Το μικρό αυτό σημείωμα προέκυψε ως έκφραση ενός συνεχούς προβληματισμού σχετικά με προφορικές «μαρτυρίες», διαδόσεις και γραπτές πληροφορίες που αφορούν το έργο και τις περιοδείες του Αγίου Κοσμά του Αιτωλού, του «Πατρο-Κοσμά», στα χωριά της Πίνδου και στην ευρύτερη περιοχή 1.
Από την αρχή της εθνομουσικολογικής έρευνάς μου το 1990, κατά την διάρκεια της πτυχιακής μου εργασίας και στην συνέχεια, δεν ήταν λίγες οι φορές που πηγαίνοντας και οργανώνοντας καταγραφές στα χωριά της Πίνδου άκουγα ιστορίες που αφορούσαν το πέρασμα, το κήρυγμα και τις προφητείες του Αγίου Κοσμά γενικότερα για την περιοχή αλλά και ειδικότερα για τα συγκεκριμένα χωριά στα οποία επιτελούσα επιτόπιες έρευνες.
Το πρόσωπο του Αγίου Κοσμά ήταν σεβαστό στην περιοχή και ήταν δεδομένη η κοπιαστική του πορεία μέσα από τους περισσότερους ορεινούς οικισμούς της Πίνδου συμπεριλαμβανομένων και των βλαχόφωνων οικισμών. Συνήθως μου έδειχναν σημεία όπου κατά παράδοση στάθηκε και κήρυξε ή σημεία όπου έμπηξε σταυρούς ή δέντρα «σημεία», που η πτώση τους θα σήμαινε αρχή πολέμου («θα ερχόταν το μεγάλο κακό») και πράγματι σημασιοδοτούσε έτσι τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο και στην συνέχεια τον Εμφύλιο («θα ερχόταν το πιο μεγάλο κακό»). Για πολλούς οικισμούς προφήτευε τον μαρασμό τους και στην συνέχεια την ανάκαμψή τους δίνοντας έτσι ένα ελπιδοφόρο μήνυμα για την γενικότερη ανάκαμψη του ορεινού οικιστικού ιστού της Πίνδου.
Σε άλλες περιπτώσεις μου παρέδωσαν πληροφορίες ότι πριν την έλευσή του στο χωριό δεν είχαν εκκλησία. Στις περισσότερες περιπτώσεις αυτό μάλλον οφειλόταν στις συνεχείς καταστροφές των οικισμών και στον εξαναγκασμό των κατοίκων για μεταφορά των εστιών τους σε γειτονικές περιοχές (ας μην ξεχνάμε ότι η εποχή του Πατρο-Κοσμά συνδεόταν και με τις συνεχείς επιδρομές των Τουρκαλβανικών συμμοριών). Τα θρησκευτικά τους καθήκοντα λοιπόν τα τελούσαν έχοντας μία εικόνα μέσα σε ένα δέντρο όπου μαζεύονταν και αυτό μάλλον θα πρέπει να θεωρηθεί αποτέλεσμα των παραπάνω συνθηκών και όχι μίας υποτιθέμενης αναβίωσης ή επιβίωσης δενδρολατρείας, όπως θα μπορούσαν κάποιοι να θεωρήσουν. Η κουφάλα ενός δένδρου ήταν πάντα ένας εύκολος τρόπος να αποθέσουν μία εικόνα που την κουβαλούσαν μαζί τους σαν ιερό κειμήλιο στις αναγκαστικές μετακινήσεις τους. Ο Πατρο-Κοσμάς ήταν η αιτία να χτίσουν για πρώτη φορά εκκλησία. Και αυτό οφειλόταν κυρίως στο κήρυγμά του, που τους προέτρεπε να χτίζουν εκκλησίες και (από όσο γνωρίζουμε γενικά από τις παραδόσεις που υπάρχουν για το όνομά του) σχολεία. Εννοείται ότι ο Πατρο-Κοσμάς ενεθάρρυνε την Ελληνική Παιδεία γνωρίζοντας την δύναμη της ελληνικής όσον αφορά τα εκκλησιαστικά γράμματα και τις θεολογικές αλήθειες της Ορθόδοξης Πίστης.
Κάνοντας όμως τις απαραίτητες για την έρευνα βιβλιογραφικές «πλοηγήσεις» στις γραπτές πηγές (ερασιτεχνικές και μη) που αφορούσαν τα βλαχοχώρια της Πίνδου για πρώτη φορά συναπάντησα κάποιες πληροφορίες που κυρίως υπήρχαν σε ερασιτεχνικά κείμενα για την βλάχικη ποίηση ή για τα τραγούδια στην βλάχικη γλώσσα, όπου εκεί για πρώτη φορά διάβασα την πληροφορία ότι ο Πατρο-Κοσμάς «πολέμησε» την βλάχικη γλώσσα και όχι μόνο αυτό αλλά την χαρακτήρισε ως «γλώσσα του διαβόλου»!
Γνωρίζοντας πολλές από τις ρήσεις και τις προφητείες του Πατρο-Κοσμά είτε από την προφορική παράδοση, όπως προανέφερα, είτε από γραπτές πηγές και βιβλιογραφία μία τέτοια πληροφορία μάλλον φαινόταν ως παράδοξη, καθώς δεν ταίριαζε με την συνήθη γλώσσα του Πατρο-Κοσμά, αλλά απόπνεε έναν φανατισμό που έδινε την εντύπωση ότι ο ίδιος ως καταγόμενος από την ευρύτερη περιοχή της Πίνδου έτρεφε βαθύ μίσος για την βλάχικη γλώσσα της περιοχής του.
Δυστυχώς όμως όσο περνούσαν τα χρόνια διαπίστωνα ότι αυτή η κάπως αμφιλεγόμενη μαρτυρία για τον Πατρο-Κοσμά και κατά επέκταση και για την Ορθόδοξη Εκκλησία και την σχέση τους με την βλάχικη γλώσσα είχε καταλήξει να γίνει μία «προφορική παράδοση» δευτερογενής, ωστόσο όμως δυναμική, καθώς συνδυαζόμενη με το όλο πολιτικό ή και γλωσσικό ζήτημα της βλάχικης γλώσσας αποκτούσε ενδιαφέρον και ιδιαίτερη δυναμική σταθεροποιώντας μέσα στα βλαχοχώρια, και όχι μόνο, δύο μάλλον λανθασμένες, όπως θα φανεί, (και θα μπορούσε να πει κανείς και συνάμα δυσφημιστικές) εντυπώσεις για την Ορθόδοξη Εκκλησία και ειδικότερα για την προσωπικότητα του Πατρο-Κοσμά:
Ότι ο Πατρο-Κοσμάς εξύβριζε την βλάχικη γλώσσα ονομάζοντάς την «γλώσσα του διαβόλου» και δεύτερον ότι η πρόθεσή του ήταν η εξαφάνιση των «άλλων» γλωσσών και όχι η ενθάρρυνση και ενίσχυση της ελληνικής. Μάλιστα πολλοί ήταν αυτοί που έφτασαν να υποστηρίζουν ότι η ύπαρξη της ελληνικής γλώσσας μέσα στα βλαχοχώρια της Πίνδου χρονολογείται από τις περιοδείες του Πατρο-Κοσμά και ότι εξαιτίας των σχολείων που ενθάρρυνε να ανοίγουν οι Βλάχοι της Πίνδου αυτοί οι τελευταίοι έμαθαν και τα ελληνικά.
Φρονώ ότι αυτές οι απόψεις συνιστούν μία στρέβλωση πολιτικής φύσεως και αναβίωση τραυματικών εμπειριών της περιόδου της δικτατορίας, κατά την οποία ενισχύθηκαν τακτικές εις βάρος των έτερων γλωσσών στον ελληνικό χώρο, και όχι την πραγματικότητα για την θέση και σχέση του Πατρο-Κοσμά με τις έτερες γλώσσες και ιδιαιτέρως με τα βλάχικα. Δεν είναι ο σκοπός μας εδώ να αναφερθούμε με λεπτομέρεια στις παραπάνω απόψεις ―πολλώ μάλλον να κάνουμε συγκεκριμένες αναφορές εφόσον πολλές μάλιστα μου κατατέθηκαν προφορικά κατά την διάρκεια της έρευνας κυρίως από νεότερες γενιές που είχαν «ακούσει» αντίστοιχα σχόλια για το πρόσωπο και την δράση του Πατρο-Κοσμά― αλλά απλά να εξετάσουμε την όποια βάσιμη αιτιολόγησή τους, αν υπάρχει, και την απόρριψή τους, αν δεν βασίζονται σε πραγματική βάση ή τουλάχιστον την κριτική τους αξιολόγηση.
Από την εξέταση των διαφόρων γνωστών μέχρι στιγμής πηγών που αφορούν τις προφητείες και τους λόγους του Πατρο-Κοσμά δεν προκύπτει τέτοια πρόθεση σαν αυτήν που του καταλογίζουν. Υπάρχει μόνο μία αναφορά στο τέλος της Ζ Διδαχής που αφορά την αρβανίτικη όχι όμως με τον τρόπο που αναφέρουν οι επικριτές του και σε αυτήν θα αναφερθούμε μαζί με το μυθιστορηματικό αφήγημα του Σαρδελή καθώς τα μυθιστορηματικά αφηγήματα είναι ικανά να διαδώσουν απόψεις και εντυπώσεις πολύ περισσότερο και από τις επιστημονικές εργασίες των ίδιων των συγγραφέων και έτσι να συμβάλουν στην εδραίωση συγκεκριμένων απόψεων ή μυθοπλασιών χωρίς πολύ πολύ προβληματισμό με την μορφή δευτερογενών πληροφοριών που ωστόσο έπαιρναν με τον καιρό την μορφή παραδοσιακού προφορικού «αφηγήματος». Έχοντας διαπιστώσει αντίστοιχες διαδικασίες και στο θέμα του τραγουδιστικού ρεπερτορίου ήταν πιο εύκολο να εντοπίσω αντίστοιχα προβλήματα σε άλλου τύπου προφορικές παραδόσεις στον χώρο της έρευνάς μου.
