Η Ιερά Μονή Βύλιζας δεν είναι το πιο εντυπωσιακό μοναστήρι της Ηπειρώτικης Γης, είναι όμως σίγουρα το πιο δυσπρόσιτο.
Χτισμένο σε ένα πλάτωμα του βουνού Κριθαριώτης, παρακλάδι του Τζουμερκιώτικου ορεινού τείχους, στο βορεινό αντέρεισμα του Ματσουκιώτικου χειμάρρου, προσεγγίζεται μέσω απόκρημνου μονοπατιού δύο χιλιομέτρων που εκκινεί λίγο πριν το βλαχόφωνο χωριό Ματσούκι. Το όνομα του τόπου, σύμφωνα με κάποιους μελετητές, προέρχεται από το λατινικό viglio- επιβλέπω-βιγλίζω ή, σύμφωνα με άλλους, από το επίσης λατινογενές δάνειο εις την αρβανίτικην, villia- χωριό. Το λατινογενές του ονόματος δεν προκαλεί έκπληξη σε έναν τόπο όπου κυριαρχούν Βλαχόφωνοι Έλληνες. Ούτε η σημασία του ονόματος προκαλεί έκπληξη, είτε ετυμολογήσουμε από το viglio, είτε από το villia. Ως βίγλα-παρατηρητήριο θα μπορούσε ακόμη και ο σύγχρονος περιηγητής να εκλάβει τον τόπο, καθώς πράγματι, η ορατότητα προς το νότο, απ’ όπου και η μόνη δυνατότητα πρόσβασης, είναι εκτεταμένη. Η εκδοχή ετυμολόγησης από το villia επίσης είναι αποδεκτή, καθώς στον τόπο υπάρχουν ακόμη και σήμερα ορατά υπολείμματα προγενέστερης αρχαίας εγκατάστασης, κάστρο (?), φρούριο (?), τειχισμένος οικισμός (?), άγνωστο.
Πότε ιδρύθηκε το μοναστήρι είναι επίσης άγνωστο. Τα σημερινά κτίρια χρονολογούνται από τον 17ο-18ο αιώνα. Η βιβλιοθήκη του, παραδόξως και παρά τη θέση του, του μεγέθους του και της απόστασης του από μεγάλα αστικά κέντρα, ήταν πλούσια. Όλα τα χειρόγραφα που βρέθηκαν στη Μονή, έχουν μεταφερθεί στην Εθνική Βιβλιοθήκη. Μεταξύ αυτών και το αρχαιότερο χειρόγραφο της Βιβλιοθήκης με προέλευση από το ξακουστό εργαστήριο της ΙΜ Ιβήρων του Αγίου Όρους που χρονολογείται από τον 14ο αιώνα.
Τρεις είναι οι ναοί που περιλαμβάνονται στο σημερινό μοναστηριακό συγκρότημα. Ο κεντρικός, το Καθολικό του μοναστηριού, αφιερωμένος στον Ευαγγελισμό της Θεοτόκου, ένα παρεκκλήσι αφιερωμένο στην Αγία Κυριακή και ο κοιμητηριακός ναός, αφιερωμένος στον Άγιο Ιωάννη τον Πρόδρομο. Εδώ, μέσα στον κοιμητηριακό ναό, και στη βάση του βορεινού τοίχου, υπάρχει μία αναπαράσταση που ξενίζει.
Ο Χάρος, αποσκελετωμένος, όρθιος στο κέντρο, πατώντας στα όρια ενός τάφου-σαρκοφάγου, αρματωμένος με τρία όπλα, σπαθί, δρεπάνι και τόξο, περιβάλλεται από τους συγγενείς του νεκρού οι οποίοι μοιρολογούν. O Χάρος στην Ορθόδοξη εικονογραφία, σπανίως εικονογραφείται. Ο Θάνατος υποδηλώνεται πολλαπλώς, αλλά με ένα και μοναδικό στόχο, την υπενθύμιση του αναπόφευκτου της έλευσής του. Η απόκτηση Μνήμης θανάτου (memento mori) είναι το ζητούμενο για κάθε πιστό. Σε πολλούς μοναστηριακούς ναούς, για παράδειγμα, η «μνήμη θανάτου» και η ματαιότητα των εγκοσμίων, τονίζεται μέσω της αναπαράστασης του Αγίου Σισώη, να θρηνεί γονατιστός πάνω στον τάφο του Μ. Αλεξάνδρου και η οποία αναπαράσταση ζωγραφίζεται συνήθως στο υπέρθυρο της κεντρικής εισόδου.
Στη Λαϊκή παράδοση βέβαια ο Χάρος προσωποποιείται. Όμως, ακόμη και σε αυτές τις περιπτώσεις, στη Ρωμαίικη Ανατολή, ο Χάρος είναι συνήθως καβαλάρης και φέρει μόνο ένα όπλο, όπως τόξο με βέλη, ξίφος, σπαθί, μάχαιρα, λόγχη, ακόντιο ή δρεπάνι.
Από πού λοιπόν εμπνεύσθηκαν οι ζωγράφοι της αναπαράστασης του «ανελεήμονα Χάρου» στη μονή Βύλιζας;
Αρχικά, κάποιοι ξένοι περιηγητές, αναγνώρισαν στην αναπαράσταση μία ομοιότητα με αναπαραστάσεις της δυτικής ζωγραφικής. Τη σκυτάλη πήρε ο Δημήτριος Καλούσιος ο οποίος εντόπισε και την πρωτότυπη εικόνα του Χάρου, την οποία πιθανόν αντέγραψαν οι ζωγράφοι, σε μία ξυλογραφία ενός βιβλίου του 1524 με συγγραφέα τον Γιούστο Γλυκό. Τα συμπεράσματα της μελέτης του τα δημοσίευσε στο βιβλίο του «Η Βυλιζα».
