1. Η βλαχόφωνη δημοτική μουσική και ποίηση είναι σχεδόν άγνωστη στην ελληνική έρευνα, της οποίας η συμβολή περιορίζεται σε ορισμένες προσπάθειες, ερασιτεχνικές κυρίως, για τη συλλογή και καταγραφή βλαχόφωνων τραγουδιών1.
Για ευρύτερη θεώρηση υλικού πρέπει κανείς να ανατρέξει σε ξένους μελετητές και συλλογείς, ιδίως βλαχόφωνους, που μορφώθηκαν και έδρασαν στη Ρουμανία2. Βασικό εμπόδιο για μια προσέγγιση του χώρου αυτού στάθηκε η γλώσσα των βλαχόφωνων, νεολατινικό (ρομανικό) ιδίωμα που κατάγεται από τη λαϊκή λατινική της Βαλκανικής και που διασώθηκε σε μικρές νησίδες και στον ελληνικό χώρο3. Ακόμη δέν έλειψε και κάποια προκατάληψη, συνέπεια της αμάθειας και της μονόπλευρης και ελλειπτικής έρευνας του προβλήματος των Κουτσοβλάχων.
2. Η συμβίωση των ελληνόφωνων και βλαχόφωνων πληθυσμών στον ελληνικό χώρο, μακραίωνη και ειρηνική τόσο για κείνους που πιστεύουν στην ιθαγένεια των δεύτερων, όσο και για εκείνους που τους θέλουν επισκέπτες, μας δίνει το δικαίωμα να αντλούμε στοιχεία για την πολιτιστική δραστηριότητα και τη σύνθεση της ιστορίας του ελληνικού έθνους και από τα δύο αυτά τμήματα του ελληνικού κορμού. Είναι απαραίτητη μια τέτοια ενέργεια, γιατί το ένα τμήμα συμπληρώνει την ιστορία του άλλου και τα δύο μαζί ολοκληρώνουν την εικόνα του λαού. Λόγοι μόνο γλωσσικοί προ- κάλεσαν διαφοροποιήσεις ασήμαντες, ενώ τα συνεκτικά στοιχεία, όπως η ορθοδοξία, η ελληνική πολιτιστική παράδοση και οι κοινοί αγώνες έπαιζαν πάντα καθοριστικό ρόλο στη δημιουργία κοινής εθνικής συνείδησης.
3. Μια από τις σημαντικότερες περιοχές που σημαδεύουν την πολιτιστική και εθνική ταυτότητα των λαών είναι η δημοτική μουσική και ποίηση. Στο χώρο αυτό πιστοποιούμε τα κληρονομημένα παλιά πολιτιστικά στοιχεία, τις αντιλήψεις για τη ζωή και τις ηθικές αξίες και γενικότερα ανακαλύπτουμε τη φυσιογνωμία των λαών και συνθέτουμε την εικόνα του εθνικού βίου.
Η αλώβητη όμως διατήρηση και διάσωση αυτών των στοιχείων από ξένες επιδράσεις είναι αδύνατη, ιδιαίτερα σε διαφορετικές ομάδες που συμβιώνουν σε κοινό γεωγραφικό χώρο, όπως συμβαίνει στα Βαλκάνια, πεδίο γλωσσικών και πολιτιστικών συναντήσεων από την αρχαιότητα μέχρι τα νεότερα χρόνια4.
Οι ξένες επιδράσεις στο βλαχόφωνο και δίγλωσσο τμήμα του ελληνισμού είχαν μικρότερη επίδοση εξαιτίας του φραγμού που επέβαλλε η γλώσσα και η κλειστή σε ξένες επιγαμίες κοινωνία που διατηρήθηκε μέχρι το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο5.
Ώστε δεν είναι απίθανος ο συλλογισμός ότι οι Κουτσόβλαχοι διατηρούν με αρκετή καθαρότητα την πολιτιστική τους κληρονομιά σε σύγκριση με άλλους και ακόμη για να φτάσουμε στις ρίζες της ελληνόφωνης δημοτικής μουσικής και ποίησης θα πρέπει να ερευνήσουμε παράλληλα και τη βλαχόφωνη παρόμοια σαν στοιχείο αυτόχθονο που μπορεί να μας οδηγήσει μέχρι την απώτερη αρχαιότητα.
4. Η στιχουργική των κουτσοβλάχικων τραγουδιών παρουσιάζει ποικιλία6 με προεξάρχοντα χαρακτηριστικά τον τροχαϊκό εφτασύλλαβο ή οχτασύλλαβο στίχο, όπως και στα ρουμανικά7, και λιγότερο τον πεντασύλλαβο σε εναλλαγή με τον εξασύλλαβο. Από ελληνική επίδραση έχουμε και ιαμβικούς εφτασύλλαβους, που αποτελούν μάλιστα τον κανόνα στην ποίηση ορισμένων κουτσοβλάχικων περιοχών8. Τέλος δεν λείπουν και τραγούδια σε δεκαπεντασύλλαβο με εμφανή την επίδραση της ελληνόφωνης δημοτικής ποίησης9. Η ρίμα των τραγουδιών είναι ομοιοκατάληκτη στους βόρειους10 Κουτσόβλαχους και ανομοιοκατάληκτη στους νότιους με κάποιες εξαιρέσεις11.
