Όταν τιμά κανείς ανθρώπους της συνέπειας και του χρέους, άξιους και υπεύθυνους πολίτες – ανθρώπους δηλαδή της πόλης – με κοινωνική προσφορά, τιμά πρώτα τον ίδιο τον εαυτό του. Στον τόπο μας πολύ δύσκολα λέγεται ο καλός λόγος, ο δίκαιος έπαινος, “φιλότιμοι γαρ και φιλοκατήγοροι οι Έλληνες”. Η αναγνώριση και η αποδοχή συμπολιτών μας που επάξια ξεχωρίζουν με το ήθος και την ανιδιοτελή προσφορά τους στα κοινά – ιδιαίτερα όσο αυτοί είναι ζωντανοί – σχεδόν σπανίζουν στον τόπο μας. Όταν αυτοί φύγουν από τη ζωή – φύγουν μέσα από τα πόδια μας – τότε όλοι ανταγωνίζονται στους επαίνους και τα εγκώμια. “Γιατί κανείς πριν πέσει κάτω νεκρός το μέτρο του να δώσει δεν μπορεί;”. Η οικογένεια Ζάννα ανήκει στην εξαίρεση. Η τιμή και ο δίκαιος έπαινος δεν άργησε να έλθει. Οι άνθρωποί της τιμήθηκαν και τιμούνται όσο ζουν. Η αναγνώριση των αγώνων και του έργου τους είναι καθολική και αναμφισβήτητη.
Η οικογένεια Ζάννα είναι μια οικογένεια ευπατριδών, σεμνών και ενάρετων ανθρώπων του χρέους, των αγώνων και της κοινωνικής προσφοράς. Ταπεινών και γενναιόφρονων στο έπακρο. Πρωτοστάτησαν και πρόσφεραν σε πολλούς τομείς της κοινωνικής ζωής αποβλέποντας πάντοτε στον άνθρωπο, ιδιαίτερα στον αδύνατο και στον αναξιοπαθούντα στους σκληρούς καιρούς των πολέμων και της Κατοχής.
Σε εκείνα τα χρόνια όλα τα μέλη της οικογένειας, παππούδες και γιαγιάδες, πατεράδες και μανάδες, αγόρια και κορίτσια συμμετείχαν οικογενειακώς μαζί με τη μεγάλη εκείνη Ελληνίδα, την Πηνελόπη Δέλτα, τη γιαγιά τους. Όλοι τους άνθρωποι αφιερωμένοι σε υψηλούς σκοπούς. Στην πρώτη γραμμή ως στρατιώτες και εθελόντριες νοσοκόμες του Μετώπου, αργότερα υπεύθυνοι του Ελληνικού Ερυθρού Σταυρού για τον επισιτισμό και τη σωτηρία των πεινασμένων της Κατοχής. Και τότε λειτούργησαν με αυτοθυσία, τιμιότητα και αμεροληψία. Φυλακίστηκαν σε διάφορες φυλακές στην Ελλάδα και στην Ιταλία (Αλέξανδρος, Κωνσταντίνος, Δημήτριος, Παύλος), δικάστηκαν και καταδικάστηκαν σε βαριές ποινές, κλείστηκαν στις φυλακές από Ιταλούς, Γερμανούς και δικτάτορες ως κατάδικοι βαρυποινίτες. Η ζωή γι’ αυτούς ήταν ιερή μόνο αν εγγυώταν την ελευθερία και την αξιοπρέπεια. Σεμνή και αποτελεσματική φιλοπατρία. Είχαν βαθιά την αίσθηση του ελληνικού ιδεώδους. Δεν ήταν εξωτερικό γνώρισμά τους.
“Δεν ήμουν παρείσακτος”, θα πει ο Αλέξανδρος Ζάννας στο Δικαστήριο. “Ο πατέρας μου είχε ιδρύσει το 1912, όταν καταλήφθηκε η Θεσσαλονίκη, το εκεί Τμήμα του Ελληνικού Ερυθρού Σταυρού (Ε.Ε.Σ.) και εχρημάτισε πρόεδρός του μέχρι του θανάτου του, το 1915. Αργότερα τον διαδέχτηκα εγώ στην προεδρία και έπειτα ο μεγαλύτερος αδερφός μου Κώστας. Εξάλλου και ο πεθερός μου Στέφανος Δέλτας ήταν αντιπρόεδρος του Κεντρικού Συμβουλίου Αθηνών επί 25 χρόνια και πλέον. Η πεθερά μου Πηνελόπη Δέλτα ήταν μεγάλη ευεργέτις του Ε.Ε.Σ., ο πατέρας της Εμμανουήλ Μπενάκης έκτισε και εδώρισε την μία πτέρυγα του Νοσοκομείου του Ε.Ε.Σ. Τέλος η γυναίκα μου Βιργινία υπηρετούσε ως εθελόντρια αδελφή του Ε.Ε.Σ. από το 1918. Προΐστατο κατά τον Αλβανικό Πόλεμο των Αδελφών Νοσοκόμων Μακεδονίας και Θράκης και οι δύο κόρες μου εργάζονταν και αυτές στον Ερυθρό Σταυρό” (Αλ. Ζάννας, Κατοχή, 1964, 53).
Γενάρχης της οικογένειας είναι ο Δημήτριος Ζάννας που γεννήθηκε στο Λιβάδι Ολύμπου (1850), όπου έμαθε και τα πρώτα του γράμματα – δεν είναι γνωστά τα πρόσωπα της πατρικής οικογένειας και των παππούδων του – και νέος και ορφανός από πατέρα κατέβηκε στα Φάρσαλα για να εργαστεί. Από τα Φάρσαλα ήλθε στη Θεσσαλονίκη, όπου δούλευε στο αρτοποιείο του γνωστού Λιβαδιώτη Παπαγεωργίου. Εκείνα τα χρόνια πολλοί φουρνάρηδες και χαντζήδες στη Θεσσαλονίκη ήταν Λιβαδιώτες. Η λιβαδιώτικη παροικία ήταν από τις αρχαιότερες και μεγαλύτερες παροικίες της Θεσσαλονίκης. Κατοικούσε στο κέντρο γύρω από τις εκκλησίες του Αγίου Αθανασίου και του Αγίου Νικολάου. Στις αρχές του 20ού αι. ήταν οργανωμένη. Κέντρο διερχομένων των Λιβαδιωτών που έρχονταν από το χωριό και την Κατερίνη ήταν το Καφενείο “Λιτόχωρο” του Αθανασίου Σαργκούνη, το σημερινό ντορε απέναντι από τον Λευκό Πύργο. Εκεί κατέφθαναν τα βαποράκια από τη σκάλα Κατερίνης και το Λιτόχωρο. Αποβίβαζαν και επιβίβαζαν τους ταξιδιώτες. Ξεφόρτωναν τα μανταρίνια και τα πορτοκάλια. Μοσχοβολούσε όλη η παραλία. Από το καφενείο του μπαρμπα-Θανάση, του καλού εκείνου Λιβαδιώτη, περνούσαν οι άρρωστοι για τους γιατρούς και τα νοσοκομεία, συγγενείς φυλακισμένων, άνθρωποι που είχαν καταφύγει στη Δικαιοσύνη, στρατιώτες που κατευθύνονταν για τα πολεμικά μέτωπα. Μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή είχαν επιστρέψει πληγωμένοι και ρακένδυτοι. Εκεί έβρισκαν καταφύγιο και βοήθεια. Από εκεί διοχετεύονταν στα γνωστά ξενοδοχεία των Λιβαδιωτών, σε Λιβαδιώτες γιατρούς και δικηγόρους. Ήταν οι πρώτες δεκαετίες του 20ού αι.
