Ενα κομμάτι της Πίνδου το αποτελούν τ' Ασπροποταμίτικα χωριά, που βρίσκονται τοποθετημένα στις πλαγιές και χαραδρώσεις των πρώτων πηγών του άνω ρου του Αχελώου, του κοινώς λεγάμενου Ασπροπόταμου ή απλώς Ασπρου.
Παλαιότερα η συγκοινωνία με τ' απομακρυσμένα αυτά χωριά γινόταν με τα περίφημα μουλάρια, που ασάλευτα πατούσαν σ' όλες τις κακοτοπιές και παρείχαν στον κάθε καβαλλάρη πλήρη εγγύηση για την εξασφάλιση της ζωής του και που τα κυβερνούσαν οι πασίγνωστοι σ' όλην την περιφέρεια διάσημοι αγωγιάτες, που ανάμεσα στους πάμπολλους απ' αυτούς θυμούμαι και μνημονεύω τους Μπουρέκη η Σκρέτα — τον πρύτανη των κερατζήδων — τον Κοιλούκο, Μπουντίλα, Γκαραγκάνη, Πολίση, Ζαραμπούκα, το Γιώργο Ρίζου-Ζαρόλια, το Μπέμπη, τον Καραγιάννη, Μπουκλίτσα, τον περίφημο Βάγια, τον Τεγούλη, τον Αγγέλη, Σπύρο Μπάρδα, Σιούλα και τον μεγάλο τραγουδιστή του Λόγγου Τουλάκη Καυχιά κ.λ.π. Θεριά ανήμερα, άνδρες σκληραγωγημένοι, πεζοπόροι άριστοι, ατρόμητοι στα συνεχή ταξίδια τους κι' άφοβοι σε κάθε κίνδυνο, διασχίζοντας λαγκαδιές, γκρεμούς, σάρες, δάση και βουνά ή εισχωρώντας θαρραλέα μέσα στις άγριες κατεβασιές των πλημμυρισμένων ποταμιών, για να προστατεύσουν από κάθε κίνδυνο τις οικογένειες, που συνώδευαν.
Πώς να ξεχάση κανείς αυτές τις εποχές, που Ασπροποταμίτικα κορίτσια αμιλλώνταν στο καλύτερο ντύσιμό των, όταν ανέβαιναν καβάλλα στα καλύτερα μουλάρια, στολισμένα στα καπίστριά των με πολύχρωμες χάντρες και με προμετωπίδες από δερμάτινες λωρίδες άσβου, για να μή ματιασθή το μουλάρι με την καβαλλάρισσα, που σαν αμαζόνα προχωρεί μπροστά απ' τους δικούς της και σ' όλες τις μούλες είχανε ριχμένες τις ομορφότερες φλοκωτές κουβέρτες σκεπασμένες με κατακάθαρα μαξιλάρια.
Πώς να ξεχάσουν εκείνοι που ταξίδευαν έτσι μουλαροκαβαλλαρία για να φθάσουν στα φημισμένα αυτά κεφαλοχώρια, που τα στόλιζαν διώροφα και τριώροφα αρχοντικά σπίτια και που τ' άφάνισεν ανέλπιστα η φωτιά με την επιδρομή του Οκτώβρη του 43 η μανία των Χιτλερικών ορδών, πως να λησμονήσουν, επαναλαμβάνω, τους περίφημους αυτούς μεταφορείς των οικογενειών των, οι όποιοι, σαν νύχτωνε μέσα στις ερημικές και δασώδεις εκτάσεις της χιλιοτραγουδημένης Πίνδου συνεχώς τραγουδούσαν, ώσπου ο καθένας να φθάση στο συνηθισμένο κατάλυμα να ξεφορτώση κι' αντηχούσαν οι γύρω λαγκαδιές και τα πλάγια από τους ήχους των κυπριών των μουλαριών, από τα τραγούδια, κι' από τις ενθαρρυντικές φωνές «Λάφ, Λάφ, Γκές, Γκές, Ρούς. . .», για να δεχθούν στο πέρασμά των το σιωπηρό χαιρετισμό των αγριμιών του λόγγου κι' επιβάλουν τη σιγή στα κλαψιάρικα λαλήματα των νυχτοπουλιών!