Για τη μουσική των βλαχόφωνων τραγουδιών βρίσκουμε πληροφορίες, χωρίς όμως να παρουσιάζουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον, στους Τ. Papahagi, O problema de romanitate sud illirică, στο περιοδικό «Grai și suflet», I, σελ. 9 κ.ε., του ίδιου, Antologie Aromânească, București 1922, 356, στον I. Caranica, 130 Melodii populare aromânești, 1937, σελ. 5-10, και πληρέστερες στον G. Marcu, Folclor muzical aromân, București 1977.
Τελευταία ασχολήθηκε με την ανάλυση του μουσικού ρυθμού των βλαχόφωνων τραγουδιών ο γνωστός ελληνιστής και μουσικολόγος Samuel Baud-Bovy12. Η βαθιά γνώση της ελληνικής δημοτικής μουσικής και ποίησης και τα αξιόλογα έργα του πάνω σ' αυτή αποτελούσαν την καλύτερη εγγύηση για μια αντικειμενική και σωστή μελέτη στο ιδιόμορφο αυτό κεφάλαιο της ελληνικής δημοτικής μουσικής κληρονομιάς, που τμήμα της, πιστεύουμε, ότι αποτελεί και η βλαχόφωνη μουσική και ποίηση.
5. Τα βλαχόφωνα δημοτικά τραγούδια είναι του έρωτα, του γάμου, της ξενιτιάς, μοιρολόγια, κλέφτικα και μπαλάντες. Λείπουν εντελώς τα εργατικά (αγροτικά), γεγονός που δικαιολογείται από την ορεινή ζωή και την αποστροφή των Κουτσοβλάχων στη γεωργία, ενώ μια άλλη κατηγορία, τα τραγούδια των αγωγιατών έχουν μεγάλη επίδοση στη βλαχόφωνη ποίηση.
Η συμβίωση και η διγλωσσία των βλαχόφωνων συντελεί ώστε η ποίησή τους να αντλεί από την ελληνόφωνη διάφορα μοτίβα, φραστικές φόρμουλες (π.χ. «κι η μάνα της της έλεγε κι η μάνα της της λέει») και να συμπίπτει γενικά στη θεματογραφία, αφού κοινοί όροι ζωής και η κοινή μοίρα προκαλούσαν τα ίδια ερεθίσματα στις δυο ομάδες13. Είναι συνεπώς δύσκολο να καθοριστούν ιδιαίτερα κριτήρια, εκτός από τη γλώσσα, για το διαχωρισμό των βλαχόφωνων τραγουδιών από τα ελληνόφωνα και να ανακαλύψουμε τα γνήσια κουτσοβλάχικα και τις ιδιαιτερότητές τους. Σκέψεις όπως τα σχετικά με την ποιμενική ζωή και τον «αγωγιατισμό», επαγγέλματα κατεξοχήν των βλαχόφωνων, είναι τα γνήσια, δεν αντέχουν σε σοβαρή κριτική.
Συμπερασματικά καταλήγουμε ότι η βλαχόφωνη δημοτική ποίηση, με κάποια εξαίρεση στη μουσική και εν μέρει στη μετρική, σ' όλα τα υπόλοιπα ταυτίζεται με την ελληνόφωνη.
6. Ένα κεφάλαιο της βλαχόφωνης ποίησης, που πρέπει ιδιαίτερα να ερευνηθεί, είναι το σχετικό με τα κλέφτικα τραγούδια. Η κατηγορία αυτή των τραγουδιών αποτελεί πολύτιμο στοιχείο όχι μόνο για τη μουσική και την ποίηση των δημοτικών μας τραγουδιών, αλλά και για τη νεότερη ιστορία του ελληνισμού. Σημαντικές πληροφορίες, που μας είναι άγνωστες από τις επίσημες πηγές, αποθησαυρίστηκαν από τη λαϊκή μούσα και κληροδοτήθηκαν στους μεταγενεστέρους μέσω των δημοτικών τραγουδιών με αποτέλεσμα να διαφωτίζονται πολλά ιστορικά γεγονότα και να παρέχονται χρήσιμες πληροφορίες στους ερευνητές. Ακόμη από μια τέτοια έρευνα θα προκύψει ανάγλυφη η στάση των βλαχόφωνων απέναντι στην επανάσταση του 21 και τους απελευθερωτικούς αγώνες του έθνους. Είναι γνωστή η ταυτότητα και η δράση πολυάριθμων βλαχόφωνων αρματολών, μόνο που συνολικά μέχρι σήμερα δεν αποτιμήθηκε η συμβολή τους σ' όλα τα απελευθερωτικά κινήματα και ιδίως στη διατήρηση του θεσμού των αρματολών.
