ΓΕΝΙΚΑ - ΚΑΤΑΝΟΜΗ ΚΟΠΑΔΙΩΝ - ΟΝΟΜΑΣΙΕΣ ΖΩΩΝ ΑΝΑΛΟΓΑ ΜΕ ΤΟ ΧΡΩΜΑ, ΤΑ ΚΕΡΑΤΑ, ΤΑ ΣΗΜΑΔΙΑ
Ανατρέχοντας στα λεξικά, διαπιστώνουμε ότι η λέξη κοπάδι (κουπίι) παράγεται από το αρχαιοελληνικό ρήμα «κόπτω», αλλά εμφανίζεται μεταγενέστερα ως υποκοριστικό του ουσιαστικού «κοπή» που σημαίνει τμήμα, τεμάχιο (Μπαμπινιώτης). Άρα κοπάδι σημαίνει «τμήμα πολλών ατόμων του ίδιου είδους μαζί».
Ο σαρακατσάνος συγγραφέας Ν. Κατσαρός, όσον αφορά στο τσελιγκάτο, θεωρεί ότι, κοπάδι είναι ένα τμήμα ζώων ενός τσελιγκάτου που αποκόπτεται από τα άλλα λόγω διαφορετικότητας και αρκετές φορές για έναν ξεχωριστό προορισμό (στερφοκόπαδα, γαλαροκόπαδα, κοπάδια προβάτων, γιδιών κλπ).
Η κατανομή των προβάτων γίνεται με κριτήρια την ηλικία τους και τη δυνατότητά τους να γεννήσουν τον ερχόμενο χειμώνα, την κατάσταση τους από πλευράς εγκυμοσύνης, την παραγωγή ή μη γάλακτος, τη μορφολογία του εδάφους, την εποχή κλπ.
Ένας καλός κτηνοτρόφος οφείλει να δουλεύει με σύστημα: Παρατηρεί πότε τα ζώα ζευγαρώνουν, έτσι ώστε, εκτιμώντας και τις καιρικές συνθήκες, να αποφασίσει πότε θα αναχωρήσει για τα χειμαδιά (στην περίπτωση νομαδικής κτηνοτροφίας). Συνήθως το «γκαστροχώρισμα» γίνεται το φθινόπωρο [χινοπώριασμα], όπου πρώτα ξεχωρίζουν το «στερφοκόπαδο» (κριάρια, ζυγούρια και προβατίνες που δεν ζευγάρωσαν). Από την άλλη μεριά, τα γκαστρωμένα ξεχωρίζονται σε πρώιμα (γκριάλι) και όψιμα (λισουάρι). Μετά τη γέννα, ξεχωρίζονται οι μάνες με τα αρσενικά που προορίζονται για σφαγή και αποτελούν το «σερκολείβαδο». Οι μάνες με τα θηλυκά και τα αρσενικά (που θα κρατηθούν για «έχος» = αναπαραγωγή), στέλνονται σε άλλο λιβάδι. Γενικά χωρίζονται τα ζώα, ενόψει του γέννου και μετά από αυτόν.
Τα κοπάδια στη βοσκή ήταν χωρισμένα σε γαλακτοφόρα - γαλάρια (μιτρίτσι), σε στείρα (στιάρπι), σε απογαλακτισμένα χρονιάρικα κατσίκια - βιτούλια (βιτούλι) με τα τραγιά και σε χρονιάρικα αρνιά - ζυγούρια (νουάτινι) με τα κριάρια. Το Πάσχα έσφαζαν τα αρνιά για εμπορία και λίγο αργότερα, του Αγίου Κωνσταντίνου τα κατσίκια, αφού κρατούσαν τα απαραίτητα, κυρίως θηλυκά (στα βλάχικα «φιάμινι», ενώ «μάσκουρι» τα αρσενικά). Αργότερα, έσφαζαν τα σουγγάρια (γεννημένα με καθυστέρηση) και τον 15Αύγουστο τα ζυγούρια, τα βιτούλια και τα πιο ηλικιωμένα. Επίσης τον Δεκέμβριο έσφαζαν και πουλούσαν τα πιο ηλικιωμένα ζώα. Έτσι πραγματοποιούνταν η ανανέωση ή ο πολλαπλασιασμός του κοπαδιού και ταυτόχρονα οι κτηνοτρόφοι εξυπηρετούνταν οικονομικά με την πώληση του κρέατος, αλλά και εξασφάλιζαν το οικογενειακό τους τραπέζι με το απαραίτητο κρέας.
Οι ημέρες για γονιμοποίηση επιλέγονταν έτσι ώστε η διαδικασία να ολοκληρωθεί σε λίγες ημέρες. Η κυοφορία για τα πρόβατα κρατάει γύρω στις 140 ημέρες, ενώ για τα γίδια περίπου 150 ημέρες. Τα πρόβατα μαρκαλίζονται (σμαρλέσκου) από τα κριάρια (μπιρμπέτσλι) και γίδια παρτσιαλίζονται (σπαρτσιέσκου) από τα τραγιά (τσάκλι, παρτσάλια λέγονταν τα βαρβάτα). Η διάρκεια ζωής των ζώων παλιότερα ήταν μεγαλύτερη, γεννούσαν 10/12 φορές στη ζωή τους, ενώ σήμερα γεννούν 5/6 φορές και παράγουν περισσότερο γάλα. Η μακροζωία παλιότερα οφείλονταν στο ότι τα ζώα ήταν περισσότερο σκληραγωγημένα και έβγαιναν το καλοκαίρι στο βουνό. Αυτό δεν συμβαίνει στις σημερινές ημέρες.
Κάθε κοπάδι έχει τα γκισέμια (γτσιλι), τα επικεφαλής δηλαδή, και αυτά ήταν περισσότερο ευνουχισμένα - μουνουχισμένα (μουνούχι) κριάρια ή τράγοι και λιγότερο προβατίνες ή γίδες. Τα πρώτα είχαν μεγάλα κουδούνια, ενώ τα δεύτερα έφεραν μικρότερα κουδούνια. Υπήρχαν πολλών ειδών κουδούνια, τσιουκάνια (τσιόκανι για πρόβατα), κυπριά (κίπριι για γίδια), καμπάνες (κμπέν) κλπ, και ο κτηνοτρόφος είχε την ικανότητα να ξεχωρίζει τα ζώα από τον ήχο τους. Οι Σαρακατσάνοι ήταν συνήθως προβατοτρόφοι στο Βέρμιο, ενώ οι Βλάχοι είχαν από όλα (πρόβατα, γίδια, αγελάδες, άλογα κλπ).
Τα πρόβατα και τα γίδια από το χρώμα του δέρματος και του μαλλιού τους διαχωρίζονταν σε μαύρα, άσπρα (οι Βλάχοι τα έλεγαν άλμπιλι ή μπιάλιλι, ενώ οι Σαρακατσάνοι φλώρα) και σε ασπρόμαυρα ή παρδαλά.
Ανάλογα με τις διάφορες αποχρώσεις τα μαύρα πρόβατα ονομάζονταν: μουράτα (κατάμαυρο), γρίβα (σταχτί σκούρο), μπάλιο (άσπρη η κορφή του κεφαλιού, ασπρονόρκο (κατάμαυρο με άσπρη ουρά) καλιγούσα (πόδια άσπρα), μπασούρκα (άσπρο κεφάλι, άσπρη ουρά ή μαύρες βούλες στο λαιμό) κ.α.
