Είχε τρεις μέρες τώρα ο Γραμματέας του Εξωραϊστικού Συλλόγου που ανακοίνωνε από τα μεγάφωνα την προγραμματισμένη, λίγες μέρες πριν τη γιορτή της Παναγίας, εκδρομή για την Τριγγία. Ξεκινήσαμε από το χωριό με το πρώτο χάραμα.
Ανεβαίνοντας το δασικό δρόμο στις βόρειες υπώρειες του Συρράκου συγκλίνουμε σ’ ένα στενό, καλά διαμορφωμένο ωστόσο μονοπάτι χαραγμένο από τον Ορειβατικό Όμιλο Τρικάλων που οδηγεί στο πρώτο ισιάδι του Συρράκου. Οδηγός και ξεναγός μας είναι ο Κώστας, λεβεντάνθρωπος, αν και κοντεύει τα εβδομήντα. Ο Κώστας έχει πατήσει κάθε σπιθαμή της Κρανιώτικης γης και γνωρίζει την ιστορία της κάθε πέτρας και τη γεύση κάθε καρπού της. Βοηθός του ο Γιώργος εξαίρετος φωτογράφος, δραστήριο μέλος του Ορειβατικού Συλλόγου Καλαμπάκας. Πίσω τους ακολουθούμε 30 περίπου νοματαίοι βαδίζοντας άλλοι με το αργό βήμα του έμπειρου κατακτητή της κορυφής, οι δε νεότεροι ακροπηδώντας, θέλοντας να φθάσουν γρηγορότερα στην Τριγγία και την καταξίωση. Βγαίνοντας στο πρώτο ισιάδι του Συρράκου συνεχίζουμε προς τις δυτικές υπώρειες της Γκιόναλης με κατεύθυνση τις «Κορομηλιές». Κινούμαστε αργά ρουφώντας όλες τις εικόνες και τις μυρωδιές της φύσης. Ο χρόνος για τον ορειβάτη άλλωστε έχει διαφορετική διάσταση απ’ αυτήν του σύγχρονου ανθρώπου. Ίσως η πεζοπορία προσφέρει στον άνθρωπο την ευκαιρία της απωθημένης επαφής με την ξεχασμένη νομαδική του φύση. Αφήνουμε το δάσος πίσω και βαδίζοντας πλαγιά-πλαγιά πάνω στις πέτρες φθάνουμε σε μια συστάδα 5-6 κορομηλιών που αναρριχήθηκαν και ρίζωσαν στα 1700μ. Πολλές έχουν σπασμένα μικρόκλαδα και μισοφαγωμένους καρπούς.
- «Τις ρήμαξαν οι αρκούδες» συμφωνούμε όλοι, προχωρούμε ωστόσο αγέρωχοι για τον αντικειμενικό μας σκοπό.
Στην τελευταία στροφή, πριν παρακάμψουμε οριστικά τη Γκιόναλη, στεκόμαστε να καλημερίσουμε το χωριό που έχει αρχίσει να ξυπνάει. Διακρίνουμε το Μεσοχώρι τον Προφήτη Ηλία, τον Άγιο Δημήτριο και πολλά σπίτια της συνοικίας λουσμένα στο πρωινό φως του ήλιου και περιτριγυρισμένα από την αιώνια πρασινάδα του δάσους. Μετά, το τοπίο αρχίζει να γίνεται αλπικό. Τα απέραντα λιβάδια της Γκιόναλης έχουν ακόμη, αν και αρχές Αυγούστου, πολύ και φρέσκο χορτάρι.
- «Η Γκιόναλη έχει το πιο νόστιμο χορτάρι», συμπληρώνει ο Γιάννης με στόμφο. Κτηνοτρόφος από μικρό παιδί κι αυτός του εμπιστευόταν τα μυστικά τους τα ζωντανά.
Κάτω δεξιά μας διακρίνουμε τα Κονάκια, την προσοχή μας όμως τραβούν κάποιες γκρίζες φιγούρες που διακρίνονται στο βάθος του ορίζοντα.
- «Γιατί κάθονται έτσι ακίνητοι εκείνοι οι τσοπάνηδες;» αναρωτιέται φωναχτά η Έφη.
Κάποιοι χαμογελούν, ο αρχηγός μας όμως αινιγματικά μας προτρέπει να τους ρωτήσουμε μόλις τους συναντήσουμε. Δεν απογοητευθήκαμε όταν διαπιστώσαμε ότι δεν ήταν παρά ανθρώπινα ομοιώματα, «οι πύργοι», όπως τους ονομάζουν, έργα των τσοπάνηδων. Κατανοήσαμε ότι εδώ στα απόκοσμα μέρη η ανθρώπινη ψυχή γλυκαίνεται με αυτά τα δημιουργήματα και ας έχουν πέτρινη ψυχή. Φθάνουμε στο «Πατήρι» με άνετο διασκελισμό. Μας βοηθά σ’ αυτό το μαλακό υπόστρωμα που δημιουργεί το πυκνό χορτάρι και η μικρή κλίση του εδάφους. Εντυπωσιάζει η παντελής απουσία θάμνων και η μικρή βιοποικιλότητα της χλωρίδας.