Πολλά είν' τα τραγούδια τους. Δεν μου επιτρέπει ο χώρος εδώ για να τα γράψω. Ένα όμως απ' αυτά - το πιο αγαπητό τους, που το τραγουδούσαν πολύ παθητικά κι' έντονα ήταν η «Λελούδω». Σημειώνω λίγους στίχους:
«Πέσαν τ' απόσκια πέσανε, Λελούδω μ' στην αυλή σου
και σύ Λελούδω μ' νύχτωσες στο μύλο μην πηγαίνης,
γιατί 'ναι νιος ο μυλωνάς και σε διπλοξαγιάζεί·
σου παίρνει ξάγι* για τ' άλεσμα, και ξάγι για τεσένα,
σου κόβει τα θηλύκια σου, φιλεί τα δυό σου μάτια
και μαραγκιάζει ο κόρφος σου χαλάει το πρόσωπό σου...»
Σήμερα τ' ατελείωτα αυτά Ασπροποταμίτικα καραβάνια περιήλθον πλέον εις αφάνειαν, τα εξαφάνισεν η ρόδα. Και όμως πόσοι νοσταλγοί της εποχής εκείνης δέν θάθελαν ν' αναβιώσει το παλιό αυτό έθιμο του δια των μουλαριών ανεβοκατεβάσματος στα ειδυλλιακά βουνά της Πίνδου, του γεμάτου ρομαντισμούς με τα ξενύχτια στα περίφημα χάνια ή και ψηλότερα κοντά σε δροσερές πηγές και να τους αποκοιμίζουν στο ύπαιθρο τα πολύηχα κυπριά των φορτηγών, τυλιγμένοι στις φλοκωτές, παχειές κουβέρτες και μέσα στην ανθοβολή να δέχωνται ολονυχτίς το χαδιάρικο κι' ολόδροσο αγέρι του βουνού. Περασμένα μεγαλεία! Και πέρασαν ανεπιστρεπτί. Πως αλλάζουν οι καιροί!
Σήμερα οι ημιονικοί δρόμοι έχουν αντικατασταθεί από τους αυτοκινητόδρομους. Έλλειψαν πιά τα καραβάνια και τ' αυτοκίνητα δια της Καστανιάς ή και νοτιώτερα διά της Πύλης μεταφέρουν στο πληθυσμό κι' όλα τα χρειαζούμενα για τ' ασπροποταμίτικα χωριά. Τώρα με τη νέα αυτή συγκοινωνία δίδεται πλέον ευκαιρία σε κάθε τουρίστα η φυσιολάτρη να επισκεφθή μ' ευχέρεια τα χωριά αυτά, που οι δυο αυτοί οι δρόμοι συγκλίνουν κι' ανταμώνονται στον Αχελώο κοντά στο Γαρδίκι, στην καρδιά της Αθαμανίας γής.
Τώρα δίδεται μοναδική εύκαιρία σ' όλους τους έκδρομικούς ομίλους ν' άνεβαίνουν τα καλοκαίρια έδώ ψηλά για να θαυμάσουν τα τοπία του μαγευτικού Ασπροπόταμου. Να διασκελίσουν τις ρεματιές και ποταμάκια, που αέναα κυλούν τα κρυστάλλινα και δροσερά νερά των ανάμεσα από γραφικές κοιλάδες, από μεγαλόπρεπα φαράγγια κι' από μαγευτικές πλαγιές και σκορπούν νυχθημερίς γύρω των ατέλειωτους αρμονικούς ήχους, που προέρχονται από τα κελαρύσματα των νερών, από τα λαλήματα των πουλιών κι' από τους ποικίλους συριγμούς των ελατιών, των πεύκων και οξυών, όταν διασχίζουν τους κλώνους και τις φυλλωσιές οι άνεμοι και διατηρούν εκεί τη ζωή και το σφρίγος της παραμυθένιας Πινδαϊκής χώρας, για να αγάλλωνται, να τέρπωνται, να μεθούν κι' εντρυφούν έκεΐ, κατά την Ελληνική μυθολογία αι Μουσαι, αι Νηρηίδες και αι Αχελωίδες νύμφαι.
Πόσον ευτυχείς είναι εκείνοι που ζουν σ' αυτά τα μαγικά τοπία της Ασπροποταμίτικης γής, αλλά και πόσο θα χαρουν κι' εκείνοι που θα τους δοθή η ευκαιρία να τα επισκεφθούν.
