Οι Βλάχοι των ορεινών όγκων του Λαιλιά, του Μενοικίου (Μπόζντα), Παγγαίου και γενικότερα της Ανατολικής Μακεδονίας είχαν σαν κύριο τρόπο έκφρασης το φωνητικό τραγούδι το οποίο αποδίδανε σε κάθε περίσταση.
Δεν έδειχναν ιδιαίτερο ενδιαφέρον και ζήλο ως προς την εκμάθηση και χρησιμοποίηση μουσικών οργάνων, πλην των γνωστών τότε πνευστών που ήταν συμβατά με τον κτηνοτροφικό τρόπο ζωής τους. Τέτοια ήταν η φλογέρα, το καβάλι και η γκάιντα, τα οποία οι κάτοχοι τα χρησιμοποιούσαν περισσότερο για την δική τους προσωπική διασκέδαση.
Το τραγούδι
Οι Βλάχοι ως πρωταρχικό τρόπο έκφρασης έχουν το τραγούδι. Τους συντροφεύει από την στιγμή της γέννησης τους με το νανούρισμα και τα ταχτιρίσματα, στις καθημερινές δουλειές του σπιτιού, στα νυχτέρια, στον αρραβώνα, στο οχταήμερο τελετουργικό του γάμου, τραγουδώντας επιτραπέζια σε γιορτές και γλέντια. Στον κύκλο του χρόνου τραγουδούσαν στα γλέντια των μεγάλων εορτών, της Πρωτοχρονιάς, του Αη-Θανάση, στον μεγάλο χορό ανήμερα το Πάσχα, του Αη Γιώργη που σηματοδοτούσε το ανέβασμα των κοπαδιών, στον Κλήδονα του Αη-Γιαννιού, στων Αγίων Πέτρου & Παύλου (Σουνκέτρου), των Αγίων Αναργύρων, της Αγίας Παρασκευής, του Προφήτη Ηλία, της Παναγιάς, στης Σταμαρία νίκα (μικρή Παναγιά – γενέθλιο).
Αποδίδονται πάντοτε συλλογικά εκτός του σκάρου στην βραδινή φθινοπωρινή βοσκή και στα καραβάνια των αγωγιατών όπου τραγουδούσαν συνήθως ατομικά.
Το βλάχικο τραγούδι εκφράζει όλα τα συναισθήματα, τους καημούς, τις συσσωρευμένες εμπειρίες, τα καθοριστικά γεγονότα της ζωής. Η λαχτάρα, η αγάπη, η ξενιτιά, η φύση, θυσίες, ηρωισμοί, περηφάνια και οι χαρές αποδίδονται με τρόπο φυσικό, εύκολο σαν επέκταση της φωνής τους, είτε στα Ελληνικά είτε στη Βλαχόφωνη λαλιά τους.
Τα τραγούδια ανάλογα με τον τόπο και τρόπο που αποδίδονται χαρακτηρίζονται ως:
• Επιτραπέζια - της τάβλας «κâντιτσλι ντι σουμπέτι» ή «ντιτ μπάντι»
Αναφέρονται συνήθως σε ιστορικά γεγονότα ή πρόσωπα, στην αγάπη και την ξενιτιά. Τα τραγουδούσαν στα γαμήλια τραπέζια, στους αρραβώνες, στα νυχτέρια και στις ονομαστικές γιορτές. Ήταν αντιφωνικά, δηλαδή τραγουδούσαν σε δύο ομάδες. Η πρώτη τραγουδάει μία στροφή του τραγουδιού κι η δεύτερη την επαναλαμβάνει, παίρνοντας την «φωνή» από την τελευταία συλλαβή της πρώτης.
• Δρομικά «κâντιτσλι ντιτ΄κάλι»
Τα περισσότερα απ' αυτά λεγόντουσαν στο γάμο. Τραγουδιόταν από το σόι του γαμπρού στο δρόμο για να καλέσουν τον κουμπάρο, όταν πήγαιναν να πάρουν την νύφη, στον δρόμο για την εκκλησία, όπως και από την εκκλησία προς το σπίτι του γαμπρού μετά τις στέψεις. Τα τελευταία λέγονταν και «μηνυματάρικα» ή «ζαχαριάρικα». Επίσης την Δεύτερη μέρα του γάμου, το ζευγάρι συνοδεύονταν με τραγούδια στη βρύση του χωριού.
