οικογενειών που ήταν και αυτά δανεικά.
Οι μελλόνυμφοι για ν` αποφύγουν τα μάγια και το μάτι έπαιρναν από μια κασέλα και το κλειδί το έβαζαν σε μια τσέπη στη στολή τους.
Στη συνέχεια οι γονείς της την έπαιρναν έξω και η μάνα της έσπαγε ένα πιάτο που είχε το ρύζι το οποίο έριξε στα μαλλιά της κόρης της.
Το ρύζι χρησιμοποιούταν όλες τις μέρες του γάμου σαν σύμβολο αιωνιότητας κι ευτυχίας. Ο λόγος ήταν για να αποφύγουν το «μάτι» των εχθρών της νύφης, αν φυσικά υπήρχαν.
Στην αυλή εκτυλισσόταν η πιο συγκινητική στιγμή, αυτή του αποχωρισμού.
Η νύφη χαιρετά για τελευταία φορά πριν φύγει για το καινούριο σπιτικό της, την οικογένεια , τους συγγενείς και τους φίλους ενώ τα όργανα τραγουδούν:
«Σ` αφήνω γεια μανούλα μου, σ` αφήνω γεια πατέρα.
Ώρα καλή πουλάκι μου και να `χεις την ευχή μας.
Αφήνω γεια αδελφάκια μου, αφήνω γεια αδελφούλες αφήνω γεια στη γειτονιά και γεια στις φιλενάδες.
Ώρα καλή πουλάκι μου και σύρε στο καλό σου».
Άλλες φορές παραλλάσσονταν με το:
«Έχετε γεια πατέρα μου και συ γλυκιά μου μάνα
Έχετε γεια αδερφάκια μου και σεις δικοί μου φίλοι
Εγώ πάω στο σπίτι μου και στα πεθερικά μου.»
Έτσι η πομπή παίρνει τη νύφη και ξεκινά έχοντας μπροστά, το φλάμπουρο, μετά τον βλάμη και τα όργανα.
Ακολουθεί η νύφη με το σόι της βασταζόμενη από τα αδέρφια της και πιο πίσω ο γαμπρός με το νουνό το βλάμη και το σόι του.
Τη νύφη την παρέδιδαν τα αδέρφια μέσα στην εκκλησία και άρχιζε η τελετή.
Γάμοι γινόταν σε όλες τις εκκλησίες και ο χορός της νύφης τη Δευτέρα σε όλους τους χώρους που ήταν ελεύθεροι.
Ο λόγος ήταν ότι σε σύντομο χρονικό διάστημα, λίγων εβδομάδων, έπρεπε να γίνουν δεκάδες γάμοι. Αναφέρονται συχνά πάνω από πέντε και δέκα γάμοι σε μία ημέρα.
Η κύρια εκκλησία που πραγματοποιούνταν η τελετή ήταν του Αι Νικόλα και αν δεν γίνονταν εκεί πήγαιναν σε άλλη. Για το λόγο αυτό υπήρχαν και πολλοί ιερείς.
Μετά τη στέψη τις τελευταίες δεκαετίες η νύφη χόρευε έξω από την εκκλησία ή στο χοραστάσι.
Όμως στην παραδοσιακή κοινωνία αυτό γίνονταν μόνο την Δευτέρα.
Έτσι συναντούμε το φαινόμενο στον Αι Νικόλα να χορεύουν μια, δύο και τρεις νύφες και άλλες δύο στο χοραστάσι.

Μετά τη στέψη
Μετά τα στέφανα αρχίζει η επιστροφή της πομπής προς το σπίτι του γαμπρού. Μπροστά είναι το φλάμπουρο, το οποίο θα μείνει έξω από το σπίτι για να τονίζει ότι γίνεται γάμος, μετά έρχονται τα όργανα, ο γαμπρός, η νύφη, ο νουνός, ο βλάμης και ακολουθεί το σόι.
Η μάνα του γαμπρού έτρεχε πρώτη στο σπίτι να υποδεχτεί τη νύφη.
Αφού γίνουν τα στέφανα και πριν την επιστροφή των νεόνυμφων, ομάδα κοριτσιών και γυναικών, αποσπάται από την πομπή και πηγαίνει στη μάνα του γαμπρού που τους περιμένει.
Εκεί τραγουδούν:
«Έβγα κυρά και πεθερά για να δεχτείς την πέρδικα
Για να δεχτείς την πέρδικα που περπατεί λεβέντικα.
