Ο χοροδιδάσκαλος και η συμβολή του στη διαδικασία εκμάθησης των Ελληνικών Παραδοσιακών Χορών

Πολιτιστικός Σύλλογος Κλεισούρας Καστοριάς " ο Δάρβαρης " μαζί με τον Σύλλογο Κλεισουριέων Πτολεμαϊδας photo Σμηξιώτης ΔημήτρηςΗ έμπρακτη απασχόληση του νέου ανθρώπου με την τέχνη των Μουσών, σύμφωνα με την Πολυξένη Ματέυ, δεν είναι πολυτέλεια και χαμένος χρόνος. Αντίθετα είναι κέρδος γιατί θα τον πλουτίσει ψυχικά, θα τον κάνει αισθητικά πιο ευαίσθητο και θα τον προστατέψει από τη μαζοποίηση, από το να γίνει δηλαδή θύμα της τραγικής ισοπέδωσης και ομοιομορφίας στην οποία καταδικάζει τον άνθρωπο ο σύγχρονος πολιτισμός.
Ο χορός ως μια κοινωνική πράξη ξεχωριστή, αποτελεί μια σύνθετη εκδήλωση, που κλείνει μέσα του την ιστορία της κοινωνίας στην οποία ανήκει. Είναι ένας τρόπος έκφρασης, ένας τρόπος του "ομιλείν" και του "συνδιαλέγεσθαι". Ήταν ανέκαθεν πηγή χαράς και ομορφιάς, θρησκευτικής κατάνυξης, λατρείας, μαγείας ευφροσύνης ή θλίψης. Οι άνθρωποι χόρεψαν όλες τις ξεχωριστές στιγμές της ζωής τους. και εύρισκαν σ' αυτόν ένα θαυμάσιο αντιστάθμισμα των συναισθημάτων τους. Στη σκέψη του Έλληνα, ο χορός αποτελούσε μορφή και έκφραση του ελληνικού πολιτισμού. Στην αρχαιότητα, τόσο στην Αριστοτελική αντίληψη, όσο και στην Πλατωνική, θεωρούσαν τον "αχόρευτο" άνθρωπο ως "απαίδευτο" και αξιολογούσαν την όρχηση ως πρωταρχικό μέσο εκπαίδευσης και αγωγής.


Για τον μεν Πλάτωνα, η έντεχνη αυτή αγωγή αποτελούσε τη μόρφωση του αρχαίου Έλληνα, ενώ για τον Λουκιανό, η όρχηση δεν ήταν μόνο τερπνή, αλλά και ωφέλιμη στους θεατές. Προκαλούσε ψυχικό και σωματικό κάλλος, καθώς μόρφωνε τον άνθρωπο, τους δίδασκε και ρύθμιζε τις ψυχές τους, ενώ γύμναζε αυτές με ωραία θέματα και εξαίρετα ακούσματα. 

 

Στην ευρύτερή της έννοια, η λέξη χορός σήμαινε την παιδεία του νου και ακόμη περισσότερο αυτή καθ΄ αυτή την ουσία του πολιτισμού τους. Σήμερα, η λέξη χορός μπορεί να σημαίνει και αυτή καθαυτή την πράξη του χορού, αλλά και το σύνολο των χορευτών, καθώς και το χώρο όπου οι τελευταίοι εναλλάσσονται. Απόλυτα συνυφασμένος με την ανθρώπινη ύπαρξη, ως ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της, μορφοποιείται σύμφωνα με τις πρακτικές και τις αξίες της κάθε κοινωνίας. Αυτό όμως εξαρτάται, σύμφωνα με τον Blacking, από την αξία του χορού σε μια κοινωνία και τον τρόπο που αυτή ορίζεται και χρησιμοποιείται. Είναι ένας μη λεκτικός τρόπος επικοινωνίας που σημαίνει, μαρτυρεί, διηγείται, εξιστορεί, παρουσιάζει, εκφράζει, διδάσκει και κυριαρχεί, όχι μόνο στους συμμετέχοντες, αλλά και στους θεατές. Προέρχεται από μια σωματο-κιναισθητική ευφυΐα, αφού σύμφωνα με τον Seitz μια μόνο επιδέξια κίνηση είναι μια μορφή σκέψης. Συνυπάρχει σε μια σχέση διαρκούς αλληλεπίδρασης με όλα τα υπόλοιπα στοιχεία του πολιτισμού, όπως είναι η γλώσσα, η μουσική, η φορεσιά ή οποιοδήποτε άλλο πολιτισμικό στοιχείο, και ακολουθεί την εξέλιξή τους διαμέσου της ιστορίας του κοινωνικού συνόλου.
Η έλλειψη θεσμικού πλαισίου για έρευνα κράτησε το γνωστικό αντικείμενο του χορού μακριά από τον χώρο της επιστήμης και το περιόρισε σε εμπειρικό επίπεδο. Η επιστημονική μελέτη του άρχισε μόλις το δεύτερο μισό του εικοστού αιώνα. Τις τελευταίες δεκαετίες, η επιστήμη της Χορολογίας, μέσα από τη διάσταση της Ανθρωπολογίας του Χορού, επιχείρησε να δώσει λύσεις και ερμηνείες στα προβλήματα του λαϊκού χορού, μελετώντας τον όχι μόνον ως χορογραφική δημιουργία, αλλά και σε σχέση με το περιβάλλον και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του.
Ο παραδοσιακός χορός αποτελεί ένα από τα βασικά γνωστικά αντικείμενα της Φ. Α στα αναλυτικά προγράμματα του Υπουργείου Παιδείας. Διαπιστώνεται ότι η διδασκαλία του σε όλα τα επίπεδα αντιμετωπίζεται εμπειρικά, ως μια τεχνική υπόθεση (κινητικής φόρμας και κινητικού μοτίβου), τη στιγμή που οι άλλες διαστάσεις του(λειτουργικότητα, συμβολισμός, ύφος, δημιουργία, επικοινωνία) είναι όχι απλώς σημαντικές, αλλά αυτές που καθορίζουν σε μεγάλο βαθμό και την μορφή του. Η παρουσία του χορού στα αναλυτικά προγράμματα ώθησε τους περισσότερους μελετητές σε συμφωνία όσον αφορά τη χρήση του στην εκπαίδευση με στόχο τόσο την κινητική, όσο και την κοινωνικο- συναισθηματική ανάπτυξη των παιδιών. Αυτή η τέχνη που ο Overby περιγράφει ως "συναρπαστική και πάλλουσα", μπορεί να χρησιμοποιηθεί στην εκπαίδευση, γιατί ενώνει το μυαλό με το σώμα και την ψυχή και αμβλύνει τους ορίζοντες των παιδιών τόσο που μπορούν να ξεπεράσουν και τον εαυτό τους. Βασίζεται στην ολιστική θεωρία, σύμφωνα με την οποία, ψυχή, σώμα και πνεύμα είναι αλληλένδετα μεταξύ τους και συντελούν στην αρμονική και υγιή συμπεριφορά του ατόμου.
Μέσα απ' το χορό το παιδί ανακαλύπτει το ρυθμό, τις αυτοσχέδιες και δημιουργικές του ικανότητες καθώς ο χορός αποτελεί μια επέκταση της ρυθμικής κίνησης σε δημιουργική, εκφραστική, ερμηνευτική και διασκεδαστική δραστηριότητα. Οι ρυθμικές δραστηριότητες παίζουν σημαντικό ρόλο στη ζωή των παιδιών. Κάθε ανθρώπινο πλάσμα δικαιούται να δοκιμάσει τη ρυθμική αίσθηση μιας ελεύθερης ελεγχόμενης και συνάμα εκφραστικής κίνησης, μια νέα πτυχή της ζωής. Το να χορέψει το παιδί είναι σημαντικό Ακόμα κι αν δεν πρόκειται να συλλάβει το χορό στις ύψιστες μορφές του θα του είναι ωστόσο προσιτή η εμπειρία της απόλυτης χαράς που δίνει ο χορός.