• Τελετουργικά
Ως τέτοια χαρακτηρίζονται αυτά που σχετίζονται στον κύκλο του χρόνου και της ζωής. Σημαντικοί σταθμοί του έτους είναι η Πρωτοχρονιά, το Πάσχα, ο Κλήδονας του Αη Γιαννιού και ο γάμος που τελούνταν το φθινόπωρο. Την Πρωτοχρονιά ξεκινούσαν με το τραγούδι «Κάτω στην άκρα του γυαλού τρανός χορός που γένεται» για να είναι πετυχημένοι οι χοροί της χρονιάς. Την Κυριακή του Πάσχα στο τρανό χορό που γινόταν στο μεσοχώρι πρώτο τραγούδι ήταν το «Ανήμερα την Πασχαλιά» και συνέχιζαν με βλαχόφωνα τραγούδια συνυφασμένα με την ημέρα. Πολλά δρομικά τραγούδια λεγόντουσαν στο έθιμο του Κλήδονα, όταν τα κορίτσια πήγαιναν στο βουνό για να μαζέψουν λουλούδια, αλλά και όταν πήγαιναν από βρύση σε βρύση για να γεμίσουν την «γκâλιάτα» (γκιούμι). Στο γάμο ως τελετουργικά χαρακτηρίζονται αυτά τα τραγούδια που σχετίζονται με την υποδοχή της νύφης στο καινούργιο της σπίτι, οι χοροί των δώρων με τη νύφη και το γαμπρό από το σόι του γαμπρού και τα συνοδευτικά των εθίμων στη βρύση.
Γενικά τα τελετουργικά χορευτικά τραγούδια των πανηγυριών, των εθίμων του γάμου και του Κλήδονα ήταν πάντοτε τρία, αριθμός μαγικός - καλότυχος που εμφανίζεται στην προ εποχή του Χριστιανισμού αλλά και στην ίδια την χριστιανική λατρεία.
Τελετουργικό, με επίκληση στο Θείο και στις δυνάμεις της Φύσης, χαρακτηρίζεται και το τραγούδι της πιρπιρούνας, ένα έθιμο που γίνονταν πριν το 1940 στο Χριστός και Λευκώνα Σερρών όταν είχε αναβροχιά.
• Χορευτικά «ντιτ΄κόρου»
Πριν από τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο ο χορός δεν συνοδεύονταν από όργανα, παρά μόνο από τραγούδι. Αλλά και μετά την είσοδο των οργάνων στην Βλάχικη παράδοση το φωνητικό τραγούδι ήταν αυτό που άνοιγε το χορό στα γλέντια και στα πανηγύρια. Αποδιδόταν πρώτα από ομάδα αντρών και επαναλάμβανε αυτή των γυναικών. Οι πρωτοχορευτές ήταν εξ ορισμού καλοί τραγουδιστές και χαρακτηρίζονταν από τα αγαπημένα τους τραγούδια. Κυρίως φωνητικά - ομοφωνηκά ήταν και τα τραγούδια των γυναικών στα σεργιάνια, όπου μαζεύονταν στο μεσοχώρι χόρευαν και τραγουδούσαν. Τα σεργιάνια γίνονταν το καλοκαίρι, τα απογεύματα της Τετάρτης και της Κυριακής.
Η φλογέρα
Η φλογέρα (φλουιάρα) ήταν από τα πιο αγαπητά μουσικά όργανα των βοσκών. Ήταν η συντροφιά και η μοναδική παρηγοριά τους πάνω στα βουνά του Μπόζνταγ, Λαιλιά, Μπέλλες και Παγγαίου. Την προτιμούσαν ιδιαίτερα οι «προβαταραίοι» ( βοσκοί των προβάτων). Τους χειμερινούς μήνες λόγω της μεγάλης διάρκειας της νύχτας συνήθιζαν να παίζουν στο λεγόμενο σκάρο ή παρώρα (ντι του ουάρα στα βλάχικα), δηλαδή το βόσκημα του κοπαδιού κατά το βράδυ. Ο ήχος της συνταιριάζονταν με τον ήχο των κουδουνιών και ηρεμούσε τον βοσκό και το κοπάδι. Η φλογέρα κατασκευάζονταν συνήθως από κόκκαλο αετού-όρνιου που τότε ήταν σε αφθονία στα βουνά. Το κόκκαλο προέρχονταν από το πόδι ή το μπράτσο του φτερού του πουλιού. Αφού το ξεραίνανε αδειάζανε το μεδούλι και στην συνέχεια με ένα πυρωμένο μυτερό μαχαίρι κάνανε τις τρύπες. Οι τρύπες ήταν συνολικά επτά, έξι μπροστά και μια πίσω. Στο επάνω μέρος έμπαινε η «γλώσσα» (λίμπα στα βλάχικα).
