Ο Gustav Weigand, Γερμανός εθνολόγος, επισκέφτηκε το Λιβάδι το 1886, και παρέμεινε για ένα μήνα περίπου.
Τις αναμνήσεις του και τις γλωσσολογικές του έρευνες, αποτέλεσμα αυτού του ταξιδιού, τις δημοσίευσε στο βιβλίο του Die Sprache der Olympo-Walachen που δημοσιεύθηκε το 1888 στη Λειψία. Ο Weigand κατηγορήθηκε ως όργανο της ρουμανικής προπαγάνδας. Στον 75ο τόμο του ΘΕΣΣΑΛΙΚΟΥ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟΥ δημοσιέυτηκε ένα απόσπασμα από το έργο του Weigand σε μετάφραση του Γιώργου Παπασωτηρίου.
ΤΑΞΙΔΙ ΣΤΟ ΒΛΑΧΟΛΙΒΑΔΟ ΤΗΣ ΕΛΑΣΣΟΝΑΣ (1886)
Ο ταξιδιώτης, ο οποίος έρχεται από τη Θεσσαλονίκη, ακολουθεί καλύτερα τον δρόμο του πάνω από την Κατερίνη, η οποία βρίσκεται μία ώρα μακριά από τη θάλασσα. Από εκεί, μάλιστα, οδηγεί ένας πρόσφατα ανοιγμένος δρόμος μέχρι τη μισή, περίπου, απόσταση προς το Βλαχολίβαδο, αλλά, δυστυχώς, ο δρόμος αυτός μπορεί να χρησιμοποιηθεί μόνο για λίγο, διότι λείπουν όλες οι γέφυρες των ορεινών διαβάσεων και γι’ αυτό οι ταξιδιώτες προτιμούν το παλιό μονοπάτι.
Με μία ημερήσια διαδρομή μπορεί κάποιος να φτάσει στο Βλαχολίβαδο από τη θάλασσα με ένα άλογο. Ο δρόμος στην αρχή οδηγεί στην πεδιάδα, διά μέσου ενός δάσους. Ύστερα από 3 ώρες πορεία καβάλα στο άλογο, φτάσαμε στο χάνι ενός Βλάχου και αφού διασχίσαμε μία στενή κοιλάδα, ο δρόμος πηγαίνει δίπλα σε έναν χείμαρρο με πολύ νερό που κυλάει με θόρυβο. Τον χείμαρρο αυτό πρέπει να τον περάσεις πολλές φορές με το άλογο.
Η θέα της πυκνής βλάστησης είναι, πράγματι, γοητευτική. Λεύκες, πλατάνια, θάμνοι και δενδρύλλια σχηματίζουν μία ζωηρή πρασινάδα. Σ’ αυτό το λαμπρό περιβάλλον, μπορεί κάποιος να ξεχάσει σε ποια δυστυχισμένη χώρα βρίσκεται. Όμως, μία ματιά στους συνοδούς στρατιώτες, οι οποίοι κρατούν έτοιμο στο χέρι το γεμάτο όπλο και κοιτάζουν γύρω τους με προσοχή, μήπως πίσω από την πυκνή βλάστηση ξεπεταχτεί ξαφνικά μία θανάσιμη σφαίρα είναι αρκετή να σε προσγειώσει.
Ψηλότερα το μονοπάτι ελίσσεται πάνω στα βουνά. Από το βάθος ακούγεται το κελάρυσμα του νερού. Η θέα γίνεται ξεκάθαρη. Βαθιές, σχιστές χαράδρες οι οποίες παρέχουν στους ληστές βέβαιη προστασία από τους διώκτες τους και φτάνουν έως τον Όλυμπο. Ο Όλυμπος κείται εκεί μεγαλοπρεπής και με τις απότομες γκρίζες κορυφές του υπερβαίνει σε ύψος τα γύρω βουνά. Μερικές κορυφές, πιο φωτεινές που λάμπουν χιονισμένες, προδίδουν ότι εκεί πάνω πνέει ένας άλλος άνεμος, διαφορετικός από αυτόν της κοιλάδας.