Θα προσπαθήσω όμως να υποστηρίξω το συμπέρασμά μου αυτό με δύο διαφορετικούς τρόπους μέσα από δύο διαφορετικές μεθοδολογίες: μέσα από την έρευνά μου από το 1994 μέχρι σήμερα στο τραγουδιστικό ρεπερτόριο στα βλαχοχώρια της Πίνδου και στις περιοχές όπου μετακινήθηκαν οι Βλάχοι της Πίνδου ήδη από τον 18ο αιώνα και μέσα από την βιβλιογραφική και ιστορική έρευνα. Όπως έχω αναφέρει και αλλού 2, η έρευνα σε περιοχές της Ανατολικής και της Κεντρικής Μακεδονίας, όπου μετακινήθηκαν οι Βλάχοι του Γράμμου λόγω των επιδρομών των Τουρκαλβανών (λαϊκή ονοματολογία για τους εξισλαμισμένους Αλβανούς) έχει δείξει ότι οι βλάχοι των Σερρών και της Δράμας πέρα από το βλάχικο ρεπερτόριο (που λόγω της απομόνωσής τους στην περιοχή είναι αριθμητικά μεγαλύτερο από αυτό της Πίνδου), διατηρούν και ένα εξαιρετικά εκτεταμένο ελληνόφωνο ρεπερτόριο, το οποίο έλκει την καταγωγή του από την Πίνδο και επομένως μπορεί να πει κανείς ότι χρονολογείται πριν από την φυγή τους από εκεί. Ήταν επομένως σε άνθηση ήδη την εποχή του Πατρο-Κοσμά. Είναι φανερό, (από την έρευνα που επιτέλεσα και η ίδια αλλά και που άλλοι ενδεχομένως θα μπορούσαν να επιβεβαιώσουν), ότι το ελληνόφωνο αυτό ρεπερτόριο έλκει την καταγωγή του από την Πίνδο, γιατί αποτελείται ξεκάθαρα από κείμενα που σχετίζονται άμεσα με το εθιμικό ρεπερτόριο της περιοχής της Πίνδου (Γρεβενών, Βοίου ακόμη και Ελασσόνας και Τρικάλων όπως επίσης και Ζαγορίου Ανατολικού και Δυτικού). Επίσης της περιοχής Γράμμου και Κατσαουνοχωρίων. Εννοείται ότι αυτό το ρεπερτόριο δεν προέρχεται από επιφανειακά δάνεια αλλά από πληθυσμιακή σχέση, γιατί αφορά τις θεμελιώδεις δράσεις της κοινότητας, τους βασικούς εθιμικούς της κύκλους και το ρεπερτόριο των γυναικών.
Ακόμη το ελληνόφωνο αυτό ρεπερτόριο δεν σχετίζεται με τις γύρω ελληνόφωνες περιοχές της μετεγκατάστασης των Βλάχων, δηλαδή της Ανατολικής Μακεδονίας. Και αυτό, γιατί η έρευνα που επιτέλεσα σε διαφορετικούς οικισμούς στην περιοχή της Ανατολικής και Κεντρικής Μακεδονίας έχει δείξει (και πιστεύω ότι και άλλοι παλιότεροι ερευνητές μπορούν να το επιβεβαιώσουν 3) ότι το ελληνόφωνο ρεπερτόριο, εθιμικό και μη, αυτών των περιοχών διαφέρει και ως μουσικό σύστημα αλλά κυρίως (αυτό που μας ενδιαφέρει εδώ) όσον αφορά τα κείμενα. Άρα η ελληνοφωνία στο τραγουδιστικό ρεπερτόριο των βλάχων της περιοχής της Ανατολικής Μακεδονίας δεν αποτελεί επίδραση από τους πληθυσμούς της Ανατολικής Μακεδονίας.
Αλλά και ούτε από τους ελληνόφωνους Σαρακατσάνους της περιοχής. Η έρευνα που πραγματοποίησα στους Σαρακατσάνους της περιοχής Χρυσούπολης Καβάλας έχει δείξει ότι, αν και το μουσικό σύστημα είναι συγγενές λόγω της καταγωγής του από την Νότιο Πίνδο, ωστόσο οι μελωδίες και τα κείμενα είναι διαφορετικά από αυτά της Βορείου Πίνδου, αποτελούν δηλαδή μία χωριστή διάλεκτο της Νότιου Δυτικής Ελλάδας, που έχει διαμορφωθεί επίσης αρκετές εκατοντάδες χρόνια παλιότερα με τρόπο αντίστοιχο με αυτόν της Βορείου Πίνδου. Άρα ούτε και οι ελληνόφωνοι Σαρακατσάνοι στάθηκε δυνατόν να επηρεάσουν τους βλάχους από την μετοίκησή τους και μετά στην Ανατολική Μακεδονία.
Μέσα από την μέθοδο αυτήν και από την έρευνα σε έναν μεγάλο αριθμό οικισμών στην Βόρειο Πίνδο και στα περίχωρά της φαίνεται ότι το ελληνόφωνο ρεπερτόριο των Βλάχων της Ανατολικής Μακεδονίας έλκει την καταγωγή του από εκεί και χρονολογείται πριν την εγκατάστασή τους στις νέες τους εστίες. Επομένως πριν την όποια δράση του Πατρο-Κοσμά μέσα στον 18ο αιώνα ήδη οι Βλάχοι της Βορείου Πίνδου τραγουδούσαν και στα ελληνικά όπως και στα Βλάχικα και αυτό μάλλον δεν πρέπει να σταμάτησε σχεδόν ποτέ, καθώς οι δύο γλώσσες προχωρούσαν για πολλούς αιώνες χέρι-χέρι στην περιοχή. Το ελληνόφωνο ρεπερτόριο μάλιστα μπορεί να ιχνηλατηθεί ακόμη και στο τραγουδιστικό ρεπερτόριο των σλαβόφωνων του Γράμμου.
Το αποτέλεσμα αυτό, που προήλθε από την εκτεταμένη εθνομουσικολογική έρευνα στην ευρύτερη περιοχή του ελληνικού χώρου, ήρθαν να επιβεβαιώσουν δύο ακόμη μαρτυρίες που θα μπορούσε κανείς να θεωρήσει πολύ σημαντικές. Η πρώτη είναι βιβλιογραφική και θα την παρουσιάσω εδώ με έναν σχετικό σχολιασμό με βάση την περίοδο στην οποία αναφέρεται και από την οποία προέρχεται και αφορά το βιβλίο των Wace και Thompson «Οι Νομάδες των Βαλκανίων». Η άλλη είναι αρχαιολογική και αφορά επιγραφή σκαλισμένη σε εκκλησία στην ορεινή περιοχή βλαχοχωριού της Καλαμπάκας· πρόκειται για την επιγραφή του Κλεινοβού.
Προτού όμως αναφερθούμε σε αυτές τις δύο μαρτυρίες για να τις σχολιάσουμε με τις αναφορές που έχουμε για το γλωσσικό ζήτημα στον Πατρο-Κοσμά, θα δούμε κάποιες μαρτυρίες που έχουμε από προφορικές ή άλλες παραδόσεις και από κείμενα που έχουν γραφτεί για τον Πατρο-Κοσμά ώστε να εντοπίσουμε και την ενδεχόμενη περίοδο που αυτές οι μαρτυρίες είχαν την μεγαλύτερη απήχηση και ακούστηκαν περισσότερο σαν αληθινές ρήσεις.
Στο βιβλίο του Κώστα Σαρδελή «Ο Άγιος των Σκλάβων», στις σελίδες 165-169 η μυθιστορηματική περιγραφή παρουσιάζει ένα αντίστοιχο περιεχόμενο που περιγράφει τον Πατρο-Κοσμά ως φανατικό πολέμιο της βλάχικης και των «άλλων» γλωσσών.. Μάλιστα εδώ ο Πατρο-Κοσμάς χαρακτηρίζει ως «γλώσσα του διαβόλου» τα αρβανίτικα…
Παρ’ότι ο Σαρδελής είναι ένας από τους πολυγραφέστερους συγγραφείς για τον Πατρο-Κοσμά και μεταγενέστερα έχει παραδώσει πληθώρα βιβλιογραφίας για το θέμα αυτό ωστόσο η πραγματικά μυθιστορηματική αυτή περιγραφή αποτελεί πλήρη αποπροσανατολισμό όσον αφορά την προσωπικότητα του Πατρο-Κοσμά. Στην αρχή του κεφαλαίου υπάρχει σε εισαγωγικά ένα μικρό κείμενο που φέρεται ως απόσπασμα συγκεκριμένων λόγων του Πατρο-Κοσμά, όπου ο Άγιος απειλεί ότι θα καταραστεί όποιο χωριό θα συνεχίσει να μιλάει βλάχικα χωρίς να αναφέρεται η πηγή της πληροφορίας.
