Τα εκκλησιαστικά μνημεία του Περιβολίου

Περιβόλι, το καθολικό της υστεροβυζαντινής Μονής του Αγίου Νικολάου Στο Περιβόλι και στην περιοχή του υπάρχουν σήμερα εννέα ναοί. Απ’ αυτούς μόνο δύο διατηρούνται στην αρχική τους μορφή. Πρόκειται για τον καθεδρικό Ναό του Αγίου Γεωργίου και το πρόσφατα αναστηλωμένο καθολικό της υστεροβυζαντινής Μονής του Αγίου Νικολάου . Όλοι οι άλλοι ναοί του οικισμού (Άγιος Παντελεήμονας -κτίστηκε αρχικά το 1703-, η Αγία Παρασκευή, ο Άγιος Αθανάσιος, ο Προφήτης Ηλίας, ο Άγιος Σωτήρας) μαζί με το ερημωμένο και λεηλατημένο καθολικό της Μονής της Αγίας Τριάδος (σώζεται επιγραφή με ένδειξη 1729) χρονολογούνται μετά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο καθώς όλοι τους καταστράφηκαν κατά την πυρπόληση του χωριού από τους Γερμανούς το 1943.



Ο νεόδμητος ναός της Τη δεκαετία του 1990 ανεγέρθη στην τοποθεσία «πάδες» με δωρεά των Περιβολιωτών Γιωργούλα Λαΐτσου και Τακούλη Μπαλαμώτη ο Ναός της Κοιμήσεως της Θεοτόκου. Ελάχιστες είναι οι πληροφορίες που σώζονται για τις κατεστραμμένες σήμερα Μονές του Οσίου Λουκά (στην τοποθεσία «παλιομανάστρι») και του Οσίου Ναούμ (στην τοποθεσία «πάντεα αλ Καρακώστη»). Τα αναθηματικά παρεκκλήσια των Αγίων Αναργύρων (στην τοποθεσία «περιοχή») και των Ταξιαρχών (στους Λαϊτσαίους) καταστράφηκαν με την πυρπόληση του οικισμού απ’ τους Ναζί τον Οκτώβριο του 1943. Ό, τι σώθηκε από αυτούς τους ναούς, εάν δεν κατέληξε σε κάποια αποθήκη της Μητροπόλεως Γρεβενών, έχει χαθεί. Κατά τη δεκαετία του 1960/70 εκλάπησαν το σύνολο των φορητών εικόνων από το καθολικό της Μονής του Αγίου Νικολάου. Την τελευταία δεκαετία του 20ου αιώνα έμελλε να μην έχει καλύτερη τύχη και το μοναδικής τεχνοτροπίας επίχρυσο ξυλόγλυπτο τέμπλο του ίδιου θρησκευτικού μνημείου. Ωστόσο την ίδια περίοδο πραγματοποιήθηκαν κι οι εργασίες αναστήλωσης-αποκατάστασης του μνημείου.
Η ιστορία των ναών αυτών είναι άμεσα συνδεδεμένη με την οικιστική και οικονομική κατάσταση στο συγκεκριμένο χώρο και μπορεί να ανασυσταθεί μέσω λίγων, σποραδικών ειδήσεων. Εντάσσεται με λίγα λόγια στο πλαίσιο και στη συνάφεια των ιστορικών γεγονότων κι εξελίξεων, που έλαβαν χώρα στις ευρύτερες ιστορικές περιοχές της Ηπείρου και της Άνω Μακεδονίας. Το μόνο μνημείο που μας επιτρέπει σήμερα μια πληρέστερη αναπαράσταση της εικόνας του παρελθόντος του είναι ο ναός του Αγίου Γεωργίου, ο οποίος σώζεται μέχρι σήμερα σε συγκριτικά καλύτερη κατάσταση. Ωστόσο, παρά το γεγονός ότι ο ναός δεν πυρπολήθηκε από τους Ναζί το 1943, λεηλατήθηκε αρκετές φορές με αποτέλεσμα να χαθεί το σύνολο σχεδόν των αφιερωμάτων, κωδίκων κι εγγράφων που μαρτυρούνται προφορικά. Κι αν όχι η αδιαφορία, η άγνοια κι ο ερασιτεχνισμός των αρμοδίων ευθύνεται για την καταστροφή ενός σημαντικού μέρους των τοιχογραφιών του κατά τη δεκαετία 1980-90. Σήμερα ολοκληρώνονται οι εργασίες αποκατάστασης του κελύφους του ναού. Παραμένει ωστόσο σε εκκρεμότητα κι επιτακτική η ανάγκη για την εκπόνηση μελέτης για την υλοποίηση των εργασιών συντήρησης-αποκατάστασης του τέμπλου και του εικονογραφικού διακόσμου του ναού.