Ύστερα από πολλές ώρες φτάσαμε στο χωριό Άγιος Δημήτριος, ένα μικρό χωριό που κατοικείται από Έλληνες. Από εδώ και πέρα, το περιβάλλον αλλάζει. Το δάσος μένει πίσω. Γυμνοί βράχοι κουράζουν τα μάτια. Για τα άλογα ο δρόμος γίνεται δύσκολος. Βαδίζουν στον ελισσόμενο σαν φίδι δρόμο, σκαρφαλώνοντας στο βουνό. Παρ’ όλα αυτά, με αξιοθαύμαστη υπομονή ξεπερνούν όλες τις δυσκολίες. Πάνω ψηλά είναι μία πηγή, ονομαζόμενη Κόντουρου Μάρι (μεγάλο βουνό). Εδώ παρουσιάζεται μία εντυπωσιακή θέα. Ακριβώς πριν από εμάς, καθώς φαίνεται πολύ κοντά, βρίσκεται το Βλαχολίβαδο, πάνω σε ένα μικρά ορεινό ύψος, σαν να είναι κολλημένο στους βράχους. Με τα καθαρά, κυρίως διώροφα και με επικλινείς στέγες σπίτια, δημιουργεί μία πολύ εντυπωσιακή εικόνα. Βλέπεις αμέσως, όπως είχα την ευκαιρία από άλλη άποψη να παρατηρήσω, ότι εκεί πρέπει να κατοικεί ένας διαφορετικός λαός.
Μία στενή και επικίνδυνη ατραπός οδηγεί σε μία ώρα στο Βλαχολίβαδο. Τα στενά δρομάκια του χωριού είναι λιθόστρωτα. Κάθε σπίτι έχει την αυλή του που περιβάλλεται με έναν ψηλό τοίχο, ο οποίος έχει μία μικρή θύρα που οδηγεί στο εσωτερικό. Επίσης στα καγκελωτά παράθυρα, τα οποία βλέπουν προς την πλευρά του δρόμου, βλέπεις, όχι μία φορά μόνο στο εσωτερικά του τόπου, ότι οι κάτοικοι δεν νοιώθουν ασφαλείς από τις ληστρικές επιθέσεις. Διότι, παρά την παρουσία μιας στρατιωτικής δύναμης στον τόπο, συμβαίνει να εισχωρούν οι ληστές μέχρι το κέντρο της περιοχής, να απαγάγουν ανθρώπους και να τους απελευθερώνουν μόνο μετά από πληρωμή σημαντικού χρηματικού ποσού,
Ο φόβος από αυτήν την πληγή της χώρας είναι τόσο μεγάλος, ώστε τα τελευταία χρόνια δεν έχει τολμήσει κανένας να καλλιεργήσει τα αμπέλια του, τα οποία βρίσκονται στην κοιλάδα. Κανένας από τους πιο καλοστεκούμενους δεν ήθελε να με συνοδεύσει στις μικρές μου εκδρομές. Μόνο όποιος δεν έχει να χάσει τίποτα μπορεί να κινηθεί εδώ ελεύθερα. Εάν ένας πλούσιος είναι αναγκασμένος να κάνει ένα ταξίδι, το κάνει είτε καλά οπλισμένος είτε ταξιδεύει νύχτα, παρά την επικινδυνότητα του δρόμου, διότι ο κίνδυνος τη νύχτα θεωρείται μικρότερος.
ΘΡΥΛΟΣ ΚΑΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ ΤΟΥ ΒΛΑΧΟΛΙΒΑΔΟΥ
Πριν από πολλά χρόνια, ένας αγρότης στη Ρούσα απόχτησε μία φοράδα, στην οποία έδινε περισσότερα χτυπήματα και λιγότερο σανό να τρώει. Μια φορά, όταν αυτή ήταν έγκυος, το αφεντικό την ξαναχτύπησε και αυτή του ξέφυγε και πήγε σε ένα δάσος, Έτσι το αφεντικό την έχασε από τα μάτια μου. Μετά από ένα χρόνο, ο αγρότης αυτός αποφάσισε να κάνει ένα ταξίδι. Καθώς πήγαινε έχασε τον δρόμο του και χάθηκε μέσα στο ίδιο μεγάλο δάσος. Ξαφνικά, τότε, είδε ένα άλογο και πίσω του ένα πουλαράκι που έτρεχε. Ακολούθησε τα δύο ζώα μέχρι που έφτασε σε μία πηγή. Καθώς πλησίασε, είδε με μεγάλη του χαρά ότι το άλογο αυτό ήταν η φοράδα του. Επειδή του άρεσε η περιοχή, έκτισε εκεί μία καλύβα, έφερε την οικογένειά του και έμειναν εκεί. Σιγά-σιγά, με τον καιρό, ήρθαν και άλλοι άνθρωποι και έμειναν εκεί, μέχρι που στο τέλος προέκυψε ένα μεγάλο χωριό.
