Ο Γεώργιος Κ. Ρόζιας γεννήθηκε το 1786. Σε ηλικία οκτώ ετών στάλθηκε προστατευόμενος στον θείο του που ήταν έμπορος στη πόλη Τιμισοάρα (Timișoara) της Ν.Δ Ρουμανίας (τότε στα εδάφη των Αψβούργων). Σπούδασε για 14 χρόνια σε σχολεία και γυμνάσια της Ουγγαρίας, ιατρική στην Πέστη και συμπλήρωσε τις σπουδές του στη Βιέννη, για δύο χρόνια, όπου έλαβε το δίπλωμα ιατρικής το 1811. Στη συνέχεια άσκησε την ιατρική και ειδικά την ψυχιατρική σε νοσοκομείο για ψυχικά νοσήματα. Αργότερα, διορίστηκε ως γιατρός στη πόλη Oravița και ως νομίατρος στη Τιμισοάρα. Μιλούσε 4 γλώσσες και έγραψε πολλές χειρόγραφες πραγματείες που έμειναν αδημοσίευτες. Πέθανε στις 12 Φεβρουαρίου του 1847 από τυφοειδή πυρετό.
Για την καταγωγή του φροντίζει να μας πληροφορήσει ο ίδιος μέσα από τα έργα του αν και όχι με σαφήνεια. Στην διδακτορική του διατριβή που εκδόθηκε το 1812 στη Βιέννη με τίτλο De luxu in medicamentis, ejus fon tibus et damno υπογράφει στο εξώφυλλο ως Georgius Const. Rosa, Vallachus Voscopolitanus ex Maced. γεγονός που καταδεικνύει πως είχε Μοσχοπολίτικη καταγωγή. Για τον τόπο γέννησης του, πατρίδα του όπως αναφέρει, δίνει δύο διαφορετικές εκδοχές. Στο βιβλίο του Εξετάσεις περί των Ρωμαίων (Untersuchungen über die Romanier) στη σελ. 96 δηλώνει στο γερμανικό κείμενο ως πατρίδα του τα Bitolia (Μοναστήρι), ενώ στην σελ. 97 στο αντίστοιχο μεταφρασμένο κείμενο στα ελληνικά αναφέρει την Πτολεμαΐδα γεγονός που προξενεί κατάπληξη. Όμως ως πιθανότερη εκδοχή μπορεί να θεωρηθεί αυτή του Μοναστηρίου καθώς στο συγκεκριμένο απόσπασμα αναφέρετε στο γλωσσικό ιδίωμα της Γόπιστας που βρίσκεται στα περίχωρα της πατρίδος του, εγκατάσταση που πιθανόν να συμπίπτει με το χωριό Γκόπεσι στα περίχωρα του Μοναστηρίου. Επίσημαίνεται πως η σημερινή πόλη της Πτολεμαΐδας ονομαζόταν Καϊλάρια (τουρκ. Kaylar) και κατοικούνταν από αμιγή μουσουλμανικό πληθυσμό.
Το 1808, σε ηλικία 22 ετών, εκδίδει το πρώτο του βιβλίο στη Πέστη στο τυπογραφείο του Mathias Trattner. Το εξώφυλλο του, όπως και το υπόλοιπο μέρος, είναι γραμμένο στα γερμανικά και τα ελληνικά:
Untersuchungen
über die
Romanier
oder
sogenannten Wlachen,
welche jenseits der Donau wohnen;
auf alte Urkunden gegründet
von
Georg Constantin Roja
Zuhörer der physiologie und Geburtshülfe auf
der medizinischen Universitäts Fakultät
zu Pesth in Hungarn.
ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ
περί τῶν
ΡΩΜΑΙΩΝ
ἤ τῶν ὀνομαζομένων Βλάχων
ὅσοι κατοικοῦσιν ἀντιπέραν τοῦ Δουνάβεως, ἐπί παλαιῶν
μαρτυριῶν τεθεμελιωμέναι
παρά
ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΡΟΖΙΑ
Ἀκροατοῦ τῆς Φυσιολογίας, κ' Μαμμικῆς ἐν τῷ τῆς
Ἰατρικῆς Σχολείῳ, μέρει τοῦ ἐν τῇ κατ' ΟΥγγαρίαν
Ἐλεθερουπόλει Πέστῃ κειμένου Πανδιδακτηρίου.