Ο Καθεδρικός Ναός του Αγίου Γεωργίου Περιβολίου

Ο Ναός του Αγίου Γεωργίου είναι κτισμένος στην τοποθεσία «περιοχή» στο κέντρο του οικισμού. Ήταν η έδρα του Εξάρχου της Αρχιεπισκοπής Αχρίδας για ευρύτερη περιοχή έως την άρση της αυτοκεφαλίας της και την υπαγωγή της στο Οικουμενικό Πατριαρχείο. Η σημερινή του μορφή συνδέεται με την ανάπτυξη τόσο του οικισμού όσο και τη διεύρυνση των οικονομικών δραστηριοτήτων των Περιβολιωτών. Οι τελευταίες ερμηνεύονται και κατανοούνται στο πλαίσιο της διασύνδεσης, δικτύωσης και συνεργασίας αυτών με τους Μετσοβίτες, Μοσκοπολεάνους και Σιπισχάνους, οικογένειες των οποίων είχαν εγκατασταθεί ήδη από τα μέσα του 17ου αιώνα αρχικά στο Βελεστίνο και στη συνέχεια στο Περιβόλι.
Ο ναός ανήκει στον τύπο της τρίκλιτης ξυλόστεγης βασιλικής με υπερυψωμένο νάρθηκα και γυναικωνίτη. Η τοιχοδομία είναι ισχυρή αργολιθοδομή με ντόπιους λίθους, πολλές φορές, όχι ιδιαίτερα επεξεργασμένους. Η τελευταία ανακαίνιση του ναού χρονολογείται, σύμφωνα με τις εντοίχιες επιγραφές στο υπέρθυρο της νότιας πλευράς του ναού, στα 1760. Ανεγέρθηκε στη θέση μικρότερου ναού, του οποίου η κτητορική επιγραφή αφαιρέθηκε κατά το Μεσοπόλεμο από τη θέση της στην εξωτερική πλευρά της κόγχης του Ιερού. Τα οικοδομικά χαρακτηριστικά του προϋπάρχοντος ναού, που διακρίνονται εξωτερικά στις κόγχες του νεότερου κτίσματος, χρονολογούνται στην υστεροβυζαντινή περίοδο. Στη νοτιοανατολική του γωνιά, στον περίβολο, βρισκόταν και το αρχικό καμπαναριό. Τον κυρίως ναό χωρίζει από τα Άγια των Αγίων επίχρυσο ξυλόγλυπτο τέμπλο με πλούσιο διάκοσμο και φορητές εικόνες. Τα φυτικά και ζωικά μοτίβα στο κάτω τμήμα είναι αναπαραστάσεις από σκηνές της Παλαιάς Διαθήκης. Στο κεντρικό τμήμα του τέμπλου τοποθετούνται οι μεγάλες φορητές εικόνες του Χριστού, της Παναγίας, του πολιούχου Μεγαλομάρτυρος Γεωργίου και του Προδρόμου. Στα παράφυλλα των εισόδων του Ιερού απεικονίζονται οι Αρχάγγελοι Μιχαήλ και Γαβριήλ. Στο επάνω τμήμα οι μικρότερες φορητές εικόνες αναπαριστούν διαδοχικά τις σκηνές από το Πάθος του Κυρίου. Στο κέντρο πάνω από το τέμπλο βρίσκεται ο Εσταυρωμένος και εκατέρωθεν περιστέρια.