Η Θεσσαλονίκη ήταν πάντοτε ένα χωνευτήρι λαών, πολιτισμών και θρησκειών. Η αφομοιωτική δύναμη του ελληνισμού οφείλεται στον πολιτισμό και τη γλώσσα. “Στη Θεσσαλονίκη κανένας ξένος δεν είναι χωρίς πατρίδα (άπολις)”, γράφει ο Νικηφόρος Χούμνος (13ος-14ος αι.). Οι Λιβαδιώτες ήταν στήριγμα του ελληνισμού, όπως και οι άλλοι βλαχόφωνοι Έλληνες που κατοικούσαν στην πόλη. Ο Γερμανός εθνολόγος και βαλκανολόγος Gustav Weigand που επισκέφθηκε τη Θεσσαλονίκη (1880) γράφει ότι βρήκε στην πόλη περισσότερους Λιβαδιώτες από όσους στην κωμόπολή τους, το Λιβάδι. Το επισκέφθηκε αργότερα (1886) και έμεινε εκεί τέσσερις εβδομάδες. Ο Παπαγεωργίου εκτίμησε τον ενάρετο χαρακτήρα του νέου και την έφεσή του για γράμματα και τον έστειλε για σπουδές στην Ιατρική Αθηνών και αργότερα για μεταπτυχιακές σπουδές στη Γερμανία. Γνώρισε σπουδαίους πανεπιστημιακούς δασκάλους και κέρδισε την εκτίμηση όλων. Όταν επέστρεψε, παντρεύτηκε την κόρη του Παπαγεωργίου. Με την επιστημονική του αρματωσιά, γρήγορα απέκτησε καλό όνομα στην πόλη της Θεσσαλονίκης.
Ο Δημήτριος Ζάννας είχε φιλία με τον Καμπούρογλου που ήταν γιατρός του Σουλτάνου. Ο Καμπούρογλου, όταν είχε πολλή δουλειά και αντιμετώπιζε δύσκολες περιπτώσεις, καλούσε τον Ζάννα. Έτσι δημιουργήθηκε γύρω από το πρόσωπό του μια αίγλη. Ήταν ο μεγάλος γιατρός. Οι Τούρκοι τον σέβονταν. Ο γιατρός ήταν υπεράνω πάσης υποψίας και αυτό τον διευκόλυνε να κινείται δραστήρια και να είναι ανεπίσημα ο συντονιστής του Μακεδονικού Αγώνα. Είχε ιδιαίτερες σχέσεις με τον Έλληνα Πρόξενο Λάμπρο Κορομηλά. Το Προξενείο όμως που παρακολουθούνταν νυχθημερόν από τους Τούρκους ήταν δύσκολο να παίξει τον ρόλο που θα ήθελε. Έτσι το σπίτι του Ζάννα (Βασιλίσσης Όλγας και ιατρού Ζάννα) έγινε το κέντρο του αγώνα. Τόπος συνάντησης των οπλαρχηγών και όσων ήταν μυημένοι στη μεγάλη αυτή υπόθεση για τη σωτηρία της Μακεδονίας στον διμέτωπο αγώνα εναντίον των Τούρκων και των κομιτατζήδων Βουλγάρων (1904 – 1908).
Τον αγώνα αυτόν μαζί με τον Παύλο Μελά, τον Άγρα και τους άλλους επώνυμους οπλαρχηγούς τον έκαναν 2200 αγωνιστές. Αυτοί, όπως καταγράφτηκαν από το Μουσείο Μακεδονικού Αγώνα, ήταν όλοι κι όλοι. Ασφαλώς υπήρχαν και οι περισσότεροι και οι αφανείς που αγωνίστηκαν και πόνεσαν χωρίς να έχουν καταγραφεί στις δέλτους του Μουσείου, γιατί δεν το επιδίωξαν οι ίδιοι. Από τους Λιβαδιώτες μακεδονομάχους, όπως το έχουμε διαπιστώσει, είναι καταγραμμένοι μόνο 5 – 6. Χρειαζόταν μια διαδικασία – δόθηκαν σε αυτούς κάποια σπίτια και χωράφια – και η έγκριση γινόταν από το Γενικό Επιτελείο Στρατού. Αν επικρατούσαν οι κομιτατζήδες είναι ζήτημα, αν σήμερα μιλιόταν η ελληνική γλώσσα στη Θεσσαλονίκη, υποστηρίζει ο Δημήτρης Ζάννας, ο εγγονός του. Και είναι αλήθεια. Ο Μακεδονικός Αγώνας ξεκαθάρισε το τοπίο. Πολλές φυλές ζούσαν στη Θεσσαλονίκη εδώ και πεντακόσια χρόνια. Τα πράγματα ήταν μπερδεμένα και υπήρχαν πολλοί κίνδυνοι. Η επικράτηση της ελληνικής πλευράς έσωσε τα πράγματα. Αυτό οφείλεται και στη διάσπαση των Βουλγάρων, ο διχασμός δεν είναι μόνο προνόμιο των Ελλήνων.