Τα δε άσπρα πρόβατα λέγονταν: μπέλα (ολόασπρο μούτρο), μπούτσικο (κόκκινο πρόσωπο, πόδια και άκρη ουράς), κάτσινο (κόκκινο, ξανθοκίτρινο πρόσωπο), βάκρα (μαύρο μούτρο και πόδια), καραμπάσκο (πρόσωπο με χοντρές μαύρες γραμμές), καλέσιο (έντονες λεπτές, έντονες μαύρες γραμμές στο πρόσωπο. Τα ομορφότερα πρόβατα. Έτσι έλεγαν και για μια όμορφη γυναίκα), κοκκινομάτα (όταν η τρίχα γύρω από το μάτι ήταν κόκκινη), μπούκα (κόκκινο πρόσωπο) καραμάνα (άσπρο μούτρο και μαύρες γραμμές γύρω από τα μάτια). κ.α.
Τα άσπρα και τα μαύρα πρόβατα ονομάζονταν και μαλλάτα (με μακριά μαλλιά), ρούντα (με κοντά και πυκνά σγουρά μαλλιά), μαρμάρα (όταν δεν γεννάνε), καλαμοβύζα (με μακριά βυζιά), κρούτα (με κέρατα ή ξύλα) και σκουλαρικάτα (με σκουλαρίκια στο λαιμό).
Η γίδα ανάλογα με το τρίχωμά της ονομάζεται: γκόρμπα (κατάμαυρη), κανούτα (γκρίζα ανοιχτή), μούργκα (γκρίζα σκούρα), φλώρα (ασπρογκρίζα), γκέσα (με μαύρες ή άσπρες γραμμές στο πρόσωπο και το τρίχωμα στο σώμα άλλοτε μαύρο και άλλοτε γκρίζο), φλωροκανούτα (με ανάκατες άσπρες και γκρίζες τρίχες), μπάρτζα (με πρόσωπο και κοιλιά καφεκόκκινο), ρούσα (με άσπρο μούτρο και καστανόξανθο τρίχωμα), μπούκα (με καφεκόκκινο μούτρο).
Η γίδα επίσης διακρίνεται και από τα κέρατά της: σιούτα (όταν δεν έχει κέρατα), κουτσοκέρα (με ένα σπασμένο κέρατο), ορθοκέρα (με τα κέρατά της όρθια προς τα πάνω), πισωκέρα (με τα κέρατά της γυρισμένα προς τα πίσω), στριφτοκέρα (με τα κέρατά της σαν μπούκλες).
Επαναλαμβάνουμε ότι έχουμε πολλές κοινές ονομασίες στα πρόβατα και στα γίδια, όσον αφορά, το χρώμα, τα κέρατα κλπ, ανάμεσα στους Βλάχους και στους Σαρακατσάνους και μια αυθαίρετη και μη επιστημονική ερμηνεία για την προέλευση από την μια ή την άλλη πληθυσμιακή ομάδα θα ήταν, κατά τη γνώμη μας, ατυχής.
Ένα άλλο χαρακτηριστικό των ζώων είναι το σημάδι που φέρουν στα αυτιά τους. Αυτό γίνονταν από τους κτηνοτρόφους με κοφτερό μαχαίρι για ευνόητους λόγους (δείγμα για αναπαραγωγή, αποφυγή κλοπής, δείγμα ιδιοκτησίας κλπ). Μερικά βασικά σημαδιών ήταν: μπροστοκλειδιά, πισουλειδιά, μπρουστοράφκο, πισουράφκο, τρουπάφκο, σχιζάφκο, μπροστό ή πισωξουραφιά, φουρκάφκο από το δεξί, φουρκάφκο από το ζερβί, μπλαχούρικο, βαγιάφκο, κουτσόφκο, πισωκλείδκο, μπρουστοκλείδκο ή κόκα κλπ. Επίσης, τα γίδια που είχαν μικρά αυτιά οι Βλάχοι τα έλεγαν «τσίπι» και όταν τα αυτιά κοίταζαν προς τα κάτω μπρος τα έλεγαν «πιακούρι».
Τα πρόβατα και τα γίδια γενικά ζουν 6 μέχρι 8 χρόνια και η ηλικία τους διακρίνεται από τα δόντια.
ΔΟΥΛΕΙΕΣ, ΕΡΓΑΛΕΙΑ, ΝΤΥΣΙΜΟ ΤΟΥ ΤΣΟΠΑΝΟΥ, ΦΛΟΓΕΡΑ & ΣΚΑΡΟΣ.
Είναι γεγονός, πάντως, ότι ένας καλός κτηνοτρόφος έπρεπε να γνωρίζει τα ζώα του, ένα προς ένα, ανάλογα με το χρώμα του, το σημάδι και τα άλλα χαρακτηριστικά τους και να έχει γενικά καλή μνήμη. Υπήρχαν μάλιστα μερικοί τόσο καλοί βοσκοί, οι οποίοι με δυο τρεις ματιές καταλάβαιναν πόσα ζώα τους έλειπαν.
Στη μορφή του παλιού τσελιγκάτου οι τσομπάνηδες (βοσκοί) συνήθως προέρχονταν από τους άντρες και τους σμίχτες του. Πάντως, οι βοσκοί-μέλη και οι σμίχτες έπαιρναν μισθό, όπως και οι εξωτερικοί βοσκοί και, εάν είχαν πρόβατα δικά τους, έπαιρναν αυτό που τους αναλογούσε. Ο χρόνος απασχόλησής τους διαρκούσε ανά εξάμηνο και κομβικοί μήνες ήταν ο Οκτώβρης και ο Απρίλης. Η εποχή πρόσληψης ήταν συνήθως ο Σεπτέμβρης και η συμφωνία γίνονταν με το «στόμα», χωρίς χαρτιά. Έφτανε ο λόγος τότε. Οι τσομπαναραίοι ονομάζονταν ανάλογα με το είδος των ζώων που φυλούσαν [προβατάρηδες, γιδάρηδες, βαλμάδες (άλογα, μουλάρια)].
Η περισσότερο δύσκολη δουλειά είναι αυτή των γιδάρηδων και των προβατάρηδων. Αυτοί είναι υποχρεωμένοι, εκτός της βοσκής, να ποτίζουν, να αλατίζουν, να αρμέγουν, να κουρεύουν, να ξεγεννούν να προστατεύουν, να «σκαρίζουν» και να κάνουν όλες τις απαραίτητες δουλειές και δεν υπήρχε ωράριο εργασίας. Μια πολύ σημαντική διαφορά ανάμεσα στα γίδια και στα πρόβατα είναι ότι το μητρικό φίλτρο είναι περισσότερο ανεπτυγμένο στις γίδες. Ανάμεσα στις άλλες διαφορές τους πρέπει να αναφέρουμε και το γεγονός ότι το γάλα των γιδιών έχει λιγότερα λιπαρά από αυτό των προβάτων, το δε τυρί τους είναι σκληρότερο και περισσότερο λευκό.
