Περιβόλι 7 Σεπτεμβρίου. «Μέγας Εσπερινός» παραμονή της «Στα-Μαρία νιίκα» στον Άη Γιώργη. Στον ήχο της καμπάνας διαπερνά το «Μεσοχώρι» μία φράση: « βα ιάσα σίγνιλι». Ο κόσμος αφήνει την πλατεία και κινείται προς την «περιοχή», όπως ονομάζεται ο αυλόγυρος της εκκλησίας του Άη-Γιώργη.
Από τη δυτική πόρτα του ναού εξέρχονται με τάξη στην αυλή, πρώτα το εκκλησίασμα κρατώντας τις οικογενειακές του εικόνες και παρατάσσεται δεξιά κι αριστερά του πλακόστρωτου περιγράμματος στη νοτιοδυτική πλευρά εξωτερικά του ναού.
Ακολουθούν τα παιδιά με τα εξαπτέρυγα, και κατόπι βγαίνουν απ’ το ναό οι εύζωνοι κρατώντας «Σίγνιλι», το μεγάλο «μπριγιάκι» του Αγίου Γεωργίου με τα δύο μικρότερα και την ασημοσκέπαστη εικόνα του προστάτη του τόπου Αγίου.
Πριν προλάβουν να βγουν απ’ το ναό οι ψαλτάδες κι ο ιερέας για την πρώτη δέηση κι αναμένοντάς τους, ο πιστός λαός ψέλνει σύμφωνα με τη ρωμέϊκη παράδοση: «Άγιου Γιώργη, Κύριε, φύλαξε τους δούλους σου, Κύριεελέησον». Ακολουθεί από τον ιερέα η πρώτη δέηση «υπέρ της χώρας τε και κωμοπόλεως ταύτης»... ενώ το εκκλησίασμα απαντά και πάλι: «Άγιου Γιώργη, Κύριε, φύλαξε τους δούλους σου, Κύριεελέησον». Η πομπή κινείται τελετουργικά προς τη νότια πλευρά του ναού, ανάμεσα στο παρατεταγμένο πλήθος των πιστών υπό το φως των κεριών. Εδώ, μπροστά στην είσοδο του κυρίως ναού, ακολουθεί η δεύτερη δέηση «υπέρ του ευσεβούς ημών Γένους» ... και το εκκλησίασμα, ενώ η πομπή κινείται προς την ανατολική κόγχη του ναού, απαντά: «Παναγία, Δέσποινα, φύλαξε τους δούλους σου, Κύριε ελέησον». Στην ανατολική πλευρά έξω απ’ το ιερό, ο παπάς ακούγεται σε όλη τη γύρω κοιλάδα από το ύψος της «περιοχής» δεόμενος «υπέρ των ευσεβών ορθοδόξων χριστιανών...» κι ο λαός απαντά « Ένας είναι ο Θεός ο μεγαλο-δύναμος, Κύριε Ελέησον», ώσπου η πομπή να κινηθεί στο μέσον της βόρειας πλευράς του ναού, όπου ακολουθεί, η τελευταία, του πρώτου γύρου, στάση δέησης «υπέρ των οδοιπορούντων... » με το λαό να απαντά: «Άγιου Γιώργη, Κύριε, φύλαξε τους δούλους σου, Κύριεελέησον». Υπό τον διακριτικό και ρυθμικό ήχο της καμπάνας επαναλαμβάνεται άλλες δυο φορές το ίδιο τελετουργικό. Στο τέλος εισέρχονται και πάλι όλοι με τάξη στο ναό. Πρώτα μπαίνουν «Σίγνιλι αλου άγιου Γιώργη», κατόπι ο ιερέας κι ακολουθεί ο πιστός λαός. Με αρτοκλασία ολοκληρώνεται ο «Μέγας Εσπερινός». Όσοι τό’ χουν τάμα «κοιμούνται» στην εκκλησία αυτό το βράδυ. Οι πολλοί επιστρέφουν, προς το παρόν, στα ψητοπωλεία στο «Μεσοχώρι». Εδώ, στη συνέχεια της βραδυάς, οι πιο μερακλήδες θα χορέψουν συνοδεία με τη μουσική της γενιάς του «Νούσια», που επάξια συνεχίζει ο Σάκης Φασούλας με τους δικούς του.
Την άλλη μέρα το πρωί, 8 Σεπτεμβρίου, ανήμερα της «Στα-Μαρία νιίκα», ο περιοδικός και ρυθμικός ήχος της καμπάνας του Άη-Γιώργη υπενθυμίζει την αρχή κι εξέλιξη της θείας λειτουργίας. Στους ξενυχτισμένους η πίεση να είναι εγκαίρως στο ναό επαυξάνεται από την υπενθύμιση « σ’χίμπα λα μπισεάρικα ντρα σ’ ιάσα Σίγνιλι». Αν και η μέρα είναι αφιερωμένη εκκλησιαστικά στο γενέθλιο της Παναγίας κι η μνήμη αυτού είναι η αφορμή της εορτής, στο Περιβόλι τιμάται αυτή τη μέρα ξεχωριστά και με όλη τη σχετική μεγαλοπρέπεια ο Άγιος Γεώργιος, ο «Κύριος» κι «Αφέντης» του τόπου.