Για ιδέστε την, για ιδέστε την ήλιο φεγγάρι πέστε την
Αυτού που ζύγωσες να μπείς ήλιος φεγγάρι θα φανείς».
Ενώ μια παραλλαγή αναφέρει:
« Έβγα κυρά και πεθερά για να δεχτείς την πέρδικα,
την πλουμιστή που περπατεί λεβέντικα, σαν άγγελος με το σπαθί.
Για δέστε την, για δέστε την ήλιο φεγγάρι πέστε την.
Περιστέρι στείλαμε, περδικούλα φέραμε».
Αφού έφταναν έβγαινε η πεθερά με ένα ποτήρι κρασί και ένα πιάτο με ρύζι. Ανεβαίνοντας με τη νύφη τις σκάλες έχυνε βήμα - βήμα κρασί για να μην αντιλογήσει με το νέο ζευγάρι και το πιάτο το έσπαγε στο τελευταίο σκαλοπάτι για να μην πιάνει το μάτι των εχθρών δίνοντας παράλληλα την ευχή της.
Η νύφη προτού μπει έπρεπε να πατήσει με το δεξί πόδι ένα σιδερένιο αντικείμενο που είχε βάλει η πεθερά κάτω από το πατάκι (συνήθως το κασάρι) για να ζήσει πολλά χρόνια σ` αυτό το σπίτι.
Αφού ξεκουραζόταν λίγο άρχιζε το κέρασμα. Μπροστά κερνούσε ούζο ένας άνδρας και από κοντά η νύφη προσέφερε από ένα κουλουράκι απ` αυτά που είχαν ζυμωθεί με τα προζύμια που φτιάχτηκαν την Παρασκευή στο γαμπρό, ενώ με ένα κόκκινο σκοινί τα έδενε στις ζώνες των καλεσμένων.
Με τη δύση άρχιζε το γλέντι το οποίο ξεκινούσε πρώτα η νύφη και ο γαμπρός με το τραγούδι:
«Δύο πουλάκια τα καημένα στο τραπέζι είναι στρωμένα.
Το `να πίνει, τ` άλλο τρώγει, τ` άλλο τραγουδά και λεει.
Σ` όσους γάμους κι αν επήγα τέτοια νιόγαμπρα δεν είδα,
να `ναι η νύφη ντουλμεράκι κι ο γαμπρός περιστεράκι.,
να `ναι το συμπεθεριό μας σαν τα` αστέρια τα` ουρανού μας»
Πριν το χορό των νεόνυμφων υπήρχε το έθιμο ο γαμπρός να προσπαθεί να αρπάξει το μαντήλι της νύφης ενώ παράλληλα αυτή έβγαζε ένα δεύτερο από τη ζώνη της.
Μετά χόρευε ο νουνός με τη νουνά, ο βλάμης με τη βλάμισσα οι φίλοι και οι μακρινοί συγγενείς που θα έφευγαν.
Οι γονείς, τα αδέρφια και οι στενοί συγγενείς χόρευαν τις πρωινές ώρες.
Ο γαμπρός και η νύφη κρατούν όσους χορεύουν μπροστά.
Αργότερα έρχονται και οι συμπέθεροι.
Ακολουθεί το φαγητό και το κρασί ενώ τραγουδούν τραγούδια της τάβλας και κοβεται η μπουγάτσα του γαμπρού και του νουνού. Παίρνουν από ένα κομμάτι και εύχονταν στα νιόγαμπρα και στο νουνό.
Το γλέντι ξανάρχιζε με τους συμπεθέρους, οι οποίοι θα έφευγαν αργότερα, και τα νιόγαμπρα..
Φεύγοντας τα όργανα τραγουδούσαν:
«Εμείς βρε συμπέθεροι εμείς τώρα θα φύγουμε και το πουλί τ` αφήνουμε.
Να μη μας το μαλώνετε και μην το παραπαίρνετε ,
όσο να πάρει τα χουγιά σας και τα φερσίματά σας»
Για τους συγγενείς του γαμπρού τα όργανα ανταπέδιδαν:
«Δεν το `χουμε για μάλωμα, ούτε για παραπέταμα.
Θα πάει στη βρύση για νερό να πλύν` τα πόδια του γαμπρού,
να φερ` νερό της πεθεράς, να φερ` νερό του πεθερού».
Προς τα χαράματα επειδή η νύφη νύσταζε την ξαναβάζανε στο χορό χορεύοντας ένα οργανικό σκοπό της νύφης.
