Το Τατουάζ στους Βλάχους

Το τατουάζ στους βλάχουςΜΙΑ ΠΑΝΑΡΧΑΙΑ ΣΥΝΗΘΕΙΑ ΜΕ ΠΟΛΥΠΛΕΥΡΗ ΣΗΜΑΣΙΑ
Το τατουάζ αποτελεί μια συνήθεια πολύ διαδεδομένη σε αρκετούς λαούς τόσο κατά την αρχαιότητα όσο και σήμερα. Το σημάδεμα αυτό του προσώπου και του σώματος στην αρχαιότητα ονομαζόταν στίξη (χτύπημα) ή κατάστιξη και η πράξη στιγματισμός. Η αρχαία αυτή ελληνική λέξη κατάστιξη αντικαταστάθηκε από την ξενικής προέλευσης λέξη «τατουάζ». Αρχικά το τατουάζ σύμφωνα με την άποψη πολλών ερευνητών ήταν μόνο ζωγραφιστό αλλά στη συνέχεια χρησιμοποιήθηκε η διαδικασία του βελονισμού[1][3] για να αποχτήσει μονιμότερο χαρακτήρα και να γίνει ανεξίτηλο. Τα υλικά που χρησιμοποιούνταν από διάφορους λαούς για το τρύπημα του δέρματος ήταν η βελόνα του ραψίματος κυρίως στην Ευρώπη και σε άλλες πρωτόγονες κοινωνίες αγκάθια φυτών ή ψαριών αιχμηρά κόκαλα κ.ά.



Μέσα στις μικρές πληγές που δημιουργούνταν τοποθετούσαν διάφορα υλικά για να χρωματίσουν το σχέδιο. Στην Ελλάδα τέτοια υλικά ήταν η σκόνη τριμμένου κάρβουνου από ξύλο ή καρύδι[2][4] ανακατεμένη με λάδι, ούζο ή τσίπουρο, μαύρο πιπέρι ή και μπαρούτι. Σύμφωνα όμως με τις μαρτυρίες αρκετών Βλάχων της Ελλάδας ο χρωματισμός του τατουάζ γινόταν και με μελάνι, με μπογιά που έβαφαν τα ρούχα ή και με λουλάκι. Άλλοι λαοί χρησιμοποιούσαν κάπνα από κατσαρόλες και τζάκια για μαύρο χρώμα. Όταν όμως ήθελαν να πετύχουν κάποιο άλλο χρώμα χρησιμοποιούσαν τριμμένο κεραμίδι για κόκκινο, λουλάκι για μπλε κ.ά.[3][5].
Υπήρχαν περιπτώσεις που στο τρυπημένο δέρμα χρησιμοποιούσαν πυρίτιδα και μάλιστα κάποιες φορές αναμμένη[4][6]. Οι Nouba για παράδειγμα το μαύρο χρώμα το πετυχαίνουν χρησιμοποιώντας καρβουνόσκονη, το άσπρο από κελύφη οστράκων ή από ασβεστολιθικά πετρώματα ενώ το μπλε το εξασφαλίζουν από Άραβες εμπόρους.

Η πιο πρωτόγονη μορφή τατουάζ είναι εκείνη που τα στίγματα γίνονταν έκτυπα δηλαδή ανάγλυφα. Για να επιτευχθεί κάτι τέτοιο γέμιζαν  τις πληγές με άργιλο. Αυτή η μορφή του τατουάζ συνηθίζεται στους ιθαγενείς της Αυστραλίας στην Νέα Ζηλανδία και σε ορισμένες φυλές νέγρων. Πάντως αυτό το είδος του τατουάζ είναι σπάνιο[5][7].