Το σπουδαιότερο και αναγκαιότερο εργαλείο του τσοπάνου είναι η γνωστή γκλίτσα/κλείτσα. Όσον αφορά στην ετυμολογία της λέξης, υπάρχουν πολλές απόψεις (από τη λέξη αγκύλη/αγκυλίτσα/αγκλίτσα/γκλίτσα ή από το ρήμα κλείω κλπ). Στα βλάχικα ολόκληρη η γκλίτσα λέγεται «κ.ρλίκου». Το επάνω μέρος της λέγεται «κ.ρλιμπάνα» και το ξύλο που ενώνεται με αυτήν λέγεται βιάργα. Η γκλίτσα χρησιμεύει σαν όπλο επίθεσης και προστασίας του βοσκού, αλλά το κύριο έργο της ήταν το πιάσιμο του ζώου συνήθως από τα πόδια.
Ο τσομπάνος για τον εαυτό του και για το κοπάδι χρειάζονταν επίσης τα παρακάτω εργαλεία: Τ(ου)φέκι, κουμπούρι, μαχαίρι (κ.τσούτου), σουγιάς (κ.στούρα), ραβδί, γίλα, βέργες, βίτσες, πατερίτσα, κλαδευτήρι, τσεκούρι (τ.πόρλου), κουροψάλιδα, τσακμάκι ή πρυόβολο, ακόνια για τα χατζάρια, ίγκλες, τριχιές, γκέμια, καμτσίκια, κιουστέκια, ζιγκιά, μαγκούρες, πέταλα, πανωσάμαρα, φτσέλια, σούβλες, στραγγοτσαντίλες, ξυλοχούλιαρα, βαρέλια για νερό, σακιά, δισάκια, διάφορα τσόλια (για να κοιμάται κλπ) κ.α.. Επίσης πολλά εργαλεία-σάγια ήταν δερμάτινα π.χ. σκαφίδια, τουλούμια, γαλατσάκια κλπ.
Είναι σημαντικό πως τα πρυοβόλια ή τσακμάκια (ατσάλι, πουρναρόπετρα και ίσκνα) τα χρησιμοποιούσαν να ανάψουν φωτιά, στοιχείο που μας παραπέμπει σε πανάρχαιες εποχές. Με το κρούσιμο του ατσαλιού και της στουρναρόπετρας πετιούνται σπίθες, που τις αρπάζει η ίσκνα και έτσι προκαλείται η φωτιά. Η ίσκνα είναι ένας μήκυτας που βγαίνει στις φλούδες των δέντρων και όταν αυτή επεξεργαστεί, ξεραθεί και μαλακώσει αποτελεί καλό προσάναμμα. Ενθυμούμαι, όταν ήμασταν μικρά παιδιά την δεκαετία του 60, κόβαμε την ίσκνα από τα δέντρα την ξεραίναμε και επειδή ήταν μαλακή και πορώδης την καίγαμε στην άκρη και την καπνίζαμε, έχοντας την ψευδαίσθηση ότι καπνίζαμε τσιγάρο.
Στον τουρβά/τρουβά (τάστρου) ο τσομπάνος έβαζε συνήθως τα απαραίτητα τρόφιμα για την καθημερινή ζωή του, καθώς και το κλειδοπίνακο, που ήταν ένα βαθύ και πλατύ ξύλινο πιάτο, το οποίο σφράγιζε με ξύλινο καπάκι και χρησίμευε για διατήρηση φαγητού. Το απλό ξύλινο πιάτο το λέγανε «πνάκι»(«κουβάτα»), ενώ «καρβάνα» το τσίγκινο πνάκι.
Ο βοσκός επίσης είχε μαζί του πάντοτε το γαλοδέρματο ή δερμάτι ή τυροφάι (από δέρμα κατσικίσιο), όπου φύλαγε ιδιαίτερα το καλοκαίρι ξινό δροσερό ορεκτικό γάλα και την φτσέλα ή μπούκλα (ξύλινο στρογγυλό σκεύος με μικρό στόμιο), από όπου έπινε νερό. Τα εργαλεία αυτά συνήθως έφεραν επάνω τους ξυλόγλυπτα κεντήματα, έργα τέχνης φτιαγμένα από τους ίδιους τους βοσκούς.
Οι τσοπάνοι ακόμα είχαν μαζί τους την φλογέρα (πανάρχαιο μουσικό όργανο, «φλοϊάρα» στα βλάχικα) για να παίζουν στις ατέλειωτες ώρες της μοναξιάς και όχι μόνο. Η φλογέρα είναι ένα όργανο δεμένο με τη φύση, τη δουλειά και τις ανάγκες του βοσκού. Κανένας άλλος παρά ο τσοπάνος δε μπορεί να παίξει τόσο όμορφα τη φλογέρα. Ο βοσκός βαράει τη φλογέρα τις ίδιες μονότονες και θλιβερές μελωδίες που έπαιζε από την αρχαιότητα.. Όλο το σκηνικό (του παιξίματος της φλογέρας) θα μπορούσε να παρομοιαστεί με τον Κορυφαίο σε μια ορχήστρα που εναρμονίζει τη συναυλία των κουδουνιών και του κοπαδιού γενικά. Δεν είναι καθόλου απίθανο να τολμήσει να πει κανείς ότι τα ζώα γνωρίζουν το παίξιμο της φλογέρας του δικού τους βοσκού και λειτουργούν ανάλογα, στο σκάρο, στη βοσκή, στη στρούγκα, στον στάλο κλπ. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι μια συγκεκριμένη μελωδία που παίζεται με τη φλογέρα λέγεται «σκάρος». Η μικρή φλογέρα λέγεται και τζουράς ή σουραύλι, ενώ η μεγάλη λέγεται τζαμάρα. Υπήρχε επίσης και ο δίαυλος ή το μπουλ μπουλ που ήταν μαζί δύο φλογέρες (με δυο φωνές). Ένα μουσικό όργανο που έπαιζαν επίσης οι κτηνοτρόφοι ήταν ο ταμπουράς, ο οποίος ήταν ένα έγχορδο όργανο (απόγονος της αρχαιοελληνικής πανδούρας και πρόγονος του λαούτου).
Απαραίτητο προστατευτικό για το κρύο και τις βροχές ήταν το μαλλιότο (ταλαγάνι) για καθημερινή χρήση, που ήταν αδιάβροχο, υφαντό στον αργαλειό (συνήθως από πρόβειο μαλλί), επανοφώρι με κατσιούλα και μανίκια μέχρι το γόνατο. Για μεγαλύτερη προστασία, ιδιαίτερα σκέπασμα για ύπνο υπήρχε η εντελώς αδιάβροχη κάπα (ταμπάρια) που ήταν φτιαγμένη συνήθως από γιδόμαλλο ή τραγόμαλλο και χωρίς μανίκια, με κατσούλα και έφθανε μέχρι τον αστράγαλο. Υπήρχαν και λίγες κάπες με μανίκια.
Τα πρόβατα βόσκουν το ένα δίπλα στο άλλο, ενώ τα γίδια ανεξάρτητα. Επίσης τα γίδια όταν βρουν πολλή βοσκή μένουν στο ίδιο μέρος συνεχώς, ενώ τα πρόβατα αρπάζουν μερικές μπουκιές, είναι βιαστικά και κινούνται προς τα εμπρός πάντοτε. Μια άλλη συνήθεια που έχουν τα πρόβατα κατά τη βοσκή τους είναι ότι πηγαίνουν κόντρα στον αέρα. Επίσης είναι επιλεκτικά, τους αρέσει το καθαρό (παστρικό) χορτάρι και ο καλός βοσκός αποφεύγει τις απότομες παρεμβάσεις για να μην τα αναστατώσει (η ηρεμία τους έχει σημασία στην απόδοση σε γάλα).