Η μετάδοση των χορών στην παραδοσιακή κοινωνία

Η παλαιότερη μορφή χορού με το μεγαλύτερο αριθμό συμμετεχόντων είναι ο παραδοσιακός χορός. Στην παραδοσιακή κοινωνία, ο χορός και το τραγούδι ήταν συμμετοχή κι όχι θέαμα. Αποτελεί μέσο μεταβίβασης της πολιτιστικής κληρονομιάς στις επόμενες γενιές, μέσο αναγνώρισης και αποδοχής των διαφορετικών ηθών και εθίμων, θρησκειών και ιδιαιτεροτήτων κάθε διαπολιτισμικής κοινωνίας. Η μετάδοση των χορών, ωστόσο, από τη μια γενιά στην άλλη δεν γίνονταν με διδασκαλία. Η κοινωνία στο σύνολό της εξασφάλιζε την εκπαίδευση, στις ίδιες τις περιστάσεις όπου οι συμμετέχοντες μάθαιναν χορό ερχόμενοι σε άμεση επαφή μεταξύ τους, όπως συνέβαινε και με τον τρόπο που μάθαιναν τα παιχνίδια και τη γλώσσα. O χορός γι αυτούς δεν μπορούσε να νοηθεί έξω από τις συγκεκριμένες συνθήκες που τον περιέβαλαν. Δεν ήταν μόνο τα βήματα και οι κινήσεις των χορευτών, ήταν και το ίδιο του το σώμα και η φορεσιά του και οι άλλοι που χόρευαν μαζί του και αυτοί που κάθονταν τριγύρω. Ήταν οι μουσικοί και η μουσική, το τραγούδι και οι τραγουδιστές. Μέσα στο χορό ήταν τα φαγητά στα τραπέζια, το κρασί, οι γέροι που παρακολουθούσαν τα μικρά παιδιά που πιάνονταν στο τέλος ή έτρεχαν ανάμεσά τους και προσπαθούσαν να μιμηθούν τις κινήσεις τους. Ήταν οι προετοιμασίες πριν το χορό και ό,τι γινόταν μετά. Ήταν ο τρόπος που εκπαιδεύονταν στο χορό. Ήταν μια σκηνή που περιείχε όλη την ιστορία του χωριού. Κανείς δεν αναλάμβανε να τους διδάξει. Οι ίδιοι λένε πως μάθαιναν με μια μακρόχρονη απορρόφηση που άρχιζε από τα παιδικά χρόνια. "Θάμουν δε θάμουν 6-7 χρονών τότε στην Αμφίκλεια- στο χωριό που μεγάλωσα -όταν στο μεγάλο πανηγύρι του χωριού, μπήκα να χορέψω και μάλιστα να σύρω το χορό. "Τον Ήλιο" παρήγγειλε ο πατέρας μου ρίχνοντας σ' ένα χαρτόκουτο που βρίσκονταν δίπλα στα πόδια του τραγουδιστή, και κάνοντας μια χαρακτηριστική κίνηση με τα χέρια, έγνεψε στο μουσικό που έπαιζε κλαρίνο- αργά. Με κρατούσε η μάνα μου μ' ένα μαντήλι και το άλλο το 'βαλα στη μέση μου, αφού έτσι μου ψιθύρισε. Κι όταν άρχισα να χορεύω με τον τρόπο που κουνούσε το μαντήλι μου έδινε και το σύνθημα πότε να σταματήσω επί τόπου, πότε να κάνω στροφή και πότε να προχωρήσω. Ήταν ένας τρόπος διδασκαλίας χωρίς λόγια. Η επικοινωνία μεταξύ μας γίνονταν μόνο με τα μάτια και το μαντήλι."
Πολλά χρόνια αργότερα και σε μια άλλη περιοχή πολύ μακριά από το δικό μου τόπο, στις Σέρρες, στα πλαίσια μιας ερευνητικής εργασίας η απάντηση που έπαιρνα ρωτώντας τους ανθρώπους της πρώτης γενιάς πότε έμαθαν να χορεύουν ήταν η εξής: "όταν για πρώτη φορά δοκίμασαν να χορέψουν, διαπίστωσαν ότι ήξεραν χωρίς ποτέ να έχουν προσπαθήσει να μάθουν. Καμιά φορά μπορεί κάποιος φίλος ή ένας συγγενής να έδινε ορισμένες συμβουλές ως προς την κίνηση. Όμως η μετάδοση βασίζονταν ουσιαστικά στην όσμωση."
Αυτός, ο ιδιόμορφος τύπος εκμάθησης, με το μεγάλο χρονικό διάστημα που μεσολάβησε πριν, με τις συνθήκες μέσα από τις οποίες πραγματοποιήθηκε, όπου το παιδί ποτέ δεν σταμάτησε να παίρνει αξία από την συμμετοχή του στην κοινότητα των μεγάλων, όπου χορός και δουλειά ήταν στενά συνδεδεμένα, έδωσαν στον παραδοσιακό χορό ορισμένα χαρακτηριστικά εξαιρετικά από κινητική και ψυχολογική άποψη. Αυτή, όμως, η τόσο απλή και φυσική διαδικασία, που συνεχιζόταν επί χιλιάδες χρόνια, σήμερα είναι σπάνια. Σήμερα η εκμάθηση του χορού γίνεται με άλλον τρόπο που όσο κι αν φαίνεται παρόμοιος, διαφέρει ριζικά στα παρακάτω σημεία:
1) Το χορό σήμερα τον διδάσκει ο δάσκαλος, δηλαδή ένας που ασχολείται συστηματικά με τη διδασκαλία, επαγγελματικά ή ερασιτεχνικά. Δεν είναι κάποιος από το οικογενειακό μας περιβάλλον ή φίλος.
2) Η εκμάθηση γίνεται σε μια αίθουσα διδασκαλίας, δηλ. σε προκαθορισμένο τόπο και χρόνο. Η διδασκαλία γίνεται βάσει ενός συγκεκριμένου προγράμματος.
3) Οι χοροί που μαθαίνουμε είναι οι χοροί τους οποίους ο δάσκαλος επέλεξε για να διδάξει κατά τη διάρκεια του μαθήματος.
4) Τον χορό που μαθαίνουμε, δε θα τον χορέψουμε απαραίτητα με τους συγγενείς και τους φίλους, γιατί εκείνοι είτε δεν χορεύουν είτε δεν έμαθαν από το δικό τους δάσκαλο τον ίδιο χορό.
Τα παραπάνω τέσσερα βασικά χαρακτηριστικά του τρόπου με τον οποίο σήμερα μεταδίδεται ο χορός είναι αυτά που τον διαφοροποιούν από τον παραδοσιακό τρόπο μετάδοσης. Με την ρήξη του παραδοσιακού τρόπου ζωής και την ανατροπή των όρων κοινωνικής και ιδεολογικής ομοιογένειας που στηρίζονταν ο πολιτισμός της υπαίθρου, η χορευτική δημιουργία έχει παραμεριστεί πια από τη σκηνή των σπουδαίων συμβάντων της δημόσιας ζωής και έχει βρει καταφύγιο στις αίθουσες των πολιτιστικών συλλόγων. Οι αίθουσες αυτές όμως είναι χώροι δίχως ταυτότητα τοπικότητας, είναι δηλ. απρόσωποι και σύμφωνα με τον Auge είναι "μη τόποι".
Τώρα ο χορός είναι αποκομμένος από τον τόπο που τον γέννησε, τα διάφορα κοινωνικά γεγονότα μετατρέπονται σε ψυχαγωγικά, οι τελετουργίες σε παραστάσεις και η μύηση σε διδασκαλία.

Η διδασκαλία του χορού σήμερα.

Η διδασκαλία του χορού τόσο στην εκπαίδευση όσο και στη σύγχρονη Ελληνική πραγματικότητα αποτελεί πλέον δεδομένο και υλοποιείται σε δύο επίπεδα:
1. Ως επιμέρους αντικείμενο διδασκαλίας της ύλης της Φυσικής Αγωγής σε όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης
2. Ως επιμέρους ή κύριο μορφωτικό αγαθό φορέων ιδιωτικού ή δημοσίου δικαίου.
Είναι συνεπώς χρήσιμο να μελετηθεί η κάθε οπτική γωνία προσέγγισης του προβλήματος και να αναζητηθούν όλες οι παράμετροι που συναποτελούν το χορευτικό σύστημα, ώστε να σχεδιαστεί καλύτερα μια σύγχρονη διδασκαλία.
Η διδασκαλία, όμως, είναι μια σύνθετη ενέργεια. Ιδιαίτερα η διδασκαλία του παραδοσιακού χορού, αφού, εκτός από την κινητική διάσταση, υπάρχει και η μουσική, που με τον πλουραλισμό των μετρικών και ρυθμικών σχημάτων, δημιουργεί μια υψηλή συνθετότητα και οργάνωση. Ωστόσο τα στοιχεία της αποτελεσματικής διδασκαλίας του παραδοσιακού χορού δεν είναι διαφορετικά σε σύγκριση με τη διδασκαλία οποιουδήποτε άλλου μαθήματος. Η αποτελεσματική διδασκαλία είναι μια δυναμική διαδικασία αλληλεπίδρασης ανάμεσα στο μαθητή και τον χοροδιδάσκαλο, που απαιτεί επικοινωνία και δέσμευση για αποτελεσματική και ευχάριστη μάθηση. Η κύρια ευθύνη του διδάσκοντα είναι να κατευθύνει σωστά τη σχέση διδασκαλίας-μάθησης. Είναι συνεπώς σπουδαίο για έναν δάσκαλο, να διαλέγει διδακτικές μεθόδους κατάλληλες για να επιτύχει το σκοπό του. Γι αυτό και η διδασκαλία του παραδοσιακού χορού αποτελεί μια εξειδικευμένη διαδικασία, που εντάσσεται στα γενικότερα πλαίσια της διδακτικής επιστήμης, διατηρώντας τις δικές της ιδιαιτερότητες που καθορίζουν τη μετάδοση συγκεκριμένων γνώσεων. Οι παραδοσιακοί χοροί ικανοποιούν πολλούς εκπαιδευτικούς στόχους, καθώς αποτελούν σπουδαίες ρυθμικές δραστηριότητες, αναπτύσσουν τις φυσικές ικανότητες και τον συντονισμό, ενισχύουν την εσωτερική παρακίνηση των παιδιών, καταπολεμούν τον εγωκεντρισμό και αναπτύσσουν την προσωπικότητά τους μέσα από δυνάμεις αλληλεπίδρασης που δεν βρίσκονται σε κανένα άλλο είδος χορού.