Σήμερα η τεχνική έχει απλοποιηθεί αρκετά και γίνεται μέσω μιας ηλεκτρικής μηχανής που τρυπά το δέρμα με μια ειδική βελόνα και χύνει μέσα ένα ειδικό μελάνι.
Η πιο πρόσφατη μορφή τατουάζ είναι το καλλιτεχνικό που έγινε μόδα κυρίως σε «καλλιτεχνικούς» κύκλους. Σ’ αυτό συνθέσεις γεμίζουν όλο το σώμα από τα πόδια ως το λαιμό[6][8].
Στην Ελλάδα το τατουάζ ήταν συνδεδεμένο με τα κατώτερα λαϊκά στρώματα και κυρίως με βαρυποινίτες, κατάδικους, ναυτικούς, αλήτες κ.λ.π.[7][9]. Σ’ αυτές τις ομάδες παρατηρούνταν οι γνωστοί «τσαμπουκάδες», τα τατουάζ δηλαδή των φυλακισμένων στις ελληνικές φυλακές που γίνονταν με ερασιτεχνικό τρόπο και χωρίς πληρωμή[8][10]. Η θεματολογία τους ήταν περιορισμένη ( καρδιές, στιλέτα, μαχαίρια, αποφθέγματα, βέλη, φίδια, γυναίκες, σταυροί, άγκυρες, τιμόνια, κρεμάλες, μάτια, καράβια κ.ά.[9][11]. Αυτά τα χτυπούσαν κυρίως πάνω στα μπράτσα, στο στήθος, στην πλάτη, στους μηρούς, στους γλουτούς, στο πέος ή στη γλώσσα. Ήδη από το 19ο αι. η στίξη θεωρούνταν χαρακτηριστικό στις τάξεις των ναυτικών, των εγκληματιών και των στρατιωτών[10][12]. Έτσι δικαιολογείται το φαινόμενο ότι στον αγγλικό στρατό μέχρι το 1879 συναντούσε κανείς στρατιώτες με στίξη γραμμάτων όπως D (Desester = λιποτάκτης) κ.λ.π. Αυτή η συνήθεια παραπέμπει σε κάτι αντίστοιχο που γινόταν στην αρχαιότητα στο Ρωμαϊκό στρατό όπου οι λεγεωνάριοι έστιζαν στο σώμα τους το όνομα του στρατηγού τους ή κάποιο διακριτικό στοιχείο της λεγεώνας τους. Κατά τον ίδιο τρόπο στην αρχαιότητα σημάδευαν τους δούλους με το όνομα του κυρίου τους. Στην κλασική εποχή οι Έλληνες γνώριζαν τη τεχνική της στίξης που αναγόταν στα Μυκηναϊκά χρόνια αλλά τη θεωρούσαν βάρβαρη συνήθεια[11][13]. Τη θεωρούσαν ατιμωτική και χαρακτηριστικό των δούλων και των αιχμαλώτων του πολέμου. Μια τέτοια περίπτωση μας είναι γνωστή από τον Πλούταρχο. Βάσει της μαρτυρίας του, οι Συρακούσιοι μετά τη συντριβή των Αθηναίων στις Συρακούσες της Σικελίας έστιξαν άλογο στο μέτωπο των αιχμαλώτων[12][14].
Επιπλέον τη χρησιμοποιούσαν προνοητικά για την περίπτωση δραπέτευσης κάποιου δούλου[13][15].      
Ωστόσο η στίξη που συναντάμε στους Βλάχους διαφόρων περιοχών της χώρας μας και κυρίως στις Βλάχες γυναίκες έχει τελείως διαφορετική λειτουργία και ήταν πολύ διαδεδομένη παλιότερα. Ακόμη και σήμερα υπάρχουν αρκετοί που μπορούν να καταθέσουν τη μνήμη τους για γυναίκες που είχαν ένα σταυρουδάκι ανάμεσα στα φρύδια (avea ûna crutsi tu frîmti) και ορισμένα άλλα σύμβολα στους καρπούς των χεριών. Κάποιες γιαγιάδες με τέτοια σημάδια μπορεί να συναντήσει κανείς σε διάφορα βλαχοχώρια μέχρι σήμερα, αν και είναι πλέον ελάχιστες. Στους Βλάχους αυτά τα σημάδια είναι γνωστά με τις ονομασίες seamni (σημάδια) ή crutsi (σταυροί)[14][16]. Στη Γαλάτιστα, στην Πετροκερασιά, στα Βασιλικά και στο Λιβάδι Χαλκιδικής έχουν εντοπιστεί γυναίκες με το σημάδι του σταυρού. Στην Πυλαία Θεσσαλονίκης απαντώνται γυναίκες με παρόμοια σημάδια όπως κυπαρίσσι στο στήθος, σταυρούς στα χέρια και στα πόδια. Στην Περιστερά του Χορτιάτη υπάρχουν αρκετές Βλάχες με τατουάζ ανάμεσα στα φρύδια και στα χέρια[15][17]. Παρόμοια τατουάζ συναντάμε και στις γυναίκες της Δροσοπηγής (παλ. ονομ. Μπελκαμένη) και του Φλάμπουρου (παλ. ονομ. Νεγκόβανη) Φλώρινας, της Γράμμουστας Καστοριάς και του Κεφαλόβρυσου (παλ. ονομ. Μιτσιντέι) Ιωαννίνων[16][18]. Γραμμουστιάνικες φάρες εγκατεστημένες στην Αξιούπολη του Κιλκίς είχαν  τέτοια στίγματα.  Η στίξη ήταν επίσης συνηθισμένη και στην περιοχή των Γρεβενών[17][19], στις Βλάχες της περιοχής της Κορυτσάς[18][20] και στις Μογλενίτισσες  Βλάχες του Σκρα Κιλκίς. Σημαντική περί του Σκρα είναι η προφορική μαρτυρία της κ. Μαρίας Παπαγεωργίου ότι το σταυροτύπωμα ή σταυροσήμανση στο μέτωπο και στα χέρια γινόταν για ασφάλεια και για αποφυγή του εκτουρκισμού (βλαχ. puturtśori)[19][21]. Και στην Κλεισούρα (παλ. ονομ. Βλαχοκλεισούρα) Καστοριάς οι γυναίκες εστίζονταν σύμφωνα με μαρτυρίες. Η συνήθεια της δερματοστιξίας παρατηρούνταν ιδιαίτερα στις κτηνοτροφικές οικογένειες της Κλεισούρας και γινόταν με λουλάκι (προφορική μαρτυρία Παρασκευής Νώττα-Σμιξιώτη, 1920-1996)[20][22]. Ήταν επίσης διαδεδομένη στην περιοχή των Φιλιατών Θεσπρωτίας σε άντρες και γυναίκες[21][23], στη Βούρμπιανη Ιωαννίνων[22][24] και στις γυναίκες των Κουπατσαραίων της περιοχής των Γρεβενών αλλά και στις γυναίκες της επαρχίας Βοΐου Κοζάνης (προφορική μαρτυρία Παναγιώτη Καμηλάκη)[23][25]. Οι Βλάχες απ’ την άλλη διέδωσαν το τατουάζ και σε μη βλάχικες περιοχές όπως στην Πυρσόγιαννη της Ηπείρου. Οι γυναίκες της Πυρσόγιαννης βλέποντας τις Βλάχες που έρχονταν στο χωριό τους να έχουν πλούσια τατουάζ, ζήλευαν και ζητούσαν από αυτές να τους  κάνουν[24][26]. Ακόμα και σε μεταμφιέσεις Βλάχων της Βέροιας σε τράγους, στη μάσκα που φορούσαν παρατηρούνταν στο μεσόφρυδο ζωγραφισμένο σταυρουδάκι[25][27], αλλά και μπάλα στις μάσκες των καρναβαλιών της Πρωτοχρονιάς (βλαχ. argutsiari) στην Κλεισούρα Καστοριάς[26][28]. Αρκετές μαρτυρίες επιβεβαιώνουν ότι στίζονταν και οι Αρβανιτόβλαχοι[27][29]. Τέτοια περίπτωση ήταν οι Αρβανιτόβλαχες, από πρώην νομαδοκτηνοτροφικές οικογένειες που εγκαταστάθηκαν στο χωριό Άνω Ραβένια στο δρόμο προς την Κόνιτσα. Οι Αρβανιτόβλαχοι επίσης της Βήσσανης συνήθιζαν τη δερματοστιξία των γυναικών μέχρι τη δεκαετία του 1960[28][30]. Ο λαϊκός πολιτισμός του Πωγωνίου μπολιάστηκε με βλάχικα στοιχεία και υιοθέτησε και τη δερματοστιξία. Στη Βήσσανη η δερματοστιξία συνηθίζονταν μέχρι που άρχισε ο μεγάλος ξενιτεμός. Η δερματοστιξία συνηθιζόταν επίσης σε ορισμένες νομαδικές φυλές Αθιγγάνων και μέχρι την ανταλλαγή των πληθυσμών το 1924 σε αρκετές από τις χανούμισσες των Τούρκων μπέηδων της Μακεδονίας[29][31].
Οι Σαρακατσάνες επίσης της Ρεντίνας, της Δράμας, του Καλπακίου, της Παραμυθιάς, του Βιτσίου, της Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης είχαν ίδια τατουάζ με τους Βλάχους. Τα στίγματα αυτά συχνά τα αποκαλούσαν «βούλες» ή «κέντημα». Χριστιανοί ορθόδοξοι οι Σαρακατσάνοι δέχτηκαν τυπικά τη χριστιανική θρησκεία χωρίς να εγκαταλείψουν τα ειδωλολατρικά τους έθιμα. Σύμφωνα με τις αντιλήψεις τους όλα τα στοιχεία της φύσης με τις έμφυτές τους ιδιότητες, ήλιος, φεγγάρι, άστρα, ζώα, δέντρα κ.λ.π. έπαιρναν δυναμική και θαυματουργό υπόσταση όπου κι αν απεικονίζονταν. Επικρατέστερο σύμβολό τους ήταν ο σταυρός. Συχνά στο σχήμα του σταυρού περικλείεται ο ήλιος ή το φεγγάρι[30][32].  Όσον αφορά στους Βλάχους τα κυρίαρχα θέματα ήταν οι κύκλοι (ήλιοι και φεγγάρια), μισοφέγγαρα θρησκευτικές ή ηρωικές παραστάσεις, θέματα από το ζωικό ή το φυτικό βασίλειο κ.λ.π.[31][33]. Κάποια άλλα από τα σύμβολα που έκαναν ήταν ψαράκια στον καρπό, κυπαρίσσια, σταυρούς απλούς ή σύνθετους, μπόλια (κύκλο), το όνομά τους ή το όνομα του πατέρα τους, την ημερομηνία της γέννησής τους, φούρκες που έγνεθαν, σκορπιούς, ελιές στο μάγουλο κ.ά.[32][34].