Pesth,
gedruckt bey Mathias Trattner
1808
Οι εξετάσεις αποτελούν μια πραγματεία, ένα δοκίμιο όπως αναφέρει και ο ίδιος, σχετικά με τις διάφορες ονομασίες, τη καταγωγή, την ιστορία και τα φυσικά χαρακτηριστικά των Βλάχων. Σε όλο το έργο ταυτίζει τους Βλάχους με τους Ρουμάνους των παραδουνάβιων ηγεμονιών (Μολδοβλαχία, Τρανσυλβανία και Βανάτο) και αποκαλεί και τους δύο Ρωμαίους. Ο σκοπός της συγγραφής του βιβλίου περιγράφεται από τον συγγραφέα στο Προοίμιο (σελ. 4-7):
«ΠΡΟΟΙΜΙΟΝ
Ὁ σκοπός, τόν ὁποῖον ἔτρεφον εἰς συναγωγήν αὐτοῦ τοῦ δοκιμίου τῶν ἐξετάσεων, ἦτον νά συναθροίσω μίαν συνοπτικήν συγγραφήν, διά ὅλους ἐκείνους ὅσοι δέν ἔχουσι τινά γνῶσιν τῶν ἀντιπέραν τοῦ Δουνάβεως κατοικούντων Ρωμαίων, κ' ὅσον ἦτον δυνατόν νά προθήσω μίαν ἀρκοῦσαν εἰδοποίησιν μάλιστα εἰς τούς ρωμαίους, ποιοί ἦτον αὐτοί τό πάλαι, καί ποῖοι εἶναι τήν σήμερον. ἀλλά, δέομαι, ἄς μήν ὑπολάβη τις, πῶς εἶχον ἕνα τοιοῦτον σκοπόν αὐτῆς τῆς Συγγραφῆς, διά νά συγγράψω, καί νά ἐξομοιώσω αὐτό τό δοκίμιον μέ ἐκεῖνα τά ἀξιοθαύμαστα Συγγράμματα τῶν πολυμαθῶν ἀνδρῶν. ἐγώ πολλά εὐαισθήτως γνωρίζω κάθε ἀτελειότητα τοῦ παρόντος μου Δοκιμίου, εἰς τήν ἐξύφανσιν ἀυτού εἶχον ἔμπροσθέν μου μεγάλων ἀνδρῶν συγγράμματα, καί ὡς εἰς πρωτότυπα ἀπεσκόπουν τά ἴχνη ἐκείνων. εἰς πόσον λοιπόν βαθμόν ἐγώ ἀνύψωσα αὐτόν τόν σκοπόν μου, ἀφήνω περιχαρῶς εἰς τήν κρίσιν τῶν ἐμπείρων, καί τών φιλοδικαίων κριτῶν νά κρίνωσι, τούς ὁποίους παρακαλῶ μάλιστα ἅμα νά δοκιμάσωσι μέ τόν γνώμονα τῆς ἀληθείας αὐτό τό Δοκίμιον. ἐάν εὑρεθῆ ἀθεμελίωτον, ἐκ ψυχῆς ἐπιθυμῶ κἀγώ ἄλλην ὁδηγίαν τῆς σαφεστέρας ἀληθείας, ἐπειδή ἕνας ἀνάξιος ἔπαινος οὐδένα διορθώνει, περισσότερον ὅμως μία τεθεμελιωμένη κατηγορία. ἴσως εἰς μερικούς θέλει γένη αἴτιον σκανδάλου, διά τί εἰς ἁπλοελληνικόν κείμενον; διά νά βοηθήσω εἰς τήν εἰδικήν μου εὐάρεστον γνῶσιν τούς ὁμογενεῖς μου, τόσον τούς ἐν τῇ ΟΥγγαρία, Τουρκία, κ' γειτονικοίς τόποις, ὅσον τελευταῖον καί ὅλους τους ἄλλους. ὄχι δί ἀδυναμίαν καί ἀτέλειαν τῆς Ρωμαϊκῆς διαλέκτου ὄχι, ἀμή ἐπειδή ἀποβλέπει ὁ σκοπός μου νά χρησιμεύση ὄχι μόνον εἰς τούς Ρωμαίους, ἀμή καί εἰς ὅλους τους ἄλλους, ὅσοι ἐνοούσι τήν ἁπλοελληνικήν, καί ἀναγινώσκουσιν».