Αυτό όμως το οποίο είναι πράγματι άξιο προσοχής και σχολιασμού είναι ότι ούτε ο Σαρδελής αλλά ούτε και κανένας από όλους όσους παρουσιάσανε τον Πατρο-Κοσμά ως έναν προπαγανδιστή της Ελληνικής γλώσσας μέσα σε αλλόγλωσσους πληθυσμούς δεν μας εξήγησαν πώς ήταν δυνατόν όλοι αυτοί οι αλλόγλωσσοι να καταλαβαίνουν ένα κήρυγμα που ήταν σε απλή ελληνική. Και ακόμη περισσότερο, αν θεωρήσουμε ότι ο Πατρο-Κοσμάς τους μιλούσε στα βλάχικα ή στα αρβανίτικα, πώς ήταν δυνατόν αυτοί οι καταγραφείς που αναφέρουν ότι βρίσκονταν ανάμεσα στους πιστούς που τον άκουγαν (πώς ήταν δυνατόν) να γνωρίζουν και αυτές τις γλώσσες και να καταγράφουν ταυτόχρονα στην ελληνική! Από αυτό μόνο ανιχνεύουμε ήδη την ύπαρξη μιας σταθερής διγλωσσίας στις περιοχές όπου υπήρχε η βλάχικη ή η αρβανίτικη. Και ενώ ο Σαρδελής υποτίθεται επαινεί τον Πατρο-Κοσμά, στην πραγματικότητα μοιάζει να παρουσιάζει τις απόψεις της Ρουμανικής προπαγάνδας, για να εκθειάσει με αυτόν τον τρόπο την υποτίθεται «εθνική» προσφορά του Πατρο-Κοσμά! 4
Το δε μυθιστορηματικό αφήγημα όχι μόνο δεν αποτελεί έπαινο για τον Πατρο-Κοσμά, αλλά παρουσιάζει τον Άγιο ως μία συνωμοτική χαμηλού επιπέδου προσωπικότητα με έναν λόγο εξουσιαστικό, τρομοκρατικό, και εντελώς διαφορετικό από αυτόν που μας παρουσιάζουν άλλοι συγγραφείς που έχουν ερευνήσει διεξοδικά τις πηγές που αφορούν την προσωπικότητά του και τον τρόπο ομιλίας του 5.
Κατά μάλιστα μία περίεργη σύμπτωση στο τέλος του κεφαλαίου του ο Σαρδελής αναφέρει μία άποψη που θα την ζήλευαν ακόμη και οι «εθνικιστές βλάχοι» στους οποίους αναφέρονται (βλ.παρακάτω) οι Wace-Thompson! Ούτε λίγο ούτε πολύ για να εκθειάσει τον Πατρο-Κοσμά ως εθναπόστολο παρουσιάζει ως τέως βλαχοχώρια όλες τις περιοχές της Ανασελίτσας, των Ζαγοροχωρίων και ακόμη και των Χασίων που φοβούνται εξαιτίας και μόνο του Πατρο-Κοσμά να μιλήσουν «μία βλάχικη λέξη»: «τόχουν αμάρτημα»!! Δεν μας εξηγεί βέβαια ούτε ο ίδιος ούτε και άλλοι που έχουν αναφέρει κατά καιρούς τέτοιες ακραίες απόψεις για καθολική χρήση της βλάχικης στα χωριά αυτά τα οποία στην συνέχεια «εξελληνίστηκαν», πώς οι γυναίκες των περιοχών αυτών έχουν αναπτύξει όλο αυτό το εκτεταμένο εθιμικό ελληνόφωνο ρεπερτόριο στις περιοχές αυτές και πώς θα μπορούσαν τα σχολεία του Πατρο-Κοσμά να μάθουν στις γυναίκες των Γρεβενών της Ανασελίτσας και των Χασίων και ακόμη και των Ζαγορίων, όλο το Πασχαλιάτικο ρεπερτόριο τα τραγούδια του Γάμου τα μοιρολόγια κτλ. αν δεν ήταν η Ελληνική βασική γλώσσα στην περιοχή… Πώς θα μπορούσε να συμβεί αυτό χωρίς μία συνεχή εναλλαγή της Ελληνικής και της Βλαχικής επι αιώνες στην περιοχή της Δυτικής Ελλάδας;
Με αυτόν τον τρόπο ίσως ο Σαρδελής θεώρησε ότι τιμά τον Πατρο-Κοσμά ως «Άγιο των Σκλάβων» ή ότι μεταφέρει μία «αντικειμενική» εικόνα της προσωπικότητάς του χωρίς εξιδανεικεύσεις. Στην πραγματικότητα μάλλον επιβεβαιώνει με μία ακόμη, και τώρα πια μυθιστορηματική, αφήγηση διάφορες ανακριβείς διαδόσεις για το πρόσωπο του Πατρο-Κοσμά.. ΄Η μήπως ενισχύει με αυτόν τον τρόπο το μοντέλο μιας εποχής όπου πολιτικά στην Ελλάδα ο εθνισμός συνδέεται με μία και μοναδική γλώσσα;… Και πώς αυτό μπορεί να εξυπηρετηθεί μέσα από ένα τέτοιο κείμενο;
**************************************
Σε όλες τις διδαχές 6 του Πατρο-Κοσμά υπάρχει μόνο ένα σημείο στο τέλος της Ζ διδαχής από όπου φαίνεται ότι ο Σαρδελής έχει πάρει μία παράγραφο την οποία όμως την έχει «διανθίσει» με πολλά άλλα λόγια, κατάρες, χαρακτηρισμούς και υπερβολές χάριν «ποιητικής αδείας».
Η αναφορά είναι η εξής και αφορά τα αρβανίτικα και όχι τα βλάχικα:
«Όποιος χριστιανός, άνδρας η γυναίκα, υπόσχεται μέσα εις το σπίτι του να μην κουβεντιάζη αρβανίτικα, ας σηκωθή απάνω να μου το ειπή και εγώ να πάρω όλα του τα αμαρτήματα εις τον λαιμόν, από τον καιρόν οπού εγεννήθη έως τώρα, και να βάλω όλους τούς χριστιανούς να τον συγχωρήσουν και να λάβη μίαν συγχώρησιν, όπού αν έδινε χιλιάδες πουγγιά , δεν την εματάβρισκε»
Αυτή η «συγχώρηση» από τους χριστιανούς όλους όπου «δεν θα την εματάβρισκε ο Χριστιανός μακάρι να έδινε χιλιάδες πουγκιά» (εννοείται στους συγχωριανούς του) είναι ένα μοτίβο που συναντάται και σε άλλα δύο τουλάχιστον σημεία από τις διδαχές του Πατρο-Κοσμά για άλλα θέματα, ένα είναι το σκέπασμα της κεφαλής της γυναίκας όταν μπαίνει στην Εκκλησία «τον φερετζέ» όπως τον ονομάζει. Και είναι ένας λόγος «εκλαϊκευμένης προτροπής» που δείχνει την σημασία που έδινε ο Άγιος σε κάποια θέματα ως ιδιαίτερα σημαντικά για την προκοπή και την φύλαξη του Χριστιανικού ήθους.
Από αυτό λοιπόν το στοιχείο και από μία γενικότερη γνώση της περιοχής και των ιστορικών της συμφραζομένων στην εποχή αυτήν μπορεί κανείς να υποπτευθεί ότι ο λόγος για τον οποίον ο Πατρο-Κοσμάς με τόση αγωνία θέλει να περιορίσει την χρήση της αρβανίτικης προτρέποντας και τους άλλους χριστιανούς να δώσουν μία συγχώρηση που «δεν θα την ματαβρεί ο Χριστιανός και παίρνοντας στον λαιμό του τις αμαρτίες του» είναι μάλλον διαφορετικός. Πιστεύω ότι έβλεπε ότι η διάδοση της αρβανίτικης είτε προηγούνταν, είτε ήταν το αποτέλεσμα των εκτεταμένων εξισλαμισμών στην περιοχή της Ηπείρου και στη συνέχεια της δυτικής Μακεδονίας. Επίσης καθώς ένα μεγάλο μέρος της περιοχής ανήκε σε ή διοικούνταν από εξισλαμισμένους Αλβανούς Μπέηδες ο Πατρο-Κοσμάς έβλεπε ή και γνώριζε τον άμεσο κίνδυνο του εξ-αλβανισμού και ταυτόχρονα εξισλαμισμού της υπαίθρου 7. Αν ίσως βέβαια δεν γνώριζε ακόμη (κάτι που στις μέρες μας δεν μπορούμε λόγω της απόστασης από την εποχή να γνωρίζουμε), ότι ένα μέρος των ομιλητών της αρβανίτικης είχαν γίνει δίγλωσσοι αρχικά και στην συνέχεια είχαν αποβάλλει εντελώς την χρήση της Ελληνικής για τους ίδιους λόγους. Πάντως το ότι το θεωρεί σαν μεγάλο «καλό» για την ψυχή τους να σταματήσουν την χρήση της αρβανίτικης πρέπει να σχετίζεται περισσότερο με τον κίνδυνο του εξισλαμισμού. Δεν αναφέρονται πουθενά κατάρες ή τρομοκρατικές ρήσεις ή «γλώσσες του διαβόλου» κτλ. το αντίθετο μάλιστα σε άλλα σημεία των διδαχών του ο Πατρο-Κοσμάς προτρέπει τους Χριστιανούς να μην καταριώνται. Και επιπλέον γνωρίζουμε ότι πράγματι η αλβανική τουλάχιστον με την μορφή που την γνωρίζουμε πλέον ως «αλβανική» ήταν εξαιρετικά περιορισμένη ίσως σχεδόν ανύπαρκτη ακόμη και στην Βόρειο Ήπειρο μέχρι τους Μέσους με υστεροβυζαντινούς χρόνους δηλ. περίπου τον 11ο αιώνα.
*********************
Κάποιες ακόμη πληροφορίες για τις περιοδείες του Πατρο-Κοσμά στα βλαχοχώρια της Νοτίου Πίνδου στην περιοχή Τρικάλων που οφείλονται όμως σε δευτερογενείς πηγές μας δίνει η μεταπτυχιακή εργασία της Σοφίας Μπουντούρη «Ο Άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός στην συνείδηση και την πίστη των κατοίκων του Νομού Τρικάλων» 8. Στην εργασία αυτήν στις σελίδες 77,80,87 (υποσ.382, 383), 93 και 107 αναφέρονται πληροφορίες για κηρύγματα του Πατρο-Κοσμά κατά τα οποία φαίνεται ότι ενθάρρυνε την ελληνική και απέτρεπε από την βλαχική. Μάλιστα στην σ.87 αναφέρονται πληροφορίες που αφορούν τον Κλεινοβό στον οποίο θα αναφερθούμε παρακάτω.