Αυτά αναφέρει ο θρύλος, αλλά ας ακούσουμε περαιτέρω τι διηγείται η παράδοση.
Πριν από 400 χρόνια, οι κάτοικοι 16 χωριών της πεδιάδας, από τον φόβο των ληστών, έφυγαν προς το βουνό κι εκεί ίδρυσαν το Βλαχολίβαδο. Εγώ μπόρεσα να εντοπίσω τα ονόματα 10 χωριών και να τα σημειώσω εδώ. Είναι τα εξής: Βένια, Τσαμάσου, Βαρνάς, Ρούσα, Δημόκα, Μαρούλη, Παλαιόκαστρο, Καρδαρίε, Πασαλή και Τριαντάφυλλος. Τα περισσότερα βρίσκονται σε μία απόσταση από μισή μέχρι 3 ώρες μακριά από το Βλαχολίβαδο, στην κοιλάδα του Βούλγαρη. Τα ονόματα αυτά διατηρήθηκαν μόνο στην παράδοση, αλλά στη θέση των χωριών αυτών μόλις που διακρίνονται ίχνη.
Ας σταθούμε απέναντι στα ιστορικά γεγονότα. Τον 15ο αιώνα, δηλαδή πριν από 400 χρόνια, η Θεσσαλία, υπό την εξουσία των Οθωμανών, είχε ταλαιπωρηθεί από τους προαναφερόμενους ληστές. Οι τάξεις των κατεχόντων περιουσία, οι οποίοι ήταν οι Τσιντσάροι (Κουτσόβλαχοι) απέβλεπαν σε μεγαλύτερη ασφάλεια. Έτσι αποφάσισαν να ενωθούν περισσότεροι και να ανέβουν στο βουνό, όπου ήταν πιο ασφαλείς παρά στην πεδιάδα. Το Βλαχολίβαδο έγινε ένα δυσκολοπλησίαστο μέρος, διότι υπήρχε πρόσβαση μόνο μέσω στενών μονοπατιών, τα οποία δεν μπορούσαν να περάσουν τροχοφόρα. Σε τέτοιες περιοχές βρίσκονται και η Σαμαρίνα, η Νέβεσκα [Νυμφαίο της Φλώρινας], η Βλαχοκλεισούρα [της Καστοριάς] και άλλοι οικισμοί!
Όχι μία φορά αλλά σταδιακά πήγαν οι Βλάχοι προς εκείνους τους τόπους και επι-πλέον στην πιο πρόσφατη εποχή, ο πληθυσμός του Βλαχολίβαδου αυξήθηκε με τους κατοίκους του Νεοχωρίου, το οποίο ακόμα ο W. M. LEAKE (1810) το υπολογίζει με 20- 30 σπίτια, ενώ εγώ εκεί βρήκα μόνο λιθοσωρούς. Εφόσον οι κάτοικοι των 16 οικισμών είναι ενωμένοι, πρέπει να περιμένουμε ο πληθυσμός του Βλαχολίβαδου να ήταν μεγαλύτερος από 3.000-4.000, όπως είναι τώρα.
Είναι, επίσης, βέβαιο ότι ο αριθμός των κατοίκων στην αρχή αυτού του αιώνα (19ου) υπήρξε μεγαλύτερος και έφτανε τις 8.000 τουλάχιστο. Ο W. M. LEAKE αναφέρει ότι υπήρχαν 800 σπίτια, εγώ βρήκα 560. Τώρα είναι γνωστό ότι η εκκλησία που βρίσκεται στο ακρότατο σημείο του οικισμού, χτισμένη πριν από 250 τουλάχιστο χρόνια, προηγουμένως βρισκόταν στο κέντρο του. Σε μερικές θέσεις, κάτω από τα ερείπια των σπιτιών, μεταξύ άλλων είδα, επίσης, και ερείπια ενός νερόμυλου. Με δεδομένο, επίσης, ότι τα σπίτια που βρίσκονταν πολύ ψηλά, σε καμία περίπτωση δεν ήταν νεότερης κατασκευής και, επομένως, δεν υπήρξε κάποια μετακίνηση προς τα πάνω, είναι δικαιολογημένη μία παραδοχή ότι το Βλαχολίβαδο είχε, παλιότερα, διπλάσια έκταση και φυσικά διπλάσιους κατοίκους.