Την έξοδο των «Σίγνιλι» απ’ το ναό ακολουθεί το «ύψωμα» της εικόνας στην «περιοχή Άη-Γιώργη». Η τελετή του υψώματος αφορά στην πλειοδοτική δημοπρασία, το αποτέλεσμα της οποίας ορίζει, ποιος θα κρατήσει κατεξοχήν κατά την περιφορά γύρω απ’ τον οικισμό τα λάβαρα « Σίγνιλι» και την εικόνα του Αγιου-Γιώργη. Οι προσφορές γίνονται σε μεροκάματα. Ο πλειοδότης θα σύρει τιμητικά το χορό πρώτος στο «Μεσοχώρι», θα γευτεί το αρνί και το τραπέζι που παραθέτει η εκκλησιαστική επιτροπή και θα οργανώσει το παραδοσιακό γλέντι της ημέρας με την παρέα του. Απ’ τα μεροκάματα του υψώματος πληρώνεται η ορχήστρα των απογόνων του «Νούσια» και το τραπέζι, αλλά πάντα περισσεύει και κάτι για την εκκλησία. Ο «Δεσπότης του Γρεβενού» δεν έχει δικαιώματα απ’ το «ύψωμα» στο Περιβόλι, όπως δεν έχει και ναούς. Η διαδικασία της δημοπρασίας «του υψώματος» γίνεται τελετουργικά. Μετά τις πρώτες προσφορές οι νέοι που κρατούν «Σίγνιλι αλου Αγιου Γιώργη» κάνουν το γύρο του ναού ψέλλοντας διαδοχικά: «Άγιου Γιώργη, Κύριε, φύλαξε τους δούλους σου, Κύριεελέησον», «Παναγία, Δέσποινα, φύλαξε τους δούλους σου, Κύριε ελέησον», « Ένας είναι ο Θεός ο μεγαλοδύναμος, Κύριε Ελέησον». Τρεις φορές γίνεται ο γύρος του ναού συνολικά. Μετά από κάθε γύρο ακολουθεί στάση στη νότια πλευρά της «περιοχής», όπου, παρουσία «Σίγνιλορ», επαναλαμβάνεται η πλειοδοτική προσφορά. Μετά τον τρίτο γύρο ο πλειοδότης καλείται να παραλάβει την εικόνα και τα λάβαρα για να αρχίσει η περιφορά γύρω από το χωριό. Κατά την περιφορά μικροί και μεγάλοι κρατούν τις οικογενειακές τους εικόνες. Ως το «σωτήριον έτος 1912-13», όπως αναγράφονταν στη μαρμάρινη επιγραφή «λα σιόπουτλου ντι λα Μινούτλου», το ύψωμα «χτυπούσαν» τα ισνάφια, οι συντεχνίες των πριονάδων/υλοτόμων, των κτηνοτρόφων, των κυρατζήδων, των σαμαράδων, των τσαρουχάδων, των ραφτάδων, των αργυροχρυσοχόων, δηλαδή των οργανωμένων επαγγελματικών ομάδων. Μετά την απελευθέρωση το 1913 και κατά το Μεσοπόλεμο ατόνησαν οι συντεχνίες και έκτοτε πλειοδότες αναδεικνύονται κατά κύριο λόγο οι ιδιώτες. Μια άλλη σημαντική αλλαγή, μετά τη Μεταπολίτευση, επιτρέπει πλέον, κατά την περιφορά, την εικόνα του Αγίου Γεωργίου, άλλοτε αποκλειστικό προνόμιο των ανδρών, να τη φέρουν και οι γυναίκες. Με την αυγή της τρίτης χιλιετίας η νέα αυτή δυνατότητα των γυναικών είχε επεκταθεί ήδη και στα «Σίγνιλι».
Η περιφορά γίνεται κυκλικά του οικισμού. Ξεκινά από την «περιοχή άη-Γιώργη» κάνοντας αμέσως στάση στην αυλή του Βράκα και μετά κατευθύνεται προς τη νότια είσοδο του οικισμού. Απο κει κινείται ανατολικά, πάντα στα όρια του οικισμού, κατεβαίνει και κάνει διαδοχικά στάσεις δέησης στο «σμιρίστι», όπου και το κοιμητήριο στην κοιλάδα του «αρίου άλμπου», συνεχίζει στην «Αγιά-Παρασκευή», διέρχεται την ανατολική κατωφερική πλευρά της «σφούρλα» κι ανέρχεται από το «ν’κόντρου-Μπίλια» στον «Αγιο-Πανταλέμονα» και βόρεια στον « Αγιου-Λιά», κατόπι συνεχίζει δυτικά προς την «τσιούμα φάγγου βίμτου» διασχίζοντας την πλαγιά στον «ίζβορο Τζέγγα» και κάνει στάση, πριν την έξοδο της αλλοτινής «βασιλικής στράτας» στα δυτικά του οικισμού, στην κορυφή της μικρής «τσιούμα». Μετά τη δέηση εδώ ψηλά συνεχίζει αριστερά στο «ζβόρνου» κι από κει στρέφεται νότια προς τη «βάλεα πρέφτουλουϊ», όπου και η τελευταία περιφερειακή στάση στον « Αγιου-Θανάση». Κατόπι συνεχίζει στη «φαντίνα αλου Έξαρχου» κι από εκεί στο «Μεσοχώρι», όπου παρουσία όλων των κατοίκων και παρεπιδημούντων γίνεται πάνδημη δέηση. Με το πέρας της ιερής τελετής τα λάβαρα, «Σίγνιλι», κι η εικόνα του Αγίου Γεωργίου επιστρέφουν και τοποθετούνται ξανά στον ομώνυμο ναό του πολιούχου. Στο «Μεσοχώρι» ακολουθεί ο γενικός χορός στον ηχό «ντι λα Κ-νικι». Η τελετή της αδελφοποίησης των νέων που γινόταν στο παρελθόν παράλληλα προς το γενικό χορό στο ναό του Αγίου Γεωργίου, έχει πια εκλείψει μαζί με τις ανάγκες που την επέβαλλαν άλλοτε.
Είναι ιδιαίτερης σημασίας το γεγονός ότι, η πρώτη και μοναδική στάση της λιτανευτικής πομπής εντός του οικισμού, πριν κατευθυνθεί στη νότια είσοδο γίνεται στην αυλή των Βράκα, δίπλα απ’ το ναό του Άη-Γιώργη. Σύμφωνα με μία προφορική παράδοση κατά την πρώτη φορά της λιτανείας η εικόνα του αγίου «έφυγε» από τα χέρια των πιστών ενώ βρίσκονταν στην κορυφή της μικρής «τσιούμα» και στάθηκε στην αυλή του Βράκα. Μετά από αυτό το θαυματουργό περιστατικό το χωριό σώθηκε από κάποια αδιευκρίνιστη συμφορά. Σε ανάμνηση του θαυματουργού γεγονότος, η οικογένεια Βράκα, και σε ένδειξη τιμής και σεβασμού που η εικόνα στάθηκε στην αυλή της, αφιέρωσε στον άγιο το κατασκευασμένο στη Βενετία αρχές του 17ου αιώνα «μπριγιάκι» του Αγίου Γεωργίου. Αυτό είναι το μεγαλύτερο και το παλαιότερο λάβαρο «ντι α Σίγνιλορ».
