Οι Γραμμουστιάνοι Βλάχοι, διασκορπισμένοι σήμερα σε όλη τη Βαλκανική, προέρχονται ως γνωστόν από τα βλαχοχώρια του ορεινού όγκου του Γράμμου. Η βλάχικη αυτή ομάδα οικισμών με κέντρο τη Γράμμουστα ή Γράμμουστη, αποτελούνταν από τη Φούσα ή Φούσια, το Βετέρνικο ή Βετεάρνικ’, το Λιβάδι, το Πισκοχώρι, τον Άγιο Ζαχαρία ή Ζαγάρ’ ή Σφάντου Ζαχαρίε, την Αετομηλίτσα ή Ντένισκου ή Ντέντσκο, το Πληκάτι , την Κιάφα, τη Νικολίτσα ή Νικουλίτσα, την Άρζα και τη Δάρδα.
Μεταξύ αυτών των οικισμών υπήρχε και το βλαχοχώρι Λινοτόπι (βλάχ. Λινατόπια ή Λιντόπια ή Λινοτόπεα ή Λινουτόπια), που βρίσκεται Ν.ΝΔ. της Καστοριάς. Σπουδαιότατη μαρτυρία για τον οικισμό είναι αυτή του έτους 1613/14 και προέρχεται από την Πρόθεση 215 της Μονής Βαρλαάμ των Μετεώρων, όπου μεταξύ των μνημονευόμενων υπάρχουν και τα ονόματα οκτώ Λινοτοπιτών αφιερωτών. Από τουρκικό έγγραφο του 1619/20 πληροφορούμαστε την υπαγωγή του Λινοτοπίου στον καζά της Χρούπιστας (Άργους Ορεστικού), γεγονός που μνημονεύεται και στην επιγραφή του ναού του Αγίου Αθανασίου στο Ρίλιεβο του Πρίλεπ (1627). Στα 1692 ο κώδικας της Μονής Ζάβορδας μνημονεύει μεταξύ των αφιερωτών της μονής και κατοίκους του Λινοτοπίου.
Η ακμή όμως του Λινοτοπίου εντοπίζεται κατά το 17ο και το 18ο αιώνα. Έτσι γύρω στο α΄ τέταρτο του 18ου αιώνα ιδρύεται στον οικισμό και ελληνικό σχολείο (1720), καθώς στα 1724 δίδασκε εκεί κάποιος δάσκαλος ονομαζόμενος Ιωσήφ. Στα 1769 το Λινοτόπι καταστράφηκε από Τουρκαλβανούς και οι κάτοικοί του κατέφυγαν στη Βλάστη και στην Εράτυρα (Σέλιτσα) Κοζάνης, στην Καστοριά, στη Σαμαρίνα Γρεβενών, στους Χιονιάδες και στο Γοργοπόταμο (Τούρνοβο) Ηπείρου, στην Κορυτσά της Αλβανίας, στις βλάχικες καλυβικές εγκαταστάσεις στα ορεινά του Οσόγκοβου, κοντά στο Κράτοβο και την Κότσιανη, στην Αχρίδα, στο Μεγάροβο, στο Τύρνοβο, στη Νιζόπολη, στο Κρούσοβο και στο Μοναστήρι της π.Γ.Δ.Μ.. Την καταστροφή αυτή του οικισμού μαρτυρεί και η προφορική παράδοση στα βλάχικα τραγούδια που ακόμα και σήμερα διασώζονται στα βλαχοχώρια της Δυτικής Μακεδονίας. Στην Κλεισούρα Καστοριάς, αλλά και στη Βλάστη και στα Νάματα Κοζάνης διασώζουν ακόμα τα παρακάτω: «Ούνα νίλι ντι Αρμπινέσι σι άλτσ’ αχάντ’ αρματουλάτζ’ / σ’ ντούκα σ’ κάλκα Λινοτόπια σι Νικουλίτσα σι τζιουμιτάτ’ ντι Μουσκοπόλιε (μτφρ. Μια χιλιάδα Αλβανοί κι άλλοι τόσοι αρματωλοί, πάνε να πατήσουν το Λινοτόπι και τη Νικολίτσα και τη μισή Μοσχόπολη)…..» και «Μωρή Γραμμουστιανιώτισσα κι από το Λιανοτόπι, τι είν’ τα ντουφέκια που ’πεφταν πολύ βαριά βροντούσαν;…..