Άλλα υλικά κατασκευής ήταν το ξύλο δαμασκηνιάς, το μηλιάρι (φράψαν) ή και τέλος το καλάμι. Επίσης όπου υπήρχε δυνατότητα κάνανε και φλογέρες από μέταλλο. Όπως διηγούνται οι γεροντότεροι, όταν κατά τον Β΄Παγκόσμιο Πόλεμο κατέπεσε ένα γερμανικό αεροπλάνο στο βουνό Μπόζνταγ (Μενοίκιο), πολλοί βοσκοί κατασκεύασαν φλογέρες από διάφορες σωληνώσεις αλουμινίου. Αυτές απο σωλήνα και καλάμι τις παίζανε χωρίς γλώσσα στο άνω χείλος φυσώντες της στο πλάι, τις αποκαλούσαν ως «φλογιέρο». Υπήρχε και η διπλή φλογέρα με λοξό επιστόμιο όπου η μια έπαιζε τη μελωδία και η άλλη κρατούσε το πάσο. Με την φλογέρα αποδίδονταν συνήθως επιτραπέζια τραγούδια. Παλαιότερα φαίνεται ότι η φλογέρα χρησιμοποιούνταν και σε γαμήλιες τελετές, όπως προκύπτει και από το παρακάτω βλάχικο τραγούδι του γάμου:
Φλουιάρα μπάτι σι ασιούιρα
μάρι τσιμπούσι σ'σφιάτσι
φιάτα κου σόια σ΄ντισπάρτι….
Το Καβάλι
Το καβάλι (καβάλου) σαν μουσικό όργανο χρησιμοποιούνταν συχνά έως την δεκαετία του 1940. Η χρήση του στην συνέχεια περιορίστηκε ίσως από το γεγονός ότι απαιτούσε ιδιαίτερη προσπάθεια στο να βγει ο ήχος. Αποτελείται από τρία τεμάχια ξύλου προσαρμοσμένα το ένα μέσα στο άλλο. Είναι περίπου δύο έως δυόμισι φορές μακρύτερο από την φλογέρα με τις τρύπες σε μεγαλύτερη απόσταση η μία από την άλλη και με ανοικτά τα δύο στόμια. Έμεινε ονομαστό για το ωραίο παίξιμο και το γλυκό ήχο που έβγαζε το καβάλι του Μακεδονομάχου Δημήτρη Δούρα το οποίο συνέχισε ο γαμπρός του Σφυρικλάς Νίκος. Έως την δεκαετία του 1950 οι μαθητές του Δημοτικού Σχολείου στην Μικρόπολη (Καρλίκοβα) Δράμας χόρευαν στις γιορτές ελληνικούς χορούς με τον Μιχάλη Ντανιάβα στο καβάλι και τη σύζυγο του Κατίνα Στύλα στο τραγούδι. Καλό καβάλι μέχρι και πρόσφατα έπαιζε και ο Κώστας Μαρόκος γεννημένος το 1914 στο ερειπωμένο σήμερα χωριό Ράμνα περιοχής Νέου Πετριτσίου.
Η Γκάιντα
Η γκάιντα σαν μουσικό όργανο ήταν λιγότερο διαδεδομένη από την φλογέρα στους βλάχους της Ανατολικής Μακεδονίας. Γκάιντα συνήθιζαν να παίζουν οι γιδοβοσκοί, εξ αιτίας της ευκολότερης πρόσβασης που είχαν στο γίδινο δέρμα (κιάλι), από το οποίο κατασκευάζονταν η γκάιντα. Προτιμάται της θηλυκής κατσίκας, γιατί το δέρμα της έχει λιγότερους πόρους. Τα ξύλινα μέρη της γκάιντας φτιάχνονταν από μηλιάρι και ο προσαρμογέας από κέρατο βοδιού.
Αυτά είναι ο φυσητήρας (φυσητόρι στα βλάχικα), η γκαιντούρκα που παίζει τη μελωδία και το πάσο που κάνει το ισοκράτημα. Παίζονταν κυρίως σε ονομαστικές γιορτές κάποιου μερακλή όπου μετά από τα κεράσματα και τα φωνητικά τραγούδια ακολουθούσε χορός στο σπίτι και στο μεσοχώρι με τους συμμετέχοντες σε κατάσταση ευθυμίας.