Η επανάσταση των Νεοτούρκων (1908) με τα θεατρικά κηρύγματα για ελευθερία, ισότητα και δικαιοσύνη για όλες τις χριστιανικές εθνότητες, ξεγέλασε πολλούς και το γεγονός γιορτάστηκε με πανηγυρισμούς. Με την αμνηστεία που δόθηκε αφοπλίστηκαν τα Σώματα των Μακεδονομάχων και διατάχθηκαν να επιστρέψουν στην Ελλάδα. Μέσα στη γενική ευφορία εκείνου του γεγονότος και των κηρυγμάτων για τη συναδέλφωση όλων των λαών της Οθωμανικής αυτοκρατορίας συνέβησαν και πολλά παράδοξα. Αγκαλιάζονταν και χόρευαν μαζί, τραγουδώντας τα τραγούδια ο καθένας του λαού του, Έλληνες Μακεδονομάχοι, Βούλγαροι Κομιτατζήδες και Τούρκοι. Σε ανάμνηση εκείνου του γεγονότος φυτεύτηκε τότε στο Λιβάδι το μικρό αλσύλιο “Μιλιέτ Μπαξέ”, εκεί που σήμερα βρίσκεται το Κέντρο Υγείας. Οι χοροί δεν κράτησαν πολύ. Οι Νεότουρκοι αποκάλυψαν τις προθέσεις τους. Είχαν γκρεμίσει το σαθρό καθεστώς του Σουλτάνου, του από χρόνια “μεγάλου ασθενή”, επιδίωκαν όμως να κρατήσουν την αυτοκρατορία του με κάθε μέσο, όπως φάνηκε πολύ γρήγορα. Στην επανάσταση αυτή συμμετείχε και ο Κεμάλ, ο μετέπειτα εθνάρχης (Ατατούρκ) της Τουρκίας. Ο Δημήτριος Ζάννας διέγνωσε τους κινδύνους για τον Ελληνισμό από τους Νεότουρκους, όπως και ο Πατριάρχης Ιωακείμ ο Γ΄ ο “μεγαλοπρεπής”, με τον οποίο ο Ζάννας είχε παλιά και καλή φιλία, από τότε που ο Ιωακείμ ήταν Μητροπολίτης Θεσσαλονίκης. Ο Ιωακείμ ο Γ΄ είναι ο Πατριάρχης με τις πανορθόδοξες και οικουμενικές βλέψεις. Αντέδρασε έντονα (27 Ιουνίου 1905) στην απόφαση του Σουλτάνου να λειτουργούν βλάχικα σχολεία και εκκλησίες. Το πολιτικό δόγμα “διαίρει και βασίλευε” το ήξεραν καλά οι Οθωμανοί.
Για πολλά χρόνια ο Μακεδονικός Αγώνας αγνοήθηκε και τα σχολικά βιβλία τού αφιέρωναν μισή σελίδα. Έχει όμως εγγραφεί με τους πρωταγωνιστές του στη λαϊκή συνείδηση και αυτό έχει μεγαλύτερη σημασία. Πριν από κάποια χρόνια σε μια σχολική παράσταση στο Λιβάδι, ένας μαθητής υποδύθηκε τον Παύλο Μελά. Δανείστηκε την παλιά στολή του γνωστού μακεδονομάχου Αχιλλέα Σαλαβάτη από την αδελφή του. Πολύτιμο οικογενειακό κειμήλιο. Μόλις ανέβηκε στη σκηνή οι θεατές αναφώνησαν: “Θαύμα, θαύμα, ολόιδιος ο Παύλος Μελάς!”. Το είπαν και στα κουτσοβλάχικα: ου λάι , ου λάι, σέμνου, Παύλου Μιχάλου ντρέγκ! Tο γνωστό τραγούδι του Παύλου Μελά: “Μια μέρα στο βουνό ο Παύλος λαβωμένος | μες τα νερά του αυλακιού ήτανε ξαπλωμένος” τραγουδιέται και παίζεται από τα δημοτικά όργανα σε διάφορες εκδηλώσεις και ιδιαίτερα στους γάμους. Ο γάμος έχει στοιχεία χαρμολύπης (χαρά, αποχωρισμοί).
Με πρωτοβουλία του Δημήτρη Ζάννα, εγγονού του μακεδονομάχου γιατρού, και του Μόδη επί πρωθυπουργίας του Γεωργίου Παπανδρέου συστάθηκε το Συμβούλιο του Μακεδονικού Μουσείου που προικοδοτήθηκε με ένα σεβαστό χρηματικό ποσό. Το Μουσείο που είχε εξαγγείλει νωρίτερα ο Βενιζέλος έπρεπε να γίνει. Κτίριο δεν υπήρχε. Το κτίριο στην Προξένου Κορομηλά, το παλαιό Προξενείο του Αγώνα, στέγαζε Δημοτικό Σχολείο. Μετά τον σεισμό του 1978 το κτίριο κρίθηκε κατεδαφιστέο. Ο Δημήτρης Ζάννας, ύστερα από τον θάνατο του Μόδη, κινήθηκε δραστήρια και με επιτυχία. Σήμερα το Μουσείο Μακεδονικού Αγώνα είναι καύχημα της Θεσσαλονίκης. Ένα άρτια οργανωμένο, με όλα τα σύγχρονα μέσα, κέντρο επιστημονικής έρευνας. Οι εκδόσεις του είναι πολύτιμες για τους ερευνητές εκείνης της περιόδου και τους φιλίστορες αναγνώστες. Το μεγάλο τραπέζι από την τραπεζαρία του γιατρού Ζάννα, όπου έτρωγαν και συζητούσαν οι αγωνιστές του Μακεδονικού Αγώνα για τις δυσκολίες και τα προβλήματα του αδυσώπητου εκείνου αγώνα, κοσμεί σήμερα το Μουσείο. Στο σπίτι του Ζάννα μοιράζονταν και όπλα, αφού το Προξενείο αδυνατούσε να πράξει κάτι τέτοιο. Από εκεί περνούσε και η μυστική αλληλογραφία των αντάρτικων σωμάτων και έφτανε διαβαθμισμένη στο Προξενείο. Εκεί κατέφευγαν κρυφά οι τραυματίες, οι άρρωστοι αγωνιστές. Εκεί ξεψειριάζονταν και έβρισκαν προστασία οι κατατρεγμένοι. Δεν υπήρχε κρύπτη στο Προξενείο, υποστηρίζει ο Δημήτρης Ζάννας, ούτε ένας συγγραφέας δεν αναφέρει κάτι τέτοιο, υπήρχε μόνο το πορτάκι, από όπου έμπαιναν τη νύχτα οι μυημένοι στον Αγώνα. Το σπίτι του γιατρού Ζάννα είχε κάποια ασυλία. Και όταν ακόμη υποπτεύονταν ή γνώριζαν τη δράση του, δεν τολμούσαν να προχωρήσουν στον έλεγχο. Η απόδραση από τις φυλακές του Γεντή Κουλέ του αξιωματικού Αμβράσογλου είναι χαρακτηριστική. Είχαν τότε δωροδοκηθεί οι φύλακες. Οι τουρκικές αρχές για πρώτη φορά έκαναν έλεγχο στο σπίτι του. Θίχτηκε τότε ο Ζάννας και τους επέστρεψε τα παράσημα. Οι Τούρκοι δεν δέχτηκαν και επανέφεραν στην τάξη “τους επιδείξαντας υπέρμετρον ζήλον περεκτραπέντας αξιωματικούς”. Η προσωπικότητα του Ζάννα ήταν αδιαμφισβήτητη. Το 1908 ιδρύεται “υπό των εν Θεσσαλονίκη Βλάχολιβαδιτών Ολύμπου” ο Σύλλογος ολυμπος. Στο πρώτο Δ.Σ. του Συλλόγου ο Δημήτρης Ζάννας εκλέγεται αντιπρόεδρος με Πρόεδρο τον επίσης γνωστό Λιβαδίτη γιατρό Ελευθέριο Χατζηκώστα. Σκοπός του Συλλόγου ήταν η συσπείρωση των Ολύμπιων Βλαχόφωνων Ελλήνων και η “διά παντός ηθικού και νομικού μέσου συστηματική και αδιάλειπτος αντίδρασις κατά του ρουμανικού προσηλυτισμού” (Α. Κουκούδης, ο λογος του συλλογου, 3, Δεκέμβριος 2004, Θεσσαλονίκη).