Ωρέ μας πάτησαν τη Γράμμουστα κι αυτό το Λιανοτόπι…..». Το 1792 ο λόγιος βαρώνος Κωνσταντίνος Δ. Βέλιος ή Μπέλιος (1772-1838), που καταγόταν από τη Βλάστη Κοζάνης, εξέδωσε στη Βιέννη βιβλίο στην προμετωπίδα του οποίου αναφέρει ότι κατάγεται εκ Λινοτοπόλεως της Μακεδονίας. Ένα μέρος προσφύγων από το Λινοτόπι κατέφυγε στο Νεστόριο Καστοριάς, όπου σταδιακά επήλθε η αφομοίωσή τους από τους σλαβόφωνους κατοίκους του χωριού και η συρρίκνωση της βλάχικης γλώσσας. Εντούτοις οι κάτοικοι του Νεστορίου συνέχισαν να προσδιορίζουν ως Βλάχους τους συγχωριανούς τους που κατάγονταν από το Λινοτόπι.
Σε αίτηση της 20ης Ιανουαρίου 1807 υπογράφουν Βλάχοι τεχνίτες από την Κλεισούρα, τη Νέβεσκα (Νυμφαίο), τη Σαμαρίνα, το Λινοτόπι κ.α.. Το 1812 κατά τον Δ. Πόποβιτς έχουμε νέο κύμα προσφύγων από το Λινοτόπι στο Κρούσοβο μετά από επιθέσεις και καταδιώξεις τους από Αλβανούς. Στα 1886 ο Ν. Σχινάς αναφέρει ότι το Λινοτόπι κατοικούνταν από μωαμεθανούς. Λίγο αργότερα, το 1889 ο Γκ. Βάιγκαντ περιηγούμενος τα βλαχοχώρια της Βαλκανικής αναφέρει ότι η Νικολίτσα και το Λινοτόπι έχουν εγκαταλειφθεί μετά την καταστροφή τους και κατοικούνται από ορισμένες οικογένειες Αλβανών βοσκών. Λίγα χρόνια αργότερα, το 1895, ο Ι. Νενιτσέσκου γράφει ότι το Λινοτόπι κατοικείται από 350 Βλάχους και ορισμένες οικογένειες Αλβανών μουσουλμάνων. Είναι πιθανόν η εποχή της παρακμής και της εγκατάλειψης του οικισμού από τους Βλάχους Λινοτοπίτες και της εγκατάστασης σε αυτόν οικογενειών Αλβανών βοσκών, οπότε επέρχεται και η σταδιακή αφομοίωση - εξισλαμισμός των κατοίκων του από αυτούς. Βάσει πρόσφατων ερευνών οι Λινοτοπίτες συνέχισαν το επάγγελμα του περιφερόμενου ζωγράφου διακοσμώντας οικίες πλούσιων οθωμανών αξιωματούχων και μουσουλμανικά τεμένη. Στα 1913 ο οικισμός είχε ερημώσει και λίγο αργότερα το 1928 ο Π. Τσαμίσης που επισκέφθηκε τον οικισμό αναφέρει ότι σώζονται μόνο τα ερείπια 200 περίπου οικιών και τριών ναών.
Το ερειπωμένο σήμερα Λινοτόπι είναι γνωστό για τους φημισμένους αγιογράφους, τους αργυροχρυσοχόους, τους ξυλογλύπτες (ταλιαδόρους) και τους χαλκογράφους, όπως μαρτυρούν έργα τους που εντοπίζουμε μέχρι το τέλος περίπου του β΄ μισού του 18ου αιώνα, αλλά κατοικούνταν επίσης και από εμποροβιοτέχνες και κτηνοτρόφους.
