Το κατράνι με το οποίο θα ασχοληθούμε σήμερα παραγότανε τουλάχιστον στην Ήπειρο και τη Δυτική Μακεδονία , κατ’ εξοχήν στο Δίστρατο. Το Δίστρατο, πρώην Μπριάζα, είναι ένα βλαχοχώρι στους πρόποδες του Σμόλικα και της Βασιλίτσας, σε υψόμετρο χιλίων μέτρων. Μέχρι και το τέλος του ″Καποδίστρια″ ήταν αυτόνομη κοινότητα με σημαντικό ρόλο και παρουσία στην περιοχή. Με το πρόγραμμα ″Καλλικράτης″ εντάχθηκε πλέον στο σημερινό Δήμο Κόνιτσας. Οι Διστρατιώτες μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1970 ήταν αποκλειστικοί παραγωγοί και διαθέτες του κατρανιού, εξού και το προσωνύμιο ″κατρανάδες″.
Τι είναι όμως το κατράνι ή αλλιώς κατράμι;
Είναι ένα παχύρευστο, ελαιώδες μαύρο υγρό, με πολύ έντονη χαρακτηριστική μυρωδιά, το οποίο παράγεται από την εξειδικευμένη καύση του δαδιού. Το δαδί (βλαχ. τζάντα) είναι το εσωτερικό μέρος, η καρδιά δηλαδή, των γέρικων ρητινούχων πεύκων που ευδοκιμούν σε πετρώδη και ξηρά εδάφη.
Η διαδικασία παραγωγής του κατρανιού απαιτούσε κοπιαστική, χειρωνακτική εργασία και εξειδικευμένες γνώσεις.
Κατ’ αρχήν κατασκευάζονταν η γούρνα (βλαχ. γκουάπα) κοντά σε θέσεις που υπήρχε η πρώτη ύλη, δηλαδή το δαδί, προκειμένου να ελαχιστοποιείται το κόστος μεταφοράς και ο χρόνος συγκέντρωσης να μη ξεπερνάει τις 10 ημέρες. Η κατασκευή γινότανε υποχρεωτικά σε επικλινές έδαφος και σε βάθος 50 εκατοστών με διάμετρο 2 μέτρων, προκειμένου να τοποθετηθούν τα δαδιά με ειδικό και επιμελημένο τρόπο.
Τα κομμάτια του δαδιού ήταν σχισμένα με το τσεκούρι, είχαν μήκος έως 1,5 μέτρα και τοποθετούνταν όρθια και συγκλίνοντα στην κορυφή, ώστε να έχουν σχήμα κωνικό.
Συνολικά χρειαζότανε 3-4 τόνοι καλής ποιότητας δαδιού, πλούσιου σε ρητίνη, προκειμένου να παραχθεί ικανή ποσότητα προϊόντος για να καλυφθεί το κόστος και να έχει συμφέρον όλη η δουλειά.
Αφού λοιπόν είχε τοποθετηθεί το δαδί, σκεπαζότανε με φτέρη και κατόπιν με στρώμα χώματος πάχους 2 εκατοστών, έτσι ώστε η καύση να είναι ατελής, με ελάχιστη ποσότητα οξυγόνου, γιατί σε αντίθετη περίπτωση το δαδί θα φλεγόταν χωρίς να παραχθεί κατράνι.
Η χωμάτινη γούρνα στον πυθμένα και στα πλαϊνά τοιχώματα καλύπτονταν με ειδική λάσπη προκειμένου να μην απορροφάται το παραγόμενο προϊόν και να ρέει στο κάτω μέρος, όπου μέσω της ειδικής ξύλινης σωλήνας (βλαχ. τίλου) διοχετεύονταν το κατράνι στη δεξαμενή συγκέντρωσης.