Ο συγγραφέας λοιπόν θέλει να πληροφορήσει το γένος του, τους Ρωμαίους, «ποιοί ἦτον αὐτοί τό πάλαι, καί ποῖοι εἶναι τήν σήμερον», αντιλαμβανόμενος πως η ιστορία και η γνώση τους επ' αυτής είναι ελλιπής. Σύμφωνα με όσα υποστηρίζει στη συνέχεια, οι Ρωμαίοι αποτελούσαν κάποτε τον μισό πληθυσμό της Θρακίας και της Μακεδονίας και ενός μεγάλου μέρους της Αλβανίας. (Προεισωδιώδης διατριβή σελ. 8-19)
«Μεταξύ ἐκείνων τῶν Γενῶν, τῶν ὁποίων κατά τό μᾶλλον κ' ἧττον ἡ Ἱστορία εἶναι ἐτελής, ἀνήκει ἔτι κ' τοῦτο, τό ὁποῖον συνιστᾶ τοῦ ἐδικοῦ μου Δοκιμίου τό κείμενον, κ' ὀνομάζεται πάντοτε ἀπό τήν μητρικήν διάλεκτον, Ρωμαῖοι (§.8.) ἐν Γένος, κατά τήν δόξαν τῶν ἀξιοπίστων Ἱστοριογράφων μεγάλον, κ' εἰς ἅ ἀρχαία Γένη πολλά γνωστόν. αὐτό ἀπεπλήρου τό ἥμιση μέρος τῶν κατοίκων τῆς Θρακίας, ὑπέρ τά τρία τέταρτα μέρη τῶν κατοίκων τῆς Μακεδονίας, κ' πολύ μέρος τῆς Ἀλβανίας, εἰς τήν ὁποίαν οἱ περισσότερες πόλεις ἀπό αὐτό μόνον κατοικοῦνται».
Στη σελίδα 19 δεν παραλείπει να χωρίσει το έργο του σε τέσσερα τμήματα ενώ αναλυτικό πίνακα περιεχομένων παραθέτει και στις σελίδες 146-149.
«Τέλος, ὡς πρός τήν τάξιν, διεῖλον τοῦτο τό ἔργον εἰς τέσσαρα Τμήματα, τό πρῶτον περιέχει ἐν κριτικόν ἔργον περί τοῦ ἀληθοῦς ὀνόματος αὐτοῦ τοῦ Γένους. τό δεύτερον περιλαμβάνει τήν ἐξέτασιν περί τῆς πρώτης αὐτῶν κατοικίας, κ' τῆς ἀληθοῦς προαγωγῆς. εἰς τό τρίτον διηγοῦμαι συνοπτικῶς τινά αὐτῶν ἔργα εἰς τήν ἀνθηράν της πολιτείας αὐτῶν κατάστασιν. εἰς τό τέταρτον ἐρευνῶ διά πεπληροφορημένων θεμελίων νά ἀποδείξω, πώς αὐτό τό Γένος δέν εἶναι ἀγνώριστον ως πρός τά φρονήματά του, κ' φιλοβοηθητικήν τοῦ διάθεσιν. κ' μέ αὐτά περιορίζεται ὁλικῶς αὐτοῦ τοῦ ἔργου ἡ περιοχή».