Ατενίζαμε την κορυφή της Τριγγίας, όταν ο ήλιος έριξε το πρώτο του φως στο δροσερό χορτάρι δίνοντάς του πολύχρωμες ανταύγειες, καλωσόρισμα στους πρωινούς επισκέπτες. Τις σκέψεις μας διέκοψαν γαβγίσματα σκύλων και τα κουδουνίσματα του κοπαδιού που ροβόλαγε προς το μέρος μας. Χαιρετίσαμε το μπαρμπα - Νίκο έναν ηλικιωμένο και μειλίχιο τσοπάνη από τα Κονάκια. Στο άλογό του είχε κρεμασμένη μια καινούργια καραμπίνα.
- «Κρατούν λαγούς τα ισιάδια Μπάρμπα Νίκο;».
- «Πολλούς λαγούς, μα περισσότερες αρκούδες, ρε παιδιά. Κάθε βράδυ έρχονται στο μαντρί. Ρίχνω στον αέρα, φεύγουν για λίγο μα ξανάρχονται οι άτιμες. Δεν τολμάμε και να τις χτυπήσουμε, θα μας κλείσουν μέσα. Φαίνεται ότι η ζωή τους έχει μεγαλύτερη αξία από την δική μας και των κοπαδιών μας. Προσέξτε πάντως στην επιστροφή σας, γιατί λημεριάζουν στις παρυφές του δάσους, να εκεί κάτω, δείχνοντας τα τελευταία δένδρα στο Συρράκο. Όσο για το βράδυ, μη βρούνε ζωντανό μπροστά τους».
Αφού τον ευχαριστήσαμε, κατευθυνθήκαμε προς τις «κουπάνες». Έτσι ονόμαζαν τις ποτίστρες των κοπαδιών οι κτηνοτρόφοι. Δίπλα ακριβώς, η ευθεία διάταξη που είχαν μερικές μεγάλες πέτρες μας κίνησε την περιέργεια.
- «Γιατί τις βάλανε έτσι;» ρώτησε η Ελβίρα ένα από τα μικρότερα σε ηλικία μέλη της παρέας μας, αγριοκάτσικο όμως στην ανάβαση.
- «Αυτές είναι αλαταριές για τα πρόβατα», απαντά ο Γιώργος, αδελφός του Κώστα, άριστος γνώστης και εξερευνητής όλης της Πίνδου ο οποίος αναλαμβάνει σ’ όλες τις εκδρομές να μας μυήσει και με τα πιο μικρά μυστικά του τόπου που πατούμε. Κι ενώ ο Γιώργος ανέλυε στην Ελβίρα τη σημασία που έχει το αλάτι στη διατροφή των προβάτων οι υπόλοιποι καθίσαμε γύρω από τις «κουπάνες» και, αφού ξεδιψάσαμε και γεμίσαμε τα παγούρια μας, ξεκινήσαμε για το τελευταίο μέρος της πορείας. Είχαμε να περπατήσουμε ενάμιση περίπου χιλιόμετρο με υψομετρική διαφορά 250 μέτρα. Ανάβαση από ένα υποτυπώδες μονοπάτι σπαρμένο με κοφτερές και ετοιμόρροπες πέτρες. Πέτρες γκρίζες, σιδερόπετρες, γύμνια λουσμένη στο φως.
- «Προσοχή στο κάθε βήμα», φώναξε ο Κώστας και ξεκινήσαμε.
Ο καυτός ήλιος είχε αρχίσει να μας κουράζει. Ο φίλος μου ο Νίκος έψαχνε κάθε τόσο προφάσεις για ξεκούραση.
- « Κοίτα ρε πώς ζωντανεύουν οι πέτρες στον κατήφορο» μου λέει με φιλοσοφική διάθεση δείχνοντας μου μια πέτρα που είχε πάρει τον κατήφορο για τη Γκιόναλη προσπαθώντας ταυτόχρονα να διώξει γρήγορα τη λαχανιασμένη του ανάσα.
- «Ας σταματήσουμε λίγο ν΄ ακούσομε τον αχό της», συμπληρώνει.
Μετά από τις σχετικές καθυστερήσεις φθάνουμε στη κορυφή. Στεκόμαστε σε στάση προσοχής, γεμάτοι ενθουσιασμό που στέρξαμε να φτάσουμε σε μια από τις ψηλότερες κορυφές της Πίνδου. Το τοπίο σ’ όλη την περιοχή είναι μαγευτικό, αλλά συνάμα τραχύ και αφιλόξενο.
Ολόγυρά μας υψώνονται γυμνές κορυφές, που θυμίζουν τα κύματα ανταριασμένης θάλασσας. Στο βάθος η Κακαρδίτσα και το Περιστέρι, αριστερά μας το Καπ Γκράς. Στον αντίποδα ο Όλυμπος με τον Μύτικα στεφανωμένο μ’ ένα απαλό σύννεφο. Στυλώνουμε το βλέμμα μας μήπως μπορέσουμε να διακρίνουμε τον Παγασητικό κόλπο. Μάταια. Η άχλη του ήλιου δημιουργεί πέπλο αδιάφανο. Τους στοχασμούς μας διακόπτει η αυστηρή φωνή του αρχηγού μας.
«Ελάτε να δείτε τα σύνορα του χωριού με τον Κλεινοβό. Θέλω να είναι η τελευταία σας εικόνα πριν πάρουμε το δρόμο του γυρισμού για να τη θυμόσαστε καλά για όλη σας τη ζωή. Να μην μπορεί να σας ξεγελάσει κανένας».
Αφού βεβαιώθηκε ότι είχαμε αποτυπώσει στο νου μας σ’ όλες του τις λεπτομέρειες το «Κρανιώτικο μέρος», έδωσε το σύνθημα της επιστροφής.
Δημήτρης Ι. Κωνσταντινίδης