Η σειρά «ΜΟΥΣΙΚΟ ΟΔΟΙΠΟΡΙΚΟ» στόχο έχει να μας εξοικειώσει με τα μουσικά ιδιώματα της Ελλάδας. Η εκπομπή είναι αφιερωμένη στον δεξιοτέχνη του κλαρίνου ΣΩΤΗΡΗ ΣΓΟΥΡΟ.
Ο φακός της εκπομπής επισκέπτεται παραδοσιακά χωριά των Τρικάλων ενώ παράλληλα παρακολουθούμε χορούς και τραγούδια της περιοχής από τους μουσικούς: Σωτήρη Σγούρο, Οργανοπαίχτη-Τραγουδιστή. Σωτήρη Γοργογέτα, Τραγουδιστή. Χρήστο Λόζιο, Τραγουδιστή. Νίκο Μπιτέλη, Οργανοπαίχτη. Μιλτιάδη Παρασκευά. Οργανοπαίχτη. Θρασύβουλο Φίλιππο, Οργανοπαίχτη. Γιώργο Γοργορέτα, Οργανοπαίχτη. Από το ψηφιακό αρχείο της ΕΡΤ. Χρονολογία Παραγωγής 1995. Διάρκεια 49:01:18. Ένα αφιέρωμα στο Σωτήρη Σγούρο μπορείτε να διαβάσετε παρακάτω
Το Γαρδίκι ευτύχησε να αναδείξει, μέσα από τα σπλάχνα του, φυσιογνωμίες που αγάπησαν τον τόπο τους, αφοσιώθηκαν σε αυτόν και προσέφεραν στην πολιτιστική του κληρονομιά τεράστιο έργο. Ολόκληρος κατάλογος !!!
Αρχή θα κάνουμε με έναν Γαρδικιώτη που συνέδεσε το όνομά του με τις ομορφότερες στιγμές του χωριού μας. Τον Σωτήρη Σγούρο. Για τον Σωτήρη Σγούρο γράφει ο γιατρός Γρηγόρης Χατζηλυμπέρης. Μαθητής και θιασώτης του Σγούρου.
O Γρηγόρης, παράλληλα με την επιστήμη του, στην οποία εξελίσσεται ραγδαίως, έμαθε και παίζει εξαιρετικό κλαρίνο πάνω τα βήματα και τον ρυθμό του Σωτήρη Σγούρου.
Ιούνιος 2020
Σωτήρης Ε.Κάκιας
Γαρδίκι Fans
O Κλαρινίστας Σωτήρης Σγούρος
Γράφει ο γιατρός Γρηγόρης Χατζηλυμπέρης
Το όνομα Σωτήρης Σγούρος για εμάς τους Γαρδικιώτες αλλά και για τους θιασώτες της Ελληνικής παραδοσιακής μουσικής, δεν χρειάζεται ιδιαίτερες συστάσεις. Υπήρξε ένας από τους κορυφαίους δημοτικούς κλαρινίστες. Ένας μουσικός που, μέσα από την προτίμηση του κόσμου και την δημοφιλία του, συνέβαλε αποφασιστικά στην ευαισθητοποίηση του κόσμου και ιδιαίτερα των νέων ανθρώπων στην πατρώα μας μουσική, αλλά και την προστάτεψε σε εποχές αλλοίωσης και παραχάραξης. Ένας πραγματικός – κύριος – κατά κοινή ομολογία, στο πατάρι, γεγονός που τον έκανε πάντοτε να ξεχωρίζει.
Ένας από τους τελευταίους εκπροσώπους της γενιάς των πρώτων μεταπολεμικών μουσικών, μιας γενιάς που, παρά τα βάσανα και την φτώχια, υπήρξε και η τελευταία που βίωσε την παράδοση ως καθημερινή πράξη, σιμά στον χώρο και τον χρόνο που αυτή γεννήθηκε, αλλά και έζησε από κοντά τους προπολεμικούς μουσικούς.