Στο πρώτο τμήμα του βιβλίου, Περί της αληθούς ονομασίας του Γένους μου, σελ. 20-49, αναλύει τις προελεύσεις των διαφόρων ονομασιών για το γένος του (Βλάχοι, Μισίοι, Κουτσόβλαχοι, Μαυρόβλαχοι, Καράβλαχοι, Τσίντσαροι) και ταυτόχρονα αποκρούει την χρήση τους ενώ αποδέχεται μόνο τον όρο Ρωμαίοι. Εξηγεί πως ο όρος αυτός προήλθε από την εκλατίνιση των Θρακών από Ρωμαίους αποίκους και υποστηρίζει πως οι Βλάχοι της νότιας Βαλκανικής και οι Δακορουμάνοι είναι αδελφοί λαοί ενώ κατηγορεί τους απλούς Γραικούς ότι:
«τοιοῦτοι Νεοεφευρέται ὀνομασιῶν εἶναι Τινές τῶν συμερινῶν ἁπλῶν Γραικῶν. αὐτοί τολμώσιν νά κάμωσι μίαν διαφοράν μεταξύ τοῦ ἐδικοῦ μου Γένους, καί τῶν ἐντεῦθεν τοῦ Δουνάβεως κατοίκων ως ἀπό τῆς ἀρχικῆς προαγωγῆς αὐτοῦ τοῦ Γένους, κ' διά τοῦτο ὀνομάζουσιν ἠμᾶς περιχαρῶς Κουτζοβλάχους... [σελ. 33]
Τό Γένος μου κατά τήν μητρικήν του διάλεκτον μεταχειρίζεται εἰς ἰδίάν του ὀνομασίαν τήν λέξιν, ραμάνοι, ρομάνοι, δήλ. ρωμαῖοι διαφέρουσαν τί κατά τά τᾶς Συλλαβᾶς, κ΄ φυλάττει μέχρι τῆς σήμερον.
...αἵ πρῶται κατοικίαι αὐτοῦ τοῦ Γένους (καθώς εἰς τό ἑξῆς θέλει ἀποδειχθῆ) ἤσαν εἰς τήν Θρακίαν, ἔπειτα ἡ ἴδια Θρακία ἔγινε μία ἐπαρχία τῶν Ρωμάνων. ἀκολούθως ἐκεῖ ἀπεκατεστάθησαν στρατεύματα τῶν Ρωμάνων, κ' ἄποικοι. Εἰς αὐτήν τήν κατάστασην ἄρχισαν οἱ Κάτοικοι τῆς Θράκης εὐθύς νά ὁμιλώσι μέ τήν τῶν Ρωμάνων διάλεκτον... [σελ. 43]
Τό ὄνομα Ρωμαῖοι εἶναι τήν σήμερον ἴδιον του ἐδικοῦ μου Γένους, κ' τῶν εἰς τήν Τρανσιλβανίας, Βλαχίαν, κ' Μπανάτι εὐρισκομένων συναδελφῶν μας... [σελ. 45]»
Στο δεύτερο τμήμα του βιβλίου, Περί της πρώτης κατοικίας των Ρωμαίων και της αληθούς προαγωγής των, σελ. 50-99, αναπτύσσει την παραπάνω θεωρία. Μιλά για την αρχαία Θράκη, τους πρώτους κατοίκους της και τα γειτονικά φύλα, τους κατακτητές της ανά τους αιώνες και τα ρωμαϊκά στρατεύματα που την κατέλαβαν και έφεραν μαζί τους αποίκους. Υποστηρίζει πως από την λατινική διαμορφώθηκε η γλώσσα του γένους του το οποίο στη συνέχεια διασκορπίστηκε στην νότια Βαλκανική. Για να καταδείξει την λατινικότητα της γλώσσας παραθέτει κατάλογο 239 λέξεων της βλαχικής με λατινική προέλευση σε τρεις στήλες, Roman (βλάχικα), Ελληνικά και Λατινικά, (σελ. 68-77).