Ο μακεδονομάχος γιατρός Δημήτριος Ζάννας, εκτός από την εθνική του δράση, είχε και πλούσιο κοινωνικό και φιλανθρωπικό έργο. Βαθιά ανθρωπιστής διετέλεσε πρόεδρος του Ελληνικού Ερυθρού Σταυρού Θεσσαλονίκης. Στάθηκε αρωγός στις αρρώστιες και στις ανάγκες των αδυνάτων, των φτωχών ανθρώπων. Η αφιλοχρηματία, η προσωπική και οικογενειακή ζωή του ήταν υποδειγματική. Άσκησε το ιατρικό του λειτούργημα πιστός στον ιπποκράτειο όρκο και κέρδισε τον σεβασμό όλων, όχι μόνο της ελληνικής κοινότητας. Έπεισε τους φίλους του Θεαγένην, Χαρίσην και Παπάφην, ώστε να ιδρύσουν τα γνωστά ιδρύματα της Θεσσαλονίκης. Εργάστηκε για την ίδρυση του Α΄ Νοσοκομείου. Τη μόνη περιουσία που άφησε ήταν τα παιδιά του που στάθηκαν αντάξιά του. Η πολιτεία τον τίμησε και μετά τον θάνατό του (1915) δόθηκε το όνομά του σε μια οδό της Θεσσαλονίκης, “οδός ιατρού Ζάννα”.
Τα παιδιά του Δημητρίου Ζάννα, Κωνσταντίνος και Αλέξανδρος, ακολούθησαν τα βήματα του πατέρα τους, τίμησαν το όνομα της οικογένειας με αγώνες, φυλακίσεις, διώξεις και κοινωνική προσφορά. Ο Κωνσταντίνος φυλακίστηκε από τους ναζί μαζί με τη γυναίκα του και τον γιο του Δημήτρη. Ήταν πρόεδρος του Ε.Ε.Σ. και βοηθούσε – αυτή ήταν η κατηγορία – τη φυγάδευση των Άγγλων. Και αυτό ήταν αλήθεια. Η φυλακή της Γκεστάπο ήταν δίπλα από το πατρικό τους σπίτι. Σώθηκαν χάρη σε έναν νεαρό Γερμανό, βοηθό στη φυλακή που ήταν αντιναζί. Ο κύκλος του καλού δεν κλείνει ούτε μέσα στον πόλεμο. Στους Βαλκανικούς Πολέμους (1912-13) ως εθελοντής μαζί με τον αδελφό του Αλέξανδρο πήρε μέρος σε πολλές εκστρατείες. Νικητές μπήκαν στην ελεύθερη Θεσσαλονίκη, την αγαπημένη τους πόλη. Του ανατέθηκε μυστική αποστολή στα πολιορκημένα Γιάννινα, που βοήθησε στη νίκη του Ελληνικού στρατού. Παρασημοφορήθηκε γι’ αυτή τη δράση. Με ενέργειές του ηλεκτροδοτήθηκε το Λιβάδι. Συγγενής του τότε ήταν ο διοικητής της Δ.Ε.Η. Το Λιβάδι μπήκε στο πρόγραμμα της ηλεκτροδότησης και έτσι ένα παλιό όνειρο έγινε πραγματικότητα. Ήταν ένα μεγάλο γεγονός. Πέθανε το 1966.
Ο Αλέκος γεννήθηκε το 1890. Το 1906, στην κορύφωση του Μακεδονικού Αγώνα, έφηβος δεκαέξι χρόνων μετέφερε στη Θεσσαλονίκη το ελληνικό ταχυδρομείο μαζί με όπλα, περίστροφα και βόμβες. Έζησε την ατμόσφαιρα της εθνικής έξαρσης. Η ελεύθερη Θεσσαλονίκη και Μακεδονία ήταν το όραμά του που έπαιρνε σάρκα και οστά. Διετέλεσε και Υπουργός Αεροπορίας (1929-32) επί Ελευθερίου Βενιζέλου. Ο Βενιζέλος, όταν ανέβαινε στη Θεσσαλονίκη, συνήθως έμενε στο σπίτι των Ζανναίων. Όταν πέθανε ο Βενιζέλος εξόριστος στη Γαλλία, ο Ζάννας ήταν δίπλα του και άκουσε τις τελευταίες του εντολές. Φυλακίστηκε από τους Ιταλούς, εξορίστηκε στην Ιταλία, καταδικάστηκε σε βαριές ποινές. Μέσα από τις φυλακές γράφει στα παιδιά του, στο Λενάκι, το Αργινούλι και τον Παυλή: “εσείς μόνο να μη στενοχωρείσθε. Με το κεφάλι ψηλά, με Μακεδονική ψυχραιμία και με Ελληνική αξιοπρέπεια θέλω να αντιμετωπίσετε και αυτή τη μπόρα που γρήγορα θα περάσει”. Πήρε μέρος στους Βαλκανικούς Πολέμους και την απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης. Εγκατέλειψε τις σπουδές του στη Γερμανία – σπούδαζε μηχανικός – και κατετάγη ως εθελοντής στο σώμα του Ματαπά. Ευδόκησε ως ελευθερωτής να μπει στη Θεσσαλονίκη και να χαρεί το πιο μεγάλο του όνειρο. Υψώνει την ελληνική σημαία στον Λευκό Πύργο. Η Θεσσαλονίκη, ύστερα από σκλαβιά πέντε περίπου αιώνων, απελευθερώνεται. Εργάστηκε με αυταπάρνηση για τον επισιτισμό στα χρόνια της Κατοχής. Μαζί με τη γυναίκα του Βιργινία και τα παιδιά του αναλώθηκαν υπηρετώντας τον συνάνθρωπο, τον αναξιοπαθούντα σε κρίσιμες ώρες. Ήταν περήφανος για την καταγωγή του και τους αγώνες των συμπατριωτών του στον Μακεδονικό Αγώνα. “Το Λιβάδι του Ολύμπου”, γράφει, “η πατρίδα του πατέρα και της μητέρας μου, κατοικούνταν από φανατικούς ελληνόφρονες Κουτσόβλαχους. Ποτέ δεν τόλμησε κανείς να αναπτύξει ρουμανίζουσα προπαγάνδα”. Αλλού θα σημειώσει: “Η οικογένεια του πατέρα μου καταγόταν από το υψηλότερο χωριό του Ολύμπου, το Λιβάδι […] Ήταν Έλληνας υπήκοος (στη Θεσσαλονίκη) και έτσι δεν υπεβλήθη ποτέ στις υποχρεώσεις των ραγιάδων έχοντας πάντα στενή επαφή με το Ελληνικό Προξενείο” (Μακεδονικός Αγώνας, σελ. 65).