Αυτός είναι και ο λόγος που ο Σωτήρης, παρά τις δυσκολίες και τους όποιους ( συμβιβασμούς ) του επαγγέλματος, παρέμεινε αυθεντικός, με ένα σοφά λιτό, βιωματικό παίξιμο που άγγιζε και ξεσήκωνε παλαιότερους και νεότερους, ένα παίξιμο που ανέβλυζε από την ψυχή όλων μας. Και με αυτό το παίξιμο αρραβώνιασε, πάντρεψε, βάπτισε, γλέντησε και πανηγύρισε γενεές και γενεές. Αυτό το παίξιμο τον καταξίωσε και τον οδήγησε να συνεργαστεί με πολλούς άλλους μεγάλους του δημοτικού τραγουδιού σε Ελλάδα και εξωτερικό ( ενδεικτικά αναφέρω τους Τάσο Χαλκιά, Ογδοντάκη, Σέμψη, Καρύπη, Νταράλα, Βάϊο Μαλλιάρα. Αλλά ήταν επίσης αυτό το παίξιμό του, μέσα από το οποίο ανέδειξε την Τρικαλινή παράδοση και την κοιτίδα του, το τρανό Γαρδίκι Ασπροποτάμου, το οποίο ποτέ δεν ξέχασε και αγάπησε ίσαμε την ζωή του. Αλλά εκτός από το ξακουστό του κλαρίνο, ο Σωτήρης Σγούρος είχε ξεχωριστό μεράκι και για το τραγούδι. Ένα τραγούδι που έβγαινε από την ψυχή του. Απόδειξη πως, μόνο όταν βρισκότανε σε γλέντι με μερακλήδες, με ανθρώπου δηλαδή που ένοιωθαν το δημοτικό τραγούδι και τις αξίες που αυτό εκφράζει, άμα ερχόταν στο κέφι, τότε έπιανε το μικρόφωνο και μας θύμιζε τραγούδια ξεχασμένα, τραγούδια παλιακά και αυθεντικά. Τραγούδια που μας ξεσήκωναν, τραγούδια που μιλούσαν στις καρδιές μας, τραγούδια – διδάγματα για κάθε νέο άνθρωπο και ιδιαίτερα για τους νέους δημοτικούς μουσικούς. Ωστόσο, πέρα από την διάσταση του μεγάλου μουσικού ο οποίος κατά καιρούς υπήρξε αντικείμενο έως και ακραίων εκδηλώσεων θαυμασμού, ο Σωτήρης Σγούρος είχε μια ξεχωριστή ανθρώπινη διάσταση. Πρόκειται για την ανθρώπινη πλευρά ενός μεγάλου καλλιτέχνη, πέρα από την επαγγελματική του σχέση με το κοινό, που συνθέτη το πάζλ της προσωπικότητας του. Είναι αυτή η διάσταση του Σωτήρη που λίγοι άνθρωποι είχαμε την ευκαιρία να ζήσουμε από κοντά, να εξερευνήσουμε και αυτή που τον καταξίωσε στην συνείδηση μας ως αγνό και απλό άνθρωπο, ως άνθρωπο της δράσης και της προσφοράς.
Ο Σωτήρης Σγούρος γεννήθηκε το 1929, στο Γαρδίκι Ασπροποτάμου Τρικάλων.
Η οικογένειά του, άνθρωποι απλοί, κτηνοτρόφοι και βιοπαλαιστές. Ο πατέρας του, όπως πολλοί Γαρδικιώτες που αναζητούσαν τότε την τύχη τους στην πρωτεύουσα, διατηρούσε το χειμώνα μια μικρή βιοτεχνία παραγωγής χαλβά στον Πειραιά, στα Παλιατζίδικα.
Σ ’αυτήν την περιοχή, ο Σωτήρης έζησε μεγάλο μέρος από τα πρώτα δέκα χρόνια της ζωής του, με τους δικούς του ανθρώπους να είναι όμως πάντα κοντά στην παράδοση και τα ήθη του λαού μας, πάντα πιστοί στον τόπο καταγωγής τους. Μάλιστα, η μητέρα του ήταν καλλίφωνη και δεινή αοιδός των δημοτικών μας τραγουδιών, και αυτό φαίνεται ότι επέδρασσε ευεργετικά στο μικρό Σωτήρη, ο οποίος μέχρι και το τέλος της ζωής του την μνημόνευε με ιδιαίτερη συγκίνηση. Μέσα στο οικογενειακό περιβάλλον αυτό, ο Σωτήρης εμφάνισε από μικρή ηλικία μια ιδιαίτερη κλίση για τη μουσική και τα πνευστά, προσπαθώντας με αυτοσχέδιες φλογέρες να γιατρέψει τον έμφυτο αυτό πόθο του. Και ήταν μεγάλη η χαρά του όταν, πριν καλά καλά κλείσει τα δέκα του χρόνια, είδε στην βιτρίνα ενός μαγαζιού με μουσικά όργανα στον Πειραιά ένα κλαρίνο. Ένα κλαρίνο που δεν πρόλαβε να αγοράσει τότε, αλλά το λιμπίστηκε και χαράχτηκε ανεξίτηλα στη μνήμη του.
Με την κήρυξη του πολέμου του ’40, η οικογένεια του επέστρεψε οριστικά στον Ασπροπόταμο.
Εκεί αγάπησε αγνά και άδολα την παράδοση, εκεί έπαιξε με τη φλογέρα του στα πρόβατα και στα γλέντια των καθημερινών ανθρώπων, μέσα από την ψυχή του, πολύ πριν συνειδητοποιήσει την έννοια του επαγγελματισμού.