Είναι καλό να γίνει ωστόσο εδώ μία αξιολόγηση των πληροφοριών αυτών. Όλες αυτές οι πληροφορίες προέρχονται είτε από βιβλία λαογραφικής φύσεως τοπικών μορφωμένων συγγραφέων της περιόδου μετά τον Β Παγκόσμιο πόλεμο (την ίδια περίπου εποχή που χρονολογείται και το βιβλίο του Σαρδελή δεκαετία 50) είτε από προφορικές μαρτυρίες δεύτερης γενιάς δηλαδή φορέων που έχουν υποστεί εκπαίδευση (συνταξιούχος φιλόλογος, συνταξιούχος ΙΚΑ που ενθυμείται μαρτυρία παλιότερης γενιάς κτλ.). Επιπροσθέτως η πληροφορία που αφορά τον Κλεινοβό (βλ.και παρακάτω για την επιγραφή του Κλεινοβού), ότι δηλαδή οι Κλεινοβίτες δεν δέχτηκαν τον Πατρο-Κοσμά, προέρχεται από γειτονικό οικισμό και είναι σημαντική η κριτική αξιολόγηση της συγγραφέως ότι πληροφορίες που προέρχονται από άλλα χωριά μπορεί να προέρχονται από διαμάχες μεταξύ οικισμών ή συγκρούσεις συμφερόντων και για αυτό χρειάζονται προσοχή. Σε πολλές περιπτώσεις (είχα προσωπικά την εμπειρία αυτήν) γειτονικά ελληνόφωνα χωριά μετά από την δράση της Ρουμανικής προπαγάνδας στην περιοχή της Πίνδου ανέπτυξαν προφορικές παραδόσεις ή και μυθεύματα σχετικά με την αρνητική φύση και επίπτωση της βλάχικης γλώσσας στον Ελληνισμό και τον «ανθελληνισμό» όσων την χρησιμοποιούσαν. Σε ένα τέτοιο πλαίσιο και εν απουσία άλλων πιο σίγουρων πληροφοριών θα μπορούσε κανείς να υποστηρίξει πολλά για τους λόγους που κάποιοι δέχτηκαν ή δεν δέχτηκαν τον Πατρο-Κοσμά. Ωστόσο οι σίγουρες πληροφορίες που έχουμε (βλ. και Καρατζά, 22-26) είναι ότι κυρίως ήταν τα οικονομικά συμφέροντα των Ενετών, Εβραίων και κάποτε και πλούσιων Ελλήνων κοτζαμπάσηδων που έδιωχναν τον Άγιο από συγκεκριμένες περιοχές καθώς το φιλελεύθερο κήρυγμά του που στηλίτευε την αδικία και κήρυττε την ισότητα μεταξύ ακόμη και άνισων εθνοτικών ομάδων όπως π.χ. των ντόπιων Ελλήνων και των Γύφτων εξόργιζε τους κατόχους των συμφερόντων αυτών. Οι όποιες «κατάρες», είναι προφητικές ρήσεις του Αγίου για τα επερχόμενα δεινά που θα έρχονταν σε κάποιες κοινότητες λόγω της σκληροκαρδίας με την οποία τον αντιμετώπισαν και που από τις διηγήσεις φαίνεται ότι ήταν το διαχρονικό τους αρνητικό χαρακτηριστικό. Από την άλλη πουθενά δεν διαπιστώνεται η έκφραση για την βλαχική ότι είναι «γλώσσα του διαβόλου». Η δε «κακήν κακώς» εκδίωξη του Αγίου στην Καλομοίρα μόνο κατ’υπόθεση φαίνεται να οφείλεται στην (όχι αποδεδειγμένη) προτροπή του Πατρο-Κοσμά για εγκατάλειψη της Βλάχικης γλώσσας.
Έτσι το συμπέρασμα για την επίδραση του Πατρο-Κοσμά σχετικά με την Ελληνική γλώσσα (βλ.Μπουντούρη,107) έχει ανάγκη διαφοροποίησης ή διαφορετικής διατύπωσης.
Το πιο σημαντικό όμως είναι ότι όλα τα χωριά για τα οποία έχουμε τέτοια πληροφορία ακόμη και τώρα είναι γνωστά βλαχοχώρια και η βλάχικη δεν σταμάτησε να μιλιέται έστω και αν άνοιξαν αργότερα ελληνικά σχολεία.
Ωστόσο η Μπουντούρη μας αναφέρει μία σημαντική μαρτυρία για τον Άγιο (ο.π.96) και μάλιστα από κάτοικο της Ανθούσας κτηνοτρόφο και απόφοιτο μόνο του Δημοτικού που αφορά την μητέρα του και τις παραδόσεις που του μετέφερε: ο Πατρο-Κοσμάς ήταν πολύ καλός ομιλητής της καθομιλουμένης ελληνικής διανθίζοντας την με παραβολές και γλαφυρές εικόνες χωρίς το ύφος του να ακούγεται παράξενο στα αυτιά των ακροατών.
Αυτό όμως δεν είναι μαρτυρία μόνο για την ελληνογλωσσία του Πατρο-Κοσμά και την απλή γνώση και χρήση της «καθομιλουμένης» αλλά και για την καλά εδραιωμένη και μάλιστα απλή ελληνοφωνία των βλαχοχωριών με μία όπως φαίνεται απλή ορεινή τοπική διάλεκτο τέτοια που να μην τους «ηχεί» παράξενη η απλή ελληνική γλώσσα του Πατρο-Κοσμά.
Επομένως οι όποιες προτροπές του Πατρο-Κοσμά σε σχέση με τα βλάχικα δεν ήταν προσπάθεια «εξελληνισμού» αλλά αποφυγή της εξαφάνισης της ελληνικής από τα βλαχοχώρια και της ολοκληρωτικής επικράτησης της βλαχικής.
Όσον για τις αντιδράσεις και τον εκδιωγμό του από κάποια βλαχοχώρια της περιοχής θεωρώ ότι οφείλονται περισσότερο στο φιλελεύθερο κήρυγμά του όπως ανάφερα και παραπάνω, που αφορούσε την ισότητα των φύλων και ακόμη την κοινή αδελφοσύνη με εθνοτικές ομάδες περιθωριοποιημένες (όπως οι γύφτοι (Μπουντούρη,102,υποσ.462 βλ.και παραπάνω) και την αδικία παντός είδους, παρά στην προτροπή του για αποφυγή της Βλαχικής και για έμφαση στην Ελληνική.
Αξίζει να μεταφέρουμε εδώ την παρατήρηση της Μπουντούρη στην σελ.81 στην υποσημείωση 348 όπου αναφέρει χαρακτηριστικά (αξιολογώντας τα αντίστοιχα δημοσιεύματα τα οποία κυκλοφορούν στα βλαχοχώρια χωρίς όμως να τεκμηριώνουν πουθενά τα όσα αναφέρουν):
«Υπάρχει και η άποψη την οποία δεν μπόρεσα να διασταυρώσω , αλλά υπάρχει σε διάφορες χειρόγραφες –ανούσιας αξίας και συμπλεκόμενες με τις προφητείες του Αγαθαγγέλλου που κυκλοφορούν σε αυτά τα μέρη- ότι οι Πολυθεάτες (εννοεί από το χωριό Πολυθέα) φάνηκαν αρνητικοί στον Κοσμά τον Αιτωλό επειδή τους ζήτησε να παύσουν να χρησιμοποιούν την κουτσοβλαχική διάλεκτο , κάτι που τους προξένησε αλγεινή εντύπωση και έφθασαν σε σημείο να τον αποδοκιμάσουν για όσα καινοτόμα δίδασκε».
Και ακόμη η νύξη της για την συνέχιση της έρευνας:
«Ακόμη, τα χειρόγραφα για την παρουσία του αγίου στο νομό Τρικάλων είναι ολίγιστα, καθώς το μεγαλύτερο μέρος τους είτε καταστράφηκε από τους Γερμανούς και τους αντάρτες κατά τα έτη 1941-1949 ή πιθανότατα ήταν προϊόν μυθοπλασίας. Η μελέτη, πάντως, ενθυμήσεων σε κατά τόπους μοναστήρια (λ.χ. Ιερά Μονή Αγίου Βησσαρίωνος Δουσίκου), αν καταστεί εφικτή στο άμεσο μέλλον, είναι δυνατό να επιλύσει αρκετά ζητήματα για τη δράση του αγίου στην περιοχή της Πύλης και της Καλαμπάκας και να δώσει μία νέα ώθηση για τη σκιαγράφηση της προσωπικότητας
του αγίου και της συνεισφοράς του στον ελληνισμό γενικότερα, και στην τοπική κοινωνία ειδικότερα» (Μπουντούρη,109).
Ας δούμε όμως ποιες είναι οι πληροφορίες που μας αναφέρουν οι Wace και Thompson για τις αρχές του αιώνα και πώς μπορούν να μας βοηθήσουν να ανασκευάσουμε ενδεχομένως τις πληροφορίες που κυκλοφορούν μέχρι σήμερα στα βλαχοχώρια της Πίνδου και που αναφέρθηκαν παραπάνω και να τις αξιολογήσουμε ανάλογα.
