«Η Μοσχόπολις δύναται να καυχηθή, ότι έσχεν … άντρας λογίους, οίτινες διά της φιλεργίας αυτών και των συγγραφών ουκ ολίγον συνετέλεσαν εις την ανύψωσιν της αγωγής του υπό των τυράννων δυναστευομένου ελληνικού έθνους… ακμάζοντα ελληνικά σχολεία, ίδρυμα ανωτέρας εκπαιδεύσεως, ιδρυθέν τω 1774 υπό το όνομα Νέα Ακαδημία δηλούσι τας προόδους της πόλεως»1 . Αυτή είναι η εικόνα της Μοσχόπολης, έτσι όπως παραδίδεται στις σελίδες του Νέου Ελληνομνήμωνα του 1913 από τον Σπυριδώνα Λάμπρου, διαπρεπή Έλληνα ιστορικό και καθηγητή του Πανεπιστημίου των Αθηνών.
Η Μοσχόπολη ή Βοσκόπολη (αλβ. Voskopojë), χωριό σήμερα της Βορείου Ηπείρου, βρίσκεται σε υψόμετρο 1.200 μέτρων, περίπου 20 χιλιόμετρα βορειοδυτικά της Κορυτσάς2 .
Στο απόγειο της ακμής της έφτασε τον 18ου αιώνα, μετά τις επιτυχημένες εμπορικές δραστηριότητες που είχαν τα μέλη της στα πλέον πολυδύναμα οικονομικά κέντρα της Κεντρικής Ευρώπης, μετά τις υπογραφές των συνθηκών του Κάρλοβιτς και του Πασσάροβιτς. Ο οικονομικός της πλούτος προκάλεσε ζωηρή πνευματική κίνηση στην πόλη.
Στη Μοσχόπολη λειτουργούσε ελληνικό σχολείο πριν το 17003 . Το σχολείο πρόσφερε υψηλού επιπέδου υπηρεσίες στους μαθητές του, όπως προκύπτει από τα ονόματα των δασκάλων που εργαστήκαν σε αυτό4 . Στο εν λόγω σχολείο διδάσκονταν φιλοσοφία, λογοτεχνία, μαθηματικά και φυσικά η ελληνική γλώσσα5 . Το 1700 ο μοναχός Χρύσανθος ο Ηπειρώτης6 , το 1724 ο Νικόλαος Στυγνής και τέλος το 1734 ο Ιωάννης Χαλκέας αναδείχτηκαν στην κοινωνία της Μοσχόπολης και αναγνωρίστηκαν από τους κατοίκους της ως σπουδαίοι δάσκαλοι του σχολείου της. Ο τελευταίος μάλιστα, λόγιος και ιερέας από την Μοσχόπολη, βαθύς μελετητής της αριστοτελικής φιλοσοφικής σκέψης, διετέλεσε σχολάρχης του Φλαγγινιανού Φροντιστηρίου στο διάστημα 1694-1703 και 1710-1718 καθώς και ιεροκήρυκας της ελληνορθόδοξης εκκλησίας του Αγίου Γεωργίου στη Βενετία.
Τον Ιωάννη Χαλκέα διαδέχτηκε ο Καστοριανός Σεβαστός Λεοντιάδης7 . Άνθρωπος με βαθιά και ουσιαστική μόρφωση, ο οποίος είχε σπουδάσει φιλοσοφία και φιλολογία στην Πάδοβα, μαθητής του Μεθόδιου Ανθρακίτη, κατόρθωσε να δώσει ανανεωτική πνοή στο σχολείο της πόλης, ένα σχολείο που άρχιζε σταδιακά να λειτουργεί ως φυτώριο ανώτερης μόρφωσης και διδασκαλίας. Η διδασκαλία του Λεοντιάδη βρισκόταν σε καταφανή αντίθεση από αυτή του προκατόχου του. Αμφισβητώντας τις αρχές του αριστοτελισμού και διαθέτοντας μια ροπή προς τον πλατωνισμό, η παρουσία των δύο ανδρών στην Μοσχόπολη, την περίοδο της ακμής της, συμπίπτει με μια βαθύτατη φιλοσοφική διαφοροποίηση. Η μετονομασία του σχολείου της πόλης άλλωστε σε Νέα Ακαδημία ήταν ενδεικτική της πλατωνικής διάθεσης του διευθυντή της. Η αρχή της αριστοτελικής αυθεντίας, που ίσχυε έως τότε, η πιστή εφαρμογή των σχολαστικών μεθόδων της, που ακολουθούνταν στα περισσότερα σχολεία του τουρκοκρατούμενου ελληνικού χώρου, φαίνονταν ότι δεν είχαν καμία θέση στην Ακαδημία της Μοσχόπολης.