Στην κατηγορία των άγνωστων κλέφτικων τραγουδιών κατατάσσεται και το βλαχόφωνο τραγούδι: Hiliu Al Zafiraki (Ο γιος του Ζαφειράκη) από το Νυμφαίο. Υπάρχουν δυο παραλλαγές. Τη μια μου την τραγούδησε η Ζίτσα Πελεκούδα, 70 χρόνων, που κατάγεται από το Νυμφαίο (Νέβεσκα), την άλλη μου παραχώρησε, από τη συλλογή τραγουδιών του Νυμφαίου που ετοιμάζει να εκδώσει, ο Νικόλαος Λούστας. Πληροφορητής του ήταν ο Δ. Μπουτάρης. Πληροφορίες σχετικά με τον τόπο της σύνθεσης του τραγουδιού δεν υπάρχουν. Μια πρώτη σκέψη θα ήταν να ταυτίσουμε την προέλευσή του με τον τόπο στον οποίο συνέβηκαν τα γεγονότα. Αυτό όμως δεν είναι απαραίτητο, γιατί η φήμη τους είναι πιθανό να διέτρεξε τα γύρω χωριά και το γειτονικό Νυμφαίο, όπου και να συνάντησε τον άνθρωπο που με την ευαισθησία του το έκανε τραγούδι.
Από μια σχετική έρευνα που έκανα, δεν μπόρεσα να εντοπίσω ελληνόφωνη παραλλαγή, η οποία θα μπορούσε να χρησιμέψει ως πρότυπο για το κουτσοβλάχικο τραγούδι. Πιστεύω λοιπόν ότι η Κλεισούρα και το Νυμφαίο είναι τα δυο χωριά που μπορούν να διεκδικήσουν την πατρότητα του τραγουδιού και πιθανότερα το Νυμφαίο, αφού η Κλεισούρα δεν θα ήταν ιδιαίτερα περήφανη για τη συμπεριφορά της συμπατριώτισσάς τους.
Οι δύο παραλλαγές έχουν ως εξής14:
7. Όπως γίνεται φανερό από τη μετάφραση, τα δυο αρχοντόπουλα, ο γιος του Ζαφειράκη και ο Κώτας (;) κυνηγημένοι καταφεύγουν στο δάσος της Κλεισούρας όπου κρύβονται «πέντε μέρες και έξι νύχτες». Νικημένοι από την πείνα και τη νύστα ζητούν καταφύγιο στο σπίτι κάποιας γριάς. Της υπόσχονται πεντακόσια νομίσματα για ένα κομμάτι ψωμί και για λίγο ύπνο. Μια νύχτα ο γιος του Ζαφειράκη βλέπει κακό όνειρο: μια αρκούδα χτυπάει την πόρτα τους. Τρομαγμένος ανασηκώνεται και φωνάζει το φίλο του Κώτα να σηκωθεί, γιατί τους πρόδωσε μια σκύλα. Πράγματι πριν συνέλθουν τους πιάνουν και τους δένουν.
Φαίνεται ότι η γριά κατάλαβε από το παρουσιαστικό τους ότι ήταν σημαντικά πρόσωπα και παρακινημένη από το φόβο που επικρατούσε εκείνη την περίοδο, επανάσταση στην Μακεδονία, ή το χρήμα, πρόδωσε τα δυο αρχοντόπουλα.
Είναι ολοφάνερο ότι βρισκόμαστε στην εποχή που ξέσπασε η επανάσταση στη Μακεδονία κατά το 1821. Πρωταγωνιστούν οι δυο πόλεις, η Βέροια και κυρίως η Νάουσα. Οι οπλαρχηγοί Καρατάσος, Ζαφειράκης και Γάτσος παίζουν πρωταγωνιστικό ρόλο. Οι κακές συγκυρίες και η σκληρότητα του Τούρκου πασά Εμπού Λουμπούτ δάμασαν την αντίσταση των επαναστατών. Η Νάουσα πληρώνει βαρύ τίμημα: σφαγές, εξανδραποδισμοί και πυρπολήσεις είναι η απάνθρωπη απάντηση του Τούρκου πασά.
Μετά από κάποια αναζωπύρωση των επιχειρήσεων, η εκδίκηση των Τούρκων γίνεται σκληρότερη. Ιδίως κυνηγούν τους πιο γνωστούς αρματολούς και τις οικογένειές τους, οι οποίες διασκορπίζονται για να αποφύγουν τη σύλληψη και τη σφαγή.
Αυτά είναι τα ιστορικοχρονικά πλαίσια, μέσα στα οποία διαδραματίζονται τα γεγονότα που αναφέρονται στο Κουτσοβλάχικο τραγούδι.
Από τους πρωταγωνιστές του ο ένας, χωρίς αμφιβολία, είναι ο γιος του Ζαφειράκη, Φίλιππος (πρβ. I. Βασδραβέλλη, Οι Μακεδόνες εις τον υπέρ της Ανεξαρτησίας αγώνα, Θεσσαλονίκη 1950, 126, όπου αναφέρει Φίλιππο αδελφό του Ζαφειράκη από παραδρομή). Για την τύχη του δεν γνωρίζουμε τίποτε, ενώ έχουμε κάποιες πληροφορίες για τα άλλα μέλη της οικογένειας (Βασδραβέλλη, ό.π., 136 για την κόρη του και 146 για τη γυναίκα του).