Από τα ακόλουθα γίνεται γνωστή αλλά και κατανοητή η παρουσία της οικογένειας Βράκα στην Περιβόλεα καθώς και ο ρόλος μελών της στη διαμόρφωση των συσχετισμών στο πλαίσιο του συστήματος της τοπικής εξουσίας και των εξωτερικών του διασυνδέσεων. Το επώνυμο Βράκας σημαίνει σημαιοφόρος. Το 1321 αναφέρεται σε έγγραφο της «Κεφαλής» της Μεγάλης Βλαχίας (Θεσσαλία) ο στρατιωτικός αρχηγός Ιωάννης Βράκας ως επικεφαλής των Μεγαλοβλαχιτών φρουρών στο φυλάκιο της «Περιβολής» (βλαχ. Π(ε)ριβόλεα) κατά μήκος της βασιλικής στράτας στην «Ανώβλαχα». Το «σίγνο» του Βράκα, δηλαδή το λάβαρό του, ο άγιος Γεώργιος, είναι ο προστάτης του φυλακίου της «Περιβολής». Ο αρχικός ναός του αγίου Γεωργίου στη θέση «περιοχή» της Περιβολής (βλαχ. Περιβόλεα) χρονολογείται τον 11 ο αιώνα. Στα τέλη του 14ου αιώνα το φυλάκιο της «Περιβολής» βρίσκεται στα χέρια των Οθωμανών. Οι φύλακές του έχουν εξασφαλίσει, ως δερβεντζήδες, προνομιακό καθεστώς. Μάλιστα αργότερα έμελλε να στρατολογούνται στο χριστιανικό σώμα του Σουλτάνου ως σπαχήδες με το «σίγνο» τους, που τώρα πλέον ονομάζεται και «μπριγιάκεα» από τη γλώσσα του νέου αφέντη του τόπου. Τα γεγονότα αυτά σε συνδυασμό με τη σημασία που αποδίδει η προφορική παράδοση στη σχέση της οικογένειας Βράκα με τον προστάτη άγιο του Περιβολίου, μας επιτρέπουν να υποθέσουμε, ότι η οικογένεια Βράκα που κατοικεί στην « περιοχή άη-Γιώργη» συνδέεται με τον προαναφερόμενο Ιωάννη Βράκα, επικεφαλή του φυλακίου της Περιβολής στα 1321, κι ότι κάποια μέλη της έπαιξαν σημαντικό ρόλο στη διαπραγμάτευση κι εξασφάλιση του προνομιακού καθεστώτος από τους Οθωμανούς λίγες δεκαετίες αργότερα. Κάτι τέτοιο γίνεται ευκολότερα κατανοητό αν λάβουμε κατά νου το γεγονός της κατ’επανάληψη συμμετοχής των Περιβολιωτών σπαχήδων, μεταξύ των οποίων κι οι Βράκα, στο χριστιανικό στρατιωτικό σώμα του Σουλτάνου. Σ’αυτή τη συνάφεια μπορεί να γίνει κατανοητή η παραγγελία από τους Βράκα κι η κατασκευή της μπριγιάκεα «αλου αγιου Γιώργη» στη Βενετία στις αρχές του 17ου αιώνα. Το σώμα αυτό διαλύεται ύστερα από την εκστρατεία του Σουλτάνου ενάντια στην Περσία στο πρώτο μισό του 17 ου αιώνα. Σ’αυτή την εκστρατεία οι χριστιανοί ιππείς με επικεφαλής τους σπαχήδες τους συγκροτούσαν ξεχωριστό στρατιωτικό σώμα κι είχαν το δικό τους λάβαρο, τον Άγιο Γεώργιο, έμβλημα του ρωμαϊκού (βυζαντινού) ιππικού από τον 12ο αι. κι εξής. Το παλαιότερο από τα σίγνιλι του Αγίου Γεωργίου που είναι δωρεά της οικογένειας Βράκα συνοψίζει συμβολικά την ξεχωριστή στρατιωτική και συνακόλουθα πολιτική της ισχύ. Από τις αρχές του 19 ου αιώνα όμως η επινόηση κι επίκληση ενός θαυματουργού γεγονότος υπηρέτησε την ανάγκη διάσωσης και παραμονής στο μη προνομιακό πλέον Περιβόλι όσων από τα μέλη της οικογένειας των Βράκα δεν ακολούθησαν την έξοδο του τσελιγγάτου τους όπως θα δούμε παρακάτω.
Το θαυματουργό περιστατικό της προφορικής παράδοσης που εξηγεί τη στάση των «Σίγνιλι» στην αυλή του Βράκα συνιστά μια έκδηλη προσπάθεια για νομιμοποίηση αυτής κατά τρόπο μεταφυσικό κι επομένως μη αμφισβητήσιμο. Αναμφίβολα κάτι τέτοιο συμβάλλει στην αποδοχή του γεγονότος από ευρύτερα πλήθη ευκολότερα και ευνοεί τους άμεσα ενδιαφερόμενους. Γιατί συμβαίνει όμως κάτι τέτοιο; Έναντι ποιών και από πότε και γιατί έπρεπε να νομιμοποιηθεί η στάση στην αυλή του Βράκα; Ποιά ανάγκη υπαγόρευσε την επινόηση ενός θαυματουργού περιστατικού το οποίο εκ της φύσεώς του δε μπορεί να τεθεί σε αμφισβήτηση από τους πιστούς ακόμη και τους αντιπάλους; Αυτό συμβαίνει, καθώς, είτε περιήλθε σε λήθη το πραγματικό αφετηριακό γεγονός των απαρχών της εκδήλωσης είτε διότι για κάποιους άλλους λόγους, που θα δούμε παρακάτω, έπρεπε να επανασημασιοδοτηθεί η θέση της οικογένειας Βράκα στο υπό διαμόρφωση τοπικό σύστημα εξουσίας στις αρχές του 19ου αιώνα.