Μέσα στο βιβλίο των Wace και Thompson διαβάζουμε στην σελίδα 191-193 9 της μετάφρασης του κειμένου στα ελληνικά (με τους αντίστοιχους σχολιασμούς του Νίκου Κατσάνη, που αξίζει εδώ να αναφερθούν και πάλι) τις πληροφορίες που άκουσαν για το πρόσωπο του Πατρο-Κοσμά στα χωριά της Πίνδου. Οι δύο Άγγλοι συγγραφείς θεωρούν ότι οι περισσότερες έχουν χρωματιστεί με πολιτικές προπαγάνδες μετά τον θάνατό του. Για τον λόγο αυτόν από ό,τι φαίνεται χωρίζουν τις πληροφορίες σε δύο είδη, που λέγουν ότι προέρχονται οι μεν από τους «Έλληνες», οι δε από τους «Βλάχους». Σε όλη την διάρκεια του κειμένου των παραπάνω συγγραφέων, παρότι είναι αρχαιολόγοι και έχουν ιδιαίτερη σχέση με την ελληνική Ιστορία και τον Ελληνικό χώρο γενικότερα, δεν παρουσιάζεται καμία ιδιαίτερη κλίση προς την ελληνική πλευρά ούτε κάποια τάση να χαριστούν στον Ελληνισμό. Αντιθέτως φαίνεται να έχουν μία «αντικειμενική» θεώρηση της γύρω τους πραγματικότητας, που ωστόσο λόγω του περιορισμού, και εξαιτίας της αδυναμίας για γενικότερα σφαιρική γνώση της τότε παρούσας κατάστασης στην περιοχή, μάλλον θα μπορούσε να την θεωρήσει κανείς «υποκειμενική». Ωστόσο οι πληροφορίες που αναφέρουν είναι πολύ σημαντικές, όταν αξιοποιηθούν με προσοχή και με διασταύρωση των στοιχείων, όπως επίσης με κριτική αντιμετώπιση του κειμένου τους.
Αναφέρουν λοιπόν αυτά που λένε οι «Έλληνες» για τον Πατρο-Κοσμά και τα οποία είναι επαινετικά και αφορούν την δράση του Πατρο-Κοσμά για την ίδρυση Σχολείων και το χτίσιμο εκκλησιών, την σεβάσμια προσωπικότητά του που ενέπνεε σεβασμό ακόμη και σε εχθρούς και το μαρτυρικό του τέλος.
Και οι συγγραφείς συνεχίζουν: «Μεταξύ μερικών Βλάχων, ιδιαίτερα εθνικιστών, κυκλοφορεί μία άλλη διαφορετική ιστορία…». Αφού αναφερθούν σε κάποια γεγονότα της περιοδείας του, καταλήγουν: «Αλλά, εκτός του ότι θεωρείται άγιος, για αυτόν μιλούν με πολύ μίσος, και τον θεωρούν Έλληνα πολιτικό πράκτορα. Δίδασκε, λένε, ότι τα Ελληνικά ήταν η γλώσσα του Θεού και τα Βλάχικα η γλώσσα του διαβόλου. Οι προφητείες και τα θαύματά του, επίσης λέγεται ότι οφείλονταν σε τεχνάσματα και κατηγορείται ότι χρησιμοποιούσε βασανιστήρια εναντίον όλων εκείνων που δεν τον πίστευαν»…!
Ειδικά ο τελευταίος ισχυρισμός είναι αξιοσημείωτος όσον αφορά την πρόθεση της πλήρους διαστροφής της προσωπικότητας του Πατρο-Κοσμά, καθώς αυτός ο ισχυρισμός θα ταίριαζε για κάποιον που θα περιδιάβαινε τα χωριά κάτω από άλλες συνθήκες και με άλλη δύναμη εξουσίας και όχι για έναν άνθρωπο ρακένδυτο που αρκούνταν στην βοήθεια, την ελεημοσύνη και την προσφορά των ανθρώπων που επισκεπτόταν!!
Παρόλα αυτά, ακόμη και οι Wace και Thompson ασκούν την αντίστοιχη κριτική αποδίδοντας σε φανατισμό τις παραπάνω πληροφορίες και λέγοντας ξεκάθαρα ότι ο Πατρο-Κοσμάς κατά πάσα πιθανότητα ενθάρρυνε την ελληνική παιδεία, γιατί ενθάρρυνε την γραφή και την ανάγνωση. Αφήνουν βέβαια το ενδεχόμενο να ήταν «ένας φανατικός παπάς»... και στηρίζουν την κάποια πεποίθησή τους ότι είχε ξεπεράσει κάποτε τα όρια της ειρηνικής πειθούς παρερμηνεύοντας τώρα αυτοί με την σειρά τους τα γνωστά λόγια του: «Δέκα χιλιάδες χριστιανοί με αγαπούν και ένας με μισεί, χίλιοι Τούρκοι με αγαπούν κι ένας όχι τόσο. Χίλιοι Εβραίοι θέλουν να πεθάνω και μόνο ένας δεν θέλει» (ο.π. σελ. 193).
Αν ήταν πραγματικότητα η ερμηνεία των Wace και Thompson, τότε δεν θα τον αγαπούσαν όλοι σχεδόν οι Χριστιανοί και οι Τούρκοι, όπως ο ίδιος ο Πατρο-Κοσμάς αναφέρει καταλήγοντας δραματικά στο τελικό συμπέρασμα ότι μόνο ένας Εβραίος δεν θέλει τον θάνατό του. Στην πραγματικότητα η ρήση αυτή του Πατρο-Κοσμά ήταν, όπως φαίνεται από την συνέχεια, η προφητεία για το τέλος του και την υποκίνηση της σύλληψής του από μία ομάδα Εβραίων των Ιωαννίνων, όπως αναφέρουν και οι συγγραφείς Wace και Thompson. Η οποία οφειλόταν μάλλον σε οικονομικά συμφέροντα. Θα έπρεπε μάλιστα να προσθέσουμε εδώ και τον Ενετικό παράγοντα όσον αφορά στην σύλληψη του Πατρο-Κοσμά. Ωστόσο είναι σημαντικό να αναφέρουμε λεπτομερώς την πιο σημαντική πληροφορία που μας δίνουν οι Wace και Thompson σχετικά με το θέμα της προσωπικότητας του Πατρο-Κοσμά:
Κάνοντας κριτική στους ισχυρισμούς των Βλάχων «εθνικιστών» αναφέρουν:
«Το να αποδώσει κανείς τον ζήλο του για τα ελληνικά σχολεία στην πολιτική προπαγάνδα, για να αναμορφώσει τους «βλαχόφωνους Έλληνες», είναι σαν να προχρονολογεί μία κίνηση κατά έναν περίπου αιώνα, γιατί δεν ήταν παρά μέχρι πρόσφατα που εξαπλώθηκε η θεωρία πως Έλληνες και Βλάχοι είναι φυλετικά το ίδιο».
Θα ήταν καλύτερα να διορθώσουμε λιγάκι αυτό που ισχυρίζονται εδώ οι δύο Άγγλοι συγγραφείς ως εξής: «δεν ήταν παρά μέχρι πρόσφατα που αναγκάστηκαν να αρχίσουν να προβληματίζονται οι Έλληνες (ελληνόφωνοι) και οι Βλάχοι (βλαχόφωνοι) για το αν είναι ή δεν είναι φυλετικά το ίδιο». Εφόσον, όπως θα δούμε, η γλώσσα δεν ήταν για αυτούς τόσο μεγάλη διαφορά, αφού τις γνώριζαν και τις δύο. Αυτό μάλλον συνέβαινε σε έναν τουλάχιστον βαθμό που παράλλασσε από μικρο-περιοχή σε μικρο-περιοχή και από χρονική περίοδο σε χρονική περίοδο.
Μόνο η εθνικιστική προπαγάνδα της κεντρικής Ευρώπης του 19ου αιώνα, που έθετε θέμα μονογλωσσίας για «την σχέση με» και για «το ανήκειν σε» μία εθνότητα, ήταν αυτή που στην πραγματικότητα διατάραξε ειδικά την Δυτική Ελλάδα, όπου η διγλωσσία είχε γίνει μετά από τόσους αιώνες ιστορικής διαδρομής πλέον σχεδόν κανόνας για πολλές περιοχές. Και μόνο μετά την Γαλλική επανάσταση 10 που ήρθε τελευταία σε σχέση με τα συνεχή επαναστατικά κινήματα των Ελλήνων και των άλλων Βαλκανικών λαών, και που το ήθος της δεν είχε καμία σχέση με το ήθος των επαναστατικών κινημάτων που πραγματοποιήθηκαν στον Ελληνικό χώρο μόνο τότε λοιπόν βρέθηκαν οι υπόδουλοι Έλληνες και ταυτόχρονα Ρωμιοί στην δεινή θέση να πρέπει «να αποδείξουν» στην «πολιτισμένη» Ευρώπη τον Ελληνισμό τους!
Η προσπάθεια λοιπόν του Πατρο-Κοσμά θα πρέπει να ερμηνευτεί όχι σαν προσπάθεια εξαφάνισης των άλλων γλωσσών στις περιοχές όπου υπήρχε διγλωσσία αλλά στην μη εξαφάνιση της ελληνικής στις περιοχές αυτές με την επικράτηση των δεύτερων γλωσσών ως μοναδικών στις περιοχές αυτές. Και στην ταυτόχρονη εκμάθηση γραφής και ανάγνωσης για την στήριξη της ελευθερίας και την συνειδητή σχέση με την εκκλησιαστική ζωή.
Είναι φανερό ακόμη από τα λεγόμενα των Wace και Thompson ότι οι Βλάχοι εθνικιστές στους οποίους αναφέρεται (βλ. και τις παρατηρήσεις του Νίκου Κατσάνη ως σχολιαστή της έκδοσης ο.π. υποσ. 136 σ. 192) δεν ήταν άλλοι από τους βλάχους που είχαν προσχωρήσει στην Ρουμανική προπαγάνδα ή όπως αλλιώς τους άκουσα να ονομάζονται κατά τις δικές μου περιοδείες και έρευνες στα χωριά της Πίνδου και των γύρω από αυτήν περιοχών, τους λεγόμενους «Ρουμανόβλαχους».