Το καλοκαίρι, όταν ο ήλιος ανεβαίνει ψηλά, περίπου από τις 10 το πρωί μέχρι τις 6 το απόγευμα, τα πρόβατα δεν βοσκούν και «σταλίζουν», πηγαίνουν στο στάλο (μασσ) δηλαδή σε σκιερό μέρος (κάτω από δέντρα ή τσαρδάκια). Για να αναπληρωθεί η βοσκή συνήθως κατά τις δυο τα μεσάνυχτα ο καλός βοσκός ξυπνάει το κοπάδι από το γρέκι (αμιρίτζ) που ήταν ένα πρόχειρο περίφραγμα από θάμνους και κλάδους, όπου σταβλίζονται τα αιγοπρόβατα και τα βόσκει για 2 ώρες περίπου. Αυτό λέγεται «σκάρος» και εκείνη την ώρα το κοπάδι χρειάζεται προσοχή από τα αγρίμια (λύκο κλπ) λόγω του σκότους. Τα κουδούνια των προβάτων λειτουργούν και ο βοσκός είναι σε επιφυλακή μαζί με τα τσοπανόσκυλα που είναι εκπαιδευμένα, θορυβεί, φωνάζει συνέχεια, χουϊάζει-χουχουτάει (αούρλου) ή ακόμα παίζει και τη φλογέρα του (εξού και «σκάρος» που είναι αργός ποιμενικός σκοπός με φλογέρα ή κλαρίνο), όπως είπαμε προηγουμένως. Επίσης, τα ζώα, όταν έχουν σταματήσει το βόσκημα και κοιμούνται, μαρκηώνται (σ.ράμικου), δηλαδή μηρυκάζουν.
ΑΛΑΤΑΡΙΕΣ, ΑΣΘΕΝΕΙΕΣ ΖΩΩΝ, ΓΚΕΣΕΜΙΑ, ΥΙΟΘΕΣΙΕΣ (ΤΣΑΓΚΑΔΕΣ), ΤΣΟΜΠΑΝΟΣΚΥΛΑ.
Οι τσοπαναραίοι ξέρουν ακόμα πως το πρόβατο και το γίδι για να διψάει και να πίνει νερό, να φέρνει γάλα και να παχαίνει, έχει ανάγκη από αλάτι, θέλει «αλάτισμα». Τούτη η γνώση προέκυψε, όταν οι πρώτοι κτηνοτρόφοι παρατήρησαν ότι τα οικόσιτα φυτοφάγα ζώα έδειχναν αδυναμία στα αλόφυτα (φυτά σε αλμυρά εδάφη) και στις αλμυρές πηγές. Έτσι αναγνωρίστηκε η φυσική τους ανάγκη για αλάτι και ως εκ τούτου ο κτηνοτρόφος δημιούργησε τις αλαταριές (σαρίνι). Αυτές είναι σε σταθερά και ειδικά σημεία, συνήθως είναι μεγάλες πλάκες (φυσικές ή τοποθετημένες), όπου μπαίνει αλάτι και πίτουρα βρεγμένα με λίγο νερό. Τα ζώα με το ειδικό σφύριγμα του βοσκού αντιλαμβάνονται ότι πλησιάζουν σε αλαταριά και αρχίζουν να τρέχουν, βελάζοντας από απόσταση περίπου 200 μέτρων. Τρώνε το αλάτι με μεγάλη λαιμαργία και μετά ποτίζονται (σε ποτίστρες ή μπάρες). Γνωστή είναι η «Μπάρα» (μικρή λίμνη) του Ξηρολιβάδου για αυτό το θέμα. Οι βοσκοί δίνουν συχνότερα αλάτι στα πρόβατα και στα γίδια όταν πλησιάζει ο μαρκάλος και ο πριτσιάλος αντίστοιχα (ζευγάρωμα).
Όσον αφορά στις ασθένειες των ζώων, λόγω έλλειψης κτηνιάτρων, όπως ήταν φυσικό, οι ίδιοι οι κτηνοτρόφοι αντιμετώπιζαν με την εμπειρία τους και παραδοσιακά τέτοιου είδους προβλήματα.
Πολύ συνηθισμένο πρόβλημα στα ζώα ήταν το σπάσιμο των άκρων τους, το οποίο αντιμετωπίζονταν με τους πρακτικούς (ιχλήδες στα σαρακατσάνικα) αλλά και με τους απλούς κτηνοτρόφους. Άλλα προβλήματα υγείας ήταν το φούσκωμα, η τρέλα (β.ρλ.), το φίδιασμα (ντι ν.πίρτικα), ο μασταράς (αγκουντί του ούτζ=μαστάρια), ο άνθρακας (νταλάκ), η στρουμπάρα, η παρμάρα (λουάρι) το λυκόπιαμα (λούπλου ακ.τσέ ντι λα γκούσι) και άλλα. Είναι αξιοσημείωτο ότι για τη θεραπεία των «τρελών» ζώων (φούσκα με υγρά και άσπρα σπόρια στον εγκέφαλο του ζώου, που το έκανε να αντιδρά με τρέλα) υπήρχαν κτηνοτρόφοι οι οποίοι πραγματοποιούσαν πρακτικές χειρουργικές επεμβάσεις και μάλιστα πολλές φορές με επιτυχία.
Το φίδιασμα ήταν το τσίμπημα του ζώου από το φίδι, ενώ το φούσκωμα προέρχονταν συνήθως από δηλητηριασμένη τροφή. Και για τα δυο ο κτηνοτρόφος συνήθως εύρισκε τρόπο να τα θεραπεύσει. Η στρουμπάρα, για παράδειγμα, ήταν ένα είδος δηλητηρίασης του ζώου από χορτάρι ή μανιτάρι. Ο μασταράς ήταν η γνωστή μαστίτιδα και το λυκόπιασμα ήταν ο τραυματισμός του ζώου από δάγκωμα λύκου συνήθως στο λαιμό. Πρέπει να αναφερθεί ότι ο λύκος, όταν ορμούσε σε ένα κοπάδι, δάγκωνε από το λαιμό όσα ζώα μπορούσε (αιμοβόρος) και στο τέλος έπαιρνε στον ώμο του ένα από αυτά κι έφευγε. Για τη θεραπεία του δαγκώματος οι κτηνοτρόφοι συνήθως έχυναν στη πληγή καυτό λάδι.
Το μουνούχισμα στα κριάρια, άλογα, γάιδαρους, σκύλους κλπ και το τσουκάνισμα (τραγιά) ήταν η αφαίρεση των όρχεων από αρσενικά ζώα που ο κτηνοτρόφος ήθελε να είναι ήσυχα και πειθαρχημένα, όπου έμπειροι πρακτικοί κτηνοτρόφοι έκαναν αυτή την διαδικασία με κοφτερά μαχαίρια.