Ερμηνεύοντας το γενονός ιστορικά απαιτείται μια πολυεπίπεδη ανάγνωσή του στο πλαίσιο διαφορετικών εξελίξεων της τοπικής ιστορίας και διεργασιών σε συνάρτηση με γεγονότα στο περιφερειακό οθωμανικό πλαίσιο εξουσίας στην ευρύτερη περιοχή. Η προσέγγιση αυτή αφορά στην ανίχνευση και κατανόηση της ανάγκης εμπέδωσης και νομιμοποίησης μιας τοπικής συνέχειας εξαιτίας των ασυνεχειών της. Οι τελευταίες είναι γεγονός πλέον ύστερα από τις δημογραφικές ανακατατάξεις στην προνομιακή «Χώρα Περιβόλε» μετά το 1611, κι αργότερα, ιδιαίτερα κατά το τελευταίο τέταρτο του 18ου έως και την πρώτη δεκαετία του 19 ου αιώνα. Οι δημογραφικές αυτές ανακατατάξεις σημαίνουν τόσο την αλλοίωση της σύστασης του τοπικού πληθυσμού αλλά κυρίως τη διαφοροποίηση και των σχέσεων εξουσίας στο εσωτερικό της «Χώρας Περιβόλε», στο σύστημα της οποίας οι απόγονοι του Βράκα συνεχίζουν να διεκδικούν κάποιο ρόλο. Επιπλέον πρέπει να ληφθούν υπόψη πέρα από τους νέους συσχετισμούς στο δίκτυο της τοπικής εξουσίας και οι διασυνδέσεις των εκφραστών της με τους εκπροσώπους του οθωμανού επικυριάρχου. Παρακάτω γίνεται μια προσπάθεια να απαντηθούν ιστορικά τα ζητήματα που τέθηκαν προηγουμένως.
Στα τέλη του 15ου αιώνα, οι ημινομαδικές εγκαταστάσεις κι οι αγροτικοί οικισμοί της περιοχής ενδιαφέροντος, με μεγαλύτερο τον εδραίο οικισμό «Μπρόστιλε» (βλαχ. Μπρόστι) στην κοιλάδα του μοναστηριού του Αγίου Νικολάου, υποχρεούνται να ενταχθούν για λόγους ασφάλειας, φορολογικούς κι άλλους στο προνομιακό καθεστώς των φρουρών του φυλακίου της «Περιβολής», ανάμεσα στους οποίους οι Μεγαλοβλαχίτες του Βράκα έχουν ηγετικό ρόλο. Στο προνομιακό καθεστώς έσπευσαν να υπαχθούν και οι αρχηγοί των μεγάλων βλαχικών κτηνοτροφικών πατριών της νοτιοανατολικής Μεγαλοβλαχίας, που από αιώνες έκαναν έκαναν χρήση των εκτεταμένων ορεινών βοσκοτόπων της περιοχής και συνδέονταν με σχέσεις συγγένειας με τους φύλακες της «Περιβολής», αν οι τελευταίοι δεν προέρχονταν κι από τις ίδιες. Η συνοίκηση του χώρου στις γύρω, από την εν μέρει φυσικά κι εν μέρει τεχνητά, οχυρή «περιοχή άη Γιώργη» κοιλάδες, κι εκατέρωθεν του οδικού άξονα της βασιλικής στράτας και του ορεινού περάσματος «Φάγγο Βίμτου» στον άξονα ανατολή (Μακεδονία) - δύση (Ήπειρος), την οποία εποπτεύει η «Περιβολή», σημαίνει τις απαρχές της ίδρυσης και συγκρότησης του οικισμού που εξελίχθηκε σ’ αυτό που από λαϊκή παρετυμολόγηση ονομάζεται σήμερα Περιβόλι. Η οριοθέτηση του χώρου αλλά και της νέας συλλογικότητας βρήκε τη συμβολική έκφρασή της στην τελετουργική περιφορά «α Σίγνιλορ αλου άγιου Γιώργη».
Ο αφιερωμένος στον προστάτη των φυλάκων ναός του αγίου Γεωργίου δεσπόζει εντός του φυλακίου της «Περιβολής» στη θέση περιοχή και βρίσκεται σε φυσικό υπερυψωμένο άνδηρο ορατό πάνω από τις γύρω κοιλάδες τις οποίες διατρέχει η βασιλική στράτα. Με την ένταξη στο προνομιακό καθεστώς των φυλάκων της «Περιβολής» και των πληθυσμών των αγροτικών κι ημινομαδικών εγκαταστάσεων της άνω κοιλάδας του Αώου και του Βενέτικου, καθώς και την υποχρεωτική συνοίκησή των τελευταίων γύρω από το φυλάκιο, κατέστη αναγκαία η οριοθέτηση του χώρου. Ως μέρος αυτής της οριοθέτησης πρέπει να θεωρηθεί κι ο συμβολικός και τελετουργικός τρόπος μέσα από τον οποίο μια κοινωνία προφορικού πολιτισμού κατανοούσε και ταυτόχρονα σημασιοδοτούσε μέσα από παραδεδομένες πρακτικές σηματοδότησης την υπό διαμόρφωση νέα πραγματικότητα. Αυτή μεταφράζονταν ως διεύρυνση της πραγματικής εξουσίας των φυλάκων της «Περιβολής» με την έγκριση και για λογαρισαμό του οθωμανού επικυρίαρχου έξω από την περιοχή άη Γιώργη στις γύρω κοιλάδες. Κατά τον ίδιο τρόπο όριζε και διαδήλωνε τη θέση των τοπικών πληθυσμών και της ηγεσίας τους στο νέο πλαίσιο του τοπικού συστήματος εξουσίας. Έτσι μέσα από την πάνδημη θρησκευτική τελετή οριοθέτησης του νέου οικιστικού κέντρου καθαγιάζονταν τόσο ο χώρος όσο κι ο πληθυσμός που τον κατοικεί. Ταυτόχρονα έμελλε να χαίρουν αμφότερα τα μέρη αφενός της προστασίας του αγίου και αφετέρου του προνομιακού καθεστώτος των φυλάκων του περάσματος. Η αναγνώριση του προνομιακού καθεστώτος των φυλάκων σήμαινε κι αναγνώριση του δικαιώματος να φέρουν τα ρωμαϊκά φλάμπουρά τους, τα σίγνα τους. Τα σίγνα των φυλάκων της «Περιβολής» ήταν «σίγνιλι αλου άγιου Γιώργη». Έτσι τα λάβαρα του Άη-Γιώργη συμβολίζουν ήδη από την πρώϊμη περίοδο της οθωμανικής κυριαρχίας το προνομιακό καθεστώς και τις απαρχές της «Χώρα Περιβόλε», όπως αυτή έμελλε έκτοτε να αναφέρεται στα οθωμανικά έγγραφα.