«Ἐπί Κλαυδίου Καίσαρος ἡ Θράκη ἔγινε μία ἐπαρχία τῆς ρωμαϊκῆς βασιλείας, κ' κατά τό 29 ἔτος ἀπό Χρ. πολλά ρωμαϊκά στρατεύματα ἠνώθησαν μέ τούς Θράκας. μετά ταῦτα ἦλθον κ' πολλοί ἄποικοι τῶν Ρωμάνων... [σελ. 57]
Ἄν ἴσως λοιπόν ἐγώ θέλω ἀποδείξω πώς εἰς τήν Θρακίαν ἐν πρώτοις αὐτή ἡ διάλεκτος τῶν Ρωμαίων ἤνθει, πιστεύω πώς κανείς, ὅστις ἔχει μίαν κατ' ἐπιφάνεις κ' ὀπωσοῦν ἰδέαν αὐτῆς τῆς διαλέκτου, δέν θέλει ἀρνηθῆ ὅτι, ἡ Θρακία ἦτον ἡ πρώτη κατοικία τῶν ρωμαίων... [σελ. 61]
...κ' ἡ ρωμαϊκή ἐκφώνησις ἦτον ἡ διάλεκτος τῶν κατοίκων τῆς Θράκης, οἱ ὁποῖοι ἔπειτα διεσκορπίσθησαν εἰς τά λοιπά παρικείμενα μέρη Μακεδονίαν, Θεσσαλίαν, κ' ἀλλαχοῦ... [σελ. 63]
αἵ περισσότεραι λέξεις τῆς εἰδικῆς μας διαλέκτου εἶναι λατινικαί, ἔπειτα ἐπαρχικάι, αἵ ὀλιγώτεραι εἶναι τῆς καθωμιλημένης γραικικῆς. Ὅτι μέν τοῦτο ἀληθές εἶναι ὁ ἀκόλουθος ἀριθμός τῶν Ρωμαϊκῶν λέξεων θέλει τό ἀποδείξει. [σελ. 67]
Roman. Farina Alb Ursu Spuma Nepotu Sandze Ntregu Aeta Avdu Acu Munte Punte |
(ελληνικά) Ἀλεῦρι. Ἄσπρον. Ἀρκοῦδα. Ἀφρός. Ἀνεψιός. Αἷμα. ἀκέραιον. Ἡλικία. Ἀκούω. Βελόνι. Βουνόν. Γέφυρα. |
Lateinisch. Farina. Albus. Ursus. Spuma. Nepos. Sangvis. Integer. Aevum, aetas. Audio. Acus. Mons. Pons. |
Όσον αφορά την καταγωγή του γένους του καταλήγει πως «Οι Ρωμαίοι είναι απόγονοι των παλαιών Ρωμαίων, όσοι εις την Θράκην ήλθον» (σελ. 81), και γι αυτό το λόγο επικαλείται τις αναφορές του Κίνναμου, του Χαλκοκονδύλη και άλλων, (σελ. 83-87), ενώ παρακάτω επαναλαμβάνει την ταύτιση των Βλάχων με τους Δακορουμάνους.
«Δέν ἀνήκει εἰς τόν εἰδικόν μου σκοπόν νά ὁμιλήσω περί τῶν ἐν Τρανσιλβανίᾳ, κ' Βλαχία κατοικούντων Ρωμαίων, θέλω ὅμως ἀναφέρω συνοπτικῶς, πώς αὐτοί εἶναι ἀδελφοί ἐδικοί μας... [σελ. 99]
Ἠμεῖς οἱ Ρωμαῖοι μετά τῶν ἐν Τρανσιλβανίᾳ, κ' ἐν Βλαχῖᾳ κατοίκων ἀδελφῶν μας εἴμεθα εἰς τούς τοιούτους ἡμιμαθεῖς ἀνθρώπους... [σελ. 125]».