Βέβαια, από τα αρσενικά (κριάρια, τραγιά) σε ένα κοπάδι που δεν ευνουχίζονταν, ένα έπρεπε να γίνει αρχηγός πριν από το βάτεμα (εποχή σύλληψης). Αυτό ήταν υπόθεση και μόνο των αρσενικών και δεν υπήρχε παρέμβαση από τον κτηνοτρόφο. Τα αρσενικά μόνα τους καταλάβαιναν ποιος έκανε για αρχηγός. Εάν στο τέλος δυο αρσενικά διεκδικούσαν την αρχηγία, τότε γινόταν μονομαχία μεταξύ τους και μάλιστα μέχρι θανάτου (κτύπημα με τα κέρατα), αλλά με κανόνες αξιοκρατίας, δικαιοσύνης και παλικαριάς. Τα προνόμια του αρχηγού ήταν ότι αυτός ήταν ο εκλεκτός των θηλυκών στην εποχή του «βατέματος» και ο επικεφαλής του κοπαδιού (το προαναφερθέν γκισέμι).
Ο κτηνοτρόφος επίσης αντιμετωπίζει και ένα άλλο σοβαρό πρόβλημα. Κάποια αρνιά ή κατσίκια γεννιώνται ψόφια και οι μάνες τους μένουν τσαγκάδες (πλικ.τουάρι) και υπάρχει κίνδυνος να μείνουν χωρίς γάλα, εάν δεν αρμεχθούν, ή να αρρωστήσουν από το πολύ γάλα. Ακόμα μερικές μάνες δεν θέλουν τα αρνιά που γέννησαν, ή το γάλα τους μερικές φορές δεν φθάνει ή έχουν πολύ γάλα που περισσεύει. Έτσι, αυτός για να εξασφαλίσει μια ισοδύναμη ανάπτυξη όλων των αρνιών, αναγκάζεται να προβεί σε «αναγκαστικές υιοθεσίες», το «διπλόδεμα»(όλη αυτή η διαδικασία στα βλάχικα σημαίνει πλικ.τουάρι) όπως το λένε οι Σαρακατσάνοι.
Επειδή μια μάνα-προβατίνα-τσαγκάδα είναι φυσικά δύσκολο να δεχθεί ένα υιοθετημένο αρνί, ο κτηνοτρόφος μηχανεύεται διάφορους τρόπους για την αποδοχή της «υιοθεσίας». Ένας από αυτούς είναι να απομονώσει τη «τσαγκάδα» με το υιοθετημένο αρνί σε ένα μικρό περιφραγμένο χώρο-μπιτούλι (κουτάρι), να το ντύσει με το δέρμα του ψόφιου δικού της αρνιού, έτσι ώστε η μάνα να έχει τη μυρωδιά του και με μια σειρά από ενέργειες του τελικά το αρνί να γίνει αποδεκτό από τη θετή μάνα, τουλάχιστον μέσα σε δυο τρεις ημέρες. Πάντως, πρέπει να επισημανθεί ότι οι γίδες «υιοθετούν» δυσκολότερα από τις προβατίνες.
Επιβάλλεται ασφαλώς να γίνει και μια μικρή αναφορά στο τσομπανόσκυλο, που είναι ο αχώριστος σύντροφος του βοσκού, ο ακούραστος φύλακας του κοπαδιού και που θυσιάζει ακόμα και τη ζωή του για αυτό. Τα τσομπανόσκυλα, χωρίς να έχουν κάποια ειδική εκπαίδευση, ανταποκρίνονται στο ρόλο που τους αναθέτει ο βοσκός, απομακρύνουν τα αγρίμια από το κοπάδι, αγαπούν το αφεντικό τους και υπακούουν σε αυτόν, ο οποίος βέβαια τα εξασφαλίζει με πιτυρίσιο/καλαμποκίσιο ψωμί μια δυο φορές την ημέρα, το λεγόμενο γκομούλι. Τα σκυλιά όταν φυλάνε το κοπάδι βρίσκονται πάντοτε σε επίκαιρη θέση που αυτά επιλέγουν Δεν τα βλέπει κανείς όλα μαζί και αυτά πάντοτε μετακινούνται μπρος και πίσω από το κοπάδι, χωρίς να στέκονται στο ίδιο σημείο. Τα τσομπανόσκυλα σπάνια κοιμούνται όταν το κοπάδι και ο βοσκός είναι σε ύπνο και συχνά γαυγίζουν και ουρλιάζουν για να καταστήσουν γνωστή την παρουσία τους και να φοβίσουν τα αγρίμια, ιδιαίτερα τον λύκο.
ΠΟΙΜΝΙΟΣΤΑΣΙΑ, ΟΒΟΡΟΙ, ΣΤΡΟΥΓΚΕΣ.
Τα ποιμνιοστάσια ή μαντριά (στα βλάχικα: «μάντρα» για πρόβατα και «κ.πρ.λιάτσ» για γίδια) διακρίνονται σε κόρδες (πρόχειρα μαντριά για όλες τις κατηγορίες των ζώων και για πολλές περιστάσεις), προβατομάντρια (για πρόβατα), γιδομάντρια (για γίδια), και οβορούς (για άλογα και μουλάρια). Τα μαντριά στήνονταν κυρίως στα χειμαδιά και όλοι δουλεύουν ασταμάτητα, έτσι ώστε αυτά να είναι έτοιμα για να γεννήσουν τα «πρότα» (ζώα) γιατί ο κτηνοτρόφος θα βγάλει το ψωμί του από το «γέννος» (αρνιά, κατσίκια) και τα γάλατα.
Οι κόρδες συνήθως για τα πρόβατα κατασκευάζονταν κυρίως στα χινοπώρια, αλλά και στους θερινούς μήνες. Είναι ένας χώρος περιφραγμένος με θάμνους από πουρνάρια, βαλανιδιές βάτα, άγριες γκορτσιές κλπ. Εκεί τα πρόβατα κλείνονταν γενικά τα βράδια για να ξενυχτίσουν χωρίς κίνδυνο και οι κτηνοτρόφοι να ελέγχουν την κατάσταση τους και να τα αρμέγουν. Οι Βλάχοι συνήθως ονομάζουν τις καλοκαιρινές κόρδες κ.σhιάρι για τα γίδια και τα χρησιμοποιούσαν περισσότερο για το άρμεγμα (τα γίδια κοιμούνταν έξω συνήθως).
Δίπλα στην κόρδα ήταν το γιατάκι (κατάλυμα) των βοσκών, το οποίο συνήθως ήταν ένα σκέπαστρο-λασιά ή πλάτη και σπάνια μια μικρή καλύβα. Εκεί κοιμόταν και ζούσε ο βοσκός όλες τις ώρες που τα πρόβατα και τα γίδια του κοιμούνταν μέσα στην κόρδα και εκεί είχε τον απαραίτητο χώρο του, όλα τα σύνεργα και τις αποσκευές του (ρούχα, βάτρα, κακάβι, γαλοδέρματο, τσεκούρι, κλειδοπινάκιο κλπ). Οι Βλάχοι κτηνοτρόφοι, στο Σέλι και στο Ξηρολίβαδο και την Κουμαριά δεν είχαν συνήθως καλύβες γιατί είχαν δικά τους σπίτια σε αυτά τα βλαχοχώρια το καλοκαίρι.