Στο διάβα των θα θαυμάσουν τα μέρη αυτά που πλημμυρίζουν από πολύχρωμα λουλούδια, που τα σκιάζουν τ' αγριόβατα με κέδρα αγκαλιασμένα, με φτέρες και ρουπάκια. Θα μαγευθούν απ' τις πολύδροσες οξυές, απ' τα έλατα και πεύκα, που στα χαμηλώματα και ρεματιές κυλούν τα γάργαρα νερά, και στους βιρούς των βρίσκουν πάντα το καταφύγιο οι πέστροφες οι ξακουστές και θα κοιμηθούν με χαρά και άνεση κάτω απ' τους βαθείς τους ίσκιους των. Κι' όταν το λιοπύρι χαμηλά στους κάμπους και στις πόλεις κάνει τον άνθρωπο να ονειροπολεί λίγη βουνού δροσιά, αυτοί αχόρταγα θέ να ρουφουν το δροσερό αγέρι του βουνού, που δίνει ζωή και δύναμη.
Ω, πόση χαρά θα ένοιωθαν εκείνοι, που θα μπορούσαν να βρεθούν ψηλά στην «Όμορφη Ράχη» της Καστανιάς - την καλλίμορφη «Οροσελαγή» των αρχαίων, που, με τη θέα που προσφέρει και τα θαυμαστά της κάλλη, μαγεύει τον κάθε επισκέπτη...
Νάμουν πουλί να πέταγα
στήν Όμορφη τη Ράχη,
ν' αγνάντευα από εκεί
την ξακουστή Μοράβα,
να με χαϊδεύει απαλά
τ' αγέρι νύχτα μέρα,
να με κοιμίζη σαν μωρό
του πιστικού η φλογέρα.
Τι καλότυχοι θάταν εκείνοι, που θα μπορούσαν να πατήσουν τα ψηλά βασίλεια της Μπόμπας, της Ντριγκίας, της Καπαρδίτσας και Περιστεριού, της Ρόνας, του Δοκιμιού και της ονομαστής Μοράβας, όπου φωλιάζουν αγριόγιδα, τα όμορφα ζαρκάδια κι' ανθεί εκεί ο μάραθος, ο μούσχος και το τσάι.
Κι' όμως οι πρώτοι που τα πατούν εκεί ψηλά την άνοιξη σαν λειώσουνε τα χιόνια και πριν προφθάσουν ν' ανέβουν οι βλάχοι στα βουνά, είναι οι κάτοικοι που ξεχειμώνιασαν στα γύρω τα χωριά. Γυναίκες και κορίτσια σκαρφαλώνουνε στα πλάγια, ανεβαίνουν στα πατώματα των κι' εκεί μαζεύουν το πλατύφυλλο λάπατο - την τρίπληκο - και τις νόστιμες τις νάνες. Όλ' αυτά τα ξηραίνουνε και το χειμώνα σα λείπουν τα χορταρικά φκιάχνουν πίττες κι' άλλα φαγητά, ενώ οι άντρες σκορπούν με τα σκεπαρνάκια στα χέρια και το σακκούλι στον ώμο σκυμμένοι ολημερίς - ψάχνουν μέσα στους βράχους, στα κέδρα και τα σκινα και μαζεύουν το αρωματικό σαλέπι.
Κι' απ' αυτές τις βουνοκορφές τις Μαγιάτικες εκείνες ημέρες, που βρίσκονται εκεί ψηλά θαυμάζουν την ολόλαμπρη ανατολή του ήλιου, που ξεπετιέται απ' του πέλαγου τα βάθη κι' ολόλαμπρος ανέρχεται και γοητεύονται τα βραδυνά απ' το βασίλεμά του, που ταπεινά κατέρχεται στης δύσεως τα βάθη.
Αθάνατη Ελλάδα! Πόσες μας κρύβεις ομορφιές! Τις χαίρονται όμως λίγοι.
Ομορφιές στ' ασπροποταμίτικα χωριά και τοπία
Λεωνίδας Δ. Μπατόλας
Δημοδιδάσκαλος
Θεσσαλικά Χρονικά, Έκτακτος Έκδοσις 1881-1961, 1965
δελτίον της εν Αθήναις Ιστορικής και Λαογραφικής Εταιρείας των Θεσσαλών
*ξάγι = η πληρωμή που έπαιρνε ο μυλωνάς σε είδος (εξάγιον)
photo: www.kroupi.gr