Για το δεύτερο αρχοντόπουλο, τον Κώτα, δεν ξέρουμε τίποτα. Μια πιθανή υπόθεση που στηρίζεται απλώς στην συνωνυμία θα ήταν η ταύτισή του με τον τρίτο γιο του Καρατάσου που ονομαζόταν Κώτας. Γι' αυτόν όμως γνωρίζουμε ότι πέθανε στα Τρίκαλα της Κορινθίας στις 18 Μαΐου του 1832 σε νεαρή ηλικία και κηδεύτηκε με στρατιωτικές τιμές. Βλ. «Εθνική Εφημερίς», αριθμ. 13/1-6-1832, σελ. 75 (οι πληροφορίες οφείλονται στον ιστορικό Γ. Χιονίδη, τον οποίο και ευχαριστώ).
Αν ήταν μαζί με το γιο του Ζαφειράκη θα είχαμε κάποια πληροφορία για την περιπέτειά τους και για την τύχη του γιου του Ζαφειράκη. Ένας ακόμη λόγος που προκάλεσε την παραπάνω υπόθεση είναι ότι η μετάβασή τους στην Κλεισούρα δεν πρέπει να ήταν τυχαία. Γνωρίζουμε ότι ο Καρατάσος είχε επιβληθεί ως αρματολός στο Σαρή-Γκιόλ (βλ. Βασδραβέλλη, ό.π., 116). Η περιοχή του Σαρή-Γκιόλ πράγματι εκτείνεται στο σημερινό κάμπο του Αμυνταίου - Πτολεμαΐδας και η Κλεισούρα αποτελεί κλειδί για την περιοχή, γιατί βρίσκεται στη δίοδο που ενώνει την Ορεστίδα με την Εορδαία (περιοχή Σαρή-Γκιόλ). Έτσι ήταν πολύ φυσικό για τους δύο νέους να κατευθυνθούν σε μέρη γνώριμα, όπου ενδεχόμενα θα έβρισκαν φιλοξενία και περίθαλψη. Ακόμα η εξιστόρηση του γεγονότος από τη λαϊκή μούσα δηλώνει ότι ο Ζαφειράκης ήταν πρόσωπο γνωστό στους Κλεισουριώτες που με τα καραβάνια τους «πατούσαν» συχνά το δρόμο Κλεισούρα - Θεσσαλονίκη που διέρχεται από τη Νάουσα και τη Βέροια. Άλλωστε αν ήταν άγνωστα τα πρόσωπα δεν θα προκαλούσαν τόσο μεγάλη συγκίνηση, ώστε να παρακινήσουν το λαϊκό ποιητή να αποθανατίσει το γεγονός.
Συμπερασματικά λοιπόν μπορούμε να ισχυριστούμε ότι η κουτσοβλάχικη λαϊκή μούσα συγκλονισμένη από το γεγονός της προδοσίας του γιου του Ζαφειράκη μας κληροδότησε και την πληροφορία για την τύχη του, της οποίας το νήμα φαίνεται να τελειώνει στην Κλεισούρα. Ο χρόνος επισκίασε τα ιστορικά γεγονότα και οι σημερινοί κάτοικοι του Νυμφαίου αγνοούν την αφορμή της γέννησης του τραγουδιού. Συνεχίζουν όμως την παράδοση των κουτσοβλάχικων δημοτικών τραγουδιών, που στις μέρες μας φθίνουν μαζί με τη δημογραφική μείωση του ΚΒ στοιχείου.
8. Στη συνέχεια παραθέτουμε τέσσερα βλαχόφωνα τραγούδια. Του ενός το ελληνικό πρότυπο εντοπίστηκε σε μεγάλο μέρος του ελληνικού χώρου, όπως δείχνουν οι παραλλαγές που δημοσιεύονται. Για τα άλλα τρία η έρευνά μου δεν μπόρεσε να διαπιστώσει, εάν υπάρχουν αντίστοιχα ελληνικά δημώδη πρότυπα.
Ένα από τα πιο διαδεδομένα στην Ήπειρο και Θεσσαλία είναι και το τραγούδι του γάμου: (=Γκιόλα ή Στά τέσσερα πέντε μάρμαρα)15.
Παραθέτουμε τη παραλλαγή του Μετσόβου (Μ) και τη μετάφραση της:
Το ελληνικό (Ε)16 πρότυπο, ή αυτό που βρίσκεται πιο κοντά στην κουτσοβλάχικη παραλλαγή, προέρχεται από τον Παλαμά Καρδίτσας (Θεσσαλία) και περιλαμβάνεται σε αδημοσίευτη συλλογή του Κ. Τσαγγαλά που πρόθυμα μου το παραχώρησε.
Κάτω στα πέντε μάρμαρα, στα πέντε και στα έξι,
κόρη ξανθή ναρρώστησε κόρη ριβουνιασμένη.