Το προβατομάντρι ή πρατομάντρι προορίζονταν για τον σταυλισμό των προβάτων, των ζυγουριών (νεαρών προβάτων) και των αρνιών. Αυτό το μαντρί, που ήταν πιο τεχνικό απ' όλα τα μαντριά αποτελείτο από τον κυκλικό φράχτη, τους νταϊαμάδες, το δάπεδο-πάτωμα και την πόρτα-είσοδο.
Ο κυκλικός φράχτης φτιαχνόταν έτσι (κάθετα μπηχτάρια-ξύλα, οριζόντια ζωνάρια-ξύλα δεμένα και ντυμένα με κλαδιά ιτιάς ή λυγαριάς) ώστε να διευκολυνθεί η κατασκευή του νταϊαμά.
Ο νταϊαμάς (μπουϊάτα), ήταν ο «γείσος» του μαντριού. Ήταν δηλαδή η προς το εσωτερικό του και σε βάθος δυο-τριών μέτρων προβολή του φράχτη του μαντριού. Αυτός κατασκευάζονταν με μεγάλη μαεστρία και κατόπιν «ντύνονταν» με κλαδιά (βαλανιδιάς, οξυάς, γκορτσιάς κλπ) και καλαμιές (από βρίζα, καλάμι, βούζια κλπ). Με τον εξαιρετικό αυτό τρόπο κατασκευής του μαντριού με τον νταϊαμά του, οι κτηνοτρόφοι εξασφάλιζαν προφύλαξη από τη βροχή και το χιόνι και στεγανότητα στο τμήμα του μαντριού κάτω από τον νταϊαμά αλλά και κοντά στον φράχτη, γιατί και σε αυτόν έδιναν μια κλίση προς τα μέσα.
Επίσης για να αντιμετωπίσουν τα νερά και τις ακαθαρσίες των ζώων στο εσωτερικό του μαντριού έκαναν το πάτωμα, συνήθως το φθινόπωρο. Επίστρωναν δηλαδή σε όλο το εσωτερικό πουρνάρια ή άλλους θάμνους και από επάνω άχυρα, βούζια κλπ κι έτσι τα νερά έφευγαν κάτω από αυτά τα στρώματα. Όταν αυτά λερωνόταν, ο κτηνοτρόφος έστρωνε και άλλα στρώματα μέχρι να έλθει η άνοιξη, κατά την οποία «ξεπάτωνε» το μαντρί (ήταν μια δύσκολη δουλειά).
Τα γιδομάντρια στήνονταν σε πλαγιές (το νερό έφευγε λόγω της κλίσης του εδάφους και έτσι δεν είχαν «πάτωμα»), είχαν την ίδια κατασκευή με τα πρατομάντρια με την διαφορά ότι η κατασκευή τους ήταν πιο απλή και ήταν περισσότερο ευρύχωρα γιατί τα γίδια στον ύπνο τους θέλουν «απλωσιά» και τον δικό τους χώρο και όχι το ένα πάνω στο άλλο, σαν τα πρόβατα. Επίσης, το γιδομάντρι είχε κι ένα εσωτερικό φράχτη-τσαρκούλι (τσάρκου), όπου έβαζαν τα κατσίκια όταν ήταν μικρά και δεν μπορούσαν να βοσκήσουν μέχρι το «απόκομμα» (από το μητρικό γάλα).
Ένας σημαντικός λόγος ήταν ότι ο γιδάρης έβαζε τα κατσίκια στο τσαρκούλι για να μην είναι συνέχεια με την μάνα του γιατί το κατσίκι είναι λαίμαργο, βυζαίνει πολύ και αδυνατίζει την γίδα. Τα κατσίκια σε αντίθεση με τα αρνιά δύσκολα αποκόβονται από τη μάνα τους, γενικά όμως υπάρχει μεγάλη δουλειά για τον κτηνοτρόφο μετά την γέννα (αποκοπή των γεννημένων στα τσαρκούλια και στα αρνομάντρια και βαθμιαία ένταξή τους στο κοπάδι).
Ο οβορός (νοβρό) ήταν το μαντρί των αλόγων και των μουλαριών και έμοιαζε περισσότερο με την κόρδα (απλός φράχτης με παλούκια) και περισσότερο αποσκοπούσε τα άλογα και τα μουλάρια να μην απομακρύνονται (κίνδυνος αγριμιών).
Στην περίπτωση που δεν υπήρχε οβορός, για να περιορίσουν επίσης την απομάκρυνση των αλόγων και των μουλαριών από τη στάνη, χρησιμοποιούσαν δυο τρόπους δεσίματός τους: α) το πεδούλωμα (αγκιντικάρ΄), που ήταν ένα χαλαρό δέσιμο με το αλτάρι και β) το μακροσχοίνισμα, που ήταν το δέσιμο του ενός μπροστινού ποδιού με ένα μεγάλο σχοινί ενώ η άλλη άκρη του οποίου ήταν δεμένη σε ένα παλούκι βαθειά μπηγμένο στη γη.
Τα πρόβατα κοιμούνται στο πρατομάντρι και όρθια και καθιστά, όχι όμως ξαπλωμένα. Τα γίδια πάντοτε καθιστά. Τα άλογα και τα μουλάρια και όρθια και καθιστά.
Ο καιρός στη στρούγκα ή ο «καιρός στα γάλατα», άρχιζε αφού πουληθεί το πρώτο κοπάδι από τ' αρσενικά αρνιά και κατσίκια. Η στρούγκα ήταν ο χώρος στον οποίο οι κτηνοτρόφοι άρμεγαν τις προβατίνες και τις γίδες και αυτή στηνότανε από τον Γενάρη μέχρι τον Μάρτη (ανάλογα με το κλίμα). Το άρμεγμα στη στρούγκα ήταν από τις βαριές δουλειές του τσοπάνου, αλλά και από τις περισσότερο αποδοτικές γιατί ο κτηνοτρόφος, μετά από τον τόσο μεγάλο κόπο της χρονιάς, ανταμειβότανε με το γάλα και ζούσε την οικογένειά του.
Οι παλιοί μάλιστα προστάτευαν τη στρούγκα με ξόρκια και φυλαχτά από το κακό μάτι και έκαναν διάφορα έθιμα για φυλαχτικό της στρούγκα στις μεγάλες γιορτές. Για παράδειγμα, την Μεγάλη Πέμπτη, έβαζαν ανάμεσα από τα στρουγκόλιθα της στρούγκας, μέσα στο χώμα, ένα κόκκινο λειτουργημένο αβγό, για να φυλάει τα ζώα από την παρμάρα και το μασταρά, αρρώστιες που τα κόβει το γάλα.
Η στρούγκα λοιπόν ήταν μια πρόχειρη περίφραξη για να βάλουν τα ζώα για άρμεγμα. Πρέπει να σημειωθεί ότι, αν η προβατίνα ή η γίδα δεν αρμεχθεί, χάνει το γάλα της, «συγκαίγεται» όπως λέγανε παλιά. Η στρούγκα στηνόταν όπου συνέφερε στη δουλειά των κτηνοτρόφων. Συνήθως κοντά στα μαντριά, αλλά και στο λιβαδοτόπι. Όταν, όμως, είχε κακοκαιρία τα γαλάρια αρμέγονταν μέσα στο ίδιο το μαντρί.