Από τα σωζόμενα οθωμανικά έγγραφα προκύπτει ότι η «Χώρα Περιβόλε» το 16ο αιώνα είναι εγγεγραμμένη στον κώδικα των «Αφιερωμάτων» (Βακούφια) ως «εξαιρετικόν τιμάριον» και οι κάτοικοί της είναι «ασύδοτοι», χαίρουν δηλαδή ειδικού νομικού καθεστώτος σε ότι αφορά στη διοίκηση και στην απόδοση φορολογίας. Στα 1630 αλλά και στα 1789 η «χορα περηβολη» είναι το πολιτικό, διοικητικό, οικονομικό κέντρο για τα «γηρο χορηα αλαπασαρά κε παλόκαστρο κε καληβηα κε αη λουκά κε μετοχη κε μπηθούλτση κε χράπα κε καρήτσα κε λαβανητσα». Ο οικισμός «Μπρόστι», ο μεγαλύτερος οικισμός της περιοχής στην οθωμανική απογραφή του 1405 αλλά και καθ’ όλο το 15ο έως τις αρχές του 16ου αιώνα, δεν αναφέρεται πια σ’ αυτές τις χρονολογίες κι αυτό διότι είχε οριστικά έως τα τέλη του 15ου αιώνα συνωκισθεί στη «Χώρα Περιβόλε».
Η «Χώρα Περιβόλε» ιδρύθηκε μετά το 1470 με σουλτανικό προνομιακό καθεστώς γύρω από την «περιοχή», δηλαδή το φυλάκιο, του Αγίου Γεωργίου στο πέρασμα της βασιλικής στράτας της Πίνδου πριν την αυχενοδιάβαση του «Φάγγο Βίμτου». Στη «Χώρα Περιβόλε» συνοικίσθηκαν οι κάτοικοι του Μπρόστι, του γειτονικού Μπιθούλτσι, του Μετοχιού Αγίας Τριάδας, της Χράπα, του Παλιόκαστρου (Πιστίτσα ), της Καρίτσα, της Μούρα, της Μπανίτσα, της Φράγγα, των Καλυβιών Βάλεα Κάλντα, καθώς και των κατουνών « αλου Μπασσαρά» και Παλιουμανάστρι (ή άη Λουκά) στην άνω κοιλάδα του Αώου, στο Μπαϊτάνι. Στα τέλη του 16ου αιώνα η Καρίτσα, η Μούρα, το Παλιομανάστρι, η Φράγγα κι ως και τον 18ο αι. το Μπιθούλτσι διατηρούσαν τον εδραίο και γεωργικό τους χαρακτήρα στο διοικητικό πλαίσιο της «Χώρας Περιβόλε». Οι Κρατσιώτες όμως, όπως κι οι πατριές της Φράγγα και των κατουνών « αλου Μπασσαρά» και Παλιουμανάστρι (ή άη Λουκά), αναγκάστηκαν, μετά τα γεγονότα της επανάστασης του Διονυσίου του Φιλοσόφου (1611) να εγκαταλείψουν οριστικά το χωριό τους και να εγκατασταθούν μαζί με άλλους Βλάχους της Πίνδου (Μέρανους, Δερβεντιστεάνους) στα Πιέρια και τον Όλυμπο. Η εξέλιξη αυτή που έχει ονοπατεπώνυμο αποτυπώνεται και στα οθωμανικά φορολογικά κατάστιχα της περιόδου πριν και μετά τα καθοριστικά γεγονότα. Ύστερα από αυτή την εξέλιξη, μέσα 17ου αιώνα, άρχισαν να συρρέουν και να εγκαθίστανται στα περιφερειακά μέρη της προνομιακής «Χώρας Περιβόλε» φάρες πληθυσμών από τη Θεσπρωτία, εξαντλημένων από τις κακουχίες των επαναστατικών γεγονότων υπό την ηγεσία του επισκόπου Τρίκκης Διονυσίου και τα αντίποινα των Οθωμανών. Οι νεήλυδες προσκολήθηκαν στα περιβολιώτικα τσελιγγάτα ως ποιμένες κατοικώντας σε καλυβικούς οικισμούς τα ονόματα των οποίων απηχούν και την πρότερη τοπική προέλευσή τους (αρχικά στη θέση «Σούλι» κι αργότερα στη θέση «Φλάμπουρα»). Καθώς οι άνδρες έφεραν όπλα χρησιμοποιήθηκαν εκτός της φύλαξης των κοπαδιών ή τη συνοδεία των καραβανιών και για τη φύλαξη τόσο της «Χώρας» όσο και των συμφερόντων της έναντι των οθωμανών σπαχήδων των γειτονικών οικισμών αλλά και των κλεφτών που λημέριαζαν στα βουνά της.