Και στο γλέντι του γαμπρού, όπως και στης νύφης, έπρεπε υποχρεωτικά να χορέψουν όλοι οι καλεσμένοι ανεξαρτήτου ηλικίας.
Ο πιο χαρακτηριστικός χορός στους γάμους, όπως προαναφέρθηκε, ήταν ο συγκαθιστός.
Όσων αφορά στην σύνθεση της κουμπανίας στους γάμους παρατηρούνταν πρόβλημα στο να βρεθεί πλήρης εξαιτίας του μεγάλου αριθμού των γάμων το ίδιο διάστημα.
Αν αναλογιστούμε μάλιστα ότι το ίδιο συνέβαινε και στους Καλλαρύτες, χωρίο με ίδιες σχεδόν χορευτικές ιδιαιτερότητες και κοινά τακίμια, το πρόβλημα γινόταν ακόμα μεγαλύτερο.
Έτσι η κουμπανία αποτελούνταν από όσους οργανοπαίχτες ήταν δυνατό να κληθούν τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή. Μπορούσε δηλαδή να ήταν πλήρης ή να περιλαμβάνει π.χ μόνο ένα βιολί και ένα λαούτο ή ένα κλαρίνο κλπ.
Το γλέντι διαρκούσε ως το πρωί.
Αφού έκαναν μια μικρή διακοπή, ή και καθόλου μερικές φορές, ξεκινούσαν να πιάσουν θέση στο χοραστάσι όπου θα έφερναν τη νύφη για το χορό της.

Δευτέρα
Το πρωί της Δευτέρας έπρεπε να χορέψει η νύφη στον πλάτανο για να τη δει όλο το χωριό.
Σε περίπτωση που την ίδια μέρα γίνονταν πολλοί γάμοι , κάτι σύνηθες, πήγαιναν οι συγγενείς του γαμπρού να πιάσουν θέση από τα χαράματα .
Χόρευαν με την ίδια σειρά όπως την Κυριακή το βράδυ.
Οι νύφες, όπως και οι γυναίκες γενικότερα, συνήθως χόρευαν πατητούς χορούς (αργούς στα τρία) και λιγότερο ή καθόλου τσάμικα.
Μετά από μερικές ώρες περίπου κατευθύνονταν όλοι μαζί για το σπίτι της νύφης να πάρουν τα προικιά.
Την ευθύνη για αυτό είχαν συγγενείς που είχαν οριστεί από πριν, ενώ ένας κρατούσε και το προικοσύμφωνο.
Αφού τα έπαιρναν έφευγαν με τα όργανα μπροστά και με ένα παιδί το οποίο κρατούσε μια γλάστρα με βασιλικό της νύφης.
Θεωρούνταν κατόρθωμα επίσης, να αρπάξουν κρυφά και ένα μικρό αντικείμενο φεύγοντας.
Μερικές φορές το βράδυ της Δευτέρας όσοι είχαν πολλούς συγγενείς που δεν χόρεψαν, ξαναγλεντούσαν.
Στις επόμενες μέρες τα νιόγαμπρα επισκέπτονταν τους συγγενείς τους και αυτοί τους έκαναν δώρα, συνήθως χαλκώματα που πάνω τους γράφουν τα ονόματα τους.
Στους συγγενείς του γαμπρού η νύφη προσέφερε τα τσουρέπια.

ΓΕΓΟΝΟΤΑ
Στις προφορικές διηγήσεις των παλιότερων, και στα ελάχιστα δυστυχώς γραπτά κείμενα, αναφέρονται συχνά γεγονότα που λάμβαναν χώρα και είχαν σχέση με το γάμο.
Γεγονότα που αναδείκνυαν την ξεχωριστή σημασία αυτού του σημαντικού κοινωνικού γεγονότος, και τροφοδοτούσαν συνεχώς τις συζητήσεις τους για πολλά χρόνια και στιγμάτιζαν θετικά ή αρνητικά τη ζωή τους .
Μερικά χαρακτηριστικά είναι:
• Σημερινοί μουσικοί αναφέρουν: “Την έξοδο της νύφης και αυτά εμείς τα σταματήσαμε. Στα γάμο του (αναφέρει το όνομα), ήταν κι άλλος γάμος από κάτω, εμείς τον κάναμε στο κυπαρίσσι από πάνω, εκεί κάναμε την Κυριακή το χορό της νύφης, αμέσως μετά τα στέφανα, για πρώτη φορά. Την προηγούμενη Κυριακή είχε λιποθυμήσει ένας δικός μας από κούραση και τους είπαμε να το αλλάξουμε όπως σε όλα τα χωριά και μετά άλλαξε».