Το σχήμα της στρούγκας ήταν συνήθως στρόγγυλο και ο κυκλικός αυτός φράχτης γινότανε με χαμόκλαδα, πουρνάρια (τζουνάπινι), κέδρα κλπ. Συνήθως, είχε δύο ανοίγματα-πόρτες (αμπουριές, στα βλάχικα αρούγκ.), την πίσω τη μεγαλύτερη (στόμα ή πισωστρούγκι) για να εισέρχονται τα ζώα και την μπροστινή (μάτι) για το άρμεγμα. Στο μπροστινό άνοιγμα υπήρχαν δυο μεγάλα λιθάρια, τα στρουγκόλιθα ή αρμερολίθια (σκάμν.λι), όπου σ' αυτά κάθονταν οι αρμεχτάδες. Εάν υπήρχαν πολλά ζώα για άρμεγμα, φτιάχνανε δυο μάτια για να έχουν περισσότερα στρουγκόλιθα και περισσότερους, εννοείται, αρμεχτάδες.
ΑΝΤΡΙΚΙΕΣ & ΓΥΝΑΙΚΕΙΕΣ ΔΟΥΛΕΙΕΣ - ΓΕΝΙΚΑ
Όπως είπαμε, στη στρούγκα αρμέγονταν συνήθως τα γαλάρια των οποίων έχουν πουληθεί τα αρνιά και τα κατσίκια, αλλά και τα γαλάρια που έχουν αποκόψει εντελώς από το «βύζαιμα» (για αυτή την σταδιακή αποκοπή βέβαια ο κτηνοτρόφος χρησιμοποιεί διάφορες τεχνικές). Οι γίδες στην αρχή είναι δύσκολες στο άρμεγμα (κλωτσάνε), μετά όμως, όταν μεγαλώσουν, στέκονται καλύτερα από τις προβατίνες.
Το άρμεγμα είναι δύσκολη δουλειά, χρειάζεται τεχνική και γερά χέρια. Ο κάθε αρμεχτής μπορεί ν' αρμέξει πάνω από εκατό γαλάρια και ο καλός, ο ικανότερες μέχρι διακόσια. Τα γαλάρια πρόβατα αρμέγονται από το Γενάρη ως τα τέλη του Θεριστή (Ιούνη) δυο φορές την ημέρα. Μετά, μια φορά, έπειτα, κάθε τρεις μέρες και κατόπιν «στείφουν», περνώντας στον μαρκάλο (είναι πια γκαστρωμένα).
Οι αντρικές δουλειές σε ένα κτηνοτροφικό κοπάδι είχαν σχέση με το φύλαγμα του κοπαδιού, το άρμεγμα, τη τυροκόμιση, τον κούρο (τουντιάρεα), το κωλοκούρεμα (σουϊλιάρι) το στόλισμα του κοπαδιού με κουδούνια και κυπριά, τη «ιατρική» φροντίδα των γιδοπροβάτων, αλλά και την φροντίδα των μεγάλων ζώων (σαμάρωμα, πετάλωμα κλπ).
Δουλειά των αντρών ήταν και η ξυλογλυπτική τέχνη. Έκοβαν από το δάσος τα κατάλληλα μαλακά ξύλα (πυξάρι συνήθως) για να κάνουν ρόκες, σφοντύλια, αδράχτια, κλειδοπινάκια, γκλίτσες, φτσέλες, στεφάνια (κουάτιλι) κ.α. Όλα αυτά τα έφτιαχναν με αυτοσχέδια, μοναδική, προσωπική και απαράμιλλη τέχνη Το ξύλο της κρανιάς (σκληρό και εύκαμπτο), καθώς δεν έσπαζε εύκολα, χρησιμοποιούνταν για το ξύλο της γκλίτσας περισσότερο.
Οι συμφωνίες με τους εμπόρους γίνονταν από τους άντρες, όπως και η κατασκευή των μαντρών και κυρίως το γκαστροχώρισμα, το σερκοχώρισμα και γενικά η παρακολούθηση του γέννου (φιτάλιου). Κατά βάση, το κουμάντο στις εξωτερικές δουλειές της οικογένειας ήταν δουλειά των αντρών, καθώς επίσης και η εξασφάλιση σιταριού για τις ανάγκες διατροφής με την συμμετοχή τους (με δικά τους ζώα) στο αλώνισμα, την κατάλληλη εποχή.
Οι γυναίκες δεν ανακατεύονταν στις δουλειές των αντρών, απλά τους βοηθούσαν σε κάποιες δουλειές τους. Βασική τους δουλειά ήταν η παρασκευή όλων των ειδών φαγητών και ιδιαίτερα της πίτας. Μοναδική εξαίρεση αποτελούσε το ψήσιμο του αρνιού και η παρασκευή του κοκορετσιού, του σπληνάντερου κλπ., που ήταν κατεξοχήν δουλειά των αντρών. Ήταν μια διαδικασία που γινόταν μόνο από τον άντρα με μεγάλη επιμέλεια και μαστοριά, και ξεκινούσε από το σφάξιμο του ζώου μέχρι και το «λιάνισμά» του μετά το ψήσιμο.
Έργο επίσης της γυναίκας ήταν το ζύμωμα κάθε ψωμιού, το κάψιμο του φούρνου ή της «βάτρας», το φόρτωμα του «γάστρου» με κάρβουνα και ζεστή στάχτη, η προμήθεια ξύλων για κάθε είδους θέρμανση (καλύβας, σπιτιού, γάλακτος, παρασκευής φαγητών κλπ), η μεταφορά του νερού και βεβαίως η επεξεργασία των μαλλιών των προβάτων και των γιδιών (αναφορά αυτής της εργασίας θα γίνει σε άλλο κεφάλαιο περισσότερο αναλυτικά). Είναι φυσικό βέβαια ότι η προμήθεια μεγάλης ποσότητας ξύλων για την οικογένεια γινόταν από τους άντρες με την βοήθεια των αλόγων και μουλαριών, όπως και η επεξεργασία των μαλλιών, η παρασκευή των υφαντών κλπ.
Η διαδικασία του ψησίματος ήταν αρκετά επίπονη και απαιτούσε μεγάλη εμπειρία. Ξεκινούσε με το άναμμα της φωτιάς στη βάτρα (ειδικός χώρος - εστία φωτιάς) με θάμνους, κλωνάρια, ξύλα, τα οποία τελικά άφηναν κάρβουνα και στάχτη. Οι Βλάχοι, όπως είπαμε, πρώτα είχαν καλύβια και μετά έκτισαν σπίτια στα ξεκαλοκαιριά στην περιοχή του Βερμίου, όπως και σε άλλα ορεινά μέρη του τόπου μας, ενώ οι Σαρακατσάνοι είχαν μόνο καλύβια.