Στο τρίτο τμήμα, (Περί τινών πολεμικών έργων των Ρωμαίων, σελ. 100-123, ο Ρόζιας εξιστορεί τους πολέμους του Ισαάκιου Β' Αγγέλου εναντίον των Βουλγάρων και των Βλάχων της δυναστείας των Ασανηδών (1186 - 1190), την δημιουργία του Β' Βουλγάρικου Βασιλείου και τη Μεγάλη Βλαχία του Ιωάνη Δούκα ως το 1394.
Στο τέταρτο τμήμα του βιβλίου, (Περί της Φυσικής Επιτηδειότητος των Ρωμαίων, σελ. 124-145, ο συγγραφέας αναφέρεται στα προτερήματα και τις ικανότητες των Βλάχων. Θεωρεί πως παρόλο που είναι άξιοι και ικανοί παρέμειναν ημιμαθείς εξαιτίας της καταπίεσης τους από τον Οθωμανικό ζυγό και του γεγονότος ότι δεν καλλιέργησαν τη γλώσσα τους. Εξηγεί τις αιτίες για τις οποίες οι Ρουμάνοι αντικατέστησαν το αρχικό λατινικό τους αλφάβητο με το σλαβονικό και υπογραμμίζει τη στενή γλωσσική και εθνοτική συνάφεια των δυο ομάδων. Προτρέπει τη χρήση του κυριλλικού ή λατινικού αλφαβήτου για τον εγγραμματισμό της γλώσσας ώστε να αποβάλει τις ξένες λέξεις και επιρροές, καθώς κατά την γνώμη του η χρήση ελληνικών στοιχείων μετά την προσπάθεια του Θ. Καβαλλιώτη στη Μοσχόπολη αποδείχθηκε ακατάλληλη.
«οἱ εἰς Μολδαβίαν ἡμέτεροι ἀδελφοί ἐμεταχειρίζοντο εἰς τήν γραφήν τά λατινικά στοιχεῖα μέχρι τοῦ 1439. ἐπειδή ὅμως ὁ τότε Μολδοβλαχίας ὑπέγραψεν εἰς τήν ἀπόφασιν τῆς ἐν Φλωρεντζίᾳ Συνόδου, κατέπεισεν ὁ Θεόκτιστος ὁ αὐτοῦ διάδοχος τόν Ἡγεμόνα Ἀλέξανδρον, νά ἀποβάλωσι τήν χρῆσιν τῶν λατινικῶν στοιχείων, κ' νά μεταχειρίζωνται τά Σλαβωνικᾶ. Ἰδού βεβαιότατον σημεῖον πώς ἠμεῖς εἴχομεν πρότερον ἡμέτερα στοιχεῖα ἴδια, κ' μέχρι τῆς σήμερον ἔχομεν, πλήν δέν μεταχειριζόμεθα διά τᾶς προρρηθείσας αἰτίας. Ἐπειδή λοιπόν ἔπειτα τινάς τοῦ ἡμετέρου Γένους δέν ἠμπόρουν νά ἀντισταθώσι πλέον εἰς τήν Φυσικήν της ψ(φ)ιλομαθείας, κ' ἡ μεταχείρησις τῶν λατινικῶν ψηφίων ἅπαξ ἐμποδίσθη, ἠναγκάσθησαν νά παραλάβωσι τά Ἑλληνικά στοιχεῖα ὡς πλησιέστερα, κ' νά γράφωσι τᾶς θέσεις τῆς διαλέκτου τῶν μέ ἐκεῖνα. προετίμησαν δέ αὐτήν τήν μεταχείρησιν εἰς τόν καιρόν τοῦ Ἱερέως τῶν Ρωμαίων Ἀναστάσιν τοῦ Καββαλιώτου τοσούτον, ὥστε εἰς τήν Μοσχόπολιν, ἡ ὁποία κατοικεῖται μόνον ἀπό Ρωμαίους συνεστάθη μία Τυπογραφία, εἰς τήν ὁποίαν ἐτυπώθησαν κ' πολλά βιβλία ρωμαιϊκά, ἀλλ' ὅμως ἐφάνη εὐθύς ἡ ἀτέλεια τῶν Ἑλληνικῶν στοιχείων εἰς τό νά ἐκφράσωσιν ὄλας τᾶς λέξεις τῆς ρωμαϊκῆς διαλέκτου. διά τοῦτο ἄρχισαν νά μεταδιδόασιν ὄλας τᾶς ἔννοιας τῶν μέ ἁπλοελληνικᾶς λέξεις. Εἴθε νά ἦτον δυνατόν νά καταργηθῆ αὐτή ἡ ἀνάγκη, κ' οἱ Ρωμαῖοι νά μεταχειρισθώσιν ἤ τά λατινικά, ἤ τά Σλαβωνικά στοιχεῖα, ὄτε κ' ἡ διάλεκτος αὐτῶν δέν θέλει καθαρθῆ ὀλίγον ἀπό τᾶς ξένας λέξεις, (σελ. 141-143)».