Τατουάζ έκαναν και οι άντρες Βλάχοι αντίθετα με τις αναφορές κάποιων μελετητών που ισχυρίζονται ότι ήταν αποκλειστικό προνόμιο των γυναικών. Στην Ηράκλεια (παλ. ονομ. Τζουμαγιά) Σερρών κάποιος Βλάχος γέροντας είχε κεντημένη στο στήθος του τη Σταύρωση (προφορική μαρτυρία από το αρχείο του Ν. Δ. Σιώκη). Στη Λιαπουριά οι άντρες μεταξύ άλλων κεντούσαν στους βραχίονές τους και φίδια[33][35].
Η Βαΐτσα Κακαράτζα (το γένος Στέφου) (γενν. το 1930), κάτοικος Κρύας Βρύσης Γιαννιτσών, με καταγωγή από τα χωριά του Μετσόβου, αναφέρει πως η στίξη ήταν συνηθισμένη στις νομαδοκτηνοτροφικές οικογένειες της περιοχής αυτής. Η ίδια θυμάται τη φαμίλια της να περιφέρεται σε διάφορα μέρη της Μακεδονίας (χωριά της Καβάλας) πριν εγκατασταθούν στην Κρύα Βρύση. Παραδέχεται πως τατουάζ έκαναν και οι άντρες, όπως είχε και ο άντρας της Γιώργος Κακαράτζας, μια καρδιά στο χέρι. Σχετικά με την τεχνική παραδέχεται ότι γινόταν με βελόνες τις οποίες όπως ισχυρίζεται, βουτούσαν στο λάδι για να απορροφάται καλύτερα το μελάνι ή η καρβουνόσκονη που χρησιμοποιούσαν σαν χρωστικές ουσίες (προφορική μαρτυρία Νοέμβριος 2002). Το όνομά της και το όνομα του πατέρα της έχει κεντημένο στο χέρι και η Σαρμανιώτισσα Δέσποινα Νταούλα (το γένος Χάλη) (γενν. το 1912), κάτοικος Κρύας Βρύσης Γιαννιτσών.
Αν και η κατασκευή του τατουάζ γινόταν σε όλες τις πληθυσμιακές ομάδες της Ελλάδας με παρόμοιο τρόπο, ωστόσο παρατηρούνται κάποιες κατά τόπους διαφορές . Στο Ρουμλούκι για παράδειγμα, η κοπέλα που θα κατασκεύαζε τη βούλα, έτριβε με φύλλα άγριας τσουκνίδας το σημείο που θα χάραζε, για να μουδιάσει και στη συνέχεια απολυμαίνοντας το βελόνι στη φωτιά κεντούσε το μέτωπο[34][36].  
Σχετικά με την κατασκευή και τη χρήση του τατουάζ από τους Βλάχους αξιόλογη είναι και η παρακάτω μαρτυρία του συγγραφέα Γιώργη Έξαρχου[35][37] σε επιστολή του από την Χαλκίδα στις 13-9-2002: «Όταν ήμουν μικρός, περίπου 6-7 χρονών, μέχρι που έφτασα στην ηλικία των 15 χρόνων, θυμάμαι ότι, όταν έβαζαν η μάνα και οι συννυφάδες της γιαγιάς μου (αυτή ήταν πεθαμένη από τότε που γεννήθηκε ο πατέρας μου) να βάψουν το μαλλί για τα προικιά των κοριτσιών τους (τις πρώτες ξαδέρφες του πατέρα μου) τότε μαζεύονταν το πιο μικρά κορίτσια, από 3-4 μέχρι 6-7 χρονών, και τους έλεγαν:
-Όταν θα βάλουμε να βάψουμε στα γαλάζια να μαζευτείτε όλα τα κοριτσάκια να σας «κεντήσουμε» ένα σταυρό, αλλά και ένα λουλούδι στο μέτωπο, και από ένα στην ανάποδη από τις παλάμες, για να έχετε καλή τύχη, για να μεγαλώσετε και να σας θέλουν από την ψυχή τους τα παιδιά!
Έτσι, όταν έβαφαν τα γαλάζια, έπαιρναν μια βελόνα, την έκαιγαν στη φωτιά απ’ το καζάνι, και τρυπούσαν με εκείνη τη βελόνα τα μέτωπα, αλλά και τις παλάμες από την ανάποδη, και κεντούσαν σταυρό αλλά και μικρά λουλούδια. Εκεί που τρυπούσαν, μάτωνε το σώμα, και οι γυναίκες έβαζαν μαλλί που βαφόταν από το καζάνι πάνω στο μέτωπο αλλά και πάνω στις παλάμες, και η γαλάζια μπογιά έμπαινε στο δέρμα και στο κρέας! Και γινόταν γαλάζιο κουκούδι, που μετά από δυο μέρες έπεφτε και έμενε σαν σημάδι στο μέτωπο αλλά και στις παλάμες γαλάζιος σταυρός αλλά και γαλάζιο λουλούδι! Τα μικρά παιδιά, όταν έβλεπαν τα κορίτσια με τέτοια σημάδια, ήθελαν να έχουν κι αυτά. Γι’ αυτό πήγαιναν και μάζευαν φύλλα συκιάς, και με το γάλα που είχαν τα φύλλα, έτσι όπως το έτριβαν στα χέρια και στο στήθος (όχι όπως τα κορίτσια στο μέτωπο), έκαναν σταυρό! Το κουκούδι έπεφτε μετά από 2-3 εβδομάδες και έμενε ο σταυρός στα παιδιά.
Αυτή τη πράξη στα κορίτσια, την έκαναν για να μη μπορεί κανείς να τα πάρει από κακό μάτι! Ήταν ένα είδος σημαδιού για προφύλαξη.