Ωστόσο, εκείνο που είναι σημαντικό στη μελέτη της πνευματικής κίνησης, που παρατηρήθηκε τότε, είναι το γεγονός ότι αυτή υπήρξε το αποτέλεσμα ενός πλέγματος παραγόντων που ξεκινούσαν από τον μυθικό πλούτο, που κατόρθωσε να συγκεντρώσει η πόλη και επεκτείνονταν στις προοδευτικές κοινωνικές και πολιτικές δομές που ανέπτυξε στους κόλπους της. Στα μέσα του 18ου αιώνα το αίτημα για παιδεία προβλήθηκε επιτακτικότερα από ποτέ και η ανάγκη ίδρυσης μιας ανώτερης σχολής φάνηκε να παίρνει σάρκα και οστά κάτω από την άοκνη προσπάθεια του Πατριάρχη της Πρώτης Ιουστινιανής Αχριδών, Ιωάσαφ8 . Είχε ήδη, από το 1744, μετονομασθεί το σχολείο της Μοσχόπολης σε «Νέα Ακαδημία»9 , εξαιτίας του υψηλού επιπέδου σπουδών που προσέφερε, μετά, όμως, από εισήγηση του διευθυντή της, Σεβαστού Λεοντιάδη, αναγνωρίσθηκε από όλους η ανάγκη να χτισθεί ένα κτίριο, ανάλογο της φήμης και του κύρους που διέθετε η σχολή. Το 1750 εγκαινιάστηκε το νέο κτήριο, το οποίο πλέον δεν ονομαζόταν «Νέα Ακαδημία», αλλά «Ελληνικό Φροντιστήριο»10 και είναι γεγονός ότι προσέφερε στους μαθητές του ένα πρόγραμμα μαθημάτων τέτοιο που λίγα σχολεία σε ολόκληρη τη βαλκανική μπορούσαν να προσφέρουν. Οι πλούσιες συντεχνίες της πόλης ανέλαβαν όχι μόνο τη συντήρηση της σχολής εξ’ ολοκλήρου, αλλά και την πληρωμή των δασκάλων της, καθώς και τα έξοδα των λογίων που καλούνταν από το εξωτερικό για να διδάξουν σε αυτή11 .
Η βιβλιοθήκη που διέθετε περιείχε πολλά και σπουδαία χειρόγραφα και βιβλία και ήταν μια από τις πλέον μεγάλες και φημισμένες ανάμεσα σε όλες τις πόλεις της Νοτιοανατολικής Ευρώπης. Τέλος, από τα πιο σημαντικά ιδρύματα που χτίστηκαν τότε στην πόλη, ήταν το τυπογραφείο της. Αν και η ακριβής χρονολογία της λειτουργίας του δεν είναι απόλυτα εξακριβωμένη, εγκαινιάστηκε ανάμεσα στο 1720-1730 και λειτούργησε μέχρι την καταστροφή της πόλης το 1769, εκείνο που είναι βέβαιο είναι ότι επρόκειτο για ένα τυπογραφείο τα τυπογραφικά στοιχεία του οποίου ήταν όλα στην ελληνική γλώσσα και ήταν το δεύτερο τυπογραφείο σε ολόκληρη την Οθωμανική επικράτεια, με πρώτο εκείνο της Κωνσταντινούπολης 12 . Το τυπογραφείο λειτούργησε μοναδικά ως όργανο παιδείας, πολιτισμού και θρησκευτικο-εθνικής επίδρασης. Η εκκλησία, η Αρχιεπισκοπή Αχριδών και η Μονή του Οσίου Ναούμ, πλησίον της Μοσχόπολης, αποτελούσαν βασικούς χρηματικούς υποστηρικτές της εκδοτικής προσπάθειας. Αυτό, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι από τα πολλά βιβλία που τυπώθηκαν στη Μοσχόπολη, τα 22 των οποίων την ύπαρξή εμείς γνωρίζουμε σήμερα, τα 18 ανήκουν καθαρά στο χώρο της εκκλησιαστικής πραγματείας, αποτυπώνουν περίτρανα το ρόλο, τον οποίο το τυπογραφείο υπηρετούσε. Η ενίσχυση του θρησκευτικού φρονήματος των ορθόδοξων της περιοχής αποτέλεσε συγκεκριμένη αναγκαιότητα, η οποία έπρεπε να καλυφθεί, παράλληλα με τις όποιες άλλες ανάγκες προέκυπταν και έπρεπε να καλυφθούν για τις εργασίες και τη λειτουργία της σχολής13 . Κάτω από αυτές τις συνθήκες δεν είναι δύσκολο να καταλάβει κανείς γιατί η Μοσχόπολη κατέστη μια από τις κοιτίδες των γνώσεων και του πολιτισμού και ένα από τα πλέον σημαντικά και δραστήρια κέντρα του Νεοελληνικού Διαφωτισμού, ένα κέντρο, το οποίο εξελίχθηκε σε πόλο έλξης όχι μόνο για τους Έλληνες, αλλά και για πολλούς Βαλκάνιους.