— Σήκω, κόρη μ', νέρθι γαμπρός, νέρχουντι σιμπιθέροι.
— Κι αν έρθουν, καλώς νάρθανε, καλώς τους να κοπιάσουν,
βάλτι τραπέζια ναργυρά και τις πιτσέτις μαύρις
και βάλι το χιράκι σου μες στη χρυσή την τζέπη
και πάρι το κλειδάκι μου κι άνοιξε το βουρτσέλι
και πάρι το ζουνάρι μου, το νυφικό φουστάνι,
κι αλλάξτι τη μικρότερη και δώστι την να ν μπάρουν.
Όπως δείχνουν οι βλαχόφωνες παραλλαγές και το ελληνικό (Ε) κείμενο η σύμπτωση είναι χαρακτηριστική. Οι στίχοι 1-2 και στις δυο περιπτώσεις δηλώνουν τον τόπο, οι 3-4 το πρόσωπο που πρωταγωνιστεί, οι 5-6 την προτροπή της μάνας και από τον 7ο και κάτω μιλάει η κόρη.
Οι διαφοροποιήσεις μέχρι τον 7ο στίχο είναι μικρές. Το (Ε) και (Γ) δίνουν μόνο μια τοποθεσία17: Πέντε ή έξι μάρμαρα, ενώ οι βλαχόφωνες (Σ, Λ) προσθέτουν και πηγές. Η κόρη στο (Ε) είναι άρρωστη και αρραβωνιασμένη. Τα λόγια της μάνας συμπίπτουν. Τα λόγια της κόρης δίνουν πιο ολοκληρωμένο νόημα στο (Ε), ενώ στις παραλλαγές (Μ, Γ) αναφέρονται μόνο στην περιποίηση των συμπεθέρων, χωρίς να ολοκληρώνουν, εκτός από την παραλλαγή (Μ), όπου η κόρη εύχεται το κρασί να γίνει φαρμάκι και η ίδια να πεθάνει.
Και γλωσσικά στοιχεία στις βλαχόφωνες παραλλαγές, όπως: marmără<ελλην. μάρμαρα, cupusească<ελλην. κοπιάζω, δείχνουν πιστή ακολουθία του (Ε)18.
Τα τρία βλαχόφωνα τραγούδια, των οποίων εγώ δεν βρήκα το πρότυπό τους, προέρχονται από το Νυμφαίο (Νέβεσκα), βλαχόφωνο χωριό της Δυτικής Μακεδονίας, και μου τα τραγούδησε ο Νάκης Νάτσης, 68 χρονών.
Α19
Β20
Γ21
Το πρώτο από τα τραγούδια αναφέρεται στον «αγωγιατισμό», επάγγελμα, όπως λέχτηκε, κατεξοχήν των βλαχόφωνων. Μας δίνει το πορτραίτο ενός νεαρού αγωγιάτη, καβάλα στο μουλάρι του με το μαντήλι δεμένο στο λαιμό και τα χείλη ξερά από το ταξίδι, ξερά για μια σταγόνα νερό από χέρι κόρης Βλάχας. Πολλοί ισχυρίστηκαν ότι τα τραγούδια αυτού του είδους είναι γνήσια κουτσοβλάχικα, γιατί η θεματογραφία τους αναφέρεται σε ένα καθαρά κουτσοβλάχικο επάγγελμα. Αριθμητικά, αν ερευνήσει κανείς την υπόθεση, θα διαπιστώσει πράγματι ότι τα κουτσοβλάχικα τραγούδια είναι περισσότερα από τα ανάλογα ελληνόφωνα, χωρίς μάλιστα τα τελευταία να αποτελούν ειδική κατηγορία σε καμιά από τις συλλογές που ξεφύλλισα. Ακόμη η πλούσια θεματογραφία των βλαχόφωνων τραγουδιών δεν απαντάται στα ελληνόφωνα ανάλογα τραγούδια.
Παρ' όλα αυτά δύσκολα θα μπορούσε κανείς να δεχτεί, χωρίς επιφυλάξεις, ότι η κατηγορία αυτή των τραγουδιών αποτελεί καθαρά κουτσοβλάχικη περιοχή στον κύκλο των ελληνικών δημοτικών τραγουδιών.
Ιδιαίτερες έρευνες συγκριτικής ανάλυσης των ελληνόφωνων και βλαχόφωνων τραγουδιών θα μπορούσαν να διαφωτίσουν κάπως το πρόβλημα και να προσδιορίσουν την καταγωγή και την αυθεντικότητα αυτής της κατηγορίας των δημοτικών τραγουδιών.
Το δεύτερο τραγούδι το απευθύνει η μάνα στην κόρη. Προτρέπει την κόρη ν' αφήσει το κρεβάτι και τους ρεμβασμούς και ν' αρχίσει τις δουλειές του σπιτιού. Η κόρη εξακολουθεί να παραμένει στο κρεβάτι και η μάνα για να επιτύχει το σκοπό της της λέει ότι περνάει από την πόρτα τους ο καλός της. Το τραγούδι μπορεί μεν να χαρακτηριστεί ερωτικό, αλλά χρωματισμένο από μητρική τρυφερότητα και λεπτότητα.