Εκτός από αυτό το σημάδι, έβαζαν στα μικρά για προφύλαξη και χαϊμαλί ή ευαγγελιστή!…»[36][38]. 
Τα σχέδια βέβαια του τατουάζ ποικίλουν από λαό σε λαό και είναι ανάλογα με τον πολιτισμό, την αισθητική, και τις αντιλήψεις της κάθε φυλής αλλά και της κάθε εποχής αλλά είναι επίσης ανάλογα με τη σκοπιμότητα και τη χρήση τους. Έτσι στην αρχαία Ελλάδα χρησιμοποιούνταν σημάδια όπως γλαύκες, καράβια, κύλικες[37][39]. Τους  Θηβαίους που παραδόθηκαν στους Πέρσες χωρίς να πολεμήσουν πριν από τη μάχη των Θερμοπυλών  με διαταγή του Ξέρξη τους σημάδεψαν στο πρόσωπο με σύμβολα της περσικής δυναστείας (Ηρόδοτος Ζ 233)[38][40]. Σ’ αυτή της περίπτωση η στίξη ήταν σημάδι ατίμωσης, άξιο για σκλάβους. Στους αρχαίους Θράκες συναντάμε στίξη με σύμβολα όπως ελάφια, ήλιους ή ακτινωτά άστρα, τεθλασμένες γραμμές κ.ά.[39][41]. Τα τατουάζ τα έκαναν και αυτοί στους βραχίονες και στα πόδια των γυναικών με βελόνες. Σε άλλους κυρίως πρωτόγονους λαούς τα σχέδια των τατουάζ μπορεί να είναι προστάτες θεοί (Ινδικές φυλές), σπειροειδή σχήματα στο πρόσωπο (Ν. Ζηλανδία), τοτεμικά σύμβολα της οικογένειας (Hainan), τοτέμ της φυλής πάνω στο κάθε μάτι της γυναίκας (Εσκιμώοι)[40][42]. Ακόμη και οι πρώτοι χριστιανοί της Ανατολής συνήθιζαν τη στίξη σύμφωνα με μαρτυρία του Προκοπίου. Και οι πατέρες της εκκλησίας αναφέρουν κάτι τέτοιο. Οι χριστιανοί εστίζονταν με στίγματα του Χριστού, Χ ( Χριστός ή χρίσμα), † (σταυρός), ίσως και με τα ίχνη του μαρτυρίου του από τους ήλους του σταυρού ή το αγκάθινο στεφάνι και σύμφωνα με μαρτυρία του Καντακουζηνού ο Απόστολος Παύλος εστίζετο με στίγματα του Χριστού[41][43].  
  Τα τατουάζ στους Βλάχους ήταν ερασιτεχνικά και γίνονταν συνήθως από τις γεροντότερες στα κορίτσια από 8 ως 12 χρονών, αλλά κάποιες μαρτυρίες αναφέρουν ότι μπορεί να γίνονταν και σε μικρότερη ηλικία (4 χρόνων) και αν κάποια γυναίκα επιθυμούσε μπορούσε να κάνει και σε μεγάλη ηλικία.
Σε πολλές φυλές το τατουάζ γίνεται στην αρχή της εφηβικής ηλικίας. Οι Πολυνήσιοι  εφαρμόζουν το τατουάζ στο δέκατο έτος της ηλικίας για να φανεί ότι ο νέος έφτασε στης εφηβεία.
Η συνήθεια βέβαια αυτή στους Βλάχους δεν ξέρουμε από πότε ξεκινάει, σίγουρα όμως είναι πολύ παλιά και πιθανότατα να έχει τις ρίζες της στην αρχαιότητα. Γεγονός πάντως είναι πως στην αρχαιότητα οι γηγενείς πληθυσμοί της ευρύτερης περιοχής της Μακεδονίας εστίζονταν και θεωρούσαν μάλιστα τη στίξη τιμητική. Αργότερα είναι πιθανό να χρησιμοποίησαν τη συνήθεια αυτή ως απόδειξη εκχριστιανισμού τους.  Έτσι σύμφωνα με τις απόψεις διαφόρων ιστορικών οι Βλάχοι, αυτοί οι διεστιακοί ποιμενικοί πληθυσμοί, είναι οι γνήσιοι απόγονοι αυτών των γηγενών κατοίκων της Μακεδονίας. Ενώ όμως τη στίξη τη χρησιμοποιούσαν οι Αρμανόγλωσσοι και Αλβανόγωσσοι κτηνοτροφικοί πληθυσμοί δεν την είχαν οι εδραίοι Αρμάνικοι οικισμοί που οι κάτοικοί τους ασχολούνταν αποκλειστικά με το εμπόριο και τη βιοτεχνία[42][44]. 
Η σκοπιμότητα του τατουάζ ποικίλει από λαό σε λαό αλλά παρουσιάζει και ομοιότητες που είναι αξιοθαύμαστες. Στους Βλάχους  είναι δύσκολο να διερευνηθεί  η αρχική σημασία για τον απλό λόγο ότι η συνήθεια αυτή χάνεται στα βάθη της αρχαιότητας και κάποιες ερμηνείες που δίνουν σήμερα οι γιαγιάδες μπορεί να μην αποτελούν την ουσία γιατί στο μεταξύ έχει ξεχαστεί η πραγματική σημασία του.
Πιθανότατα, όπως προαναφέρθηκε, πρόκειται για μία συνήθεια που διατηρήθηκε από την αρχαιότητα και συνδέεται με τους γηγενείς πληθυσμούς της Μακεδονίας που χρησιμοποιούσαν τη στίξη ως τιμητική διάκριση και αργότερα τη χρησιμοποίησαν ως σημείο εκχριστιανισμού τους. Το τατουάζ στους βλάχικους πληθυσμούς αρχικά ίσως χρησιμοποιούνταν ως στοιχείο κοινωνικής ιεραρχίας και διαχωρισμού των κοινωνικών ομάδων όπως συνέβαινε και σε άλλους λαούς της αρχαιότητας. Είχε βέβαια αισθητική λειτουργία αλλά ήταν και σύμβολο ταυτότητας. Η πρωταρχική λειτουργία του ίσως ήταν διαφοροποιητική. Η αισθητική πλευρά ακολουθούσε αλλά είναι η μόνη σχεδόν που θυμούνται οι άνθρωποι αυτοί σήμερα. Βέβαια δεν μπορεί να αποκλειστεί και η άποψη ότι από κάποια περίοδο και μετά το τατουάζ γινόταν για λόγους καλλωπισμού  αφού ο καλλωπισμός και η εξωτερική εμφάνιση στους διάφορους  λαούς ήταν άμεσα συνδεδεμένη με την κοινωνική θέση. Υπήρχε ένας αισθητικός ανταγωνισμός που φανέρωνε την επιθυμία για μια καλύτερη κοινωνική θέση μέσα από την αισθητική ανωτερότητα και την ομορφιά[43][45]. Η ομορφιά λειτουργούσε πάντα ως διεκδίκηση του κοινωνικού status σύμφωνα με τον Βασίλη Νιτσιάκο, λαογράφο λέκτορα του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων. Απόηχος αυτής της χρήσης του τατουάζ ίσως είναι οι μαρτυρίες κάποιων γυναικών που ισχυρίζονται ότι οι πιο περήφανες Βλάχες που είχαν καλύτερη κοινωνική θέση έκαναν καλύτερα και εντυπωσιακότερα σχέδια. Κάποιες πάλι έλεγαν πως έκαναν τατουάζ από περηφάνια. «Αυτές που έκαναν σταυρό στο μέτωπο ήταν πιο περήφανες  αν και κάποιες δεν άντεχαν στον πόνο» δηλώνουν και σήμερα ακόμη κάποιες Βλάχες. Οι περισσότερες μαρτυρίες σήμερα συγκλίνουν στο ότι το τατουάζ γινόταν για καλλωπιστικούς λόγους όχι μόνο στις φάρες των Βλάχων αλλά και στους Σαρακατσάνους και σε άλλες πληθυσμιακές ομάδες της Ελλάδας που μιμούνταν τους προηγούμενους. «Πονάγαμε, έτρεχε αίμα αλλά καθόμασταν να μας φτιάξουν για να γίνουμε όμορφες. Νομίζαμε ότι ήμασταν πιο ωραίες έτσι», λέει η Αλεξάνδρα Μάρκου από το Κεφαλόβρυσο[44][46].

Η χρήση του τατουάζ ως στοιχείο κοινωνικής διάκρισης φαίνεται και από την ιστορία πολλών άλλων λαών. Η ανεύρεση μούμιας της ιέρειας της θεάς Hathor, Αμουνέτ αποδεικνύει τη χρήση τατουάζ τουλάχιστον στα επίσημα πρόσωπα[45][47]. Στους αρχαίους Θράκες όσο πιο γεμάτο ήταν το σώμα ενός ανδρός, τόσο πιο ευγενής και σπουδαίος θεωρούνταν. Απ’ την άλλη το άστικτο σώμα φανέρωνε αγένεια και κατώτερη κοινωνική τάξη, σύμφωνα με τον Ηρόδοτο. Την πληροφορία μάλιστα του Ηροδότου την επιβεβαιώνει και ο Στράβωνας και ο Αρτεμίδωρος και ο Ανώνυμος συγγραφέας των Ηθικών διαλέξεων[46][48]. Στις αφρικάνικες φυλές τα τατουάζ μπορούν να αποτελούν διακριτικά σημάδια της φυλής και να δείχνουν την κοινωνική σειρά κάποιου προσώπου. Ο Κάφρος που ανδραγάθησε στον πόλεμο δικαιούται να κάνει τατουάζ στο μηρό του[47][49]. Στην Ινδοκίνα του 13ου αιώνα θεωρούνταν δείγμα ευγένειας, καθώς, όσο πιο καλά ήταν κανείς διακοσμημένος, τόσο πιο όμορφος λογιζόταν[48][50]. Στην Ιαπωνία το τατουάζ αποτελεί αναντίρρητο σημάδι ανδρισμού και  μαρτυράει την αντοχή κάποιου στον πόνο.