Ψυχή του «Ελληνικού Φροντιστηρίου» αναδείχτηκε ο Θεόδωρος Καβαλλιώτης14 , ο οποίος μετά την ολοκλήρωση των σπουδών του κοντά στον Ευγένιο Βούλγαρη, επέστρεψε στη Μοσχόπολη για να προσφέρει τις υπηρεσίες του εκεί. Αρχικά ως δάσκαλος και κατόπιν ως διευθυντής της Νέας Ακαδημίας, συνέβαλε τα μέγιστα στην ανέγερση και την ολοκλήρωση της. Είναι γεγονός ότι στο διάστημα της δικής του παρουσίας η Ακαδημία έφτασε στο ανώτερο σημείο της ακμής της. Ο ίδιος παρήγαγε σπουδαίο πνευματικό έργο, το οποίο αποτυπώνεται έκδηλα και μέσα από την συγγραφική του παραγωγή. Σκοπός της δράσης του ήταν η διαρκής ανανέωση του εκπαιδευτικού προγράμματος, ώστε να μπορεί να ανταποκρίνεται με επιτυχία σε υψηλές απαιτήσεις. Από τα έργα που εξέδωσε το πιο σημαντικό ήταν η Πρωτοπειρία. Το έργο ήταν εξ’ αρχής προορισμένο να καλύψει τις ανάγκες των μαθητών στην Νέα Ακαδημία, ενώ ιδιαίτερα αισθητός ήταν ο θρησκευτικός του χαρακτήρας, καθώς το μεγαλύτερο μέρος του αφορά σε εκκλησιαστικά θέματα. Μέρος της Πρωτοπειρίας αποτελεί το περίφημο τρίγλωσσο λεξικό του Καβαλλιώτη με τον τίτλο Λεξικόν Ελληνικόν, απλούν και Βλαχικόν και Αλβανικόν. 1170 λέξεις τοποθετημένες σε τρεις κάθετες στήλες, αποδίδονται παράλληλα στα ελληνικά, τα βλαχικά και τα αλβανικά. Χαρακτηριστικό ωστόσο αποτελεί το γεγονός ότι για ολόκληρο το λεξικό έχουν χρησιμοποιηθεί αποκλειστικά και μόνο ελληνικοί χαρακτήρες.
Εκείνο, όμως, που αξίζει να μελετήσει κανείς είναι η σημασία του εν λόγω λεξικού μέσα στο ιδιαίτερο εκείνο πολύγλωσσο και πολυεθνοτικό περιβάλλον της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Είναι σημαντικό δηλαδή να ερευνήσει κανείς βαθύτερα την αξία και τη συνεισφορά του έργου, ξεπερνώντας τον αρχικό και περιορισμένο χαρακτήρα του, ως μέσου δηλαδή εκμάθησης, και να το αντιμετωπίσει ως ένα «εργαλείο», που καταδεικνύει και προσδιορίζει οικονομικές, πολιτισμικές και εθνικές συνισταμένες. Ας μη λησμονείται άλλωστε ότι το λεξικό γράφτηκε στην ευημερούσα Μοσχόπολη, η αστική οικονομία της οποίας προσέλκυε το ενδιαφέρον και την παρουσία όχι μόνο των γειτονικών σε αυτή βλαχοφώνων, αλλά και δεκάδων άλλων σλαβοφώνων και αλβανοφώνων που κατοικούσαν στην ευρύτερη περιοχή. Τα άτομα, στα οποία απευθύνονταν ο Καβαλλιώτης με το λεξικό του, σε μια περίοδο μάλιστα εθνικής αφύπνισης πολλών εθνικών ομάδων, προσδιορίζουν έκδηλα την ανάγκη των αλλοφώνων της περιοχής για την συμμετοχή τους στις κοινωνικές και οικονομικές εξελίξεις που λάμβαναν χώρα γύρω τους. Προς αυτή την κατεύθυνση λειτούργησε και το λεξικό του Δανιήλ Μοσχοπολίτη15 .