Ο τοιχογραφικός διάκοσμος του ναού έχει αναπτυχθεί σε τρία επάλληλα επίπεδα διαμορφώνοντας ένα λιτό αλλά συγκροτημένο εικονογραφικό πρόγραμμα. Η τριμερής διάταξη του εικονογραφικού προγράμματος ακολουθεί τον κανόνα και περιλαμβάνει τους Αγίους, το Θεομητορικό και το Χριστολογικό κύκλο. Οι σκηνές αναπτύσσονται σε οριζόντια διάταξη, εγγράφονται σε πλαίσιο κι οι παραστάσεις μοιάζουν κατ’ αυτό τον τρόπο με πίνακες. Οι μορφές με το μέγεθος κι άλλοτε με την κίνηση ή τη στατική τους κυριαρχούν στα θέματα σε βάρος του τοπίου, προσδίδοντας ταυτόχρονα μια θεατρικότητα στο χαρακτήρα των σκηνών. Γενικά μια τάση λιτότητας στο διάκοσμο χαρακτηρίζει τα εικονογραφικά σύνολα σε αντίθεση με το πλούσιο αρχιτεκτονικό τοπίο, το οποίο προσδίδει αφενός βάθος στις παραστάσεις κι αφετέρου λειτουργεί ως σκηνικό πλαίσιο δράσης των μορφών. Τις μορφές διακρίνει η στιβαρότητα των σωμάτων, δίχως όμως να δημιουργεί δυσαρμονίες. Το πλάσιμο των προσώπων και η χρήση των χρωμάτων αποδίδουν με ρεαλισμό κι αναδεικνύουν τη διαφορετικότητα του καθενός εικονιζόμενου προσώπου. Σήμερα σώζονται τμήματα των τοιχογραφιών στη βόρεια και στη δυτική πλευρά, στο κεντρικό κλίτος του ναού, στο Ιερό, στο νάρθηκα και στο γυναικωνίτη. Οι δυτικές επιδράσεις που εντοπίζονται και πέρασαν στη μεταβυζαντινή ζωγραφική, μάλιστα μέσω και των διδασκαλιών αγιορειτών πατέρων, εντάσσονται αρμονικά στο χαρακτήρα των έργων. Τα φατνώματα είναι ξύλινα και διακοσμημένα με φυτικά χρώματα και ποικίλα αστικά μοτίβα. Στο μέσο του φατνώματος του κεντρικού κλίτους είναι τοποθετημένος ο Χριστός Παντοκράτωρ. Η ηρεμία κι η μνημειακότητα είναι έκδηλες στο σύνολο της εικονογραφίας. Τα νεωτεριστικά μπαρόκ στοιχεία κι οι παραστάσεις με τα απλά, αυτόνομα θρησκευτικά θέματα παραπέμπουν στο νεωτεριστικό πνεύμα του εμπόρου, που ευρισκόμενος στη Δύση έχει εμποτιστεί από το εκεί πνεύμα. Και σ’ αυτό στην περίπτωσή μας εδώ πρέπει να έπαιξαν ρόλο τα μέλη της αρχοντικής οικογένειας Έξαρχου, τα οποία αν κι από δεκαετίες δραστηριοποιούνταν στη Διασπορά, στα εμπορικά κέντρα της Βενετίας και της Κεντρικής Ευρώπης, διατηρούσαν ισχυρό το ρόλο τους στη διαμόρφωση και διαχείριση της τοπικής εξουσίας μέχρι τη χρονιά που καταργήθηκε το Αυτοκέφαλο της Αρχιεπισκοπής Αχρίδας.
Στο κεντρικό κλίτος δεξιά δεσπόζει ο αρχιερατικός Θρόνος και αριστερά πίσω ο άμβωνας στον οποίο οδηγεί ξύλινη σκάλα. Το δάπεδο του ναού είναι στρωμένο με βαριές λίθινες πλάκες.