Στο τελευταίο τέταρτο του 18ου αιώνα αρχές του 19ου οι παραπάνω αλλοτινοί νεήλυδες έμελλε να πρωταγωνιστήσουν στην εσωτερική σύγκρουση των παραγόντων της τοπικής εξουσίας στη «Χώρα Περιβόλε». Η οικογένεια Βράκα, που ήξερε από παράδοση αιώνων να διαβάζει τα σημάδια και να ελίσσεται, βγήκε εν μέρει αλώβητη από τη σύγκρουση στη «Χώρα Περιβόλε» χάρη στην πολύπλευρη σχέση της με το μπριγιάκι του Άη-Γιώργη και το θαυματουργό μύθο του. Ο αρχιτσέλιγγας και προεστός του Περιβολίου Έξαρχος βρέθηκε από τις αρχές του 1790 και πάνω από μια δεκαετία αντιμέτωπος με την ιδιοτελή συμμαχία του ηπειρώτη κλέφτη, μετέπειτα αρματωλού, Γκόγκου Μίσιου και του Αλή Πασά Τεπελενλή, ο οποίος το 1784 είχε οριστεί από την Υψηλή Πύλη δερβέναγας, δηλαδή επόπτης των ορεινών περασμάτων της Πίνδου. Στα 1785 και 1788 ο Αλής Τεπελενλής έγινε, διαδοχικά, πασάς των Τρικάλων και των Ιωαννίνων κι έκτοτε ενέτεινε τις προσπάθειές του να περιορίσει τα προνόμια των οικισμών των διαβάσεων. Χρησιμοποίησε κατάλληλα το δόγμα «διαίρει και βασίλευε» εκμεταλλευόμενος τους εσωτερικούς ανταγωνισμούς σε κάθε προνομιακή «Χώρα».
Ο ηπειρώτης κλέφτης «Γκογκομίσιος» δραστηριοποιούνταν στα τέλη του 18ου αι. στην περιοχή της «Χώρας Περιβόλε» κι αναλάμβανε με ανάθεση του προεστού και της δημογεροντίας της «Χώρας» τη φύλαξη του οικισμού και των ορίων του καθώς και την υποχρέωση να κρατά ανοιχτή τη διέλευση του περάσματος στο «Φάγγο Βίμτου» και την «κάλεα βιάκλι». Την υποχρέωσή του αυτή έναντι της «Χώρας» την υλοποιούσε με την υποστήριξη του σώματος των προαναφερόμενων Σουλιωτών ενόπλων, οι οποίοι είχαν εγκατασταθεί με τις οικογένειές τους σε καλυβικούς οικισμούς περιφερειακά της « Χώρας» Περιβόλι από τα μέσα του 17ου αιώνα και την ανοχή των φίλων του κλεφτών. Ο Αλής Τεπελενλής είχε πρωτογνωρίσει τον «Γκογκομίσιο» ήδη το 1784, ως επόπτης των δερβενιών για λογαριασμό της Πύλης. Ως ισχυρός πασάς πλέον είχε θέσει στόχο της πολιτικής του, προκειμένου να ενισχύσει την κυριαρχία του, να εκμηδενίσει κάθε δυνατή εστία τοπικής εξουσίας που δεν θα ήλεγχε, πολύ δε περισσότερο τις περιοχές που λόγω προνομιακού καθεστώτος συνδέονταν με την Πύλη απευθείας. Στην περίπτωση της «Χώρας Περιβόλε» εμπόδιό του, προκειμένου να ακυρώσει το προνομιακό καθεστώς της ήταν ο ισχυρός τσέλιγγας Έξαρχος. Η οικογένεια του Έξαρχου είχε από αιώνες την ηγεσία του τόπου κι ήταν σε άμεση διασύνδεση με το Οικουμενικό Πατριαρχείο, όπως και την Αρχιεπισκοπή Αχρίδας, αλλά και τη Βενετία όπου ασκούσε εμπορική δραστηριότητα. Κυρίως όμως ασκούσε την τοπική πολιτική εξουσία από της ιδρύσεως της «Χώρας Περιβόλε» για λογαριασμό του Ταμείου της Βαλιντέ Σουλτάνας, στο οποίο υπάγονταν προνομιακά η «Χώρα» και στο οποίο απέδιδε φορολογία. Στην προσπάθειά του ο Αλής Τεπελενλής να καθυποτάξει και να αποκτήσει τον πλήρη έλεγχο των περασμάτων της Πίνδου, συμμάχησε, υποσχόμενος ανταλλάγματα, με τους κλέφτες και τους αρματωλούς στη «Χώρα Περιβόλε» και πιο συγκεκριμένα με τον αρχηγό τους και παλιό του γνώριμο «Γκογκομίσιο». Στον τελευταίο φαίνεται ότι του υποσχέθηκε το κτήμα του Έξαρχου στη Μπανίτσα (σημ. Μικρολίβαδο) και την ηγεσία της «Χώρας» εφόσον συνεργαζόταν μαζί του. Έτσι άρχισε η εσωτερική διένεξη στη «Χώρα», καθώς ο «Γκογκομίσιος» με την ομάδα του προχώρησαν σε προβοκατόρικες ενέργειες που προκάλεσαν την παρέμβαση του Αλή και των Τουρκαλβανών του. Η υπερδεκαετής διαμάχη πήρε τη μορφή ανοιχτής ένοπλης σύγκρουσης μεταξύ των τσελιγγάδων κι αρχόντων της «Χώρας», από τη μια μεριά, και του αρχηγού των κλεφταρματωλών «Γκογκομίσιου» από την άλλη. Ο τελευταίος είχε φροντίσει στο μεταξύ κι είχε προσεταιριστεί και το μέρος των ένοπλων Σουλιωτών και ποιμένων, των ρογιασμένων στους τσελιγγάδες. Τυφλωμένος από τη φιλοδοξία του ο «Γκογκομίσιος», όχι μόνο κατηγόρησε τον Έξαρχο και τους τσελιγγάδες στον Αλή πασά, ο οποίος ζητούσε αφορμή