Η πληροφορία ότι ο οικισμός υφίστατο ήδη το 1164 είναι ανακριβής. Το έτος αυτό είχε υποτεθεί ότι έγιναν οι τοιχογραφίες της Μονής Θεοτόκου στην Πλαγιά (Ζέρμα) Κονίτσης από εσφαλμένη πιθανόν ανάγνωση της κτητορικής επιγραφής του ναού, ο οποίος βάσει των τελευταίων ερευνών ανεγέρθηκε με δαπάνες του άρχοντα Ιωάννη από το Λινοτόπι στα 1656 και ιστορήθηκε από τους αδελφούς του Νικόλαο και Γεώργιο. Η παλαιότερη επομένως αναφορά στον οικισμό ανάγεται στο έτος 1570, χρονολογία η οποία απαντάται στην κτητορική επιγραφή στο ναό του Αγίου Δημητρίου στα Παλατίτσια Ημαθίας. Ο ναός διακοσμήθηκε το 1570 από το ζωγράφο Νικόλαο από το Λινοτόπι και οι τοιχογραφίες του αποτελούν την πρωιμότερη μαρτυρία της καλλιτεχνικής δραστηριότητας των Λινοτοπιτών ζωγράφων.
Έκτοτε Λινοτοπίτες καλλιτέχνες έχουν ιστορήσει τη Μονή της Θεοτόκου (Φωτμού) Αιτωλίας (1589), τη Μονή Μακρυαλέξη Κάτω Λάβδανης Πωγωνίου (1599), το νάρθηκα της Μονής Προφήτη Ηλία στο Γεωργουτσάτι Δροπόλεως (1617), το καθολικό της Μονής Ευαγγελισμού Βάνιστας Δροπόλεως (1617), το ναό του Αγίου Νικολάου Βίτσας Ζαγορίου (1618/19), το ναό του Αγίου Μηνά στο Μονοδένδρι Ζαγορίου (1619/20), το ναό του Αγίου Αθανασίου στο Ρίλιεβο περιοχής Πρίλεπ (1627), το καθολικό της Μονής Τσιατίστης Πωγωνίου (1626/27), το ναό του Αγίου Νικολάου στη Σαρακήνιστα Λιούντζης (1630), το ναό του Αγίου Νικολάου Mέλαν Πρεμετής (1632), το καθολικό της Μονής Σπηλαίου Λιούντζης (1634), το ναό του Αγίου Νικολάου του Θωμανού Καστοριάς (1639), τη Μονή Προφήτη Ηλία Τυρνάβου (1632-1646), τη Μονή Αγίου Αθανασίου Ζαγοράς Πηλίου (1645/46), το ναό της Κοίμησης της Θεοτόκου στον Ελαφότοπο Ζαγορίου (1646), τη Μονή Μεταμορφώσεως Δρυόβουνου Κοζάνης (1652), τη Μονή Προφήτη Ηλία Στεγόπολης Λιούντζης (1653), τη Μονή της Θεοτόκου Πλαγιάς (Ζέρμας) Κονίτσης (1656) και το ναό του Αγίου Αθανασίου Λιένκα στην περιοχή Μόκρας (1685-1699). Επίσης έχουμε και έργα αργυροχρυσοχοΐας, ξυλογλυπτικής και χαλκογραφίας, όπως το χαμένο σήμερα αργυρό επικάλυμμα της εικόνας της Παναγίας της Σπηλαιώτισσας (1765), μια φιάλη αγιασμού (1779) και μια λειψανοθήκη (1788) στο μοναστήρι της Εικοσιφοίνισσας, το τέμπλο της Μονής Δουσίκου (1767), το βημόθυρο και πιθανόν το τέμπλο του ναού του Αγίου Νικολάου Μόλιστας Κονίτσης (χρυσωμένα το 1782 από το Λινοτοπίτη Κωνσταντίνο), τμήματα του τέμπλου της Μονής Μεταμορφώσεως Μεγάλου Μετεώρου (1791) και δυο χαλκογραφίες στη Μονή Χελανδαρίου (1763).