Το τρίτο τραγούδι έχει ιδιαίτερη σημασία, γιατί είναι γνωστό σε όλες σχεδόν τις ομάδες των βλαχόφωνων που ζουν στον ελληνικό χώρο. Η εξάπλωσή του δείχνει πρώτα πόσο διαδεδομένο είναι και δεύτερο ότι η γένεσή του ή το ελληνικό του πρότυπο, αν υπάρχει, πραγματοποιήθηκε πριν από τα χρόνια του Αλή πασά, δηλ. πριν γίνουν οι νεώτερες μετακινήσεις βλαχόφωνων στην κεντρική και ανατολική Μακεδονία (π.χ. Πορόια, Λιβάδια Πάικου κ.λ.) και πιθανόν σ' εποχή συμπαγέστερης συμβίωσης των βλαχόφωνων.
Αν μπορούν να επαληθευτούν οι σκέψεις αυτές, το τραγούδι θα πρέπει να είναι παλιό και πολύτιμο στοιχείο για τη βλαχόφωνη αλλά και την ελληνόφωνη δημοτική μουσική και ποίηση και τη χρονολόγηση των τραγουδιών.
Η αξία γενικά των βλαχόφωνων δημοτικών τραγουδιών δεν περιορίζεται μόνο στην ανίχνευση κοινών στοιχείων, αλληλεπιδράσεων και εξαρτήσεων με τα ελληνόφωνα αλλά επεκτείνεται και σε ιστορικές και λαογραφικές περιοχές. Ενδιαφέροντα στοιχεία, ιδιαίτερης αξίας, μπορούσαν να προκύψουν και από την έρευνα και την ανάλυση της βλαχόφωνης δημοτικής μουσικής με την οποία ασχολήθηκε τελευταία ο Samuel Baud-Bovy22.
Η έρευνα με κάποια καθυστέρηση από την ελληνική πλευρά, θα πρέπει να στραφεί, με τη συγγένεια που διαπιστώνεται, και στην περιοχή αυτή για να πλουτισθεί και η γνώση μας γύρω από τα ελληνικά δημοτικά τραγούδια.
ΝΙΚΟΣ ΚΑΤΣΑΝΗΣ
Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης
Κουτσοβλάχικα τραγούδια, Μνήμη Samuel Baud Bovy
περιοδικό Μακεδονικά, Τόμος 26, 1988
Για τη ζωή και το έργο του SAMUEL BAUD BOVY διαβάστε εδώ
Παρακολουθήστε το αφιέρωμα της σειράς αυτοβιογραφικών ντοκιμαντέρ ΜΟΝΟΓΡΑΜΜΑ στον SAMUEL BAUD BOVY
1. Σ. Παπαγεωργίου, Τα κατά γάμον έθιμα εν Σαμαρίνα της Μακεδονίας, «Λαογραφία» 2 (1910) 432-446. B. I. Βήκα, Ο γάμος παρά τοις βλαχοφώνοις (γαμήλια έθιμα εν Γουδοβάσδα), «Λαογραφία» 4(1912) 540-558, και του ίδιου, Έθιμα παρά βλαχοφώνοις, «Λαογραφία» 6 (1917) 169-188. Δ. Λουκόπουλου, Σύμμεικτα λαογραφικά Μακεδονίας, «Λαογραφία» 6(1917) 122-3. Α. Τοπάλη, Τα χωριά ανω και κάτω Μπεάλα, «Μακεδονικά» 12 (1972) 424. Α. Κολτσίδα, Οι Κουτσόβλαχοι, Α', Θεσσαλονίκη 1976, 160 κ.ε. Ζ. Παπαζήση-Παπαθεοδώρου, Τα τραγούδια των Βλάχων, Αθήνα 1985.
2. A. J. B. Wace - M. S. Thompson, The Nomads of the Balkans, London 1914. G. Weigand, Die Aromunen, Leipzig, I, II, 1895. Του ιδίου, Die Sprache der Olympo-Walachen, Leipzig 1888. Στο περιοδ. «Jahresbericht des Inst. für rum. Sprache zu Leipzig», passim. M. G. Obedenaru, Texte macedoromâne, București 1891. V. Peprescu, Mostre dialectul Macedoromân, București 1881, II. 1882. P. Papahagi, Din literatura poporană a Aromânilor, București 1900. T. Papahagi, Antologie Aromânească, București 1922, του ίδιου, Originea Muloviștenilor si Gopeșenilor in lumina unor texte, București 1930. P. Papahagi, Poezia instreinării la Aromâni, 1912, 29 (ανάτυπο από το «Vieță nouă», VIII, 107). I. Caranica, 130 de melodii populare aromânesti, 1937. Κουτσοβλάχικα τραγούδια δημοσιεύτηκαν σε διάφορα βραχύβια ρουμανικά περιοδικά και ημερολόγια, δυσεύρετα σήμερα, όπως «Lilicea Pindului», «Frățilia», «Graiŭ Bum», «Lumina», «Almanahul Macedoromân» κ.λ. Επίσης N. Caraiani - N. Saramandu, Folclor aromân grâmostean, București 1982. G. Marcu, Folclor muzical aromân, București 1977.