Οι Βλάχοι των Σερρών γενικώς την γκάιντα την διδαχτήκανε απ΄ τους ντόπιους της περιοχής. Συνήθιζαν να παίζουν στις στάνες και σε μικρά αυθόρμητα γλέντια των χωριών τους. Στα επίσημα γλέντια, τις θρησκευτικές πανηγύρεις και στους γάμους απέφευγαν να παίξουν οι ίδιοι, αλλά καλούσαν ντόπιους. Το δίδυμο «γκάιντας-νταιρέ» εμφανίζεται στις παραπάνω διασκεδάσεις μετά τον Α΄Παγκόσμιο Πόλεμο οπότε και ηρέμησαν τα πολιτικά πράγματα με τον οριστικό διακανονισμό των συνόρων. Ακόμη και τότε όμως όπως λέγανε, οι παππούδες έφευγαν από το χορό όταν σφύριζε η γκάιντα και κακολόγιαζαν τους νεότερους για τον πηδηχτό χορό τους. Το χορευτικό ρεπερτόριο του γκαιντατζή ήταν κατά κύριο λόγο βλάχικα τραγούδια βασισμένα στον Συρτό χορό και σε χορούς τύπου «Στα τρία» με έντονες κινήσεις στα χέρια. Αλλά και χορούς που δανείστηκαν από τους ντόπιους πληθυσμούς όπως τα Καλαματιανά, Μπαιντούσκες, Χασαπιές, Γκάιντες (Σβαρνιστά όπως τα ονόμαζαν). Οι πιο παλιές ηχογραφήσεις Βλάχων-Γκαιτατζήδων είναι από την δεκαετία του 1930 σε καταγραφές στην Ρουμανία όπου και βρέθηκαν λόγω των γνωστών γεγονότων της εποχής. Ήταν κυρίως Γραμμουστιάνοι από τον χώρο της σημερινής Βουλγαρίας και την Κεντρική και Ανατολική Μακεδονία. Ένας τέτοιος ήταν και ο Δημήτριος Κουστάρος (Μήτας) από τα Γραμμουστιάνικα καλύβια του Αγ. Πνεύματος Σερρών.
Στην περιοχή του Μενοικίου ήδη από την περίοδο του μεσοπολέμου παίζανε καλή γκάιντα οι Παρζιάλης Κώστας (Τοπάλης), Βέρρος Κώστας (Ντίνας), Ταίρης Στέργιος (Τέλιας), Τσίκος Βασίλης και άλλοι. Στην περιοχή του Λαιλιά οι Γεωργαντάς Κώστας και Σιτζίμης Κώστας από το Χριστός. Σαρίκας Απόστολος, Ξιφτός Στέφανος (Τέφας), Στεργίου Θωμάς, Γιαννούσης Κώστας, Λεβέντης Παρίσης και τα αδέρφια Καραμάνη απ΄το Σιδηρόκαστρο.
Οι μουσικές κομπανίες
Μετά τον εμφύλιο εμφανίζονται στα περισσότερα βλαχοχώρια διάφορες μουσικές κομπανίες, κυρίως Σερραίων μουσικών, που διασκέδαζαν τον κόσμο σε γλέντια και γάμους.
Ο ζουρνάς με το δυναμικό του άκουσμα φαινόταν ιδανικός για κάποιον που ήθελε να εντυπωσιάσει στον γάμο. Οι ζουρνατζήδες πρόσθεσαν στο υπάρχον ρεπερτόριο πολλές Χασαπιές. Οι μουσικοί ήταν κυρίως ντόπιοι από την Ηράκλεια, το Φλάμπουρο και το Σιδηρόκαστρο μονοπωλόντας για δύο δεκαετίες σχεδόν τους γάμους και τα γλέντια της περιοχής.
Αρκετά διαδεδομένες ήταν οι ζυγιές που αποτελούνταν από δύο βιολιά ή βιολί και λαούτο που έρχονταν κυρίως από την πόλη των Σερρών και έπαιζαν τοπικούς σκοπούς. Το όργανο όμως που τελικά κυριάρχησε μέχρι και σήμερα ήταν το κλαρίνο.