Έργο Λινοτοπιτών είναι πιθανόν και ο ναός του Αγίου Ζαχαρία (τέλη 16ου–αρχές 17ου αι.) στο βλάχικο οικισμό Άγιος Ζαχαρίας ή εκ παραφθοράς Ζαγάρι Γράμμου. Η κατεστραμμένη σήμερα κτητορική επιγραφή στο υπέρθυρο της εισόδου του ναού ήταν πιθανόν γραμμένη στα βλάχικα με ελληνικά γράμματα και το κείμενό της είχε ως εξής: Κάρι βα σ’ ίντρα τρου αέστα μπισιάρικα σι βα σ’ ινκλίνα κου εβλάβιε Ντουμνιτζάου βα λι ατζιούτα (μτφρ. Όποιος θα μπει σ’ αυτόν το ναό και θα προσκυνήσει με ευλάβεια ο Θεός θα τον βοηθήσει). Ο Μητροπολίτης Διδυμοτείχου Φιλάρετος (Βαφείδης) γράφει στα 1900 ότι ο οικισμός κατοικείται από 16 οθωμανικές οικογένειες και προσαγορεύεται Ζαγάρ. Οι πρώτοι κάτοικοι του οικισμού που στα 1928 μιλούσαν την αλβανική κυρίως γλώσσα και εν μέρει μόνο την ελληνική, κατάγονταν από το Λινοτόπι και είχαν εξισλαμιστεί. Κατά τον Π. Τσαμίση επί Αλή πασά μετοίκησαν εκεί και ορισμένες οικογένειες Αλβανών από την Κολώνεια που αρχικά διέμειναν στο Λινοτόπι μέχρι την καταστροφή του.
Σε Λινοτοπίτες όμως ζωγράφους αποδίδουν και την ιστόρηση του ναού του Σωτήρος στο Ιστίπ της Γιουγκοσλαβίας (1601), του ναού της Κοιμήσεως της Θεοτόκου στο Ζερβάτι Δροπόλεως (1605/6), του ναού του Αγίου Νικολάου Κλειδωνιάς Κονίτσης (1620-1622/3), του ναού των Ταξιαρχών Καστοριάς (1622), του καθολικού της Μονής Πατέρων Ζίτσας Ιωαννίνων (1631) και του ναού της Παναγίας Νεβόλιανης Μεγαλόβρυσου Αγιάς Λαρίσης (1638/9), χωρίς ωστόσο να υπάρχουν και σχετικές επιγραφικές μαρτυρίες.
Πρόσφατη μελέτη έφερε στο φως και αρκετές εικόνες φιλοτεχνημένες από Λινοτοπίτες ζωγράφους. Στο Βυζαντινό Μουσείο Ιωαννίνων εκτίθενται δυο δεσποτικές εικόνες, του Χριστού Παντοκράτορα και της ένθρονης Θεοτόκου με τον Χριστό μπροστά στο στήθος της, και ένα ζεύγος βημοθύρων με την παράσταση του Ευαγγελισμού και τους προφητάνακτες Δαβίδ και Σολομών, που προέρχονται από το καθολικό της Μονής Μακρυαλέξη Κάτω Λάβδανης Πωγωνίου. Από τις επιγραφές προκύπτει ότι οι εικόνες και τα βημόθυρα ζωγραφίστηκαν το 1593/94 από τους ζωγράφους Νικόλαο και Μιχαήλ από το Λινοτόπι που λίγα χρόνια αργότερα (1599) διακόσμησαν και το καθολικό της μονής. Στο ίδιο μουσείο εκτίθεται και τμήμα επιστυλίου τέμπλου με παράσταση της Δέησης που προέρχεται από το ναό της Κοίμησης της Θεοτόκου στο Κουκούλι Ζαγορίου και έχει ζωγραφιστεί από τον Κωνσταντίνο το Λινοτοπίτη στα 1636. Επίσης στη συλλογή εικόνων της Βέροιας φυλάσσεται εικόνα με παράσταση του Αγίου Γεωργίου ημίσωμου και βημόθυρα με τον Ευαγγελισμό, προερχόμενα από το ναό του Αγίου Δημητρίου Παλατιτσίων και αποδιδόμενα στο Νικόλαο το Λινοτοπίτη που στα 1570 ιστόρησε και το ναό. Σε Λινοτοπίτη ζωγράφο αποδίδονται και οι δεσποτικές εικόνες της Παναγίας Οδηγήτριας, του Παντοκράτορα (1623), και του Αγίου Νικολάου με σκηνές του βίου του (1622) από το ναό του Αγίου Νικολάου Κλειδωνιάς Κονίτσης. Κατά τις προφορικές μαρτυρίες έργα Λινοτοπιτών ζωγράφων είναι και τέσσερις εικόνες που φυλάσσονται στο ναό των Παμμεγίστων Ταξιαρχών Νεστορίου Καστοριάς, οι οποίες μεταφέρθηκαν εκεί από τους πρόσφυγες Λινοτοπίτες. Μια εξ αυτών απεικονίζει την Θεοτόκο Κυρία των Αγγέλων και φέρει χρονολογία 1571 και άλλη μια την Θεοτόκο Ελεούσα.