Συνηθισμένο ήταν από την αρχαιότητα το τατουάζ στις Αιγύπτιες  που συνήθιζαν να τονίζουν το περίγραμμα των ματιών τους αρχικά για προληπτικούς και θεραπευτικούς λόγους και αργότερα για καλλωπισμό και γοητεία. Σήμερα μάλιστα χρησιμοποιούν το τατουάζ παρόλο που το απαγορεύει το Κοράνι.
Στις φυλές Nouba  και Kau κάθε γυναίκα υποβάλλεται σε τρεις «εγχειρήσεις» στη ζωή της για να ολοκληρωθεί το τατουάζ και από αυτές η πρώτη γίνεται στην ηλικία των 10-11 χρονών. Οι γυναίκες αυτές ήταν περήφανες για τις έξεργες ουλές τους και τις διατηρούσαν ως τα βαθιά γεράματά τους[49][51]. Στους Μπάιγκα, μια φυλή Ινδών το τατουάζ θεωρείται μέσο καλλωπισμού και σεξουαλικής διέγερσης. Στο χωριό Karacal στην περιοχή των Calas στο Πακιστάν οι γυναίκες στίζουν το μεσόφρυδο στα μέτωπά τους για ανάλογες αιτίες.
Οι Βλάχοι αργότερα το χρησιμοποίησαν προφανώς ως σύμβολο φυλετικού διαχωρισμού και ως ένδειξη της θρησκευτικής ταυτότητας. Οι Βλάχοι της Γράμμουστας είχαν σκορπίσει στα χρόνια του Αλή πασά, κατευθυνόμενοι στην π.Γ.Δ.Μ., στη Σερβία, στη Βουλγαρία, αλλά και στην δυτική, στην κεντρική και στην ανατολική Μακεδονία, όπου εντάχθηκαν σε μεγάλους αστικούς βλάχικους οικισμούς, δημιουργώντας γραμμουστιάνικες συνοικίες, ή δημιούργησαν καλυβικούς οικισμούς σε μεγάλους ορεινούς όγκους (Καποάνικ, Πελιστέρ, Ογκράζντεν, Καντιγίτσα, Στάρα πλάνινα, Γκαβέσκα πλάνινα, Σλιέπ, Βίντλιτς, Σούχα πλάνινα, Οσόγκοβο, Πλατσκοβίτσα, Πιρίν ή Όρβηλο, Αίμος, Ροδόπη, Βόρρας)[50][52]. Σύμφωνα με μαρτυρίες Βλάχων γυναικών της Πρωσοτσάνης το σταυρό τον είχαν για να δείχνουν πως είναι χριστιανοί, επειδή περιφέρονταν στα χρόνια της Τουρκοκρατίας σε πολλά μέρη. «Αν δεν είχαν σταυρό οι γυναίκες δεν ήταν Βλάχες» δήλωναν Βλάχες της Πρωσοτσάνης[51][53]. Το σταυρό αυτό τον έστιζαν ανάμεσα στα φρύδια. Το σημείο μάλιστα αυτό του μετώπου, το μεσόφρυδο, το ονόμαζαν πάντα σταυρό. Το καίριο αυτό σημείο του κεφαλιού θεωρείτο ανέκαθεν το κέντρο της ζωής. Γι’ αυτό ο λαός θεωρούσε πάντα το σημείο αυτό αποφασιστικό για τη θανάτωση του εχθρού[52][54]. Παροιμιώδης είναι η φράση: «Θα σε βαρέσω στο σταυρό» ή στα βλάχικα «Va tsă dau tu crutsi»[53][55]. Ο σταυρός έμπαινε σ’ αυτό το σημείο για να δείξουν την πίστη τους και ότι δε φοβούνταν τους Τούρκους. Όταν είχαν σταυρό στο μέτωπο δεν τις κυνηγούσαν οι Τούρκοι, σύμφωνα με μαρτυρίες και δεν τις έπαιρναν στα χαρέμια τους. Όσοι ήταν ταγμένοι στον αγώνα κατά των Τούρκων έκαναν τατουάζ. Αν κάποιο κορίτσι τους το βίαζαν οι Τούρκοι το αποκεφάλιζαν για να μη μολυνθεί η φάρα, όπως ισχυρίζονταν, από αίμα αλλόθρησκων.
Οι Σαρακατσάνες πάλι δήλωναν ότι το έκαναν από αγάπη για το Χριστό.
Το τατουάζ ως σημείο θρησκευτικότητας ή φυλετικής ιδιαιτερότητας  ή ως σύμβολο άμεσα συνδεδεμένο με τα θρησκευτικά έθιμα και τις αντίστοιχες αντιλήψεις απαντάται και σε άλλους λαούς. Στις αφρικανικές φυλές συχνά το τατουάζ αποτελεί διακριτικό σημάδι της φυλής. Στο τέλος της παλαιολιθικής εποχής όπου η επιβίωση γινόταν αποκλειστικά από το κυνήγι οι άνθρωποι βάφονταν μάλλον για να προφυλαχτούν και να γίνουν αθέατοι, απαραίτητη προφύλαξη για το κυνήγι και τον πόλεμο αλλά και για λόγους μαγικής ταύτισης με το τοτεμικό είδος της φυλής[54][56].

Στην Ασία εστίζονταν πολλές φυλές που ανήκαν σε διάφορες θρησκείες και αιρέσεις. Αυτό το μαρτυράει και ο Μάρκο Πόλο[55][57].

Οι καθολικές γυναίκες της Βοσνίας που κάνουν τατουάζ δικαιολογούν την πράξη τους αυτή λέγοντας ότι είναι έθιμό τους ή γιατί είναι  καθολικές ή γιατί είναι όμορφο ή γιατί το κάνουν για το Χριστό που υπέφερε για τους ανθρώπους. Ο Durham δηλώνει πως το έθιμο αυτό του σύγχρονου τατουάζ στη Βαλκανική δείχνει πως πρόκειται για έθιμο από τα χρόνια του Ηροδότου (480 π. Χ)  που εξακολούθησε και στα χρόνια του Χριστού. Άρα οι Σλάβοι που εγκαταστάθηκαν στην περιοχή αργότερα δεν έχουν σχέση με το έθιμο αυτό[56][58].
Οι Εβραίοι έφεραν στο μέτωπο τους το μυστικό σύμβολο του Ιεχωβά (Ιεζεκιήλ, Θ 45). Ο ευαγγελιστής Ιωάννης στην «Αποκάλυψη» αναφέρει ότι τη μέρα της κρίσεως το μοναδικό σημείο αναγνωρίσεως και σωτηρίας θα είναι ο σταυρός ο αποτυπωμένος στο μέτωπο των χριστιανών[57][59]. Έτσι δικαιολογείται πως οι πρώτοι χριστιανοί εστίζονταν με τα στίγματα του Χριστού.

Στους Nouba το βάψιμο του προσώπου γίνεται κατά τη διάρκεια πένθους γιατί μ’ αυτό τον τρόπο πιστεύουν ότι δημιουργείται μια πνευματική επικοινωνία με τους νεκρούς[58][60]. Παρόμοιες αντιλήψεις είχαν οι αρχαίοι Σκύθες, που στίζονταν σε περιπτώσεις πένθους (Ηρόδοτος, Δ 7,2), και οι Εβραίοι, που έστιζαν γράμματα ως ένδειξη πένθους παρά τις αυστηρές συστάσεις που τους γίνονταν στην Π. Διαθήκη.