Όπως προκύπτει από το επιγραφικό υλικό οι μαστόροι που έχτισαν τον ναό κατάγονταν από τη Βούρμπιανη των Ιωαννίνων. Ο τοιχογραφικός διάκοσμος θα πρέπει να αποδοθεί σε Καπεσοβίτες ζωγράφους, πράγμα που ενισχύει η αναγραφή του ονόματος κάποιου Ιωάννη Καπεσοβίτη πίσω από το τέμπλο. Αυτός ο Ιωάννης υποθέτουμε, ότι μπορεί να ταυτιστεί με τον συνονόματό του ζωγράφο, που μαζί με τον πατέρα του και τον αδερφό του Γεώργιο αγιογράφησαν αρκετά μνημεία στην περιοχή των Ιωαννίνων και του Ζαγοριού εκείνα τα χρόνια (1740-1763). Στο εργαστήρι του ίδιου Καπεσοβίτη ζωγράφου Ιωάννη γιου του Αναστάση πρέπει να αποδοθούν κι οι φορητές εικόνες του ναού. Το ξυλόγλυπτο τέμπλο, έργο Μετσοβίτη καλλιτέχνη, είναι επιχρυσμένο με υλικά που έστειλαν γι’ αυτό το σκοπό οι Περιβολιώτες έμποροι Έξαρχος, Μπένδος και Μπουικλής (τους συναντούμε από νωρίς στη Βενετία, Βουδαπέστη, Μπανάτο και Βιέννη). Από τα ελληνικά τυπογραφεία της Γαληνοτάτης προέρχονται κι όλα τα παλαίτυπα λειτουργικά βιβλία του ναού με σημαντικότερο το ποικιλμένο Ευαγγέλιο, δώρο του Παναγιώτη Βασιλείου Έξαρχου. Σε βενετσιάνικο εργαστήρι αποδίδεται και το «μπριγιάκι», η σημαία, του Αγίου Γεωργίου σύμφωνα με την επιγραφή ΕΝΕΤΙΗΣΙΝ, χρονολογημένο με βάση τα τεχνοτροπικά του χαρακτηριστικά στα τέλη του 17ου αιώνα (δωρεά της σπαχήδικης οικογένειας των Βράκα). Σε επιγραφή στο ασημένιο κάλυμμα της εικόνας του αγίου Γεωργίου αναφέρεται ελληνιστί ο δωρητής τσέλιγκας Βαρδούλης στα 1860. Το σύνολο του επιγραφικού υλικού (κτητορικές, παρακλητικές, αφιερωματικές, ονομασίες αγίων) είναι στην ελληνική γλώσσα. Σε λειτουργικά βιβλία του 18ου αιώνα είναι γραμμένα από συγχρόνους στην ελληνική διάφορα σημειώματα που αναφέρονται σε γεγονότα εκείνης της περιόδου. Εκτός από τα παλαίτυπα σώζονται σε καλή κατάσταση λειτουργικά αντικείμενα από τον 18ο αιώνα.
Τον αυλόγυρο του ναού περιβάλει ο πέτρινος περίβολος της «περιοχής». Εδώ βρίσκονταν και το κοιμητήριο του χωριού έως και το Μεσοπόλεμο. Στην ανατολική πλευρά του ναού παράλληλα προς το Ιερό βρέθηκαν πρόσφατα κι οι τάφοι του ιερατείου.
Οι ανασκαφικές εργασίες με αφορμή την αποκατάσταση του ναού έφεραν στο φως ενδιαφέροντα στοιχεία, τα οποία μας επιτρέπουν να υποθέσουμε πιθανές αναπαραστάσεις της προϋπάρχουσας κατάστασης του δομημένου χώρου στην «περιοχή». Προς το παρόν όμως οι μόνοι μάρτυρες του παρελθόντος και του παρόντος, τα αιωνόβια πλατάνια στην «περιοχή αη γιόργη», παραμένουν δροσεροί μα σιωπηλοί κι αμίλητοι θεατές.

Στέργιος Λαΐτσος

 

Αναζήτηση