Επίσης: «Μέχρι και 15 γάμοι σε μια μέρα μου έχουν πεί ότι έχουν γίνει. Μετά χορεύαν στις εκκλησίες, στα αλώνια και όπου έβρισκαν χώρο. Γάμοι γινόταν στον Αι Νικόλα και αν ήταν πιασμένοι πήγαιναν σε όλες.
Και από όργανα ότι είχε ο καθένας. Άλλος δύο, άλλος ένα κλαρίνο, άλλος ένα ντέφι, ότι είχε. Ο καθένας είχε το δικό του όργανο, όχι αλλουνού. Τα τραγούδια και οι σκοποί του γάμου είναι Ξηρομερήτικοι . Τώρα πως έφτασαν ως εδώ;
Στους Καλλαρύτες ήταν μια φορά δυο γάμοι κάτω μαζί και επειδή παίζαμε εμείς δυνατότερα χόρευαν ότι παίζαμε εμείς.
• Μια άλλη φορά πήγαιναν μια νύφη με τα προικιά της από το Συρράκο στο Βαθύπεδο (2η Κυριακή του 15Αύγουστου)
Στους Αγίους Αποστόλους έπιασε μια βροχή και οι μουσικοί που φορούσαν πουκάμισα, κρύφτηκαν στις κοιλιές των μουλαριών. Σαν να μην έφταναν αυτά μας είπαν άντε να ακουστούμε τώρα στο Βαθύπεδο και αρχίσαμε να παίζουμε.»
• Αναφορές γίνονται σε μελλόνυμφο που αυτοκτόνησε για να μην πάρει το λόγο του πίσω για παντρειά, και σε αρραβωνιασμένη που αυτοκτόνησε για να μη συναντήσει τον μνηστήρα της στο δρόμο, πράγμα που απαγορεύονταν.
• Επίσης στο γάμο Συρρακιώτη που κάποιος προσπαθώντας να χτυπήσει το φλάμπουρο με το όπλο σκότωσε από λάθος συχωριανό του.
• Στα «Άπαντα» του Κ. Κρυστάλλη αναφέρεται ότι τσοχανταραίοι του Αλή Πασά είχαν αρπάξει μια αρραβωνιασμένη κοπέλα του χωριού, την οποία ελευθέρωσαν Συρρακιώτες και Παλιοχωρίτες που εξεγέρθηκαν, ενώ ο ίδιος δεν προέβη σε αντίποινα.
• Το έτος 1896 εφημερίδες της εποχής αναφέρονται στο περιστατικό που ο σταθμεύων μουλιαζίμης του Συρράκου Χουσνή Εφέντης με τους στρατιώτες του εφ’ όπλου λόγχης πήγε στο γλέντι για το γάμο τουΓούλα Κοσμά Πράσου με την κόρη του Χρήστου Μπούντα, για να πάρει δια της βίας τα όργανα στο σχολείο όπου έμενε.
Με την άρνηση των Ελλήνων δημιούργησε μεγάλο πανικό χτυπώντας και τραυματίζοντας αρκετούς από αυτούς.
• Την ίδια περίοδο και ενώ οι Τούρκοι είχαν απαγορεύσει τους πυροβολισμούς στους γάμους, σε κάποια περίπτωση που ρίχτηκαν μερικοί, οι πρόκριτοι έγιναν του “αλατιού” από το ξύλο, κατά τα γραφόμενα της εφημερίδας.
• Τέλος, πάλι το 1896, σε γάμο μεγαλοτσέλιγκα στο Ελληνικό έδαφος των Καλλαρυτών, ρίχτηκαν για πολύ ώρα ντουφεκιές από τους πολυάριθμους φουστανελοφορεμένους επισκέπτες.
Αυτό από την ενισχυμένη φρουρά των Τούρκων στο σκλαβωμένο Συρράκο, εκλήφθηκε ως περίπτωση επαναστατικής κίνησης και πήραν θέση άμυνας, καλώντας και άλλες γειτονικές φρουρές………….

Ηλίας Χ. Γκαρτζονίκας
Καθηγητής Φυσικής αγωγής-Δάσκαλος Παραδοσιακών Χορών
Στοιχεία του Συρρακιώτικου Γάμου
4o Σεμινάριο Βλάχικων Παραδοσιακών Χορών, Συρράκο, 27-28 Απριλίου 2002

Αναζήτηση