Καλοκαίρι πια. Οι βαλίτσες ετοιμάζονται, σε αναζήτηση κάποιας δροσιάς, ακόμη και με αναδιάταξη του σαλονιού ή της στενόμακρης βεράντας.
Το φευγιό, με οποιονδήποτε τρόπο, γίνεται η απάντηση στο παρόν –και το μέλλον– με την πολλή ξηρασία της καθημερινότητας.
Το νερό, σ’ όλους τους καιρούς, ήταν το μέσο για να κλείσει ένας κύκλος. Και να ανοίξει ένας άλλος. Να αποκαθάρει όσα πληγώνουν. Παλαιόθεν αυτό συνέβαινε. Το ίδιο επαναλαμβάνεται και φέτος. Ολοι μας ψάχνουμε να ξεφορτώσουμε, έστω και για λίγο, όσα μας βαραίνουν.
Το νερό γίνεται η γομολάστιχά μας. Απ’ αράτσι ντι λα Γκούρ(α), τραγουδάνε στο Συρράκο. Με άλλα λόγια, όσοι άδουν το τραγούδι μεταφέρονται στα βουνά τους, επιθυμώντας να βάλουν τη χούφτα τους κάτω από τη βρύση της Γκούρας, να ξεδιψάσουν τη νοσταλγία του βουνού που γίνεται καημός και τραγούδι.
Υδωρ το καθαρτήριο. Αλλά και ιαματικό. Ο έρωτας γίνεται καύσωνας που κατακαίει τα σωθικά. Μεταμορφώνει τον ερωτοχτυπημένο σε πυριφλεγέθουσα και αυτοαναφλεγόμενη βάτο, στην οποία ο ναρκισσισμός υποχωρεί μπρος στην ένταση της φωτιάς. Καιομένη βάτος ο έρωτας.
Σ’ νjι τι μπάσου μες του γκούρ(α). Συνεχίζει το βλάχικο τραγούδι. Η βρύση Γκούρα που αναζωογονεί και δροσίζει παραδειγματίζει τον καιόμενο νέο. Που αναζητεί τη δροσιά του ερωτικού του πάθους σε μια άλλη πηγή, το στόμα/γκούρα. Ετσι νιώθει και ο νέος στο δημοτικό τραγούδι, ο οποίος βρίσκει ως γιατρικό στην ένταση της ερωτικής θερμοκρασίας το φιλί. Που αποκτά τις ιαματικές ιδιότητες του κρύου νερού της βρύσης.
Καλοκαιράκι πλέον. Η θάλασσα κερδίζει το μεγάλο μερτικό του καλοκαιρινού χρόνου. Τι να σου κάνει κι αυτή η έρμη; Πόσες αμαρτίες να ξεπλύνει; Τις δικές μας που αγκομαχάμε; Εκείνων που έχουν στήσει θαλασσινές κακές σκάλες; Χρειάζεται και την πλάτη των βουνών. Που είναι το προσκυνητάρι της μνήμης. Εκεί που το μυαλό λαγαρίζει, το μάτι χάνει τον αστιγματισμό του. Να θυμηθούμε τη φύτρα. Να μιλήσουμε για όσα ξεχάσαμε. Για τη μοναξιά και τον φόβο των βουνών. Για την αλαζονεία των ανθρώπων. Που θέλουν να τα ευτελίσουν βάζοντάς τους κέρατα.
Καλοκαίρι. Ο καιρός των πανηγυριών. Η επιστροφή στον κόσμο των νεκρών προγόνων. Στο Συρράκο και ολούθε που ακούγονται το κλαρίνο, το βιολί, η λύρα, η γκάιντα. Σε στεριές και θάλασσες. Εκεί που στήνονται οι κύκλιοι χοροί. Στα βουνά για τα πανηγύρια. Αφού πρώτα ξεφορτωθούμε την οίηση της πόλης, τον ατομικισμό και τον πολιτισμό του ντιμπιντάι.
Στα πανηγύρια του καλοκαιριού. Να μπούμε στον χορό πιάνοντας το χέρι όλων εκείνων που έζησαν και κράτησαν τον τόπο όρθιο. Να νιώσουμε αρμοί μιας αλυσίδας που έρχεται από πολύ παλιά.
Στο Συρράκο τον Δεκαπενταύγουστο για το νερό της μνήμης.
Ευάγγελος Αυδίκος
πηγή: ΕφΣυν