Στα χρόνια του Εθνικού Διχασμού (1916) είχαν συλληφθεί από τους Αγγλογάλλους 40 Λιβαδιώτες ως αντιβενιζελικοί, εχθροί της ανταντ. Με τη μεσολάβηση του Αλέξανδρου Ζάννα αφέθηκαν ελεύθεροι στην Κατερίνη. Τρεις μόνο πήραν τον δρόμο της εξορίας στη Γαλλία (Χατζημιχάλης, αδελφοί Μητώνα), όπου και πέθαναν. Οι Γάλλοι είχαν εγκαταστήσει στο Λιβάδι σταθμό χωροφυλακής, στο σπίτι του Κανώτα. Είχαν κάνει και γαλλικό σχολείο, έφεραν και Γάλλους δασκάλους, μάλλον στρατευμένους. Παλιοί Λιβαδιώτες είχαν μάθει τότε και λίγα γαλλικά. Νιώθει ιδιαίτερη περηφάνια ο Αλέξανδρος Ζάννας, όταν, μετά το αίσιο τέλος του Μακεδονικού Αγώνα, ακούει από τον πρόξενο Λάμπρο Κορομηλά που αργότερα έγινε Υπουργός Εξωτερικών να λέει με ξεχωριστή ικανοποίηση: “Οι Κουτσόβλαχοι, λόγω των εξαιρετικών των ικανοτήτων, ήταν νόθα τέκνα των θεών του Ολύμπου”. Δεν ξεχνούσε ο λαμπρός εκείνος Έλληνας ότι τα τέσσερα από τα επτά μέλη του “Εκτελεστικού Θεσσαλονίκης” ήταν Κουτσόβλαχοι. Το χωριό, αν και βρέθηκε μακριά σε όλη του τη ζωή, ήταν έγνοια του. Στο βιβλίο του Ο Μακεδονικός Αγών. Αναμνήσεις περιγράφει ένα περιστατικό. Γνώριζε στη Θεσσαλονίκη τον ξενιτεμένο από παλιά Λιβαδιώτη, τον Γιώργη Πράσσα. “Ήταν Κουτσόβλαχος, από το χωριό μας το Λιβάδι Ολύμπου και όπως “όλοι οι Βλάχοι είναι μια γενιά” ήταν και αυτός μακρινός συγγενής”. Ήταν μεγάλος πατριώτης. Είχε πολεμήσει εθελοντής στην Κρήτη. Μακεδονομάχος. Ο Ζάννας τον παρότρυνε και τον έπεισε να γράψει την περιουσία του στην κοινότητα Λιβαδίου για την κατασκευή υδραγωγείου. Στον συμβολαιογράφο που τον ρώτησε αν είχε επισκεφτεί ποτέ το Λιβάδι, απάντησε με χιούμορ: “δεν επισκέφτηκα ποτέ το χωριό μου και δεν γνώρισα τους συμπατριώτες μου. Ίσως αν τους ήξερα, δεν θα έδινα τα χρήματα γι’ αυτούς”. “Γελάσαμε με την ψυχή μας”, γράφει ο Ζάννας. Έπεσαν επάνω του τα ανίψια του και άλλαξε τη διαθήκη του. Η κοινότητα Λιβαδίου έκανε δικαστικούς αγώνες αλλά η τελευταία του διαθήκη ήταν πιο έγκυρη.
Πριν από αρκετά χρόνια επισκέφτηκα το σπίτι του Αλέξανδρου Ζάννα στην Κηφισιά. Ζούσε τότε η γυναίκα του Βιργινία. Μια εντυπωσιακή φυσιογνωμία, μια αρχόντισσα απλή και καλοσυνάτη. Ήταν και συγγραφέας έργων για παιδιά. Από το σπίτι τους είχε περάσει ένα μέρος της νεότερης ιστορίας της Ελλάδας. Πολιτικοί, ποιητές, όπως ο Γ. Σεφέρης, λόγιοι, σημαίνοντα πρόσωπα της αθηναϊκής κοινωνίας και της Ελλάδας γενικότερα. Εκεί συχνά πήγαινε και ο Ελευθέριος Βενιζέλος. Φεύγοντας κάποτε από το σπίτι, “επί της Κηφισίας”, έγινε (1935) και η μια από τις δύο απόπειρες δολοφονίας του. Τον κυνηγούσαν σαν λυσσασμένο σκυλί ο λήσταρχος Καραθανάσης και ο αρχηγός της αστυνομίας Πολυχρονόπουλος. Μαύρη σελίδα της νεότερης ιστορίας. Από τη λεωφόρο Κηφισιάς πέρασε και ο Νικόλαος Πλαστήρας με τα επαναστατημένα στρατιωτικά τμήματα, όταν το 1922 επέστρεψε από τον Μικρασιατικό Πόλεμο και τη συμφορά. Σε εκείνους που τον ζητωκραύγαζαν ο Μαύρος Καβαλάρης φώναξε θυμωμένος: “Τι ζητωκραυγάζετε; Επιστρέφουμε νικημένοι, κατεστραμμένοι”. Τη σκηνή περιγράφει η Πηνελόπη Δέλτα. Το σπίτι ήταν πολύ απλό κτίσμα, δεν θα το ζήλευε κανένας από τους σημερινούς νεόπλουτους. Από έξω είναι το μνήμα της Πηνελόπης Δέλτα. Πάνω στην ταφόπλακα μια μόνο λέξη σιωπη. Η περήφανη αυτή Ελληνίδα αυτοκτόνησε την ημέρα που οι Γερμανοί μπήκαν στην Αθήνα. Με τη Βιργινία Ζάννα είχαμε ανταλλάξει μερικά γράμματα. Σε ένα από αυτά μου έγραφε: “Σε ευχαριστώ που μου έδωσες πατρίδα, ρίζες, την πατρίδα του άντρα μου, το Λιβάδι”. Η ίδια είχε γεννηθεί στην Αλεξάνδρεια, όπου έδρασαν και πλούτισαν οι Μπενάκηδες και οι Δέλτα. Η Αλεξάνδρεια όμως ήταν μια μεγάλη και κοσμοπολίτικη πολιτεία άλλων διαστάσεων. Στο τελευταίο της γράμμα έγραψε ανάμεσα σε άλλα: “Φαίνεται πως είναι γραφτό να με συγκινήσετε για δεύτερη φορά. Όσα γράφετε για τον Αλέξανδρο Ζάννα που η οικογένειά του καταγόταν από ένα χωριό του Ολύμπου. Ήταν ο άντρας μου! Δεν είχε ποτέ πάγει στο Λιβάδι, αν και όλο μιλούσε για το χωριό και τον Γεωργάκη Ολύμπιο. Στα τελευταία χρόνια της ζωής του που ήταν πολύ άρρωστος αξιωθήκαμε να πάμε μαζί εκεί και του έγινε πολύ συγκινητική υποδοχή από όλους. Είδε μάλιστα και το σπίτι των Ζάννα, από τα λίγα που δεν είχαν κάψει οι Γερμανοί”.