Στη Νέα Ακαδημία διδάσκονταν η ελληνική γλώσσα, η ποίηση, η μετρική, η ρητορική, τα μαθηματικά, η φυσική και η θεολογία16 . Ο φόβος του εξισλαμισμού, αλλά και ο κίνδυνος της Ουνίας, η οποία σκοπό είχε τον προσηλυτισμό όλο και περισσότερων ορθοδόξων, αποτέλεσαν βασικούς άξονες δράσης και ενδιαφέροντος των δασκάλων της Ακαδημίας. Ακρογωνιαίος λίθος υπήρξε το κράμα του ελληνισμού και ορθοδοξίας. Οι Μοσχοπολίτες δάσκαλοι πίστευαν, και πάνω σε αυτή τη βάση λειτουργούσαν, ότι η χριστιανική πίστη δεν βρίσκεται σε σύγκρουση με την επιστήμη. Είναι γεγονός ότι η κριτική-επιστημονική σκέψη, όπως αναπτύχθηκε στη Μοσχόπολη, ερχόταν σε αντίθεση με τις αρχές της αυθεντίας του αριστοτελισμού, ήταν πιο κοντά στις πλατωνικές ιδέες, ωστόσο δεν έφτασε ποτέ στη βαθιά αμφισβήτηση που άσκησε ο Ιώσηπος Μοισιόδακας.
Η Νέα Ακαδημία της Μοσχόπολης λειτούργησε κάτω από τις συνθήκες που μόλις περιγράψαμε, μέχρι την πρώτη καταστροφή της πόλης, το 1769. Μετά τα γεγονότα της χρονιάς εκείνης η σχολή στεγάστηκε σε ένα κτήριο κοντά στη Μητρόπολη και εξακολούθησε να λειτουργεί εκεί μέχρι το 1840, όταν και μεταφέρθηκε σε νέο οικοδόμημα, το οποίο χτίστηκε με τη χρηματικά εισφορά του πλούσιου εμπόρου Μοσχοπολίτη που ζούσε στην Τεργέστη, Αν. Καζαντζή.
Αξίζει, τέλος, να σταθεί κανείς στους μαθητές της Μοσχόπολης, σε όλους εκείνους που έγιναν δέκτες της πνευματικής κίνησης της Ακαδημίας και κατόπιν συνέχισαν την πνευματική τους πορεία μέσα και έξω από τα σύνορα του υπόδουλου ελληνικού χώρου. Οι περισσότεροι από αυτούς στη συνέχεια της ζωής τους έγιναν κληρικοί, χωρίς, όμως, να ασχοληθούν αποκλειστικά με την έκδοση βιβλίων θεολογικού περιεχομένου. Από τους πλέον επιφανείς μαθητές της Ακαδημίας ήταν ο Διονύσιος Μάντουκας Μητροπολίτης Καστοριάς17 , ο Νεκτάριος Τέρπος18 , οι Αμβρόσιος19 και Δημήτριος Παμπέρης20 , ο Κωνσταντινος Τζεχάνης και ο Κωνσταντίνος Ζουπάν21 .