Μέθοδοι διδασκαλίας

Θα πρέπει να θεωρήσουμε ότι το φαινόμενο της συστηματικής διδασκαλίας δεν είναι κάτι νέο αλλά υπήρχε από αρχαιοτάτων χρόνων. Πρέπει να δεχθούμε ότι κάθε λαός είχε αναπτύξει στοιχειωδώς τις μεθόδους εκείνες που θα τον βοηθούσαν να μεταφέρει οργανωμένα (γρήγορα και οικονομικά) την παλιά και καινούργια γνώση στους μαθητές του και να επιτύχει τους στόχους εκείνους που για την εποχή του θεωρούνταν οι πλέον αξιόλογοι.
"Η διδασκαλία είναι ένα ιδιαίτερο σύνολο αποφάσεων που λαμβάνονται από τον καθηγητή για να επιτευχθούν οι στόχοι του μαθήματος, και καταλήγουν σε αναγνωρίσιμες συμπεριφορές."
Η μεθοδολογία του μαθήματος, που είναι το βοήθημα του δασκάλου για τη μεταφορά των γνώσεων, πρέπει να αποκαλύψει στο δάσκαλο τους στόχους, το περιεχόμενο και την κατεύθυνση, να του δείχνει το δρόμο, τα μέτρα και τα απαιτούμενα μέσα που πρέπει να εφαρμόσει ή να ακολουθήσει για την πετυχημένη ψυχοσωματική εκπαίδευση των μαθητών μέσα και έξω από το σχολείο.
Η επιλογή μιας κατάλληλης μεθόδου, για να χρησιμοποιηθεί στο μάθημα του χορού, δεν πρέπει να αφήνεται στην τύχη. Αντίθετα, ο κάθε χοροδιδάσκαλος πρέπει προσεκτικά να εξετάζει τους ποικίλους παράγοντες που αφορούν τους μαθητές πριν χρησιμοποιήσει μια συγκεκριμένη μέθοδο. Η αναγνώριση της θέσης του μαθητή στην ιεραρχία μάθησης χορών είναι σημαντική, επειδή βοηθάει να καθοριστούν και οι μέθοδοι διδασκαλίας. Η διδασκαλία είναι μια συμπεριφορά που μαθαίνεται και μπορεί να τροποποιηθεί και να αλλάξει. Ο τρόπος με τον οποίο ο δάσκαλος αλληλεπιδρά με τα παιδιά για να τα βοηθήσει να μάθουν, επηρεάζεται από πολλούς παράγοντες όπως:
• Την ηλικία των μαθητών
• Το φύλο
• Την καταγωγή και τα βιώματα που έχουν οι χορευτές
• Το χορευτικό επίπεδο (πεδίο ωριμότητας)
• Τη δυσκολία που παρουσιάζει ο χορός
• Τα ατομικά χαρακτηριστικά
• Την συμπεριφορά και το ενδιαφέρον για το μάθημα
• Την προσωπικότητα του δασκάλου.
• Την εξειδίκευση, τις αξίες και τους στόχους του μαθήματος,
• Τις διαθέσιμες εγκαταστάσεις,
• Τον εξοπλισμό
• Τον χρόνο

Ο χοροδιδάσκαλος πρέπει να γνωρίζει ότι:
• Όλα τα παιδιά δεν μαθαίνουν το ίδιο εύκολα
• Η απόκτηση των κινητικών δεξιοτήτων προχωράει από το απλό στο σύνθετο
• Οι χορευτές προχωρούν σταδιακά από το γενικό στο ειδικό, καθώς αναπτύσσουν και εκλεπτύνουν τις δεξιότητες.

Ωστόσο, η διδασκαλία χορού θα πρέπει να υπόκειται σε ορισμένα κριτήρια, προκειμένου να κατέχει ένα βιώσιμο ρόλο στην αναμόρφωση των αναλυτικών προγραμμάτων των σχολείων και να συμβάλλει στην ολική υπεροχή του εκπαιδευτικού μας συστήματος. Αυτά τα κριτήρια είναι τα εξής:
• Το πρόγραμμα διδασκαλίας των χορών πρέπει να είναι προσιτό.
• Η διδασκαλία των χορών θα πρέπει να έχει ένα ορισμένο σκοπό.
• Η διδασκαλία των χορών θα πρέπει να διέπεται από αξιοπιστία. Η αξιοπιστία ενός προγράμματος καθορίζεται από διάφορους παράγοντες, όπως από το κύρος της διδασκαλίας, την υποστήριξη από διοικητικούς παράγοντες του σχολείου καθώς και από τη θέση που κατέχει μέσα στο αναλυτικό πρόγραμμα η συγκεκριμένη δεξιότητα.
Οι μαθητές πρέπει να γνωρίζουν τι είναι ο χορός και τι μπορούν να επιτύχουν μέσα από τους χορούς