να ακυρώσει το προνομιακό καθεστώς του Περιβολίου, αλλά κι ανέλαβε την ένοπλη εξόντωσή τους. Ο Έξαρχος για να αποφευχθεί η σφαγή και ολοκληρωτική καταστροφή αναγκάστηκε κι εγκατέλειψε οριστικά το 1808 το πατρογονικό θέρετρο στο Περιβόλι. Τον ακολούθησαν όλες οι τσελιγγάδικες οικογένειες του φαλκαριού κι οι ρογιασμένοι πιστικοί τους με τους κυρατζήδες. Έκτοτε, τα μεγάλα περιβολιώτικα τσελιγγάτα που αναπτύχθηκαν από τον 14ο αι. έως και τον 18ο αι. μεταξύ της θεσσαλικής πεδιάδας και της Πίνδου ως την Αχρίδα, δεν επέστρεψαν στο Περιβόλι. Η αναστάτωση που προκλήθηκε είχε ως συνέπεια το μεγαλύτερο μέρος των καραβαναραίων, των εμπόρων και των βιοτεχνών να εγκατασταθεί μόνιμα πλέον στα θεσσαλικά χειμαδιά και στην από αιώνες γνώριμη γειτονική περιοχή της Υπάτης ή να μεταναστεύσει στην ανατολική Μακεδονία. Ως αρματωλός πλέον του Αλή Τεπελενλή ο «Γκογκομίσιος» αυτοονομάστηκε «δερβεντζής» κι έλαβε από τον πασά το κτήμα του Έξαρχου στη Μπανίτσα ως τσιφλίκι. Τα προνόμια της «Χώρας Περιβόλε» καταργήθηκαν. Οι οπαδοί του «Γκογκομίσιου», κι ιδίως οι Σουλιώτες, κατέλαβαν κι ιδιοποιήθηκαν στη συνέχεια τις περιουσίες των διωχθέντων παλαιών κατοίκων στην κεντρική και τις άλλες συνοικίες της «Χώρας». Αλλά η σύγκρουση των Περιβολιωτών με τον Αλή δεν έλαβε τέλος. Το τσιράκι του Αλή πασά, ο «δερβεντζής Γκόγκο Μίσιος» αισθανόμενος, ενδεχομένως, ισχυρός, δεν τηρούσε στο ακέραιο τη συμφωνία του με τον Πασά των Ιωαννίνων και δεν του απέδιδε τον υπεσχημένο κι αναμενόμενο φόρο. Κλήθηκε στο σεράϊ στα Γιάννινα, όπου τη φιλική υποδοχή ακολούθησε η σφαγή του για απιστία. Οι ευεργετηθέντες προηγουμένως οπαδοί του στο Περιβόλι διατήρησαν τη μνήμη του εισάγοντας στο Περιβόλι σε παραλλαγή το παλιότερο ηπειρώτικο τραγούδι.
Μέσα σε αυτές τις εξελίξεις διασώθηκαν στο Περιβόλι μέλη της οικογένειας Βράκα αλώβητα και διατήρησαν την ιδιοκτησία τους στη θέση «περιοχή άη Γιώργη». Αυτή την περίοδο, αρχές του 19ου αι., υποθέτουμε ότι κυρατζήδες απόγονοι του Βράκα που έμειναν στο Περιβόλι και δεν ακολούθησαν την έξοδο του τσελιγγάτου τους στην ανατολική Μακεδονία, επικαλούνται έναντι των οπαδών του «Γκογκομίσιου» την προνομιακή σχέση τους με τον άγιο Γεώργιο για να διασωθούν της εσωτερικής σύγκρουσης. Καθώς η πραγματική κι η ιστορική σχέση τους δε φαίνεται να ενδιαφέρει κατ’ελάχιστο τους νέους κατοίκους διαδίδεται η θαυματουργή ερμηνεία της στάσης της εικόνας του αγίου στην αυλή του Βράκα. Η τεκμηρίωση είναι απτή. Η ονομαστική αφιερωματική αναφορά της οικογένειας Βράκα στο μπριγιάκι του Άη-Γιώργη. Η επίκληση του θαύματος διέσωζε της εσωτερικής σύγκρουσης, όσα από τα μέλη της οικογένειας των Βράκα δεν ακολούθησαν την έξοδο του τσελιγγάτου τους στην ανατολική Μακεδονία, και τα νομιμοποιούσε έτσι στο νέο πλαίσιο της τοπικής εξουσίας, τους συσχετισμούς της οποίας όριζαν πλέον στις αρχές του 19ου αι. οι κλεφταρματωλοί του «Γκογκομίσιου» κι οι Σουλιώτες οπαδοί τους.
Επιστρέφοντας στο ερώτημα για τις απαρχές της εκδήλωσης κι απαντώντας το, κατανοούμε από τα παραπάνω όχι μόνο την πραγματική δύναμη της οικογένειας Βράκα διαχρονικά αλλά και τη συμβολική της από την υστεροβυζαντινή περίοδο έως και τους πρώιμους οθωμανικούς χρόνους. Ταυτόχρονα γίνεται κατανοητό από όσα προαναφέρθηκαν για ποιο λόγο γίνεται αυτή η λιτανεία ανήμερα του γενεθλίου της Παναγίας με κυρίαρχο και μοναδικά τιμώμενο ιερό πρόσωπο τον Άγιο Γεώργιο προστάτη του Περιβολίου. Απαντήθηκε έτσι το ερώτημα πότε η απαρχή του λιτανευτικού γεγονότος και ποια τα πραγματικά του αίτια καθώς και τι συνδέει πραγματικά την οικογένεια Βράκα με το «μπριγιάκι» του Άη-Γιώργη σύμφωνα με τη γραπτή παράδοση. Η προφορική παράδοση όπως διασώζεται μέχρι σήμερα, όπως δείξαμε παραπάνω, αντανακλά μια εξέλιξη στο πλαίσιο της διαμόρφωσης των εσωτερικών συσχετισμών εξουσίας στο μη προνομιακό πια Περιβόλι στις αρχές του 19ου αι.
