Σήμερα όταν ομιλούμε για την μουσική και τα τραγούδια της Σαμαρίνας ο νους όλων μας πάει στα χάλκινα πνευστά και σε συγκεκριμένους πεντάσημους ή συγκαθιστούς χορούς.
Τόσο η προφορική παράδοση των γεροντότερων όσο και οι ερευνητές δέχονται ότι τα τραγούδια μας, με ελληνόφωνο στίχο στην συντριπτική τους πλειονότητα αλλά και με αντίστοιχο βλαχόφωνο, είναι τραγούδια που μέχρι τις δύο πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα αποδίδονταν χωρίς την συνοδεία οργάνων. Οι μελωδίες τους, μονοφωνικές σχεδόν πάντα, αποδίδονταν από την ομήγυρη των τραγουδιστών ομαδικά. Τόσο τα τραγούδια της τάβλας, τα οποία υπήρξαν συγκριτικά πολύ περισσότερα, όσο και τα αντίστοιχα χορευτικά, στηρίζονταν στις φωνές των συμμετεχόντων, οι οποίοι δημιουργούσαν την κατάλληλη ατμόσφαιρα του κεφιού χωρίς να υπάρχει η ανάγκη συνοδείας από μουσικά όργανα. Οσες φορές υπήρξε συνοδεία οργάνων αυτά αποτελούνταν από την κλασσική Ηπειρώτικη ζυγιά (κλαρίνο, βιολί, λαούτο και ντέφι), δίνοντας ένα ηχόχρωμα ουσιαστικά όμοιο με τα γενικότερα ακούσματα της περιοχής. Οι οργανοπαίκτες από την περιοχή της Κόνιτσας και των Γρεβενών κρατούσαν τα σκήπτρα των γλεντιών της Σαμαρίνας και η προτίμηση αυτή επεκτείνονταν και στους υπόλοιπες κοινωνικές εκδηλώσεις των Σαμαριναίων κατά την διάρκεια του χειμώνα, με τις κομπανίες αυτές να συμμετέχουν στα γλέντια των συμπατριωτών μας στον Θεσσαλικό κάμπο αλλά και στην Θεσσαλονίκη και Αθήνα.
Κατά την διάρκεια του μεσοπόλεμου εμφανίστηκε στην Σαμαρίνα η ορχήστρα χάλκινων του Μπίντα από την Καστοριά, προσκεκλημένος σε γάμους Σαμαριναίων από το Αργος Ορεστικό. Ο εντυπωσιακός όγκος της φανφάρας άρεσε στους συγχωριανούς μας και η ορχήστρα εμφανίζονταν όλο και συχνότερα στις κοινωνικές εκδηλώσεις του χωριού μας. Τη παράσταση βέβαια μετά τον πόλεμο έκλεψε ο Νίκος Αδαμόπουλος (Τσιαφλιάνης), κορυφαίος κλαρινίστας με καταγωγή από Βυθό και Λεσκοβίκι Β. Ηπείρου αλλά με έδρα το Αργος Ορεστικό. Η τεχνική του και το εύρος των μελωδιών που έπαιζε κατέκτησαν την Σαμαρίνα σε σημείο να μονοπωλεί όλες τις εκδηλώσεις εντός και εκτός του χωριού. Ακολουθήθηκε από τους αδερφούς Μηνά και Βαγγέλη (Γκέλη) Μπέτσιο από το Τσοτύλι και αναπτύχθηκε μεταξύ τους ένας ιδιότυπος και καλοπροαίρετος ανταγωνισμός, ο οποίος διήρκεσε μέχρι τον θάνατο του Ν. Αδαμόπουλου. Από τότε και μέχρι τις ημέρες μας η οικογένεια Μπέτσιου με την δεύτερη γενιά (Γιώργος και Τάκης Μπέτσιος) και με την τρίτη αντίστοιχα αποτελούν την πρώτη επιλογή των Σαμαριναίων για τις εκδηλώσεις τους.