Με βάση τον παράγοντα της ηλικίας θα πρέπει να επιλέξουμε και τη μέθοδο διδασκαλίας των παραδοσιακών χορών. Ηλικιακά τα παιδιά χωρίζονται:
α) στα παιδιά ηλικίας 6- 8 ετών
β) στα παιδιά ηλικίας 9-11 ετών
Οι πειραματικές εργασίες οι οποίες ασχολήθηκαν με την επίδραση προγραμμάτων ρυθμικής προπαρασκευής αλλά και παραδοσιακών χορών, τόσο στην ανάπτυξη της ρυθμικής ικανότητας όσο και στην κινητική ανάπτυξη παιδιών της πρώτης σχολική(6-8 χρόνων) έδειξαν ότι:
Σε παιδιά της προσχολικής ηλικίας ενδείκνυται η εφαρμογή μουσικοκινητικής αγωγής, εμπλουτισμένης με εισαγωγικά ρυθμικά σχήματα ελληνικών παραδοσιακών χορών. Με το πρόγραμμα αυτό δίνεται στους μαθητές μια ελευθερία έκφρασης,, ασυνήθιστη σε άλλους τομείς της αγωγής και τους επιτρέπει να τροποποιούν για τις ανάγκες της ομάδας καθορισμένα κινητικά μοτίβα, να δημιουργούν και να εξερευνούν νέες κινητικές φόρμες και παιχνίδια, εναλλακτικούς τρόπους κίνησης και δράσης. Ειδικότερα αναπτύσσονται κινητικές και ρυθμικές ικανότητες έννοιες που αν δεν μαθευτούν στη συγκεκριμένη ηλικία ίσως ποτέ να μη μαθευτούν καλά.
Η Μουσικοκινητική Αγωγή είναι η σύνδεση μουσικής, κίνησης και λόγου. Το τρίπτυχο αυτό αποτελεί ένα ενιαίο σύνολο, χωρίς το ένα να υποτάσσεται στο άλλο. Βασίζεται στη δημιουργική μέθοδο διδασκαλίας, την ενεργητική συμμετοχή και την βιωματική εμπειρία. Δίδεται μεγάλη σημασία στη διάθεση του παιδιού για δράση στην πρωτοβουλία, στην ένταξή του σε ομάδες, στην ανάπτυξη της δημιουργικότητας, της αυτενέργειας, της φαντασίας αλλά και της αισθητικής του καλλιέργειας. Μέσα από τις δημιουργικές κινητικές και μουσικές δραστηριότητες βελτιώνεται η ρυθμική ικανότητα των παιδιών προσχολικής ηλικίας ενώ παράλληλα βοηθάει τα παιδιά να ανακαλύψουν όχι μόνο τη δομημένη ρυθμική κίνηση, αλλά και να βελτιώσουν την ποιότητα των δεξιοτήτων μετακίνησης καθώς, επίσης, να ελευθερώσουν δημιουργικές δυνάμεις κρυμμένες μέσα τους.
Η διδασκαλία ολοκληρωμένων χορευτικών συνόλων δεν προτείνεται για παιδιά ηλικίας 6-7 ετών, καθώς στην ηλικία αυτή δεν είναι σε θέση να αντιληφθούν και αναπαράγουν σωστά, ερεθίσματα που προέρχονται από τη διδασκαλία δεξιοτήτων υψηλής οργάνωσης, όπως είναι οι χοροί.

Προτείνεται: η ρυθμική και κινητική προετοιμασία τους μέσα από απλές κινητικές ασκήσεις, κινητικά παιχνίδια, ρυθμικό παίξιμο με κρουστά όργανα ξυλόφωνα, μεταλλόφωνα, φλογέρες, αυτοσχέδια όργανα και αντικείμενα που προκύπτουν κατά τη διάρκεια της δημιουργικής διαδικασίας. Έτσι, τα παιδιά, όχι μόνο παίζουν μουσική, αλλά χρησιμοποιούν την κίνηση και τον λόγο, είτε εκτελώντας συγκεκριμένα θέματα κινητικά ή λεκτικά ή αυτοσχεδιάζοντας. Προτείνεται, επίσης, οι δάσκαλοι του χορού να χρησιμοποιούν το ρυθμικό, λεκτικό, μελωδικό και κινησιολογικό υλικό από την μουσική παράδοση της χώρας μας, με σκοπό να γνωρίσουν τα παιδιά ταυτόχρονα και τα πολιτιστικά τους στοιχεία.

