Τον περασμένο Ιούλιο επισκέφτηκα το Συρράκο μαζί με δυο κοινωνιολόγους που πριν τριάντα χρόνια είχαν κάνει εκεί μια έρευνα.
Ένα λόγιο χωριό
Σπάνια ευκαιρία, να ξαναβλέπεις ένα χωριό που μελέτησες επιστημονικά σε μια διαφορετική εποχή και με διαφορετική οπτική. Μεγάλες αλλαγές είχαν γίνει στο μεσοδιάστημα, στο τοπίο και τους ανθρώπους, ίσως και στους ίδιους τους παρατηρητές, όπως παραδέχτηκαν οι ίδιοι μιλώντας στο συνέδριο, που τους είχαν καλέσει, το οποίο γινόταν για «Τα 100 χρόνια ελεύθερου βίου της περιοχής».
Πριν τριάντα χρόνια η ομάδα των κοινωνιολόγων αναζητούσε ένα χωριό κτηνοτρόφων στο οποίο θα μελετούσε τις επιπτώσεις των αλλαγών του τρόπου παραγωγής, από τους παραδοσιακούς στους σύγχρονους. Επέλεξαν το Συρράκο ίσως απλώς επειδή το είδαν. Το θέαμα του χωριού καθώς το πλησιάζεις, τα πέτρινα σπίτια πάνω στην πλαγιά του βουνού, εντυπωσιάζει βαθιά. Ή μπορεί να το είχαν ακουστά με κάποιο τρόπο, γιατί δεν είναι άσημο χωριό που περιμένει τον επισκέπτη να το ανακαλύψει. Το όνομα του είναι γνωστό από τον Κωλέττη, τον Κρυστάλλη και τον Ζαλοκώστα, που κατάγονταν από εκεί, τα έργα και την ιστορία τους.
Για τρία καλοκαίρια τα μέλη της ομάδας έμειναν στο χωριό μελετώντας έναν τρόπο ζωής που ήδη έσβηνε: τον τρόπο ζωής που βασιζόταν στην περιοδική μετακίνηση. Κάθε χειμώνα όλοι οι κάτοικοι του χωριού κατέβαιναν στα χειμαδιά του κάμπου με τα κοπάδια τους, για έξι μήνες. Μόνο ένας άνθρωπος, ο φύλακας, έμενε στο ορεινό, 1100 μέτρα υψόμετρο, χωριό. Το χιόνι μπορούσε να τον αποκλείσει για μήνες. Ο πληθυσμός επέστρεφε το θερινό εξάμηνο. Το σχολείο λειτουργούσε ανάποδα, έκλεινε τους κρύους μήνες του χειμώνα κι άνοιγε το καλοκαίρι. Τα παιδιά έμεναν λίγο περισσότερο στο χωριό, πριν και μετά την αναχώρηση των γονιών τους, για να μπορούν να συμπληρώνουν το σχολικό έτος. Τους μήνες που οι γονείς έλειπαν, έμεναν σε ένα οικοτροφείο, το οποίο φιλοξενούσε και μαθητές των γειτονικών χωριών όταν υπήρχε ανάγκη.