Τον 18ο αιώνα η οικονομική ευμάρεια των Μοσχοπολιτών οδήγησε στην πολιτισμική άνθιση της πόλης. Κάτω από τα μηνύματα της φωτισμένης Δύσης, δάσκαλοι, έμποροι και λόγιοι δημιούργησαν μια σχολή πρότυπο για ολόκληρο τον χώρο της βαλκανικής, μια σχολή, η οποία στον Κώδικα της Μοσχόπολης χαρακτηριζόταν ως « …ο άκρος στολισμός της πολιτείας, η ευκοσμία των ηθών…»22 . Με σαφή σκοπό την προστασία και τη διάσωση της ορθόδοξης χριστιανικής πίστης η Ακαδημία συνεισέφερε μοναδικά και στη διατήρηση του ελληνικού φρονήματος. Στα χρόνια που ακολούθησαν η πολιτική φιλοσοφία του Διαφωτισμού φάνηκε ότι επηρέαζε όλο και πιο βαθιά τους Έλληνες, οι οποίοι άρχισαν να αμφισβητούν την πολιτειακή υποτέλειά τους στον αλλόθρησκο κατακτητή. Στο εξής βασικά στοιχεία της σκέψης των Ευρωπαίων φιλοσόφων θα εισχωρήσουν ολοκληρωτικά στην ελληνική κοινωνία για να ορίσουν ότι το συλλογικό πεπρωμένο θα πρέπει να στηρίζεται στη βάση πολιτισμικών και όχι θρησκευτικών κριτηρίων23 .
Κωνσταντίνα Δ. Καρακώστα
Διδάκτορας Νεότερης και Σύγχρονης Ιστορίας Α.Π.Θ.
Η εν Μοσχοπόλει πνευματική κίνησις
ΙΣΤΟΡΙΑ, ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΚΑΙ ΔΙΔΑΚΤΙΚΗ ΤΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ
ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΟΥ ΣΥΝΕΔΡΙΟΥ ΑΘΗΝΑ 5-9 ΜΑΙΟΥ 2010
1 Λάμπρου Σπυρίδωνος, «Ιστορικά σημειώματα περί του Ηπειρωτικού ζητήματος», Νέος Ελληνομνήμων, Ι΄ (1913), σ. 370-443
2 Βλ. ενδεικτικά: Ιωακειμ Μαρτινιανού, Η Μοσχόπολις, 1330-1930, επιμ. Στιλπωνος Κυριακίδη, Ε.Μ.Σ., Θεσσαλονίκη 1957, Κωνσταντίνου Σκενδέρη, Ιστορία τηςΑρχαίας και Συγχρόνου Μοσχοπόλεως, β΄ εκδ., Αθήνα 1928, Max Demeter Peyfuss, Die Druckerei von Moschopolis, 1731-1769 : Buchdruck und Heiligenverehrung im Erzbistum Achrida , Βιέννη 1996 , Μοσχόπολις, Διεθνές Συμπόσιο, Ε.Μ.Σ., Θεσσαλονίκη 1999, Θεόφραστου Γεωργιάδη, Μοσχόπολις, Αθήνα 1975,
3 Κολτσίδα Αντώνη, Η εκπαίδευση των Αρωμούνων στη Δυτική Μακεδονία κατά τα ύστερα χρόνια της Τουρκοκρατίας, Θεσσαλονίκη 2001, σ.86
4 Κουκούδη Αστέριου, Οι Μητροπόλεις και η Διασπορά των Βλάχων, προλ. Κωνσταντίνου Στεφανόπουλου, Θεσσαλονίκη 1999, σ.211
5 Max Demeter Peyfuss , «Η ‘Νέα Ακαδημία’ της Μοσχόπολης (1744-1769)» στα Πρακτικά του Συνεδρίου Ελληνικά ιστορικά εκπαιδευτήρια στη Μεσόγειο από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα, Αθήνα 2002, σ.153-158
6 Ευαγγελίδου Τρύφωνος, Η παιδεία επί Τουρκοκρατίας, τ. Α΄, Αθήνα 1936, σ.134
7 Ζάβειρα Γεωργίου, Νέα Ελλάς ή ελληνικόν θέατρον, ανατύπωση α΄ εκδ., επιμ.-εισ.-ευρετ. Τάσου Γριτσόπουλου, Αθήνα 1972, σ. 530-531