Σε ηλικία 14 ετών, το 1943, έπαιξε για πρώτη φορά σε γάμο στο Γαρδίκι, με ένα κλαρίνο δανεικό του ερασιτέχνη Χρήστου Σδρένια, χωρίς να μπορεί να διανοηθεί ότι τότε ξεκινούσε μια πολύ μεγάλη καριέρα, που έμελλε να τον καθιερώσει στην κορυφή του μουσικού στερεώματος.
Ακόμα και αργότερα, δεν μπορούσε να αντιληφθεί, όπως ομολογεί και ο ίδιος, την επαγγελματική διάσταση της μουσικής. Έπαιζε μουσική γιατί αυτό τον εξέφραζε, αυτό που έβγαινε μέσα από την καρδιά του.
Ο πατέρας του, δεν του αρνήθηκε ποτέ τη βοήθειά του, από το υστέρημά του, τον βοήθησε οικονομικά να αποκτήσει τα πρώτα του όργανα· ένα κουαρτίνο ( πνευστό μουσικό όργανο, μικρό σε μέγεθος, παραπλήσιο του κλαρίνου) αλλά και το πρώτο του κλαρίνο για το οποίο ταξίδεψε στην Αθήνα και το οποίο μάλιστα του το διάλεξε ο θρύλος τότε της δημοτικής μουσικής, κλαρινίστας Νίκος Καρακώστας.
Αλλά και στην απόφαση του Σωτήρη να ασχοληθεί με την δημοτική μουσική αποκλειστικά, η οποία τότε ήταν στα χέρια ως επί το πλείστων πλανόδιων και γύφτων, που δεν αντιμετωπίζονταν πάντα με τον καλύτερο τρόπο, οι δικοί του δεν του έφεραν αντίρρηση. Βέβαια, ο Σωτήρης δεν επαναπαυόταν ποτέ, αναζητούσε πάντα το καλύτερο πάνω στην μουσική. Έμαθε να διαβάζει πεντάγραμμο από κάποιον Αντώνη Τσιάπη με καταγωγή απ την Κόνιτσα, ο οποίος δίδασκε θεωρητικά, κλαρίνο και άλλα όργανα στα Τρίκαλα.
Αυτός ο πρώτος του δάσκαλος τον συμβούλεψε μάλιστα να ασχοληθεί εκτενώς με την μουσική και μάλιστα την Ευρωπαϊκή. Ίσως έβλεπε στο πρόσωπο του μικρού του μαθητή ένα ιδιαίτερο ταλέντο που θα μπορούσε να ξεφύγει από τα καθιερωμένα και να ανέβει σε άλλα επίπεδα. Όμως ο Σωτήρης ήταν ταγμένος εξ αρχής στην λαϊκή – δημοτική παράδοση. Σε αυτήν που έμελλε να αφιερώσει την ζωή του.
Άκουγε και έπαιρνε πατήματα από τους τοπικούς κλαριντζήδες τότε, όπως τον Γιώργο Βούκια και τον Χρήστο Μπανιάκα από το Γαρδίκι, τον Στέργιο Δημητρούλα από το Μαλακάσι αλλά και από πανελλήνια γνωστούς μεγάλους μουσικούς του κλαρίνου όπως τον Νίκο Καρακώστα και τον Απόστολο Σταμέλο.
Χρόνια ολόκληρα πέρασε συνεργαζόμενος με τον Νίκο Πλακιά και τον Γιάννη Γκάσιο στο λαούτο, τον Σούλη Αβλάμη στο λαούτο και το ακορντεόν, τον Χρήστο Ζυγοβίνα στο λαούτο και τραγούδι, τον Νίκο Μπιτέλη, τον Μήτρο Βαλαχά και τον Ντούλη Γκίκα στο βιολί και παλαιότερα με τον Βασίλη Τόγελο αλλά και τον Δημοσθένη Βλαχαγγέλη ( Καλαντζάκο ) κάποιες φορές στο τραγούδι. Αργότερα η κλασική του κομπανία είχε τον Γιάννη Γεωργίου στο ακορντεόν και το αρμόνιο, τον Γιώργο Ρίζο στην κιθάρα και τον Ξενοφώντα Τσιούνη στο τραγούδι, αλλά και τον Χρήστο Λόζιο.
Ο Σωτήρης θα μείνει χαραγμένος στο μυαλό όλων μας από τα αφιερώματα της ΕΡΤ, από τα αφιερώματα του Σωτήρη Γοργογέτα, από τις αμέτρητες εμφανίσεις του σε πολιτιστικούς συλλόγους, σε εκδηλώσεις και δραστηριότητες που στόχο είχαν να αναζωογονήσουν επί της ουσίας την παράδοση.