Μία μαζική έξοδος έγινε μεταξύ των ετών 1820 και 1830, διότι, κατά τη διάρκεια του απελευθερωτικού πολέμου, οι περιοχές εδώ έπαθαν πολλά. Οι περισσότεροι κάτοικοι στράφηκαν προς τη Θεσσαλονίκη και την Κατερίνη, όπου σήμερα (1886) ζουν περισσότεροι Λιβαδιώτες από το ίδιο το Βλαχολίβαδο.
Γι’ αυτό, δηλαδή, οι Βλάχοι του Ολύμπου περισσότερο κατοικούσαν στα νότια, στη θεσσαλική πεδιάδα. Αυτό το αποδεικνύει, επίσης, το γεγονός ότι πολλοί από αυτούς ήταν ιδιοκτήτες, πριν από αιώνες, τσιφλικιών τα οποία ανήκαν στην οικογένεια τους. Ένας, μάλιστα, από αυτούς κατέχει όχι λιγότερα από 7 τσιφλίκια, τα οποία καλλιεργούνται από τον ελληνικό αγροτικό πληθυσμό.
Η γλώσσα, επίσης, αποδεικνύει ότι οι Βλάχοι της Πίνδου και αυτοί του Ολύμπου θα πρέπει κάποτε να κατοικούσαν μαζί. Αφού ήρθαν εδώ από τα βουνά, κυριαρχούσαν, για μεγάλο χρονικό διάστημα, στη γη της πεδιάδας και μετά, τον 15ο αιώνα ανέβηκαν ξανά στα βουνά, εν μέρει βορειοανατολικά στον Όλυμπο και εν μέρει δυτικά προς την Πίνδο.
ΑΡΙΘΜΟΣ ΚΑΙ ΕΞΑΠΛΩΣΗ ΤΩΝ ΒΛΑΧΩΝ ΤΩΝ ΟΛΥΜΠΟΥ
Στον Όλυμπο υπάρχουν ακόμα σήμερα (1888) 3 βλάχικοι οικισμοί Ο κύριος οικισμός είναι το Βλαχολίβαδο, με 560 σπίτια. Τον χειμώνα ο πληθυσμός του ανέρχεται στις 2.000 ψυχές. Το καλοκαίρι φθάνει τις 3000, διότι, τη θερμή εποχή του έτους οι Λιβαδιώτες που έχουν μετοικήσει στην παραλία, στην παλιά τους πατρίδα, προτιμούν να γυρίσουν για λίγο καιρό, ώστε να αποφύγουν τη μεγάλη ζέστα και τον πυρετό του καύσωνα. Πάνω στα βουνά φυσάει, πάντοτε σχεδόν, ένας κρύος και δροσερός αέρας και 5 πηγές (Σάλτσι, Τσοροσόν (Χοροστάσι), Πολέζο, Πιπίκα και Γκουλιβράγκα) δίνουν άφθονο και δροσερό νερό.
Δύο ώρες ανατολικώς του Βλαχολίβαδου βρίσκεται ο Κοκκινοπλός με 1.200 κατοίκους οι οποίοι ασχολούνται κυρίως με την ύφανση μάλλινων ειδών. Στο σχολείο απασχολείται ένας δάσκαλος.
Ο πιο μικρός οικισμός είναι η Φτέρη, Φεάρικα στα βλάχικα, 3 ώρες βορειοανατολικά του Βλαχολίβαδου. Περιβάλλεται τελείως από δάση και έχει 300 κατοίκους οι οποίοι όμως τον χειμώνα διαμένουν στην Καρίτσα, κοντά στην Κατερίνη. Οι περισσότεροι κάτοικοι ασχολούνται με την κοπή καυσόξυλων, τα οποία μεταφέρουν με μουλάρια και άλογα, και εφοδιάζουν τους μεγαλύτερους γειτονικούς οικισμούς.