3. C. Tagliavini, Le origini delle lingue neolatine, Bologna 1964, 298-305. A. Κεραμόπουλλου, Tí είναι οι Κουτσόβλαχοι, Αθήνα 1939. Ν. Κατσάνη, Ελληνικές επιδράσεις στα Κουτσοβλάχικα, Θεσσαλονίκη 1977. Α. Λαζάρου, Η Αρωμουνική, Αθήνα 1976.
4. Τ. Papahagi, Antologie, XXIV. K. Sandfeld, Linguistique Balkanique, Paris 1930. P. Papahagi, Parallele Ausdrücke und Redensarten im Rumänischen. Albanesischens Neugriechischen und Bulgarischen, στο «Jahresbericht des Instituts für rumänische Sprache» XIV (1908) 113-170.
5. T. Papahagi, Antologie, XXIV.
6. ό.π., XXXI.
7. Τ. Ρapahagi, Paralele Folklorice (traduceri din poezia populară greacă), București 1970, 12. I. Caranica, 130 melodii, 8. Μολονότι το μέτρο μοιάζει με το ρουμανικό δεν ισχύει το ίδιο για τη μουσική που διαφέρει τελείως.
8. Τ. Papahagi, ό.π., 12.
9. Π.χ. η βλαχόφωνη παραλλαγή του Γεφυριού της Αρτας κ.ά.
10. Βλ. Ν. Κατσάνη, Ελληνικές επιδράσεις στα Κουτσοβλάχικα, Θεσσαλονίκη 1977, 24-5.
11. I. Caranica, 130 melodii, 8.
12. O Samuel Baud-Bovy το καλοκαίρι του 1975 μαγνητοφώνησε κουτσοβλάχικα τραγούδια στο Αμπελοχώρι (Μποροβίκο) της Θεσσαλίας. Το 1977 στο Μέτσοβο, όπου είχα την τιμή να τον συνοδεύσω, μαγνητοφωνήσαμε κουτσοβλάχικα τραγούδια, τα οποία ανέλαβα να καταγράψω στα ΚΒ για μια μελλοντική έκδοση. Ο θάνατός του αποτελεί απώλεια για την ελληνική δημοτική μουσική καθώς και για την κουτσοβλάχικη.
13. Οι βλαχόφωνοι, δίγλωσσοι σε μεγάλο ποσοστό και στα παλιότερα χρόνια, έχουν ενσωματώσει στις κοινωνικές τους εκδηλώσεις, γάμους κ.λ. πολλά ελληνόφωνα τραγούδια που τα αισθάνονταν και είχαν την ίδια λειτουργικότητα με τα βλαχόφωνα. Ο Λάμπρος Ενυάλης, Εθνική ποίησις των Βλαχομακεδόνων, «Ελληνισμός» ΙΔ' (1911) 186-8, 249-256, 382-4, 509-511, 569-576, 635-640, 761-764, ΙΕ' (1912) 49-51, 126-128, δημοσιεύει ελληνόφωνα τραγούδια που τραγουδούν οι Βλάχοι της Σαμαρίνας, Σμίξης, Περιβολιού και περιοχής Γρεβενών. Βλ. και Wace - Thompson, 276 κ.ε.
15. Παραλλαγές υπάρχουν από τη Γουδοβάσδα (Γ) του Β. Βήκα, βλ. σημ. 1 της σ. 1, τη Σαμαρίνα (Σ) Παπαγεωργίου, βλ. σημ. 1 της σ. 1, το Μποροβίκο (Β) κοινοποίηση του Samuel Baud-Bovy, το Μέτσοβο (Μ) μαγνητοφώνηση του Samuel Baud-Bovy και Ν. Κατσάνη, τα Μ. Λιβάδια Πάϊκου (Λ), τον Αλμυρό (Α) Βόλου κοινοποίηση Samuel Baud-Bovy, και την Κουτσούφλιανη του Wolf Dietrich.
16. Παραλλαγές του (Ε) έχουμε και τις εξής:
X. Ρεμπέλη, Κονιτσιώτικα, Αθήνα 1953, σ. 80, αριθ. 180.
Κάτω ατά έξι μάρμαρα, στά έξι μαρμαρίτσια,
Δε μπορώ, μάννα μ', χάνομαι.
Εκεί κοράσιο ειν' άρρωστο, κοράσιο θερμασμένο,
Δε μπορώ, μάννα μ', χάνομαι.
Μια μπαινοβγαίνουν οι γιατροί, δε μπόρ' να τη γιατρέψουν,
Μια μπαινοβγαίν' η μάννα της, τραβάει τα μάγουλά της.
«Για σήκου απαύτου, κόρη μου, και κάτσε παρακάτω,
Γιατ' ήρθαν οι συμπέθεροι, ήρθαν για να σε πάρουν.