Όλα ήταν παράξενα στο Συρράκο, όλες οι συνήθειες που πρόλαβαν οι ερευνητές να καταγράψουν πριν χαθούν εντελώς. Η καταγραφή αφορούσε μια χρονική περίοδο, τη δεύτερη ή τρίτη φάση της ιστορίας του χωριού. Οι προηγούμενες φάσεις ωστόσο δεν είχαν περάσει στη λήθη. Το Συρράκο δεν ήταν πάντα έτσι, χωριό αποκλειστικά νομάδων, που ζωντάνευε το καλοκαίρι και έπεφτε σε νάρκη το χειμώνα. Όπως μαρτυρούν τα λαμπρά πέτρινα σπίτια, είχε υπάρξει κάποια άλλη εποχή έδρα εμπόρων με οικονομικές διασυνδέσεις μέχρι και τη Βενετία, μέχρι και την Τεργέστη, καθώς έδρα τεχνιτών. «Ραφτάδες» ονομάζονταν συλλήβδην όλοι αυτοί οι αστοί, ας τους πούμε αστούς, οι οποίοι συνεργάζονταν, αλλά και συγκρούονταν διαρκώς με τους κτηνοτρόφους. Για την εξυπηρέτηση των δραστηριοτήτων τους υπήρχε το πλούσιο δίκτυο μουλαρόδρομων και βοηθητικών μονοπατιών τα απομεινάρια του οποίου σήμερα επισκέπτονται τουρίστες από όλο τον κόσμο για να γνωρίσουν τις ομορφιές του βουνού. Τα ταξίδια των εμπόρων που έχει περιγράψει ο Νίκος Θέμελης στο βιβλίο του Η Αναζήτηση, με τα καραβάνια μουλαριών που περνούν από τα βουνά για να ταξιδέψουν σε πόλεις της Ρωσίας και της Ευρώπης, θα μπορούσαν να έχουν γραφτεί και για το Συρράκο. Ωστόσο οι «ραφτάδες» εγκατέλειψαν το χωριό σταδιακά, για να εγκατασταθούν σε μέρη πιο πρόσφορα για τις δουλειές τους και τον τρόπο ζωής τους, ειδικά μετά την απελευθέρωση.
Το Συρράκο υπήρξε δηλαδή λόγιο χωριό από την εποχή της Επανάστασης.
Από τους τρεις διάσημους άνδρες του περισσότερη φήμη του έδωσε, πιστεύω, ο ανίσχυρος πολιτικά Κώστας Κρυστάλλης, ο οποίος πρόλαβε να γράψει πολλά βουκολικά δημοτικοφανή ποιήματα μέχρι τα 26 του χρόνια, που πέθανε, ώστε να το αναδείξει σε ένα είδος νέας Αρκαδίας. Η ζωή του κτηνοτρόφου τραγουδήθηκε πιο ρομαντικά από ποτέ, σε μια εποχή που οι Έλληνες βιάζονταν υπερβολικά να ξεχάσουν τα χωριά τους.
In Arcadia ego
Ο ποιητής αυτός, που έχει σήμερα μάλλον ξεχαστεί, είχε μεγάλη απήχηση στο αναγνωστικό κοινό, τουλάχιστον για τις γενιές μέχρι τον πόλεμο. Στο Συρράκο θα βρείτε το σπίτι του συντηρημένο και ανοιχτό σαν Λαογραφικό Μουσείο, προτομή και ανδριάντα του, και μια αίθουσα συγκεντρώσεων με το όνομα του, στην οποία γινόταν και το συνέδριο για τα 100 χρόνια ελεύθερου βίου των περιοχών του Δήμου Δυτικά των Χρούσια - Καλαρρύτικου – Αράχθου.
Οι ερευνητές του ΕΚΚΕ βρήκαν το χωριό αλλαγμένο με πολλούς τρόπους. Το σχολείο του, ένα επιβλητικό τριώροφο που δεσπόζει στα άλλα σπίτια, έχει γίνει ξενώνας. Οι οικογένειες δεν μένουν εδώ και πολύν καιρό πια στο Συρράκο, έχουν όλες εγκατασταθεί στα παλιά χειμαδιά τους, σε πεδινές πόλεις, κι έρχονται μόνο για διακοπές. Το παλιό Οικοτροφείο, στο οποίο οι ίδιοι ερευνητές είχαν μείνει στη δεκαετία του 80, χωρίς τρεχούμενο νερό και άλλες ανέσεις, έγινε ξενώνας κι αυτό. Τα σπίτια είναι ανακαινισμένα, τα καλντερίμια και οι δημόσιοι χώροι επίσης. Είναι πολύ εντυπωσιακά διατηρημένο, για ένα χωριό που δεν έχει στην ουσία μόνιμους κατοίκους. Πολύ λίγα κάποτε όμορφα ορεινά χωριά είναι σε τόσο καλή κατάσταση, και μάλιστα χωρίς αρκετό τουρισμό.