Με τους αδελφικούς του φίλους Σωτήρη Γοργογέτα και Σωτήρη Τόγελο με το τουμάνι, τα τσαρούχια και τον κούκο, μαζί με τον εξάδελφό του Γιάννη Σγούρο και με τον Τηλέμαχο Καπούλα γκιζερούσαν τα βουνά, είτε την άνοιξη με τα χορτάρια είτε τον χειμώνα με τα χιόνια.
Για εμάς τους νέους υπήρξε ο καλύτερος δάσκαλος, ο αγαπητός της νεολαίας. Αγκάλιαζε κάθε νέο άνθρωπο που ήθελε να ασχοληθεί με την δημοτική μουσική σοβαρά. Είχε πάντα χώρο στο πατάρι για όποιον νέο εκτιμούσε και έβλεπε το ταλέντο του και την αγάπη του για την δημοτική μουσική. Ποτέ δεν αρνήθηκε σε εμάς τους νέους την καθοδήγηση και την συμβουλή του, ακόμη και τα μυστικά του, απλόχερα και άδολα μοιράστηκε μαζί μας και παρόλο που δεν κάτσαμε ποτέ ο ένας απέναντι στον άλλον ως δάσκαλος προς μαθητή, για να κάνουμε μάθημα, τα όσα ενσυνείδητα και υποσυνείδητα, μέσα από τα έργα και τα λόγια του, μας δίδαξε, αποτελούν μια πολύτιμη και ανεκτίμητη κληρονομιά για εμάς τους νεότερους. Πολύτιμο φυλακτό τα λόγια του, θησαυρός πραγματικός οι μουσικές του καταγραφές, σημαντική παρακαταθήκη για τις επόμενες γενιές η ζωή και η δράση του.
Ο Σωτήρης Σγούρος ξεκίνησε συστηματικά να ηχογραφεί δίσκους από το 1965, οπότε και έγραψε το πρώτο δισκάκι 45 στροφών με το τραγούδι «Για σένα ρούσα το ‘βαλα» με τραγουδιστές τους Ζυγοβίνα και Ακρίβο από το Γαρδίκι, στην Columbia, στην Αθήνα.
Πολλούς δίσκους και κασέτες άφησε πίσω του, πολλά δικά του τραγούδια σε στίχους και μουσική έγραψε, μα ποτέ δεν πήρε ούτε μια δραχμή από τα πνευματικά δικαιώματα. Και ούτε διεκδίκησε ποτέ τίποτε, ούτε κινήθηκε δικαστικά εναντίον κανενός. Με τον τρόπο αυτό, ο Σωτήρης για άλλη μια φορά έδειξε με πράξεις πως ο πραγματικά μεγάλος μουσικός, ο μεγάλος στην ψυχή, δεν έχει ανάγκη να αποδείξει τίποτε ο ίδιος ή να προσπαθήσει μέσα από κόντρες και έριδες να βρει το δίκιο του. Ο κόσμος είναι αυτός που κρίνει. Ο κόσμος που τον λάτρεψε, που ακόμα γλεντάει με τους καρπούς της πνευματικής του δουλειάς, που πάντα ένιωθε την αγάπη και την αφοσίωση του Σωτήρη Σγούρου στη λαϊκή μας κληρονομιά.
Όση αγάπη και αφοσίωση έδειξε ο Σωτήρης στην παράδοση και την μουσική, άλλη τόση και ακόμα περισσότερη αγάπη και αφοσίωση έδωσε στην γυναίκα του Σπυριδούλα και τα δύο του παιδιά Θανάση και Δήμητρα. Ο έρωτάς του για την γυναίκα της ζωής του ήταν αστείρευτος σε σημείο που έγραψε και ηχογράφησε τραγούδι με τίτλο – Σπυριδούλα – όμως και εκείνη καθώς και τα παιδιά του ανταποδίδοντας με ευγνωμοσύνη τα όσα έκανε γι αυτούς στάθηκαν πάντα στο πλευρό του, στήριγμα ζωής ώς το τέλος.
Την τελευταία επαγγελματική του εμφάνιση την έκανε το καλοκαίρι του 2007 στο πανηγύρι στο Γαρδίκι.
Οι μεγάλοι δημιουργοί καλλιτέχνες, μένουν πάντα κοντά μας μέσα από το έργο τους, χαραγμένοι ανεξίτηλα στην καρδιά μας.
Κανείς δεν χάνεται, όσο υπάρχουν κάποιοι που τους θυμούνται !!!
Ο Σωτήρης Σγούρος πέθανε στις 3/11/2009 σε ηλικία 80 χρονών.
Γρηγόρης Χατζηλυμπέρης