Ο Αλέξανδρος Ζάννας πέθανε το 1963. Τίμησε τις ολύμπιες ρίζες του και του αξίζει ο δίκαιος έπαινος. Η προσωπικότητά του – “συνδύαζε την ευγένεια της ψυχής με τη θέληση, την κρίση και την αυτοκυριαρχία” – και οι αγώνες του για την πατρίδα και τον άνθρωπο είναι μια υποθήκη (βλ. Προκόβας 2001, 425-440).
Ο Πάυλος Ζάννας (1929 – 1989), άνθρωπος των γραμμάτων και της τέχνης, ήταν ένας ευγενής και απλός άνθρωπος. Διακρίθηκε ως κριτικός του κινηματογράφου και συγγραφέας. Συνετέλεσε στη δημιουργία της καλλιτεχνικής εταιρείας “Τέχνη”. Διοργάνωνε κάθε Κυριακή στον κινηματογράφο “Μακεδονικόν” διάφορες κινηματογραφικές προβολές κλασικών ταινιών, που ήταν έξω από το κύκλωμα των εμπορικών ταινιών. Ήταν μια πρώτη και άτυπη μορφή σχολής κινηματογράφου. Μυήθηκαν τότε πολλοί νέοι, ιδιαίτερα φοιτητές, στην τέχνη του κινηματογράφου. Τις ταινίες σχολίαζαν – γινόταν και ενδιαφέρουσες συζητήσεις – γνωστοί κριτικοί, σκηνοθέτες, ηθοποιοί. Ο Παύλος τίμησε τις αξίες του ελεύθερου ανθρώπου με πολύχρονη φυλάκιση στη δικτατορία του 1967. Η αντιστασιακή του δράση υπαγορεύεται από το ήθος του, από το χρέος του απέναντι στον ελεύθερο άνθρωπο. Στη φυλακή γράφει και το Ημερολόγιο Φυλακής, προσωπικό και πολιτικό. “Ένα μεγάλο ελεύθερο γράμμα”. O έρωτας και η φιλία βρίσκονται στο κέντρο του. Μέσα στη δοκιμασία και τη σιωπή της φυλακής συναντιέται με το κλασικό έργο του Μαρσέλ Προυστ “Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο”. Μεταφράζει μέρες και νύχτες το πολυσέλιδο αυτό μυθιστόρημα. Καταπιάστηκε με το μεγάλο αυτό έργο διαισθανόμενος τη διάρκεια της δικτατορίας και της δικής του δομιμασίας; Ο πιο μεγάλος κίνδυνος της απομόνωσης είναι να χάσει κανείς τα λογικά του. Και ο δύσκολος Σεφέρης εκφράζεται με ενθουσιασμό για το εγχείρημα αυτό και την αριστουργηματική μετάφραση. Γράφει: “Τα αληθινά βιβλία δεν πρέπει να είναι γεννήματα της μέρας και των ομιλιών αλλά του σκοταδιού και της σιωπής”. Και από τις φυλακές της Αίγινας εκπέμπει μηνύματα ήθους και ανθρωπιάς. Μέσα στο κελί του γράφει και διαβάζει βιβλία. Με τα βιβλία επικοινωνούσε χωρίς διαμεσολαβητή. Μέσα στο κελί της απομόνωσης ο Παύλος σκεφτόταν, αισθανόταν, συνομιλούσε με τις λέξεις. Με τις λέξεις έφερνε τον έξω κόσμο στο κελί του. Ο ζωογόνος και λυτρωτικός κόσμος της γλώσσας. Ο χωροχρόνος της φυλακής είναι μυστήριο μεγάλο. Οι δείκτες στο ρολόι του εξωτερικού κόσμου σταματούν.
Στη φυλακή οι ορίζοντές του πλάτυναν περισσότερο, τα οράματά του μεγάλωσαν, η πίστη του στον άνθρωπο δυνάμωσε. Ήταν άνθρωπος μεγάλης ευαισθησίας και δύναμης. Είναι πολύ δύσκολο να εκμηδενίσει κανείς την ανθρώπινη υπόσταση, να την ακυρώσει. Τόσο δύσκολο, όσο και να τη δημιουργήσει. “Τα περασμένα”, γράφει, “δεν τα ορίζουμε πια, δεν μπορούν να αλλάξουν. Μπορούμε όμως να δούμε τα τωρινά μέσα από τα περασμένα, να προσπαθήσουμε να τα εξηγήσουμε μέσα στη μεταβλητή τους κίνηση, να προσπαθήσουμε να αλλάξουμε ό,τι περνά από το χέρι μας”. Ο Παύλος ήταν ένας διανοούμενος πολίτης του κόσμου. Έλληνας με δημοκρατική συνείδηση και πλούσια παιδεία. Αυτά τον κράτησαν και στη μοναξιά της φυλακής και τον κατηύθυναν σε όλη τη σύντομη ζωή του. Ήταν υπόδειγμα σεμνότητας, ανθρώπου και πολίτη. Η δικτατορία του στέρησε και τα πολιτικά δικαιώματα. Αυτό του κόστισε περισσότερο από όλα. Στερήθηκε τα πολιτικά δικαιώματα ο ευγενέστερος και συνεπέστερος πολίτης. Όσοι γνώρισαν τον Παύλο και τιμήθηκαν με τη φιλία του νιώθουν δικαιολογημένα τυχεροί και ευνοημένοι. Ήμουν και εγώ ένας από αυτούς.