Καινούργιες πέτρες έχουν μπει σε βρύσες και σε τοιχία στήριξης. Και το γύρω κατάξερο τοπίο έχει πάρει να πρασινίζει. Είναι φυσικό. Δεν υπάρχουν πια πολλοί κτηνοτρόφοι με πρόβατα και γίδια να τρώνε ότι πράσινο βλαστάρι βρουν. Μόνο ένας έχει απομείνει με τέτοια κοπάδια. Καναδυό πήραν γελάδες, οι περισσότεροι νοικιάζουν τους βοσκότοπους. Το χωριό μεγάλωσε, νέα σπίτια έχουν κτιστεί, όλα με πέτρα, ίσως όχι με άψογα παραδοσιακά σχέδια, πέτρινα πάντως. Στην ανακαινισμένη πλατεία όμως μαζεύεται λιγότερος κόσμος. Κι αυτός ο κόσμος ανεβαίνει στο χωριό μόνο για λίγες μέρες το καλοκαίρι, κάθε χρόνο και λιγότερες. Σπάνια πια θα πετύχεις παρέες γέρων να μιλάνε βλάχικα μεταξύ τους, η γλώσσα ξεχνιέται σιγά- σιγά.
Το χειμώνα πάλι το χωριό αδειάζει, κι ακόμα μένει εκεί ένας φύλακας. Του κρατά τώρα συντροφιά και η ταβερνιάρισα και ξενοδόχος του «Σταυραετού», που κρατάει ανοιχτά ξενώνα και μαγαζί όλο το χρόνο. Υπάρχει τουρισμός, αλλά όχι τόσος που θα μπορούσε να κρατήσει περισσότερο κόσμο στο χωριό. Ίσως το μέλλον να βρίσκεται στον τουρισμό, στον παραθερισμό, κάποια λύση να βρεθεί για να μην εγκαταλειφθούν ξανά αυτά τα ανακαινισμένα σπίτια, να μην πάει χαμένη όλη αυτή η προσπάθεια αναβίωσης. Η ίδια η ιστορία του χωριού, το υπόδειγμα ενός μικρόκοσμου που προσφέρει, θα μπορούσε, ιδανικά, να συνεχίσει να είναι αντικείμενο μελέτης, να διατηρηθεί ως αντικείμενο μελέτης.
Δυσκολίες προσαρμογής
Έρημο λοιπόν το χωριό το χειμώνα, δύσκολα θα κατοικηθεί ξανά, δύσκολα θα ζωντανέψει. Όπως σε όλη την Ευρώπη, οι νομάδες σταμάτησαν την περιοδική κίνηση, εγκαταστάθηκαν κατά προτίμηση στα πιο εύκολα μέρη, στους κάμπους. Καθώς το συνέδριο με θέμα το Συρράκο πλησίαζε στο τέλος του, κι ενώ είχε ολοκληρωθεί πολύ ζωντανά και λεπτομερειακά η εικόνα του παρελθόντος, κι είχαμε απογειωθεί στα φτερά του τραγουδισμένου σταυραετού, η προτελευταία ομιλήτρια, η Ελευθερία Γκαρτζονίκα, διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών- Σχολική Σύμβουλος Φυσικής Αγωγής),ανέλαβε να μας προσγειώσει αφήνοντας τις κορφές και τις αετοφωλιές που στα σημερινά μάτια είναι αδύνατον να απεκδυθούν του ποιητικού ρομαντισμού τους. Μας κατέβασε στον κάμπο, στα χειμαδιά που δεν είναι πια απλώς χειμαδιά αλλά μόνιμες κατοικίες, στην περίοδο προσαρμογής όπως τη βίωσαν οι σύγχρονοι μας. Η εγκατάσταση έγινε στο περιθώριο των πόλεων, σε γειτονιές που τις περιέγραψε γλαφυρά, σε καλύβες στην αρχή, τις παλιές κτηνοτροφικές καλύβες, χειροποίητα σπίτια στη συνέχεια, πέρα κι από τους γυφτομαχαλάδες ενίοτε. Εκεί τις πρώτες δεκαετίες της σταδιακής μετανάστευσης οι Βλάχοι του Συρράκου αντιμετώπισαν την εχθρότητα και το ρατσισμό των σταθερών κατοίκων σε κάθε έκφανση της ζωής τους. Πιο σκληρά ήταν τα παιδιά για τα παιδιά, η ζωή στο σχολείο ήταν για καιρό πολύ δύσκολη και τραυματική, αλλά και οι μεγάλοι των μικρών πόλεων γύρω από τον Αμβρακικό αντιστάθηκαν σθεναρά στην προσπάθεια των Βλάχων για ενσωμάτωση. Η οποία γινόταν παράλληλα με την παράλληλη προσπάθεια τους να μην αλλοιωθεί εντελώς η πολιτιστική τους κληρονομιά, να διατηρηθούν κάποιες γιορτές, κάποια έθιμα, κάποια στοιχεία προέλευσης.