Οι περισσότεροι Βλάχοι του Ολύμπου κατοικούν σε οικισμούς με ανάμεικτους κατοίκους ειδικά στην Κατερίνη με 1.500, στη Θεσσαλονίκη με 3.000 τουλάχιστο, και στα Σερβία, με 2.000 περίπου Βλάχους Σχετικά με άλλους οικισμούς επειδή δεν τους επισκέφθηκα, μου λείπουν ακριβή στοιχεία. Το πόσο λίγο μπορεί να στηριχθεί κάποιος σε πληροφορίες το δείχνει το μικρό έργο του Popolian. Σύμφωνα με αυτό, η Φτέρη είχε 2000 κατοίκους ο Κοκκινοπλός 3.000 και το Λιβάδι 10.000, δηλαδή όλα μαζί 15.000 κατοίκους όταν στην πραγματικότητα αυτοί είναι 4.500. Υπολογίζοντας όλους τους Βλάχους του Ολύμπου συνολικά, είναι σίγουρα 15.000, περισσότεροι ή λιγότεροι, αν σκεφθούμε ότι ακόμα πολλοί από αυτούς ζουν στη Θεσσαλία.
ΑΠΑΣΧΟΛΗΣΗ ΚΑΙ ΧΑΡΑΚΤΗΡΑΣ ΤΩΝ ΒΛΑΧΩΝ ΤΟΥ ΟΛΥΜΠΟΥ
Αναφέρθηκε ήδη ότι οι Βλάχοι, γενικώς, σχηματίζουν 3 χωριστές ομάδες. Η σημαντικότερη ομάδα είναι των εμπόρων, οι οποίοι στα ξένα, συχνά, αποκτούν σημαντική περιουσία και μετά επιστρέφουν στην πατρίδα τους ή τουλάχιστο μένουν σ’ αυτήν μόνο το καλοκαίρι. Στο Βλαχολίβαδο, ειδικά, η ομάδα αυτή είναι πολυάριθμη και γι’ αυτό ο οικισμός θεωρείται από κάθε άποψη πλούσιος. Πολλοί από τους εμπόρους είναι κάτοχοι ενός τσιφλικιού, χωρίς να απασχολούνται οι ίδιοι με τη γεωργία, οπότε δεν μπορεί να πει κάποιος ότι οι Κουτσόβλαχοι ανήκουν στην τάξη των γεωργών, έστω και αν ασχολούνται, περιστασιακά, με τους αγρούς.
Τη δεύτερη ομάδα αποτελούν οι χειροτέχνες. Οι υφαντές, οι οποίοι υποστηρίζονται δραστικά από τις γυναίκες τους, έχουν μία ιδιαίτερη και καλή φήμη. Όλοι οι αρτοποιοί και οι περισσότεροι ξενοδόχοι της Θεσσαλονίκης είναι Λιβαδιώτες.
Η Τρίτη ομάδα αποτελείται από τους κυρατζήδες (αγωγιάτες) και τους βοσκούς. Οι κυρατζήδες κατοικούν στη Φτέρη και οι βοσκοί, που κατοικούν στον Όλυμπο, είναι αριθμητικά λιγότεροι. Οι περισσότεροι βρίσκονται την Πίνδο.
Το Βλαχολίβαδο είναι ή έδρα του επισκόπου της Πέτρας. Εκτός από τον επίσκοπο, είναι εδώ και 8 κληρικοί οι οποίοι ικανοποιούν τις θρησκευτικές ανάγκες σε περισσότερες από 100 εορταστικές ημέρες. Στο απομακρυσμένο μισή ώρα μοναστήρι [της Αγίας Τριάδας], το οποίο είναι εκεί περισσότερο από 350 χρόνια, εγκαταβιώνουν 2 μοναχοί. Όλοι οι κληρικοί, εκτός από τον επίσκοπο, είναι Βλάχοι. Στο σχολείο υπηρετούν 3 δάσκαλοι και μία δασκάλα, οι οποίοι, με τη βοήθεια των κληρικών, προσπαθούν πολύ να διαπαιδαγωγήσουν τους μαθητές. Στα παιδιά απαγορεύεται, με τιμωρία, να μιλούν στο σχολείο τη μητρική τους γλώσσα. Στα παιχνίδια και μέσα στην οικογένεια, αντιθέτους άκουσα τα παιδιά να μιλούν βλάχικα. Επίσης και οι γυναίκες μιλούν, σχεδόν αποκλειστικά, τη μητρική τους γλώσσα, μολονότι καταλαβαίνουν τα ελληνικά. Οι άνδρες αντιθέτους, μεταξύ τους συνομιλούν ελληνικά και το αγαπούν αυτό. Ακόμα και όταν μιλούν βλάχικα, τους αρέσει να ανακατεύουν ελληνικές λέξεις και να τοποθετούν στα ρήματα βλάχικες καταλήξεις Όσον αφορά στις πεποιθήσεις τους οι Λιβαδιώτες είναι θερμοί υποστηρικτές των ελληνικών ιδεών και θα ήθελαν διακαώς να είναι ενωμένοι με την Ελλάδα.