Η παιδεία, η ευγένεια, η απλότητα και η αγωνιστική διάθεση για αρχές και αξίες του ανθρώπου συνθέτουν τη φωτεινή προσωπικότητα του Παύλου Ζάννα. Έντεκα χρόνια μετά τον θάνατό του μετρούμε την απώλειά του. Νιώθουμε συγκίνηση αλλά και παρηγοριά, γιατί σε δύσκολους καιρούς είχαμε την τύχη να γνωρίσουμε έναν άνθρωπο.
Γιος του Αλέξανδρου Ζάννα, εγγονός της Πηνελόπης Δέλτα και δισέγγονος του Εμμανουήλ Μπενάκη συμπυκνώνει τις αρετές όλων αυτών των ανθρώπων της προσφοράς και της γενναιοδωρίας αλλά και κτίζει με δικά του υλικά και προσωπικούς αγώνες το πνευματικό και ηθικό του ανάστημα. “Το πιο τίμιον ήταν η μορφή του”. Αποστολική, ήρεμη, ευγενική, σχεδόν ντροπαλή. Βλέμμα γεμάτο κατανόηση, ανοχή και ανθρωπιά. Μιλούσε χαμηλόφωνα, περισσότερο άκουγε. Ήταν άνθρωπος της δύσκολης πράξης. Έφτανε σε αυτή από τους δικούς του δρόμους της κοινωνικής ευαισθησίας και του ήθους. Ταπεινά και αθόρυβα τιμούσε τις αρχές του. Τα τέσσερα περίπου από τα επτά χρόνια της δικτατορίας τα πέρασε στις φυλακές. Το “Ημερολόγιο της φυλακής (1969-1972)” κυκλοφόρησε τελευταία με επιμελητή της έκδοσης τον γιο του Αλέκο και σχολιάστηκε από ειδικούς στον ημερήσιο και περιοδικό τύπο. Το 1978, με επιμέλεια του Παύλου Ζάννα, εκδίδεται το βιβλίο της Πηνελόπης Δέλτα “Ελευθερίος Βενιζέλος. Ημερολόγιο – Αναμνήσεις – Μαρτυρίες – Αλληλογραφία”. Ο Αλέκος Ζάννας, συνεχίζοντας το έργο του πατέρα του, μελετάει το πολύτιμο αρχείο της προγιαγιάς του Πηνελόπης Δέλτα.
Γνώρισα τον Παύλο Ζάννα στη δεκαετία του ’80. Γιορτάσαμε μαζί μια πρωτομαγιά στην Καβάλα, ύστερα από ένα ρεσιτάλ πιάνου που είχε δώσει η αγαπημένη του γυναίκα, η Μίνα. Μας είχε όλους εντυπωσιάσει η ευγένεια, η φιλικότητα και η ταπεινοφροσύνη αυτού του ανθρώπου. Στην ομαδική εκείνη διασκέδαση δεν ήθελε να νιώθει φιλοξενούμενος. Εννοούσε να κοπιάσει περισσότερο από όλους. Δίπλα του η γυναίκα του με την ίδια συμπεριφορά. Καταλάβαμε όλοι μας ότι είχαμε να κάνουμε με έναν άλλης ποιότητας άνθρωπο. Απλό – περνούσε απαρατήρητος δίπλα σου – άνθρωπο της καθημερινότητας και πάντοτε χαμηλών τόνων. Ένα πρότυπο αξιοπρεπούς και γενναίας στάσης ζωής. Οι συγκρατούμενοί του στις φυλακές της Αίγινας θυμούνται τον ακεραιωμένο αυτόν άνθρωπο. Ύστερα από λίγα χρόνια, δύο μήνες πριν από τον θάνατό του, τον είχα καλέσει μαζί με άλλους γνωστούς συγγραφείς και επιστήμονες σε ένα συνέδριο για τη λογοτεχνία που έγινε στην Κομοτηνή. Όταν τελείωσε την εισήγησή του, με ρώτησε με μεγάλη συστολή αν πρόσφερε κάτι στο συνέδριο. Εκείνος που γνώριζε όσο λίγοι την ελληνική και ευρωπαϊκή λογοτεχνία και θεωρούνταν ειδικός στη θεωρία της λογοτεχνίας. Όπως ήταν ειδικός και στα θέματα του κινηματογράφου. Η σπουδαία μελέτη του για τον Αϊζενστάιν τον καθιέρωσε σε αυτό το χώρο. Στη διάρκεια αυτού του συνεδρίου είχε εκφράσει την επιθυμία του να επισκεφτεί το Λιβάδι, την πατρίδα των προγόνων του. Αυτό θα γινόταν το καλοκαίρι του 1989. Τον Μάιο ο Παύλος έφυγε βιαστικά και απροσδόκητα. Ο θάνατός του θεωρήθηκε μεγάλη απώλεια για τα γράμματά μας. Εμείς κρατούμε περισσότερο στη μνήμη μας τον άνθρωπο του σπάνιου ήθους. Σήμερα το κινηματοθέατρο ολυμπιον της Θεσσαλονίκης φέρει το όνομά του. Τα κείμενά του για τον κινηματογράφο είναι πρωτοποριακά και το Φεστιβάλ κινηματογράφου τού οφείλει πολλά. Ο Παύλος Ζάννας ήταν από καλή γενιά. Ο ίδιος πορεύτηκε τον δικό του δρόμο του πνεύματος, της ευθύνης και του χρέους. Ήταν μια συνείδηση πάντοτε σε εγρήγορση.