Το άναμμα της φωτιάς, όπως είδαμε προηγούμενα γινότανε με τα πρυοβόλια, για να γίνει όμως μεγάλη φωτιά (με κούτσουρα) υπήρχαν και άλλοι τρόποι ανάλογα με τις εποχές και τον καιρό όπως: με την «βουνιά» (ξερή κοπριά από άλογα, στα βλάχικα «μπάλικ.»)), με το «θειαφοκέρι» (θειάφι σε πολτό, βουτηγμένο σε χοντρό σκοινί σαν φιτίλι) και με το «ξιγκοκέρι» (πολλά πανιά, καλά δεμένα και ποτισμένα με πρόβειο ή γίδινο ξίγκι). Δεν βάζανε τα κούτσουρα ανάποδα. Τοποθετούσανε δηλαδή το κούτσουρο με το χοντρό μέρος προς τη φωτιά, όπως αυτό ξεκινάει από τη ρίζα. Εάν τα βάζανε ανάποδα το είχαν σαν κακό, γιατί έτσι τα τέκνα έρχονται ανάποδα και τ' αρνιά και τα κατσίκια ανάποδα. Η φωτιά με τα κούτσουρα αναβότανε με δυο τρόπους: ο ένας ήταν ο πιο συνηθισμένος (οριζόντια και ακτινωτά σε σχήμα κύκλου) και ο άλλος ο «κλέφτικος» (όρθια τα ξύλα σε κύκλο-με αυτόν τον τρόπο η φωτιά δεν σβήνει από τη βροχή). Και για τους δυο τρόπους απαιτούνταν μαστοριά όσον αφορά την τοποθέτηση των προσαναμμάτων (ψιλά ξυλαράκια, δαδί, ξεραμένα κουκουνάρια κλπ).
Η «βάτρα» ή «φωτιά» ή «γουνιά» παλιότερα βρισκότανε στο κέντρο της καλύβας όπου οι κτηνοτρόφοι κατοικούσαν και όχι σε παρακαλύβες και καλυβούλες ή άλλους βοηθητικούς χώρους. Δεν είναι τίποτε άλλο από την αρχαία εστία (στην ελληνική αρχαιότητα η Εστία ήταν η θεά της οικιακής ζωής), δηλαδή τη φωτιά (στα βλάχικα φόκου) που υπάρχει στο κέντρο του σπιτιού (καλύβας) και κατ' επέκταση την έννοια του σπιτικού και της οικογένειας. Είναι η φωτιά που προστατεύει το σπίτι, τον άνθρωπο και είναι ένα μέρος άγιο και ιερό. Η αρχαία εστία βρισκότανε στο κέντρο όλων σχεδόν των προϊστορικών κατοικιών και αυτό το συναντούμε στους σημερινούς κτηνοτρόφους με τις παραδοσιακές καλύβες. Έχει κυκλικό σχήμα, όπως ακριβώς το κυκλικό καλύβι, και η κυκλική μάζωξη των ανθρώπων γύρω από αυτή για να ζεσταθούν. Κοντά στη βάτρα ζούσε και προστατευότανε η οικογένεια τις κρύες του χειμώνα. Βέβαια το καλοκαίρι δεν ανάβανε φωτιά μέσα στην καλύβα και στήνανε τη βάτρα έξω στο ύπαιθρο για το μαγείρεμα.
Η «γάστρα» είναι ένα μεταλλικό ή πήλινο μαγειρικό σκεύος, το οποίο αφού θερμανθεί κατάλληλα, τοποθετείται επάνω από το ταψί με το φαγητό, συμβάλλοντας στο ψήσιμό του από την επάνω πλευρά. Αυτή θερμαίνεται και κοκκινίζει στη βάτρα, όπως επίσης υπερθερμαίνεται και η πλάκα, που αποτελεί το δάπεδο της βάτρας. Έτσι, εάν ήθελαν να ψήσουν ψωμί (3-4 καρβέλια) το έβαζαν στο καυτό και καθαρισμένο δάπεδο-πλάκα της βάτρας, φόρτωναν την εξωτερική κυκλική όψη της γάστρας με τα αναμμένα κάρβουνα και την στάχτη και το σκέπαζαν με τη γάστρα. Η νοικοκυρά, βέβαια, έλεγχε την πορεία του ψησίματος, σηκώνοντας τη γάστρα από τη λαβή της και ανάλογα πρόσθετε ή αφαιρούσε στάχτη ή κάρβουνο. Στην ουσία η γάστρα είναι ένας μικρός κινητός φούρνος.
Μερικά φαγητά, όπως πίτες, φαγητά ταψιού κλπ, τα οποία δεν μπορούσαν να τα εναποθέσουν στο δάπεδο της βάτρας, τα έβαζαν επάνω στην «πυροστιά» (ένα μεταλλικό σιδερένιο σκεύος σε σχήμα ισόπλευρου τριγώνου με τρία πόδια) και από επάνω έβαζαν τη γάστρα.
Ασφαλώς υπήρχε και το «ψησταριό όπου έψηναν τα σφαχτά. Πρόκειται για τη γνωστή μας σούβλα με τα ψημένα αρνιά και κατσίκια. Βέβαια ο καλύτερος τρόπος ψησίματος ήταν μέσα σε λάκκο που έσκαβαν για την προφύλαξη από τον αέρα. Τέτοιοι λάκκοι (χαντάκια) βρέθηκαν και στην αρχαία Ελλάδα. Άλλωστε την ίδια ψησταριά συνήθιζαν οι αρματωλοί και κλέφτες του 21.
Οι Σαρακατσάνοι παλιότερα δεν είχαν φούρνο στα κονάκια τους. Έψηναν το ψωμί στη γάστρα. Το τελευταίο καιρό άρχισαν και αυτοί να κτίζουν φούρνους. Στις στάνες τους. Οι Βλάχοι, όπως είπαμε, είχαν δικά τους σπίτια και ήταν φυσικό να κτίσουν και τον δικό τους φούρνο (ξεχωριστό κτίσμα). Στον φούρνο (τσιράπ) βέβαια, τον οποίο οι ίδιοι κτηνοτρόφοι κατασκεύαζαν, έψηναν περισσότερα ψωμιά και φαγητά. Απαραίτητο ήταν ασφαλώς πρώτα το «κάψιμο» του φούρνου με ξύλα, κλαδιά και χόρτα. Όταν έπαιρνε η εσωτερική κοίλη του φούρνου ένα ρόδινο χρώμα, η νοικοκυρά καταλάβαινε ότι ο φούρνος «κάηκε». Τότε σκούπιζε το εσωτερικό του δάπεδο με μια βρεγμένη πατσαβούρα δεμένη στην άκρη ενός μεγαλούτσικου ξύλου και με μια ξύλινη «σπάτουλα» έβαζε το ψωμί ή τα ταψιά στο δάπεδο του φούρνου και μετά τον έκλεινε με μια σιδερένια πορτούλα. Τα καρβέλια με το ψωμί μεταφέρονταν στην «πινακωτή», η οποία ήταν ένα ξύλινο σκεύος με 4-5 θήκες, που στη καθεμιά τοποθετούνταν κι ένα ωμό καρβέλι (πλαστό) Ακόμα και στα χειμαδιά, στη Βέροια, στη Νάουσα κλπ, οι βλάχες νοικοκυρές έψηναν τα φαγητά τους στον σπιτικό φούρνο και στη βάτρα. Αργότερα, βέβαια, ήρθαν οι γνωστές ξυλόσομπες για το ψήσιμο των φαγητών.
Ιωάννης Τσιαμήτρος
Εκπαιδευτικός – Χοροδιδάσκαλος
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «ΗΜΕΡΗΣΙΑ» της Βέροιας