Με αυτή την κατάσταση των πραγμάτων, είναι βέβαιο ότι με τις προσπάθειες των πνευματικών ανθρώπων και του σχολείου, σε μία εποχή όχι πολλή μακρινή, επιτεύχθηκε ο περιορισμός στη χρήση της διαλέκτου, όπως έγινε και στην περιοχή του Ζαγορίου, βορείως των Ιωαννίνων, ειδικώς μέσω του ένθερμου ζήλου του μοναχού Κοσμά [του Αιτωλού], κατά τον προηγούμενο [18ο αιώνα].
Επίσης τα παλιά βαφτιστικά ονόματα, όπως Κόντω, Μαρούσιω, Ντόντος (Θεόδωρος), Κρουστάλλω, Κίτσα, Θώμω κ.λπ. είναι πλέον σπάνια, ιδίως στα δημοτικά τραγούδια. Περισσότερο αυτά παραγκωνίζονται στα ελληνικά ερωτικά τραγούδια. Στο σχολείο ακούγονται συχνά και γερμανικές μελωδίες με ελληνικά κείμενα, π.χ. Έχω δώσει τον εαυτό μου, Όταν εσύ έχεις ακόμα μία μητέρα, Ποιος θέλει κάτω τους στρατιώτες, Τώρα ορκίσου, Αγαπημένη μου γη της πατρίδας, κ.λπ.
Ο χορός είναι περισσότερο συρτός. Οι άνδρες σχηματίζουν μία σειρά και οι γυναίκες επίσης, και με εναλλασσόμενα τραγούδια βαδίζουν με τάξη, έχοντας τοποθετήσει τα παιδιά σε έναν ιδιαίτερο κύκλο. Οι πρώτοι σε κάθε κύκλο δείχνονται με πολύ ζωηρή κίνηση προς τα έξω. Τα τραγούδια παράλληλα είναι, όπως τα τουρκικά, εντελώς μονότονα.
Από την πλευρά του χαρακτήρα, οι Βλάχοι είναι συντηρητικοί, επιφυλακτικοί και δύσπιστοι, αλλά πολύ έντιμοι. Υπάρχει μία αυξανόμενη τάση για οικονομία, η οποία φτάνει σχεδόν στη φιλαργυρία. Η φιλοξενία είναι ιερό καθήκον, όπως για τους άλλους λαούς της Τουρκίας. Στην καθαριότητα, μετριοπάθεια και αυστηρότητα των ηθών υπερτερούν των άλλων Ελλήνων. Η δεισιδαιμονία, όπως παντού, είναι και εδώ έντονα αναπτυγμένη. Η βροντερή αστραπή είναι ο Διάβολος. Όταν πέφτει ένα αστέρι με ουρά, τότε ένας αιχμάλωτος των ληστών τους ξεφεύγει. Το φίδι και η κουκουβάγια σημαίνουν δυστυχία και κατάρα: σι κ΄ντ΄ κουκουβάια πρι στριά/χ΄ (η κουκουβάγια πρέπει να κράξει από τη στέγη προς τα κάτω).
Από την πλάτη του αρνιού προβλέπει κάποιος πολλά πράγματα: αν βρεθούν στίγματα σε ένα βαθούλωμα, χάνεται ο άνδρας. Αν φανεί μία γραμμή, θα πεθάνει ένα παιδί της οικογένειας Εάν η γραμμή είναι από την άλλη πλευρά, θα πεθάνει κάποιος από τους συγγενείς. Περαιτέρω έρευνα θα δείξει αν νικήσουν οι ειδωλολάτρες τους χριστιανούς ή αντιστρόφως και άλλα παρόμοια.
Το παραπάνω κείμενο δημοσιεύθηκε σε συνέχειες στη πολύ ενδιαφέρουσα σελίδα στο Facebook του κ. Ιωάννη Τζατζαλιάρη Γαζέτη: Βλαχολείβαδο του Ολύμπου
Η φωτογραφία είναι της Rita Kakany που έχει δημιουργήσει την εξαιρετική σελίδα Το Λιβάδι με άλλο μάτι-Livadi hegyi falu