Η επίδραση των χάλκινων πνευστών στα τραγούδια και τους χορούς μας υπήρξε καταλυτική, μιας και οι αλλαγές στο μέλος και το ύφος υπήρξαν σημαντικές. Σήμερα δεν εννοείται «Λεωνίδας» ή «Καραπατάκι» χωρίς χάλκινα, ενώ το σήμα κατατεθέν του χωριού μας «Παιδιά της Σαμαρίνας» από μοιρολόγι έχει γίνει χορός στα τρία που χορεύεται σε όλη την Ελλάδα. Χάθηκε λοιπόν κάθε σχέση με το μουσικό ιδίωμα των χωριών της Πίνδου και φθάσαμε σήμερα να ακούμε κάκιστες διασκευές των τσιγγάνικων τραγουδιών των Σκοπίων, της Σερβίας και της Βοσνίας ανακατεμένες με ολίγον από Γκόραν Μπρέγκοβιτς. Η παράδοσή μας αλλοιώθηκε και δημιουργήθηκε κάτι νέο, διαφορετικό, το οποίο αποτέλεσε πλέον την «κανονικότητα».
Στην μετάλλαξη αυτή συνετέλεσε και το γεγονός ότι επί σειρά δεκαετιών η Σαμαρίνα δεν είχε ντόπιους μουσικούς, με αποτέλεσμα να μη υπάρχει «δέσιμο» και ανάγκη διατήρησης του αυθεντικού ηχοχρώματος. Η οικογένεια Σαμόλαδου αποτελεί σήμερα ουσιαστικά την πρώτη ορχήστρα στην ιστορία του χωριού με μέλη αποκλειστικά Σαμαριναίους αλλά η παρουσία τους μετρά λιγότερο από μία δεκαετία με δεδομένη την νεαρή τους ηλικία. Η μουσική τους αρτιότητα είναι δεδομένη και αναγνωρισμένη αλλά ακολουθούν, όπως είναι φυσικό άλλωστε, την τάση της εποχής αναπαράγοντας τον συγκεκριμένο χάλκινο ήχο των ορχηστρών της Δυτ. Μακεδονίας, άσχετα αν τόσο μουσικά όσο και τραγουδιστικά έχουν τις ικανότητες να παίξουν τα πάντα.
Υπάρχει ελπίδα λοιπόν να διασωθεί το αυθεντικό μουσικό μας ιδίωμα και με ποιόν τρόπο; Η απάντηση είναι ναι, αρκεί να γίνουν συγκεκριμένες κινήσεις. Υπάρχουν ακόμη κορυφαίοι Σαμαριναίοι τραγουδιστές, άνδρες και γυναίκες, οι οποίοι γνωρίζουν άριστα τον πλούτο της μουσικής μας κληρονομιάς. Όπως τις προηγούμενες δεκαετίες υπήρχε ο μπαρμπα Μιχάλης Μπουφίκος, οι αδερφοί Κώστας και Βαγγέλης Αγορογιάννης, ο γιατρός Μπίνας , ο οδοντίατρος Χ. Γκαλμπογκίνης και τόσοι άλλοι, σήμερα υπάρχει ακόμη ο Κώστας Μπουφίκος, η Νινή Τσιουτσιούμη, ο Τάσος Τσιόπας και πολλοί άλλοι καλοί φίλοι που όταν τραγουδούνε τα τραγούδια του «Τσιάτσιου» ακούγεται μέχρι το Κινέττο. Οι σύλλογοί μας πρέπει να διδαχθούν τα τραγούδια από τους προικισμένους αυτούς συμπατριώτες μας, οι οποίοι έχουν και διάθεση αλλά και την ικανότητα να το κάνουν, να τα καταγράψουν και να τα παρουσιάζουν με την κάθε ευκαιρία. Ο Σύνδεσμος Σαμαριναίων Λάρισας και περιχώρων «Η Αγία Παρασκευή» ξεκίνησε την προσπάθεια αυτή με μεράκι και ενθουσιασμό και θέτει σήμερα σωστά και υπεύθυνα τις βάσεις για την πορεία αυτή. Η προσπάθεια αυτή αν ακολουθηθεί και από τους υπόλοιπους συλλόγους θα καταφέρουμε να διατηρήσουμε το αυθεντικό μας ύφος και να το μεταδώσουμε ακέραιο στις επόμενες γενιές.
Το χρωστάμε στους προγόνους μας αλλά και στα παιδιά μας.