Ωστόσο η αρμονική σχέση της ελληνικής με την βλαχική στις περιοχές της Δυτικής Ελλάδας και η (στην πραγματικότητα) γενικά θετική σχέση της Ορθόδοξης Εκκλησίας για την βλαχική γίνεται φανερή από την μαρτυρία της επιγραφής του Κλεινοβού 11.
Πιστεύω ότι αξίζει να γίνει ειδική αναφορά στην επιγραφή αυτή και στο κείμενό της, το οποίο έχει εκδοθεί από εξειδικευμένους επιστήμονες, από την σκοπιά όμως τώρα της ερμηνείας του και από την πλευρά μίας κριτικής προσέγγισης ως πηγή πληροφορίας για την σχέση βλάχικης και ελληνικής σε σχέση όμως με τους απλούς ομιλητές της Πίνδου και την σχέση όλων αυτών με την Ορθόδοξη Εκκλησία και ειδικότερα με την εκκλησιαστική ζωή.
Στην επιγραφή αυτή, που είναι εντοιχισμένη επάνω από την εξώθυρα ενός ναού του 18ου αιώνος, δηλαδή σε μία αντίστοιχη εποχή, μάλιστα προγενέστερη κάπως από την εποχή που ο Πατρο-Κοσμάς έκανε τις περιοδείες του, στο χωριό Κλεινές ή όπως αλλιώς λεγόταν «Κλεινοβός» 12 υπάρχει γραμμένη μία φράση με τρεις τρόπους:
Α) Στα βλάχικα.
Β) Στο τοπικό ελληνικό ιδίωμα της περιοχής (και όχι «της εποχής» όπως το ονομάζει ο Γαρίδης βλ.υποσ.4, Γαρίδης 1985, σ.181) και της ευρύτερης Πίνδου, που δεν έχει σχέση με την γλώσσα ενός σχολείου.
Γ) Στα αρχαία ελληνικά ως εκκλησιαστική γλώσσα. Η επιγραφή έχει μάλλον «ιστορηθεί» από βλάχο ομιλητή 13. Η εκκλησία του Κλεινοβού Καλαμπάκας είναι μέρος της παλιάς ιστορικής Ιεράς Μονής Αγίων Αποστόλων Πέτρου και Παύλου και χρονολογείται στα μέσα του 18ου αιώνος, δηλαδή περί το 1750 μ.Χ. 14 και έχει και στοιχεία Αθωνικής αρχιτεκτονικής. Οι κάτοικοι του Κλεινοβού είναι βλαχόφωνοι 15.
Η επιγραφή γράφει τα εξής 16:
Αρχαιοελληνική:
ΦΟΒΩ ΠPO BAINΕ, ΤΗΝ ΠΥΛΗΝ T(H)S EICOΔOY
ΤΡΟΜΩ ΛΑΜΒΑΝΕ, ΤΩΝ ΘΕΙΩΝ ΜΥCTΎΡΙΩΝ,
ΙΝΑ ΜΗ ΚΑΤΑΦΛΕΧΘΗC, ΠΥΡΙ ΤΩ ΑΙΩΝΙΩ.
Νεοελληνική:
CKIAZOY K' ΕΜΠΑΙΝΕ, ΜECA CTHN EKKΛHCIAN,
ΤΡΕΜΕ Κ' ΕΠΕΡΝΕ ΤΗΝ ΘΕΙΑΝ ΚΟΙΝΩΝΙΑΝ
KOΛACCEC K(AI) ΦΩΤΙΑΙC, ΑΝ ΘEΛHC ΓΙΑ ΝΑ ΦΥΓΗΣ.
Βλάχικη:
ΙΝΤΡΑ ΜΠΑCΑΡΕΚΑ, ΚΟΥ ΜΟΥΛΤΑ ΠΑΒΡΙΕ.
ΤΡΙΑΜΠΟΥΡΑ ΛΟΥΝΤΑ ΛΟΥΙ ΜΑΡΙΑ ΚΟΥΜΝΙΚΑΤΌΥΡΑ,
ΦΩΚΟΥΛΟΥ ΑΚCΙ CΗ ΚΟΛΑCΗ ΤΡΑ CKAKΗ
Στίχοι του Αγίου Ζωσιμά
Ελληνικόν
Φόβω πρόβαινε τη πύλη της εισόδου
Τρόμω λάμβανε των Θείων Μυστηρίων
Όρα μη καταφλεχθείς των Θείων Μυστηρίων
Απλούν
Σκιάζου κι έμπαινε μέσα στην Εκκλησία
Τρέμε κι έπερνε την Θείαν Κοινωνίαν
Κόλασσες και φωτιές αν θέλεις για να φύγεις
Βλάχικον
΄Ιντρα μπασιάρεκα κου μούλτα παβρίε
Τριαμπουρα λούνταλουϊ μαρια κουμνικατούρα
Φωκουλου ακσί ση κόλασια τρά σκακη.
Ως «ελληνικόν» περιγράφει την επίσημη εκκλησιαστική γλώσσα με πολλά αρχαία ελληνιστικά και βυζαντινά στοιχεία
Ως «απλούν» περιγράφει όχι απλά την Νέα Ελληνική, αλλά μία ξεκάθαρη προφορική βόρεια διάλεκτο της δυτικής Ελλάδας υπαρκτής ακόμη και τώρα στους οικισμούς της Πίνδου, όπου φαίνονται οι τοπικές ιδιαιτερότητες, όπως το ρήμα «σκιάζου» αντί για το «φοβήσου», που θα χρησιμοποιούσαμε στην περίπτωση μίας γλώσσας σημερινής ή προερχόμενης από σχολική εκπαίδευση. Ακόμη η προστακτική «κι έμπαινε», που διαφέρει από το σύνηθες «μπές», και άλλες λεπτομέρειες που θα μπορούσαν να αποτελέσουν μία πιο λεπτομερή γλωσσολογική ανάλυση, θα μας έδινε σημαντικές πληροφορίες και για το τότε ελληνικό ιδίωμα της γύρω περιοχής.
Ως «βλάχικον» περιγράφει μία βλάχικη διάλεκτο της περιοχής, η οποία δεν στερείται και έκφρασης λεπτομερειών της εκκλησιαστικής ζωής. Λόγου χάρη, η λέξη «Κομνικατούρα Μάρια» δηλαδή «Μεγάλη Κοινωνία» για την Θεία Κοινωνία, όπου φαίνεται ότι η βλάχικη γλώσσα συμμετείχε ενεργά στην εκκλησιαστική ζωή του 1750-1780 και μάλλον και πολύ νωρίτερα.
Ο βλάχος λοιπόν που «ιστόρησε» πάνω στην πέτρα την επιγραφή αυτήν γνώριζε τα εκκλησιαστικά γράμματα αλλά ήταν ταυτόχρονα ένας ομιλητής της βλάχικης και ακόμη μίας απλής ελληνικής ορεινής διαλέκτου, που είναι η τοπική διάλεκτος των ελληνόφωνων της Πίνδου, χωρίς να έχει σχέση με κάποια εκπαίδευση. «Ιστόρησε» λοιπόν στην πέτρα ό,τι τον εκπροσωπούσε (τις δύο γλώσσες, βλάχικη και ελληνική απλή) και την εκκλησιαστική γλώσσα.
Θεωρώ την επιγραφή του Κλεινοβού μία εξαιρετικά σημαντική μαρτυρία που καταδεικνύει την διαχρονική και αρμονικότατη ιστορική συνύπαρξη της Ελληνικής και της Βλάχικης στην περιοχή της Δυτικής Ελλάδας από τοπικούς βλάχους ομιλητές και την αρμονικότατη σχέση της με την Ορθόδοξη Εκκλησία και το Άγιον Όρος. Για την ακρίβεια, την απόλυτη γνώση της Εκκλησίας για την ιστορική ύπαρξη της βλάχικης και την σχέση της με τον Ελληνικό χώρο, όπως επίσης τον σεβασμό της ως γλώσσας της περιοχής. Οπωσδήποτε οφείλεται σε λαϊκό φορέα και των δύο γλωσσών, δεν έχει να κάνει με κανενός είδους προμελετημένο κίνημα και εφόσον χρονολογείται ή πριν το 1784 ή και νωρίτερα ίσως δεν έχει καν σχέση με τις πρώτες προσπάθειες εγγραμματισμού της Βλάχικης αλλά πρόκειται για μία αυθόρμητη εκδήλωση ενός λαϊκού τεχνίτη που ήταν σεβαστή και από τους επίσημους φορείς της τοπικής Εκκλησίας.
Ενώ λοιπόν συνήθως η επιγραφή αυτή προβάλλεται ως στοιχείο αποδεικτικό για την ύπαρξη της Βλαχικής στην περιοχή, εδώ μπορούμε να την θεωρήσουμε επιπλέον ως στοιχείο αποδεικτικό για την ύπαρξη και της Ελληνικής στα βλαχοχώρια της Πίνδου, και για την φυσιολογική διγλωσσία των βλάχων, δηλαδή την αρμονική συνύπαρξη της τοπικής Ελληνικής διαλέκτου με την βλάχικη στους βλαχόφωνους ομιλητές της Πίνδου. Με αυτόν τον τρόπο εξηγείται και το ευρύτατο εθιμικό και άλλο ελληνόφωνο τραγουδιστικό ρεπερτόριο και η βαθύτατη σχέση του (στον τρόπο σύνθεσης) με το αντίστοιχο βλαχόφωνο της περιοχής.