8 Ο Μοσχοπολίτης στην καταγωγή Ιωάσαφ κατόρθωσε να προκαλέσει το ενδιαφέρον των Μοσχοπολιτών, οι οποίοι προσέφεραν τεράστια ποσά για την ολοκλήρωση της ανοικοδόμησης της Σχολής. Επιπλέον ο Μητροπολίτης Καστοριάς προσέφερε 60.000 άσπρα, ο ηγούμενος της μονής του Αγίου Ναούμ στην Αχρίδα 12.000 άσπρα, ενώ εξαιρετικά σπουδαία στάθηκε η προσφορά των προκρίτων της πόλης, οι οποίοι συγκέντρωσαν 250.000 άσπρα και των συντεχνιών, οι συνεισφορά των οποίων ανέρχεται στα 312.000 άσπρα. Σκενδέρη Κωνσταντίνου, Ιστορία της Αρχαίας και ΣυγχρόνουΜοσχοπόλεως, β΄ εκδ., Αθήνα 1928, σ.17, Καλλίμαχου Δημήτρη, «Ο πολιτισμός της Μοσχοπόλεως», Παναθήναια, ΚΣ΄ (1913), σ. 5-12, Καρμίτση Χ., Γεωγραφία της Κορυτσάς και της περιοικίδος προς χρήσιν των κατωτέρων τάξεων του Αστικού σχολείου των αρρένων και του παρθεναγωγείου της πόλεως, Θεσσαλονίκη 1888, σ.61-62
9 Chassiotis G ., Le College de Moschopolis , Παρίσι 1881, Κουρίλα Λαυριώτου, « Η Μοσχόπολις και η Νέα Ακαδημεία αυτής. Η καταγωγή των Κουτσοβλάχων και η εγγραμμάτισις της γλώσσης αυτών », Θεολογία, ΙΒ΄(1934), σ. 69-84, 149-161, 314-335
10 Ωστόσο τις περισσότερες φορές οι δύο ονομασίες χρησιμοποιούνται εκ παραλλήλου με αποτέλεσμα, για τα χρόνια μετά το 1774 όποτε αναφερόμαστε στη Νέα Ακαδημία να εννοούμε το «Ελληνικό Φροντιστήριο».
11 Κολτσίδα Αντώνη, Ιδεολογική συγκρότηση και εκπαιδευτική οργάνωση των Ελληνοβλάχων στο Βαλκανικό χώρο (1850-1913), Θεσσαλονίκη 1994, σ. 82
12 Στο τυπογραφείο, που ιδρύθηκε περίπου στο 1720 εκδόθηκαν πολλά βιβλία κυρίως θεολογικού και φιλολογικού περιεχομένου. Έμβλημα του τυπογραφείου, το οποίο συνόδευε όλες τις εκδόσεις του ήταν η εικόνα του Ευαγγελιστή Λουκά μέσα σε ένα παραλληλόγραμμο σχήμα, που τον παρουσίαζε σκυμμένο να γράφει. Δούκα Νεόφυτου, Μάξιμου Τύριου λόγοι, Βιέννη 1810, σ. λς΄, εφημ. Φωνή της Ηπείρου, 5 /01/1896, Λάμπρου Παύλου, « Ιστορική πραγματεία περί της αρχής και προόδου της τυπογραφίας εν Ελλάδι μέχρι του έτους 1821 », Χρυσαλλίς, Γ΄ 1865, σ. 361-364, 398-402, επίσης στο Περί της αρχής και προόδου της τυπογραφίας εν Ελλάδι, εισ. Παναγιώτη Χριστόπουλου, βιογραφία-εργογραφία Γεώργιου Λαγανά, Αθήνα 1999
13 Μπώκου Γιώργου, Τα πρώτα ελληνικά τυπογραφεία στο χώρο της « Καθ’ ημάς Ανατολής » (1627 – 1827), Ε.Λ.Ι.Α, Αθήνα 1997, σ.73-90, Σκιαδά Νίκου, Χρονικό της Ελληνικής τυπογραφίας, τ. Α΄, Αθήνα 1976, σ.66-102, του ιδίου, «Το τυπογραφείο της Μοσχόπολης και οι εκδόσεις του», Νέα Εστία, ΠΓ΄ (1968), σ. 802-808