Tο κλαρίνο
Οι Σερραίοι Βλάχοι πρωτογνώρισαν το κλαρίνο στις ανάπαυλες των μαχών του Μικρασιατικού μετώπου όπου δεκάδες αυτών πολέμησαν. Ο μελωδικός του ήχος τους είχε φανεί πολύ οικείος και σιγά σιγά κάποια από τα τραγούδια που είχαν ακούσει τα πρόσθεσαν στο φωνητικό ρεπερτόριο τους, όταν επέστρεψαν στα χωριά τους. Στα μέσα της δεκαετίας του ʼ30 διορίζεται δασάρχης στον Λαιλιά ο Σεραφείμ Κανδηλάρης από την Ευρυτανία, ο οποίος έπαιζε καλό αγραφιώτικο κλαρίνο. Έμεινε ονομαστός για τα τσάμικα του όπως τον Βλαχοθανάση που χόρευε μπροστά ο λαλα Γκότσης. Πρόλαβε να παίξει στα δύο τελευταία πανηγύρια ('38 και 39) στα καλύβια του Λαϊλιά. Συνόδευσε επίσης γάμους στο Καπετανούδι και Χιονοχώρι, ενώ δεν αρνιόταν τη συντροφιά των τσομπαναραίων της Ραχωβίτσας. Επηρέασε νέα παιδιά όπως τον Νίκο Τζήμα (Καρακώστας), τον Νίκο Βέρρο, τον Γιάννη Ταίρη. Το '54 ο Τζήμας από τα χρήματα του γάμου του αγοράζει το πρώτο του κλαρίνο Σι Φα Σολ και το '56 ο Νίκος Βέρρος στα 16 του με 2.500 δρχ αγόρασε κι αυτός ίδιο κλαρίνο. Ήταν κι οι δύο αυτοδίδακτοι. Ο Βέρρος που έπαιζε και φλογέρα θα προλάβει να παίξει σε μερικούς γάμους στην Οινούσα πριν σταματήσει. Ο Καρακώστας που πριν το κλαρίνο έπαιζε γκάιντα σχημάτισε μια μικρή ορχήστρα με ούτι και κρουστά που έπαιζε σε γάμους στο Χριστός, το Μελενικίτσι και την Οινούσα. Αργότερα έφυγε Γερμανία όπου έκανε κάποια μαθήματα με «δάσκαλο», αλλά επηρεάστηκε και από Ηπειρώτες μουσικούς. Με την επιστροφή του συνέβαλε καθοριστικά στην αναγέννηση του πανηγυριού του Δεκαπενταύστου στον Λαιλιά, όπου τον συνόδευε στο τραγούδι η γυναίκα του. Την δεκαετία του 60' η χρήση του κλαρίνου γενικεύτηκε τόσο από Σερραίους μουσικούς όσο και από ξένους.
Το 1976 ο νεοϊδρυθείς μουσικοχορευτικός σύλλογος των Βλάχων Σερρών Γεωργάκης Ολύμπιος στηρίχθηκε επίσης σε έναν επίσης αυτοδίδακτο κλαριντζή, τον Νίκο Τραγούδα. Ο ίδιος με την υπόλοιπη ορχήστρα του από την Οινούσα για πολλά χρονιά θα μονοπωλήσει τους βλάχικους γάμους και τις συνεστιάσεις. Σήμερα κορυφαίοι νέοι ερμηνευτές του κλαρίνου έχουν προέρθει από τα μουσικά τμήματα του συλλόγου με πανελλήνια καριέρα όπως οι Δούσος Γιώργος, Ζάρκος Νίκος και Μπούσιος Νίκος. Πρωτεργάτης του τμήματος ο καθηγητής Βασδέκης Σταύρος από τα άνω Πορόια.
Το δε κλαρίνο, η φυσική συνέχιση της φλογέρας, με τους πολυποίκιλλους μουσικούς του δρόμους θεωρείται ως το κατάλληλο μουσικό όργανο που εκρφάζει τα συναισθήματα και γαληνεύει τις ψυχές των Βλάχων του νομού μας.
Ελπίζουμε το φετινό ημερολόγιο να ερεθίσει μνήμες και να πλουτιστεί με νέα στοιχεία μια μελλοντική έκδοση. Ευχαριστούμε θερμά όλους αυτούς που μας εμπιστεύτηκαν φωτογραφίες για το παρών ημερολόγιο.
Βέρρος Δήμος
Οικονομολόγος
Από το Ημερολόγιο 2019 του Συλλόγου Βλάχων Ν. Σερρών "Γεωργάκης Ολύμπιος"
Η μουσική και οι μουσικοί των Βλάχων του Ν.Σερρών