Πιστεύω λοιπόν ότι είναι φανερή η στρέβλωση που εμπεριέχουν «προφορικές παραδόσεις» δευτερογενείς όπως αυτή που ουσιαστικά σκοτεινιάζει την προσωπικότητα του Αγίου Κοσμά του Αιτωλού και τον ρόλο της Εκκλησίας απέναντι στον υπόδουλο Ελληνισμό, βλάχικο και μη, κατά την διάρκεια της Οθωμανικής περιόδου. Μετά από τα παραπάνω είναι φανερό ότι ο χαρακτηρισμός της Βλάχικης «ως γλώσσας του διαβόλου» όχι μόνο δεν ισχύει αλλά, και στην περίπτωση που έχει αναπαραχθεί σε πρόσφατες περιόδους, έχει γίνει από την εσφαλμένη εντύπωση ότι επαναλαμβάνονται λόγοι του Πατρο-Κοσμά, που όμως ενδεχομένως δεν είναι τίποτε άλλο από λόγια της ρουμανικής προπαγάνδας του τελευταίου αιώνα. Ελπίζουμε ότι οι νεότεροι ερευνητές θα δώσουν τέλος στην αναπαραγωγή τέτοιων «προφορικών παραδόσεων» ή πιο σωστά «διαδόσεων», και θα ερευνήσουν όχι μόνο την βλάχικη γλώσσα με όλη την διαλεκτολογία της αλλά και την αρμονική της διαχρονική σχέση με την ελληνική, την σχέση της με την Ορθόδοξη Εκκλησία μέσα στην Τουρκοκρατία της Οθωμανικής περιόδου, μία σχέση που βασίζεται στην προηγούμενη άνθηση της «λαϊκής λατινικής των Βαλκανίων» μέσα στην Βυζαντινή περίοδο. Και ότι ακόμη θα ερευνήσουν πιο συστηματικά και στα πλαίσια της εποχής της την προσωπικότητα του Αγίου Κοσμά του Αιτωλού δίνοντας την πραγματική διάσταση στα λεγόμενά του και την ερμηνεία που τους ταιριάζει.
Αθηνά Κατσανεβάκη
(Εθνομουσικολόγος)
Ο Άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός, τα βλάχικα ως «η γλώσσα του διαβόλου» και η ρουμανική πολιτική ως μία «δευτερογενής προφορικότητα»
1 Ευχαριστώ όλους τους βλάχους φίλους που με καθοδήγησαν σε αυτήν την μικρή έρευνα και που μου παρείχαν αμέριστα την βοήθεια και την βιβλιογραφία που δεν γνώριζα. Ο όποιος σχολιασμός αποτελεί προσωπικές εκτιμήσεις και ευθύνομαι μόνο εγώ προσωπικά. Θεωρώ υποχρέωσή μου εδώ να καταθέσω την προσωπική μου αξιολόγηση των απόψεων και των πηγών που παρατίθενται όπως επίσης και του όλου θέματος με κίνδυνο έστω να πέσω έξω στις εκτιμήσεις μου σε περίπτωση που μου έχουν διαφύγει άλλα στοιχεία ή έρθουν στο φως νέες πληροφορίες. Ωστόσο το πρόσωπο του Πατρο-Κοσμά είναι ένα πρόσωπο άκρως αδικημένο για τους λόγους που θα παρουσιάσω και ακόμη και η αγιοκατάταξή του προσέκρουσε σε τέτοιες «δευτερογενείς» ή άλλες προφορικότητες ή συμφέροντα τα οποία έβλαψε με το κήρυγμά του. Ακριβώς όπως και το μαρτυρικό του τέλος είχε σχέση με τα συμφέροντα που έβλαψε το κήρυγμά του με τον ίδιο και απαράλλαχτο τρόπο αντίστοιχα συμφέροντα σκιάζουν ακόμη και μετα την αποδημία του, φανερά ή όχι, την προσωπικότητά του και την βαριά οφειλή που του χρωστάει γενικότερα ο Ελληνισμός βλάχικος ή μη. Πάντα με κίνδυνο λοιπόν να έχω πέσει έξω σε πολύ συγκεκριμένες περιπτώσεις πληροφοριών θα παρουσιάσω εδώ την ανασκευή της όλης υπόθεσης βασιζόμενη κατά αρχήν και στα δεδομένα που παρουσιάστηκαν μπροστά μου από την εκτεταμένη εθνομουσικολογική έρευνα στην περιοχή. Ακόμη δεν θεωρώ ότι σε αυτό το μικρό δοκίμιο εξαντλώ όλη την βιβλιογραφία αν και παρόλο που δεν αναφέρεται εδώ (σε μία μικρή μελέτη περιορισμένου χώρου), ένα μεγάλο μέρος βιβλιογραφίας που αφορά τους Βλάχους την βλάχικη γλώσσα και τα τεκμήριά της όπως επίσης την ιστορική της παρουσία στην περιοχή υπάρχει μέσα σε άλλες μελέτες μου και κυρίως στην διδακτορική μου διατριβή και την συνέχειά της ως μεταδιδακτορική έρευνα.
2 Βλ. Κατσανεβάκη 2014-2016:«Η φωνητική Μουσική στην Δυτική Μακεδονία και τα «κρυμμένα Ιστορικά» της μηνύματα», στο Πρακτικά Α΄ Συνεδρίου Ιστορίας Δυτικής Μακεδονίας Η Δυτική Μακεδονία στους Νεότερους Χρόνους (15ος – 20ός αι.), Γρεβενά 2-5 Οκτωβρίου 2014, Εταιρεία Δυτικομακεδονικών Μελετών, σ.1121-1140, έκδοση 2016.
3 Στο βιβλίο των Κατσάνη-Ντίνα για την περιοχή των Σερρών (βλ. Κατσάνης, Ν. & Ντίνας, Κ. 2008. Οι Βλάχοι του νομού Σερρών και της Ανατολικής Μακεδονίας. Σέρρες), μπορεί κανείς να βρεί επίσης πολλαπλές μαρτυρίες και για το βλαχόφωνο αλλά και για το ελληνόφωνο ρεπερτόριο των Βλάχων της περιοχής των Σερρών από την πλευρά τουλάχιστον του κειμένου.
4 Σαρδελής Κώστας 1951, Ο Άγιος των Σκλάβων, Βιβλιοθήκη της Εστίας, 165-169.
5 Σάκκος Στέργιος 1996, Ο Απόστολος του Σκλαβωμένου Γένους. Έκδοσις Ο.Χ.Α. Απολύτρωσις, Θεσσαλονίκη,1996. βλ. κεφάλαιο, Η γλώσσα του Αγίου σ.74-77. Στο βιβλίο αυτό ο Σάκκος αναφέρεται σε άλλα μεταγενέστερα βιβλία του Σαρδελή όχι μυθιστορηματικού τύπου βλ.ο.π.17.
6 Για τις διδαχές του Πατρο-Κοσμά βλ. Ευσταθίου Γεώργιος, Κοσμάς ο Αιτωλός και ομιλητική προσέγγιση των διδαχών του, ΠΜΣ Τμήματος Θεολογίας, Θεολογική Σχολή, ΑΠΘ, Θεσσαλονίκη 2010.
7 Για τους ευρείς εξισλαμισμούς με ταυτόχρονη απώλεια της ελληνικής γλώσσας και αποκλειστικής πλέον χρήσης της Αλβανικής στην περιοχή της Ηπείρου Νοτίου και Βορείου σημαντικές πληροφορίες μας δίνει η διδακτορική διατριβή της Μαμασούλα Μαρίας Παιδεία και Γλώσσα στον Άγιο Κοσμά τον Αιτωλό, Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, Γιάννενα, 2001, σ.370-373. Αν η αρβανίτικη αποτελούσε σοβαρό κίνδυνο για τον εξισλαμισμό της υπαίθρου της ευρύτερης Ηπείρου η βλαχική ως λατινογενής μπορούσε κάλλιστα όπως αποδείχθηκε λίγο αργότερα να γίνει οδός για τον προσηλυτισμό στην Καθολική Εκκλησία. (Βλ. την εργασία του Μιχάλη Τρίτου Τρίτος Μιχαήλ, « Το τάγμα των Λαζαριστών και η ρουμανική προπαγάνδα» , εκδόσεις «Κυρομάνος», Ιωάννινα 1999). Η επιπτώσεις της προπαγάνδας πάνω στο πρόσωπο του Αγίου Κοσμά είναι χαρακτηριστικές. Αναφερόμενη στην εργασία του Μιχάλη Τρίτου η Μπουντούρη αναφέρει:
«Υπήρξαν ισχυρές αντιδράσεις από πλευράς των Ρουμάνων Ορθοδόξων προς το πρόσωπο του Κοσμά του Αιτωλού, διότι θεωρούσαν ότι με το κήρυγμά του υπέρ της χρήσης της ελληνικής και όχι του βλάχικου ιδιώματος όχι μόνον στρέφονταν κατά των δικαίων εθνικών τους συμφερόντων αλλά και υπέπιπτε στην αίρεση του εθνοφυλετισμού» (Μπουντούρη, 46). Με αυτόν τον τρόπο εξηγείται και η εχθρότητα των «βλάχων εθνικιστών» που παρατήρησαν οι Wace και Thompson για το πρόσωπο του Αγίου.
8 Μπουντούρη Σοφία «Ο Άγιος Κοσμάς στη συνείδηση και την πίστη των κατοίκων του νομού Τρικάλων» Μεταπτυχιακή Εργασία Θεολογική Σχολή Τμήμα Κοινωνικής και Ποιμαντικής Θεολογίας, Τομέας Εκκλησιαστικής Ιστορίας, ΑΠΘ, Θεσσαλονίκη 2018.
9 Wace Alan-Thompson Maurice 1914, 1989 , Οι Νομάδες των Βαλκανίων (Περιγραφή της ζωής κα των εθίμων των Βλάχων της Βόρειας Πίνδου). Μετάφραση από την Αγγλική έκδοση, Καραγιώργος Πάνος, Εισαγωγή –Σχόλια Νίκος Κατσάνης, Εκδοτικός Οίκος Αδελφών Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη 1989, βλ.σ.191-193.