Ανέκδοτα όμως έργα Λινοτοπιτών ζωγράφων φυλάσσονται και στο Λαογραφικό Μουσείο Λεχόβου Φλώρινας. Πρόκειται για μια εικόνα του Αγίου Δημητρίου με σκηνές του βίου του και ένα βημόθυρο με την παράσταση του Ευαγγελισμού. Τα δυο έργα προέρχονται από τον πρώτο ναό της Αγίας Παρασκευής Λεχόβου, ο οποίος είχε ιδρυθεί στα 1650-1660 στη θέση Φούσια, όπου βρισκόταν και το τσιφλίκι που αποτέλεσε τον πρώτο οικιστικό πυρήνα του σημερινού χωριού. Μετά την καταστροφή του ναού μεταφέρθηκαν στον πρώτο ημιυπόγειο μονόχωρο ναό του Αγίου Μηνά (c. 1710), ακολούθως στο δεύτερο ναό του Αγίου Μηνά (ιδρύθηκε το 1892 και ανακατασκευάστηκε το 1968) και από εκεί στο δεύτερο ναό της Αγίας Παρασκευής (1916), απ’ όπου και περισυνελέγησαν στις 12 Σεπτεμβρίου 1976 από τον τότε δάσκαλο του σχολείου και τώρα πρόεδρο της κοινότητας κ. Γ. Γοράντη.
Η εικόνα του Αγίου Δημητρίου είναι έργο του 1638/39 και εικονίζει τον Άγιο Δημήτριο ένθρονο μεταξύ των Αγίων Προκοπίου και Νέστορα. Την κεντρική παράσταση περιβάλλουν δεκατέσσερα μικρότερα εικονίδια που απεικονίζουν επεισόδια από τη ζωή, το μαρτύριο και τα θαύματα του Αγίου. Ανάμεσα σε αυτά διακρίνουμε άγνωστες ως σήμερα σκηνές από τον εικονογραφικό κύκλο της ζωής και των θαυμάτων του Αγίου Δημητρίου, όπως το θαύμα της διέλευσης του Δούναβη από τον έπαρχο Λεόντιο κατά τη μεταφορά του χιτώνα του Αγίου, τη διάσωση από την αιχμαλωσία του επισκόπου Θηνών της Βορείου Αφρικής Κυπριανού από τον Άγιο, την δια θαύματος του Αγίου εξεύρεση μαρμάρων από τον επίσκοπο Κυπριανό για την αποπεράτωση στην επισκοπή Θηνών του ναού προς τιμήν του, το όραμα του Ιλλουστρίου και τη συνάντηση του Αγίου Δημητρίου με τον Άγιο Αχίλλειο επίσκοπο Λαρίσης.