O θάνατος της γλώσσας
Τελευταία ομιλήτρια στο συνέδριο ήταν η νεαρότερη, η Μαρία Μαγκλάρα, υποψήφια διδάκτωρ Κοινωνιογλωσσολογίας. Το θέμα της ήταν μια έρευνα που είχε κάνει σε βλαχόφωνους πληθυσμούς στην περιοχή της Φιλιππιάδας και του Κάμπου για το επίπεδο γνώσεων τους στη βλάχικη γλώσσα. Είχε χωρίσει τους 24 ομιλητές που πήραν μέρος στην έρευνα της σε τρεις ηλικιακές ομάδες, με τη μεγαλύτερη, ηλικίας 50 και άνω, φυσικά να διαθέτει τους πιο επαρκείς ομιλητές της βλάχικης, την μεσαία, των ηλικιών 30-50, με πολύ μικρότερες ικανότητες, και τη νεώτερη, την κάτω των 30, με ανθρώπους που γνωρίζουν μόνο κάποιες λέξης, αλλά δεν καταλαβαίνουν ούτε μια απλή συζήτηση στα βλάχικα. Δεν είχε μπορέσει να βρει νέους κάτω των 30 χρονών που να μπορούν να επικοινωνήσουν στοιχειωδώς στη γλώσσα. Η έρευνα της επικεντρώθηκε στη παραγωγική μορφολογία, δηλαδή το γλωσσικό μηχανισμό που ελέγχει την παραγωγή λέξεων, και βέβαια τα συμπεράσματα της ήταν ότι η γλώσσα χάνει τους παραγωγικούς της μηχανισμούς και συρρικνώνεται.
Το συμπέρασμα της έρευνας ήταν κάτι που το ακροατήριο γνώριζε εκ πείρας: οι ομιλητές των βλάχικων λιγοστεύουν, οι μεγάλοι δεν μαθαίνουν τη γλώσσα στα παιδιά τους, ακόμα και οι ίδιοι την ξεχνούν σιγά- σιγά. Πιο πολύ ενδιαφέρον είχε η παράθεση των επιχειρημάτων υπέρ της προσπάθειας να μην αφήνονται οι γλώσσες να χάνονται. Μετά από αρκετές γενιές που προσπάθησαν συστηματικά να ξεχάσουν τη γλώσσα που μιλούσαν στο σπίτι, αν ήταν διαφορετική από την επίσημη, που διδάχτηκαν στο σχολείο ότι έτσι έπρεπε να κάνουν, κι αφού τέλος πάντων η προσπάθεια απέφερε καρπούς, και τα σημερινά παιδιά δεν καταλαβαίνουν γρυ βλάχικα, κι ούτε έχουν ευκαιρίες να τ’ ακούσουν κάπου δημόσια, ήταν μια στιγμή ανατροπής να ακούγεται στο βήμα της αίθουσας «Κώστας Κρυστάλλης», από μια νεαρή επιστήμονα η τόσο θετική άποψη για τη γλώσσα αυτή «του σπιτιού» που τελούσε υπό περιφρόνηση αν όχι υπό δίωξη.