14 Γεννήθηκε στις αρχές του 18 ου αιώνα, ενώ για την γενέτειρά του δεν υπάρχει απόλυτη ταύτιση ανάμεσα στους μελετητές. Βλ. Ευστάθιου Κεκρίδη, Θεόδωρος Αναστασίου Καβαλλιώτης (1718-1789), ο διδάσκαλος του Γένους, Καβάλα 1991, Armin Hetzer , Das dreisprachige Worterverzeichnis von Theodoros Anastasiu Kavalliotis aus Moschopolis , gedruckt 1770 in Venedig : Albanisch -Deutsch -Neugriechisch -Aromunisch , Αμβούργο 1981, Γ. Ζαβείρα, Νέα Ελλάς, ό.π., σ. 319-320, Mario Rufini , «Teodoro Anastasie Cavallioti , scrittore moscopolitano dal sec . XVIII », Rivista d ’Albania , (fasc . 2)1942, σ. 110-125, Victor Papacostea , «Theodor Anastasie Cavallioti , Trei manuscrice inedited » Revista Istoric ă Rom ân ă, τ.1(1931), σ. 383-402, τ.2 (1932) σσ. 51-82
15 Λεξικόν Τετράγλωσσον, ήτοι Ρωμαϊκόν, Βλαχικόν, Βουλγαρικόν και Αλβανικόν, Μοσχόπολη 1764. Εξαιρετική ανάλυση του πολιτιστικού και κοινωνικού ρόλου που επιτέλεσαν τα λεξικά των Μοσχοπολίτη και Καβαλλιώτη στο βιβλίο της Αγγελικής Κωνσταντακοπούλου, Η ελληνική γλώσσα στα Βαλκάνια (1750-1850). Το τετράγλωσσο λεξικό του Δανιήλ Μοσχοπολίτη, Ιωάννινα 1988, ενώ ένα από τα πλέον σημαντικά άρθρα, που επεσήμανε τη σπουδαιότητα της ελληνικής γλώσσας στο περιβάλλον των τουρκοκρατούμενων Βαλκανίων, Trian Stoianovich , «The Conquering Balkan Orthodox Merchant », Journal of Economic History , K ΄ (1960), σ.234-313, και σε ελληνική μετάφραση «Ο Κατακτητής Ορθόδοξος Βαλκάνιος Έμπορος» στο έργο Η οικονομική δομή τωνΒαλκανικών χωρών, ό.π., μτφ. ΝτόραςΜαμαρέλη, Αθήνα 1979, σσ. 287-345, Kitromilides Paschalis, «“ Imagined Communities ” and the origins of the national question in the Balkans », Enlightenment , Nationalism , Orthodoxy , Χάμσαϊρ1994, σ. 153
16 Κεκρίδη Ευστάθιου, «Η Νέα Ακαδημία της Μοσχοπόλεως και η ακτινοβολία της στον βαλκανικό χώρο», Μοσχόπολις, Διεθνές Συμπόσιο, Ε.Μ.Σ., Θεσσαλονίκη 1999, σ.79-95
17 Γ. Βενδότη, Προσθήκη της Εκκλησιαστικής Ιστορίας, ό.π., σ. 68
18 Κ. Σκενδέρη, Ιστορία της Αρχαίας και ΣυγχρόνουΜοσχοπόλεως, ό.π., σ. 22, Ζάβειρα Γ., Νέα Ελλάς, ό.π., σ. 482
19 Κ. Σκενδέρη, Ιστορία της Αρχαίας και ΣυγχρόνουΜοσχοπόλεως, ό.π., σ.23-24
20 Κ. Σκενδέρη, Ιστορία της Αρχαίας και ΣυγχρόνουΜοσχοπόλεως, ό.π., σ. 22-23, Ζάβειρα Γ., Νέα Ελλάς, ό.π., σ. 223
21 Αραβαντινού Παναγιώτη, Ιστορία της ελληνικής παιδείας παρ’ Ελλησιν, εισ. – επιμ. Ε.Ι.Νικολαϊδου, Ε.Η.Μ. 1986, σ.138-139, Αθανάσιου Καραθανάση, «Προσωπογραφικά Μοσχοπολιτών (18ος -19ος αιώνας), Μοσχόπολις, Διεθνές Συμπόσιο, ό.π., σσ.71-78
22 Λαμπρίδου Ιωάννη, Περί των εν Ηπείρω αγαθοεργημάτων, μέρος Α΄, Αθήνα 1880, σ.103-105
23 Ιωάννη Κολιόπουλου, Ιστορία της Ελλάδος από το 1800, τ. Α΄, Θεσσαλονίκη 2000, σ. 23-28, 45-49, Π. Κιτρομηλίδη, Το όραμα της ελευθερίας, ό.π., σ. 18-23, 40-43