Ωστόσο και μετά από αυτή την τελευταία εξέλιξη φαίνεται ότι, ο άγιος Γεώργιος, παραμένει ο διαχρονικός «Κύριος» κι «Αφέντης» α Πρεβόλιεϊ και σύμβολο αναφοράς της περιβολιώτικης συλλογικότητας και ταυτότητας. Από αυτόν αναζητούν κι αντλούν νομιμοποίηση όλοι οι κάτοικοι του τόπου και συνδέονται έτσι συμβολικά με το απώτερο παρελθόν του. Η κοινή αναφορά στον προστάτη Άγιο και η από κοινού συμμετοχή στην απόδοση τιμής μέσω του τελετουργικού του υψώματος της εικόνας του και της λιτανείας α Σίγνιλορ αλου αγιου Γιώργη στη «Στα Μαρία νίικα», λειτουργεί και συμβάλλει στη συγκρότηση της τοπικής συλλογικότητας και του κοινοτικού της πνεύματος καθώς και της νομιμοποίησης της όποιας νέας πραγματικότητας.
Αυτό φαίνεται και στο γλωσσικό επίπεδο, όπου διασώζεται η ρωμαϊκή συνέχεια της πατρώας γλώσσας. Ο όρος σίγνο προέρχεται ετυμολογικά από το λατινικό signum (πληθ. signa) και δηλώνει το σημείο, το λάβαρο κι απαντά συχνά στα βυζαντινά κείμενα ως σίγνο-α. Στην περίπτωσή μας η βλαχική ονομασία «Σίγνιλι» εμπεριέχει το σημαίνον και σημαινόμενο του όρου. «Σίγνιλι» σημαίνει από τη μια τα σημεία, τα σύμβολα, τα λάβαρα και από την άλλη σημασιοδοτεί την τελετή καθαγιασμού και οριοθέτησης του χώρου της «Χώρα Περιβόλε» και τη θέση των υποκειμένων της σ’αυτή τόσο συμβολικά όσο και πραγματικά. Στα τέλη του 15ου αρχές του 16ου αιώνα ο άγιος Γεώργιος και τα σίγνα του συνιστούν για την υπό συγκρότηση νέα διοικητική και οικιστική συλλογικότητα της «Χώρας Περιβόλε» πρώτον, την πραγματική αλλά και συμβολική αναφορά μνήμης που τη συνδέει με το ρωμέϊκο παρελθόν της, δεύτερον, μέσω της στρατιωτικής εμπειρίας των φυλάκων της Περιβολής προσφέρει το προνομιακό πλαίσιο για την ύπαρξή της, τρίτον, την οριοθετεί έναντι του οθωμανού αλλά και των χριστιανών γειτόνων, τέταρτον, αποτελεί την αφετηρία της νέας, περιβολιώτικης τώρα πια τοπικότητας, και πέμπτον εκφράζει έκτοτε τη συλλογική μνήμη αυτής της υπό διαμόρφωση τοπικότητας αλλά και τη διαχείρισή της είτε αφορά στη διατήρηση είτε στις ανασημασιοδοτήσεις της. Το αναγκαίο γι’αυτή την περίσταση τελετουργικό αντλείται από την οικεία πολιτική και θρησκευτική παράδοση. Απ’ την «πατρώα γλώσσα» των Ρωμαίων, τα βλαχικά, χρησιμοποιούν το όνομα «Σίγνιλι» με τους πολλαπλούς συμβολισμούς, τις συνδηλώσεις του και τις πολιτικές παραμέτρους ενώ από τη λαϊκή θρησκευτική παράδοση του ρωμέϊκου αντλούν τους ύμνους της τελετής.
Η πολλαπλή λειτουργία του όρου «Σίγνιλι» στην περιβολιώτικη παράδοση που περικλείεται στο περιεχόμενο της θρησκευτικής εκδήλωσης που λαμβάνει έκτοτε χώρα στο Περιβόλι κάθε 8η Σεπτεμβρίου και συνεχίζει αδιάλειπτα μέχρι και σήμερα. Η λιτάνευση των «Σίγνιλι» δηλαδή των λαβάρων και της εικόνας του «Αφέντη» Αγιου-Γιώργη διέρχεται από συγκεκριμένα και καθορισμένα σημεία που περιβάλλουν τον κατοικημένο χώρο ορίζοντάς τον τελετουργικά και ταυτόχρονα καθαγιάζοντάς τον. Διαφοροποιεί το εμείς των Περιβολιωτών από τους άλλους έξω από τα δεκατρία συνορώματα του Περιβολίου, ορίζει την κοινότητα, την τάξη της, αναγνωρίζει τα μέλη της τόσο πραγματικά όσο και νοερά. Στη συλλογική μνήμη τα στοιχεία αυτά συγχέονται, ο χρόνος ακίνητος συντηρεί την τοπική παρακατηθήκη συνοψιζόμενη:
«Άγιου Γιώργη, Κύριε, φύλαξε τους δούλους σου, Κύριεελέησον»
Σίγνιλι : Σε μια λέξη συμπυκνωμένοι οι αιώνες, και μαζί ο χώρος, η γλώσσα, η ταυτότητα. Η αναφορά στην τοπική συλλογικότητα, στην ιστορική της συγκρότηση και τις διαφοροποιήσεις της. Η τελετουργική και συμβολική διαχείριση της τοπικότητας.
Στέργιος Λαΐτσος, ιστορικός
Το κείμενο είναι η συντομευμένη μορφή μιας εκτενέστερης διαπραγμάτευσης ζητημάτων της τοπικής ιστορίας στο Περιβόλι Πίνδου (σημ. Δήμος Γρεβενών). Συντάχθηκε για το Ημερολόγιο 2014 του Συλλόγου Περιβολιωτών Μαγνησίας με έδρα το Βελεστίνο, όπου τελικά δημοσιεύτηκε σε μια ακόμη πιο συντμημένη μορφή γι’αυτό κι η μη παράθεση των αντίστοιχων πηγών και της βιβλιογραφίας που βρίσκονται στη διάθεση του συγγραφέα.