Η κρυφή καύση της πρώτης ύλης διαρκούσε περίπου δέκα ημέρες, ανάλογα με την ποσότητα και την ποιότητα του δαδιού και φυσικά ανάλογα με τις επικρατούσες καιρικές συνθήκες. Κύριο μέλημα του κατρανά ήταν να μην οξυγονωθεί η καύση και ανάψει η φλόγα. Η φλόγα σήμαινε αποτυχία και καταστροφή. Γι’ αυτό, μέρα νύχτα, έπρεπε να επιτηρεί τη διαδικασία της καύσης, ρίχνοντας αμέσως χώμα στην παραμικρή εστία φλόγας που θα δημιουργούνταν.
Μετά την ολοκλήρωση της διαδικασίας, το κατράνι τοποθετούνταν σε ασκιά από δέρμα κατσίκας (βλαχ. κιάλι τρ κατράνι) και ο κατρανάς άρχιζε το μεγάλο ταξίδι στην ενδοχώρα και στα Βαλκάνια, για την πώληση του προϊόντος.
Το ασκί εξυπηρετούσε και πρακτικά γιατί το μπροστινό πόδι του δέρματος λειτουργούσε ως κάνουλα για την εξαγωγή του περιεχομένου κατρανιού.
Κύριοι αγοραστές ήταν οι κτηνοτρόφοι που χρησιμοποιούσαν το κατράνι για την επούλωση και θεραπεία των πληγών των ζώων καθώς και για την αποτελεσματική απώθηση των εντόμων που αποτελούσαν τους κατεξοχήν φορείς μετάδοσης των ζωονόσων αλλά και των ανθρωπονόσων. Σύμφωνα δε με σύγχρονες απόψεις ειδικών θα μπορούσε το κατράνι και σήμερα να χρησιμοποιηθεί για την πρόληψη του καταρροϊκού πυρετού των προβάτων καθότι η επάλειψη τους με κατράνι θα απωθούσε αποτελεσματικά τα κουνούπια που μεταφέρουν και μεταδίδουν τη νόσο.
Δεύτερη κατηγορία αγοραστών ήταν οι φαρμακευτικές εταιρίες που το χρησιμοποιούσαν για παρασκευή φαρμάκων και αλοιφών προς καταπολέμηση δερματικών παθήσεων, εκζεμάτων, ψωριάσεων, μυκητιάσεων, καθώς και θεραπείας πληγών από χρόνιες κατακλίσεις.
Τρίτη κατηγορία αγοραστών ήταν οι κατασκευαστές πλοίων και άλλων ενάλιων κατασκευών καθότι το κατράνι αποτελεί ισχυρό αδιάβροχο λιπαντικό και στεγανοποιητικό μέσον.
Σήμερα βεβαίως η παραδοσιακή παραγωγή του κατραμιού έχει σχεδόν εγκαταλειφθεί.
Οι θεραπευτικές του ιδιότητες έχουν αντικατασταθεί από το χημικό κατράνι που παρασκευάζεται στο εργαστήριο. Αυτό που έμεινε από το παρελθόν και θυμίζει σε εμάς τους νεότερους το προϊόν που παρήγαγαν και εμπορεύονταν οι πρόγονοί μας, είναι η ονοματοδοσία και η οριοθέτηση των διάφορων τοποθεσιών όπου είχαν κατασκευαστεί κατρανάδικα. Έτσι λοιπόν έχουμε κατρανιά (βλαχ. γκρουάπα ντι κατράνι) του Γλυκού, του Κόλη, του Τσιάρα, του Παγανιά, του Μακαρδήμα, του Γκασιώνη κ.α. οι οποίοι ήταν ονομαστοί και επιδέξιοι κατρανάδες.
Εμείς, οι απόγονοι των κατρανάδων Μπριαζιωτών , έχουμε υποχρέωση να αναδείξουμε τον κατρανά και το κατράνι και ως στοιχείο πρόκλησης ενδιαφέροντος μέσω της πειραματικής και μουσειακής παραγωγής του αλλά και ως στοιχείο της πλούσιας πολιτιστικής μας κληρονομιάς.
ΠΑΓΑΝΙΑΣ ΚΩΣΤΑΣ
6972286993