Τα πράγματα έχουν αλλάξει από την εποχή που τα ευρωπαϊκά κράτη επεδίωκαν να εξαφανίσουν τις τοπικές γλώσσες και η ύπαρξη τους ήταν απειλή ύπαρξης μειονότητας που θα μπορούσε να προκαλέσει πολέμους. Η Ευρωπαϊκή Ένωση κάνει συστάσεις για τη διατήρηση των περιφερειακών και λιγότερο ομιλούμενων γλωσσών τις οποίες θεωρεί «άυλη πολιτιστική κληρονομιά». Όπως είπε και η Μ. Μαγκλάρα, πολλές κοινωνιογλωσσικές και ανθρωπολογικές μελέτες σε διάφορες γλώσσες στον κόσμο έχουν δείξει ότι η κάθε γλώσσα διατέμνει τον κόσμο με διαφορετικό τρόπο. «Αντιλαμβανόμαστε τον κόσμο σε μεγάλο βαθμό μέσα από τη γλώσσα που μιλάμε. Κάθε γλώσσα είναι ένας πολιτισμικός πλούτος που αποτυπώνει και δείχνει και διαφορετική οπτική του κόσμου και η απώλειά της είναι απώλεια πολιτισμική»
Το πιο βιωματικό επιχείρημα της ήταν η δική της σχέση με τις ευρωπαϊκές γλώσσες. Τα βλάχικα είναι γλώσσα λατινογενής, οπότε όποιος τα μιλάει μπορεί να μάθει εύκολα όλες τις λατινογενείς γλώσσες. Η ίδια έμαθε με ευκολία γαλλικά, ιταλικά, ισπανικά χάρις στη μητρική της γλώσσα. Πέρα από αυτό το χρησιμοθηρικό επιχείρημα, κατέθεσε τις απόψεις της ψυχογλωσσολογίας που υποστηρίζουν ότι η διγλωσσία βοηθάει την ανάπτυξη της γλωσσικής δημιουργικής ικανότητας, και τα συμπεράσματα μελετητών που παρατήρησαν ότι τα δίγλωσσα παιδιά έχουν μεγαλύτερη ικανότητα να αναλύσουν τις γλωσσικές πληροφορίες και μπορούν να αντιληφθούν καλύτερα κάποιες πτυχές της διαπροσωπικής επικοινωνίας. Ενώ οι παλιότερες αντιλήψεις θεωρούσαν πως η διγλωσσία από μικρή ηλικία ήταν παράγοντας κακών σχολικών επιδόσεων και κοινωνικής στασιμότητας, (χρησιμοποιούνταν μάλιστα οι όροι ‘mental confusion’και ‘language handicap’, δηλαδή διανοητική σύγχυση και γλωσσική υστέρηση) υπάρχουν συμπεράσματα προς την εντελώς αντίθετη κατεύθυνση: στα παιδιά που μαθαίνουν καλά δύο ή περισσότερες γλώσσες φαίνεται να ενεργοποιούνται πτυχές στον εγκέφαλο που στην περίπτωση της μονογλωσσίας παραμένουν μη ενεργοποιημένες.
Προσωπικά αναρωτιόμουν κατά πόσον οι σημερινές έρευνες σε δίγλωσσα παιδιά αντιμετωπίζουν και νοοτροπίες διαφορετικές από τις παλιότερες, τότε που το να μιλάς διαλέκτους ή γλώσσες διαφορετικές από την κυρίαρχη επέφερε κοινωνική περιφρόνηση και απομόνωση, πράγματα που από μόνα τους δημιουργούν και γλωσσική υστέρηση και διανοητική σύγχυση.
Δεν ξέρω αν στο ακροατήριο υπήρχαν νεαρές μητέρες που πείστηκαν να χρησιμοποιήσουν με τα παιδιά τους τη βλάχικη γλώσσα την οποία ίσως είχαν μάθει στο σπίτι τους. Ίσως να είναι πολύ αργά για τις δυνατότητες της γλώσσας να επιβιώσει. Άλλες ανησυχίες εκδηλώθηκαν στο ακροατήριο. «Είναι τα βλάχικα ίδια γλώσσα με τα ρουμάνικα» θέλησε να μάθει κάποιος από το κοινό, ίσως για να μπορέσει να εκτιμήσει ελεύθερα, χωρίς το φόβο ότι θα γινόταν αντικείμενο ρουμάνικης προπαγάνδας όπως είχαν γίνει οι Βλάχοι πριν 100 περίπου χρόνια, την πολυγλωσσία του. Η Μ. Μαγκλάρα τον βεβαίωσε πως δεν είναι ίδιες οι δυο γλώσσες, τα βλάχικα έχουν πολύ περισσότερες λέξεις που προέρχονται από τα ελληνικά και τα ρουμάνικα λέξεις από τις σλαβικές γλώσσες. Δεν ξέρω αν τον καθησύχασε. Θαύμασα τη σταθερότητα που έχει η ίδια κερδίσει χάρις στη γνώση και τις αναζητήσεις της, την κατάληξη της εισήγησης της, που ακόμα κι αν δεν άλλαξε τις νοοτροπίες σίγουρα φώτισε διαφορετικά την ίδια την ιστορία των ανθρώπων που την άκουγαν.