Οι Εσκιμώοι και οι κάτοικοι των νησιών Φίτζι κάνουν τατουάζ για να εξασφαλίσουν ευτυχία στη μέλλουσα ζωή[59][61].
Στην αρχαιότητα το τατουάζ γινόταν κατά τη διάρκεια θρησκευτικής τελετής και όσοι λάμβαναν μέρος εξαγνίζονταν πρώτα και θυσίαζαν ζώα.
Η στίξη επίσης χρησιμοποιήθηκε σε πολλές περιπτώσεις  ως σύμβολο αποτροπής του κακού αλλά και για θεραπευτικούς λόγους. Μια Βλάχα γιαγιά από την Περιστερά του Χορτιάτη ανέφερε ότι «κάθε άνθρωπος στον ύπνο του αλλά και τις νύχτες στο δρόμο πιλατεύεται από κακά πνεύματα και ίσκιους. Οι ίσκιοι αυτοί αφήνουν κάποτε σημάδια και κακώσεις στο δέρμα. Όταν όμως σε φανερό σημείο υπάρχει ένας σταυρός ο ίσκιος δεν μπορεί να σε πειράξει»[60][62]. Είναι φανερό πως η εδώ αποτρεπτική χρήση του σταυρού ερμηνεύεται με τη γνωστή στους Βλάχους δοξασία για τον κακό ίσκιο και την λεγόμενη έκφραση: «S’ nu ti calca umbra». Όταν πάντως γινόταν αυτό (το πάτημα από τον ίσκιο), ακολουθούσε σταύρωμα και θυμιάτισμα του παθόντος.
Ορισμένες Βλάχες πάλι πιστεύουν ότι η στίξη στις παλάμες και στον καρπό των χεριών γινόταν για καθαρά θεραπευτικούς λόγους και για να τους απαλλάξει από πόνους εξαρθρώσεως. Οι μαρτυρίες της κυρίας Αγλαΐας Παπασπυροπούλου κατά τη διάρκεια συμποσίου που είχε διοργανώσει το Ι.Μ.Χ.Α. στη Θράκη το 1985 φανερώνουν ότι στα νεογνά γίνονταν «χαραγές» δηλαδή τατουάζ για να μη βγάζουν σπυριά. Στα χωριά του ρουμλουκιώτικου κάμπου επίσης έκαναν βούλα οι ξανθές και γαλανομάτες ή οι πολύ όμορφες κοπέλες μόλις εισέρχονταν στην κατάλληλη προς γάμο ηλικία, δηλαδή 15 – 16 χρονών, για να μην τις πιάνει το κακό μάτι[61][63].

«Για το καλό» λένε οι Σαρακατσάνες και προσθέτουν «μ’ αυτόν ανοίγουμι τα μάτια μας και μ’ αυτόν τα κλείνουμι»[62][64]. Την προφυλακτική αξία της στίξης του σταυρού μνημονεύει και η «Αποκάλυψη» του Ιωάννη (Αποκάλ. 7, 2. 9, 4), αλλά την καταδεικνύει και το σφράγισμα του νεοφώτιστου με μύρο σε καίρια σημεία του σώματος κατά τη βάπτισή του.
Η παράδοση στην περιοχή της Αιγύπτου αποδίδει πολλές θεραπευτικές ιδιότητες στα τατουάζ που γίνονται σε διάφορα σημεία του σώματος.

Σε λαούς που διέρχονταν την κυνηγετική περίοδο εξέλιξης, το τατουάζ ήταν πράξη παραλλαγής και προστασίας αλλά και τμήμα μιας τελετουργικής διαδικασίας μέσω της οποίας βελτίωναν τις κυνηγετικές τους ικανότητες και ήταν έτοιμοι για την πραγμάτωση των στόχων τους[63][65]. Κάπως έτσι μπορεί να νοηθεί ο στιγματισμός των Θρασσών  με το τοτεμικό είδος της φυλής τους (το ελάφι)[64][66]. Την πανάρχαια πίστη ότι ο νικητής πολεμιστής ή κυνηγός έπαιρνε τη δύναμη του φονευμένου θηράματος ή εχθρού ζωγραφίζοντάς το στο σώμα του, τη συναντάμε και στις Φιλιππίνες[65][67].
Υποστηρίζεται πως οι σημερινοί πρωτόγονοι στίζονται για να προφυλαχτούν από το κρύο, τα τσιμπήματα των εντόμων, την ακτινοβολία του ήλιου και για να προκαλέσουν με την εμφάνισή τους σεβασμό και τρόμο[66][68] και για να προφυλαχτούν από κακά πνεύματα. Για ορισμένες ινδικές φυλές το τατουάζ είχε προστατευτικές ιδιότητες. Στα νησιά Fiji το τατουάζ στις νύφες γινόταν για προστασία από τις ηλιακές ακτίνες[67][69].

Οι Ινδοί της Βεγγάλης πιστεύουν πως τα άστικτα πρόσωπα θα γνωρίσουν δυσκολίες στο μεταθανάτιο βίο τους. Το σχήμα S ανάμεσα στον αντίχειρα και στο δείκτη του χεριού κάνει τους ανθρώπους «άτρωτους»[68][70], σύμφωνα με τις αντιλήψεις κάποιων. Στην Παλαιστίνη πιστεύουν ότι αν κάνουν τατουάζ στο χέρι δεν κινδυνεύει από στραμπούληγμα  ή εξάρθρωση. Η παρουσία των τατουάζ σε μικρά παιδιά πιστοποιεί τον προφυλακτικό χαρακτήρα της πράξης αυτής. Στο Ιράκ πάλι πιστεύουν πως το τατουάζ φέρνει μακροζωία[69][71].
Οι Βλάχοι τώρα όταν ήρθαν σε επαφή με τα πλατύτερα στρώματα του ελληνικού λαού και γίνονταν αντικείμενο παρατήρησης ήθελαν να αφαιρέσουν τα τατουάζ. Η αφαίρεσή τους ήταν επώδυνη και γινόταν με διάφορους τρόπους. Ένας από τους πιο συνηθισμένους ήταν να καίνε το δέρμα με κεζάπι (aqua forte). Υπάρχουν όμως και άλλες μέθοδοι όπως πλαστική χειρουργική, με ακτίνες λέιζερ, με διαθερμοπληξία, με τη χρήση χημικών ουσιών αλλά και με ξεφλούδισμα του δέρματος κ.ά., παρόλο που αυτές οι τελευταίες δεν ακολουθήθηκαν από τους Βλάχους.