Οι σελίδες 144 και 145 έχουν λάθος αρίθμηση, ενώ ακολουθεί ο αναλυτικός πίνακας περιεχομένων, (σελ. 146 έως 149). Στις σελίδες 150 έως 159 αναγράφετε κατάλογος συνδρομητών του βιβλίου από πόλεις της Ευρώπης και της οθωμανικής Βαλκανικής (Πέστη, Μίσκολτς, Βούδα, Βιέννη, Τιμισοάρα, Ζέμουν, Κραϊόβα κ.α.), καθώς εκείνη την εποχή συνηθιζόταν να προπωλούνται αντίτυπα εκδόσεων. Σύμφωνα με αυτόν, πουλήθηκαν 639 αντίτυπα του βιβλίου. Τα πιο πολλά στην Πέστη, συνολικά 232 τεμάχια, στη Βιέννη πουλήθηκαν 140, στο Μίσκολιτς 109, στη Βούδα 26, στη Τιμισοάρα 15, στο Νόβι Σαντ 8 κ.α. Ανάμεσα σε αυτούς ξεχωρίζουν πλούσιοι Μοσχοπολίτες έμποροι, π.χ. τρία μέλη της οικογένειας Πεσχάρου, ένας στη Βούδα και δύο στο Μίσκολτς, πέντε μέλη της οικογένειας Σαγκούνε, ο Γ. Κοσμίσκη, ο υιός του Θεόδωρου Καβαλλιώτη, Αναστάσιος, ιερέας στο Μίσκολτς κ.α.. Τέλος, στη σελ. 160 παρατίθενται διορθώσεις της έκδοσης.
Το έργο του Ρόζια είναι σαφώς επηρεασμένο από τα έργα των Gheorghe Şincai και Samuil Micu-Klein, πρωτεργατών της Τρανσυλβανικής Σχολής (Școala Ardeleană). H Τρασυλβανική Σχολή αποτέλεσε την πιο λαμπρή έκφραση του Ρουμανικού Διαφωτισμού και ήταν ένα ιδεολογικό και πολιτιστικό ρεύμα, οι φορείς του οποίου ήταν Ρουμάνοι διανοούμενοι της Τρανσυλβανίας, που χρησιμοποίησαν για πρώτη φορά επιστημονικά επιχειρήματα για να επιτύχουν την εθνική χειραφέτηση των ομοεθνών τους. Ήταν εκπρόσωποι αυτής, της επονομαζόμενης και Λατινιστικής Σχολής, λόγω της κυρίαρχης θέσης τους, σύμφωνα με την οποία οι Ρουμάνοι ήταν αμιγείς απόγονοι των Ρωμαίων αποίκων στη Δακία. Στον αγώνα τους για απόκτηση πολιτικών και κοινωνικών δικαιωμάτων για τους Ρουμάνους και την εξίσωσή τους με τα άλλα προνομιούχα έθνη της Τρανσυλβανίας, πολλοί εκπρόσωποι της Σχολής έφτασαν στην υπερβολή, αρνούμενοι οποιαδήποτε πρόσμιξη του ρωμαϊκού στοιχείου με τους Δάκες και άλλους βάρβαρους λαούς στην περιοχή και αναζητούσαν την κάθαρση της ρουμανικής γλώσσας από μη λατινικές λέξεις. Για τον λόγο αυτό, προώθησαν τη λατινική γραφή με ετυμολογική ορθογραφία, προς μόνιμη αντικατάσταση της κυριλλικής. Συνέβαλαν έτσι, καθοριστικά, στη μορφοποίηση της σύγχρονης επίσημης ρουμανικής γλώσσας, καθώς και στο σχηματισμό της αντίληψης του προκεχωρημένου φυλακίου του λατινικού κόσμου εντός μιας θάλασσας «βαρβάρων». Η Scoala Ardeleana εξέφρασε επίσης την άποψη ότι οι Βλάχοι είναι εθνικά Ρουμάνοι μέσω του κύριου εκπροσώπου της Petru Maior, γνώμη που θα επαναλάβει και ο Mihail Kogălniceanu λίγα χρόνια αργότερα.