«Η γλώσσα φέρνει μέσα από τους αιώνες τη λαϊκή σοφία, τον τρόπο αντίληψης του κόσμου, τον τρόπο ζωής των προηγούμενων γενεών, την πορεία τους μέσα στο χρόνο, κατέληξε. Δεν μπορώ λοιπόν να φανταστώ πώς θα μπορούσα να μην γνωρίζω τη γλώσσα ή μια από τη γλώσσες που μιλούσαν οι προγονοί μου και που μεταφέρθηκε μέσα από τα στόματα των γονιών μου, του Γιώργου και της Λαμπρινής, σε εμένα. Θα ήταν σα να σπάει ένας συνδετικός κρίκος της αντίληψης και της παρουσίας μου στον κόσμο.»
Γνώρισα τους γονείς της Μαρίας, το Γιώργο και τη Λαμπρινή, μόλις το συνέδριο τέλειωσε και βγήκαμε στην πλατεία. Μου είπαν ότι μιλούν βλάχικα μεταξύ τους, αφού κι οι δύο ήταν Συρρακιώτες, έτσι και η κόρη τους μεγάλωσε με τη γλώσσα αυτή. Ο πατέρας ξυλουργός, με δάχτυλα να λείπουν από το δεξί χέρι, η μητέρα μια λιπόσαρκη γυναίκα που είπε χαμογελώντας: «Είχα κάτι να πω κι εγώ μετά την ομιλία, αλλά φοβήθηκα ότι δεν θα το έλεγα σωστά..»
- Έπρεπε να το πεις στα βλάχικα, της είπε η κόρη της. Οι πιο πολλοί καταλάβαιναν εκεί μέσα, κι εγώ θα το μετέφραζα για τους υπόλοιπους!
Χαμήλωσε τα μάτια γελαστά η κυρία Λαμπρινή, χωρίς να πιστεύει ακόμα ότι οι γνώσεις της κόρης της έχουν ανοίξει τέτοιους ορίζοντες δικαίωσης και αξιοπρέπειας. Την επόμενη φορά ίσως.
Όταν βγήκε το φεγγάρι (κουντου λούνα βίνι)
Το ίδιο βράδυ πήγαμε επίσκεψη σε μια παλιά γνωριμία των κοινωνιολόγων, στο σπίτι που έχτισε σχεδόν μόνος του πάνω στα ερείπια του πατρικού του, ένας συνταξιούχος καθηγητής σε ΤΕΙ. Η ηλικία του είναι κοντά στα εξήντα, είχε προλάβει τη λειτουργία του σχολείου και του Οικοτροφείου. Καθίσαμε στη φεγγαράδα της αυλής του κι ακούγαμε τον ήχο του Καλαρρύτικου που έτρεχε στο βάθος της χαράδρας.. Μιλώντας έπιασε να μας περιγράφει αναμνήσεις από τα παιδικά του χρόνια.