Τα βημόθυρα έχουν μεικτό γραπτό και γλυπτό διάκοσμο όπως και τα αντίστοιχα και κατά πολύ ομοιάζοντα με αυτά βημόθυρα του ναού του Αγίου Δημητρίου στα Παλατίτσια Βέροιας. Απεικονίζονται στην άνω ζώνη οι προφητάνακτες Δαβίδ και Σολομών, στη μεσαία ο Ευαγγελισμός και στην κάτω δυο τριάδες Αγίων (Άγ. Βασίλειος – Ιω. Χρυσόστομος – Γρηγόριος Θεολόγος / Άγ. Νικόλαος – Αθανάσιος – Σπυρίδων). Φέρουν τη χρονολογία: έτους αχο΄ (1670) και την επιγραφή: Δέησις τον δού/λον του Θεού Δημητρίου / του Ιω. Σαραβάριου……τη Λινοτοπη. Ο τύπος των βημοθύρων και η μορφή του ξυλόγλυπτου διακόσμου τους τα κατατάσσουν στη σχολή ξυλογλυπτικής που προσδιορίζεται ως «Σχολή Πρίλεπ-Σλέπτσιε».
Ανάμεσα όμως στα ανέκδοτα έργα των Λινοτοπιτών θα πρέπει επίσης να αναφερθούν το τέμπλο της Μονής Γενεθλίου της Θεοτόκου Κλεισούρας Καστοριάς με την επιγραφή: ΕΧΡΙΣΟΘΗ ΔΙΑ / ΧΥΡΟΣ ΚΩΝΣΤΑΝ / ΤΙΝΟΥ ΚΤΙΠΑ ΛΙΝΟΤΟΠΟΙΤΟΥ ΗΓΟΥΜΕΝ / ΕΥΟΝΤΩΣ ΤΟΥ ΠΑΝΟΣΙΟΤΑΤΟΥ ΚΥ / ΡΙΟΥ ΠΑΗΣΙΟΥ 1772 και μια λειψανοθήκη στην ίδια μονή με την επιγραφή: 1776 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 20 ΤΟ ΚΟΥΤΗ ΠΙΗΜΑ ΠΑΗΣΙΟΥ ΗΕΡΟΜΟΝΑΧΟΥ ΕΚ ΤΟΥ ΜΟΝΑΣΤΗΡΙΟΥ ΤΗΣ ΚΛΗΣΟΥΡΑΣ ΔΙΑ ΧΙΡΟΣ ΜΙΧΑΛΗ ΚΕ ΡΑΦΑΗΛΗ ΛΗΝΤΟΥΠ…Η χρύσωση λοιπόν του τέμπλου έγινε στα 1772 από το Λινοτοπίτη Κωνσταντίνο Κτίπα επί ηγουμενίας του ιερομονάχου Παϊσίου, ο οποίος στα 1776 κατέβαλλε και το χρηματικό ποσό για την κατασκευή της λειψανοθήκης της Μονής από τους Λινοτοπίτες Μιχάλη και Ραφαήλ. Τόσο η επιγραφή χρύσωσης του τέμπλου όσο και η επιγραφή της λειψανοθήκης παρέμεναν άγνωστες μέχρι σήμερα καθώς οι εκάστοτε ερευνητές επαναλάμβαναν τις ελλιπείς και εν μέροις εσφαλμένες περί της Μονής πληροφορίες του Μητροπολίτη Διδυμοτείχου Φιλαρέτου (Βαφείδη), που διαποίμανε την Μητρόπολη Καστορίας κατά τα έτη 1899-1900 και συνέλεξε πληροφορίες για τις μονές της, αλλά μιλούν αστήρικτα και για κατασκευή του τέμπλου από Μοσχοπολίτες ταλιαδόρους.
Η πλούσια όμως καλλιτεχνική παραγωγή των ζωγράφων από το Λινοτόπι δεν εξαντλείται εδώ με τα όσα λέχθηκαν. Σίγουρα υπάρχει ακόμα πλούσιο αδημοσίευτο υλικό, το οποίο θα προσφέρει στην έρευνα νέα στοιχεία για τη δραστηριότητά τους και τις περιοχές στις οποίες κυριάρχησαν.
Βλαχο-Κλεισούρα, 5. IV. 2002
Σιώκης Δημ. Νικόλαος
Θεολόγος – Master Χριστιανικής Αρχαιολογίας
Ερευνητής Αρμάνικου – Βλάχικου Πολιτισμού
Υποψήφιος διδάκτορας