Ο Δημήτρης Ζάννας, γνωστός δικηγόρος της Θεσσαλονίκης και πρόεδρος του Μουσείου του Μακεδονικού Αγώνα, συνεχίζει την παράδοση της οικογένειάς του με ποικίλες κοινωνικές δραστηριότητες. Μετά την πτώση της δικτατορίας το 1974 διετέλεσε για ένα διάστημα δήμαρχος της Θεσσαλονίκης. Ο πρωθυπουργός Κ. Καραμανλής δεν ήθελε να τον υποδεχθεί στη Θεσσαλονίκη δήμαρχος διορισμένος από τη δικτατορία. Στην τιμητική πρόταση του πρωθυπουργού είχε τότε απαντήσει: “Στη δημοκρατία οι δήμαρχοι εκλέγονται, δεν διορίζονται”. Υπηρέτησε τον δήμο κατά το μεταβατικό διάστημα ως τις δημοτικές εκλογές. Στα χρόνια της Κατοχής, μέσα από αντιστασιακό δίκτυο, φυγάδευσε και έσωσε Εβραίους από τα κρεματόρια των ναζί. Το κράτος του Ισραήλ του απένειμε τον τιμητικό τίτλο “του δικαίου”, την ανώτατη διάκριση. Με αριστείο τιμήθηκε και από τον Πρόεδρο της Ελληνικής Δημοκρατίας εδώ και λίγα χρόνια. Επί πρωθυπουργίας Γεωργίου Παπανδρέου παλαιότερα είχε διατελέσει Γενικός Γραμματέας του Υπουργείου Συντονισμού (1950-52) και αργότερα πρόεδρος της τοπικής επιτροπής τουρισμού στη Θεσσαλονίκη. Ενδιαφέρθηκε ιδιαίτερα για το Λιβάδι, ανέβηκε και ανεβαίνει στο χωριό αρκετές φορές. Ήδη από το 1950 είχε προσπαθήσει για την κάθετη εκμετάλλευση του γάλακτος και τη δημιουργία κτηνοτροφικού συνεταιρισμού. Έκανε προσπάθειες – ανέβηκε στο χωριό με τον καθηγητή Μουτσόπουλο – για τη διατήρηση της παραδοσιακής φυσιογνωμίας της κοινότητας. Δυστυχώς οι σκοποί του έμειναν ανεκπλήρωτοι, γιατί δεν υπήρξε η αναμενόμενη ανταπόκριση. Ανθρώπινα πικράθηκε, η αγάπη του όμως για τη γενέθλια γη των παππούδων του παραμένει αλώβητη και διαρκής.
Το 1950 επισκέφθηκε το Λιβάδι ο Αλέξανδρος Ζάννας. Του έγινε παλλαϊκή υποδοχή. Οι μνήμες και οι συγκινήσεις ήταν πολλές. Μαζί του είχε τη γυναίκα του Βιργινία, κόρη της Πηνελόπης Δέλτα και εγγονή του Εμμανουήλ Μπενάκη, τον ανεψιό του Δημήτρη Ζάννα, Γενικό Γραμματέα του Υπουργείου Συντονισμού και τον γαμπρό του Γούτο, Γενικό Γραμματέα του Υπουργείου Υγιεινής. Όλοι έμαθαν και εκτίμησαν άμεσα τα προβλήματα του χωριού και έδρασαν επί τόπου. Κόπηκε χρηματικό ένταλμα και εφαρμόστηκε για πρώτη φορά το πρόγραμμα “πρόνοια για την εργασία”. Το πιλοτικό εκείνο πρόγραμμα ήταν πρωτοποριακό για την εποχή του. Δεν δόθηκαν επιχορηγήσεις, επιδόματα και άλλα “δώρα”. Η φιλανθρωπία δεν αποτελεί λύση για την ανεργία και τη φτώχεια. Αναπαράγει τη φτώχεια. Αποδυναμώνει, νεκρώνει κάθε ιδιωτική πρωτοβουλία δημιουργώντας εξαρτήσεις. Αδρανοποιεί ζωντανά και δημιουργικά στοιχεία της κοινωνίας. Στόχος του προγράμματος ήταν να γίνει ο άνθρωπος δημιουργικός, να ξανανιώσει δημιουργικός. Χρηματοδοτήθηκαν άνεργοι – η ανεργία μεταπολεμικά ήταν στο αποκορύφωμα – για να προσφέρουν εργασία στον τόπο τους. Επισκευάστηκε τότε ο δρόμος Δολίχη – Λιβάδι. Έγινε βατός και διευκολύνθηκε η συγκοινωνία του χωριού με την Ελασσόνα. Με χρήματα βοήθησαν στην επισκευή του Α΄ σχολείου στο Κιόσκι που επί χρόνια ήταν μισοτελειωμένο. Ο Δημήτρης Ζάννας έστειλε 50 κυβικά ξυλείας. Το πρόγραμμα λειτούργησε ως πιλότος και κρίθηκε επιτυχημένο.
Το σπίτι των Ζανναίων υπήρχε στο χωριό κοντά στο σημερινό δημαρχιακό κτίριο. Δεν κάηκε από τους ναζί, γιατί συμπτωματικά υπήρχε κρεμασμένη από έξω μια διαφήμιση γερμανικής εταιρείας. Ο γενάρχης των Ζανναίων Δημήτριος Ζάννας πέθανε το 1915. Έζησε τρία μόνο χρόνια στην ελεύθερη Θεσσαλονίκη. Το γενεαλογικό δέντρο των Ζανναίων έχει ασφαλώς βαθύτερες ρίζες. Ποιοι όμως ήταν οι γονείς και οι παππούδες του Δημητρίου Ζάννα στο Λιβάδι παραμένει άγνωστο, όπως μας βεβαιώνει ο εγγονός του Δημήτρης Ζάννας. Το δισέγγονό του Αλέξανδρος Ζάννας, γιος του Παύλου και γνωστός επιστήμονας και επιμελητής του αρχείου της Πηνελόπης Δέλτα, προσπαθεί να συμπληρώσει τις ψηφίδες. Στο Λιβάδι υπήρχε και άλλη οικογένεια Ζάννα. Πρόκειται για εκείνη των μεγάλων ευεργετών που προίκισαν το Λιβάδι με το “Ζάννειο Μορφωτικό Κέντρο”. Δεν είχαν, όσο ξέρουμε, καμιά συγγένεια μεταξύ τους. Μάλλον πρόκειται για την ίδια παλιά οικογένεια που με τη διαδοχή των γενεών έχασε τους συγγενικούς δεσμούς. Το ίδιο συμβαίνει και με άλλες παλιές οικογένειες στο Λιβάδι.
Με τον Δημήτριο Ζάννα είχαμε τον τελευταίο καιρό μια ενδιαφέρουσα συνομιλία. Είχαμε μπροστά μας έναν σεμνό και υπεύθυνο άνθρωπο. Η συνομιλία εκείνη έκλεισε με τα λόγια του: “Πιστεύω στον ενεργό πολίτη. Προσπαθώ να είμαι ενεργός πολίτης. Τίποτε άλλο”. Άνθρωποι της πόλης. Ευπατρίδες σεμνοί, ευγενείς χωρίς τίτλους ευγενείας.
Οικογένεια Ζάννα. Οι ευπατρίδες
Απόσπασμα από το βιβλίο του Κώστα Προκόβα ‘ΟΙ ΚΑΙΡΟΙ, Ο ΤΟΠΟΣ, ΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ’
Έκδοση του Συλλόγου Λιβαδιωτών Θεσσαλονίκης ‘Ο Γεωργάκης Ολύμπιος’
Θεσσαλονίκη 2010