10 Είναι σημαντικές (πέραν των όσων αναφέρει και η Κυριακίδου Νέστορος στο βιβλίο της Η Θεωρία της Ελληνικής Λαογραφίας για τον κεντροευρωπαϊκό Εθνικισμό και τις επιπτώσεις του πάνω στην Λαογραφική έρευνα) και οι πληροφορίες που αναφέρει ο Κώστας ο Ντίνας για το ιδανικό της ομογλωσσίας που καθιερώνει ως επιδίωξη η Γαλλική Επανάσταση γιατί αυτό είχε άμεση επίπτωση και στους Έλληνες της εποχής της Επανάστασης του 21 και στον τρόπο με τον οποίο γνώριζαν ότι θα μπορούσαν να γίνουν αποδεκτοί και να αποκτήσουν την ελεύθερη αυτοδιάθεσή τους (βλ Ντίνας Κώστας- Ζαρκογιάννη Εύα,2008, Διδακτική Αξιοποίηση των νεοελληνικών διαλέκτων. Το παράδειγμα του ιδιώματος Αφάντου Ρόδου Θεσσαλονίκη 2008, σ.8).
11 Πριν από την επιγραφή αυτήν του Κλεινοβού η βλαχική γλώσσα απεικονίζεται με ελληνικούς χαρακτήρες και σε ένα ακόμη επιγραφικό μνημείο στην περιοχή του Γράμμου έναν αιώνα περίπου νωρίτερα κατά τον 17ο αιώνα. Όπως αναφέρει ο Νίκος Σιώκης πρόκειται για την επιγραφή του υπέρθυρου του Ναού του Αγίου Ζαχαρία πλησίον του Λινοτοπίου. βλ. Σιώκης Νίκος «Η βλάχικη γλώσσα και οι προσπάθειες διατήρησης της απο τους βλάχους απόδημους» http://vlahoi.net/vlahiki-glossa/i-vlahiki-glossa-siokis . Η επιγραφή αργότερα πρέπει να φθάρηκε σε σημαντικό βαθμό ώστε να μην μπορεί να διαβαστεί.
12 Ευχαριστώ τον Κώστα Ντίνα για αυτήν την πληροφορία καθώς την επιγραφή αυτήν την γνώρισα μέσα από δευτερογενείς πηγές. Καθώς και άλλους φίλους βλάχους που με βοήθησαν στην μικρή αυτή έρευνα για την επιγραφή του Κλεινοβού.
Για την επιγραφή, το κείμενο και το Ιστορικό μνημείο του Μοναστηριού του Κλεινοβού όπου ανήκει και η εκκλησία των Αγίων Αποστόλων Πέτρου και Παύλου βλ. Αφροδίτη Πασαλή 2000 «Το Καθολικό της Μονής Κλεινού Καλαμπάκας» Δελτίο της Χριστιανικής Αρχαιολογικής Εταιρείας, Περίοδος Δ’, Τόμος ΚΑ΄(2000) Αθήνα, σ.69-92. Την επιγραφή του Κλεινοβού ο Γαρίδης (βλ.Γαρίδης Ο Μητροπολίτης Παΐσιος και η βλάχικη επιγραφή του Κλεινοβού. Αλφάβητο και Εθνικό Πρόβλημα Τα Ιστορικά 3 Αθήνα Μάιος 1985,180-199), την χρονολογεί περίπου λίγο πριν το 1784, αρκετά λοιπόν μεταγενέστερα από το 1750 (μέσα του 18ου αιώνα) που χρονολογείται η κατασκευή του Ναού. Στην σελίδα 186 αναφέρει ότι η βλάχικη επιγραφή πρέπει να χρονολογείται πριν την άνοδο του Παϊσίου στον επισκοπικό θρόνο Σταγών. Με βάση την Πασαλή (ο.π. υποσ. 66), Ο Παΐσιος Β', ο οποίος καταγόταν από τον Κλεινοβό, χρημάτισε επίσκοπος Σταγών στο διάστημα 1784-1808, Ο Γαρίδης λοιπόν την χρονολογεί λίγο πριν το 1784. Αν ωστόσο, όπως μας αναφέρει παρακάτω (Γαρίδης 1985, 190), η επιγραφή παρουσιάζει συγγενικό τρόπο γραφής με το λεξικό του Καβαλιώτη (1760-1770), τότε νομίζω ότι θα πρέπει να την θεωρήσουμε προγενέστερη, πιο κοντά δηλαδή στην χρονολογία της κατασκευής του ναού, δηλαδή περί το 1740-60.
Με βάση αυτήν την χρονολόγηση (το 1784) ο Γαρίδης κάνει κάποιους συλλογισμούς σχετικά με την σύνδεση της επιγραφής αυτής με διάφορες προσπάθειες των Βλάχων να προβάλουν την γλώσσα τους «σε αντίθεση» με την προσπάθεια γλωσσικού εξελληνισμού τους. Και ως αντίδραση στο κήρυγμα του Πατρο-Κοσμά. Ειδικά αυτό το τελευταίο θεωρώ ότι είναι αυθαίρετο συμπέρασμα για τους παρακάτω λόγους που σχετίζονται και με πληροφορίες που μας δίνει ο ίδιος ο Γαρίδης. Θεωρώ αυτές τις τοποθετήσεις λάθος, όπως λάθος είναι και οι αναφορές στον Πατρο-Κοσμά ως σχετικές με αυτές του Δανιήλ Μοσχοπολίτη, που προσπαθούσε να ενθαρρύνει τους πληθυσμούς, ξένους και μη, να «μεταπηδήσουν» σε ένα ελληνικό εθνισμό αλλάζοντας την γλώσσα τους. Η εποχή του Πατρο-Κοσμά είναι προγενέστερη και δεν μπορεί να συνδέεται ούτε με την Ακαδημία της Μοσχόπολης και το τετράγλωσσο λεξικό του Δανιήλ Μοσχοπολίτη ούτε με το προγενέστερο του Καβαλιώτη (1760-1770). Ο μόνος που θα μπορούσε να έχει επηρεάσει τον Πατρο-Κοσμά θα ήταν ο Ευγένιος Βούλγαρης ο οποίος ωστόσο χαρακτηριζόταν για το ανοιχτό του πνεύμα και τον προοδευτισμό του. Επίσης ο προσωπικότητα του Πατρο-Κοσμά και το κίνημά του δεν μπορούν ούτε χρονικά ούτε και ποιοτικά να συσχετίζονται με τις ρήσεις του Νεόφυτου Δούκα. Στους λόγους του ο Νεόφυτος Δούκας υιοθετεί μία υποτιμητική θέση για τους Βλάχους γενικότερα και για την βλάχικη γλώσσα, όμως παρ’όλα αυτά απέχει μακράν από το να την θεωρήσει κανείς «υβριστικό λίβελο» ( όπως την χαρακτηρίζει ο Γαρίδης στην κατά τα άλλα νουνεχή μελέτη του για την επιγραφή του Κλεινοβού Γαρίδης 1985, σ.192) κάτι που μας αναφέρει ο Νίκος Σιώκης αναφερόμενος στον Γαρίδη (βλ.Σιώκης Νίκος «Η βλάχικη γλώσσα και οι προσπάθειες διατήρησής της από τους βλάχους απόδημους» http://vlahoi.net/vlahiki-glossa/i-vlahiki-glossa-siokis ). Την θέση του Νεόφυτου Δούκα μάλλον θα πρέπει να την θεωρήσουμε ως μία θέση ενός λόγιου ελληνιστή «ευπατρίδη» υπέρμαχου της Ελληνικής αλλά ούτε καν της απλής ελληνικής αλλά της αρχαΐζουσας, αν κρίνουμε από τον τρόπο που γράφει το κείμενό του. Και μάλλον ενός ανθρώπου που δεν κατάλαβε το βλάχικο στοιχείο παρόλο που το γνώριζε από κοντά. Δεν είναι όμως καθόλου ίδια η περίπτωση του Πατρο-Κοσμά, που είναι πολύ προγενέστερος και δεν μπορούμε να συγκρίνουμε τις αυτοθυσιαστικές ανιδιοτελείς του περιοδείες (βλ,λεπτομερώς στην Καρατζά Αικατερίνη, Η ποιμαντική διάσταση του έργου του Αγίου Κοσμά του Αιτωλού, Μεταπτυχιακή εργασία, Θεολογική Σχολή, ΑΠΘ, Θεσσαλονίκη 2009,30-35) με μία οποιαδήποτε κοπιαστική εργασία ενός κατά τα άλλα σημαντικού λόγιου συγγραφέα και εκκλησιαστικού προσώπου. Και βέβαια δεν μπορούμε να θεωρήσουμε τις υποτιμητικές θέσεις του Νεόφυτου Δούκα ως την επίσημη (αν θα μπορούσε να υπάρχει τέτοια σε ένα τέτοιο ζήτημα) αντίληψη της Εκκλησίας.
13 «Οι τοιχογραφίες οι πιο πρόσφατες είναι έργα του ζωγράφου Μιχαήλ Αναγνώστου Δημητρίου από τη Σαμαρίνα, όπως δηλώνεται σε άλλη επιγραφή του ναού ο.π. σ.77. Στην μελέτη της Πασαλή αναφέρονται και όλες οι άλλες αναφορές και σχολιασμοί που έχουν γίνει πάνω στην επιγραφή αυτή από παλαιότερους μελετητές π.χ. Σίκος, Γώγος, Γαρίδης, Λαζάρου ο.π. σ.86 υποσ.58,59,60,61.
14 Ο.π.σ.91.
15 Ο.π. σ.86 υποσ. 56. και
16 Ο.π. σ.86.