Εκείνο βέβαια που είναι αξιοσημείωτο είναι η ευκολία με την οποία εγκαταλείφθηκε μια συνήθεια αιώνων και μάλιστα μέσα σε λίγες δεκαετίες. Έφταιξε το γεγονός ότι είχε πάψει από καιρό ο λειτουργικός χαρακτήρας του τατουάζ και χρησιμοποιείτο κυρίως καλλωπιστικά; Έφταιξε που με την πάροδο του χρόνου άλλαξε η αντίληψη των Βλάχων περί ωραίου και ύστερα από την επαφή με τα άλλα πληθυσμιακά στρώματα του ελληνισμού άλλαξαν τις αντιλήψεις τους περί αισθητικής, ενώ παλαιότερα μη βλάχικες ομάδες υιοθετούσαν το τατουάζ μιμούμενες την αισθητική των Βλάχων; Έφταιξε η σταδιακή αστικοποίηση των Βλάχων; Η εγκατάλειψή του πάντως σημαίνει πως στη δομή της βλάχικης κοινωνίας συνέβησαν σημαντικές αλλαγές που επέτρεψαν, αν όχι επέβαλαν, την εγκατάλειψη αυτής της μακραίωνης συνήθειας. Όταν θα φύγουν από τη ζωή και αυτές οι τελευταίες Βλάχες που φέρουν στίγματα, αποτελώντας περίτρανες αποδείξεις μιας άλλης εποχής, τότε μοιραία η σύνδεση των νεοτέρων μ’ αυτό το στοιχείο της παράδοσής τους θα γίνεται μόνο μέσα από το φωτογραφικό υλικό και τις γραπτές μαρτυρίες.
 
Παναγιώτης Β. Αργυρόπουλος

 