«Εμείς μέναμε στο Οικοτροφείο από τον Οκτώβρη που κατέβαιναν οι γονείς με τα ζώα στην Πρέβεζα, μέχρι τα Χριστούγεννα που κατεβαίναμε κι εμείς να τους βρούμε. Να σας πω πώς έφευγα από το σπίτι. Έφτιαχνε η μάνα μου ένα στρώμα με φύλλα. Μάζευε τα φύλλα, το έραβε, και γινόταν το στρώμα. Το τίναζε, το δίπλωνε, ετοίμαζε κι ένα κασελάκι με τα πράγματά μου. Το Οικοτροφείο ήταν μικρό, τα στρώματα μπαίνανε στη σειρά, το ένα δίπλα στ’ άλλο, δεν είχε χώρο για τίποτε άλλο. Ένα –ένα έρχονταν τα παιδιά. Έφευγαν μία- μία οι οικογένειες, μεγάλωνε η σειρά με τα στρώματα. Το καλοκαίρι, που γυρνούσαν μία- μία οι οικογένειες, μίκραινε σιγά-σιγά η σειρά.
Το σχολείο ήταν αυστηρό, οι τιμωρίες έπεφταν βροχή. Ο δάσκαλος είχε μια βίτσα κι έδινε μια βιτσιά για κάθε λάθος που έκανες. Κατέγραφε τα λάθη της ημέρας και τις έδινε στο τέλος μαζεμένες τις βιτσιές. Εγώ ήμουν καλός μαθητής, δεν έτρωγα πολύ ξύλο. Οι πιο πολλές που έφαγα ποτέ ήταν δώδεκα, επειδή είχα κλίνει λάθος τη λέξη «πλημμύρα». Η πλημμύρα, της πλημμύρης είχα πει, το είχα μπερδέψει με τη θάλασσα. Η θάλασσα της θαλάσσης. Δεν ξέραμε και καλά ελληνικά βλέπεις. Α, βλάχικα απαγορευόταν να μιλάς, αν σε άκουγαν έστω και στο διάλειμμα, έτρωγες χαστούκι. Μερικά παιδιά έκαναν τόσα λάθη κι έτρωγαν τόσες βιτσιές που τα χέρια τους αναισθητοποιούνταν πια, δεν καταλάβαιναν πόνο…
Θυμάμαι τη χαρά όταν γύριζαν οι δικοί μας από τον κάμπο, το καλοκαίρι πια. Καθόμασταν στην τάξη και το μυαλό στο παράθυρο, ποιος φάνηκε πέρα στο δρόμο, και τίνος η οικογένεια είναι… Ο δάσκαλος βουρλιζόταν, δεν είχαμε μυαλό για μάθημα.
Στον κάμπο εμάς μας κατέβαζαν με φορτηγά. Ταξιδεύαμε στην καρότσα. Έκανε διανομή το φορτηγό στα χωριά που ήταν οι γονείς μας. Φορούσαμε κάτι κοντές κάπες, όχι τις μεγάλες τις μακριές τις διάσημες. Κάτι μικρούλες. Τα πόδια μας από κάτω κρύωναν. Όταν φτάναμε και κατεβαίναμε από το φορτηγό, μαζεύονταν οι ντόπιοι και κορόιδευαν, κοίτα τους βλάχους, έλεγαν και γελούσε ο κόσμος μαζί μας…
Τα βλάχικα πεθαίνουν, ναι, βέβαια, τι να κάνουμε; Ε, δεν χάλασε κι ο κόσμος αν τα ξεχάσουμε πια. Την άκουσα τη Μαρία, αλλά εντάξει, πάνε αυτά τώρα. Δεν θα κλάψω και για τα βλάχικα…»
Ο συνομιλητής μας ήταν ένας άνθρωπος που είχε καταφέρει να μορφωθεί με μεγάλες δυσκολίες, να γίνει καθηγητής, όπως και η Μαρία Μαγκλάρα. Τους χωρίζει μια γενιά, εξού και οι διαφορές στις εμπειρίες και τις αντιλήψεις. Κρίσιμη γενιά της αυτογνωσίας. Τώρα που οι δάσκαλοι δεν έχουν βίτσες, τώρα που απαγορεύονται τα χαστούκια, τα παιδιά δε μιλάνε πια βλάχικα. Άλλες γλώσσες ίσως, και τα προβλήματα αναπαράγονται με νέα όψη.
Τρίτη, 2 Οκτωβρίου 2012
Κούντου λούνα βίνι, τραγουδάν οι βλάχοι
Άννα Διαμιανίδη
το διαβάσαμε στο Ημερολόγιο Οδοστρώματος
Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Book's journal Οκτωβρίου 2012