Ο Γιούστος Γλυκός, καταγόταν από την Κορώνη της Μεσσηνίας, πέθανε το 1522, δύο χρόνια μετά την ολοκλήρωση του μοναδικού του ποιήματος με τίτλο «Πένθος θανάτου, ζωής μάταιον και προς Θεόν επιστροφή» (1520) το οποίο εκδόθηκε το 1524, αντίγραφο του οποίου φυλάσσεται στην Εθνική Βιβλιοθήκη της Νεαπόλεως ( Χάρτινος Κώδικας ιιι Β. 27, Σελίδες 1-12). Το «Πένθος Θανάτου», είναι ένα ηθικοδιδακτικό αριστούργημα, αποτελούμενο από 632 ομοικατάληκτους κατά διστιχία δεκαπεντασύλλαβους στίχους, το οποίο αναφέρεται στο πένθος των επιζώντων για το θάνατο των αγαπημένων τους προσώπων, στη ματαιότητα των εγκοσμίων και της επίγειας ζωής και στη, μετά θάνατον, επιστροφή των ενάρετων ανθρώπων στο Θεό, ανήκει δηλαδή στην ευρεία κατηγορία των memento mori (Μνήμη θανάτου).
Ο Γιούστος Γλυκός στην πρώτη σελίδα του ποιήματός του συμβουλεύει τον εκδότη αλλά και κάθε επίδοξο ζωγράφο, πως να αποτυπώσει το Χάρο:
Το πρώτον φύλλον, πρόσεχε, άγραφον να τ’αφήσης / Και τάφον ένα δολερόν ‘ς αυτό να ζωγραφίσης
Να γέμη στιάτα ανθρωπινά και γ΄ρω ας στέκουν πλήθος / Άνδρες, γυναίκες, λυπηρά και με θλιμμένον ήθος.
Και ολίγω απάνω ας στέκεται ο Χάρος και ας βαστάζη / Των τριών λογιών τα άρματα εκείνα που μας σφάζει:
Tο δρέπανον και το σπαθί, δοξάρι με σαγίτες / Και ομπρός του ας είναι κεφαλές, και ας δείχνη ότι πατείτες.
Και στα δεξιά της εικόνας που περιγράφει προστάζει να γραφεί:
Άνθρωποι, μη θαυμάζετε, ξεύροντα ‘τ’ ειμ’ εχθρός σας;
Κ’ημέρα νύχτα πάντοτε δεν χ’ το πλευρό σας,
Με πάντα τρόπο θέλοντα χ’ τον κόσμο να σας βγάλω,
‘τι αυτού που κείτονται και αυτοί βιάζονται να σας βάλω.
Ούτως γαρ ένι πρόσταγμα και ορισμός Κυρίου,
Δια την πλάνην του Αδάμ και δόλον του θηρίου.
Η ύπαρξη αυτών των στίχων στα δεξιά της αναπαράστασης του Χάρου στη μονή Βύλιζας αποδεικνύει πέραν πάσης αμφιβολίας από πού αντέγραψαν τελικά οι Καλλαρυτινοί αδελφοί ζωγράφοι Γεώργιος και Στέργιος το 1737, έτος κατά το οποίο ιστορήθηκε ο ναός.
Όσον αφορά δε τον τίτλο «Ανελεήμων Χάρος», αυτός δεν συνάγεται από το ποίημα του Γιούστου Γλυκού, αλλά, κατά πάσα πιθανότητα, θα πρέπει να προέρχεται από την δημοτική μας ποίηση, όπως στο δημοτικό τραγούδι:
Ο Χάρος ο ανελεήμονας / Παίρνει ψυχές στον Άδη,
Παίρνει κορίτσια κι άγουρους / Παίρνει και παντρεμένες
Γυρίζοντας τα μάτια ψηλά στον τρούλο, ο Παντοκράτωρ συνοφρυωμένος επιβλέπει τα υποκάτω. Το βλέμμα του κεντράρει στο πάτωμα της εκκλησιάς, εκεί όπου οι τεχνίτες τοποθέτησαν έναν ρόδακα, κανονικό τροχό με 12 ακτίνες, σύμβολο της αέναης επανάληψης του ενιαυτού, μετρητή του Άχρονου Χρόνου, που η περιστροφική του κίνηση μετράει τους χρόνους, τους αιώνες, τις χιλιετηρίδες…..
Άθελά του ο νους ανακαλεί στη μνήμη έναν άλλο ρόδακα, αυτόν που είχε παρατηρήσει σε μία αυλή της Β. Ηπείρου ο ποιητής Βαγγέλης Ζαφειράτης σημειώνοντας στην ποιητική του συλλογή με τίτλο «Σγουρός Βασιλικός»:
«Χορταριασμένες οι αυλές./Πόρτες κλειστές,/μανταλωμένες,/ που μόνον ο Χάροντας/ τις δρασκελά/κι η Αρετή απ’ τα ξένα».
Σαΐνης Ιωάννης
Δρ. Μοριακής Βιολογίας Πανεπιστημίου Ιωαννίνων
πηγή: εφημερίδα Πρωινός Λόγος
Σάββατο Κυριακή 16-17 Ιουλίου 2022