[1][3] W. D. Hambly, The History of Tattooing and its significance, London 1925, 18. J. Delarue, R. Girand, Les tatouages du milieu, Paris 1950, 12.
[2][4] Σαλονικιώτικες κουβεντούλες, 3000 Σαλονικιοί με τατουάζ, εφημ. Ελληνικός Βορράς, 21-3-1982.
[3][5] J. Delarue, R. Girand, ό.π., 8.
[4][6] Λήμμα κατάστιξις, Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια Πυρσού, τ. ΙΔ΄, 88-89.
[5][7] Λήμμα κατάστιξις, Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια Πυρσού, τ. ΙΔ΄, 88-89.
[6][8] Τατουάζ: απειλή για την υγεία ή καλλιτεχνική έκφραση; , περιοδ. Επίκαιρα / Panorama, τ. 454, 14-20 Απριλίου 1977, 66. Μα τι τους έρχεται και ζωγραφίζουν τα σώματά τους; , εφημ. Βήμα της Κυριακής, 22-10-1995, 12-13.
[7][9] Λήμμα κατάστιξις, Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια Πυρσού, τ. ΙΔ΄, 88-89. Η. Πετρόπουλος, Της φυλακής δέκα μικρές μελέτες, Αθήνα 1980, 12. Ν. Κ. Μουτσόπουλος, Η δερματόστιξη (Το τατουάζ). Διαχρονική διερεύνηση του φαινομένου, Θεσσαλονίκη 1996, 7.
[8][10] Η. Πετρόπουλος, ό.π., 12.
[9][11] Η. Πετρόπουλος, ό.π., 15-19.
[10][12] J. Delarue, R. Girand, ό.π., σποραδικό φωτογραφικό υλικό. W. D. Hambly, ό.π., 78-80.
[11][13] Daremberg, Saglio, Dictionnaire des Antiquités grecques et romains V, t. 1, Paris 1905, 105.
[12][14] Πλουτάρχου, Νικίας, εκδ. R. Flacelière, E. Chambry, Paris 1972, 29, 2.
[13][15] Stephanus, Thesaurus linguae graecae, VIII, Graz 1954, λήμμα στίζω.
[14][16] T. Papahagi, Dicţionar dialectului Aromân, general şi etimologic, ed. 2a, Bucureşti 1974, 390, 1076-1077.
[15][17] Ν. Κ. Μουτσόπουλος, ό.π., 62.
[16][18] Ν. Κ. Μουτσόπουλος, ό.π., 62.
[17][19] Η μητέρα του καθηγητή της Θεολογικής Σχολής του Α.Π.Θ. κ. Ψευτογκά έχει τατουάζ. Βλ. σχ. Ν. Κ. Μουτσόπουλος, ό.π., 62, υποσ. 84.
[18][20] Ιδιαίτερα στα χωριά Drenovë, Mborje, Boboshticë, Floq, Dardhë, Kamenicë, Voskopoje και Vithkuq. Th. Capidan, Les Macedo-Roumaines, Bucarest 1937, 17. A. Gjergji, Veshja e Vllehve të rrethit të Korçës, Etnografia Shqiptare, III, Tiranë 1966, 45-65, εικ. 11, 13.
[19][21] Έναν τέτοιο αποτρεπτικό σταυρό είχε και η θεία της κ. Παπαγεωργίου, Αθηνά Εμμανουήλ (1896-1990), κόρη του Μακεδονομάχου δημοδιδασκάλου Δημ. Παπαγεωργίου. Βλ. σχ. και Μ. Παπαγεωργίου, Απόψεις για τους Σταυρούς των τάφων του Σκρα, Θεσσαλονίκη 1976, 82, υποσ. 1.
[20][22] Η μαρτυρία προέρχεται από ηχογράφηση (22-2-1996) στο αρχείο του Ν. Δ. Σιώκη.
[21][23] Ν. Νίτσος, Μονογραφία περί της εν Ηπείρω κώμης Τσαμαντά, Αθήνα 1926, 27. Μ. Tirta, Aspects du culte des ancetres et des morts chez les Albanais, Ethnographie Albanaise 10 (1980), 59-106. 
[22][24] Τατουάζ ή το κέντημα της σάρκας, περ. Αρμολόι, τευχ. 7 (1979), 24-29.
[23][25] Ε. Π. Αλεξάκης, Χορός, εθνοτικές ομάδες και συμβολική συγκρότηση της κοινότητας στο Πωγώνι της Ηπείρου. Μελέτη μιας περίπτωσης, Ταυτότητες και ετερότητες, Σύμβολα, συγγένεια, κοινότητα στην Ελλάδα-Βαλκάνια, Αθήνα 2001, 186, υποσ. 19.
[24][26] Τατουάζ ή το κέντημα της σάρκας, περ. Αρμολόι, τευχ. 7 (1979), 24-29.
[25][27] A. J. B. Wace, M. S. Thompson, Οι νομάδες των Βαλκανίων, (London 1914), επανέκδ. Φ.Ι.ΛΟ.Σ Τρικάλων, εισαγ. – σχόλια Ν. Κατσάνης, Θεσσαλονίκη 1989, 136-140, πιν. 1. Ν. Κ. Μουτσόπουλος, ό.π., 68.
[26][28] Κάποια κόκκινα κυκλικά σημάδια που παρατηρούμε στο μέτωπο παλαιότερων προσωπίδων πιθανόν να είναι κατάλοιπο του παλαιού βλάχικου εθίμου της δερματοστιξίας του μετώπου. Ν. Δ. Σιώκης, Τα αργκουτσιάρια στην Κλεισούρα Καστοριάς, Πρακτικά 16ου Διεθνούς Συνεδρίου για την Έρευνα του Χορού, «Ο χορός ως άυλη κληρονομιά», Διεθνής Οργάνωση Λαϊκής Τέχνης, Κέρκυρα, 30 Οκτωβρίου – 3 Νοεμβρίου 2002, υποσ. 29. Βάσει προφορικής μαρτυρίας από την Αλεξάνδρεια (παλ. ονομ. Γιδάς) Ημαθίας, οι γυναίκες στην περιοχή του Ρουμλουκιού έκαναν μπάλα για ομορφιά στο μέτωπο, πράξη που απαντάται σήμερα σε ορισμένα χορευτικά συγκροτήματα της περιοχής, αλλά και μικρό σταυρό παλαιότερα. Μάλιστα σε γάμους που έγιναν στο Ρουμλούκι πριν το 1940, οι γυναίκες που συγγένευαν με τη νύφη και οι φίλες της έκαναν στο μέτωπό τους βούλα την Παρασκευή πριν τη στέψη. Βλ. σχ. και Δ. Α. Πανταζόπουλος, Τ’ αντέτια μας. Ήθη και έθιμα από το Ρουμλούκι, Αλεξάνδρεια 2001, 181-182.   
[27][29] Ο Capidan αναφέρει στα 1926 ότι οι Φαρσαριώτες Βλάχες κάνουν κάθε είδους σημάδια στο μέτωπο, αλλά κυρίως σταυρούς λόγω της διαβίωσής τους σε περιοχές με πολλούς Αλβανούς μουσουλμάνους και επειδή ήθελαν να διαφοροποιηθούν από αυτούς. Th. Capidan, Romanii nomazi. Studiu din viaţa Românilor din sudul Peninsulei Balcanice, Cluj 1926, 86.
[28][30] Ε. Π. Αλεξάκης, ό.π., 186, υποσ. 19.
[29][31] Δ. Α. Πανταζόπουλος, Τ’ αντέτια μας. Ήθη και έθιμα από το Ρουμλούκι, Αλεξάνδρεια 2001, 181.
[30][32] Ε. Φιλιππίδη, Η λατρευτική αφετηρία της θρακιώτικης σαρακατσάνικης ποδιάς, Πρακτικά Α΄ Συμποσίου Λαογραφίας του Βορειοελλαδικού χώρου (Ήπειρος-Μακεδονία-Θράκη), Θεσσαλονίκη 18-20 Απριλίου 1974, Ι.Μ.Χ.Α., Θεσσαλονίκη  1975, 263-267. Δ. Μαυρογιάννης, Οι Σαρακατσάνοι της Θράκης, της Κεντρικής και Ανατολικής Μακεδονίας. Επιτόπια κοινωνιολογική έρευνα από Έβρο έως Θεσσαλονίκη, τ. 1, 3, Αθήνα – Γιάννενα 1998 και 1999, 312, 193-194.
[31][33] Ε. Π. Αλεξάκης, ό.π., 186, υποσ. 19.
[32][34] Β. Κ. Σιούτη, Κι αν είσαι ροκ, πες μου ένα παραμύθι! Γιαγιάδες με τατουάζ, περ. Έψιλον, (εφημ. Κυριακάτικη), τ. 111, 23-5-1993, 26-30.
[33][35] Ε. Π. Αλεξάκης, ό.π., 186, υποσ. 19.
[34][36] Δ. Α. Πανταζόπουλος, Τ’ αντέτια μας. Ήθη και έθιμα από το Ρουμλούκι, Αλεξάνδρεια 2001, 180.
[35][37] Οι γονείς του Γιώργη Έξαρχου κατάγονται ο μεν πατέρας του από το Περιβόλι Γρεβενών, η δε μητέρα του (το γένος Parafur) από τα Καλύβια του Ιστόκ στην π. Γ.Δ.Μ.
[36][38] Η επιστολή κλείνει με περιγραφή του τρόπου κατασκευής του χαϊμαλιού ως εξής: «…Το χαϊμαλί το έκαναν με τρίχα αρκούδας, στύψη, θυμίαμα και ένα σταυρουδάκι, ραμμένα σαν καρδιά σε κόκκινο ή μαύρο πανί, και αυτή «η καρδιά» -  χαϊμαλί είχε στη ραφή και χάντρες κόκκινες ή μαύρες ή άσπρες, και κρεμόταν από μια διπλή κλωστή, δεμένο έτσι ώστε να κρεμιέται έπειτα στο λαιμό, στην πλάτη ή μπροστά στο στήθος. Η διπλή κλωστή ήταν από μετάξι κόκκινο και άσπρο ή κόκκινο και μαύρο. Παλιότερα το  χαϊμαλί το πήγαιναν στην εκκλησία και το ευλογούσε ο ιερέας. Τον ευαγγελιστή τον έραβαν σε πανί με θυμίαμα, έτσι όπως έκαναν το χαϊμαλί, και το κρεμούσαν παρόμοια, και το αγόραζαν από τους καλόγερους του Αγίου Όρους…».
[37][39] Ν. Κ. Μουτσόπουλος, ό.π., 97.
[38][40] Ν. Κ. Μουτσόπουλος, ό.π., 96-97.
[39][41] Ν. Κ. Μουτσόπουλος, ό.π., 89-93.
[40][42] W. D. Hambly, ό.π., 92.
[41][43] Ν. Κ. Μουτσόπουλος, ό.π., 54-61.
[42][44] Ν. Κ. Μουτσόπουλος, ό.π., 65-66.
[43][45] Β. Κ. Σιούτη, ό.π., 26-30.
[44][46] Β. Κ. Σιούτη, ό.π., 26-30.
[45][47] Ν. Κ. Μουτσόπουλος, ό.π., 101-102.
[46][48] Βλ. σχ. Ν. Κ. Μουτσόπουλος, ό.π., 85-89, όπου και άλλες αρχαίες μαρτυρίες περί των Θρακών.
[47][49] Λήμμα κατάστιξις, Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια Πυρσού, τ. ΙΔ΄, 88-89.
[48][50] Μ. Πόλο, Τα ταξίδια, εισαγ.-μτφρ. Θ. Σακκέτας, Αθήνα 1982, 169.
[49][51] Ν. Κ. Μουτσόπουλος, ό.π., 126-131.
[50][52] Α. Ι. Κουκούδης, Οι Μητροπόλεις και η Διασπορά των Βλάχων, τ. 2, Θεσσαλονίκη 2000, 399-422.
[51][53] Ν. Κ. Μουτσόπουλος, ό.π., 62 κ.ε.
[52][54] Ν. Κ. Μουτσόπουλος, ό.π., 72-73.
[53][55] T. Papahagi, ό.π., 348.
[54][56] J. Delarue, R. Girand, ό.π., 12.
[55][57] J. Delarue, R. Girand, ό.π., 15. Μ. Πόλο, ό.π., σποραδικά.
[56][58] Ν. Κ. Μουτσόπουλος, ό.π., 82-84.
[57][59] Ν. Κ. Μουτσόπουλος, ό.π., 61.
[58][60] L. Riefenstahl, Les Nouba; des homes d’ un autre planète, Paris 1976, 23. Ν. Κ. Μουτσόπουλος, ό.π., 122-123.
[59][61] Λήμμα κατάστιξις, Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια Πυρσού, τ. ΙΔ΄, 88-89.
[60][62] Ν. Κ. Μουτσόπουλος, ό.π., 123.
[61][63] Δ. Α. Πανταζόπουλος, Τ’ αντέτια μας. Ήθη και έθιμα από το Ρουμλούκι, Αλεξάνδρεια 2001, 179.
[62][64] Ε. Φιλιππίδη, ό.π., 263-267. Δ. Μαυρογιάννης, ό.π., 312, 193-194.
[63][65] G. Thomson, Η αρχαία ελληνική κοινωνία. Το προϊστορικό Αιγαίο, Αθήνα, 15.
[64][66] Ν. Κ. Μουτσόπουλος, ό.π., 122.
[65][67] Περ. Γυναίκα, 6-6-1979, τ. 767, 158.
[66][68] J. Delarue, R. Girand, ό.π., 13.
[67][69] Ν. Κ. Μουτσόπουλος, ό.π., 36.
[68][70] J. Delarue, R. Girand, ό.π., 15.
[69][71] Περ. Γυναίκα, 6-6-1979, τ. 767, 160.

Αναζήτηση