Η καταλληλότερη ηλικία

Η πειραματική έρευνα την οποία πραγματοποίησε ο Σερμπέζης κατά την εκπόνηση διδακτορικής διατριβής, απέδειξε ότι η πλέον κατάλληλη ηλικία για να αρχίσουν τα παιδιά να διδάσκονται χορούς ως ολοκληρωμένα σύνολα, είναι αυτή των 9-11ετών διότι:
• Η σωματική ωρίμανση εξελίσσεται και φτάνει σε πλήρη φόρμα με καλές αναλογίες
• Το παιδί αναζητά κινήσεις πιο ειδικές παρά φυσικές
• Η κινητική ικανότητα φτάνει στην πρώτη κορύφωση
• Το παιδί μπορεί να εκτελέσει κινήσεις μέσα σ' ένα "κάδρο" συμπεριφοράς
• Ο συντονισμός στην προεκτέλεση των κινήσεων αυξάνει
Τα παιδιά στην ηλικία αυτή μπορούν να:
• Ανταποκρίνονται σε 8 μουσικά μέτρα, να αντιλαμβάνονται και να αναπαράγουν ρυθμικές δομές και ιδιαίτερα στα 10 χρόνια οποιονδήποτε ρυθμό
• Χρησιμοποιούν τις σωστές μυϊκές ομάδες
Ταυτόσημες είναι οι απόψεις της Williams κατά τις οποίες :
• Στην ηλικία των 10 ετών, αφομοιώνονται σύνθετες εγκεφαλικές εντολές.
• Στα 9 - 10 χρόνια, αναπτύσσεται η οπτικοακουστική αντίληψη και το παιδί μπορεί να κάνει ακριβείς κρίσεις για αντικείμενα που κινούνται στον χώρο, και
• Ωριμάζει η ανάπτυξη της σφαιρικής αντίληψης για κινήσεις επί μέρους.
• Στην ηλικία των 9 - 10 ετών έχουν καλά προσδιορισμένη αντίληψη της πλευρικότητας και αποκτούν κιναισθητική ολοκλήρωση στα 11 - 12 χρόνια.
• Στα 9 - 12 χρόνια δεν υπάρχουν διαφορές κατά φύλο στην ικανότητα αντίληψης.
Στο ερώτημα, ποια μέθοδος είναι η καταλληλότερη για τη διδασκαλία των κινητικών δεξιοτήτων, η απάντηση αναφέρεται κυρίως στη φύση του αντικειμένου διδασκαλίας και ειδικότερα σε δύο μεταβλητές της. Τη συνθετότητα, που σημαίνει από ποια στοιχεία αποτελείται η δεξιότητα, και την οργάνωση, που αποτελεί την πλοκή-ακολουθία των επιμέρους στοιχείων της δεξιότητας. Σύμφωνα, λοιπόν, με το μεθοδολογικό τετράγωνο του Kerr ο χορός ως μια δεξιότητα υψηλής συνθετότητας και οργάνωσης, απαιτεί για τους αρχάριους μαθητές μέθοδο διδασκαλίας προοδευτικά (προχωρητικά) μερική.
Πρέπει ο δάσκαλος χορού να ανταποκρίνεται στη βασική αρχή σωστή δομική ανάλυση – σωστή σύνθεση, να μπορεί δηλαδή να αναλύει τόσο τα μουσικά όσο και τα κινητικά στοιχεία του χορού, κυρίως όμως τη σχέση αλληλεπίδρασής τους για την ορθή χρησιμοποίηση της μεθόδου.
• Η ολική μέθοδος χρησιμοποιείται για τη διδασκαλία απλών χορών τους οποίους δεν μπορείς να χωρίσεις σε επιμέρους τμήματα. Παρ' ότι είναι χρονικά οικονομικότερη, ενδείκνυται σε προχωρημένους μαθητές και για χορούς με χαμηλή συνθετότητα και οργάνωση.
• Είναι περισσότερο χρήσιμη για την εκμάθηση βασικών συναρμοστικών κινήσεων όταν ο χορευτής πρέπει να μάθει αυτό που του προσφέρεται και μετά να το επεξεργασθεί.
• Απαιτεί μεγάλη εμπειρία κινήσεων και θέτει μεγαλύτερες απαιτήσεις στην κριτική ικανότητα του χορευτή.

Μερική μέθοδος

Η μέθοδος αυτή συνίσταται στο σπάσιμο της τεχνικής σε ορισμένα κομμάτια και τη διδασκαλία και μάθηση καθενός από αυτά χωριστά. Στη συνέχεια όταν ο κάθε δάσκαλος κρίνει ότι το κάθε μέρος μαθεύτηκε σε ικανοποιητικό βαθμό ζητά από τους χορευτές να τα εκτελέσει όλα μαζί και να συνθέσει τη συνολική τεχνική.
• Η μερική μέθοδος έχει καλύτερα αποτελέσματα στη διόρθωση λαθών και για τέλεια εκπαίδευση ειδικών τμημάτων και κινήσεων.
• Η μερική μέθοδος είναι καλύτερη για διμερής ή τριμερής φόρμες του χορού

Η προοδευτική μερική μέθοδος

Επειδή ο χορός χαρακτηρίζεται σαν δεξιότητα υψηλής συνθετότητας και οργάνωσης για αρχάριους μαθητές προτείνεται η προοδευτική μερική μέθοδος. Η μέθοδος αυτή συνίσταται, όπως και η παραπάνω στο σπάσιμο της τεχνικής σε μικρότερα κομμάτια. Η διαφορά εδώ έγκειται στο ότι κάθε νέο κομμάτι που μαθαίνεται ενώνεται με το προηγούμενο και αποτελούνε ένα καινούργιο σύνολο μέχρι να μαθευτεί ολόκληρη η τεχνική. Η μερική προσθετική μέθοδος χρησιμοποιείται ευρέως και είναι ίσως η περισσότερο κατάλληλη για τη διδασκαλία σύνθετων χορών.