Οι Εξετάσεις μεταφράστηκαν στα ρουμάνικα το 1867 από τον Hagiadi Sergiou στη Craiova με τίτλο Έρευνα σχετικά με τους Ρουμάνους πέρα από τον Δούναβη, ενώ αντίγραφα τους υπάρχουν σήμερα σε Αθήνα, Βουκουρέστι, Λονδίνο, Βιέννη, Ιλινόις κ.α.
ΠΗΓΕΣ - ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ
Samuil Micu-Klein, Carte de rogacioni pentru evlavia homului chrestin, Vienna 1779
Samuil Micu-Klein - Gheorghe Şincai, Elementa linguae daco-romanae sive valachicae, Vindobonae (Vienna) 1780
Samuil Micu-Klein, Istoria, lucrurile şi întâmplările românilor pre scurt aşezată şi din mulţi vechi şi noi scriitori culeasă şi scrisă, Buda 1806
Petru Maior, Istoria pentru începutul românilor în Dachia, Πέστη 1812
Georg. Const. Rosa, Dissertatio inauguralis de luxu in medicamentis, ejus fon tibus et damno [Διατριβή περί της πολυτέλειας (υπερκατανάλωσης) στα φαρμακευτικά ιάματα/σκευάσματα, οι απαρχές και η ζημία (που προκαλούν)], Vienna 1812
Georg Montan, Kurzgefasste Geschichte der wlachischen Nazion in Dacien und Macedonien (Σύντομη Ιστορία του Βλάχικου Γένους στη Δακία και τη Μακεδονία), Πέστη 1819
Mihail Kogălniceanu, Histoire de la Valachie, de la Moldavie, et des Vlaques transdanubiens, Berlin (1837)
Hagiadi Sergiu, Cercetări despre Românii de dincollo de Dunăre, Craiova, 1867
Valeriu Lucian Bologa, G. C. Roja, un savant medic aromân din Timişoara, Viaţa Medicală 2, Cluj 1928
Valeriu Lucian Bologa, Contribuţiuni la istoria medicinei din Ardeal, Cluj 1930
Έκτορος Σαραφίδου, Έλληνες ιατροί εν Ρουμανία, Πραγματείαι Ακαδημίας Αθηνών, Τόμος δωδέκατος, Αθήνα 1940
Ştefan Petrescu, Οι Έλληνες ως «Άλλοι» στη Ρουμανία, Θεσσαλονίκη 2014
Ρήγκος Ματθαίος, Από “natio tolerata” σε “nation accepta”. Οι εθνικοί και κοινωνικοί αγώνες των Ρουμάνων της Τρανσυλβανίας κατά τον 18ο αιώνα. Θεσσαλονίκη 2015
Γεώργιος Ρόζια, Εξετάσεις περί των Ρωμαίων ή των ονομαζομένων Βλάχων, Πέστη 1808. Ψηφιακό αντίγραφο της Google από το Βρετανικό Μουσείο (κατεβαστε)