-Κι' αν ήρθαν καλώς ώρισαν, κι άν ήρθαν καλώς ήρθαν.
Δώσ' τους, μαννά μ' να φαν να πιουν κι ας καλοσομπετίσουν».
Γ. Ταρσούλη, Μωραΐτικα τραγούδια, Αθήνα 1944, αριθ. 235.
Κάτω στα πέντε μάρμαρα, κάτω στα πέντ' αλώνια,
εκεί Χάρος δεν περπατεί και Χάρος δε διαβαίνει,
επέρασε και διάλεξε κόρ' αρρεβωνιασμένη·
κι η μάννα της της έλεγε κι η μάννα της της λέει:
5 «Για σήκω, κυρά Λαμπρινή, τ' έρχοντ' οι συμπεθέροι.
-Καλώς ήρθαν, καλώς ναρθούν, με το καλό να φτάσουν,
βάλ' τα τραπέζια χλιβερά και τα πεσκίρια μαύρα
και κείν' τα κρασοπότηρα στη μέση ραγισμένα.
Και 'πλώσε στη τζεπούλα μου και πάρε τα κλειδιά μου,
10 κι άνοιξε το μπαούλο μου και βγάλ' το φόρεμά μου,
κι άλλαξ' την αδερφούλα μου και δός των να την πάρουν·
κι α δώκη ο Θιός και σηκωθώ, στον κόσμο να γυρίσω,
θα κάμω νιούς να σκάσουνε, γέρους να μαραγκιάσουν,
θα κάμω και τον Κωσταντή ναρθή πίσω για μένα».
Γ. Xασιώτη, Συλλογή των κατά την Ήπειρον δημοτικών ασμάτων, Αθήνα 1866, σ. 140, αριθ. 11.
Κάτω στα έξι μάρμαρα και στις κρύες βρυσούλες,
εκεί ήταν κόρη άρρωστη βαριά για ναποθάνη,
με τα όργανα την έκλαιγαν, με τους ανακαράδες
κι η μάννα της της έλεγε κι αφέντης της της λέει:
—Για σήκ' απ αύτου, ρούσα μου, και μη βαριά κοιμάσαι,
γιατί ήρθαν οι συμπέθεροι, ήρθαν για να σε πάρουν.
—Κι αν ήρθαν καλώς ήρθανε, καλώς τους να κοπιάσουν,
για δώστε τους να φαν, να πιουν και να χαροκοπήσουν
και πάρτε τ' αργυρά κλειδιά άχ τ'ν αργυρή μου τσέπη
και δώστε τη μικρότερη νύφη για να την πάρουν
και φέρτε μ το γαμπρό εδώ για να τον χαιρετήσω
όσο να βγή ψυχούλα μου να κλείσουν τα ματάκια μ.
17. Δυσκολίες παρουσιάζει η λέξη Giola, δηλωτική τοποθεσίας αλλά άγνωστη και ανερμήνευτη στα κουτσοβλάχικα. Το ελληνικό πρότυπο οδηγεί στη σκέψη ότι ίσως να πρόκειται για την Κουτσοβλάχικη λέξη giole (λίμνη), βλ. T. Paρahagi, Dicţionarul dialectului aromân, București 1974(2), στη λ. από το τουρκ. guioeul (λίμνη). Δηλ. Na giole ținți...(=στη λίμνη στα έξι μάρμαρα) ή πιο απίθανο να πρόκειται για την Κουτσοβλάχικη λέξη giósu (επίρ. = κάτω. Na giósu la ținți... = κάτω στα πέντε... μια και όλες οι ελληνικές παραλλαγές αρχίζουν με τη φράση «κάτω στα...».
18. Η παραλλαγή στη Γ. Ταρσούλη οδηγεί σε παλιότερες μορφές του τραγουδιού που φτάνουν ίσως μέχρι τον ακριτικό κύκλο.
19. Ρ. Papahagi, Din literatura... 867 (CXIV-CXVI). N. Caraiani - N. Saramandu, Folclor aromân grâmostean, București 1982, 126.
20. Το μοτίβο του τραγουδιού μοιάζει με τους στίχους:
—Σήκω, κορίτσι μ, για νερό
—δε μπορώ, μάνα μ, δε μπορώ
—σήκω, κορίτσι μ, ήρθε ο γαμπρός
—όπαλα, μάνα μ} να σηκουθώ
...........................
21. Βλ. Ζ. Παπαζήση-Παπαθεοδώρου, ό.π., 4. Ν. Caraiani-N. Saramandu, Folclor aromân grâmostean, București 1982, 142.
22. Ο θάνατος του Samuel Baud-Bovy αφήνει δυσαναπλήρωτο κενό στην έρευνα της βλαχόφωνης δημοτικής μουσικής. Σε ανεπίσημες συζητήσεις υπαινισσόταν δωρικά στοιχεία στο ρυθμό της. Ας ελπίσουμε ότι στα κατάλοιπά του θα υπάρχουν κάποιες σημειώσεις και παρατηρήσεις σχετικά με τα βλαχόφωνα δημοτικά τραγούδια.