Ο δάσκαλος του παραδοσιακού χορού

Η διαδικασία του να γίνει κανείς ένας καλός και αποτελεσματικός χοροδιδάσκαλος δεν ολοκληρώνεται μέσα σε μια νύκτα. Η διδασκαλία είναι μια τέχνη και μια επιστήμη συγχρόνως που απαιτεί σημαντικό χρόνο, προσπάθεια και εξάσκηση. Είναι μια δυναμική διαδικασία αλληλεπίδρασης ανάμεσα στον καθηγητή και τον μαθητή, που απαιτεί αμοιβαία επικοινωνία και αφοσίωση στην εκμάθηση του περιεχομένου.
Οι αποτελεσματικοί χοροδιδάσκαλοι έχουν ένα γνήσιο ενδιαφέρον για τους μαθητές τους και δείχνουν αυτό το ενδιαφέρον στην διδακτική τους συμπεριφορά. Ο δάσκαλος που αναλαμβάνει να μεταφέρει τις γνώσεις του στα παιδιά, πρέπει να έχει ειδική εκπαίδευση, ενδιαφέρον και ενθουσιασμό, γνώση των διδακτικών τεχνικών και προπαντός ικανότητα επικοινωνίας με τα παιδιά. Ωστόσο, δεν πρέπει να γίνεται υπερβολικά φιλικός σε σημείο που δεν θα μπορεί να ενεργήσει για την επιβολή της πειθαρχίας, εάν χρειασθεί. Να είναι ειλικρινής με τον εαυτό του και τους μαθητές του. Η συγκαταβατικότητα και η προθυμία να αποδέχεται ένα λάθος ή μια έλλειψη γνώσης δείχνει, στους μαθητές ότι μπορούν να τον εμπιστεύονται. Το μάθημα του χορού είναι ένα ιδιόμορφο μάθημα και ο χοροδιδάσκαλος θα πρέπει να είναι γνώστης του κινητικού μέρους, του ύφους και του πλαισίου του χορού.
Όποια κι αν είναι η σύνθεση του τμήματος, ο δάσκαλος περιορίζεται στο να εισάγει τις απαραίτητες εκείνες ικανότητες και στη συνέχεια να δώσει στους μαθητές να τις εξασκήσουν να τις εφαρμόσουν με πρακτικό τρόπο, και, όπου είναι δυνατόν να ενισχύσει την έκφραση και τη δημιουργία. Για να πετύχει ικανοποιητικό αποτέλεσμα, πρέπει να διευρύνει τον τρόπο μετάδοσης του μαθήματός του. Η προβολή ενός Video με ανάλογο θέμα, η συμμετοχή χορευτών σε διάφορες χορευτικές εκδηλώσεις, η περιγραφή ενός εθίμου, η ανάλυση ενός τραγουδιού είναι στοιχεία που βοηθούν στο να συγκλίνουν προς το επιθυμητό αποτέλεσμα.
Ο δάσκαλος, στον προγραμματισμό των μαθημάτων, θα πρέπει να θέτει στόχους, και ο πιο βασικός είναι η επικοινωνία των χορευτών μέσα από την κίνηση.
Τα παιδιά χρειάζονται ένα δάσκαλο που να είναι:
• Ενθουσιώδης
• Ανθρώπινος
• Ευγενικός
• Καλός ομιλητής
• Με αυτοπεποίθηση
• Κατάλληλα ντυμένος
• Με γνώσεις

Μέσα στην τάξη πρέπει να είναι:
• Συνεπής
• Προετοιμασμένος
• Πολυμήχανος
• Να κάνει επαναλήψεις μαθημάτων
• Να κάνει έλεγχο για κατανόηση του μαθήματος
• Να είναι πρακτικός
• Ρεαλιστής:Είναι συνεπής και ρεαλιστής σχετικά με τις προσδοκίες του από τους μαθητές. Αυτό παρέχει στους μαθητές ξεκάθαρα όρια αποδεκτής συμπεριφοράς. Επιπλέον, είναι ρεαλιστής σχετικά με το μπορεί να μαθευτεί στον χρόνο που είναι διαθέσιμος σ' αυτόν και στους μαθητές του. Ενδιαφέρεται να μάθουν οι μαθητές του λίγα και καλά παρά πολλά και σε μέτριο επίπεδο.
• Ανοιχτός : παραμένει ανοιχτός σε ερωτήσεις και σχόλια των μαθητών και δημιουργεί μια ατμόσφαιρα για ανταλλαγή απόψεων. Αυτό ενθαρρύνει τη σκέψη και τη σύνθεση γνώσεων στους μαθητές.
• Ξεκάθαρος: Θέτει ξεκάθαρα τους στόχους του μαθήματος στη γλώσσα που κατανοούν οι μαθητές. Δεν τους υπερφορτώνει έτσι ώστε να τους δοθεί η ευκαιρία να εστιάσουν την προσοχή τους στα σημαντικά σημεία του μαθήματος.
• Με έλεγχο: Είναι αντικειμενικός δίκαιος και δημιουργικός στην εφαρμογή μέτρων πειθαρχίας. Αναγνωρίζει την ατομικότητα κάθε μαθητή, γεγονός που βεβαιώνει τους μαθητές ότι θα αντιμετωπιστούν και θα κριθούν δίκαια.
Σήμερα, είναι πλέον παραδεκτό ότι ο χορός δεν είναι ένα σύνολο από μουσικά και κινητικά στοιχεία, αλλά ένα νέο γέννημα, αποτέλεσμα μιας συγκεκριμένης διεργασίας. Ο χορός είναι παιδί της μουσικής και της κίνησης. Η διδασκαλία του χορού είναι η καλλιέργεια ενός ζωντανού φαινομένου και όχι παραδοσιακού μουσειακού θέματος. Ενός φαινομένου που δεν είναι βήματα, κίνηση, μουσική, τραγούδι, τέρψη. Είναι όλα αυτά μαζί. Και όχι μόνο. Είναι ζωντανή λειτουργία: γνωστική, εκπαιδευτική, ανανεωτική, αισθητική, θεραπευτική, κοινωνική.

 

Πανοπούλου Καλλιόπη
Τ.Ε.Φ.Α.Α Σερρων.
Ο χοροδιδάσκαλος και η συμβολή του στη διαδικασία εκμάθησης των Ελληνικών Παραδοσιακών Χορών

5o Σεμινάριο Λαογραφίας και Βλάχικων Παραδοσιακών Χορών, Περιβόλι Γρεβενων, 24-25 Μαΐου 2003


ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ ΕΛΛΗΝΟΓΛΩΣΣΗ

Αντωνακάκης Δ., Carl Orff , εκδ. Orfefs, Ηράκλειο
Γκαρωντύ Ρ. ," Ο χορός στη ζωή" εκδ. Ηριδινός, Αθήνα
Ζωγράφου Μ. "Χορός και Επιστήμες του Ανθρώπου. Μια κριτική
παρουσίαση της εξέλιξης της "Χορολογικής "έρευνας" Στα
Πρακτικά της Δ.Ο.Λ.Τ. Επιστήμες για την τέχνη του Χορού,
Αθήνα 1999
Kramer K. Ρυθμός. θεωρία και Διδακτική Πράξη. Ρυθμός και Χορός. Πρακτικά Συνεδρίου Δ.Ο.Λ.Τ., 1-5 Ιουλίου, 1998, Αθήνα
Κράους Ρ. "Ιστορία του Χορού" εκδ. Νεφέλη, 1980
Κιουμουρτζόγλου Ε., Πολλάτου Ε., Εισαγωγή στην Κινητική Μάθηση.
Αθήνα, 1991, εκδ. Σάκκουλα
Κωνσταντινάκος Π. , Peluso E. Μεθοδολογία - Διδακτική της φυσικής αγωγής,
Θεσ/νίκη: University studio press, 1988
Λαμπροπούλου Β., " Φιλοσοφία των φύλων. Οι γυναικείοι χοροί στην αρχαία Ελλάδα και η φιλοσοφία τους.", Αθήνα 1986
Lawler L., Ο χορός στην αρχαία Ελλάδα, εκδ. Εκπολιτιστικό Σωματείο
Ελληνικών Χορών, Κέντρο Παραδοσιακού Χορού, Αθήνα
Λουκιανός , Περί Ορχήσεως, 6
Λυκεσάς Γ. " Η διδασκαλία των Ελληνικών Παραδοσιακών Χορών στην
Πρωτοβάθμια εκπαίδευση με τη μέθοδο της Μουσικοκινητικής
Αγωγής." Διδακτορική Διατριβή, Θεσσαλονίκη 2002
Λυκεσάς Γ., "Η εκπαίδευση του Παραδοσιακού χορού στο αναλυτικό
πρόγραμμα της Δημοτικής εκπαίδευσης και η εφαρμογή του
στην πράξη." (Εκδ.) Σωματείου χορού και Ρυθμικής. Περιοδ.
Χορός,(20) Αθήνα
Gallahue D., Αναπτυξιακή Φυσική Αγωγή για τα σημερινά παιδιά., μετ.
Ευαγγελινού Χρ. - Παππά Α. εκδ. University Prees,
Θεσσαλονίκη 2002
Mazczuk M., Ο ρόλος του Λαϊκού Χορού στη Ζωή του Ανθρώπου στη Φάση
του Σύγχρονου Πολιτισμού μας.
Ο Λαϊκός Χορός Σήμερα.Πρακτικά συνεδρίου Δ.Ο.Λ.Τ..Λάρισα, 5-7 Ιουλίου 1987.
Ματέϋ Πολ., Ρυθμική, εκδ., Νάκας Αθήνα 1978
Πανοπούλου Κ., "Η χορευτική ταυτότητα των Βλαχοφώνων του Ν.
Σερρών. Διάρκεια και τομές", Διδ. Διατριβή, Σέρρες, 2001
Πολλάτου Ε., Βασιλειάδου Ο., Χατζητάκη Β., Δέρρη Β., " Η επίδραση
της Μουσικοκινητικής Αγωγής στην ανάπτυξη βασικών
δεξιοτήτων μετακίνησης σε παιδιά προσχολικής ηλικίας."
Ανακοίνωση στο 7ο Διεθνές Συνέδριο Φυσικής Αγωγής &
Αθλητισμού, Κομοτηνή 1999.
Πλάτωνος Νόμοι Β. 654
Robert W. Christina- Daniel M. Corcos: "Προπονητής και μάθηση-
απόδοση", επιμέλεια Ε. Κιουμουρτζόγλου, εκδόσεις Salto,
Θεσσαλονίκη 1993
Σερμπέζης Β. Η διδασκαλία του παραδοσιακού χορού σε παιδιά ,
Τ.Ε.Φ.Α.Α. Κομοτηνής, Υ.Τομέας : Ελληνικοί Χοροί, 2005
Σερμπέζης Β. "Συγκριτική μελέτη μεθόδων διδασκαλίας του Ελληνικού
Παραδοσιακού Χορού σε παιδιά ηλικίας 9-11 ετών."
Διδακτορική διατριβή, Κομοτηνή 1995.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ ΞΕΝΟΓΛΩΣΣΗ

Βlacking J., "Movement and meaning: Dance in Social Anthropological
perspective", Dance Research
Best D., The aesthetic and artistic in philosophy, 1982, 54,
Collinson D. Aesthetic education. In G. Langford and D.J.O Connor (ed).
New essays in the Philosophy of Education, Routledge and
Kegan Pant.
Cholod K.L., Children's causal attributions for performance in creative dance
and folk dance. M. Abstracts International, 34,1356
Seitz J.,"Mind, Dance and Pedagogy. Available on-line: www.york.cuny.
edu~seitz/
Kurath G., "Panorama of Dance Ethnology", Current Anthropology,vol.1,1960
Gilbert A., " A Conceptual Approach to study dance", Pre K-12. Journal of
Physical Education Recreation and Dance
Purcell T., "Teaching children Dance: Becoming a master Teacher
.Champaing IL: Human Kinetics
Jay D., Effect of Dance Program on the Creative of Preschool Handicapped
Children. Adapted Physical Activity Quarterly, 8.
Shreeves R., Children dancing. Wandlock Education Company Ltd. U
Royce-Peterson A., "Social and Political Aspects of Dance behavior in Plural
Societies, Manuscript 1973.
Wall J., Murray N. Children and Movement: Physical Education in the
Elementary School. (2nd edit.), WCB Brown & Benchmark
Warld F., "Folk dancing for young children." 2000, Available on-line:
www.earlychildhood.com/Articles/index.cfm
Werner P., Sweeting T., Woods A., Jones L., Developmentally Appropriate
Dance for Children. Journal of Physical Education Recreation and Dance, 63(6),
Williams H. Perceptual and Motor Development, New Jersey USA(1983) Prentice - Hall

 

Αναζήτηση